Σελίδες

Κυριακή 8 Σεπτεμβρίου 2019

Οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης

analyst


Όπως είχε αναφέρει πριν από τέσσερα χρόνια ο πρόεδρος του γερμανικού DIW, υπάρχει σημαντικό έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων στη χώρα – αν και το μεγάλο «επενδυτικό κενό» κατά το ΔΝΤ αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει την εντύπωση ότι, το πρόβλημα θα επιλυθεί με τη μείωση των φόρων παρά το ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στη Γερμανία. Η βασική απορία εν προκειμένω είναι γιατί δεν επιστρέφουν οι καθαρές αποταμιεύσεις των Γερμανών στη χώρα τους και δεν μετατρέπονται εκεί σε ιδιωτικές επενδύσεις. Για να δοθεί απάντηση, απαιτείται η γνώση των βασικών ισοζυγίων (πληρωμών, τρεχουσών συναλλαγών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών) – ενώ το να περιμένει κανείς μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης μέσω ιδιωτικών επενδύσεων αλλά χωρίς την άνοδο της ζήτησης, είναι συνώνυμο με το άκρον άωτο της ανοησίας.   
.

Ανάλυση – Μακροοικονομική θεωρία

- του Βασίλη Βιλιάρδου
Τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας είναι ένα θέμα που απασχολεί συνεχώς τα ΜΜΕ – αν και η Ολλανδία έχει μεγαλύτερα, ως προς το ΑΕΠ της (10,8% το 2018), όπως επίσης η Ελβετία (10,2%). Εύλογα θα μπορούσε να πει κανείς, επειδή πρόκειται για μία μεγάλη οικονομία με ΑΕΠ της τάξης των 4 τρις $ (πηγή) – ενώ είναι φανερό πως προκαλούν ζημίες σε άλλα κράτη, αφού τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου.
Αν και η πλειοψηφία των οικονομολόγων τώρα δεν τα υπερασπίζεται τόσο έντονα, όσο πριν από μερικά χρόνια, οι απόψεις σχετικά με το εάν και πώς θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν, εξακολουθούν να είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους – κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι, δεν ερμηνεύεται η δημιουργία τους με τη βοήθεια της μακροοικονομίας (πηγή: Flasbek, Spieker).

Περαιτέρω, σε μία ενδιαφέρουσα ανάλυση του προέδρου του γερμανικού ινστιτούτου οικονομικής έρευνας (DIW) με τον τίτλο «Ο Trump έχει δίκιο όταν κατηγορεί τη Γερμανία για προστατευτισμό – Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας προκαλεί παγκόσμιες αδικίες και επενδυτικά κενά στο εσωτερικό της. Χρειαζόμαστε καινούργιες μεταρρυθμίσεις» (πηγή), διαβάζουμε τα εξής:
«Η Γερμανία είχε το 2018 πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ύψους 7,3% του ΑΕΠ της ή περισσότερα από 250 δις € – τα υψηλότερα σε απόλυτο μέγεθος παγκοσμίως. Τα χρήματα αυτά δεν δαπανήθηκαν από τις γερμανικές επιχειρήσεις, τους επενδυτές και τις τράπεζες στο εσωτερικό της, αλλά οδηγήθηκαν στο εξωτερικό…. Τα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας αποτελούν ένα είδος προστατευτισμού. Αντικατοπτρίζουν ένα τεράστιο έλλειμμα δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων (η άλλη όψη του νομίσματος), το οποίο προκαλείται από μία αποτυχημένη οικονομική και διαρθρωτική πολιτική».
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις του, ο πρόεδρος του DIW απαίτησε τη δρομολόγηση «διαρθρωτικών αλλαγών» στη Γερμανία, καθώς επίσης το τέλος της προστασίας ορισμένων κλάδων από τον ανταγωνισμό – θεωρώντας πως πρόκειται για ένα παρόμοιο είδος προστατευτισμού, όπως οι δασμοί που επέβαλλε ο πρόεδρος Trump στις εισαγωγές. Επί πλέον υπέδειξε τις συμβουλές του ΔΝΤ, σύμφωνα με τις οποίες τα εξής:
«Θα πρέπει να αλλάξει εντελώς το φορολογικό σύστημα της Γερμανίας, να φορολογηθούν με μεγαλύτερο συντελεστή τα περιουσιακά στοιχεία των Γερμανών, καθώς επίσης να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση των μεσαίων και κατώτερων εισοδηματικών τάξεων… Οι μεγάλες καθαρές αποταμιεύσεις των Γερμανών δεν έχουν αποδώσει τα τελευταία είκοσι χρόνια αλλά, αντίθετα, υπήρξαν μεγάλες ζημίες (πάνω από 700 δις €, ανάλυση)… Θα ήταν λοιπόν μία έξυπνη συμβουλή να επενδυθούν αυτά τα χρήματα εντός της Γερμανίας».
Συνεχίζοντας, εύλογα δημιουργείται η απορία γιατί αυτά τα χρήματα, τα πλεονάσματα δηλαδή, δεν επενδύονται στη Γερμανία – εάν δηλαδή οι Γερμανοί είναι τόσο ανόητοι, ώστε να μην μπορούν να υπολογίσουν σωστά ή εάν τους αρέσουν τα μεγάλα ρίσκα. Πόσο μάλλον όταν τους έχουν δοθεί μεγάλες φορολογικές ελαφρύνσεις – οπότε τυχόν ακόμη υψηλότερες μειώσεις των φόρων των επιχειρήσεων δεν θα βοηθούσαν στην προσέλκυση αυτών των χρημάτων στο εσωτερικό, για να κλείσει το «επενδυτικό κενό» που υπάρχει στη χώρα.
Όπως άλλωστε είχε αναφέρει πριν από τέσσερα χρόνια ο πρόεδρος του DIW, όταν ήταν επικεφαλής της επιτροπής των ειδικών για την ενίσχυση των επενδύσεων στη Γερμανία, υπάρχει μεγάλο έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων στη χώρα (σε υποδομές, σχολεία κλπ.) – αν και το μεγάλο «επενδυτικό κενό» κατά το ΔΝΤ αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει την εντύπωση ότι, το πρόβλημα θα επιλυθεί με τη μείωση των φόρων παρά το ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στη Γερμανία. Η βασική απορία εν προκειμένω είναι γιατί δεν επιστρέφουν οι καθαρές αποταμιεύσεις των Γερμανών στη χώρα τους και δεν μετατρέπονται εκεί σε ιδιωτικές επενδύσεις.
Η απάντηση στο ερώτημα έχει σχέση με την ερμηνεία του πώς δημιουργούνται οι καθαρές αποταμιεύσεις (=αφαιρουμένων των χρεών) στη Γερμανία – κάτι που είναι συνδεδεμένο με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Θα έπρεπε λοιπόν να ρωτήσει κανείς το εξής: «Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας είναι θετικό επειδή τοποθετούνται περισσότερα χρήματα εκ μέρους των Γερμανών επενδυτών στο εξωτερικό λόγω των πιο συμφερουσών προϋποθέσεων εκεί, από ότι των ξένων επενδυτών στη Γερμανία; Ή μήπως το ισοζύγιο είναι θετικό επειδή εξάγονται περισσότερα εμπορεύματα και υπηρεσίες από ότι εισάγονται, με αποτέλεσμα να χρεώνεται το εξωτερικό στη Γερμανία;».

Τα διαφορετικά εθνικά ισοζύγια

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα ξεκινήσουμε από το ισοζύγιο πληρωμών* που, σε αντίθεση με τον Ισολογισμό των επιχειρήσεων, δεν εμπεριέχει αριθμητικά μεγέθη, αλλά χρηματικές ροές – δηλαδή, όλες τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ του εσωτερικού μίας χώρας και του εξωτερικού, εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος. Υποδιαιρείται δε κυρίως (α) στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και (β) στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών.
(α) Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμπεριέχει κυρίως την αξία όλων των εμπορευμάτων και υπηρεσιών που αγοράζονται από ξένους στο εσωτερικό ή από κατοίκους του εσωτερικού στο εξωτερικό (εμπεριέχονται επί πλέον χρηματικές ροές, όσον αφορά την απόκτηση εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών που όμως δεν διαδραματίζουν κανένα σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία της δημιουργίας πλεονασμάτων που μας απασχολεί εδώ). Εάν το υπόλοιπο του είναι θετικό, τότε η χώρα έχει εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει – ενώ εάν είναι αρνητικό, οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές.
(β) Το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών απεικονίζει τις αλλαγές του «αποθέματος» απαιτήσεων και υποχρεώσεων μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών – δηλαδή όλες τις κεφαλαιακές ροές με το εξωτερικό. Απέναντι σε εκροές κεφαλαίων, υπάρχουν εισροές κεφαλαίων ακόμη και στους ίδιους τομείς – όπως είναι οι τοποθετήσεις σε αξιόγραφα ή οι απ’ ευθείας επενδύσεις. Εν τούτοις, το υπόλοιπο του ισοζυγίου χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι η αντανάκλαση του υπολοίπου του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εντός του ισοζυγίου πληρωμών.
Με απλά λόγια, το συνολικό ισοζύγιο είναι ισοσκελισμένο, επειδή καμία χώρα δεν μπορεί να ξοδέψει περισσότερα από όσα εισπράττει, χωρίς να δανεισθεί χρήματα. Ως εκ τούτου, τα υπόλοιπα των δύο επί μέρους ισοζυγίων, των υποδιαιρέσεων δηλαδή του ισοζυγίου πληρωμών, είναι πάντοτε ακριβώς τα ίδια: όπου ένα εξαγωγικό πλεόνασμα αγαθών και υπηρεσιών αντιστοιχεί πάντοτε σε μία καθαρή αύξηση του αποθέματος των απαιτήσεων του εσωτερικού απέναντι στο εξωτερικό και το αντίθετο.
Το ερώτημα που προκύπτει εν προκειμένω είναι εάν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κυριαρχεί επί του ισοζυγίου χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή το αντίθετο. Μόνο εάν απαντήσει κανείς στο συγκεκριμένο ερώτημα, είναι σε θέση να εξηγήσει αξιόπιστα τι θα πρέπει να κάνει η Πολιτική, για να περιορίσει ένα μη επιθυμητά υψηλό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να αναρωτηθούμε ως παράδειγμα, τι θα συνέβαινε με το γερμανικό ισοζύγιο πληρωμών, εάν μία μόνο γερμανική επιχείρηση πουλούσε ένα και μόνο αυτοκίνητο, σε μία μόνο χώρα της Ευρωζώνης, στην Ελλάδα – σε μία εισαγωγική επιχείρηση που δεν θα το πλήρωνε αμέσως, αλλά θα έπαιρνε ένα δάνειο σε ευρώ από την τράπεζα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, για να παραλάβει το αυτοκίνητο.
Εν προκειμένω, είναι φανερό πως η πώληση του αυτοκινήτου θα δημιουργούσε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας (επίσης στο εμπορικό που όμως είναι μέρος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), ακριβώς όση είναι η αξία του αυτοκινήτου – ενώ στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών θα διαπίστωνε κανείς πως η Γερμανία είχε εξάγει ένα κεφάλαιο στην Ελλάδα, στο ύψος της αξίας του αυτοκινήτου.
Όσον αφορά τώρα το δάνειο από την τράπεζα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, το οποίο είναι φανερό πως συνδέεται με την αγορά του αυτοκινήτου, αναφέρεται στις στατιστικές σαν να είχε αποφασίσει ένας Γερμανός να μεταφέρει χρήματα στο εξωτερικό, για οποιονδήποτε λόγο.
Στην παραπάνω λοιπόν περίπτωση είναι φανερό πως η αιτιώδης συνάφεια, η πράξη που κυριαρχεί καλύτερα, είναι αυτή που έχει σχέση με την πώληση του αυτοκινήτου, οπότε με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – επειδή το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών προσαρμόζεται αυτόματα στη ροή των αγαθών ή υπηρεσιών.
Όπως είχε αναφέρει πριν από τέσσερα χρόνια ο πρόεδρος του γερμανικού DIW, υπάρχει σημαντικό έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων στη χώρα – αν και το μεγάλο «επενδυτικό κενό» κατά το ΔΝΤ αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει την εντύπωση ότι, το πρόβλημα θα επιλυθεί με τη μείωση των φόρων παρά το ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στη Γερμανία. Η βασική απορία εν προκειμένω είναι γιατί δεν επιστρέφουν οι καθαρές αποταμιεύσεις των Γερμανών στη χώρα τους και δεν μετατρέπονται εκεί σε ιδιωτικές επενδύσεις. Για να δοθεί απάντηση, απαιτείται η γνώση των βασικών ισοζυγίων (πληρωμών, τρεχουσών συναλλαγών και χρηματοοικονομικών συναλλαγών) – ενώ το να περιμένει κανείς μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης μέσω ιδιωτικών επενδύσεων αλλά χωρίς την άνοδο της ζήτησης, είναι συνώνυμο με το άκρον άωτο της ανοησίας.   
.

Ανάλυση – Μακροοικονομική θεωρία

Τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας είναι ένα θέμα που απασχολεί συνεχώς τα ΜΜΕ – αν και η Ολλανδία έχει μεγαλύτερα, ως προς το ΑΕΠ της (10,8% το 2018), όπως επίσης η Ελβετία (10,2%). Εύλογα θα μπορούσε να πει κανείς, επειδή πρόκειται για μία μεγάλη οικονομία με ΑΕΠ της τάξης των 4 τρις $ (πηγή) – ενώ είναι φανερό πως προκαλούν ζημίες σε άλλα κράτη, αφού τα πλεονάσματα του ενός είναι ελλείμματα του άλλου.
Αν και η πλειοψηφία των οικονομολόγων τώρα δεν τα υπερασπίζεται τόσο έντονα, όσο πριν από μερικά χρόνια, οι απόψεις σχετικά με το εάν και πώς θα μπορούσαν ή θα έπρεπε να αντιμετωπισθούν, εξακολουθούν να είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους – κάτι που οφείλεται στο γεγονός ότι, δεν ερμηνεύεται η δημιουργία τους με τη βοήθεια της μακροοικονομίας (πηγή: Flasbek, Spieker).
Περαιτέρω, σε μία ενδιαφέρουσα ανάλυση του προέδρου του γερμανικού ινστιτούτου οικονομικής έρευνας (DIW) με τον τίτλο «Ο Trump έχει δίκιο όταν κατηγορεί τη Γερμανία για προστατευτισμό – Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας προκαλεί παγκόσμιες αδικίες και επενδυτικά κενά στο εσωτερικό της. Χρειαζόμαστε καινούργιες μεταρρυθμίσεις» (πηγή), διαβάζουμε τα εξής:
«Η Γερμανία είχε το 2018 πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ύψους 7,3% του ΑΕΠ της ή περισσότερα από 250 δις € – τα υψηλότερα σε απόλυτο μέγεθος παγκοσμίως. Τα χρήματα αυτά δεν δαπανήθηκαν από τις γερμανικές επιχειρήσεις, τους επενδυτές και τις τράπεζες στο εσωτερικό της, αλλά οδηγήθηκαν στο εξωτερικό…. Τα τεράστια πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας αποτελούν ένα είδος προστατευτισμού. Αντικατοπτρίζουν ένα τεράστιο έλλειμμα δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων (η άλλη όψη του νομίσματος), το οποίο προκαλείται από μία αποτυχημένη οικονομική και διαρθρωτική πολιτική».
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις του, ο πρόεδρος του DIW απαίτησε τη δρομολόγηση «διαρθρωτικών αλλαγών» στη Γερμανία, καθώς επίσης το τέλος της προστασίας ορισμένων κλάδων από τον ανταγωνισμό – θεωρώντας πως πρόκειται για ένα παρόμοιο είδος προστατευτισμού, όπως οι δασμοί που επέβαλλε ο πρόεδρος Trump στις εισαγωγές. Επί πλέον υπέδειξε τις συμβουλές του ΔΝΤ, σύμφωνα με τις οποίες τα εξής:
«Θα πρέπει να αλλάξει εντελώς το φορολογικό σύστημα της Γερμανίας, να φορολογηθούν με μεγαλύτερο συντελεστή τα περιουσιακά στοιχεία των Γερμανών, καθώς επίσης να μειωθεί η φορολογική επιβάρυνση των μεσαίων και κατώτερων εισοδηματικών τάξεων… Οι μεγάλες καθαρές αποταμιεύσεις των Γερμανών δεν έχουν αποδώσει τα τελευταία είκοσι χρόνια αλλά, αντίθετα, υπήρξαν μεγάλες ζημίες (πάνω από 700 δις €, ανάλυση)… Θα ήταν λοιπόν μία έξυπνη συμβουλή να επενδυθούν αυτά τα χρήματα εντός της Γερμανίας».
Συνεχίζοντας, εύλογα δημιουργείται η απορία γιατί αυτά τα χρήματα, τα πλεονάσματα δηλαδή, δεν επενδύονται στη Γερμανία – εάν δηλαδή οι Γερμανοί είναι τόσο ανόητοι, ώστε να μην μπορούν να υπολογίσουν σωστά ή εάν τους αρέσουν τα μεγάλα ρίσκα. Πόσο μάλλον όταν τους έχουν δοθεί μεγάλες φορολογικές ελαφρύνσεις – οπότε τυχόν ακόμη υψηλότερες μειώσεις των φόρων των επιχειρήσεων δεν θα βοηθούσαν στην προσέλκυση αυτών των χρημάτων στο εσωτερικό, για να κλείσει το «επενδυτικό κενό» που υπάρχει στη χώρα.
Όπως άλλωστε είχε αναφέρει πριν από τέσσερα χρόνια ο πρόεδρος του DIW, όταν ήταν επικεφαλής της επιτροπής των ειδικών για την ενίσχυση των επενδύσεων στη Γερμανία, υπάρχει μεγάλο έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων στη χώρα (σε υποδομές, σχολεία κλπ.) – αν και το μεγάλο «επενδυτικό κενό» κατά το ΔΝΤ αφορά τις ιδιωτικές επενδύσεις, όπως συμβαίνει και στην Ελλάδα, όπου η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει την εντύπωση ότι, το πρόβλημα θα επιλυθεί με τη μείωση των φόρων παρά το ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο στη Γερμανία. Η βασική απορία εν προκειμένω είναι γιατί δεν επιστρέφουν οι καθαρές αποταμιεύσεις των Γερμανών στη χώρα τους και δεν μετατρέπονται εκεί σε ιδιωτικές επενδύσεις.
Η απάντηση στο ερώτημα έχει σχέση με την ερμηνεία του πώς δημιουργούνται οι καθαρές αποταμιεύσεις (=αφαιρουμένων των χρεών) στη Γερμανία – κάτι που είναι συνδεδεμένο με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Θα έπρεπε λοιπόν να ρωτήσει κανείς το εξής: «Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας είναι θετικό επειδή τοποθετούνται περισσότερα χρήματα εκ μέρους των Γερμανών επενδυτών στο εξωτερικό λόγω των πιο συμφερουσών προϋποθέσεων εκεί, από ότι των ξένων επενδυτών στη Γερμανία; Ή μήπως το ισοζύγιο είναι θετικό επειδή εξάγονται περισσότερα εμπορεύματα και υπηρεσίες από ότι εισάγονται, με αποτέλεσμα να χρεώνεται το εξωτερικό στη Γερμανία;».

Τα διαφορετικά εθνικά ισοζύγια

Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα ξεκινήσουμε από το ισοζύγιο πληρωμών* που, σε αντίθεση με τον Ισολογισμό των επιχειρήσεων, δεν εμπεριέχει αριθμητικά μεγέθη, αλλά χρηματικές ροές – δηλαδή, όλες τις οικονομικές συναλλαγές μεταξύ του εσωτερικού μίας χώρας και του εξωτερικού, εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος. Υποδιαιρείται δε κυρίως (α) στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και (β) στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών.
(α) Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμπεριέχει κυρίως την αξία όλων των εμπορευμάτων και υπηρεσιών που αγοράζονται από ξένους στο εσωτερικό ή από κατοίκους του εσωτερικού στο εξωτερικό (εμπεριέχονται επί πλέον χρηματικές ροές, όσον αφορά την απόκτηση εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών που όμως δεν διαδραματίζουν κανένα σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία της δημιουργίας πλεονασμάτων που μας απασχολεί εδώ). Εάν το υπόλοιπο του είναι θετικό, τότε η χώρα έχει εξάγει περισσότερα από όσα εισάγει – ενώ εάν είναι αρνητικό, οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές.
(β) Το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών απεικονίζει τις αλλαγές του «αποθέματος» απαιτήσεων και υποχρεώσεων μεταξύ ημεδαπών και αλλοδαπών – δηλαδή όλες τις κεφαλαιακές ροές με το εξωτερικό. Απέναντι σε εκροές κεφαλαίων, υπάρχουν εισροές κεφαλαίων ακόμη και στους ίδιους τομείς – όπως είναι οι τοποθετήσεις σε αξιόγραφα ή οι απ’ ευθείας επενδύσεις. Εν τούτοις, το υπόλοιπο του ισοζυγίου χρηματοοικονομικών συναλλαγών είναι η αντανάκλαση του υπολοίπου του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εντός του ισοζυγίου πληρωμών.
Με απλά λόγια, το συνολικό ισοζύγιο είναι ισοσκελισμένο, επειδή καμία χώρα δεν μπορεί να ξοδέψει περισσότερα από όσα εισπράττει, χωρίς να δανεισθεί χρήματα. Ως εκ τούτου, τα υπόλοιπα των δύο επί μέρους ισοζυγίων, των υποδιαιρέσεων δηλαδή του ισοζυγίου πληρωμών, είναι πάντοτε ακριβώς τα ίδια: όπου ένα εξαγωγικό πλεόνασμα αγαθών και υπηρεσιών αντιστοιχεί πάντοτε σε μία καθαρή αύξηση του αποθέματος των απαιτήσεων του εσωτερικού απέναντι στο εξωτερικό και το αντίθετο.
Το ερώτημα που προκύπτει εν προκειμένω είναι εάν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κυριαρχεί επί του ισοζυγίου χρηματοοικονομικών συναλλαγών ή το αντίθετο. Μόνο εάν απαντήσει κανείς στο συγκεκριμένο ερώτημα, είναι σε θέση να εξηγήσει αξιόπιστα τι θα πρέπει να κάνει η Πολιτική, για να περιορίσει ένα μη επιθυμητά υψηλό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Στα πλαίσια αυτά, οφείλουμε να αναρωτηθούμε ως παράδειγμα, τι θα συνέβαινε με το γερμανικό ισοζύγιο πληρωμών, εάν μία μόνο γερμανική επιχείρηση πουλούσε ένα και μόνο αυτοκίνητο, σε μία μόνο χώρα της Ευρωζώνης, στην Ελλάδα – σε μία εισαγωγική επιχείρηση που δεν θα το πλήρωνε αμέσως, αλλά θα έπαιρνε ένα δάνειο σε ευρώ από την τράπεζα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, για να παραλάβει το αυτοκίνητο.
Εν προκειμένω, είναι φανερό πως η πώληση του αυτοκινήτου θα δημιουργούσε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας (επίσης στο εμπορικό που όμως είναι μέρος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών), ακριβώς όση είναι η αξία του αυτοκινήτου – ενώ στο ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών θα διαπίστωνε κανείς πως η Γερμανία είχε εξάγει ένα κεφάλαιο στην Ελλάδα, στο ύψος της αξίας του αυτοκινήτου.
Όσον αφορά τώρα το δάνειο από την τράπεζα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, το οποίο είναι φανερό πως συνδέεται με την αγορά του αυτοκινήτου, αναφέρεται στις στατιστικές σαν να είχε αποφασίσει ένας Γερμανός να μεταφέρει χρήματα στο εξωτερικό, για οποιονδήποτε λόγο.
Στην παραπάνω λοιπόν περίπτωση είναι φανερό πως η αιτιώδης συνάφεια, η πράξη που κυριαρχεί καλύτερα, είναι αυτή που έχει σχέση με την πώληση του αυτοκινήτου, οπότε με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – επειδή το ισοζύγιο χρηματοοικονομικών συναλλαγών προσαρμόζεται αυτόματα στη ροή των αγαθών ή υπηρεσιών.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου