ΕΛευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση
Tου pierre clastres
Συνεχίζουμε αναδημοσιεύοντας το 2ο από τα 3 μέρη του πονήματος του Pierre Clastres,όπως δημοσιεύτηκε στην ομώνυμη συλλογή δοκιμίων από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια
Όπως γράφει και ο Λιζό αναφερόμενος στους Γιανομάμι, οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι σαφώς κοινωνίες που αρνούνται την εργασία: “Η περιφρόνηση των Γιανομάμι για την εργασία και η αδιαφορία τους για μια αυτόνομη τεχνολογική πρόοδο είναι πέρα από κάθε αμφιβολία”. Πρώτες κοινωνίες του ελεύθερου χρόνου, πρώτες κοινωνίες της αφθονίας, σύμφωνα με τη σωστή και φιλοπαίγμονα έκφραση του M. Sahlins.
Εάν έχει κάποιο νόημα το εγχείρημα να συσταθεί μια οικονομική ανθρωπολογία των πρωτόγονων κοινωνιών ως αυτόνομος κλάδος, τούτο δεν μπορεί να συμβεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν μόνο την οικονομική ζωή αυτών των κοινωνιών, διότι τότε παραμένουμε προσκολλημένοι σε μια εθνολογία της περιγραφής, στην περιγραφή μιας μη αυτόνομης διάστασης της πρωτόγονης κοινωνικής ζωής. Αντίθετα μάλλον, όταν αυτή η διάσταση του “ολικού κοινωνικού γεγονότος” συγκροτείται ως αυτόνομη σφαίρα, τότε φαίνεται βάσιμη και η ιδέα μιας οικονομικής ανθρωπολογίας: όταν εξαφανίζεται η άρνηση της εργασίας, όταν η τάση για συσσώρευση υποκαθιστά την έννοια του ελεύθερου χρόνου, όταν με μια λέξη κάνει την εμφάνισή της στο κοινωνικό σώμα αυτή η εξωτερική βία που αναφέραμε προηγουμένως, αυτή η βία χωρίς την οποία οι άγριοι δεν θα απαρνιόταν τη σχόλη τους και η οποία καταστρέφει την κοινωνία ως πρωτόγονη κοινωνία: αυτή η βία είναι η δύναμη της καταπίεσης, η ικανότητα του καταναγκασμού, είναι η πολιτική εξουσία. Τότε όμως και η ανθρωπολογία παύει πλέον να είναι οικονομική, χάνει κατά κάποιον τρόπο το αντικείμενό της τη στιγμή ακριβώς που νομίζει πως το εγγίζει: η οικονομία γίνεται πολιτική.
Για τον άνθρωπο των πρωτόγονων κοινωνιών, η παραγωγική δραστηριότητα ρυθμίζεται επακριβώς και οροθετείται από τις ανάγκες που έχει να ικανοποιήσει, εννοείται δε ότι πρόκειται βασικά για ανάγκες ενέργειας: η παραγωγή περιορίζεται στην αναπλήρωση του δαπανημένου αποθέματος ενέργειας. Με άλλα λόγια, η ζωή ως φύση είναι εκείνη που -με εξαίρεση την παραγωγή όσων αγαθών καταναλώνονται κοινωνικά επ’ ευκαιρία των γιορτών – θεσπίζει και καθορίζει την ποσότητα του χρόνου, ο οποίος θα αφιερωθεί στην αναπαραγωγή της. Αυτό σημαίνει ότι, μόλις κατοχυρωθεί η σφαιρική ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών, τίποτε δεν θα μπορούσε να παρακινήσει την πρωτόγονη κοινωνία να επιθυμήσει περισσότερη παραγωγή, να αλλοτριώσει δηλαδή τον χρόνο της σε μια δουλειά χωρίς προορισμό, όταν αυτός ο χρόνος είναι διαθέσιμος για την αργία, το παιχνίδι, τον πόλεμο ή τη γιορτή. Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να μεταβληθεί αυτή η σχέση του πρωτόγονου ανθρώπου με την παραγωγική δραστηριότητα; Κάτω από ποιες προϋποθέσεις η δραστηριότητα αυτή θέτει κάτι άλλο ως στόχο της και όχι την ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών; Εδώ προκύπτει το ζήτημα της καταγωγής της εργασίας ως αλλοτριωμένης εργασίας.
Στην πρωτόγονη κοινωνία, κοινωνία φύσει εξισωτική, οι άνθρωποι είναι κύριοι της δραστηριότητάς τους, κύριοι της διακίνησης των προϊόντων αυτής της δραστηριότητας: δεν ενεργούν παρά για δικό τους λογαριασμό, ακόμη και όταν ο νόμος της ανταλλαγής διαμεσολαβεί στην άμεση σχέση του ανθρώπου με το προϊόν του. Τα πάντα συνεπώς αναστατώνονται όταν η παραγωγική δραστηριότητα παρεκκλίνει από τον αρχικό της στόχο, όταν, αντί να παράγει μόνο για τον εαυτό του, ο πρωτόγονος άνθρωπος παράγει και για τους άλλους, χωρίς ανταλλαγή και χωρίς αμοιβαιότητα. Τότε μόνο μπορούμε να μιλήσουμε για εργασία: όταν ο εξισωτικός κανόνας της ανταλλαγής παύει να συνιστά τον “αστικό κώδικα” της κοινωνίας, όταν η παραγωγική δραστηριότητα αποσκοπεί στην ικανοποίηση των αναγκών των άλλων, όταν ο κανόνας της ανταλλαγής αντικαθίσταται με τον τρόμο του χρέους. Σ’ αυτό το σημείο εγγράφεται, στην πραγματικότητα, η διαφορά ανάμεσα στον άγριο του Αμαζονίου και τον Ινδιάνο της αυτοκρατορίας των Ίνκας. Σε τελευταία ανάλυση, ο πρώτος παράγει για να ζήσει, ενώ ο δεύτερος εργάζεται και για να ζήσουν οι άλλοι, εκείνοι που δεν εργάζονται, οι αφέντες που του λένε: πρέπει να πληρώσεις ό,τι μας οφείλεις, πρέπει αιώνια να εξοφλείς το χρέος σου απέναντί μας.
Όταν στην πρωτόγονη κοινωνία, το οικονομικό μπορεί να ανιχνευθεί ως διακριτό και αυτόνομο πεδίο, όταν η παραγωγική δραστηριότητα γίνεται εργασία που αλλοτριώνεται, καταμετράτε και επιβάλλεται από εκείνους που πρόκειται να απολαύσουν τους καρπούς της, τότε σημαίνει ότι η κοινωνία δεν είναι πια πρωτόγονη, ότι έγινε κοινωνία διαιρεμένη σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε κύριους και υποτελείς, ότι έπαψε να εξορκίζει αυτό που προορίζεται να την εξολοθρεύσει: την εξουσία και τον σεβασμό της εξουσίας. Η μέγιστη διαίρεση της κοινωνίας, η διαίρεση που θεμελιώνει όλες τις άλλες, μαζί ασφαλώς και τον καταμερισμό της εργασίας, είναι η νέα κάθετη διάταξη ανάμεσα στη βάση και την κορυφή, είναι η μεγάλη πολιτική τομή ανάμεσα σε εκείνους που κατέχουν τη δύναμη, είτε πολεμική είναι αυτή είτε θρησκευτική, και σε εκείνους που υπόκεινται σ’ αυτή τη δύναμη. Η πολιτική σχέση εξουσίας προηγείται από την οικονομική σχέση εκμετάλλευσης και τη θεμελιώνει. Προτού να είναι οικονομική, η αλλοτρίωση είναι πολιτική, η εξουσία προπορεύεται της εργασίας, το οικονομικό είναι μια απόκλιση του πολιτικού, η έλευση του κράτους καθορίζει την εμφάνιση των τάξεων.
Ατέλεια, έλλειψη, ανολοκλήρωτο: η φύση των πρωτόγονων κοινωνιών δεν αποκαλύπτεται βέβαια σ’ αυτή την κατεύθυνση. Παρουσιάζεται πολύ περισσότερο ως θετικότητα, ως κυριαρχία πάνω στο φυσικό περιβάλλον και κυριαρχία πάνω στο κοινωνικό πρόσταγμα, ως ελεύθερη βούληση που δεν αφήνει να ξεγλιστρήσει έξω από το είναι της τίποτε που θα μπορούσε να την αλλοιώσει, να την φθείρει και να την διαλύσει. Σ’ αυτό ακριβώς πρέπει να επιμείνουμε με σταθερότητα: οι πρωτόγονες κοινωνίες δεν είναι τα καθυστερημένα έμβρυα μεταγενέστερων κοινωνιών, κοινωνικά σώματα που η “κανονική” τους ανάπτυξη διακόπηκε από κάποια παράξενη ασθένεια, δεν βρίσκονται στην αφετηρία μιας ιστορικής λογικής που οδηγεί κατευθείαν σε ένα τέρμα καταγραμμένο εκ των προτέρων, αλλά γνωστό μόνο εκ των υστέρων, το δικό μας κοινωνικό σύστημα. (Εάν ιστορία είναι αυτή η λογική, πώς μπορούν και υπάρχουν ακόμη πρωτόγονες κοινωνίες;) Στη σφαίρα της οικονομικής ζωής, όλα αυτά μεταφράζονται στην άρνηση των πρωτόγονων κοινωνιών να αφήσουν την εργασία και την παραγωγή να τις καταβροχθίσουν, στην απόφαση να περιορίσουν τα αποθέματα σύμφωνα με τις κοινωνικοπολιτικές ανάγκες, στην εγγενή αδυναμία του ανταγωνισμού -τι θα ωφελούσε, σε μια πρωτόγονη κοινωνία, να είσαι πλούσιος ανάμεσα σε φτωχούς;- κοντολογίς, στην απαγόρευση της ανισότητας, απαγόρευση που δεν διατυπώνεται σαφώς κι ωστόσο λέγεται.
Πώς γίνεται η οικονομία να μην είναι πολιτική στην πρωτόγονη κοινωνία; Είναι φανερό πως αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομία τους δεν λειτουργεί αυτόνομα. Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι, με την έννοια αυτή, οι πρωτόγονες κοινωνίες είναι κοινωνίες χωρίς οικονομία, αφού αρνούνται την οικονομία. Τότε όμως δεν θα πρέπει να ορίσουμε ως απουσία και το πολιτικό σ’ αυτές τις κοινωνίες; Δεν θα πρέπει να δεχθούμε ότι, εφ’ όσον πρόκειται για κοινωνίες “χωρίς νόμο και χωρίς βασιλιά”, στερούνται πολιτικού πεδίου; Και δεν θα ξαναπέφταμε έτσι στην κλασική πεπατημένη ενός εθνοκεντρισμού, για τον οποίο η έλλειψη σημαδεύει σε όλα τα επίπεδα τις διαφορετικές κοινωνίες;
Ας δούμε λοιπόν το ζήτημα του πολιτικού στις πρωτόγονες κοινωνίες. Δεν πρόκειται απλώς για ένα “ενδιαφέρον” πρόβλημα, για ένα θέμα που εναπόκειται στον στοχασμό των ειδικών και μόνο, διότι στην προκειμένη περίπτωση η εθνολογία προσλαμβάνει τις διαστάσεις μιας γενικής (προς κατασκευήν) θεωρίας της κοινωνίας και της ιστορίας. Η εξαιρετική ποικιλία των τύπων κοινωνικής οργάνωσης, η υπεραφθονία, μέσα στον χρόνο και τον χώρο, ανόμοιων κοινωνιών δεν εμποδίζουν παρ’ όλα αυτά τη δυνατότητα μιας τάξης μέσα στην ασυνέχεια, τη δυνατότητα μιας περιοριστικής αναγωγής αυτής της άπειρης πληθώρας διαφορών. Μιας πολύ γενικής αναγωγής, εφ’ όσον η ιστορία δεν μας προσφέρει στην πραγματικότητα παρά δύο μόνο τύπους κοινωνίας απολύτως μη αναγώγιμους ο ένας στον άλλο, δύο μακροτάξεις που καθεμιά τους περιλαμβάνει κοινωνίες οι οποίες, πέρα από τις διαφορές τους, έχουν κοινό κάτι το θεμελιώδες. Υπάρχουν αφ’ ενός οι πρωτόγονες κοινωνίες ή κοινωνίες χωρίς κράτος και αφ’ ετέρου οι κοινωνίες με κράτος. Η παρουσία ή η απουσία κρατικού σχηματισμού (ο οποίος επιδέχεται ποικίλες μορφές) είναι εκείνο που προσδίδει σε κάθε κοινωνία τον λογικό της τόπο και χαράζει μια γραμμή αναντίστρεπτης ασυνέχειας ανάμεσα στις κοινωνίες. Η εμφάνιση του κράτους διενήργησε τη μεγάλη τυπολογική διαίρεση ανάμεσα σε αγρίους και πολιτισμένους, δημιούργησε την ανεξάλειπτη τομή που πέραν αυτής όλα έχουν αλλάξει, γιατί ο Χρόνος γίνεται Ιστορία. Συχνά, και σωστά, έχουν εντοπίσει δύο επιταχύνσεις αποφασιστικές για τον ρυθμό της παγκόσμιας ιστορίας. Η κινητήρια δύναμη της πρώτης ήταν η λεγόμενη νεολιθική επανάσταση (εξημέρωση των ζώων, γεωργία, ανακάλυψη της υφαντικής και της αγγειοπλαστικής, συνακόλουθη μονιμοποίηση της εγκατάστασης των ανθρώπινων ομάδων κ.λπ). Εμείς ζούμε ακόμη και ολοένα περισσότερο (αν μπορούμε να το πούμε έτσι) στην παράταση της δεύτερης επιτάχυνσης, της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα.
Δεν υπάρχει φυσικά αμφιβολία ότι η νεολιθική τομή αναστάτωσε σημαντικά τις συνθήκες υλικής ύπαρξης των άλλοτε παλαιολιθικών λαών. Αυτή όμως η μετατροπή υπήρξε άραγε αρκετά θεμελιακή ώστε να επηρεάσει ως το απώτατο βάθος του το είναι των κοινωνιών; Μπορούμε να μιλήσουμε για διαφορετική λειτουργία των κοινωνικών συστημάτων, ανάλογα με το αν είναι προνεολιθικά ή μετανεολιθικά; Η εθνογραφική εμπειρία δείχνει μάλλον το αντίθετο. Η μετάβαση από τον νομαδισμό στη μόνιμη εγκατάσταση θεωρείται η πιο βαρύνουσα συνέπεια της νεολιθικής επανάστασης, στον βαθμό που επέτρεψε, με την συγκέντρωση ενός σταθεροποιημένου πληθυσμού, τον σχηματισμό πόλεων και, ακόμη παραπέρα, κρατικών μηχανών. Υποστηρίζοντας όμως αυτή τη θέση, αποφασίζουμε ότι κάθε τεχνοπολιτισμικό “πλέγμα” χωρίς γεωργία είναι κατ’ ανάγκη ταγμένο στον νομαδισμό. Συμπέρασμα εθνογραφικά ανακριβές: μια θηρευτική, αλιευτική και συλλεκτική οικονομία δεν απαιτεί υποχρεωτικά νομαδικό τρόπο ζωής. Πολυάριθμα παραδείγματα το πιστοποιούν, τόσο στην Αμερική όσο και αλλού: η απουσία γεωργίας είναι συμβατή με τη μόνιμη εγκατάσταση. Γεγονός που θα μας επέτρεπε να υποθέσουμε παρεμπιπτόντως ότι εάν ορισμένοι λαοί δεν απέκτησαν γεωργία, ενώ αυτή ήταν οικολογικά δυνατή, τούτο δεν συνέβη λόγω ανικανότητας, τεχνολογικής οπισθοδρόμησης ή πολιτισμικής κατωτερότητας, αλλά απλούστατα επειδή δεν την είχαν ανάγκη.
Η μετακολομβιανή ιστορία της Αμερικής εμφανίζει την περίπτωση πληθυσμών από μόνιμα εγκατεστημένους γεωργούς, οι οποίοι υπό την επήρεια μιας τεχνικής επανάστασης (όπως η απόκτηση του αλόγου και, δευτερευόντως, πυροβόλων όπλων) επέλεξαν να εγκαταλείψουν τη γεωργία για να αφοσιωθούν αποκλειστικά σχεδόν στο κυνήγι, η απόδοση του οποίου είχε πολλαπλασιαστεί με την δεκαπλάσια κινητικότητα που εξασφάλιζε το άλογο. Από τη στιγμή που οι φυλές των Πεδιάδων της Βορείου Αμερικής ή οι φυλέςς του Τσάκο στη Νότιο Αμερική ανέβηκαν στο άλογο, εντατικοποίησαν και επέκτειναν τις μετακινήσεις τους, ο τρόπος ζωής τους όμως απείχε πολύ από τον νομαδισμό, ο οποίος αποδίδεται γενικά στις ομάδες κυνηγών-τροφοσυλλεκτών (όπως οι Γκουαγιάκι της Παραγουάης) και η εγκατάλειψη της γεωργίας από τη μεριά τους δεν ακολουθήθηκε ούτε από δημογραφική διασπορά ούτε από μετατροπή της προηγούμενης κοινωνικής τους οργάνωσης.
Τι μας μαθαίνουν αυτές οι αντίστροφες κινήσεις; Από τη μια η κίνηση των περισσότερων κοινωνιών από το κυνήγι στη γεωργία και από την άλλη η κίνηση μερικών άλλων από τη γεωργία στο κυνήγι; Ότι φαίνεται να επιτελούνται χωρίς να αλλάζει τίποτα στη φύση της κοινωνίας, ότι η κοινωνία παραμένει όπως ήταν, όταν μεταβάλλονται μόνο οι όροι υλικής ύπαρξης, ότι η νεολιθική επανάσταση, ενώ επηρέασε σημαντικά την υλική ζωή των ανθρώπινων ομάδων της εποχής και αναμφισβήτητα τη διευκόλυνε, δεν συνεπιφέρει μηχανικά μια ανατροπή της κοινωνικής τάξης. Με άλλα λόγια, και σε ό,τι αφορά τις πρωτόγονες κοινωνίες, ηξ μεταβολή στο επίπεδο αυτού που ο μαρξισμός αποκαλεί οικονομική υποδομή δεν καθορίζει καθόλου τη συνεπαγόμενη αντανάκλαση του, το πολιτικό εποικοδόμημα, αφού αυτό φαίνεται να είναι ανεξάρτητο από την υλική του βάση. Η αμερικάνικη ήπειρος απεικονίζει ολοκάθαρα την αμοιβαία αυτονομία οικονομίας και κοινωνίας. Ομάδες κυνηγών-αλιέων-συλλεκτών, νομαδικές ή όχι, εμφανίζουν τα ίδια κοινωνικοπολιτικά χαρακτηριστικά με τους γειτονικούς τους, μόνιμα εγκατεστημένους, γεωργούς: “υποδομή” διαφορετική, “εποικοδόμημα” πανομοιότυπο. Αντίστροφα, οι μεσο-αμερικανικές κοινωνίες -κοινωνίες αυτοκρατορικές, κοινωνίες με κράτος- ήταν εξαρτημένες από μια γεωργία που, ναι μεν ήταν πιο εντατική από αλλού, ωστόσο, από τη σκοπιά του τεχνικούς της επιπέδου, ήταν πολύ παρόμοια με τη γεωργία των “άγριων” φυλών του Τροπικού Δάσους: “υποδομή” ταυτόσημη, “εποικοδόμημα” διαφορετικό, αφού στη μία περίπτωση πρόκειται για κοινωνίες χωρίς κράτος, ενώ στην άλλη για ολοκληρωμένα κράτη.
Επομένως, ο αποφασιστικός παράγοντας είναι η πολιτική τομή και όχι η οικονομική αλλαγή. Η αληθινή επανάσταση στην προϊστορία της ανθρωπότητας δεν είναι η νεολιθική, εφ’ όσον μπορεί κάλλιστα να αφήσει άθικτη την παλιά κοινωνική οργάνωση, είναι η πολιτική επανάσταση, είναι εκείνη η μυστηριώδης εμφάνιση, η αναντίστρεπτη, η θανάσιμη για τις πρωτόγονες κοινωνίες, εκείνο που γνωρίζουμε με το όνομα κράτος. Και αν θέλουμε να διατηρήσουμε τις μαρξιστικές αντιλήψεις περί υποδομής και εποικοδομήματος, τότε θα πρέπει ίσως να παραδεχθούμε ότι η υποδομή είναι το πολιτικό και το εποικοδόμημα το οικονομικό. Μόνο μια ανατροπή δομική, αβυσσαλέα, μπορεί να μεταμορφώσει την πρωτόγονη κοινωνία καταστρέφοντάς την ως τέτοια: εκείνη που προκαλεί την ανάδυση στους κόλπους της πρωτόγονης κοινωνίας ή στο εξωτερικό της, αυτού που η ίδια του η απουσία την προσδιορίζει, τους κύρους της ιεραρχίας, της σχέσης εξουσίας, της υποδούλωσης των ανθρώπων, του κράτους. Θα ήταν εντελώς μάταιο να αναζητήσουμε την προέλευση του φαινομένου σε μια υποθετική τροποποίηση των παραγωγικών σχέσεων στην πρωτόγονη κοινωνία, τροποποίηση η οποία, διαιρώντας σιγά σιγά την κοινωνία σε πλούσιους και φτωχούς, στους εκμεταλλευτές και τα θύματά τους, θα οδηγούσε μηχανικά στην εγκαθίδρυση ενός οργάνου άσκησης της εξουσίας των πρώτων πάνω στους δεύτερους, στη γέννηση δηλαδή του κράτους.
Μια τέτοια τροποποίηση της οικονομικής βάσης δεν είναι απλώς υποθετική, είναι αδύνατη. Προκειμένου το σύστημα παραγωγής μιας δεδομένης κοινωνίας να αλλάξει προς την κατεύθυνση μιας εντατικοποίησης της εργασίας, με στόχο μια αυξημένη παραγωγή αγαθών, πρέπει είτε οι άνθρωποι αυτής της κοινωνίας να επιθυμούν τη μετατροπή του παραδοσιακού τρόπου ζωής τους είτε να μην την επιθυμούν, αλλά να τους την υπαγορεύει μια εξωτερική βία. Στη δεύτερη περίπτωση, τίποτα δεν προέρχεται από την ίδια την κοινωνία που υφίσταται την επίθεση μιας εξωτερικής δύναμης, προς το συμφέρον της οποίας θα τροποποιηθεί το σύστημα παραγωγής: περισσότερη εργασία και παραγωγή για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των νέων κυρίων της εξουσίας. Η πολιτική καταπίεση καθορίζει, καλεί, επιτρέπει την εκμετάλλευση. Η επίκληση όμως ενός τέτοιου “σεναρίου” δεν εξυπηρετεί σε τίποτε, εφ’ όσον θέτει μια εξωτερική, τυχαία και άμεση προέλευση της κρατικής βίας και όχι την αργή πραγμάτωση των εσωτερικών, κοινωνικοοικονομικών όρων της εμφάνισής της.
Λέγεται ότι το κράτος είναι το όργανο που επιτρέπει στην κυρίαρχη τάξη να ασκεί τη βίαιη κυριαρχία της πάνω στις κυριαρχούμενες τάξεις. Έστω ότι είναι έτσι. Προκειμένου, λοιπόν, να εμφανισθεί το κράτος, θα πρέπει προηγουμένως η κοινωνία να έχει διαιρεθεί σε ανταγωνιστικές κοινωνικές τάξεις συνδεδεμένες με σχέσεις εκμετάλλευσης. Άρα, η δομή της κοινωνίας -η διαίρεση σε τάξεις- θα έπρεπε να προηγείται από την ανάκυψη της κρατικής μηχανής. Ας επισημάνουμε, παρεμπιπτόντως, το εύθραυστο αυτής της καθαρά εργαλειακής αντίληψης του κράτους. Εάν η κοινωνία είναι οργανωμένη από καταπιεστές ικανούς να εκμεταλλεύονται τους καταπιεζόμενους, αυτό συμβαίνει επειδή η συγκεκριμένη ικανότητα επιβολής της αλλοτρίωσης στηρίζεται στη χρήση μιας δύναμης, δηλαδή σ’ αυτό που συνιστά την ίδια την υπόσταση του κράτους, του “μονοπωλίου της νόμιμης φυσικής βίας”. Σε ποια αναγκαιότητα θα ανταποκρινόταν τότε η ύπαρξη του κράτους, αφού η ουσία του -η βία- είναι εμμενής στη διαίρεση της κοινωνίας, αφού το κράτος είναι, μ’ αυτή την έννοια, δεδομένο προκαταβολικά στην καταπίεση που μια κοινωνική ομάδα ασκεί πάνω στις άλλες; Δεν θα ήταν παρά το άχρηστο όργανο μιας λειτουργίας που θα είχε επιτελεσθεί πριν και αλλού.
Η σύνδεση της εμφάνισης της κρατικής μηχανής με τη μεταβολή της κοινωνικής δομής οδηγεί απλώς και μόνο στην αναβολή του προβλήματος αυτής της εμφάνισης. Διότι τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί συμβαίνει στους κόλπους μιας πρωτόγονης κοινωνίας, μιας μη διαιρεμένης δηλαδή κοινωνίας, η νέα κατανομή των ανθρώπων σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους. Ποια είναι η κινητήρια δύναμη αυτής της μέγιστης αλλαγής, που θα κορυφωνόταν με την εγκαθίδρυση του κράτους; Η εμφάνισή του θα επικύρωνε τη νομιμότητα μιας ιδιωτικής ιδιοκτησίας που θα είχε δημιουργηθεί προηγουμένως, το κράτος θα ήταν ο εκπρόσωπος και ο προστάτης των ιδιοκτητών. Θαυμάσια. Γιατί όμως να εμφανισθεί ιδιωτική ιδιοκτησία σ’ έναν τύπο κοινωνίας που αγνοεί την ιδιοκτησία, επειδή ακριβώς την αρνείται; Γιατί κάποιοι να θελήσουν να διακηρύξουν μια μέρα αυτό είναι δικό μου, και πώς οι υπόλοιποι θα άφηναν να μπει έτσι ο σπόρος αυτού που η πρωτόγονη κοινωνία αγνοεί; Ο σπόρος της αυταρχικότητας, της καταπίεσης, του κράτους; Όσα γνωρίζουμε τώρα για τις πρωτόγονες κοινωνίες δεν μας επιτρέπουν πια να αναζητούμε την καταγωγή του πολιτικού στο επίπεδο του οικονομικού. Το γενεαλογικό δέντρο του κράτους δεν έχει τις ρίζες του σ’ αυτό το έδαφος. Δεν υπάρχει τίποτε στην οικονομική λειτουργία μιας πρωτόγονης κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς κράτος, τίποτε που να επιτρέπει να εισαχθεί η διαφορά ανάμεσα σε πλουσιότερους και φτωχότερους, διότι κανείς σε μια τέτοια κοινωνία δεν αισθάνεται την αλλόκοτη επιθυμία να κάνει περισσότερα, να κατέχει περισσότερα, να φαίνεται περισσότερο από τον διπλανό του. Διαθέτουν όλοι την ίδια ικανότητα να ικανοποιούν τις υλικές τους ανάγκες και η ικανότητα αυτή, μαζί με την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών που εμποδίζει μόνιμα την ιδιωτική συσσώρευση αγαθών, απλούστατα καθιστούν αδύνατη την εκκόλαψη μιας παρόμοιας επιθυμίας, επιθυμίας κατοχής, η οποία στην πραγματικότητα είναι επιθυμία εξουσίας. Η πρωτόγονη κοινωνία, η πρώτη κοινωνία της αφθονίας, δεν αφήνει καμιά θέση για την επιθυμία της υπεραφθονίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου