Το Ποντίκι
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2042 στις 11-10-2018
του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
Τι σημαίνει – κι από πότε (χρονολογικά) – ο όρος Μακεδονία για εμάς τους Έλληνες; Είναι ένα ερώτημα που δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς ιστορικά και είναι ακόμα λιγότερο γνωστό στο ευρύ κοινό. Τι σημαίνει πριν την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και τι μετά;
Είναι γενικότερα γνωστό ότι οι ιστορίες του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, αλλά και των επιγόνων τους, ήταν ευρύτατα διαδεδομένες τόσο στα μεσαιωνικά χρόνια όσο και στα νεότερα, όχι μόνο στον διάσπαρτο ελληνισμό αλλά σε ολόκληρο τον δυτικό και ανατολικό κόσμο. Οι ιστορίες αυτές απετέλεσαν μια από τις πλέον ένδοξες παρακαταθήκες της αρχαίας μας κληρονομιάς. Αν και ο γεωγραφικός όρος της Μακεδονίας δεν οριζόταν επακριβώς, η ελληνική προέλευσή του ήταν αδιαμφισβήτητη. Ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα υπήρχε έντονος σκεπτικισμός για το χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο της περιοχής, πράγμα που έβαζε σε αμφισβήτηση το κατά πόσον μπορούσε να σηκώσει ο τόπος το βάρος αυτής της αρχαίας παράδοσης. Ταυτόχρονα, υπήρχε και η παρουσία των σλαβικών πληθυσμών, που περιόριζαν τις ελληνικές επεκτατικές φιλοδοξίες. Με την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους η κλασική παράδοση ενσωμάτωσε τον χώρο στο όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Ήδη, στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, στη Μακεδονία άκμαζε μια πολύ ανήσυχη ελληνική παροικία που, εκτός από πολεμιστές, περιλάμβανε διανοούμενους, φοιτητές και γυμνασιόπαιδες. Αρκετοί από αυτούς ξεκίνησαν τις σπουδές τους στην Άνδρο, δίπλα στον Καΐρη. Επίσης είναι γνωστό ότι η γειτνίαση των Μακεδόνων με τους Βουλγάρους, σε μερικές περιπτώσεις, δημιουργούσε σύγχυση συνείδησης και καταγωγής.
Αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο ήταν ότι, θεωρητικά, η Μακεδονία ήταν πάντοτε ελληνική. Πέραν του ενδόξου μεγαλύτερου βασιλέως στο κόσμο, που ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Παπαρρηγόπουλος, στην πρώτη του ιστορία το 1853, αποκαλεί τον Βασίλειο Α΄ τον Μακεδόνα (811 - 29 Αυγούστου 886), που ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας και ιδρυτής της Μακεδονικής δυναστείας, ως τον πρώτο γνήσιο Έλληνα βασιλιά του Βυζαντίου. Παρά το γεγονός ότι η πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας δεν ήταν ξεκαθαρισμένη, ούτε κάτι τέτοιο ήταν εφικτό να γίνει, μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1860 η Μακεδονία είχε ενσωματωθεί ολοκληρωτικά στη νέα ιστορική αφήγηση του νεοελληνικού κράτους με τη συνδρομή των Ελλήνων Μακεδόνων. Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα των ορθόδοξων Σλάβων παρέμενε ανοιχτό. Ταυτόχρονα και η Βουλγαρία δεν έμενε αμέτοχη, καθώς το ζήτημα της βουλγαρικής εκκλησιαστικής χειραφέτησης συνδέθηκε με το Μακεδονικό ζήτημα. Το αδιέξοδο στις εκκλησιαστικές διαφορές κατέληξε στην αναγνώριση της βουλγαρικής εξαρχικής εκκλησίας από την Πύλη το 1870, για να επέλθει το σχίσμα με το Πατριαρχείο το 1872. Μια άγνωστη αλλά ουσιαστική αλλαγή που δημιούργησε σοβαρά προβλήματα ήταν η ψήφιση και η ενεργοποίηση των Γενικών Κανονισμών από την εθνοσυνέλευση των αρχιερέων και αντιπροσώπων των επαρχιών. Αυτό είχε σαν συνέπεια τη θεσμοθέτηση της συμμετοχής των λαϊκών στη διοίκηση όλων των κοινοτήτων, πράγμα που συνεπαγόταν την εισαγωγή της πολιτικής στις κοινότητες. Η πολιτική εμπλοκή διέρρηξε τη συνοχή των κοινοτήτων. Από την εποχή γύρω από το 1870 είχαν αρχίσει έντονες αντιπαραθέσεις. Το 1873 ο Τύπος έκανε λόγο για βουλγαρικές επιθέσεις, με σκοπό την κατάληψη εκκλησιών στο Μοναστήρι και σε διάφορες άλλες περιοχές. Από εκείνη την εποχή ο δημόσιος προβληματισμός για τη Μακεδονία ήταν έντονος και τον ακολουθούσαν μια σειρά διπλωματικών διαβουλεύσεων. Οι διενέξεις γύρω από το Μακεδονικό ήταν στην ημερήσια διάταξη και δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό κλίμα.
Ο Παπαρρηγόπουλος, με ειρωνική διάθεση, σημείωνε στον πέμπτο τόμο της Ιστορίας του πως «οι Σέρβοι από την εποχή της Επαναστάσεως, την οποία δεν είχαν βοηθήσει, έτειναν να επωφελούνται των οθωμανικών δυσχερειών και να αυξάνουν τα πλεονεκτήματά τους με τις μικρότερες δυνατόν θυσίες». Δημοσιεύματα της εφημερίδας Ακρόπολις τόνιζαν: «Θα ίδωμεν χωρίς να το περιμένουμεν νέον αντίπαλον με το σθένος, την υπουλότητα και εν γένει την τακτική των Βουλγάρων. Εννοείς τι σημαίνει αντίπαλος από φίλου υποτιθέμενου. Οι Σλάβοι είναι ύπουλοι». Σε άλλο φύλλο της σημειώνει «Έστε εις προσοχήν Έλληνες! Μη νομίζετε δ’ ότι των Βουλγάρων ολιγώτερα αξιούσι οι Σέρβοι εν Μακεδονία. Θα ζητήσουν σταδιακά και τα Σκόπια και τα Βιτώλια (Μοναστήρι) και τη Θεσσαλονίκη!».
Μετά την ήττα του 1897 κυρίως, ο κίνδυνος απώλειας της Μακεδονίας δημιουργούσε καταστάσεις έκρυθμες. Το μίσος εναντίον των Βουλγάρων έλαβε παθολογικές διαστάσεις. Γράφει ο Βασίλης Γούναρης στο έργο του «Τα Βαλκάνια των Ελλήνων, Από τον διαφωτισμό έως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο», εκδ. Επίκεντρο: «Είναι δύσκολο να διαφωνήσει κανείς πως η περίοδος κατά την οποία κρίθηκε το μέλλον της Μακεδονίας, δηλαδή από τις βομβιστικές ενέργειες στη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 1903 μέχρι το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση της εικόνας των βαλκανικών λαών στην Ελλάδα για ολόκληρο τον 20ό αιώνα και ίσως μέχρι τις μέρες μας. Η Μακεδονία, ουσιαστικά και συμβολικά, ήταν το φίλτρο μέσα από το οποίο η ελληνική κοινή γνώμη σχημάτισε μια οριακή – σχεδόν ως τις μέρες μας – γνώμη για τα Βαλκάνια, η οποία προσέλαβε την όψη ενός μακρόβιου και δογματικού στερεότυπου. Ό,τι έγινε έκτοτε, προσελήφθηκε ως επαλήθευση της εικόνας αυτής, έστω με μερικές προσαρμογές. Είναι εξίσου δύσκολο να περιγραφεί αναλυτικά η σύνθεση, η έκταση και η ένταση των παραγόντων που συνέδραμαν, γιατί καταλαμβάνει όλη τη σφαίρα των κοινωνικών εκδηλώσεων, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής».
Το τι σημαίνει Μακεδονία για τον σημερινό Έλληνα και το κατά πόσον μπορεί να επεξεργαστεί αυτόν τον βαλκανικό γόρδιο δεσμό, είναι ένα μεγάλο ζήτημα. Όπως και η οπτική με την οποία θα ερμηνεύσει όλη αυτή την προϊστορία του ονόματος. Ένα, ωστόσο, είναι σίγουρο, ότι πρόκειται για μια υπόθεση που είχε μεγάλο και δυσεπίλυτο ιστορικό προηγούμενο, πράγμα που δικαιολογεί την ιστορική καχυποψία που το ακολουθεί. Όπως είναι γνωστό, αυτές οι υποθέσεις δεν λύνονται ούτε ακαδημαϊκά ούτε με καλές προθέσεις. Ούτε, βέβαια, με ιδεολογικές φαντασιώσεις που ευαγγελίζονται κατάργηση των συνόρων και μεταφυσικές προσεγγίσεις περί φιλίας και αλληλεγγύης των λαών. Τα εθνικά θέματα προσεγγίζονται μέσα από διεθνείς συνθήκες, διπλωματικές οδούς και ισορροπίες δυνάμεων, και προβολές προς το μέλλον. Δεν διαπραγματεύεται κανείς τα πατρικά του χωράφια, ούτε τα ανταλλάσσει εφήμερα με κομματικά ψίχουλα. Το Μακεδονικό είναι πολύ περισσότερο από μια ευκαιριακή κομματική αντιπαλότητα. Η Μακεδονία, όπως ήδη αναφέραμε, είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της διαχρονικής ιστορικής μας αφήγησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου