Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ : Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ (1923 - 1945)


Η Περίοδος (1923-1945)

Γενικά 


Η Ελλάδα, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, τον Ιούλιο του 1923, επιδόθηκε στην εσπευσμένη οργάνωση και ανόρθωση της χώρας από τα ερείπια του μακροχρόνιου πολέμου και την ατυχή έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Κύριο μέλημά της ήταν να αντιμετωπίσει τις πιεστικές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες για την ανόρθωσή της και την αποκατάσταση περίπου ενάμισι εκατομμυρίου ομογενών προσφύγων από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Στον στρατιωτικό τομέα, η προσπάθεια που καταβλήθηκε, εξαιτίας των συνεχών στρατιωτικών κινημάτων, της αλλαγής του πολιτεύματος και της ενεργής αναμείξεως του στρατού στην πολιτική, ήταν σχεδόν μηδαμινή...



Έγιναν μόνο περιορισμένες προμήθειες οπλισμού και μετακλήθηκε Γαλλική Στρατιωτική Αποστολή για τη συστηματική οργάνωση της εκπαιδεύσεως. Η περισσότερο ουσιαστική και συντονισμένη προσπάθεια για την ανασυγκρότηση του στρατού και τη δημιουργία ισχυρών και αξιόμαχων στρατιωτικών δυνάμεων άρχισε από το έτος 1935, όταν η νέα διεθνής κρίση διαφαινόταν στον ορίζοντα. Η κατευθυντήρια γραμμή της οργανώσεως του Ελληνικού Στρατού από το έτος εκείνο ήταν:

Η δημιουργία στρατού κατάλληλα εξοπλισμένου και ικανού να αμυνθεί και να εξασφαλίσει την ακεραιότητα του εθνικού εδάφους.

Η άρτια οργάνωση, η εκπαίδευση κι ο εξοπλισμός του.

Η ενίσχυση της ικανότητας αντιστάσεως του κλιμακίου προκαλύψεως και η κατασκευή οχυρωματικών έργων κοντά στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα για την αμυντική θωράκιση της χώρας.

- Η διατήρηση υψηλού βαθμού ετοιμότητας από τις τοπικές δυνάμεις για την αποφυγή του αιφνιδιασμού σε περίπτωση εχθρικής εισβολής και η οργάνωση ταχείας και ασφαλούς συγκεντρώσεως του Στρατού Εκστρατείας στη ζώνη του θεάτρου των επιχειρήσεων.

Τέλος, η σύνταξη πολεμικών σχεδίων πλήρων και λεπτομερειακών, αλλά απλών στην εφαρμογή τους.

Παράλληλα, διατέθηκαν οι απαραίτητες πιστώσεις για το σκοπό αυτό και έγιναν μεγάλες παραγγελίες πολεμικού και άλλου υλικού στο εσωτερικό και το εξωτερικό. 



Η Αναδιοργάνωση του Στρατού στην Περίοδο 1923-1940 

Από το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας και για μια τριετία η μόνη σημαντική αλλαγή που έγινε στην οργάνωση του Ελληνικού Στρατού ήταν η σύσταση για πρώτη φορά του Γενικού Επιτελείου Στρατού (Γ.Ε.Σ.) τον Ιούλιο του 1923. Τρία χρόνια αργότερα, το 1926, κυρώθηκε ο πρώτος μεταπολεμικός Οργανισμός του Στρατού, ο οποίος εφαρμόστηκε μέχρι το 1929 οπότε ψηφίστηκε νέος Οργανισμός του Στρατού.

Η διοίκηση του στρατού ενασκούνταν από τον υπουργό των Στρατιωτικών, με τη βοήθεια του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου και των διοικήσεων των σχηματισμών, οι οποίοι, σε ειρηνική περίοδο, ήταν τέσσερα σώματα στρατού, έντεκα μεραρχίες Πεζικού, δύο ταξιαρχίες Ιππικού και μία διοίκηση Αεροπορίας. Η σύνθεση αυτή του στρατού ίσχυε μέχρι το 1935, με ελάχιστες μεταβολές. Τότε πάρθηκαν όλα τα απαιτούμενα μέτρα, για να καλυφθούν οι αυξημένες εθνικές ανάγκες και να βελτιωθεί η οργάνωση και η μαχητική ισχύς του στρατού.

Το ίδιο έτος συγκροτήθηκε το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο, το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Άμυνας (Α.Σ.Ε.Α.) και το Ανώτατο Στρατιωτικό Υγειονομικό Συμβούλιο, ενώ αναδιοργανώθηκε και το Γενικό Επιτελείο Στρατού. Ορίστηκαν τρεις υπαρχηγοί, οι οποίοι ήταν βοηθοί του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου και συντόνιζαν τις εργασίες των γραφείων μεταξύ τους ή με τα άλλα επιτελεία. Επίσης, τα γραφεία αυξήθηκαν σε οκτώ και έγινε ανακατανομή των αρμοδιοτήτων τους.

Το 1937 καθορίστηκε ο υπουργός των Στρατιωτικών να διοικεί το στρατό με τη βοήθεια του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού και των Διευθυντών των Διευθύνσεων Προσωπικού, Όπλων και Υπηρεσιών. Δύο χρόνια αργότερα, το 1939, εκδόθηκε νέος Νόμος «Περί Οργανισμού του Στρατού». Μετά τις προαναφερόμενες μεταβολές, τον Ελληνικό Στρατό, το 1939, αποτελούσαν πέντε σώματα στρατού, δεκατέσσερις μεραρχίες Πεζικού και μία μεραρχία Ιππικού.


Ενώ, με βάση το αντίστοιχο Σχέδιο Επιστρατεύσεως, προβλεπόταν η αύξηση του αριθμού των σχηματισμών σε περίπτωση πολέμου. Έτσι, στον Ελληνοϊταλικό και Ελληνογερμανικό Πόλεμο το 1940-41 συμμετείχαν συνολικά είκοσι μεραρχίες και πέντε ταξιαρχίες Πεζικού, καθώς επίσης μία μεραρχία και μία ταξιαρχία Ιππικού, η οποία από τις αρχές του Ιανουαρίου 1941 συγχωνεύθηκε με τη μεραρχία Ιππικού. 


Οπλισμός – Εφόδια – Οχύρωση 

Ο Ελληνικός Στρατός, την επομένη της Μικρασιατικής Καταστροφής του 1922, βρέθηκε χωρίς το απαραίτητο πολεμικό υλικό, ενώ ο οπλισμός που είχε απομείνει ήταν παλιός, φθαρμένος, ανομοιογενής και ανεπαρκής. Παντελής επίσης ήταν η έλλειψη σε σύγχρονα μέσα, όπως αντιαεροπορικά και αντιαρματικά πυροβόλα, όλμους, άρματα μάχης κ.τ.λ.

Τα περισσότερα χρήματα, απ’ όσα διατέθηκαν για την ανασυγκρότηση του στρατού στην περίοδο 1923-1935, χρησιμοποιήθηκαν για την προμήθεια οπλισμού, ενώ από το 1936 διατέθηκαν επιπρόσθετα σημαντικά ποσά για το σκοπό αυτόν και παραγγέλθηκαν και παραλήφθηκαν μεγάλες ποσότητες κάθε είδους ανταλλακτικών, καθώς και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών. Αποτέλεσμα όλων των προσπαθειών ήταν ο Ελληνικός Στρατός. 

Με την έναρξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940, να διαθέτει 459.650 τυφέκια (Μάνλιχερ, Μάουζερ, Λεμπέλ και Γκρα), 4.832 πολυβόλα (Χότσκις, Σεντ Ετιέν, Σβαρτσελόζε και Μαξίμ), 12.200 οπλοπολυβόλα (Χότσκις), 315 όλμους (Μπραντ 81 χιλιοστών), 905 πυροβόλα μάχης (Σκόντα, Σνάιντερ και Κρουπ), 190 αντιαεροπορικά πυροβόλα (Κρουπ, Μπόφορς και Ραϊμένταλ) και 24 αντιαρματικά πυροβόλα (Ραϊμένταλ).

Με τις προμήθειες πολεμικού υλικού που έγιναν από το εξωτερικό και την επιτυχή εκμετάλλευση των πόρων του εσωτερικού επιτεύχθηκε ο εξοπλισμός των προβλεπόμενων από το Σχέδιο Επιστρατεύσεως σχηματισμών, ενώ ελλείψεις εξακολουθούσαν να υπάρχουν σε όλμους, αντιαεροπορικό και κυρίως αντιαρματικό πυροβολικό.

Από άποψη αποθεμάτων στα λοιπά εφόδια, τον Οκτώβριο 1940 ο στρατός διέθετε τρόφιμα για 50 ημέρες, καύσιμα για 45 ημέρες και νομή για 30 ημέρες. Σε μεταφορικά μέσα οι ανάγκες ήταν πολλές. Αντί για τα απαραίτητα 7.000 αυτοκίνητα υπήρχαν 600 στρατιωτικά. Το πρόβλημα με τα μεταφορικά λύθηκε με την επίταξη ιδιωτικών αυτοκινήτων διάφορων τύπων, ενώ ανάλογα αντιμετωπίστηκε και το πρόβλημα των κτηνών, που ο αριθμός τους, με διαδοχικές επιτάξεις, έφτασε περίπου τις 150.000.

Την περίοδο 1923-1940, κυρίως μετά το 1935, παράλληλα με τις προμήθειες και επισκευές πολεμικού υλικού, έγινε και οχύρωση της παραμεθόριας ζώνης απέναντι από τη Βουλγαρία, γνωστή ως «Γραμμή Μεταξά», καθώς και σε άλλες περιοχές. Επίσης, συμπληρώθηκε το δίκτυο συγκοινωνιών και βελτιώθηκαν σε μεγάλη έκταση οι στρατωνισμοί. 


Εκπαίδευση 

Τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, στη στρατιωτική εκπαίδευση, κυρίως των στελεχών, καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια, με αξιόλογα αποτελέσματα, αντίθετα με την αδράνεια που παρατηρήθηκε στον τομέα της αναδιοργανώσεως του στρατού. Το Μάιο του 1925 μετακλήθηκε Γαλλική Στρατιωτική Εκπαιδευτική Αποστολή από είκοσι δύο αξιωματικούς, με επικεφαλής το Στρατηγό Girard (Ζιράρ), η οποία ανέλαβε την οργάνωση και επίβλεψη της εκπαιδεύσεως. 

Η αποστολή παρέμεινε στην Ελλάδα τέσσερα χρόνια κι εργάστηκε δραστήρια και αποδοτικά. Το Μάρτιο του 1928 τον Στρατηγό Ζιράρ διαδέχθηκε ο Στρατηγός Braillon (Μπραγιόν). Το 1926 καθορίστηκε οριστικά ο αριθμός των στρατιωτικών σχολών, οι οποίες έκτοτε λειτούργησαν κανονικά. Ως παραγωγικές σχολές προβλέπονταν οι Στρατιωτικές Σχολές Ευελπίδων και Υπαξιωματικών, η Στρατιωτική Σχολή Ιατρικής, η Σχολή Έφεδρων Αξιωματικών και η Στρατιωτική Σχολή Αεροπορίας. 

Ενώ ως Σχολές Εφαρμογής και Μετεκπαιδεύσεως προβλέπονταν η Ανώτερη Σχολή Πολέμου, το Κέντρο Ανώτερης Στρατιωτικής Εκπαιδεύσεως, οι Σχολές Εφαρμογής Όπλων και Υπηρεσιών, διάφορες Σχολές και Κέντρα Ανώτερης Στρατιωτικής Μορφώσεως και Σχολές Ειδικής Μορφώσεως, καθώς επίσης οι Σχολές Εφαρμογής Όπλων και Υπηρεσιών. 

Το 1924 εγκρίθηκε η έκδοση του στρατιωτικού περιοδικού με τίτλο «Γενική Στρατιωτική Επιθεώρηση», υπό την άμεση εποπτεία του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Σκοπός του ήταν η παροχή γενικών και ειδικών γνώσεων στρατιωτικού ενδιαφέροντος στα στελέχη του στρατεύματος.

Στην τριετία 1929-1932 έγιναν ασκήσεις σε ευρύτερο πεδίο, αλλά με τη συμμετοχή μόνο στελεχών. Ασκήσεις μετά στρατεύματος και τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού εφέδρων άρχισαν να πραγματοποιούνται μετά το 1937, με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Οι διαδοχικές προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την εκπαίδευση των στελεχών και των οπλιτών άρχισαν να αποδίδουν και το επίπεδο του στρατού να ανέρχεται σε επιθυμητό σημείο. 


Στρατολογία – Σχέδια Επιστρατεύσεως 

Τα στρατολογικά θέματα ρυθμίστηκαν νομοθετικά, για πρώτη φορά κατά τη μεταπολεμική περίοδο, το 1928. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές η στράτευση ορίστηκε να γίνεται στο 21ο έτος της ηλικίας και οι στρατιωτικές υποχρεώσεις διαρκούσαν μέχρι το 55ο έτος, ενώ ο χρόνος θητείας ορίστηκε σε δεκαοκτώ μήνες.

Το 1935 αποφασίστηκε η υποχρέωση της υπηρεσίας στο στρατό να διακρίνεται σε υποχρέωση θητείας και υποχρέωση εκγυμνάσεως. Η θητεία ορίστηκε σε δύο χρόνια για όλα τα Όπλα και Σώματα και η υποχρέωση εκγυμνάσεως πέντε μήνες. Το 1938 εξουσιοδοτήθηκε ο υπουργός Στρατιωτικών να καλεί στην ενεργό υπηρεσία, περιοδικά ή έκτακτα, για εκπαίδευση γυμνασμένους ή αγύμναστους εφέδρους από όλη την επικράτεια. 

Τέλος, το Νοέμβριο 1940, επιτράπηκε η κατάταξη εθελοντών οπλιτών κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι οποίοι είχαν συμπληρώσει το 20ό έτος αλλά δεν είχαν υπερβεί το 45ο έτος της ηλικίας τους και δεν είχαν κληθεί να υπηρετήσουν με την κλάση τους ή ήταν ξένοι υπήκοοι, Έλληνες όμως το γένος.

Η Ελλάδα, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ατυχή έκβαση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ασκούσε ειρηνόφιλη πολιτική με καθαρά αμυντικό στρατιωτικό σχεδιασμό. Στη βασική αυτή αρχή ήταν επεξεργασμένα και εναρμονισμένα όλα τα σχέδια επιστρατεύσεως που συντάχθηκαν στη συνέχεια. Το πρώτο εκπονήθηκε το 1925 και από τότε μέχρι το 1939 συντάχθηκαν διαδοχικά πολλά άλλα, στηριζόμενα κάθε φορά στις υφιστάμενες μονάδες και τα διαθέσιμα υλικά εκστρατείας, καθώς και στην αντιμετώπιση ορισμένων πιθανών καταστάσεων.

Το σχέδιο επιστρατεύσεως που εφαρμόστηκε στις 28 Οκτωβρίου 1940 ήταν αυτό που είχε συνταχθεί το Σεπτέμβριο του 1939 και συνοδευόταν από πολλά επιμέρους σχέδια επιτάξεων, μεταφορών, διασποράς κ.τ.λ, με σκοπό τη βαθμιαία και αθόρυβη μετάπτωση του στρατού αρχικά στη μερική και στη συνέχεια στη γενική επιστράτευση. 

Την πληρότητα του σχεδίου κατέδειξε η εφαρμογή του όταν μέσα σε δεκαπέντε μέρες επιτεύχθηκε η κινητοποίηση και η προώθηση 300.000 ανδρών και 125.000 κτηνών στις παραμεθόριες περιοχές προς την Αλβανία και τη Βουλγαρία. Επρόκειτο για ένα μελετημένο μηχανισμό κινητοποιήσεως, με πολύ στέρεες βάσεις και με εξαιρετική ευκαμψία. 


Νόμος – Τάξη – Πειθαρχία 

Από το έτος 1923, με σειρά διαταγμάτων ρυθμίστηκαν θέματα που αφορούσαν τον αριθμό και τη δικαιοδοσία των στρατοδικείων, τα οποία κάλυπταν όλη την επικράτεια και διακρίνονταν σε Διαρκή, Έκτακτα και το Ανώτατο Αναθεωρητικό Δικαστήριο. Επίσης, έγιναν πολλές τροποποιήσεις στη Στρατιωτική Ποινική Νομοθεσία και προβλέφθηκαν αυστηρότερες ποινές για τα εγκλήματα κατασκοπείας, λιποταξίας, κλοπής κ.ά., πολλά από τα οποία τιμωρούνταν ακόμη και με θάνατο.

Τον Αύγουστο του 1923, εξάλλου, ρυθμίστηκε το θέμα των λιποτακτών και ανυπότακτων του πολέμου που είχε προηγηθεί, με την υποχρέωση να υπηρετήσουν το υπόλοιπο της θητείας τους ή να καταβάλουν το αντίστοιχο αντισήκωμα. Τέλος, με τον Οργανισμό του Στρατού του 1939, στον τομέα της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και από πλευράς στρατοδικείων προβλέφθηκαν: το Αναθεωρητικό Δικαστήριο Αθηνών και τα Στρατοδικεία Αθηνών, Λάρισας, Θεσσαλονίκης, Καβάλας, Αλεξανδρουπόλεως, Πατρών και Ιωαννίνων. 

Στις ίδιες πόλεις προβλέφθηκε επίσης η λειτουργία στρατιωτικών φυλακών. Τα στρατοδικεία λειτούργησαν μέχρι τον Ιούνιο του 1941, οπότε καταργήθηκαν, και παρέμεινε μόνο το Στρατοδικείο Αθηνών, με δικαιοδοσία σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια. 


Προέλευση – Ιεραρχία – Προαγωγές 

Η δυσχερής κατάσταση στην οποία βρέθηκε το σώμα των αξιωματικών αμέσως μετά τη Μικρασιατική Εκστρατεία δεν επέτρεψε να τεθεί έγκαιρα και ορθά το θέμα των στελεχών του στρατεύματος, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια χαώδης κατάσταση στην τήρηση της ιεραρχίας και γενικά της τάξεως στο στράτευμα.

Το 1929, προκειμένου να τεθεί κάποια τάξη, καθορίστηκαν με νόμο οι οργανικές θέσεις των μόνιμων στελεχών στην ειρηνική περίοδο και ο τρόπος προελεύσεώς τους ενώ όλα τα θέματα που αφορούσαν τις προαγωγές των αξιωματικών καθορίστηκαν τον Απρίλιο του 1935. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές, οι προαγωγές των αξιωματικών μέχρι και το βαθμό του συνταγματάρχη γίνονταν με βάση τον πίνακα που συνέτασσε το Συμβούλιο Προαγωγών και οι προαγωγές στο βαθμό του υποστράτηγου και αντιστράτηγου γίνονταν από πίνακα που συνέτασσε το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο Προαγωγών. 

Τον Ιούνιο του ίδιου έτους συντάχθηκε, από την αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Στρατιωτικών, η «καθ’ Όπλο και Σώμα» επετηρίδα του στρατεύματος και η επετηρίδα που περιλάμβανε τη γενική αρχαιότητα για όλα τα Όπλα και Σώματα του στρατού.

Τον Ιανουάριο του 1936 καθορίστηκε ότι καμία προαγωγή και κανένας βαθμός δεν ήταν δυνατό να απονεμηθεί, εφόσον δεν υπήρχαν κενές θέσεις, με ελάχιστες εξαιρέσεις ενώ τον Ιούλιο του 1937, προκειμένου να προταθεί ένας αξιωματικός για προαγωγή κατ’ εκλογή, καθορίστηκαν συγκεκριμένα προσόντα που έπρεπε να έχει. 

Σε ό,τι αφορά τις καταστάσεις στις οποίες μπορούσαν να βρίσκονται οι αξιωματικοί, αυτές καθορίστηκαν για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο το 1926 και ήταν η ενέργεια, η διαθεσιμότητα, η πρόσκαιρη παύση, η απόλυση και η αποστρατεία. Ακολούθησαν διάφορες μικρές μεταβολές οι οποίες τελικά, τον Ιανουάριο του 1926, καθορίστηκαν, ως εξής: Ενέργεια, διαθεσιμότητα, ετήσια άδεια λόγω νοσήματος, υπηρεσία γραφείου, αργία με πρόσκαιρη παύση, αργία με απόλυση και αποστρατεία.

Το 1940, για να καλυφθούν οι ανάγκες του πολέμου, καθορίστηκε όσοι αξιωματικοί και ανθυπασπιστές του στρατού συμπλήρωναν το όριο ηλικίας κατά τη διάρκεια του πολέμου να παραμένουν υπό τα όπλα με το βαθμό που έφεραν. Μετά το τέλος του πολέμου, θα αποστρατεύονταν, οπότε και θα προάγονταν στον επόμενο βαθμό, εφόσον διέθεταν τα απαραίτητα προσόντα. 


Παράλληλα με τις ρυθμίσεις για την προαγωγή και εξέλιξη των αξιωματικών, ρυθμίστηκαν παρόμοια θέματα και για τους ανθυπασπιστές.

Στολή 

Από το 1923 ως το 1929 οι τροποποιήσεις που έγιναν στις στρατιωτικές στολές ήταν ελάχιστες και χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Τον Ιανουάριο του 1929 εγκρίθηκε νέος Κανονισμός Στολής, σύμφωνα με τον οποίο οι στολές των αξιωματικών του στρατού καθορίστηκαν όπως παρακάτω:

  • Η μεγάλη βαθυκύανη από ερέα 
  • Η δεύτερη βαθυκύανη από ερέα 
  • Η θερινή λευκή 
  • Η μεγάλη στολή από ερέα χακί 
  • Η δεύτερη χακί στολή 
  • Η θερινή χακί στολή 

Τη στολή των οπλιτών αποτελούσαν δίκωχο με εθνόσημο, χιτώνιο με επωμίδες, βραχεία περισκελίδα, περικνημίδες από ερέα και αρβύλες. Οι ιππείς, αντί για περικνημίδες, έφεραν δέρματα εφίππων. Οι χλαίνες των αξιωματικών ορίστηκαν σε βαθυκύανο επενδύτη, μακριά χακί και βραχεία χακί (προαιρετική). Οι χλαίνες των οπλιτών ήταν από χονδρή ερέα χακί. Με τον ίδιο Κανονισμό Στολής καθορίστηκαν επίσης, με κάθε λεπτομέρεια, η σύνθεση, τα διακριτικά χρώματα, οι λεπτομέρειες κατασκευής και ο τρόπος που θα φερόταν κάθε στολή μέσα και έξω από το στρατώνα.

Το ίδιο έτος καθορίστηκαν και οι στολές των Ευζώνων. Η χακί στολή των οπλιτών ήταν από ερέα και αποτελούνταν από φάριο με εθνόσημο και θύσανο, χιτώνιο Ευζώνων (ντουλαμάς), βραχεία περισκελίδα Ευζώνων, περικνημίδες, κνημοδέτες και τσαρούχια. Οι Εύζωνοι της Προεδρικής Φρουράς είχαν επίσης τη στολή παρατάξεως, αποτελούμενη από κόκκινο φάριο με μαύρο θύσανο, βαθυκύανο χιτώνιο, περικνημίδες από λευκή ερέα, μαύρους κνημοδέτες με θύσανο και τσαρούχια. 


Η στολή επιδείξεως ήταν λευκή και, αντί για βαθυκύανο χιτώνιο, έφεραν υποδύτη, φέρμελη και λευκή φουστανέλα. Οι αξιωματικοί έφεραν φέρμελη και περικνήμια χρυσοκέντητα, μακριά φουστανέλα, φάριο και πάλα (σπάθη). Τέλος, το 1931, εγκρίθηκε ο Κανονισμός του ιματισμού και υποδήσεως που θα χορηγούνταν στους οπλίτες στη διάρκεια της θητείας τους και καθιερώθηκε το βιβλιάριο ιματισμού.

Πολεμικές Σημαίες – Παράσημα – Μετάλλια 

Πολεμικές Σημαίες

Τον Απρίλιο του 1926 καθιερώθηκε η απονομή της Πολεμικής Σημαίας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, όμοιας με αυτή των συνταγμάτων Πεζικού και Ευζώνων. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους καθορίστηκαν τα διακριτικά της, τα οποία στη συνέχεια τροποποιήθηκαν πολλές φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές μεταβολές. Το 1938 καθορίστηκαν με κάθε λεπτομέρεια οι πολεμικές σημαίες των συνταγμάτων Πεζικού και Ευζώνων και απονεμήθηκαν οι σημαίες στα νεοσύστατα συντάγματα Ιππικού. 


Παράσημα – Μετάλλια

Αναμνηστικό Μετάλλιο Μακεδονικού Αγώνα (1903-1909): Καθιερώθηκε το 1931 σε ανάμνηση του Μακεδονικού Αγώνα. Περιλάμβανε τρεις τάξεις και απονεμήθηκε μετά θάνατο σε όλους τους φονευθέντες, καθώς και στους αξιωματικούς, τους οπλίτες και τους ιδιώτες που συμμετείχαν στον αγώνα αυτόν.

Τάγμα Αριστείας του Φοίνικος: Καθιερώθηκε το 1926, σε αντικατάσταση του Τάγματος του Γεωργίου Α΄. Με την παλινόρθωση της Μοναρχίας το 1935 και την επαναφορά του Τάγματος του Γεωργίου Α΄, το Τάγμα του Φοίνικος έγινε τρίτο στην ιεραρχία των Ελληνικών ταγμάτων. Στη μεταπολίτευση του 1974, το Τάγμα του Φοίνικος διατηρήθηκε με ορισμένες τροποποιήσεις.

Αναμνηστικό Μετάλλιο Βορειοηπειρωτικού Αγώνα 1914: Καθιερώθηκε το 1935 σε ανάμνηση του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα.

- Μετάλλιο Ευδόκιμης Υπηρεσίας Υπαξιωματικών 1937: Καθιερώθηκε το 1937 ως ηθική αμοιβή για ευδόκιμη υπηρεσία υπαξιωματικών του Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας.

Αριστείο Ανδρείας 1940: Με Νόμο του 1940 πραγματοποιήθηκαν ορισμένες τροποποιήσεις σχετικά με τη μορφή και τις προϋποθέσεις απονομής του Αριστείου Ανδρείας. Ουσιώδης διαφορά ήταν ότι το Αριστείο Ανδρείας αποτελούσε το ανώτατο πολεμικό μετάλλιο και απονεμόταν αποκλειστικά και μόνο για ηρωική πράξη στο πεδίο της μάχης, η οποία υπερέβαινε κατά πολύ την εκτέλεση του καλώς εννοούμενου καθήκοντος.

Πολεμικός Σταυρός 1940: Καθιερώθηκε το 1940 και απονεμόταν σε στρατιωτικούς των τριών κλάδων για διακεκριμένες πράξεις στο πεδίο της μάχης, καθώς επίσης και σε σημαίες μονάδων που είχαν διακριθεί ιδιαίτερα.

Μετάλλιο Εξαίρετων Πράξεων: Καθιερώθηκε το 1940 και απονεμόταν για εξαίρετες πράξεις ή υπηρεσίες, εξαιρετική διοικητική ικανότητα, πράξεις αυτοθυσίας, τήρηση της έννομης τάξεως και ενίσχυση των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας. Απονεμόταν σε καιρό πολέμου ή ειρήνης, για πράξεις όμως που τελέστηκαν στη διάρκεια πολέμου. 


Αμυντικές Δαπάνες 

Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, εξαιτίας των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετώπιζε η χώρα, τα κονδύλια που διατέθηκαν για την ανασυγκρότηση και γενικά την πολεμική προπαρασκευή ήταν πολύ μικρά. 

Συνολικά από το 1923 μέχρι το 1935 διατέθηκαν τρία δισεκατομμύρια δραχμές, από τα οποία τα δύο μέχρι το 1928. Εκτός από την πολιτική ηγεσία ούτε η στρατιωτική κινήθηκε δραστήρια ώστε να προβάλει στις σωστές διαστάσεις τις πραγματικές στρατιωτικές ανάγκες χρηματοδοτήσεως, προκειμένου να πείσει τις εκάστοτε κυβερνήσεις να λάβουν έγκαιρα μέτρα για την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. 

Μόνο το Δεκέμβριο του 1932 το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο, μετά από σχετική εντολή του υπουργού Στρατιωτικών, υπέβαλε πρακτικό για τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας. Τόνιζε με έμφαση την τραγικότητα της καταστάσεως από κάθε άποψη και πρότεινε τη διάθεση των απαραίτητων χρηματικών ποσών για εξοπλισμούς, οχύρωση και δημιουργία των απαιτούμενων πολεμικών αποθεμάτων.

Ο «κώδωνας του κινδύνου» που έκρουε το Ανώτατο Στρατιωτικό Συμβούλιο με το παραπάνω πρακτικό δεν επαρκούσε για να αφυπνίσει τους αρμοδίους, ώστε να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα. Χρειάστηκε να κηρυχθεί ο Ιταλοαιθιοπικός Πόλεμος το φθινόπωρο του 1935 και να κλονιστεί η ειρήνη στην περιοχή, για να αρχίσει η λήψη σοβαρών και δραστήριων μέτρων αντιμετωπίσεως των ελλείψεων. 

Αποτέλεσμα της δραστηριοποιήσεως αυτής ήταν να διατεθούν, κατά την περίοδο 1935-1940, από το Ταμείο Εθνικής Άμυνας και τις τακτικές δαπάνες του Υπουργείου Στρατιωτικών πιστώσεις περίπου 18,7 δισεκατομμυρίων δραχμών για την προμήθεια πολεμικού υλικού και εφοδίων, καθώς και για την κατασκευή οχυρωματικών έργων, στρατωνισμών και λοιπών στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Ήταν μια τεράστια προσπάθεια, η οποία πέτυχε πλήρως. 


Η αξιοποίηση των ποσών που διατέθηκαν για την άμυνα της χώρας έγινε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και αποτέλεσε τον αποφασιστικότερο παράγοντα, για να βρεθεί ο στρατός πανέτοιμος την ώρα του πολέμου. 

Μέριμνα για το Προσωπικό 

Στην περίοδο 1923-1945, παράλληλα με την προσπάθεια αναδιοργανώσεως, εξοπλισμού και λοιπής αμυντικής θωρακίσεως της χώρας, καταβλήθηκε μέριμνα και για το στρατιωτικό προσωπικό και τα μέλη των οικογενειών τους. Στα πλαίσια αυτά συστήθηκαν πολλά νέα ταμεία, ενώσεις και ιδρύματα, τα σημαντικότερα από τα οποία ήταν τα παρακάτω:

  • Ταμείο Θυμάτων Πολέμου 
  • Ταμείο Αλληλοβοηθείας Αξιωματικών Στρατού Ξηράς 
  • Ένωση Ελλήνων Απόστρατων Αξιωματικών 
  • Ίδρυμα «Φανέλα του Στρατιώτη» 
  • Ταμείο Περιθάλψεως Αξιωματικών και Ανθυπασπιστών 
  • Νοσηλευτικό Ίδρυμα Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ) 

Το 1935 απονεμήθηκε «τιμής ένεκεν» μηνιαία σύνταξη στους αγωνιστές του Μακεδονικού Αγώνα 1904-1908, των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913 και του Βορειοηπειρωτικού Αγώνα 1914 και αυξήθηκαν οι συντάξεις των αναπήρων πολέμου. Την ίδια περίοδο, και ιδιαίτερα μετά το 1937, ρυθμίστηκαν διάφορα συνταξιοδοτικά θέματα, χορηγήθηκαν εφάπαξ ή μηνιαία επιδόματα και θεσπίστηκαν ευεργετικές διατάξεις για όλες τις κατηγορίες του στρατιωτικού προσωπικού, τις οικογένειές τους και τους παλιούς πολεμιστές.

Τέλος, το Μάιο του 1941, οι σοβαρά ανάπηροι πολέμου μόνιμοι και έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες, «τιμής ένεκεν» για τις υπηρεσίες που προσέφεραν στην πατρίδα, θεωρήθηκαν ότι διατελούσαν στην ενέργεια και μπορούσαν να φέρουν το σήμα που είχε καθοριστεί για τους αναπήρους. Στην κατάσταση αυτή των αναπήρων εντάσσονταν όσοι είχαν ολική απώλεια της οράσεως, όσοι είχαν απωλέσει και τα δύο επάνω ή κάτω άκρα, οι παραπληγικοί και ημιπληγικοί από τραύματα πολέμου, καθώς και οποιαδήποτε άλλη κατηγορία κατά την κρίση του Ανώτατου Υγειονομικού Συμβουλίου.

Επίσης, το Νοέμβριο του ίδιου έτους αποφασίστηκε οι μόνιμοι λοχίες και επιλοχίες που αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας, εξαιτίας πολεμικών τραυμάτων ή των κακουχιών του πολέμου 1940-41, να μπορούν να προαχθούν στο βαθμό του ανθυπολοχαγού και ανάλογα με την αναπηρία τους να αποστρατευθούν ή να διατηρηθούν στο στράτευμα ως βοηθητικοί.

Το Πολεμικό Ναυτικό κατά την Περίοδο (1923 - 1945)

Μετά την εκστρατεία στην Μ. Ασία (1922), καταβλήθηκε προσπάθεια ανακαίνισης των περισσότερων πολεμικών μονάδων τα «ΑΒΕΡΩΦ» και «ΕΛΛΗ» επισκευάστηκαν στη Γαλλία, τα τέσσερα αντιτορπιλικά στην Αγγλία, ενώ όλα τα υπόλοιπα στην Ελλάδα. 

Για πρώτη φορά με την εκχώρηση ενός εμπορικού, ο στόλος ενισχύθηκε με πλωτό συνεργείο, στο οποίο δόθηκε το όνομα «ΗΦΑΙΣΤΟΣ», ενώ παραγγέλθηκαν και έξι υποβρύχια στη Γαλλία, από τα οποία αξίζει να σημειωθούν τα «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» και «ΚΑΤΣΩΝΗΣ». Η εκπαίδευση των αξιωματικών ενισχυόταν περιοδικά με αγγλικές αποστολές. Η θητεία των κληρωτών ναυτών ορίστηκε σε 18μήνη και η δύναμη του ναυτικού συμπληρωνόταν με λίγους εθελοντές.

Από το 1928, με την πρωθυπουργία του Ε. Βενιζέλου, εμπεδώνεται ο γενικότερος φιλειρηνικός προσανατολισμός της περιόδου, με την οριστική εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας και την αισθητή μείωση των δαπανών για την άμυνα. Μετά την πτώση του, το 1932, την πολιτική αναστάτωση της εποχής διέκοψαν το φιλοβενιζελικό στρατιωτικό κίνημα του 1935 και ασφαλώς, η διδακτορία του Ι. Μεταξά, που άλλαξε άρδην το στρατιωτικό σκηνικό. 

Παραγγέλθηκαν στην Αγγλία δύο αντιτορπιλικά, τα «Β. ΓΕΩΡΓΙΟΣ» και «Β. ΟΛΓΑ», αγοράστηκαν τέσσερα ναρκαλιευτικά, δώδεκα υδροπλάνα και ένα πετρελαιοφόρο και άρχισε η εκπόνηση επιτελικών σχεδίων και προγραμμάτων για την ενίσχυση του ΠΝ και την προετοιμασία του για τον επερχόμενο πόλεμο. 


Πράγματι, οργανώθηκε η παράκτια άμυνα σύμφωνα με την κατανομή των ακτών της χώρας σε έξι Ναυτικές Αμυντικές Περιοχές, οι οποίες με πενιχρά οικονομικά μέσα, επάνδρωσαν οχυρωματικά και έργα αντιαεροπορικής άμυνας στην ξηρά και οργάνωσαν πεδία ναρκών και ανθυποβρυχιακά φράγματα για προστασία ζωτικών λιμένων και βάσεων σε όλη την επικράτεια, με αποτέλεσμα την ικανοποιητική τους χρησιμοποίηση με την έναρξη του πολέμου. 

Μετά την ύπουλη βύθιση του «ΕΛΛΗ» στο λιμάνι της Τήνου, στις 15-8-1940, από το Ιταλικό υποβρύχιο «DELFINO», το ΓΕΝ προέβη στην επίσπευση της συμπλήρωσης των προκαταρκτικών φάσεων της πολεμικής κινητοποίησης. Η βασική επιλογή τακτικής για το ναυτικό υπήρξε η απόκρουση κάθε προσπάθειας για επιδρομικές ή αποβατικές ενέργειες του εχθρού, τουλάχιστον μέχρι την άφιξη του Αγγλικού στόλου στην περιοχή.

Η έναρξη του πολέμου βρήκε επομένως, το ναυτικό έτοιμο για πολεμικές επιχειρήσεις. Αρχικά τα πλοία συνόδευαν νηοπομπές με πολεμοφόδια, καύσιμα και τρόφιμα για το στρατό που μαχόταν στο μέτωπο της Αλβανίας. Επιπλέον, τα υποβρύχια μας ανέλαβαν δράση κατά των θαλασσίων συγκοινωνιών του εχθρού στην Αδριατική και σημείωσαν λαμπρές επιτυχίες. 

Όταν όμως η Γερμανία έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο Μπαρμπαρόσσα, τα αεροσκάφη της Luftwaffe, ξεκινώντας από τις βάσεις στο Βουλγαρικό έδαφος, άρχισαν ανελέητη επίθεση εναντίον των Ελληνικών πολεμικών και εμπορικών πλοίων, καθώς και των εγκαταστάσεων στην ξηρά σε όλη τη χώρα ο απολογισμός για το στόλο είναι τραγικός : εικοσιπέντε πλοία κάθε κατηγορίας βυθίστηκαν στο διάστημα 4-25 Απριλίου 1941.

 Ο Αρχηγός ΓΕΝ, ναύαρχος Α. Σακελλαρίου, λαμβάνει την απόφαση, ακολουθώντας την πολιτική ηγεσία της χώρας, για συνέχιση του αγώνα. Αρχίζει έτσι η σταδιακή αποχώρηση των πλοίων που απέμειναν, αρχικά προς τη Σούδα της Κρήτης και έπειτα στην Αλεξάνδρεια. Στο τέλος του Απρίλη του 1941, στον όρμο της Αλεξάνδρειας βρίσκονταν δεκαεπτά Ελληνικά πλοία (ένα θωρηκτό, έξι αντιτορπιλικά, τρία τορπιλοβόλα, πέντε υποβρύχια και ένα βοηθητικό), τα μόνα που ενώθηκαν με τον Αγγλικό στόλο και που αποτελούσαν το μόνο ελεύθερο Ελληνικό έδαφος.


Τα Ελληνικά πλοία, όλα εκτός από τη «Β. ΟΛΓΑ», παμπάλαια και ισχυρά δοκιμασμένα από την εντατική χρήση τους κατά τον πόλεμο, χρειάζονταν ριζική συντήρηση και τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για τον καίριο ρόλο που θα έπαιζαν στο άμεσο μέλλον. Στους Αγγλικούς επισκευαστικούς σταθμούς στην Αίγυπτο και την Ινδία επισκευάστηκαν όλα τα πλοία μας και ενισχύθηκε ή και αντικαταστάθηκε ολοσχερώς ο οπλισμός τους. 

Οι αποστολές των πλοίων μας συνίσταντο κατά κύριο λόγο σε συνοδείες νηοπομπών και σε περιπολίες τόσο στην Μεσόγειο όσο και στον Ινδικό ωκεανό και τον Περσικό κόλπο, κυρίως για την ενίσχυση της Σοβιετικής Ένωσης. Παράλληλα, στην Αίγυπτο ταχύρυθμα σχολεία λειτουργούσαν με σκοπό την εκπαίδευση παλαιών και νέων στελεχών, ενώ αποστολές για την παραλαβή νέων σκαφών αναχώρησαν για την Αγγλία. Επίσης, η υπηρεσία που δημιουργήθηκε για την εξουδετέρωση των ναρκών εξελίχθηκε σε ολόκληρο στόλο ναρκαλιευτικών. 

Τα πλοία μας εργάστηκαν συχνά με αυτοθυσία κατά τη λεγόμενη μάχη της Αλεξάνδρειας, αρνούμενα να διαφύγουν στην Ερυθρά θάλασσα. Και όταν οι δυνάμεις του Άξονα, υπό τον Ρόμμελ, συγκρατήθηκε στο Ελ Αλ Αμέιν, βοήθησε με όλες του τις δυνάμεις για την προετοιμασία της αντεπίθεσης. Το 1942, οι Άγγλοι παρέδωσαν στο Ελληνικό Ναυτικό ολόκληρη μοίρα αντιτορπιλικών τελευταίου τύπου, στα οποία δόθηκαν τα ονόματα «ΚΑΝΑΡΗΣ», «ΜΙΑΟΥΛΗΣ», «ΠΙΝΔΟΣ» και «ΑΔΡΙΑΣ», καθώς και την κορβέττα «ΣΑΚΤΟΥΡΗΣ» και το υποβρύχιο «ΜΑΤΡΩΖΟΣ», που προερχόταν από λεία πολέμου. 

Πολλές από τις καταστροφές και ζημιές του εχθρού οφείλονταν στην μέχρι αυτοθυσίας δράση των Ελληνικών πλοίων, των οποίων τα πληρώματα διακρίθηκαν για το θάρρος, την αφοσίωση στο καθήκον και την ψύχραιμη αντιμετώπιση των κινδύνων. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν χάθηκε η επαφή με την ίδια την Ελλάδα : 

Τα Ελληνικά υποβρύχια βρίσκονταν σχεδόν διαρκώς σε περιπολίες στα ανοιχτά των Ελληνικών ακτών, αποβίβαζαν Βρετανούς και Έλληνες κομάντος και υλικό, παραλάμβαναν άλλους, αιχμαλώτιζαν ή βύθιζαν τα επιταγμένα σκάφη, τρομοκρατούσαν τους Ιταλούς στα Δωδεκάνησα και προκαλούσαν ανεπανόρθωτες απώλειες στους Γερμανούς στο υπόλοιπο Αιγαίο. 


Στις 18-9-1943 το «Β. ΟΛΓΑ», πρωταγωνίστρια σε όλες τις μεγάλες νίκες εναντίον του εχθρού στη Μεσόγειο, με δύο Αγγλικά αντιτορπιλικά καταστρέφει ολόκληρη Γερμανική νηοπομπή απόβασης στα Δωδεκάνησα, αλλά κύματα Στούκας επιτίθενται εναντίον της και τελικά την βυθίζουν στο λιμάνι της Λέρου. Ενώ οι επιδρομές των συμμαχικών πλοίων μαίνονται στα δώδεκα νησιά, ο «ΑΔΡΙΑΣ» πρωτοστατεί στο βομβαρδισμό των ακτών της Καλύμνου τη νύχτα της 22-10-1943 ανατινάζεται η πλώρη του, που προσέκρουσε σε νάρκη. 

Παρά την πυρκαγιά και την αχρήστευση των πυροβόλων του, ο τραυματισμένος Κυβερνήτης του, αντιπλοίαρχος Ι. ΤΟΥΜΠΑΣ, διατάσσει να κλειστούν τα στεγανά, να σβηστούν οι εστίες φωτιάς, να περισυλλεγούν οι ναυαγοί από ένα άλλο Αγγλικό αντιτορπιλικό και να επιστρέψουν στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Ο κατάπλους του θρυλικού αντιτορπιλικού έγινε μέσα σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων. 

Η δράση του ΠΝ ολοκληρώθηκε με την κατάρτιση και εκτέλεση του Σχεδίου Επιστροφής του Ναυτικού στην Ελλάδα (γνωστού ως Σ.Ε.Ν.Ε.), που καθόριζε τον τρόπο ομαλής άφιξης του στόλου και της Κυβέρνησης του Καΐρου στην πατρίδα. 

Στα τέλη του πολέμου τα πλοία του στόλου διεσπάρησαν στα νησιά και τα λιμάνια του Αιγαίου, με σκοπό την εκδίωξη των τελευταίων πυρήνων του εχθρού, τη συνοδεία νηοπομπών με τρόφιμα και εφόδια για τον άμαχο πληθυσμό και την αναζωογόνηση των παλαιών Ναυτικών Διοικήσεων, που θα βοηθούσαν στην εγκαθίδρυση της Ελληνικής διοίκησης. Συμμετείχε κυρίως στην εκδίωξη των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από τις παράλιες περιοχές και ιδιαίτερα από την περιοχή της Αθήνας. 

Με την ανασυγκρότηση του Ελληνικού κράτους, η ανάγκη ανανέωσης των πλοίων του στόλου ήταν περισσότερο από επιτακτική. Τα περισσότερα από τα πλοία παραχωρήθηκαν στα πλαίσια της Αμερικάνικης Στρατιωτικής Βοήθειας, ενώ αλλά δανείστηκαν και επεστράφησαν, ενώ πολύ λίγα αγοράστηκαν. Τα περισσότερα από τα πλοία που μας παραχωρήθηκαν βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση και χρειάζονταν μετατροπές, επισκευές και ανανέωση στον οπλισμό τους - λίγα ήταν πραγματικά καινούρια. 


Ενδεικτικά αναφέρουμε τα ακόλουθα : το 1947 παραχωρήθηκαν από τις ΗΠΑ έξι κανονιοφόροι («ΑΡΣΛΑΝΟΓΛΟΥ», «ΜΠΛΕΣΣΑΣ», «ΠΕΖΟΠΟΥΛΟΣ», «ΜΕΛΕΤΟΠΟΥΛΟΣ», «ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΗΣ» και «ΛΑΣΚΟΣ»).

Η Πολεμική Αεροπορία κατά την Περίοδο (1923 - 1945)

Περίοδος του Μεσοπολέμου (1923-1939)

Μετά τη λήξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας ακολούθησε μακρά ειρηνική περίοδος, κατά την οποία η Πολεμική Αεροπορία (ΠΑ) ανασυγκροτήθηκε και εκσυγχρονίστηκε. Από το 1925 ξεκίνησε η παραλαβή νέων αεροσκαφών αναβαθμίζοντας σημαντικά τις δυνατότητες της. Στις αεροπορικές δυνάμεις εντάχθηκαν τα αναγνωριστικά – βομβαρδιστικά Brequet 19 A2/B2 και τα εκπαιδευτικά Morane Saulnier MS-137/147. 

Στο πλαίσιο της Στρατιωτικής Αεροπορίας οργανώθηκε, στη Θεσσαλονίκη, το Γ΄ Σύνταγμα Αεροπλάνων, προερχόμενο ουσιαστικά από το δυναμικό που απέμεινε από τις Β΄,Γ΄ και Δ΄ Μοίρες. Σημαντική ήταν και η προσπάθεια ανάπτυξης εγχώριας αεροπορικής βιομηχανίας στο Εργοστάσιο Αεροσκαφών Φαλήρου (ΕΑΦ), του μετέπειτα γνωστού ως Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων (ΚΕΑ). 

Οι προσπάθειες κατασκευής αεροσκαφών δεν απέδωσαν μετά την αποτυχία του KEA Χελιδών και τελικά το ΚΕΑ προχώρησε σε παραγωγή τύπων κατόπιν αδείας, όπως τα Armstrong - Whitworth Atlas, Blackburn T.3A Velos και Avro 504 N/O, που ενίσχυσαν κυρίως τη Ναυτική Αεροπορία, ενώ αναλάμβανε και την εργοστασιακή συντήρηση άλλων τύπων. Την 8η Ιουνίου 1928 σημειώθηκε ένα σημαντικό επίτευγμα της Ελληνικής Αεροπορίας. 

Ένα κατάλληλα διασκευασμένο Brequet 19 με το όνομα «ΕΛΛΑΣ», χειριστή τον Υπολοχαγό Ευάγγελο Παπαδάκο και παρατηρητή τον Συνταγματάρχη, Χρήστο Αδαμίδη, πρωτεργάτη της Ελληνικής Αεροπορίας, απογειώθηκε από το Τατόι και πραγματοποίησε σε 20 περίπου μέρες το γύρο της Μεσογείου, διανύοντας απόσταση 12.000 χλμ. 


 Τα πρώτα χρόνια της χρησιμοποίησης του αεροπορικού όπλου οι Μονάδες στελεχώνονταν από το προσωπικό του όπλου του οποίου υποστήριζαν τις επιχειρήσεις, δηλαδή ήταν ενταγμένες είτε στο Στρατό Ξηράς (ΣΞ), είτε στο Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) με νοοτροπία, άμεσα συνυφασμένη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του όπλου προέλευσής τους. Το μοντέλο αυτό, με το οποίο πολέμησε η Ελληνική Αεροπορία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (ΠΠ) και στις επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία δε συμβάδιζε πλέον με τις εξελίξεις. 

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του αεροπορικού όπλου, που συνοψίζονται στην ταχύτητα, την ευκαμψία και τη μάζα πυρός, είχαν ήδη γίνει αντιληπτά κατά τις τελευταίες συρράξεις, όμως η κατάτμηση της δύναμης μεταξύ ΣΞ και ΠΝ είχε καταστήσει το αεροπορικό όπλο, απλό αποδέκτη αποστολών υποστήριξης τους. Αποτέλεσμα της προσπάθειας εκσυγχρονισμού του όπλου ήταν το Δεκέμβριο του 1929, η ίδρυση του Υπουργείου Αεροπορίας, από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. 

Το 1930 ιδρύθηκε το Υπουργείο Αεροπορίας και η ενοποιημένη πλέον ΠΑ καθιερώθηκε ως αυτοτελής Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων. Πρώτος Υπουργός Αεροπορίας ορκίσθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επιφορτίζοντας τον παλιό έμπειρο αεροπόρο Αλέξανδρο Ζάννα με το έργο της συνολικής συγκρότησης του Όπλου. Σε συνεργασία με το γλωσσολόγο Μανώλη Τριανταφυλλίδη καθιερώθηκαν οι ονομασίες βαθμών που χρησιμοποιούνται έως σήμερα. 

Η ενοποιημένη ΠΑ καθιερώθηκε ως αυτοτελής Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων με το Νόμο 5121 «Περί Οργανισμού της ΠΑ» την 10η Ιουλίου 1931, σύμφωνα με τον οποίο ορίστηκε ότι η Αεροπορία θα αποτελούνταν από τρεις Σμηναρχίες. Στο μεταξύ ακολούθησαν νέες παραλαβές αεροσκαφών, όπως τα αναγνωριστικά Potez 25 TOE το 1931. Την ίδια χρονιά ιδρύθηκε στο Τατόι η Σχολή Αεροπορίας, μετέπειτα Σχολή Ικάρων (1967), η οποία υπήρξε το φυτώριο των νέων Αξιωματικών. 

Τον Ιανουάριο του 1933, η Γ΄ Σμηναρχία και η Β΄ Αεροπορική Βάση συνενώθηκαν και αποτέλεσαν τη Σμηναρχία Σέδες. Με το νομοθετικό διάταγμα της 28ης Ιουνίου 1933 οι Σμηναρχίες Τατοΐου, Λαρίσης και Σέδες μετονομάστηκαν σε Αεροπορικές Βάσεις. Το 1934 ιδρύθηκε το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας και το 1935 παραλήφθηκαν σύγχρονα εκπαιδευτικά τύπου Avro 621 Tutor, που κατασκεύασε αργότερα και το ΚΕΑ. Λόγω της επελθούσας πολιτειακής μεταβολής η Αεροπορία μετονομάστηκε σε Ελληνική Βασιλική Αεροπορία, σε συντομία ΕΒΑ. 


 Το 1936 τα οικονομικά της Ελλάδας δε βρισκόταν στην καλύτερη κατάσταση. Συνεπώς και οι δυνατότητες της Αεροπορίας να προχωρήσει στον επανεξοπλισμό της με σύγχρονα αεροσκάφη ήταν περιορισμένες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε η Ελλάδα, ήταν η εξεύρεση ικανών αεροσκαφών σε αριθμό και επιδόσεις, προκειμένου να ανταποκριθεί στην επερχόμενη λαίλαπα του Β΄ ΠΠ. Όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Βρετανία, Πολωνία, Γερμανία), οι οποίες κατασκεύαζαν και υποστήριζαν τα αεροσκάφη είχαν δώσει προτεραιότητα στον επανεξοπλισμό των δικών τους Αεροποριών. 

 Παρά τα εξαιρετικά στενά περιθώρια επιλογών η Αεροπορία κατόρθωσε να προμηθευτεί 36 καταδιωκτικά P.Z.L. P.24F/G από την Πολωνία, 9 καταδιωκτικά Bloch MB.151 και 12 βομβαρδιστικά Potez 633 B2 Grec από τη Γαλλία, 12 ναυτικής συνεργασίας Avro Anson Mk I, 12 βομβαρδιστικά Bristol Blenheim MkIV και 12 βομβαρδιστικά Fairey Battle B.1 από το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και 16 αναγνωριστικά Henschel Hs126K-6 και 12 υδροπλάνα Dornier Do22Kg από τη Γερμανία. 

Ενδεικτικό του κλίματος ενίσχυσης της Αεροπορίας, που επικρατούσε μεταξύ των Ελλήνων ήταν και η συμβολική, λόγω του μικρού αριθμού τους, απόκτηση τεσσάρων καταδιωκτικών από δωρεές ομογενών (δύο Avia B.534 και δύο Gloster Gladiator MkI), που ήταν και τα πρώτα σύγχρονα αεροσκάφη που παρέλαβε την περίοδο αυτή. 

 Ο Β΄ ΠΠ που ξέσπασε το 1939, στάθηκε η αφορμή να μείνουν ανεκτέλεστες αρκετές παραγγελίες της Αεροπορίας, όπως τα 12 βομβαρδιστικά Potez 633 B2 Grec, τα 12 ναυτικής συνεργασίας Avro Anson Mk I, τα 16 καταδιωκτικά Bloch MB.151, τα 12 βομβαρδιστικά Bristol Blenheim MkIV και τα 32 αναγνωριστικά Henschel Hs126K-6. Είχαν, επίσης, παραγγελθεί 24 καταδιωκτικά Spitfire Mk I και 30 καταδιωκτικά F4F-3A Wildcat, ενώ οι επαφές για την προμήθεια από τις ΗΠΑ, γεγονός εντελώς πρωτόγνωρο για εκείνη την εποχή, 30 καταδιωκτικών P-40 Tomahawk και 48 βομβαρδιστικών Martin Maryland, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. 

Σημαντική ήταν, επίσης, η προσπάθεια οργάνωσης του δικτύου αεροδρομίων. Οι μεγαλύτερες Αεροπορικές Βάσεις βρίσκονταν στο Σέδες, τη Λάρισα, το Τατόι, το Φάληρο, τη Νέα Αγχίαλο και την Ελευσίνα. Ακόμη, είχαν οργανωθεί 23 βοηθητικά αεροδρόμια και άλλα 22 του λεγόμενου «εμπιστευτικού δικτύου». 


 Παράλληλα, με τις παραγγελίες στο εξωτερικό, από την 1η Ιανουαρίου 1938 έως την 28η Οκτωβρίου 1940, συναρμολογήθηκαν στο ΚΕΑ 62 αεροπλάνα Avro 621 Tutor και 30 Avro 626, ενώ επισκευάστηκαν και συντηρήθηκαν συνολικά 169 αεροσκάφη όλων των τύπων, μαζί με 294 κινητήρες αεροσκαφών. Αρκετά από τα πυρομαχικά των αεροσκαφών ήταν Ελληνικής κατασκευής, της ΕΕΠΚ (Εταιρεία Ελληνικού Πυριτιδοποιείου Καλυκοποιείου). 

 Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι, όταν την άνοιξη του 1941 η κυβέρνηση των ΗΠΑ αποφάσισε την παραχώρηση, μέσω του γνωστού νόμου Lend-Lease, 30 καταδιωκτικών F-4F-3A Wildcat, τα οποία λόγω της κατάληψης της χώρας από τα Γερμανικά στρατεύματα, δεν εντάχθηκαν ποτέ στην Αεροπορία.

Β' Παγκόσμιος Πόλεμος (1940-1945)

Με την έναρξη του Ελληνοιταλικού Πολέμου και την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την 28η Οκτωβρίου 1940, η διάταξη μάχης της Αεροπορίας περιλάμβανε κατανομή του αεροπορικού δυναμικού, μεταξύ των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, με αποτέλεσμα ο Στρατός, το Ναυτικό και η Αεροπορία να κρατήσουν στον επιχειρησιακό τους έλεγχο τα αεροσκάφη που εξυπηρετούσαν το δόγμα επιχειρήσεών τους. 

Η διάταξη μάχης ήταν η ακόλουθη : Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας Στρατού (ΑΔΑΣ) Διοίκηση Αεροπορίας Στρατιωτικής Συνεργασίας (ΔΑΣΣ) 1η Μοίρα Παρατηρήσης στο Περιγιάλι Κορινθίας, ενταγμένη στο Α΄ Σώμα Στρατού, με αεροσκάφη Brequet 19 A2/B2. 2η Μοίρα Παρατηρήσης στην Κοζάνη, ενταγμένη στο B΄ Σώμα Στρατού, με αεροσκάφη Brequet 19 A2/B2. 2828 Ανεξάρτητο Σμήνος Παρατηρήσης στην Ήπειρο, ενταγμένο στην VIII Μεραρχία, με αεροσκάφη Brequet 19 A2/B2. 3η Μοίρα Παρατηρήσης, ενταγμένη στο Γ΄ Σώμα Στρατού με τα 3/1 και 3/2 Σμήνη του ΤΣΔΜ (Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας) με αεροσκάφη Henschel Hs126K-6 (Λεμπέτ Θεσσαλονίκης και Κούκλαινα Βεροίας). 4η Μοίρα Παρατηρήσης (Αμυγδαλεώνας Καβάλας και αργότερα Γιδάς και Κούκλαινα Βεροίας) με αεροσκάφη Potez 25 TOE. 


Διέθετε το 4/1 Σμήνος, ενταγμένο στο Δ΄ Σώμα Στρατού, και το 4/2 Σμήνος, ενταγμένο στην Ομάδα Μεραρχιών. Διοίκηση Αεροπορίας Βομβαρδισμού (ΔΑΒ) 31η Μοίρα Βομβαρδισμού με αεροσκάφη Potez 633 B2 Grec στη Λάρισα. 32η Μοίρα Βομβαρδισμού με αεροσκάφη Bristol Blenheim MkIV στη Λάρισα. 33η Μοίρα Βομβαρδισμού με αεροσκάφη Fairey Battle B.1 στη Ν. Αγχίαλο Βόλου. 

Διοίκηση Αεροπορίας Διώξεως (ΔΑΔ) 21η Μοίρα Διώξης με αεροσκάφη P.Z.L. P.24F/G και Gloster Gladiator MkI στα Τρίκαλα. 22η Μοίρα Διώξης με αεροσκάφη P.Z.L. P.24F/G στη Θεσσαλονίκη. 23η Μοίρα Διώξης με αεροσκάφη P.Z.L. P.24F/G στη Λάρισα. 24η Μοίρα Διώξης με αεροσκάφη Bloch MB.151 και Avia B.534 στην Ελευσίνα. 

Ανωτέρα Διοίκηση Αεροπορίας Ναυτικού (ΑΔΑΝ) 11η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας με αεροσκάφη Fairey IIIF Mk I/III/IIIM στο Βαλτούδι Μαγνησίας. 12η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας με αεροσκάφη Dornier Do22Kg στη Σαλαμίνα. 13η Μοίρα Ναυτικής Συνεργασίας με αεροσκάφη Avro Anson Mk I στην Ελευσίνα. Συνοπτικά, κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, υπήρχαν 158 πολεμικά αεροσκάφη, όλων των τύπων, ενταγμένα στις παραπάνω Μονάδες, από τα οποία φέρονται να ήταν εν ενεργεία τα 128. Από αυτά μόλις τα 79 (εν ενεργεία τα 59) ήταν καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά. 

Επίσης, υπήρχαν ακόμα 63 εκπαιδευτικά και βοηθητικά αεροσκάφη. Κατά τις επιχειρήσεις που ακολούθησαν, η Αεροπορία κλήθηκε να αντιμετωπίσει αρχικά την Ιταλική Αεροπορία, η οποία παρέτασσε 463 αεροσκάφη πρώτης γραμμής και γενικά καλύτερων επιδόσεων. Ωστόσο, η Αεροπορία, από την αρχή αντιμετώπισε αποφασιστικά τους Ιταλούς σε όλο το φάσμα των αποστολών και σε όλο το μήκος του μετώπου, αλλά και των μετόπισθεν. 

Κατά τη διάρκεια του εξάμηνου πολέμου σημειώθηκαν αναρίθμητα περιστατικά, που έδειξαν τόσο την αποφασιστικότητα, όσο και την αποτελεσματικότητα του προσωπικού, παρά τη συντριπτική υπεροχή των Ιταλών. Αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση που σημειώθηκε την 2α Νοεμβρίου, κατά την οποία ένα Breguet Bre 19, εκτελώντας χαμηλή πτήση κατά μήκος των αλβανικών συνόρων, εντόπισε την ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών, "Julia", τη στιγμή ακριβώς που είχε εισδύσει στην Πίνδο και κινούνταν προς κατάληψη του Μετσόβου. 


Το γεγονός αυτό, μετέβαλε ριζικά την κατάσταση του μετώπου υπέρ των Ελλήνων. Την ίδια μέρα ο Υποσμηναγός Μαρίνος Μητραλέξης πετώντας με αεροσκάφη PZL, κατά τη διάρκεια αερομαχίας, αφού εξάντλησε τα πυρομαχικά του, "έκρουσε" με την έλικα του αεροσκάφους του, το πηδάλιο ενός ιταλικού βομβαρδιστικού CANT Z.1007 Alcione, με αποτέλεσμα αυτό να συντριβεί στο έδαφος. 

 Με τη σταδιακή εξέλιξη των επιχειρήσεων, η Αεροπορία ενισχύθηκε με 22 Gloster Gladiator MkII και 6 Bristol Blenheim MkI από τα βρετανικά αποθέματα. Σημαντική ήταν η συμβολή της RAF, η οποία εξορμώντας από Ελληνικά και Αιγυπτιακά αεροδρόμια, κατάφερε σημαντικά πλήγματα κατά των Ιταλικών γραμμών ανεφοδιασμού. Κατά τις επιχειρήσεις εναντίον της Ιταλικής Αεροπορίας, οι Έλληνες Αεροπόροι πέτυχαν 64 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις και διεκδίκησαν ακόμα 20 πιθανές, έναντι 24 επιτυχιών των Ιταλών. 

Οι Μοίρες Δίωξης έχασαν συνολικά 14 αεροπλάνα σε αερομαχίες ή λόγω αναγκαστικών προσγειώσεων. Επιπλέον, 28 Ιταλικά αεροσκάφη καταστράφηκαν από τα Ελληνικά βομβαρδιστικά και άλλα 23 από τα αντιαεροπορικά όπλα, όταν οι απώλειες τις Αεροπορίας από ανάλογη δράση των Ιταλών ανήλθαν σε 8 και 5 αεροσκάφη, αντίστοιχα. Συνολικά, η Αεροπορία είχε 49 νεκρούς και 22 τραυματίες στον αγώνα εναντίον των Ιταλών. Η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα την 6η Απριλίου 1941 με δύναμη άνω των 1.000 αεροσκαφών βρήκε την Αεροπορία αρκετά αποδυναμωμένη. 

Παρά την χαοτική διαφορά δυναμικότητας, τα ελληνικά καταδιωκτικά κατέρριψαν 4 Γερμανικά αεροσκάφη. Τα περισσότερα Ελληνικά αεροσκάφη, που είχαν απομείνει από τον εξάμηνο πόλεμο, καταστράφηκαν από τις μαζικές επιθέσεις της Luftwaffe στα Ελληνικά αεροδρόμια. Ακόμα 6 χάθηκαν σε αερομαχίες. Μόλις 14 από τη συνολική δύναμη κατάφεραν να διαφύγουν στη Μ. Ανατολή. 

 Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων της περιόδου 1940-1941, οι Μοίρες Δίωξης εκτέλεσαν 804 πολεμικές αποστολές, που αντιστοιχούν σε 1530 ώρες πτήσης. Αντίστοιχα, τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη εκτέλεσαν 237 πολεμικές αποστολές, πετώντας 926 ώρες. Τέλος, τα αεροσκάφη Στρατιωτικής Συνεργασίας πέταξαν αντίστοιχα 252 ώρες σε πολεμικές αποστολές.


Μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, ένα σημαντικό κομμάτι του προσωπικού μαζί με το υλικό που δεν καταστράφηκε, διέφυγαν στη Μ. Ανατολή. Την ανώτατη διοίκηση της Αεροπορίας στη Μέση Ανατολή ασκούσε το Υπουργείο Αεροπορίας, με έδρα το Κάιρο. Στη Γάζα της Παλαιστίνης δημιουργήθηκαν μονάδες επισκευής και τεχνικής εκπαιδεύσεως. 

Στα κέντρα Νοτίου Ροδεσίας και Αφρικής παρέχονταν εκπαίδευση σε δόκιμους χειριστές και άλλες τεχνικές ειδικότητες, οι οποίοι ενώθηκαν με τον πυρήνα, που είχε σταλεί από τον Ιανουάριο του 1941, στο Ιράκ (Χαμπανίγια) για εκπαίδευση από τους Βρετανούς. Στο πλαίσιο της ανασυγκρότησης της Αεροπορίας οργανώθηκαν τρεις Μοίρες, που υπήχθησαν επιχειρησιακά στη RAF. Αρχικά οργανώθηκε η 13η Μοίρα Ελαφρού Βομβαρδισμού (ΜΕΒ), με δύναμη 5 αεροπλάνων Anson Mk I. 

Η Μοίρα ανέλαβε αποστολές από τον Ιούνιο του 1941, ενώ το Νοέμβριο παρέλαβε αεροσκάφη Bristol Blenheim MkIV, τα οποία ανέλαβαν κυρίως ανθυποβρυχιακές αποστολές, ενώ τον Ιανουάριο του 1943 ενισχύθηκε και με Bristol Blenheim MkV Bisley. Τον Αύγουστο του 1943, παρέλαβε τα βομβαρδιστικά Martin A-30 Baltimore MkIII/IV/V και συνέχισε τις επιχειρήσεις συνοδείας νηοπομπών και ανθυποβρυχιακού πολέμου. Κατά τη μετακίνηση των Ελληνικών Μοιρών στην Ιταλία, η 13η Μοίρα, επιχείρησε εντατικά σε αποστολές βομβαρδισμού, εναντίον των Γερμανών στην Γιουγκοσλαβία. 

 Τον Οκτώβριο του 1941 δημιουργήθηκε η 335 Βασιλική Ελληνική Μοίρα Διώξεως (ΒΕΜΔ) με αεροσκάφη Hawker Hurricane MkI και στη συνέχεια με Hawker Hurricane MkII, μέχρι τον Δεκέμβριο του 1943, οπότε και αντικαταστάθηκαν με Supermarine Spitfire Mk Vb/Vc. Σημαντική όσο και συμβολική ήταν η δράση της Μοίρας, εναντίον του Ιταλικού Στρατηγείου Μ. Ανατολής, την 28η Οκτωβρίου 1942. Σε ανάλογο πλαίσιο και με τον ίδιο εξοπλισμό οργανώθηκε και η 336 ΒΕΜΔ, τον Φεβρουάριο του 1943. 

Οι δύο Μοίρες ανέλαβαν πλήθος αποστολών αναχαίτισης και συνοδείας, αλλά και περιπολίες του εναέριου χώρου. Σημαντική ήταν η συμβολή όλων των Ελληνικών Μοιρών, κατά τις συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές στην Κρήτη, από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο του 1943. Αξίζει να ενημερωθούμε για την κατάρριψη τριών Γερμανικών αεροσκαφών, από τα Ελληνικά καταδιωκτικά, καθώς και τη συμμετοχή τους στις μεγάλες επιδρομές που έχουν σχεδιάσει οι σύμμαχοι για την προσβολή Γερμανικών στρατιωτικών στόχων στην Κρήτη, στρατηγικό ορμητήριο των Γερμανών προς τη Μ. Ανατολή, το θέρος του 1943. 


 Το φθινόπωρο του 1944, οι 335 και 336 ΒΕΜΔ μετακινήθηκαν στην Ιταλία, όπου συνέχισαν τις αποστολές δίωξης μαζί με σημαντικό πλήθος αποστολών προσβολής επίγειων στόχων. Το συνολικό πτητικό έργο των 335 και 336 ΒΕΜΔ ανέρχεται σε 32.927 ώρες πτήσης από τις οποίες οι 13616 σε πολεμικές αποστολές, ενώ η 13η Μοίρα εκτέλεσε 6166 αποστολές. Το τίμημα ήταν βαρύ με 69 πεσόντες, ενώ ακόμα 29 απεβίωσαν κατά την αντίσταση εναντίον του κατακτητή ή λόγω κακουχιών κατά τη Γερμανική κατοχή.

Φωτογραφικό Υλικό




















ΠΗΓΕΣ :

(1) :

(2) :

(3) :

(4) :


Ιστορία Ελληνική και Παγκόσμια



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου