Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ, εδώ και καιρό, βρίσκεται στο προσκήνιο της επικαιρότητας και οι προσεγγίσεις που γίνονται ως προς την ποιότητά της και τα θρεπτικά της στοιχεία είτε δίνουν αφορμή σε καταστροφολογία, είτε σε χειροκρότημα θαυμασμού.
Γεγονός, πάντως, είναι ότι το τι τρώμε, πώς και με ποια κριτήρια αποτελεί μία από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες στον κόσμο, για πολλούς λόγους, που δεν είναι πάντα αυτονόητοι.
Από ιστορικής πλευράς, για αμέτρητα χρόνια ο άνθρωπος αγωνιζόταν σκληρά για να ξεφύγει από την πείνα και τις ελλείψεις, όμως, μετά από αιώνες που είχαν σήμα κατατεθέν την πείνα και τους πολέμους που αυτή τροφοδοτούσε, ήλθε η περίφημη γεωργική επανάσταση, η οποία, μέσα σε λίγες δεκαετίες, έλυσε πολλά διατροφικά προβλήματα. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της βιομηχανικής επανάστασης, ο σημερινός παμφάγος άνθρωπος των αναπτυγμένων χωρών έχει μπει για καλά στην εποχή της διατροφικής αφθονίας.
Οι αριθμοί, που θεαματικά επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή, είναι πραγματικά εντυπωσιακοί. Στα οργανωμένα σουπερμάρκετ και υπερμάρκετ, ο Δυτικοευρωπαίος καταναλωτής βρίσκει περισσότερα από 200.000 είδη διατροφής, τα οποία αυξάνονται με ρυθμό 2.000 πρόσθετων ειδών ετησίως.
Με άλλα λόγια, όπως αναγνωρίζει ο κ. Γεράσιμος Βασιλόπουλος, ο άνθρωπος που άνοιξε τον δρόμο για τα ελληνικά σουπερμάρκετ, οι σημερινές μεγάλες επιφάνειες είναι ένα αδυσώπητο οικοσύστημα, το οποίο, αν θέλει να κρατήσει την πελατεία του, πρέπει αδιάκοπα να προσφέρει νεωτεριστικά προϊόντα, ελκυστικά και καλά, τα οποία αντικαθιστούν άλλα, λιγότερο επιτυχημένα.
Έτσι, στις αναπτυγμένες αγορές, ο νεωτερισμός αποτελεί λέξι-κλειδί και, στους κόλπους της βιομηχανίας ειδών διατροφής δημιουργεί συνθήκες αγώνα δρόμου για το λανσάρισμα στις αγορές νέων διατροφικών προϊόντων. Από το τυρί τσένταρ και το αεροζόλ, μέχρι τα σωληνάρια με μαρμελάδα και τα ζυμαρικά με γεύση παέλιας.
Με αφορμή το σκληρό ανταγωνισμό, αλλά και τις νέες καταναλωτικές συνήθειες, πάνω από 2.000 προϊόντα μπαίνουν κάθε χρόνο στην αγορά και, από αυτά, μόνον καμιά εικοσαριά αντέχουν στην ετυμηγορία των καταναλωτών.
Έτσι, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η αξία των ειδών διατροφής που αγοράζονται ξεπερνά το 1,2 τρισεκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε πάνω από δέκα κοινοτικούς προϋπολογισμούς. Σαφώς δε, παρόμοιο ποσό δίνει μεγάλο βάρος στον Ευρωπαίο καταναλωτή, ο οποίος σήμερα είναι πολύ απαιτητικός, προσεκτικός με την υγεία και το βαλάντιό του και ελάχιστα πιστός.
Οι ιδιότητές του αυτές και οι συνακόλουθες συμπεριφορές, αποτελούν πραγματικό παζλ για τις βιομηχανίες ειδών διατροφής, οι οποίες είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένες να προβλέπουν τις επιθυμίες των καταναλωτών αρκετό χρόνο πριν αυτές εκδηλωθούν.
Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, για να αποβεί επιτυχημένο το λανσάρισμα ενός νέου προϊόντος, απαιτούνται από δύο έως τρία χρόνια δοκιμές και έρευνες αγοράς, ενώ για τα αποκαλούμενα επιστημονικά νέα προϊόντα ίσως δεν αρκούν οκτώ με δέκα χρόνια για να είναι εμπορεύσιμα. Δεν χωρά, συνεπώς, καμία αμφιβολία ότι λάθη στην παραγωγή και τη διάθεση νέων προϊόντων στη βιομηχανία ειδών διατροφής, πληρώνονται ακριβά.
Ποιες είναι, όμως, οι κατευθύνσεις της βιομηχανίας ειδών διατροφής και τι είδους προϊόντα προσφέρονται στο καταναλωτικό κοινό; Ευθύς εξαρχής πρέπει να πούμε ότι ο σύγχρονος αγροτοβιομηχανικός τομέας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βιοτεχνολογία, στη γενετική και στην υπερσύγχρονη τεχνολογία.
Κατά συνέπεια, τα περισσότερα από τα βιομηχανικά είδη διατροφής ναι μεν έχουν πολλά από τα συστατικά της παραδοσιακής κουζίνας, πλην όμως περιέχουν και πρόσθετα, τα οποία συμβάλλουν στο να διατηρείται η τιμή τους σε λογικά επίπεδα.
Γνωστή είναι, από την άποψη αυτή, η χρησιμοποίηση αλευριού σόγιας σε περισσότερα από 30.000 προϊόντα που περιλαμβάνουν, λόγου χάρη, τόσο παιδικές τροφές όσο και αλλαντικά παρασκευάσματα. Χρησιμοποιούνται, ακόμη, κόκκινα φύκια σε σκόνη στα παγωτά, στα ζαμπόν και στους διάφορους μεζέδες, ενώ στα ψωμιά χρησιμοποιούνται φοσφάτες. Τα παρασκευάσματα αυτά, μαζί με τα διάφορα ένζυμα, τα αρώματα και τις χρωστικές ουσίες, έχουν βαπτιστεί Ενδιάμεσα Προϊόντα Διατροφής (ΕΠΔ) και ο ρόλος τους είναι ζωτικός.
Γιατί, χωρίς την ύπαρξή τους, τα περισσότερα βιομηχανικά είδη διατροφής θα ήταν απλησίαστα από πλευράς τιμής, θα είχαν προβλήματα διατήρησης, η γεύση τους θα ήταν ανύπαρκτη και, βεβαίως, το εμπόριο δεν θα μπορούσε να διαθέσει προϊόντα τα οποία δεν θα ήθελαν οι καταναλωτές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, στη σημερινή φάση που βρίσκεται η αγροτοβιομηχανία, τα αρώματα και οι γευστικές ουσίες αφορούν το 80% των ειδών διατροφής που κυκλοφορούν και η χρησιμοποίησή τους επανασυνθέτει φυσικές γεύσεις και γνωστές μυρωδιές.
«Η εξέλιξη αυτή είναι απολύτως φυσική», μας λέει ο χημικός-μηχανικός Νίκος Κατσαρός, πρώην πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Χημικών. Κατά την άποψή του, οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για να μεγαλώνει ο χρόνος διατήρησης των προϊόντων αφαιρούν από αυτά τα γευστικά τους προτερήματα, τα οποία έρχονται να τονώσουν οι αρωματικές ουσίες. Οι τελευταίες δε προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από τη βιοτεχνολογία και αντιπροσωπεύονται από περίπου 3.000 ουσίες, εκ των οποίων οι 500 είναι φυσικές.
Έτσι, οι βιοχημικοί έχουν κάθε δυνατότητα να κάνουν περίτεχνους συνδυασμούς, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Και τούτο, διότι γνωρίζουν με ποιον τρόπο εξελίσσονται τα μόρια στη διάρκεια της παραγωγής προϊόντων, ώστε ο καταναλωτής να βρίσκει στο τέλος τα παραδοσιακά αρώματα. Τελικά, ο στόχος επιτυγχάνεται σε απίστευτα χαμηλή τιμή. Για παράδειγμα,25 γραμμάρια βανιλίνης αντικαθιστούν 1 κιλό βανίλιας, με κόστος εκατό φορές χαμηλότερο.
«Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά», μάς τονίζει ο Γάλλος βιοχημικός Ζαν-Ζακ Μιράν, ερευνητής στην γνωστή γαλλική βιομηχανία ειδών διατροφής Ντανόν. «Οι νέες αυτές τεχνικές όχι μόνον είναι πέρα για πέρα ακίνδυνες για τους καταναλωτές, αλλά τους φέρνουν κοντά σε γεύσεις του παρελθόντος που, υπό άλλες συνθήκες θα είχαν χαθεί», προσθέτει.
Όμως, οι γεύσεις αυτές και τα αρώματα που τις συνοδεύουν παράγονται σε εργαστήρια, γεγονός που ήδη αποτελεί το πρώτο, κατά την γνώμη μας, στάδιο μιας μεγάλης κυριολεκτικώς επανάστασης, που είναι αυτή της σύνδεσης της πληροφορικής με τη βιολογία και τη γενετική.
Όπως πολύ σωστά αναφέρει στο βιβλίο του «Ο Αιώνας της Βιοτεχνολογίας», ο Αμερικανός συγγραφέας και πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Τάσεων της Ουάσινγκτον, Τζέρεμι Ρίφκιν, η παγκόσμια αγροτική οικονομία γνωρίζει το μεγαλύτερο μετασχηματισμό που σημειώθηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία.
Στο μέτρο, δηλαδή, που ένας αυξανόμενος όγκος τροφίμων και ινών παράγονται σε εργαστήρια και όχι στην ύπαιθρο, παίρνει σάρκα και οστά η αποκαλούμενη «αγροτική οικονομία των εργαστηρίων», η οποία χαρακτηρίζεται από την εισαγωγή στους βιολογικούς κώδικες των φυτών γονιδίων που αυξάνουν τη διατροφική τους αξία και τα κάνουν πιο ανθεκτικά στα παράσιτα, στα βακτηρίδια και τους μύκητες.
Στην Ελλάδα, οι βιοτεχνολογικές εφαρμογές ξεκίνησαν με πρωτοβουλία του καθηγητή Δημήτρη Σταυρόπουλου, ο οποίος ήταν και ο πρώτος στον κόσμο, σε θυγατρική εταιρεία του ομίλου Παπουτσάνη, ο οποίος κατασκεύασε βιοτεχνολογικά αρώματα φρούτων και λαχανικών. Τα προϊόντα αυτά γνώρισαν μεγάλη εξαγωγική διείσδυση στις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Βεβαίως, από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Ρίφκιν είναι ένας από τους μεγαλύτερους πολέμιους της βιοτεχνολογίας και των μεταλλαγμένων προϊόντων.
Υποστηρίζει ότι, ναι μεν η βιοτεχνολογία και τα μεταλλαγμένα προϊόντα αποτελούν αλλαγές στους γενετικούς κώδικες, όμως εκφράζει τον σκεπτικισμό του μπροστά στις άγνωστες προοπτικές της. Υπό αυτή την έννοια, τονίζει ότι μπορεί κανείς να δει το όλο θέμα αισιόδοξα ή απαισιόδοξα. Όπως ακριβώς η Ιερά Εξέτασις είχε ταραχτεί από τη θεωρία του Γαλιλαίου ότι η γη γυρίζει, ενώ ο ίδιος επαληθεύτηκε από την Ιστορία.
Παράλληλα, αναπτύσσεται και η αποκαλούμενη οικολογική γεωργία, στόχος της οποίας είναι η σύνδεση της λειτουργίας του οικοσυστήματος με τον πλούτο των νέων γενετικών πληροφοριών.
Όμως, πάνω στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε ξεχωριστά, γιατί είναι σοβαρό και προδικαστικό μιας νέας σημαντικής εξέλιξης στον αγροτο-βιομηχανικό τομέα. Ένας τομέας ο οποίος βρίσκεται σε ριζική φάση μετασχηματισμού και του οποίου οι διάφορες πτυχές και παράμετροι οι οποίες οριοθετούν την εξέλιξή του, αξίζει τον κόπο να γίνουν γνωστές.
Γεγονός, πάντως, είναι ότι το τι τρώμε, πώς και με ποια κριτήρια αποτελεί μία από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες στον κόσμο, για πολλούς λόγους, που δεν είναι πάντα αυτονόητοι.
Από ιστορικής πλευράς, για αμέτρητα χρόνια ο άνθρωπος αγωνιζόταν σκληρά για να ξεφύγει από την πείνα και τις ελλείψεις, όμως, μετά από αιώνες που είχαν σήμα κατατεθέν την πείνα και τους πολέμους που αυτή τροφοδοτούσε, ήλθε η περίφημη γεωργική επανάσταση, η οποία, μέσα σε λίγες δεκαετίες, έλυσε πολλά διατροφικά προβλήματα. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της βιομηχανικής επανάστασης, ο σημερινός παμφάγος άνθρωπος των αναπτυγμένων χωρών έχει μπει για καλά στην εποχή της διατροφικής αφθονίας.
Οι αριθμοί, που θεαματικά επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή, είναι πραγματικά εντυπωσιακοί. Στα οργανωμένα σουπερμάρκετ και υπερμάρκετ, ο Δυτικοευρωπαίος καταναλωτής βρίσκει περισσότερα από 200.000 είδη διατροφής, τα οποία αυξάνονται με ρυθμό 2.000 πρόσθετων ειδών ετησίως.
Με άλλα λόγια, όπως αναγνωρίζει ο κ. Γεράσιμος Βασιλόπουλος, ο άνθρωπος που άνοιξε τον δρόμο για τα ελληνικά σουπερμάρκετ, οι σημερινές μεγάλες επιφάνειες είναι ένα αδυσώπητο οικοσύστημα, το οποίο, αν θέλει να κρατήσει την πελατεία του, πρέπει αδιάκοπα να προσφέρει νεωτεριστικά προϊόντα, ελκυστικά και καλά, τα οποία αντικαθιστούν άλλα, λιγότερο επιτυχημένα.
Έτσι, στις αναπτυγμένες αγορές, ο νεωτερισμός αποτελεί λέξι-κλειδί και, στους κόλπους της βιομηχανίας ειδών διατροφής δημιουργεί συνθήκες αγώνα δρόμου για το λανσάρισμα στις αγορές νέων διατροφικών προϊόντων. Από το τυρί τσένταρ και το αεροζόλ, μέχρι τα σωληνάρια με μαρμελάδα και τα ζυμαρικά με γεύση παέλιας.
Με αφορμή το σκληρό ανταγωνισμό, αλλά και τις νέες καταναλωτικές συνήθειες, πάνω από 2.000 προϊόντα μπαίνουν κάθε χρόνο στην αγορά και, από αυτά, μόνον καμιά εικοσαριά αντέχουν στην ετυμηγορία των καταναλωτών.
Έτσι, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η αξία των ειδών διατροφής που αγοράζονται ξεπερνά το 1,2 τρισεκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε πάνω από δέκα κοινοτικούς προϋπολογισμούς. Σαφώς δε, παρόμοιο ποσό δίνει μεγάλο βάρος στον Ευρωπαίο καταναλωτή, ο οποίος σήμερα είναι πολύ απαιτητικός, προσεκτικός με την υγεία και το βαλάντιό του και ελάχιστα πιστός.
Οι ιδιότητές του αυτές και οι συνακόλουθες συμπεριφορές, αποτελούν πραγματικό παζλ για τις βιομηχανίες ειδών διατροφής, οι οποίες είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένες να προβλέπουν τις επιθυμίες των καταναλωτών αρκετό χρόνο πριν αυτές εκδηλωθούν.
Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι, για να αποβεί επιτυχημένο το λανσάρισμα ενός νέου προϊόντος, απαιτούνται από δύο έως τρία χρόνια δοκιμές και έρευνες αγοράς, ενώ για τα αποκαλούμενα επιστημονικά νέα προϊόντα ίσως δεν αρκούν οκτώ με δέκα χρόνια για να είναι εμπορεύσιμα. Δεν χωρά, συνεπώς, καμία αμφιβολία ότι λάθη στην παραγωγή και τη διάθεση νέων προϊόντων στη βιομηχανία ειδών διατροφής, πληρώνονται ακριβά.
Ποιες είναι, όμως, οι κατευθύνσεις της βιομηχανίας ειδών διατροφής και τι είδους προϊόντα προσφέρονται στο καταναλωτικό κοινό; Ευθύς εξαρχής πρέπει να πούμε ότι ο σύγχρονος αγροτοβιομηχανικός τομέας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη βιοτεχνολογία, στη γενετική και στην υπερσύγχρονη τεχνολογία.
Κατά συνέπεια, τα περισσότερα από τα βιομηχανικά είδη διατροφής ναι μεν έχουν πολλά από τα συστατικά της παραδοσιακής κουζίνας, πλην όμως περιέχουν και πρόσθετα, τα οποία συμβάλλουν στο να διατηρείται η τιμή τους σε λογικά επίπεδα.
Γνωστή είναι, από την άποψη αυτή, η χρησιμοποίηση αλευριού σόγιας σε περισσότερα από 30.000 προϊόντα που περιλαμβάνουν, λόγου χάρη, τόσο παιδικές τροφές όσο και αλλαντικά παρασκευάσματα. Χρησιμοποιούνται, ακόμη, κόκκινα φύκια σε σκόνη στα παγωτά, στα ζαμπόν και στους διάφορους μεζέδες, ενώ στα ψωμιά χρησιμοποιούνται φοσφάτες. Τα παρασκευάσματα αυτά, μαζί με τα διάφορα ένζυμα, τα αρώματα και τις χρωστικές ουσίες, έχουν βαπτιστεί Ενδιάμεσα Προϊόντα Διατροφής (ΕΠΔ) και ο ρόλος τους είναι ζωτικός.
Γιατί, χωρίς την ύπαρξή τους, τα περισσότερα βιομηχανικά είδη διατροφής θα ήταν απλησίαστα από πλευράς τιμής, θα είχαν προβλήματα διατήρησης, η γεύση τους θα ήταν ανύπαρκτη και, βεβαίως, το εμπόριο δεν θα μπορούσε να διαθέσει προϊόντα τα οποία δεν θα ήθελαν οι καταναλωτές.
Υπό αυτές τις συνθήκες, στη σημερινή φάση που βρίσκεται η αγροτοβιομηχανία, τα αρώματα και οι γευστικές ουσίες αφορούν το 80% των ειδών διατροφής που κυκλοφορούν και η χρησιμοποίησή τους επανασυνθέτει φυσικές γεύσεις και γνωστές μυρωδιές.
«Η εξέλιξη αυτή είναι απολύτως φυσική», μας λέει ο χημικός-μηχανικός Νίκος Κατσαρός, πρώην πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Χημικών. Κατά την άποψή του, οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για να μεγαλώνει ο χρόνος διατήρησης των προϊόντων αφαιρούν από αυτά τα γευστικά τους προτερήματα, τα οποία έρχονται να τονώσουν οι αρωματικές ουσίες. Οι τελευταίες δε προέρχονται, κατά κύριο λόγο, από τη βιοτεχνολογία και αντιπροσωπεύονται από περίπου 3.000 ουσίες, εκ των οποίων οι 500 είναι φυσικές.
Έτσι, οι βιοχημικοί έχουν κάθε δυνατότητα να κάνουν περίτεχνους συνδυασμούς, με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Και τούτο, διότι γνωρίζουν με ποιον τρόπο εξελίσσονται τα μόρια στη διάρκεια της παραγωγής προϊόντων, ώστε ο καταναλωτής να βρίσκει στο τέλος τα παραδοσιακά αρώματα. Τελικά, ο στόχος επιτυγχάνεται σε απίστευτα χαμηλή τιμή. Για παράδειγμα,
«Τα αποτελέσματα είναι εντυπωσιακά», μάς τονίζει ο Γάλλος βιοχημικός Ζαν-Ζακ Μιράν, ερευνητής στην γνωστή γαλλική βιομηχανία ειδών διατροφής Ντανόν. «Οι νέες αυτές τεχνικές όχι μόνον είναι πέρα για πέρα ακίνδυνες για τους καταναλωτές, αλλά τους φέρνουν κοντά σε γεύσεις του παρελθόντος που, υπό άλλες συνθήκες θα είχαν χαθεί», προσθέτει.
Όμως, οι γεύσεις αυτές και τα αρώματα που τις συνοδεύουν παράγονται σε εργαστήρια, γεγονός που ήδη αποτελεί το πρώτο, κατά την γνώμη μας, στάδιο μιας μεγάλης κυριολεκτικώς επανάστασης, που είναι αυτή της σύνδεσης της πληροφορικής με τη βιολογία και τη γενετική.
Όπως πολύ σωστά αναφέρει στο βιβλίο του «Ο Αιώνας της Βιοτεχνολογίας», ο Αμερικανός συγγραφέας και πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Τάσεων της Ουάσινγκτον, Τζέρεμι Ρίφκιν, η παγκόσμια αγροτική οικονομία γνωρίζει το μεγαλύτερο μετασχηματισμό που σημειώθηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία.
Στο μέτρο, δηλαδή, που ένας αυξανόμενος όγκος τροφίμων και ινών παράγονται σε εργαστήρια και όχι στην ύπαιθρο, παίρνει σάρκα και οστά η αποκαλούμενη «αγροτική οικονομία των εργαστηρίων», η οποία χαρακτηρίζεται από την εισαγωγή στους βιολογικούς κώδικες των φυτών γονιδίων που αυξάνουν τη διατροφική τους αξία και τα κάνουν πιο ανθεκτικά στα παράσιτα, στα βακτηρίδια και τους μύκητες.
Στην Ελλάδα, οι βιοτεχνολογικές εφαρμογές ξεκίνησαν με πρωτοβουλία του καθηγητή Δημήτρη Σταυρόπουλου, ο οποίος ήταν και ο πρώτος στον κόσμο, σε θυγατρική εταιρεία του ομίλου Παπουτσάνη, ο οποίος κατασκεύασε βιοτεχνολογικά αρώματα φρούτων και λαχανικών. Τα προϊόντα αυτά γνώρισαν μεγάλη εξαγωγική διείσδυση στις χώρες της Μέσης Ανατολής.
Βεβαίως, από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Ρίφκιν είναι ένας από τους μεγαλύτερους πολέμιους της βιοτεχνολογίας και των μεταλλαγμένων προϊόντων.
Υποστηρίζει ότι, ναι μεν η βιοτεχνολογία και τα μεταλλαγμένα προϊόντα αποτελούν αλλαγές στους γενετικούς κώδικες, όμως εκφράζει τον σκεπτικισμό του μπροστά στις άγνωστες προοπτικές της. Υπό αυτή την έννοια, τονίζει ότι μπορεί κανείς να δει το όλο θέμα αισιόδοξα ή απαισιόδοξα. Όπως ακριβώς η Ιερά Εξέτασις είχε ταραχτεί από τη θεωρία του Γαλιλαίου ότι η γη γυρίζει, ενώ ο ίδιος επαληθεύτηκε από την Ιστορία.
Παράλληλα, αναπτύσσεται και η αποκαλούμενη οικολογική γεωργία, στόχος της οποίας είναι η σύνδεση της λειτουργίας του οικοσυστήματος με τον πλούτο των νέων γενετικών πληροφοριών.
Όμως, πάνω στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε ξεχωριστά, γιατί είναι σοβαρό και προδικαστικό μιας νέας σημαντικής εξέλιξης στον αγροτο-βιομηχανικό τομέα. Ένας τομέας ο οποίος βρίσκεται σε ριζική φάση μετασχηματισμού και του οποίου οι διάφορες πτυχές και παράμετροι οι οποίες οριοθετούν την εξέλιξή του, αξίζει τον κόπο να γίνουν γνωστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου