Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

Τα τρία σενάρια του πολέμου Η.Π.Α.-Κίνας

analyst



Οι περισσότερες χώρες δεν έχουν αξιολογήσει σωστά και δεν έχουν «εντρυφήσει» στη γεωοικονομία, παραμένοντας στη γεωπολιτική – με αποτέλεσμα να μην έχουν αναπτύξει τα μέσα, πόσο μάλλον τα όπλα και τους στρατούς που τους χρειάζονται, για να ανταπεξέλθουν.
.

Ανάλυση

- του Βασίλη Βιλιάρδου
Ο όρος γεωοικονομία υποδηλώνει εκείνη την «πολιτική εξουσίας» μεταξύ των κρατών, η οποία διεξάγεται με οικονομικά μέσα ή όπλα, δίνοντας όμως ιδιαίτερη προσοχή στις γεωγραφικές πραγματικότητες. Η πολιτική αυτού του είδους έχει στόχο τη δημιουργία ενός δικτύου πολύ-πολικών οικονομικών σχέσεων, από τις οποίες η εκάστοτε χώρα θέλει να επωφελείται όσο το δυνατόν περισσότερο – επιτρέποντας όμως ταυτόχρονα να έχουν πλεονεκτήματα όλες οι υπόλοιπες, έτσι ώστε οι σχέσεις τους να είναι βιώσιμες. Η γεωοικονομία είναι διαφορετική από τη γεωπολιτική – η οποία χρησιμοποιεί πολιτικά μέσα επιβολής και στη συνέχεια, πολύ συχνά, στρατιωτικά.
Δυστυχώς πολλές χώρες, ιδίως οι αναπτυσσόμενες, δεν έχουν αξιολογήσει σωστά και δεν έχουν «εντρυφήσει» στη γεωοικονομία, παραμένοντας στη γεωπολιτική – με αποτέλεσμα να μην έχουν αναπτύξει τα μέσα, πόσο μάλλον τα όπλα και τους στρατούς που τους χρειάζονται, για να ανταπεξέλθουν αμυντικά στους πολέμους αυτού του είδους που διεξάγονται και οι οποίοι είναι κυρίως οικονομικοί (κυρώσεις), νομισματικοί, εμπορικοί (δασμοί), χρηματοπιστωτικοί και ενεργειακοί (τιμές πρώτων υλών κλπ.).
Ως εκ τούτου καταρρέουν με την πρώτη επίθεση που δέχονται, ιδίως όταν ο επιτιθέμενος διαθέτει μεγάλη ισχύ – όπως οι Η.Π.Α. με τις εταιρείες αξιολόγησης (δεν διαθέτει ουσιαστικά καμία άλλη χώρα, ούτε καν η Ευρώπη – αν και ευτυχώς το ευρώ μαζί με την ΕΚΤ αποτελούν σημαντικά όπλα), με το ΔΝΤ, με την Παγκόσμια Τράπεζα, με τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, με τα συνταξιοδοτικά ταμεία, με τη Fed, με τη Wall Street, με τους διεθνείς οικονομολόγους και επενδυτές, με την καταναλωτική αγορά που διαθέτουν, με το δολάριο, με το σύστημα του χρέους, καθώς επίσης με μία σειρά άλλων όπλων.

Ο «γεωοικονομικός στρατός» εδώ θα αποτελούταν από εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό στα σύγχρονα χρηματοπιστωτικά όπλα μαζικής καταστροφής, όπως είναι τα παράγωγα και ειδικά στα νομίσματα, με κέντρο βάρους την εκάστοτε κεντρική τράπεζα – όπως στο παράδειγμα της Ελβετίας που η κεντρική της τράπεζα κερδίζει τεράστια ποσά επενδύοντας στα διεθνή χρηματιστήρια και στηρίζοντας το νόμισμα της (ανάλυση) ή της Νορβηγίας που έχει δημιουργήσει ένα πανίσχυρο επενδυτικό κεφάλαιο εκμεταλλευόμενη τα ενεργειακά της αποθέματα, το οποίο κερδίζει επίσης μεγάλα ποσά (ακόμη και η Τουρκία κάνει ανάλογες προσπάθειες – άρθρο).
Το νούμερο ένα παιχνίδι εξουσίας
Περαιτέρω, το μεγαλύτερο γεωοικονομικό παιχνίδι εξουσίας σήμερα, το οποίο έχει σχεδόν μετατραπεί σε πολεμικό, είναι ο κλιμακούμενος εμπορικός πόλεμος που κήρυξαν οι Η.Π.Α. εναντίον της Κίνας – με το Ιράν, την ΕΕ, την Τουρκία ή τη Ρωσία να διαδραματίζουν σημαντικούς μεν, αλλά δευτερεύοντες ρόλους (ανάλυση).
Στα πλαίσια αυτού του πολέμου και της χρήσης διαφόρων χρηματοπιστωτικών όπλων εναντίον πολλών χωρών, όπου ασφαλώς οι Η.Π.Α. διαθέτουν τη συντριπτικά μεγαλύτερη ισχύ, κράτη και επιχειρήσεις ανά τον πλανήτη αναρωτιούνται πόσο θα κρατήσει – αφού έχει αρχίσει ήδη να τους δημιουργεί μεγάλα προβλήματα. Παράλληλα επανεξετάζουν πυρετωδώς τις αλυσίδες εφοδιασμού τους και αναζητούν στρατηγικές για την ελαχιστοποίηση του ρίσκου – αφού πιέζονται τόσο από τις Η.Π.Α., όσο και από την Κίνα.
Ειδικά όσον αφορά τις επιχειρήσεις, ορισμένα ενδιάμεσα υλικά και τελικά προϊόντα διασχίζουν συχνά δύο φορές τα σύνορα – με αποτέλεσμα να φορολογούνται διπλά. Εάν βέβαια η σύγκρουση δεν συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη, τότε το κόστος δεν θα είναι απαγορευτικό – κάτι που όμως θα άλλαζε ριζικά εάν διαρκούσε χρόνια, οπότε θα έπρεπε να ληφθούν πολύ σοβαρές αποφάσεις. Ο συνδυασμός πάντως της απρόβλεπτης αμερικανικής κυβέρνησης και της αδιαφανούς κινεζικής ηγεσίας, καθιστά τις προβλέψεις εξαιρετικά δύσκολες – αν και στο τραπέζι του παιχνιδιού υπάρχουν ήδη αρκετά χαρτιά, τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα πως τα εξής τρία μόνο σενάρια είναι πιθανότερα:
Η συνθηκολόγηση της Κίνας
Στο πρώτο αυτό υποθετικό σενάριο οι Η.Π.Α. «σφίγγουν το σχοινί», αντιμετωπίζοντας με επιτυχία τις εσωτερικές πιέσεις που δέχονται από τους Πολίτες και τις επιχειρήσεις τους – οπότε προκαλούν μεγάλες ζημίες στην Κίνα, για αρκετό χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου η Κίνα συνθηκολογεί, επειδή η σύγκρουση αποδεικνύεται πάρα πολύ ακριβή – σημειώνοντας πως παρά τις αντίθετες εντυπώσεις στην αρχή, η αμερικανική νίκη φαίνεται σήμερα εύλογη.
Η αιτία είναι οι οικονομικές τάσεις, με τις οποίες ασχολούνται οι υπεύθυνοι χάραξης της οικονομικής πολιτικής στις δύο χώρες. Ειδικότερα, στις Η.Π.Α. ο ρυθμός ανάπτυξης είναι ισχυρός, η ανεργία χαμηλή και τα χρηματιστήρια καταγράφουν συνεχώς νέα ρεκόρ – ενώ στο εσωτερικό της χώρας ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που επιβαρύνεται με τα κινεζικά αντίποινα, φαίνεται πρόθυμο να υποστεί μεγάλες θυσίες βραχυπρόθεσμα, για να στηρίξει τη στρατηγική του προέδρου Trump.
Για τους αμερικανούς εκλογείς η Κίνα δεν αποτελεί σήμερα μεγάλο θέμα, ενώ η αδιαφορία που επικρατεί θα μπορούσε να διατηρηθεί, για εκείνο το χρονικό διάστημα που οι δασμοί δεν αυξάνουν υπερβολικά τον πληθωρισμό – οπότε οι καταναλωτές δεν θα ενοχοποιούσαν για την αύξηση των τιμών τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα.
Από την άλλη πλευρά η οικονομία της Κίνας συνεχίζει να αποδυναμώνεται, η χώρα είναι υποχρεωμένη να εξυπηρετεί τα βουνά των χρεών που έχουν συσσωρευτεί, οι οφειλές των τραπεζών και των επιχειρήσεων της σε δολάρια είναι πολύ υψηλές (λήγουν περί τα 200 δις $ εντός των επομένων 15 μηνών), δεν προσελκύονται ξένα κεφάλαια εύκολα, ενώ οι δασμοί επιβαρύνουν τα χρηματιστήρια και το νόμισμα της. Η ηγεσία της βέβαια είναι λιγότερο εκτεθειμένη σε πολιτικές πιέσεις αφού πρόκειται για απολυταρχικό σύστημα, αλλά η ευαισθησία για τις διαθέσεις των Πολιτών της είναι δεδομένη – ενώ υπάρχει ο φόβος μαζικών κοινωνικών εξεγέρσεων, στην περίπτωση ανόδου της ανεργίας ως αποτέλεσμα της πτώσης των εξαγωγών και του ρυθμού ανάπτυξης.
Πιθανότατα λοιπόν ο εμπορικός πόλεμος να είναι πιο οδυνηρός για την Κίνα, αφού εξάγει πολύ περισσότερα στις Η.Π.Α. από ότι εισάγει (γράφημα), οπότε δεν μπορεί να απαντήσει με τα ίδια όπλα – με τους δασμούς δηλαδή, αλλά μόνο με την υποτίμηση του νομίσματος της που όμως θα αύξανε ανάλογα τα συνολικά εξωτερικά χρέη της σε δολάρια, σε όρους εγχωρίου νομίσματος.
Στο συγκεκριμένο σενάριο η Κίνα θα υποχωρούσε, αποδεχόμενη το ξεκίνημα νέων διαπραγματεύσεων για να κατευνάσει την αμερικανική πλευρά – οπότε θα προέβαινε σε συμβιβασμούς που μέχρι τώρα έχει αρνηθεί. Μεταξύ αυτών στην αλλαγή του μοντέλου της κρατικής καπιταλιστικής ανάπτυξης και της οικονομικής διακυβέρνησης που έχει υιοθετήσει – καθώς επίσης στη μείωση των περιορισμών που επιβάλλει μονομερώς στην είσοδο ξένων και στη διενέργεια επενδύσεων στην αγορά της. Εκτός αυτού, θα μπορούσαν να συμφωνηθούν μεταξύ των δυο χωρών μηχανισμοί που θα καθιστούν χαμηλότερα τα εμπορικά ελλείμματα των Η.Π.Α. – έτσι ώστε να μην αναπτύσσεται η Κίνα εις βάρος τους.
Όλα αυτά δεν φαίνονται βέβαια πιθανά, αλλά τίποτα δεν εμποδίζει μέχρι στιγμής τις Η.Π.Α. να συνεχίσουν την ίδια πολιτική για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα – έως ότου ηττηθεί η Κίνα και αναγκαστεί να συνθηκολογήσει. Σε μία τέτοια περίπτωση οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών θα καλυτέρευαν, προς όφελος του ιδιωτικού τους τομέα – οπότε των επιχειρήσεων, των χρηματιστηρίων κοκ.
Η ισοπαλία
Στο σενάριο αυτό η Κίνα δεν θα υποχωρούσε ποτέ – οπότε οι αμερικανικοί δασμοί θα παρέμεναν, ενώ αυτοί που θέλουν να σταματήσουν εντελώς οι οικονομικές συναλλαγές με την Κίνα (όπως αρκετοί εντός των Η.Π.Α. φοβούμενοι τη μελλοντική της κυριαρχία στον πλανήτη, καθώς επίσης επιλέγοντας την επιστροφή κεφαλαίων, επενδύσεων και θέσεων εργασίας στην παραγωγή), θα έμεναν ικανοποιημένοι.
Μπορεί να φαίνεται δύσκολο, αλλά η διατήρηση των δασμών μακροπρόθεσμα είναι το αποτελεσματικότερο όπλο για να σταματήσουν οι αμερικανικές εταιρείες να στηρίζονται στην Κίνα – ενώ βοηθάει επί πλέον η φορολογική μεταρρύθμιση, μέσω της οποίας επιστρέφουν τα χρήματα των αμερικανικών επιχειρήσεων στη χώρα τους.
Εν προκειμένω η αντίσταση στις Η.Π.Α. εκ μέρους αυτών που υποστηρίζουν την παγκοσμιοποίηση, καθώς επίσης τις εντελώς ελεύθερες αγορές, τοποθετούμενοι εναντίον κάθε είδους δασμών και ρυθμίσεων, είναι πολύ αδύναμη – ενώ κάτι τέτοιο θα άλλαζε εκ θεμελίων τις σχέσεις των δύο χωρών, προκαλώντας σημαντικά προβλήματα τόσο στις αμερικανικές, όσο και στις κινεζικές επιχειρήσεις, οπότε στα χρηματιστήρια και των δύο κρατών.
Η υποχώρηση των Η.Π.Α.
Εάν τυχόν μειωνόταν ο ρυθμός ανάπτυξης στις Η.Π.Α., ενδεχομένως με αφετηρία μία μεγάλη διόρθωση στα χρηματιστήρια λόγω της κλιμάκωσης του εμπορικού πολέμου με την Κίνα, η αμερικανική κυβέρνηση θα αναγκαζόταν να συμπεριφερθεί μετριοπαθώς – με την έννοια πως οι διαπραγματεύσεις της με την Κίνα θα ήταν λιγότερο απαιτητικές, έτσι ώστε να βρεθεί μία βιώσιμη γεωοικονομικά λύση.
Σε κάθε περίπτωση, όλες σχεδόν οι κινεζικές εξαγωγές στις Η.Π.Α. από τις αρχές του 2019 θα επιβαρύνονται με δασμούς, οπότε θα φανεί η πραγματική της ανθεκτικότητα – η οποία, εάν αποδειχθεί αδύναμη, η αμερικανική κυβέρνηση δεν πρόκειται να σταματήσει τις πιέσεις. Εν προκειμένω διαδραματίζει σημαντικό ρόλο το εξής:
Οι προβλέψεις, σύμφωνα με τις οποίες (α) η ανάπτυξη στις Η.Π.Α. θα συνεχιστεί τουλάχιστον για τους επόμενους 18 μήνες, (β) η αμερικανική οικονομία δεν θα αποδυναμωθεί από τα αντίποινα της Κίνας, όσο ισχυρά και αν είναι αυτά και (γ) εάν υπάρξουν πράγματι προβλήματα στο ρυθμό ανάπτυξης της υπερδύναμης, η κυβέρνηση δεν θα καταργήσει όλους τους δασμούς που επέβαλλε στην Κίνα – αν και τότε μάλλον θα ξεκινήσει τις διαπραγματευτικές συζητήσεις μαζί της, συμπεριφερόμενη με μετριοπάθεια.
Επίλογος
Συμπερασματικά λοιπόν, η έκβαση του εμπορικού πολέμου εξαρτάται από την εξέλιξη της αμερικανικής οικονομίας – όπου πιθανολογείται πως οι δασμοί θα επηρεάσουν σε μεγαλύτερο βαθμό τόσο τον πληθωρισμό, όσο και τις εξαγωγές της υπερδύναμης. Πόσο μάλλον σε συνδυασμό με τις μεγάλες ποσότητες δολαρίων που επαναπατρίζονται – καθώς επίσης με τα προβλήματα των αναπτυσσομένων οικονομιών που αργά ή γρήγορα θα επηρεάσουν τις ανεπτυγμένες.
Εν τούτοις, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό βραχυπρόθεσμα, ενώ θα μπορούσε να «παραδώσει τα όπλα» πρώτη η Κίνα – όπως κάποτε η Σοβιετική Ένωση, η οποία δεν κατάφερε να αντέξει τις δυτικές πιέσεις. Φυσικά οι προβλέψεις, σχετικά με το ποιό σενάριο θα επικρατήσει τελικά, είναι αδύνατες, αφού όλα εξαρτώνται από πάρα πολλούς παράγοντες – ενώ οι επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές, επίσης σε άλλες χώρες που δραστηριοποιούνται διεθνώς, είναι υποχρεωμένες να πάρουν τώρα αποφάσεις, όσον αφορά τις επενδύσεις και τα δίκτυα τροφοδοσίας/διανομής τους.
Η πιθανότητα πάντως να υπάρξει βραχυπρόθεσμα λύση είναι μηδενική – ενώ θεωρούμε πως οι Η.Π.Α. είναι σε καλύτερη θέση, εκτός εάν ξεσπάσει απότομα υπερπληθωρισμός στη χώρα. Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε εδώ πως ο αμερικανικός πληθωρισμός διατηρείται χαμηλός από τη δεκαετία του 1990, παρά τα δίδυμα ελλείμματα και την αθρόα εκτύπωση δολαρίων, με τη βοήθεια της Κίνας – όπου κυριολεκτικά οι κινέζοι εργαζόμενοι επιδοτούσαν τους αμερικανούς καταναλωτές.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου