Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Μήπως ο καπιταλισμός απέτυχε;

Σοφοκλέους 10



Μέχρι μόλις έξι ημέρες προτού καταρρεύσει η Lehman Brothers πριν από πέντε χρόνια, ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s είχε διατηρήσει τη βαθμολογία επενδυτικής αξιολόγησης της επιχείρησης σε «Α». Οίκος Moody’s περίμενε ακόμη περισσότερο, υποβαθμίζοντας τη Lehman μία εργάσιμη ημέρα πριν καταρρεύσει. Πώς είναι δυνατόν, αυτοί οι αξιόπιστοι οίκοι αξιολόγησης -και οι τράπεζες επενδύσεων- να υπολόγισαν τα πράγματα τόσο λάθος;
Τόσο οι ρυθμιστικές αρχές, όσο και οι τραπεζίτες και οι οίκοι αξιολόγησης φέρουν   μεγάλο μέρος της ευθύνης για την κρίση. Όμως, η (σχεδόν) κατάρρευση δεν ήταν τόσο μια αποτυχία του καπιταλισμού, όσο μια αποτυχία των σύγχρονων οικονομικών μοντέλων να κατανοήσουν το ρόλο και τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών -και, γενικότερα, την αστάθεια- στις καπιταλιστικές οικονομίες.
Τα μοντέλα αυτά παρείχαν δήθεν επιστημονική στήριξη για τις αποφάσεις πολιτικής και για τις χρηματοοικονομικές καινοτομίες που έκαναν την χειρότερη κρίση μετά τη Μεγάλη Ύφεση πολύ πιθανή, αν όχι αναπόφευκτη. Μετά την κατάρρευση της Lehman, ο πρώην πρόεδρος της Fed Άλαν Γκρίνσπαν κατέθεσε ενώπιον του αμερικανικού Κογκρέσου, δηλώνοντας ότι «βρήκε ένα ελάττωμα» στην ιδεολογία που έλεγε ότι η ιδιοτέλεια θα προστατεύσει την κοινωνία από τις υπερβολές του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Όμως η ζημιά είχε ήδη γίνει.
Η πίστη αυτή μπορεί να αποδοθεί στην επικρατούσα οικονομική θεωρία σχετικά με τις αιτίες της αστάθειας των τιμών των περιουσιακών στοιχείων - μια θεωρία που υπολογίζει τους κινδύνους και τις  διακυμάνσεις τιμών των περιουσιακών στοιχείων,  λες και το μέλλον ακολουθεί μηχανικά το παρελθόν. Τα μηχανικά μοντέλα των σύγχρονων οικονομολόγων υποδηλώνουν ότι οι ιδιοτελείς συμμετέχοντες στην αγορά δεν θα προσέφεραν τιμές ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων σε προφανή υψηλά επίπεδα στην πορεία προς την κρίση. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω υπερβολικές διακυμάνσεις θεωρήθηκαν ως ένα σύμπτωμα του παραλογισμού των συμμετεχόντων στην αγορά.

Αυτή η εσφαλμένη υπόθεση -ότι οι ιδιοτελείς αποφάσεις μπορούν να απεικονιστούν επαρκώς μέσω μηχανικών κανόνων- σημάδεψε τη δημιουργία των σύνθετων χρηματοοικονομικών μέσων και νομιμοποίησε, για δήθεν επιστημονικούς λόγους, την στρατηγική μάρκετινγκ τους στα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε όλο τον κόσμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι, οι αναδυόμενες οικονομίες με σχετικά λιγότερο ανεπτυγμένες χρηματοπιστωτικές αγορές απέφυγαν πολλές από τις πιο σκανδαλώδεις συνέπειες αυτών των καινοτομιών.
Η εξάρτηση των σύγχρονων οικονομολόγων στους μηχανικούς κανόνες για να καταλάβουν –και να επηρεάσουν- τα οικονομικά αποτελέσματα εκτείνεται και στη μακροοικονομική πολιτική, καθώς συχνά βασίζεται σε μια αυθεντία όπως ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς, ο οποίος θα είχε στην πραγματικότητα απορρίψει αυτή την  προσέγγιση. Ο Κέυνς είχε καταλάβει από νωρίς την πλάνη της εφαρμογής τέτοιων μηχανικών κανόνων. «Έχουμε μπλεχτεί σε μια κολοσσιαία σύγχυση», προειδοποίησε, «έχοντας αφεθεί στον έλεγχο μιας ευαίσθητης μηχανής, τη λειτουργία της οποίας δεν καταλαβαίνουμε.»
Στη Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, του Τόκου και του Χρήματος, ο Κέυνς προσπάθησε να εντοπίσει τα στοιχεία που έλλειπαν από το σκεπτικό που είχε να κάνει με το να βασιζόμαστε στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για να κατευθύνουμε τις προηγμένες καπιταλιστικές οικονομίες εκτός της Μεγάλης Ύφεσης. Όμως, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διάδοχοί του ανέπτυξαν μια πολύ πιο φιλόδοξη ατζέντα. Αντί να επιδιώκουν μέτρα για την αντιμετώπιση των υπερβολικών διακυμάνσεων της οικονομικής δραστηριότητας, όπως η βαθιά συρρίκνωση της δεκαετίας του 1930, οι λεγόμενες πολιτικές σταθεροποίησης επικεντρώθηκαν σε μέτρα που αποσκοπούσαν στη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης. Τα «νεοκεϋνσιανά» μοντέλα που στηρίζουν τις πολιτικές αυτές υπέθεσαν ότι το «πραγματικό» δυναμικό μίας οικονομίας -και κατά συνέπεια το λεγόμενο παραγωγικό κενό που υποτίθεται ότι θα συμπληρώσει η επεκτατική πολιτική για την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης- μπορούν να μετρηθούν με ακρίβεια.
Αλλά, για να το θέσουμε πιο ωμά, η πεποίθηση ότι ένας οικονομολόγος μπορεί να προσδιορίσει πλήρως εκ των προτέρων το πώς εκτυλίσσονται τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα με την πάροδο του χρόνου -και επομένως το δυνητικό επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας- είναι λανθασμένη. Οι προβλέψεις που συνεπάγονται από το μακρο-οικονομετρικό μοντέλο της Fed όσον αφορά το χρονοδιάγραμμα και τις επιπτώσεις των οικονομικών κινήτρων του 2008 για την ανεργία, οι οποίες ήταν εμφανώς λανθασμένες, αποτελούν ένα καλό παράδειγμα της λάθους αυτής προσέγγισης.
Ωστόσο, η επικρατούσα τάση του οικονομολογικού επαγγέλματος επιμένει ότι αυτού του είδους τα μηχανιστικά μοντέλα συνεχίζουν να είναι έγκυρα. Ο βραβευμένος με Νόμπελ οικονομολόγος Πωλ Κρούγκμαν, για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι ένας πρόχειρος υπολογισμός με βάση το «εγχειρίδιο» των μακροοικονομικών δείχνει ότι το πακέτο κινήτρων των 800 δις δολαρίων στις ΗΠΑ για το 2009 θα έπρεπε να ήταν τρεις φορές μεγαλύτερο.
Είναι ξεκάθαρο ότι χρειαζόμαστε νέο εγχειρίδιο. Το ερώτημα δεν είναι αν βοήθησαν τα φορολογικά κίνητρα, ή αν ένα μεγαλύτερο πακέτο θα είχε βοηθήσει περισσότερο, αλλά αν οι φορείς χάραξης πολιτικής πρέπει να στηρίζονται σε οποιοδήποτε μοντέλο που υποθέτει ότι το μέλλον ακολουθεί μηχανικά το παρελθόν. Για παράδειγμα, η κατάρρευση της αγοράς κατοικιών-ακινήτων που άφησε εκατομμύρια αμερικανικών ιδιοκτητών σπιτιών βυθισμένους στο χρέος, δεν αποτελεί μέρος των μοντέλων του υπάρχοντος εγχειριδίου. Αντιθέτως, έκανε αδύνατους τους ακριβείς υπολογισμούς των δημοσιονομικών κινήτρων που βασίζονταν στα μοντέλα αυτά. Το κοινό οφείλει να είναι ιδιαίτερα καχύποπτο όσον αφορά τους ισχυρισμούς ότι αυτού του είδους τα μοντέλα μπορούν να παρέχουν οποιαδήποτε επιστημονική βάση για την οικονομική πολιτική.
Ωστόσο, το να αποκηρύξουμε αυτό που ο Friedrich von Hayek αποκάλεσε «προσποίηση ακριβούς γνώσης» των οικονομολόγων, δε σημαίνει ότι εγκαταλείπουμε το ενδεχόμενο ότι η οικονομική θεωρία μπορεί να βοηθήσει στη χάραξη πολιτικής. Πράγματι, αναγνωρίζοντας την ατελή φύση της γνώσης εκ μέρους των οικονομολόγων, των φορέων χάραξης πολιτικής και των συμμετεχόντων συμμετέχοντες στην αγορά, αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις για την κατανόηση της οικονομικής αστάθειας και του ρόλου του κράτους στη μετρίασή της.
Οι διακυμάνσεις τιμών και στοιχείων ενεργητικού δεν οφείλονται στο γεγονός ότι οι συμμετέχοντες στην αγορά είναι παράλογοι, αλλά επειδή προσπαθούν να αντιμετωπίσουν την ολοένα ατελή γνώση τους της μελλοντικής ροής κερδών από εναλλακτικά επενδυτικά σχέδια. Συνεπώς, η αστάθεια της αγοράς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι ως προς το πώς οι καπιταλιστικές οικονομίες κατανέμουν τις αποταμιεύσεις τους. Δεδομένου αυτού, οι φορείς χάραξης πολιτικής θα πρέπει να παρεμβαίνουν όχι επειδή έχουν ανώτερη γνώση σχετικά με τις τιμές του ενεργητικού (στην πραγματικότητα, κανείς δεν έχει αυτή τη γνώση), αλλά επειδή οι συμμετέχοντες στην αγορά οι οποίοι επιδιώκουν το κέρδος, δεν εσωτερικεύουν το τεράστιο κοινωνικό κόστος που συνδέεται με τις υπερβολικές ανοδικές και πτωτικές τάσεις στις τιμές.
Αυτές τις υπερβολικές διακυμάνσεις, και όχι τις αποκλίσεις από κάποια φανταστική «πραγματική» αξία -είτε των περιουσιακών στοιχείων ή του ποσοστού της ανεργίας- είναι που ο Κέυνς πίστευε ότι πρέπει να επιδιώκουν να αμβλύνουν οι φορείς χάραξης πολιτικής. Σε αντίθεση με τους διαδόχους τους, οι Κέυνς και Χάγιεκ είχαν κατανοήσει ότι η ημιμάθεια και οι μη τυπικές αλλαγές σημαίνουν ότι οι κανόνες της πολιτικής, μαζί με τις μεταβλητές που τους διέπουν, αποκτήσουν και χάνουν τη σχετικότητά τους κατά καιρούς χωρίς να μπορεί κανείς να το προβλέψει.
Η άποψη αυτή φαίνεται να έχει επιστρέψει στη χάραξη πολιτικής στην πατρίδα του Κέυνς. Όπως το έθεσε ο Μέρβιν Κινγκ, ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, «η κατανόηση της οικονομίας είναι ατελής και συνεχώς εξελισσόμενη... Το να περιγράψουμε τη νομισματική πολιτική από την άποψη ενός σταθερού κανόνα που προέρχεται από κάποιο γνωστό μοντέλο της οικονομίας είναι σαν να αγνοούμε αυτή τη διαδικασία της μάθησης.» Ο διάδοχός του, Mark Carney, ενσαρκώνει την άποψη αυτή, αποφεύγοντας τους σταθερούς κανόνες πολιτικής υπέρ της περιορισμένης διακριτικής ευχέρειας που συνεπάγεται αυτό το καθοδηγητικό εύρος για τους βασικούς δείκτες.
Αντί να προσπαθεί να πετύχει ακριβείς αριθμητικούς στόχους, είτε για τον πληθωρισμό είτε για την ανεργία, η χάραξη πολιτικής υπό αυτή τη λογική στοχεύει στο να αμβλύνει τις υπερβολικές διακυμάνσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ανταποκρίνεται σε πραγματικά προβλήματα, και όχι σε θεωρίες και κανόνες (τους οποίους τα προβλήματα αυτά έχουν ήδη ακυρώσει). Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς σχετικά με τα αίτια της κρίσης του 2008 -και αν θέλουμε με σοβαρότητα να αποφύγουμε την επανάληψή της- θα πρέπει να αποδεχθούμε τα όσα δε μπορεί να μας προσφέρει η οικονομική ανάλυση, ώστε να επωφεληθούμε από αυτά που πράγματι μπορεί να μας προσφέρει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου