Είδαμε, λοιπόν, πώς η χώρα πήρε 6 δάνεια, το ένα μετά το άλλο, σε διάστημα 12 μόλις ετών. Έτσι, το 1893, η Ελλάδα είχε φτάσει να χρωστάει 585,4 εκατομμύρια φράγκα και 168,4 εκατομμύρια δραχμές. Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτά τα ποσά, πρέπει να σημειώσουμε δυο πράγματα. Πρώτον: τα ετήσια τακτικά έσοδα του κράτους, κατά την δεκαετία 1882-1892, κυμαίνονταν περί τα 90 εκατομμύρια δραχμές. Και, δεύτερον: το πρωτογενές ετήσιο έλλειμμα, κατά την ίδια δεκαετία, ξεπερνούσε τα 30 εκατομμύρια δραχμές. Αρκούν αυτά για να καταλάβουμε ότι η κατάσταση ήταν πολύ παραπάνω από τραγική.
Στην πράξη, η πτώχευση της χώρας είχε ήδη επέλθει από το 1882, όταν τα έσοδα ήταν 68,6 εκατομμύρια δραχμές και τα έξοδα 80,4 εκατομμύρια. Είχαμε, δηλαδή, πρωτογενές έλλειμμα 11,8 εκατομμύρια δραχμές, το οποίο έβαινε αυξανόμενο χρόνο με τον χρόνο. Οι στρατιωτικές δαπάνες και η διαχείριση των χρεών είχαν εκτινάξει το σκέλος των δαπανών. Η κυβέρνηση, για να καλύψει τις υψηλές δαπάνες, αύξησε υπερβολικά τους έμμεσους φόρους, με συνέπεια να δημιουργηθούν οι γνωστές -αναμενόμενες σ’ αυτές τις περιπτώσεις- επιπτώσεις στην αγορά.
Στην περίοδο 1890-1893 άλλαξαν πέντε κυβερνήσεις. Όλες προσπάθησαν με διάφορους οικονομικούς αυτοσχεδιασμούς –τους οποίους είτε επινοούσαν είτε ενεθάρρυναν οι ξένοι και ντόπιοι κερδοσκόποι– να δανειοδοτήσουν την καταρρέουσα οικονομία ενώ, ταυτόχρονα, ελήφθησαν μέτρα για αυστηρές περικοπές στις κρατικές δαπάνες (στρατιωτικά κονδύλια, δημόσια έργα, κοινωνικές παροχές κλπ) και σε όλες τις κρατικές δραστηριότητες. Παράλληλα, ψηφίστηκαν νέοι φόροι και τέλη. Ανάμεσα στα νέα μέτρα, επεβλήθησαν και εκπαιδευτικά τέλη, τα οποία προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις.