του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη
Θάχουμε και σήμερα την παραδοσιακά πικρή ευχαρίστηση να παρακολουθήσουμε στην Βουλή – πλην του ενδεχομένου μιας ακόμη ανατροπής, που δεν θάκανε όμως πλέον καλό σε κανέναν… - μια ακόμη σκηνή στην όλο και πιο έντονη πολιτική αντιπαράθεση. Ο λόγος θα είναι για την υπόθεση πώλησης των 100-300.000 βλημάτων προς Σαουδική Αραβία (ή/και όπου αλλού: το πολεμικό υλικό είναι δυσάρεστα ρευστή υπόθεση, ιδίως το λιανοτάρι των βλημάτων και των εκρηκτικών – κάτι έμαθαν από παρόμοιες διαδρομές και οι Κύπριοι!) και την εμπλοκή σ’ αυτήν του ΥΠΕΘΑ Πάνου Καμμένου, σε απόσταση και του ΥΠΕΞ Νίκου Κοτζιά με την υπόθεση της διαρροής διαβαθμισμένων εγγράφων. Όμως είναι περίπου βέβαιο ότι, ιδίως από την στιγμή που ο Πρωθυπουργός επεδίωξε να είναι παρών και να συμμετάσχει, η συζήτηση θα ξεφύγει – μέχρι λίστες και offshore αν όχι και Novartis , μέχρι σποτάκια για κοινωνικό μέρισμα ή για τα βλήματα.
Ασφαλώς και είναι η πολιτική αντίθεση και αντιπαράθεση. Είναι αποδοχή ή και κατασκευή/σκηνοθέτηση της σύγκρουσης Όμως εκείνο που κατορθώσαμε να ζήσουμε στην σύγχρονη Ελλάδα, σ’ όλα τα χρόνια από τον Μεσοπόλεμο και μέχρι τώρα, είναι η μετάπτωση από την αντίθεση ή και την σύγκρουση σε κάτι που πλησιάζει πια την εχθροπάθεια! Θα προτείναμε λοιπόν στους συζητητές της Βουλής να μεταβούν στο ρινγκ εξοπλισμένοι, πέραν του χαρτοπολέμου υπερ-απορρήτων ή αποχαρακτηρισμένων εγγράφων, αλλά και των γνώριμων πολιτικών στερεοτύπων Φωτός/Σκότους (και) με τα δυο πλέον πρόσφατα τευχίδια του «Δέκα + μια δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων» του Θανάση Διαμαντόπουλου.
Στο ιδιότυπο αυτό έργο κυλιόμενης διαφώτισης και αυτοσυνειδησίας της πολιτικής διαδρομής, όπως ξεκίνησε από την δεκαετία του 1910 και τον Διχασμό και φθάνει έως και τις ημέρες μας, επιχειρείται να δει και να συνειδητοποιήσει ο καθένας πόσο μπολιασμένοι είμαστε και ζούμε με την διαίρεση, με την απόρριψη του «απέναντι». Πώς διαμορφώθηκαν και συντηρούνται τα διχαστικά αντανακλαστικά. Στα δυο πιο πρόσφατα τεύχη αυτής της διαφωτιστικής ως προς την δύναμη του σκότους προσπάθειας του Διαμαντόπουλου, το πρώτο μιλάει για την τρομερή δεκαετία του 1940 – «της αδύνατης συνύπαρξης». Την δεκαετία όπου στην διχαστικότητα προστέθηκε όχι απλώς η ένταση και η βία, αλλά το αίμα. (Από δίπλα και η γεωπολιτική, το διεθνές πολιτικό περιβάλλον σε ακραία εκδοχή Φωτός και Σκότους, δε). Στους παραδοσιακούς Βενιζελικούς – Βασιλικούς ήρθε ως μετεξέλιξη και υποκατάστατο το ΕΑΜικοί/Κομμουνιστές – Εθνικόφρονες/Αντικομμουνιστές. Και αυτό, πλέον, μπόλιασε την Ελληνική πραγματικότητα με την κατάρα της μονόδρομης, σχεδόν θρησκευτικά αδιάλλακτης σκέψης. Ο συνδυασμός αυτός ήταν που, αληθινά, έκανε τότε αδύνατη την συνύπαρξη: όταν σε Γαλλίες και Ιταλίες επιχειρούνταν συμπορεύσεις, αλλά και γινόταν η σπορά μέλλοντος, σ’ εμάς «αλάτι ριχνόταν στα χωράφια» (όχι, δεν είναι του Διαμαντόπουλου η έκφραση, ήταν του μακαρίτη Ευάγγελου Αβέρωφ).
Το δεύτερο τεύχος, που καταπιάνεται με την δεκαετία του 1950, εκείνη της εύστοχα περιγραφόμενης ως «ασθαίνουσας δημοκρατίας», με την Κυβέρνηση Παπάγου και την ανάδειξη/άνοδο Κωνσταντίνου Καραμανλή, μετά τα αδιέξοδα Πλαστήρα και το σβήσιμο των Φιλελευθέρων, αφήνει να φανεί πόσο καθοριστικά είχε πλέον ριζώσει η διχαστικότητα κι όταν ακόμη έκλεισε ο κύκλος του Εμφυλίου. Τόσο, ώστε να μην ξαφνιάζει η ψηφίδα ιστορίας που καταθέτει στο επίμετρό του ο Γιάννης Μαρίνος: δηλαδή την αγνόηση τού ότι ο αναλαμβάνων την εξουσία από τον Βασιλιά Κ. Καραμανλής είχε θέσει ως προϋπόθεση την παύση των εκτελέσεων (ακόμη, μέσα δεκαετίες του΄50…) κομμουνιστών μετά από καταδίκες στρατοδικείων, σοκάροντας εξαιρετικά τα Ανάκτορα. Αυτή την ιστορική υποσημείωση, καμιά πλευρά – ούτε η Δεξιά, ούτε η Αριστερά – την κατέγραψε. Βλέπετε, «δεν ήταν πρέπον».
Εν αναμονή της αντιπαράθεσης στην Βουλή, λοιπόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου