Σελίδες

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Η ιδεολογική χρήση της έννοιας της εθνικής ανταγωνιστικότητας


του Κώστα Μελά
Επειδή η Γερμανική Κυβέρνηση επαναφέρει στην πρότασή της την έννοια της Εθνικής Ανταγωνιστικότητας μέσω του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας καλό είναι να ειπωθούν ορισμένα ζητήματα που αφορούν στη συγκεκριμένη έννοια και στον τρόπο που αυτή χρησιμοποιείται στο σημερινό λεξιλόγιο των οικονομολόγων και των πολιτικών.
Η ανταγωνιστικότητα είναι η λέξη σύνθημα της εποχής μας. Ίσως είναι μαζί με την παγκοσμιοποίηση η πλέον πολυχρησιμοποιούμενη λέξη στο λεξιλόγιο των πολιτικών, των οικονομολόγων και των δημοσιογράφων. Αποτελεί χωρίς αμφιβολία το καινούργιο «ιδεολόγημα» των κυρίαρχων ελίτ στη σύγχρονη ιστορική φάση που περνάει η ανθρωπότητα.
Μια από τις λειτουργίες του κάθε μύθου είναι να εξηγήσει ή να ερμηνεύσει μια ορισμένη κατάσταση ή ένα σύνολο γεγονότων, προσδίδοντάς τους ένα φαινομενικά κοινωνικό ή ιστορικό περιεχόμενο. Αυτό το περιεχόμενο χρησιμοποιείται συνειδητά ή ασυνείδητα ως υποκατάστατο της πραγματικής ιστορίας και έτσι αφαιρεί από μια τέτοια κατάσταση τη γνώση των υλικών συνθηκών της γέννησής της.

Σε τι συνίσταται όμως ο μύθος της «ανταγωνιστικότητας»; 


Μέχρι και τις αρχές του 1990 η ανταγωνιστικότητα ήταν μια οικονομική έννοια που χρησιμοποιούταν κυρίως για να περιγράψει την ικανότητα των επιχειρήσεων να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες που υπάρχουν εγγενώς σε μια καπιταλιστική αγορά και να καταφέρουν να επιτύχουν τους στόχους που ή κάθε μία έθετε. Ο πρώτος και βασικός στόχος όλων των επιχειρήσεων ήταν να καταφέρουν να επιβιώνουν μακροχρονίως, αναπαράγοντας σε διευρυμένη φάση τις συνθήκες αναπαραγωγής τους και παραλλήλως να λειτουργούν με αποτελεσματικότητα, είτε αυτή εκφράζεται με αύξηση των κερδών ή του μεριδίου της αγοράς, ή και των δύο μαζί. 

Η ανταγωνιστικότητα αφορούσε στις επιχειρήσεις ή επιχειρηματικούς κλάδους που δραστηριοποιούνταν στην εγχώρια αγορά, συμπεριλαμβανομένων και των εισαγωγικών επιχειρήσεων, όσο και στη διεθνή αγορά, για όσες από αυτές πραγματοποιούσαν πωλήσεις στο εξωτερικό και ήσαν αναγκασμένες να αντιμετωπίζουν αντίστοιχες ξένες επιχειρήσεις.

Στην καπιταλιστική αγορά υπάρχει ένα αδιάψευστο κριτήριο που αφορά στη δυνατότητα επιβίωσής τους: τα κέρδη τους. Η συσσώρευση ζημιών από μια επιχείρηση σε συνεχείς διαχειριστικές χρήσεις οδηγεί τελικά στο κλείσιμο της επιχείρησης. Η ύπαρξη κερδών συνεπώς αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη επιβίωσης μιας επιχείρησης. Βασικός παράγοντας για την ύπαρξη κερδών είναι η επιχείρηση να παράγει αποτελεσματικά. Με άλλα λόγια αυτό σημαίνει να έχει η επιχείρηση υψηλή παραγωγικότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες ομοειδείς επιχειρήσεις. 

Η παραγωγικότητα (το μοναδιαίο κόστος παραγωγής της επιχείρησης ) συν το ποσοστό κέρδους, που καθορίζει η επιχείρηση ή το ποσοστό κέρδους που καθορίζουν οι επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, προσδιορίζουν την τιμή πώλησης της μονάδας του προϊόντος στην εγχώρια αγορά και συνεπώς την εγχώρια παραγωγικότητα της επιχείρησης
Παράλληλα και για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις πρέπει να συμβαίνει ακριβώς το ίδιο και επιπροσθέτως, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και η συναλλαγματική ισοτιμία του εγχωρίου νομίσματος με το νομίσματα των χωρών, όπου η δεδομένη επιχείρηση επιθυμεί να πραγματοποιήσει τις εξαγωγές της. 

Βλέπουμε λοιπόν ότι η διεθνής ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης ουσιαστικά προσδιορίζεται από την παραγωγικότητά της, το ποσοστό κέρδους και τη συναλλαγματική ισοτιμία του εγχωρίου νομίσματος σε σχέση με το νόμισμα της χώρας εισαγωγής του προϊόντος.

Γίνεται ευθέως κατανοητό ότι ο βασικός και κύριος παράγοντας προσδιορισμού της ανταγωνιστικότητας μιας επιχείρησης είναι η παραγωγικότητά της. Οι άλλοι δύο παράγοντες μόνο βραχυπροθέσμως και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις μπορούν να συμβάλλουν στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980,
στο πλαίσιο της ιδεολογικής οπτικής του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης, από τη μεριά των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών ελίτ προτάθηκε η επέκταση της έννοιας της ανταγωνιστικότητας και στο επίπεδο των εθνικών χωρών. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή η έννοια της ανταγωνιστικότητας έχει την ίδια σημασία στο επίπεδο μιας χώρας καθώς και στο επίπεδο της επιχείρησης. 

Η αρχή μπορούμε να πούμε έγινε επισήμως το 1985, όταν η Επιτροπή για τη Βιομηχανική Ανταγωνιστικότητα στις ΗΠΑ, στην Έκθεσή της προς τον Πρόεδρο, ορίζει την ανταγωνιστικότητα ως «το μέγεθος της ικανότητας της χώρας να παράγει –σε συνθήκες ελευθέρου και χωρίς διακρίσεις ανταγωνισμού– αγαθά και υπηρεσίες που αντιμετωπίζουν επιτυχώς τις απαιτήσεις των διεθνών αγορών, ενώ ταυτόχρονα τα πραγματικά εισοδήματα των πολιτών της να αυξάνονται». Και συνεχίζει «…η ανταγωνιστικότητα σε εθνικό επίπεδο βασίζεται στην υπέρτερη παραγωγικότητα και πιο συγκεκριμένα στην ικανότητα της οικονομίας να μετατοπίζει την παραγωγή της προς δραστηριότητες υψηλής παραγωγικότητας, που με τη σειρά τους μπορούν να δημιουργήσουν υψηλούς πραγματικούς μισθούς».

Ειδικότερα η Έκθεση δίνει έμφαση στο ότι η ανταγωνιστικότητα «δεν είναι ένα απλό μέτρο της ικανότητας μιας χώρας να πουλάει τα προϊόντα της στο εξωτερικό και να διατηρεί τη ισορροπία του εμπορικού της ισοζυγίου, αλλά συνδέεται με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου, με τη διεύρυνση των ευκαιριών για απασχόλησηκαι με την ικανότητα της χώρας να τηρεί τις διεθνείς της υποχρεώσεις». 

Την ίδια χρονιά (1985), το Harvard Business School διοργανώνει ένα συμπόσιο με θέμα την Αμερικανική Ανταγωνιστικότητα στην Παγκόσμια οικονομία. Κατά την διάρκεια του συμποσίου, η ανταγωνιστικότητα ορίζεται με τον ίδιο πανομοιότυπο τρόπο. Την δεκαετία του 1990 δύο αμερικανοί καθηγητές, ο Robert Reich και η Laura D’Andrea Tyson, γνωστοί για τις υψηλόβαθμες κυβερνητικές θέσεις που κατείχαν κατά την διάρκεια της πρώτης προεδρικής θητείας του Bill Clinton, εμμένουν στη συσχέτιση της ανταγωνιστικότητας με τη διατήρηση ενός αυξανόμενου βιοτικού επιπέδου. Το 1994 ο ίδιος ο πρόεδρος Bill Clinton σε ομιλία του υιοθετεί τις απόψεις αυτές, λέγοντας επιπλέον στην προσπάθειά του να δώσει έμφαση ότι «κάθε έθνος σαν μεγάλη επιχείρηση ανταγωνίζεται στην παγκόσμια αγορά». Η άποψη από ακαδημαϊκή μετατρέπεται σε κυρίαρχο δόγμα. Τώρα πρέπει να υιοθετηθεί από τους πολυμερείς οργανισμούς που υποβαστάζουν το παρόν καθεστώς. Έτσι αμέσως μετά υιοθετείται από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ. Τη συνέχεια αναλαμβάνουν τα ΜΜΕ και τα ακαδημαϊκά κατεστημένα στο όνομα της κυρίαρχης ακαδημαϊκής κοινότητας.

Η ερμηνεία αυτή είναι οργανικά ενταγμένη στην λογική του νεοφιλελεύθερου οικονομικού υποδείγματος, σύμφωνα με την οποία η απελευθέρωση των αγορών αποτελεί το φυσικό περιβάλλοντα χώρο της ανθρώπινης δράσης και όπου όλα τα «υποκείμενα», ατομικά ή θεσμικά, διέπονται από τους αδήριτους νόμους της καπιταλιστικής αγοράς και ως εκ τούτου μεθοδολογικά θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σύμφωνα με τα γνωστά χαρακτηριστικά του homo economicus. 

Ένα από τα βασικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης αλλά και της νεοφιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας, ώστε να προβληθεί η εικόνα ενός ομογενοποιημένου κόσμου, είναι το ζήτημα των εθνικών κρατών

Η υπέρβαση των εθνικών κρατών ως των βασικών παικτών στο διεθνές περιβάλλον καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας των απανταχού υποστηρικτών των απόψεων αυτών. Ίσως όμως το επιχείρημα που εξαπλώθηκε ευρέως και αποτελεί την αιχμή του δόρατος αυτής της επιχειρηματολογίας, είναι ότι τα εθνικά κράτη, στην παρούσα φάση της νέας διεθνοποίησης του κεφαλαίου, δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από οικονομικούς μηχανισμούς, κάτι σαν τις μεγάλες ανώνυμες πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίοι καλούνται να ανταγωνιστούν στο διεθνή οικονομικό στίβο, όπως ακριβώς η General Motors με την Fiat, ή Coca-Cola με την Pepsi. Με τον τρόπο αυτό κάθε εθνικό κράτος «αποστερείται» εμμέσως πλην σαφώς από τις αρμοδιότητες, τις υποχρεώσεις και τις εξουσίες που μέχρι σήμερα κατείχε, ενώ αναδεικνύονται μόνο οι οικονομικές υποχρεώσεις του, οι οποίες μάλιστα καθορίζονται ασφυκτικά από το διεθνές περιβάλλον όπως αυτό βεβαίως προσδιορίζεται και ερμηνεύεται από τις βουλήσεις των κυρίαρχων πολιτικών και οικονομικών ελίτ του πλανήτη.

Μπορούμε χαρακτηριστικά να αναφέρουμε τις απόψεις του ΟΟΣΑ για την ανταγωνιστικότητα προς επίρρωση των παραπάνω. Σύμφωνα με τον οργανισμό η πολιτική για την ανταγωνιστικότητα αναφέρεται σε μια προσπάθεια για την αύξηση της αποδοτικότητας της προσφοράς μιας οικονομίας, σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης των αγορών προϊόντων, κεφαλαίου, εργασίας και τεχνογνωσίας. Τα βασικά εργαλεία της πολιτικής για την ανταγωνιστικότητα είναι οι μικροοικονομικές μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς, οι οποίες προωθούν όχι μόνον τη δημιουργία δομών αγοράς που ευνοούν την επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά και τη δημιουργία θεσμών που ενισχύουν τις παραγωγικές ικανότητες μιας οικονομίας. 

Απαιτείται συλλογική προσπάθεια για τη βελτίωση της επίδοσης κάθε εθνικού παραγωγικού συστήματος χωριστά. Οι προτεινόμενες προτεραιότητες σε μια πολιτική που προωθεί την ανταγωνιστικότητα πρέπει να οδηγούν σε δράσεις που έχουν τέσσερις κυρίους στόχους: 
  • την ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής
  • την αύξηση της παραγωγικότητας
  • τη διευκόλυνση του ανοίγματος των αγορών 
  • την ενδυνάμωση των υποδομών 
Γίνεται απολύτως φανερό ότι η χρήση της έννοιας της ανταγωνιστικότητας σε εθνικό επίπεδο, έρχεται να καλύψει χώρους που δεν της ανήκουν και οι οποίοι αφορούν στον τομέα της οικονομικής ανάπτυξης και της οικονομικής πολιτικής. Η χρησιμοποίηση της έννοιας της ανταγωνιστικότητας υποκρύπτει αφενός ιδεολογική φόρτιση, δεδομένου ότι επιχειρεί μια τεχνητή ομογενοποίηση των εθνικών οικονομιών με σαφή καθορισμένα εκ των προτέρων ιδεολογικά κριτήρια, ενώ παράλληλα αποδεικνύεται χωρίς επιστημονική βάση αν το ζήτημα μελετηθεί με στοιχειώδη συστηματικό τρόπο. Ας δούμε γιατί:

 Α) Τα κράτη δεν είναι επιχειρήσεις.

Ακούγεται εξωφρενικό ακόμα και να υπονοείται μια τέτοια τερατώδης άποψη. Τα κράτη ακόμα και όταν παρουσιάζονται έντονα οικονομικά προβλήματα δεν αποσύρονται, δεν κατεβάζουν ρολά. Μπορεί να είναι ή να μην είναι ικανοποιημένες από την επίδοσή τους, αλλά δεν έχουν προσδιορισμένο κατώτατο όριο, όπως οι επιχειρήσεις. Ως αποτέλεσμα η έννοια της εθνικής ανταγωνιστικότητας δεν μπορεί να καθοριστεί. 

Τα κράτη παράλληλα δεν ανταγωνίζονται, αυτές που ανταγωνίζονται είναι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην επικράτειά του με τις αντίστοιχες που δραστηριοποιούνται εκείθεν της επικράτειάς του. Τα εθνικά κράτη ασκούν πολιτικές υποστήριξης και βοήθειας των εγχωρίων επιχειρήσεων σε σχέση με το διεθνή ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν. Τα εθνικά κράτη, αν συνεχίζουν να είναι τα κύρια θεσμικά υποκείμενα που δρουν στο σημερινό πλανητικό περιβάλλον, επιδιώκουν να αποσπάσουν μερίδιο ισχύος, πράγμα που είναι μια πολυδιάστατη διαδικασία, εντελώς διαφορετική από αυτή που υποστηρίζει η μονοδιάστατη οικονομιστική προσέγγιση.

Β) Σε κάθε οικονομία υπάρχουν in general δύο τομείς

Ο ένας τομέας παραγωγής μη-εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, χωρίς απολύτως καμία σχέση με τις διεθνείς συναλλαγές της χώρας και ένας τομέας που παράγει διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα αφορά μόνο όσες επιχειρήσεις παράγουν τα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα. Δηλαδή αφορά μόνο στις επιχειρήσεις που εξάγουν. Δηλαδή οι όποιες επιπτώσεις θα υπάρξουν από την πλευρά της ανταγωνιστικότητας, αφορούν μόνο κατά το ποσοστό που οι εξαγωγές επιδρούν στον προσδιορισμό του ΑΕΠ.

Μπορούμε να το εξηγήσουμε με αναλυτικότερο τρόπο:

Το παραγόμενο ΑΕΠ σε κάθε χώρα προσδιορίζεται (από τη μεριά της δαπάνης) σύμφωνα με τη γνωστή εξίσωση:

Y = C + I + X – M

Όπου Y = το παραγόμενο προϊόν, C = η κατανάλωση, I = η επένδυση X= οι εξαγωγές και M = οι εισαγωγές της δεδομένης χώρας.

Η αναπαραγωγή του προϊόντος εξαρτάται επομένως αθροιστικά από τα μεγέθη C,I,X και αφαιρετικά από το μέγεθος M. Είναι γνωστό ότι η κατανάλωση είναι το μεγαλύτερο μέγεθος προσδιορισμού του προϊόντος, κυμαινόμενο σε διάφορες οικονομίες από 50% έως και 80%. Το μέγεθος αυτό πραγματώνεται εντός της χώρας και δεν έχει καμία σχέση με την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Το ίδιο και το μέγεθος των επενδύσεων, το οποίο προσδιορίζει από 10% έως 15% του ΑΕΠ. 

Οι εξαγωγές, οι οποίες εξαρτώνται από την ανταγωνιστικότητα, είναι ένα μικρότερο ποσοστό, που κυμαίνεται σε διάφορες χώρες από 10% έως και 30%. 

Επομένως η ανταγωνιστικότητα αφορά πολύ μικρό τμήμα από το απαραίτητο για την αναπαραγωγή του προϊόντος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι για κάθε χώρα το σημαντικό για την οικονομική της ευημερία είναι οι εισαγωγές της, δεδομένου ότι με αυτές καλύπτονται οι ανάγκες της. Οι εξαγωγές χρειάζονται για να υπάρχουν οι συναλλαγματικοί πόροι ώστε να μπορούν να πληρώνονται οι εισαγωγές.

Γ) Όπως έχουμε σημειώσει το μέγεθος της ανταγωνιστικότητας στην ουσία είναι το μέγεθος της παραγωγικότητας μετατρεπόμενο σε μονάδες ξένου νομίσματος μέσω της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Η αύξηση επομένως της παραγωγικότητας είναι ο παράγοντας εκείνος που αυξάνει τον πλούτο μιας χώρας και την ευημερία των κατοίκων της. 

Τι θα συμβεί σε μια χώρα της οποίας η παραγωγικότητα είναι χαμηλότερη από τις αντίστοιχες παραγωγικότητες με τις οποίες διατηρεί εμπορικές σχέσεις; Η κοινή απάντηση θα είναι ότι θα υπάρξουν προβλήματα. Εάν δεν είναι σε τίποτε καλύτερη δεν θα μπορεί να πωλήσει τίποτε στο εξωτερικό. 

Τίποτε το πιο αναληθές. Πρώτον τη σωστή απάντηση δίνει το θεώρημα του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Δεύτερον η χαμηλή παραγωγικότητα στη συγκεκριμένη χώρα δε θα της επιτρέπει να έχει υψηλά επίπεδα ευημερίας. Αυτό όμως δεν οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχουν άλλες χώρες με υψηλότερη παραγωγικότητα. Οφείλεται στο ότι η ίδια έχει χαμηλή παραγωγικότητα.

Συμπερασματικά μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η προβληματική της εθνικής ανταγωνιστικότητας αποτελεί ένα ακόμα ιδεολόγημα στο πλαίσιο της κυρίαρχης  παγκοσμιοποιημένης οπτικής


Πηγή endogenis.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου