Σελίδες

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ



Στο πέρασμα των χρόνων πολλοί στρατιώτες έδωσαν τη ζωή τους και έπεσαν στα πεδία Μνημείο Άγνωστου Στρατιώτη μαχών χωρίς να αναγνωριστούν ή να ανεβρεθούν οι σωροί τους. Η ανάγκη να εκπροσωπηθούν όλοι οι άγνωστοι πεσόντες και να επιτευχθεί η απονομή επίσημης συνολικής τιμής στη μνήμη των υπέρ πατρίδος πεσόντων στρατιωτών οδήγησε τα έθνη στη δημιουργία ενός συμβολικού μνημείου, τον τάφο του άγνωστου στρατιώτη. Ο τάφος του αγνώστου στρατιώτη εξωτερικεύει την έννοια της φιλοπατρίας, συγκεντρώνει τα στοιχεία μιας υψηλής πατριωτικής πράξεως και αποτελεί τη φανερότερη εκδήλωση του οφειλόμενου επαίνου και της δόξας που πρέπει να ακολουθεί τη μνήμη των πεσόντων και την εθελουσία τους υπέρ της πατρίδας...




ΣΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΑ ΠΕΡΙΞ


Με τον ορισμό της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους το 1834, ξεκίνησαν οι εργασίες για τη μεταμόρφωση της μικρής πόλης σε πρωτεύουσα. Από τις πρώτες αποφάσεις της ηγεσίας πρόδηλη είναι η μέριμνα όχι μόνο για την ανέγερση ενός επιβλητικού κτηρίου Ανακτόρων για το βασιλιά της Ελλάδας, αλλά και για τη σύνδεσή του με έναν αντίστοιχο κήπο. Όλες οι προτάσεις που κατατίθενται, από Έλληνες και Γερμανούς αρχιτέκτονες και πολεοδόμους, αποβλέπουν στη δημιουργία μιας λειτουργικής και αισθητικής ενότητας Ανακτόρων και Κήπου. Τελικά, τα Ανάκτορα αρχίζουν να οικοδομούνται, σε σχέδια του Friedrich von Gärtner στο λόφο της Μπουμπουνίστρας το 1836.

Την επόμενη χρονιά φτάνει στην Ελλάδα η σύζυγος του βασιλιά Όθωνα, Αμαλία, και αποφασίζει να ασχοληθεί προσωπικά με τον Κήπο, καθιστώντας τη διαμόρφωσή του το σημαντικότερο έργο της παραμονής της στην Ελλάδα. Παρά τις αλλεπάλληλες αλλαγές στα σχέδια και τις προσαρμογές στις υπάρχουσες δυνατότητες, ο Κήπος κατορθώνει, όχι μόνο να συνδεθεί άρρηκτα με το κτήριο των Ανακτόρων, αλλά και να αποτελέσει έναν ιδιαίτερα πλούσιο Βοτανικό Κήπο και πάρκο. Όσο μάλιστα ο Κήπος γίνεται σταδιακά προσβάσιμος στο λαό, τόσο εμπεδώνεται στις συνειδήσεις των Αθηναίων ως τοπόσημο της καρδιάς της πόλης. Η τύχη της μοναρχίας στην Ελλάδα και τα νέα πολιτικά δεδομένα στις αρχές του 20ού αιώνα, άλλαξαν το χαρακτήρα του κτηρίου και κατ’ επέκταση του Κήπου. 


Παράλληλα, οι πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις, και ιδίως η εμπειρία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου -με τους πολυάριθμους πεσόντες-, είχαν καταστήσει επιτακτική την ανάγκη για τη διαμόρφωση ενός μνημείου για τους ανώνυμους στρατιώτες που έπεσαν στα πεδία των μαχών -άλλωστε, η ιδέα της απόδοσης τιμής στους πεσόντες έχει τις ρίζες της στην κλασική Ελλάδα. Αυτή την ανάγκη, την είχαν ήδη αντιμετωπίσει τη δεκαετία του 1920 άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία. Η επιλογή της θέσης για την ανέγερση του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη στο χώρο μπροστά από το κτήριο των παλαιών πλέον Ανακτόρων, επικυρώθηκε από τον ίδιο τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Το γεγονός ότι την ίδια στιγμή τα παλαιά Ανάκτορα μετασκευάζονται για να στεγάσουν τη Βουλή των Ελλήνων, ενισχύσει το συσχετισμό του μνημείου με το κτήριο: η βάση του κτηρίου της Βουλής, το βάθρο της Δημοκρατίας, αποτελεί το ταφικό μνημείο που αφιερώνεται στους αγώνες του νεότερου Ελληνικού έθνους. Αν και κατά την περίοδο της κατασκευής του το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, πολύ γρήγορα αποτέλεσε σημείο συγκέντρωσης μεγάλων λαϊκών εκδηλώσεων, όπως αυτής του φθινοπώρου του 1941 -παρά την απαγόρευση από τις δυνάμεις κατοχής.




Η κατάθεση στεφάνων στον Άγνωστο στην επέτειο της 28ης Οκτωβρίου -πριν ακόμη αυτή θεσπιστεί ως επίσημη εθνική εορτή- αναδεικνυόταν σε μείζονα πράξη λαϊκής αντίστασης, εκεί όπου είχε γίνει και η επανάσταση του 1843 για την παραχώρηση συντάγματος. Στον ίδιο χώρο θα συγκεντρωθεί το πλήθος των Αθηναίων το 1944 για να πανηγυρίσει την αποχώρηση των κατακτητών. Ο αυθόρμητος αυτός εορτασμός της Απελευθέρωσης επικεντρωνόταν σε ένα χώρο που δεν ήταν απλώς το κέντρο της πόλης, αλλά και χώρος όπου τιμούνταν οι νεκροί των Ελληνικών πολέμων.

Κατ’ αυτόν το τρόπο, το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη θα είναι πλέον άρρηκτα δεμένο με το κτήριο της Βουλής και την πλατεία Συντάγματος, και θα λειτουργεί από κοινού ως σύμβολο Δημοκρατίας. Στη συνείδηση λοιπόν των κατοίκων της Αθήνας, αλλά και στην καθημερινή λειτουργία της πόλης, το κτήριο της Βουλής είναι συνυφασμένο με τους δύο άτυπους "δορυφόρους" του: το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη και τον Εθνικό Κήπο. Στο πρώτο, συναντιόνται η Δημοκρατία, το Σύνταγμα και οι πολίτες-στρατιώτες που θυσιάζονται για την πατρίδα. Ο δεύτερος προσφέρεται για ανάπαυλα των πολιτών.

ΑΡΧΑΙΕΣ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΕΣ ΜΕ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

Η ανέγερση ενός επιτύμβιου μνημείου αφιερωμένου συμβολικά στους αφανείς πεσόντες συνιστά μια πρακτική που δεν έχει ακριβές αντίστοιχο στην αρχαία Ελληνική κοινωνία. Ο ''Άγνωστος Στρατιώτης'', η αφηρημένη δηλαδή και σύνθετη έννοια ''ενός'' νεκρού που συμπυκνώνει συμβολικά όλους τους νεκρούς στρατιώτες της πατρίδας είναι σύγχρονη. Ανήκει ουσιαστικά στην παράδοση του εθνικού κράτους που και το ίδιο έχει δομηθεί πάνω στις έννοιες του συμβολισμού και της αντιπροσώπευσης. Ωστόσο, μεταξύ των διαφόρων πρακτικών ταφής και απόδοσης τιμών στους πεσόντες των μαχών κατά την αρχαιότητα, μπορούν να ανιχνευθούν επιμέρους αναλογίες με τα συμφραζόμενα των σύγχρονων μνημείων των αγνώστων στρατιωτών.

Φυσικά, ο σεβασμός απέναντι στους νεκρούς και ιδίως η φροντίδα για την περισυλλογή, την πρέπουσα ταφή και την απόδοση τιμών σε όσους έπεσαν στη μάχη είναι κοινό χαρακτηριστικό που μοιράζονται όλες οι κοινωνίες, σε όλες τις εποχές. Η φροντίδα αυτή καταλαμβάνει κεντρική θέση στην κοινωνική δομή της αρχαίας Ελληνικής πόλης-κράτους. Πρόκειται για ολιγομελείς κοινωνίες, η επιβίωση των οποίων εξαρτάται άμεσα, τόσο από τη συνοχή και αποτελεσματικότητά τους στον πόλεμο, όσο και από την εύνοια των θεών. Γι’ αυτό και η ταφή και τιμή των νεκρών πολεμιστών είναι καθήκον όχι τόσο ανθρωπιστικό, όσο κυρίως θρησκευτικό.




Ενδεικτική αυτών των αντιλήψεων είναι η γνωστή περίπτωση της καταδίκης των Αθηναίων στρατηγών για την αμέλειά τους να περισυλλέξουν τους νεκρούς μετά τη ναυμαχία των Αργινουσών, το 406 π.χ. (Ξενοφών, Ελληνικά 1.7.1-35). Ακόμα και οι νεκροί του αντιπάλου πρέπει να τύχουν του σεβασμού των νικητών. Το αίτημα μιας πόλης να της επιτραπεί να συλλέξει τους νεκρούς της από το πεδίο της μάχης ισοδυναμεί άλλωστε με την επίσημη παραδοχή της ήττας της. Δύο κατηγορίες ταφικών μνημείων για πολεμιστές ενσωματώνουν στοιχεία που συναντώνται και στα σύγχρονα μνημεία των αγνώστων στρατιωτών. Τα Πολυάνδρια και τα Κενοτάφια.

Τα πολυάνδρια είναι κοινοί, ομαδικοί τάφοι των πεσόντων μιας μάχης. Ανεγείρονται στο πεδίο της ή κοντά σε αυτό και έχουν συνήθως τη μορφή τύμβου που επιστέφεται από ενεπίγραφες στήλες ή άγαλμα. Τα σώματα των νεκρών συνήθως θάβονται εκεί, ή και αποτεφρώνονται -διαδικασία δαπανηρή και ιδιαίτερα τιμητική. Στις περιπτώσεις καύσης, συχνά η τέφρα μεταφέρεται πίσω στην πόλη και φυλάσσεται σε δεύτερο ταφικό μνημείο. Από αρχαιολογικά κατάλοιπα και φιλολογικές μαρτυρίες τεκμηριώνεται η ύπαρξη πολυάριθμων πολυάνδριων μνημείων. Τα πλέον χαρακτηριστικά είναι η ομαδική ταφή στη Χαιρώνεια και ο τύμβος των Μαραθωνομάχων.

Στη Χαιρώνεια, το επιτύμβιο μνημείο των πεσόντων της ομώνυμης μάχης του 338 π.Χ. περιλαμβάνει την ομαδική ταφή 254 αταύτιστων στρατιωτών (μάλλον Μακεδόνων). Στο χώρο δεσπόζει, (σήμερα αποκατεστημένος) επάνω στο ψηλό του βάθρο, ο περίφημος μαρμάρινος λέων -αρχαίο αλλά και σύγχρονο σύμβολο ανδρείας σε πολλά μνημεία πεσόντων. Αντίστοιχα, στον τύμβο του Μαραθώνα, οι Αθηναίοι διαφύλαξαν τη μνήμη της θυσίας των 192 συμπολιτών τους στη μάχη του 490 π.Χ. Για τους πεσόντες επιφυλάχθηκε η τιμητική διαδικασία της καύσης, ενώ τα ονόματά τους χαράχθηκαν σε στήλες στην κορυφή του.

Το μνημείο των Μαραθωνομάχων καθώς και το αντίστοιχο των Αθηναίων πεσόντων στις Πλαταιές αποτελούν εξαιρέσεις από την καθιερωμένη πρακτική που ακολουθούσαν οι Αθηναίοι αναφορικά με τους νεκρούς τους. Σε αντίθεση με τα περισσότερα Ελληνικά κράτη, οι Αθηναίοι συνήθιζαν να μεταφέρουν τους πεσόντες από το πεδίο της μάχης και τους έθαβαν πίσω, στη γενέθλια γη. Μόνο οι προαναφερθέντες νεκροί των Περσικών πολέμων -λόγω της ιερότητας του αγώνα τους- θάφτηκαν στα πεδία των μαχών. Αυτή η πρακτική επιστροφής των λειψάνων στην πατρίδα, παραπέμπει κατά μία έννοια στις αντίστοιχες διαδικασίες που ακολουθήθηκαν κατά την ανέγερση των πρώτων μνημείων αγνώστων στρατιωτών στις αρχές του 20ού αιώνα.




Στην Αθήνα, ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος τιμών και ταφής των πεσόντων είναι το «Δημόσιο Σήμα» στον Κεραμεικό, έξω από τις δυτικές πύλες της πόλης. Εκεί, κατά μήκος της αρχαίας οδού προς την Ακαδήμεια, έχουν εντοπιστεί τα κατάλοιπα δημόσιων πολυανδρίων. Αρκετά σωζόμενα επιτύμβια επιγράμματα και μεταγενέστερες μαρτυρίες (Παυσανίας, Αττικά 29) τεκμηριώνουν το πλήθος τους. Από αυτά, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το -μερικώς ανασκαμμένο- επονομαζόμενο επιτύμβιο «μνημείο του Χαβρία». Είναι ένα μεγάλο δημόσιο ταφικό κτίσμα με περίβολο και λίθινο τύμβο με κωνική στέγη.

Πιθανόν πρόκειται για ομαδικό τάφο ή για κενοτάφιο και ηρώο ενός αφανούς σημαντικού νεκρού, γεγονός που το φέρνει αρκετά κοντά στα πρότυπα των σύγχρονων μνημείων αγνώστων στρατιωτών. Οι νεκροί κάθε μάχης, με την επιστροφή τους στην πόλη, τιμώνται από το Αθηναϊκό κράτος όλοι μαζί. προηγείται η «πρόθεση» των σωμάτων τους και ακολουθεί η «εκφορά» τους σε νεκρικές «κλίνες», μία για την κάθε φυλή. Εδώ, η περιγραφή της διαδικασίας από το Θουκυδίδη στο περίφημο χωρίο που προηγείται του Επιταφίου Λόγου του Περικλή, παρέχει μια πολύτιμη πληροφορία: μια κενή κλίνη έχει προβλεφθεί και για τους «αφανείς», που τα σώματά τους δεν βρέθηκαν μετά τη μάχη: «μία δε κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών, οι αν μη ευρεθώσινες αναίρεσιν».

Ουσιαστικά, πρόκειται για την πλησιέστερη στις σύγχρονες αντιλήψεις προσέγγιση του ζητήματος του Άγνωστου Στρατιώτη. Ακολουθεί η ταφή στο «Δημόσιο Σήμα» και η εκφώνηση των επιταφίων λόγων. Οι νεκροί κάθε μάχης ή έτους πολέμου, όπως τιμούνται ομαδικά, έτσι και θάβονται όλοι μαζί. Τα ονόματά τους αναγράφονται ανά φυλή σε λίθινες στήλες, τους «καταλόγους απωλειών». Τις ίδιες αντιλήψεις για τους ηρωικούς πεσόντες υπηρετούν και τα κενοτάφια. Μπορεί να είναι ομαδικά ή αφιερωμένα σε ένα μόνο νεκρό. Όταν υπάρχουν πεσόντες τα σώματα των οποίων δεν έχουν ανευρεθεί, το κενοτάφιό τους ανεγείρεται στο πεδίο της μάχης, δίπλα στον κανονικό ομαδικό τάφο.

Η πιο συνηθισμένη περίπτωση, όμως, είναι να έχει στηθεί ο ομαδικός τάφος στο πεδίο της μάχης και ένα κενοτάφιο για όλους τους πεσόντες πίσω στην πόλη. Εκεί αναγράφονται τα ονόματα των νεκρών και το ίδιο το γεγονός της μάχης, και αποδίδονται οι πρέπουσες ετήσιες τιμές. Είναι σημαντικό το ότι τα κενοτάφια αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς και οι υπόλοιποι τάφοι. Οι τελετές που τα περιβάλλουν είναι ακριβώς οι ίδιες με εκείνες των κανονικών ταφών: εκφορά της τέφρας του νεκρού ή, αν δεν υπάρχει, κάποιου ομοιώματος - υποκατάστατου και ταφή. χαρακτηριστικά παραδείγματα μεμονωμένων κενοταφίων πολεμιστών προσφέρει η Σπάρτη.




Τα σχετικά επιτύμβια επιγράμματα (Σιμωνίδης 344 Α, Νίκανδρος 435 κ.ά.) καθώς και άλλες πηγές (Ηρόδοτος ΣΤ’ 58) μαρτυρούν πως αυτά ανεγείρονται και για τους πολίτες και για τους βασιλείς της -για τους τελευταίους μάλιστα, με ιδιαίτερα μεγάλες τιμές. Αρκετές από τις αντιλήψεις και τις πρακτικές που συνοδεύουν τη λατρεία των πεσόντων πολεμιστών στην αρχαιότητα, επανεμφανίζονται και στα σύγχρονα μνημεία των αγνώστων στρατιωτών: η “επιστροφή” του στρατιώτη για να ταφεί στην πατρίδα, η έννοια του κενοταφίου, η δημόσια κηδεία και ταφή, η τακτική απόδοση τιμών κ.ά. Η συνειδητή τους όμως συγκρότηση σε ένα ενιαίο σύνολο και η προβολή τους σε ένα Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη ανήκει στη σύγχρονη εποχή.

Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ 

Στην Αθήνα η ιδέα για ανέγερση Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη αποφασίστηκε το 1926. Τότε με απόφαση του Υπουργού Στρατιωτικού προκηρύχθηκε καλλιτεχνικός διαγωνισμός «διά την υποβολήν μελέτης ανεγέρσεως τάφου Αγνώστου Στρατιώτου εις την έμπροσθεν των Παλαιών Ανακτόρων Πλατείαν, καταλλήλος προς τούτο διαρρυθμιζομένην». Το βραβείο απονεμήθηκε κατά πλειοψηφία στην μελέτη του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Η θέση του Μνημείου είχε αποφασιστεί από τον Θ. Πάγκαλο προκειμένου στο κτίριο των παλαιών ανακτόρων να στεγαστεί το Υπουργείο Στρατιωτικών.

Στην πραγματικότητα όμως η ιδέα δημιουργίας του Μνημείου ανήκει στην εφημερίδα «ΕΣΠΕΡΙΝΗ», η οποία το 1921 πρότεινε τη δημιουργία του «ΜΝΗΜΕΙΟΥ του ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΤΣΟΛΙΑ». Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς και παρακολουθώντας τις ευρωπαϊκές χώρες, που η μία μετά την άλλη ανήγειραν Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη –με πρώτη τη Γαλλία και δεύτερη την Αγγλία– και τις θυσίες των Ελλήνων τσολιάδων, η εφημερίδα καλούσε τους «ιθύνοντες» να κατανοήσουν «την βαθείαν σημασίαν του μνημείου αυτού και να σκεφθούν σοβαρώς διά την προσεχήν του ανέγερσιν».

Στη μνημειώδη εκείνη πρόταση κλείστηκε ο ρομαντισμός για την Ελλάδα, τους αγώνες και τις θυσίες της «διά την απελευθέρωσιν των αλυτρώτων της τέκνων», τα οποία δικαιούνταν «από κάθε άλλην επικράτειαν παρομοίου μνημείου». Πρότεινε μάλιστα η εφημερίδα να μεταφερθούν τα οστά ενός τσολιά και να ταφούν πανηγυρικά στο Μνημείο. Ο τσολιάς εκπροσωπούσε το όνειρο της μικρής χώρας και η θυσία του αντιπροσώπευσε τους πόθους όλων των Ελλήνων, ο καθένας από τους οποίους «εις το Μνημείον του αγνώστου αυτού ήρωος δεν θα είξευραν καλά καλά εάν θα έκλαιον τον ιδικόν των γνωστόν τσολιά». Ήταν η εποχή που σχεδόν κάθε Ελληνική οικογένεια έκλαιγε το δικό της παλικάρι που θυσιαζόταν από το Σαραντάπορο της Μακεδονίας μέχρι τον Σαγγάριο της Ανατολίας.




Ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1929 παραμερίζει τις διαφωνίες που είχαν δημιουργηθεί από την πρόταση Πάγκαλου. Προκρίνει την ανέγερση στην Πλατεία Ανακτόρων θεωρώντας ότι το μνημείο πρέπει να είναι στο κέντρο της πόλης όπως το αντίστοιχο της Γαλλίας. Στην αγόρευσή του στην Βουλή τονίζει ότι η θυσία του αγνώστου στρατιώτη αποτελούσε τη βάση της Δημοκρατίας. Έτσι ο συσχετισμός του μνημείου με το Σύνταγμα και τη Βουλή (είχε ήδη μεταφερθεί τότε στα Παλαιά Ανάκτορα) υποδείκνυε την θυσία του αγνώστου στρατιώτη για τους δημοκρατικούς θεσμούς. Με δεδομένο ότι το Σύνταγμα ορίζει την καθολική στράτευση των ανδρών, δηλαδή το καθήκον υπεράσπισης της πατρίδας.

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

Την ημέρα της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου του 1932 αποδίδεται στην πόλη της Αθήνας το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Η ολοήμερη τελετή των εγκαινίων του μνημείου, με παρόντες όλους τους θεσμικούς εκπρόσωπους του κράτους, περιελάμβανε αρχικά δοξολογία και κατάθεση στεφάνων από τον Πρόεδρο της Βουλής και τους υπουργούς Ενόπλων Δυνάμεων της Ελλάδας, αλλά και αντιπρόσωπους πολλών ξένων κρατών. Ακολούθησε παρέλαση, και τα αποκαλυπτήρια του μνημείου συνόδευσαν 21 κανονιοβολισμοί από τον Λυκαβηττό και πτήση 38 αεροπλάνων. Ο εορτασμός συνεχίστηκε το βράδυ με στρατιωτική λαμπαδηφορία 3.000 οπλιτών και 500 ευζώνων μετά μουσικής.

Και επιπλέον με τη φωταγώγηση, για πρώτη φορά, του Παρθενώνα, του Ερεχθείου και του Ναού της Απτέρου Νίκης. Ο λαμπρός αυτός εορτασμός επιχειρεί να «κλείσει την αυλαία» σε μια σειρά διαμάχες που προκλήθηκαν με αφορμή το μνημείο, αλλά ουσιαστικά αντανακλούσαν σε μεγάλο βαθμό ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής και συνοδεύουν αναπόφευκτα τις επιλογές σχεδιασμού δημόσιου χώρου, ιδιαίτερα όταν επιχειρεί να διαχειριστεί ζητήματα μνήμης.




ΤΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

Η διαμόρφωση του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη αποτελεί τη σημαντικότερη επέμβαση που δέχεται ο περιβάλλων χώρος του κτίσματος των παλαιών Aνακτόρων, την περίοδο ακριβώς που αποφασίζεται να στεγάσει τη Βουλή των Ελλήνων. Η επιλογή της θέσης ανέγερσης του μνημείου μπροστά από τα παλαιά Aνάκτορα θα αλλάξει οριστικά το χαρακτήρα του χώρου αυτού, από μεταβατικό χώρο πρόσβασης στο κτήριο σε λειτουργικά αυτόνομο χώρο-μνημείο, μεταλλάσσοντας έκτοτε αποφασιστικά και τη σχέση του κτηρίου με την πόλη.

Η σύλληψη της ιδέας για απόδοση τιμής στους άγνωστους πεσόντες στη μάχη με την εικονική και συμβολική ''ταφή'' τους, ανάγεται στην κλασική Αθήνα με γνωστότερη ίσως αναφορά αυτήν που γίνεται στον Επιτάφιο του Περικλή: «μία κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών, οι αν μη ευρεθώσιν ες αναίρεσιν» (Θουκυδίδης 2.34.3). Η ιδέα της κατασκευής ενός μνημείου για τον Άγνωστο Στρατιώτη, συνδέεται άμεσα με την ανάγκη τόνωσης της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή.

Αντίστοιχα μνημεία, αφιερωμένα στους αφανείς στρατιώτες που έπεσαν στη μάχη, κατασκευάζονται στην Ευρώπη κυρίως μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς η εκάστοτε πολιτεία επιχειρεί να εκτονώσει τα αισθήματα απελπισίας και αγανάκτησης των μεμονωμένων πολιτών, αποκαθιστώντας το αίσθημα της συλλογικής απώλειας των εκατομμυρίων νεκρών. Στην περίπτωση της Ελλάδας το σχετικό μνημείο ανεγείρεται λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και εξυπηρετεί επιπλέον τη συγκρότηση ενός είδους επιθυμητής συνέχειας του νέου ελληνικού κράτους με το αρχαιοελληνικό παρελθόν του.

Η πρόθεση ανάδειξης αυτής της ιστορικής συνέχειας που έρχεται από το παρελθόν για να προεκταθεί όμως και στο μέλλον είναι έκδηλη στην περίπτωση της πρότασης που τελικά βραβεύεται και κατασκευάζεται. Η διατύπωση της ανάγκης να αποτυπωθεί στο αστικό τοπίο ένα μνημείο που αποτελεί σταθερή υπόμνηση της θυσίας των Ελλήνων υπέρ του νέου Ελληνικού κράτους εντάσσεται στην προσπάθεια του σχεδιασμού της πόλης και με όρους συμβολικούς και ιδεολογικούς. Το μνημείο αποδίδει φόρο τιμής στους μέχρι τότε πεσόντες και «υπόσχεται» φόρο τιμής στους πεσόντες που έπονται, καθώς δεν αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, αλλά στη συνέχεια της ιστορίας του έθνους.

Η διαμόρφωση του μνημείου οφείλει να έχει τη δυναμική του ατελούς, οφείλει να περιλαμβάνει “κενά” που θα συμπληρώνονται (τους αγώνες που έπονται) και να παρέχει τη δυνατότητα νέων εγγραφών που θα αποτυπώνουν αυτήν τη συνέχεια στην πόλη. Η έννοια του ''κενού'' στο δημόσιο χώρο δηλώνεται με την ένταση μιας παύσης στη συνέχεια της πόλης. Δεν είναι τυχαίο ότι η αίσθηση του ''άδειου'' χώρου χαρακτηρίζει τις διαμορφώσεις αντίστοιχων μνημείων, καθώς υπογραμμίζει τον απώτερο στόχο τους: την ανάκληση της συλλογικής μνήμης, την επαφή με το θάνατο.




Η ιστορία της ανέγερσης του μνημείου, από την προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού (1926) έως την αποπεράτωση του έργου (1932), χαρακτηρίζεται από την ένταση των συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα στην κοινωνία της εποχής για μία σειρά ζητημάτων. Οι συγκρούσεις αυτές έχουν κυρίως ιδεολογικό υπόβαθρο και αναπτύσσονται σε τρεις κυρίως άξονες: τη διαμάχη που αφορά τη χωροθέτηση του μνημείου, την αμφισβήτηση της βραβευμένης στο σχετικό αρχιτεκτονικό διαγωνισμό πρότασης, αλλά και την καλλιτεχνική αξία της ίδιας της ανάγλυφης παράστασης που τελικά θα φιλοτεχνηθεί.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗΣ

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα που προκύπτουν αμέσως μετά την προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού αφορά τη θέση του χώρου ανέγερσης του μνημείου και του τρόπου που αυτό θα συνδιαλέγεται πλέον με την πόλη. Η θέση του χώρου ανέγερσης του μνημείου και ο τρόπος που αυτό θα συνδιαλέγεται πλέον με την πόλη, συνδέεται αναπόφευκτα με τις διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις της περιόδου. Ο άμεσος συσχετισμός του μνημείου με το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων -που την εποχή αυτή η χρήση του είναι υπό διαπραγμάτευση- και η προκήρυξη του διαγωνισμού από τον Υπουργείο Στρατιωτικών που διεκδικεί το κτήριο, προκαλεί αντιδράσεις.

Βασικό κριτήριο για την επιλογή της θέσης ανέγερσης του μνημείου αποτελούν οι συνθήκες ιερότητας και ''σιωπής'' που οφείλει να ικανοποιεί και που σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των διαφόρων αντιπροτάσεων, προκύπτουν μόνο μέσω της προσέγγισης του μνημείου σε ''ιερά'' κτήρια ή σημαντικά ιστορικά μνημεία και τοποθεσίες της πόλης, όπως το Πεδίο του Άρεως, το Στάδιο, η Ακρόπολη, ο λόφος του Φιλοπάππου, ο Κεραμικός, ο χώρος δίπλα από τη Μητρόπολη και το παρεκκλήσιο του Αγίου Ελευθερίου κ.ά. Οι πρώτες αντιδράσεις για τη θέση του μνημείου εκδηλώνονται ήδη από την προκήρυξη του διαγωνισμού και κορυφώνονται μετά τη δημοσίευση του πρώτου βραβείου.




Αυτές έγιναν μέσω επιστολών και δημοσιευμάτων που υπογράφονται από προσωπικότητες της εποχής, με αποτέλεσμα τη σύσταση επιτροπής (1927) για την επανεξέταση του ζητήματος χωροθέτησης. Αποτέλεσμα των αντιδράσεων αποτελεί η διά νόμου σύσταση επιτροπής τον Ιούλιο του 1927. Η επιτροπή αποτελείται από καθηγητές της αρχιτεκτονικής σχολής και της Σχολής Καλών Τεχνών του ΕΜΠ, αλλά και τον Μητροπολίτη Αθηνών, τον Δήμαρχο Αθηναίων, τον Νομάρχη, και ανώτερους αξιωματικούς. Η ίδια η σύσταση της επιτροπής προβάλλει την πολυπλοκότητα του ζητήματος της αρμοδιότητας στη λήψη αποφάσεων αντίστοιχων θεμάτων που αφορούν, εν τέλει, την ιδεατή εικόνα της πόλης.

Μέσω της απόφασης για την ιδανική θέση του μνημείου διατυπώνεται η ανάγκη της σύνθεσης μιας κοινής ιδεολογίας για την πόλη, η οποία λαμβάνει υπόψη σχεδόν ισότιμα τις απόψεις των εκπροσώπων της θρησκευτικής εξουσίας, της πολιτείας, του στρατού, καθώς και των επιστημόνων και καλλιτεχνών του αρμόδιου ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος της χώρας. Η επιτροπή αυτή, εν τέλει, αποφαίνεται ότι η καταλληλότερη θέση για το μνημείο είναι όντως η πλατεία των Παλαιών Ανακτόρων ενισχύοντας την πεποίθηση των φιλελεύθερων ότι η απόφαση αυτή αποτυπώνει και την ισχύ των πιο συντηρητικών δυνάμεων της χώρας, και ειδικότερα του στρατού.

Η εμπάθεια που προκαλεί το ζήτημα είναι απολύτως κατανοητή, αφού σχετίζεται και αφορά μια σειρά από έννοιες που την εποχή αυτή είναι καίριες για τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Στο τευχίδιο με τίτλο Σύντομος μελέτη επί του ζητήματος της ανεγέρσεως του μνημείου τω Αγνώστω Στρατιώτη, η κατάλληλος θέσις και η πρέπουσα μορφή (Αθήνα, 1926) που υπογράφεται από τον αρχιτέκτονα Πάτροκλο Καμπανάκη, Tόσο η ανάλυση όσο και η επιχειρηματολογία βασίζονται ακριβώς στην ερμηνεία του μνημείου με όρους Θρησκευτικούς, Συμβολικούς και Διδακτικούς.

Είναι ενδεικτικό ότι η θέση του μνημείου κατά το συγγραφέα μπορεί να σχετιστεί μόνο με υπάρχοντα μνημεία που αφορούν την ιστορία του Eλληνικού έθνους και αυτά είναι: η Ακρόπολη (αναφορά στην αρχαιότητα), η Αγία Σοφία (αναφορά στο Βυζάντιο) ή η Ιερά Μητρόπολη (αναφορά στο νεότερη ιστορία του κράτους). Μετά την απόφαση και της ειδικής επιτροπής που επιβεβαιώνει ως καταλληλότερη τη χωροθέτηση του μνημείου στην πρώην πλατεία Ανακτόρων, την ευθύνη της ανέγερσης του μνημείου θα αναλάβει εντέλει ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1929, ο οποίος σχεδόν ταυτόχρονα αποφασίζει να στεγαστεί η Βουλή των Ελλήνων στο κτήριο των παλαιών Ανακτόρων.




Ο ίδιος ο Βενιζέλος θα υπερασπιστεί δημόσια την άποψη ότι το μνημείο σχετίζεται καταρχήν ιδεολογικά και συμβολικά με την έννοια της Δημοκρατίας και επομένως η άμεση γειτνίασή του με το κτήριο της Βουλής των Ελλήνων και μάλιστα στο κέντρο της πρωτεύουσας –όπως συμβαίνει αντίστοιχα και σε άλλες πρωτεύουσες της Ευρώπης– είναι η ικανοποιητικότερη λύση.

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ

Η πρόταση που βραβεύεται στο σχετικό διαγωνισμό με το ψευδώνυμο ΣΚΡΑ, ανήκει στον αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη, ο οποίος λαμβάνει μέρος στο διαγωνισμό με δύο προτάσεις. Ο Λαζαρίδης, Έλληνας της Κωνσταντινούπολης με Ευρωπαϊκές σπουδές, την εποχή που κερδίζει το διαγωνισμό έχει ήδη σημαντική εμπειρία στο σχεδιασμό δημόσιων χώρων, ως προϊστάμενος των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Αθηναίων επί δημαρχίας του Βενιζελικού Σπύρου Πάτση. Αν και οι μελέτες που εκπονεί αφορούν από κτιριακά έργα μέχρι εσωτερικές διαρρυθμίσεις σημαντικών κτηρίων, το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη παραμένει το γνωστότερο ίσως από τα έργα του.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο Λαζαρίδης, λίγα χρόνια αργότερα έλαβε μέρος -πάλι με δύο προτάσεις- και στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το Ηρώο Θεσσαλονίκης, το οποίο τελικά δεν κατασκευάστηκε. Η συμμετοχή του αυτή επιβεβαιώνει, τόσο το ενδιαφέρον του για αντίστοιχες διαμορφώσει, όσο και την τακτική υποβολής δύο προτάσεων. Η σημαντικότερη επέμβαση της πρότασης ΣΚΡΑ για τη διαμόρφωση του μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη αφορά την εκτεταμένη εκσκαφή στο φυσικό πρανές που εκτείνεται μπροστά από το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων, αποτελώντας τη μέχρι τότε ''Πλατεία των Ανακτόρων'', προκειμένου να δημιουργηθεί μια επίπεδη σχεδόν πλατεία 7 μ. χαμηλότερα, στην ίδια δηλαδή στάθμη με τη λεωφόρο Αμαλίας.

Η νέα αυτή πλατεία αυτή περιβάλλεται από έναν αναλημματικό τοίχο σχήματος Π «κανονικής λαξευτής λιθοδομής» από πωρόλιθους μεγάλων διαστάσεων. Στον τοίχο του βάθους τοποθετείται η ανάγλυφη παράσταση του άγνωστου στρατιώτη. Δύο συμμετρικές ως προς τον άξονα του μνημείου κλίμακες συνδέουν τη στάθμη της πλατείας και του μνημείου με τη στάθμη του υπερκείμενου περιβάλλοντα χώρου του κτηρίου των παλαιών Ανακτόρων. Ανάμεσα στις κλίμακες, τους δύο ημικυκλικά επίπεδα συγκροτούν ένα είδος χαμηλού βάθρου για τον τάφο, ο οποίος τοποθετείται αξονικά ως προς την πλατεία και την ανάγλυφη παράσταση.

Στο βασικό επίπεδο της πλατείας δύο όμοια παρτέρια υψηλής φύτευσης διαμορφώνονται εκατέρωθεν του άξονα συμμετρίας του μνημείου, ενώ ο υπόλοιπος χώρος παραμένει κενός. Η πλατεία ασφαλτοστρώνεται, αλλά στην ασφαλτόστρωση ενσωματώνονται ζώνες λευκού μαρμάρου, επιμερίζοντας τη μεγάλη επιφάνεια με τέτοιον τρόπο ώστε να δημιουργείται η εντύπωση προοπτικής σύγκλισης προς το κέντρο του μνημείου, δηλαδή τον τάφο και την ανάγλυφη παράσταση.




Η τελική διαφορά στάθμης μεταξύ του επιπέδου του περιβάλλοντος χώρου της εισόδου του κτιρίου των παλαιών ανακτόρων και του επιπέδου της πλατείας του Αγνώστου Στρατιώτη είναι συνολικά σχεδόν 7 μέτρα και αντιστοιχεί στο ύψος ορόφων του κτιρίου, με αποτέλεσμα την εντύπωση της δημιουργίας μιας βάσης με ύψος «τυπικού ορόφου» από την όψη της Λ. Αμαλίας. Έτσι, είναι δυνατή η πρόσληψη του μνημείου ως «μέρους» της κατασκευής του κτίσματος, προκαλώντας επιθυμητούς συνειρμούς σε συμβολικό επίπεδο: τη βάση του κτιρίου αποτελεί η διαμόρφωση ενός ταφικού μνημείου αφιερωμένου στους αγώνες του νεότερου Ελληνικού έθνους.

Το συγκεκριμένο αυτό συστατικό στοιχείο της πρότασης ωστόσο βρίσκει ένα μεγάλο μέρος των αρχιτεκτόνων -και όχι μόνο- αντίθετους, καθώς το κτίριο έχανε την επαφή του με τη γη στην οποία μέχρι τότε εδραζόταν, ενώ ταυτόχρονα αλλοιωνόταν η φυσική τοπογραφία στο σημείο εκείνο της πόλης που είχε παραμείνει αλώβητη. Επιπλέον, το τεχνητό αυτό βάθρο προσέδιδε στο κτίριο μια μνημειακότητα που αντιστρατευόταν εν μέρει την απλότητα και τη «μετριοπάθεια» που το χαρακτήριζε. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Ζαχαρία Παπαντωνίου λίγες μέρες μετά τα εγκαίνια, ο οποίος και ως διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης είχε από νωρίς ενεργό μέρος στις αντιδράσεις και τον σχετικό διάλογο:

«Χάσαμε την ήρεμη όψη του βαυαρικού κτηρίου για να κερδίσουμε τι; Ποιος θα το έλεγε! Τον αισθητικό εφιάλτη ότι το κτήριο των ανακτόρων είναι στον αέρα» (Αθηναϊκά Νέα, 31.3.1932).

Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι και η δεύτερη πρόταση που κατατίθεται από το Λαζαρίδη με το ψευδώνυμο ΕΛΛΗΝ διατηρεί τις ίδιες βασικές συνθετικές αρχές, δηλαδή την εκσκαφή και τον αναλημματικό τοίχο, τις δύο κλίμακες που συνδέουν το επίπεδο που προκύπτει με τον προαύλιο χώρο του κτηρίου καθώς και το αξονικά τοποθετημένο θέμα του τάφου, με τα δύο παρτέρια εκατέρωθεν. Οι ομοιότητες αυτές αφορούν τη γενικότερη συνθετική προσέγγιση του αρχιτέκτονα, ο οποίος αντιμετωπίζει το μνημείο όχι ως αυτόνομη γλυπτική σύνθεση αλλά ως στοιχείο του ευρύτερου σχεδιασμού της πλατείας και του τρόπου που αυτή συνδιαλέγεται με τα δεδομένα της υφιστάμενης κατάστασης.

Όπως και ο ίδιος αναφέρει σε δημοσίευμά του στο περιοδικό Έργα (15 Αυγούστου 1928) με αφορμή την ανάθεση της οριστικής μελέτης:

«…ο τάφος του Αγνώστου και η προ των παλαιών Ανακτόρων πλατεία έπρεπε να αποτελέσει έν καλλιτεχνικόν σύνολον αδιαίρετο, ούτως ώστε τάφος και πλατεία να αποτελέσωσιν έν και μόνον θέμα, το του μνημείου».





Οι διαφορές των δύο προτάσεων αφορούν το γενικότερο ύφος σε επίπεδο χαράξεων των δαπεδοστρώσεων και των επενδύσεων, τα προτεινόμενα υλικά, καθώς και την επεξεργασία των επιμέρους στοιχείων. Στη δεύτερη πρόταση το κεντρικό θέμα του τάφου αποδίδεται με μία γλυπτική σύνθεση που αφορά ημικυκλικό περίπτερο με πέντε κίονες, στο κέντρο του όποιου τοποθετείται άγαλμα στρατιώτη. Η λύση που βραβεύεται είναι σίγουρα πιο λιτή στο σύνολό της, παρόλο που στα σχέδια του διαγωνισμού το ύφος και ο σχεδιασμός της ανάγλυφης εντοιχισμένης παράστασης δεν αποπνέει τη δωρικότητα της παράστασης που τελικά κατασκευάζεται.

Τελικά. τον Ιούνιο του 1928 το υπουργικό συμβούλιο αναθέτει στο Λαζαρίδη την εκπόνηση των οριστικών σχεδίων. Το μνημείο κατασκευάζεται με ελάχιστες διαφοροποιήσεις και προσθήκες (κύπελλα θυμιάματος κ.λπ.), ενώ αντικαθίσταται η ανάγλυφη παράσταση. Η αντικατάσταση του αναγλύφου που υποβλήθηκε στο διαγωνισμό έρχεται ως συνέπεια της διαφωνίας που προκύπτει μεταξύ του Εμμανουήλ Λαζαρίδη και του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου με τον οποίον είχε συνεργαστεί για την υποβολή της πρότασης. Το ζήτημα αυτό, δηλαδή της αντικατάστασης όχι μόνο του θέματος που απεικονίζεται αλλά και του ίδιου του γλύπτη που την επιμελείται, καθώς και η καλλιτεχνική αξία της τελικής και πραγματοποιημένης πρότασης αποτελεί αιτία επιπλέον αντιδράσεων.

Το νέο σχεδιασμό αναλαμβάνει τελικά και εκτελεί ο Φωκίωνας Ρωκ, υπό την επίβλεψη του Κώστα Δημητριάδη, καθηγητή γλυπτικής και προσωπικού φίλου του Ελευθέριου Βενιζέλου. πρόκειται για ένα νεκρό οπλίτη που φορά κράνος και κρατά ασπίδα, ο οποίος λαξεύεται πάνω στον πωρόλιθο. Οι εντονότερες επιθέσεις, ωστόσο, αφορούν αυτή καθαυτή την πρόταση και επικεντρώνονται κυρίως στο ζήτημα της εκσκαφής. Η υψομετρική διαφορά που προκύπτει δημιουργεί ένα είδος τεχνητού βάθρου για το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων, αποκόπτοντάς το από το φυσικό επίπεδο έδρασής του και αλλοιώνοντας τη φυσική τοπογραφία στο σημείο εκείνο της πόλης.

Η τολμηρή αυτή χειρονομία θα δεχτεί έντονη κριτική, καθώς υποστηρίζεται επιπλέον ότι προσδίδει στο κτήριο μια μνημειακότητα που αντιστρατεύεται την απλότητα και τη ''μετριοπάθεια'' που το χαρακτήριζε. Ωστόσο, η πρόσληψη του μνημείου ως ''μέρους'' του κτηρίου προκαλεί επιθυμητούς συνειρμούς σε συμβολικό επίπεδο: τη βάση του κτηρίου της Βουλής, το βάθρο της Δημοκρατίας, αποτελεί η διαμόρφωση ενός ταφικού μνημείου αφιερωμένου στους αγώνες του νεότερου Ελληνικού έθνους. Είναι ενδεικτικό ότι και στις δύο προτάσεις που καταθέτει ο Λαζαρίδης, τόσο στα σχέδια των όψεων, όσο και σε αυτά των κατόψεων, απεικονίζεται το πρόστυλο της πρόσοψης του κτηρίου, ως μέρος της σύνθεσης.

Ωστόσο, θα ήταν υπερβολή να αποδίδαμε τέτοιου τύπου ιδεολογικούς συσχετισμούς στις προθέσεις του αρχιτέκτονα. Ο συσχετισμός του κτηρίου με την πλατεία-μνημείο εντάσσεται στην προσπάθεια του Λαζαρίδη να διαμορφώσει ένα δημόσιο χώρο που να βρίσκεται σε διαλογική σχέση με το κτήριο των παλαιών Ανακτόρων -η χρήση του οποίου την περίοδο προκήρυξης του διαγωνισμού-, αλλά και με την πλατεία Συντάγματος και τον άξονα της οδού Ερμού, όπως ο ίδιος αναφέρει σε σχετικό δημοσίευμα (περ. Έργα [15.8.1928]).




Οι αντιδράσεις της εποχής σχετικά με το μνημείο, αν και απολύτως θεμιτές, μπορούν να ερμηνευτούν έως ένα βαθμό και μέσα στο πλαίσιο της δυσκολίας αποδοχής οποιουδήποτε νέου σχεδιασμού στο δημόσιο χώρο, ειδικά όταν αυτός αλλοιώνει τη βασική φυσιογνωμία του χώρου και χάνεται ο χαρακτήρας των σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί στη συλλογική μνήμη των πολιτών. Αξιολογώντας την πρόταση σήμερα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι τόσο σε επίπεδο γενικότερου σχεδιασμού, όσο και σε επίπεδο συσχετισμού υλικών και ενσωμάτωσης διακόσμου.

Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη διεκδίκησε ποιότητες του ''σύγχρονου'' στην εποχή του -στο πεδίο του σχεδιασμού δημόσιου χώρου- και είχε την πρόθεση να συνομιλήσει με έργα πέρα από τα όρια της Ελλάδας -στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο. Επιπλέον, έχει σημασία να τονιστεί η προσπάθεια του αρχιτέκτονα να συλλάβει την πλατεία - μνημείο ως συνέχεια και απόληξη των άλλων σημαντικών δημόσιων χώρων που σχετίζονται άμεσα με αυτόν, αποκαθιστώντας ένα ενιαίο σύνολο που, όπως υποστήριζε, θα ήταν το πρώτο μέχρι τότε στην πρωτεύουσα:

«Το μνημείον ούτω εννοούμενον έπρεπεν επί πλέον να ευρίσκεται εν απολύτω αρμονία με τα οπίσω αυτού παλαιά Ανάκτορα πλαισιώνον αυτά και να συμπληρώνη την γενικήν διάταξιν της πλατείας του Συντάγματος μετά της κατά τον άξονα αυτής οδού Ερμού, ούτως ώστε να αποτελεσθή μία γενική σύνθεσις θέτουσα τέρμα εις το ασυνάρτητον του γενικού τούτου χώρου και αποτελούσα σύνολον διακοσμητικόν, όπερ θα είναι το πρώτο δημιουργούμενον εν τη πρωτευούση» (περ. Έργα [15.8.1928]).

Οι αντιδράσεις για την επέμβαση αυτή συνεχίζονται έντονα σε όλη τη φάση της κατασκευής, όταν κατά τη διάρκεια των έργων θα γίνει αισθητή η αλλοίωση του χαρακτήρα ενός ημιδημόσιου χώρου που έχει εγγραφεί ήδη στη συλλογική μνήμη από την εποχή της ανέγερσης των Ανακτόρων. Είναι γεγονός ότι κάθε επέμβαση σε δημόσιο χώρο της πόλης -ιδιαίτερα όταν μεταβάλλεται η βασική του φυσιογνωμία- προκαλεί αναμφισβήτητα ένα είδους σοκ στους πολίτες,: με κάθε κατεδάφιση, κατεδαφίζεται και η συνέχεια των αναφορών που έχουμε με έναν τόπο, τόσο σε προσωπικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.




Η ρήξη αυτή είναι δύσκολο να αποκατασταθεί, και είναι επόμενο να συνοδεύεται από μεγάλη επιφυλακτικότητα για την νέα κατάσταση την οποία καλούμαστε να οικειοποιηθούμε. Καθώς δεν μπορούν να αφομοιωθούν άμεσα οι νέες σχέσεις που προτείνονται, το τελικό αποτέλεσμα περιγράφεται με χαρακτηρισμούς που αναδεικνύουν ακριβώς αυτήν την ανοίκεια κατάσταση: πρόκειται περί «τέρατος». Ο τίτλος του πρωτοσέλιδου δημοσιεύματος της 20ής Αυγούστου 1931 στην εφημερίδα Αθηναϊκά Νέα είναι ενδεικτικός: «Ο Άγνωστος Στρατιώτης. Πώς εγεννήθη το τέρας». Αν και το δημοσίευμα αναφέρεται στο ανάγλυφο, ο τίτλος θα μπορούσε κάλλιστα να αφορά το σύνολο.

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΛΥΦΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Οι αντιδράσεις ωστόσο δεν αφορούν μόνο το ζήτημα της εκσκαφής, αλλά και τον συνολικό χαρακτήρα της πρότασης με επίκεντρο, από μία χρονική στιγμή και μετά, την καλλιτεχνική αξία της ίδιας της ανάγλυφης παράστασης. Η παράσταση αυτή αποτελεί κεντρικό στοιχείο του σχεδιασμού, και η κριτική αφορά όχι μόνο το τελικό αποτέλεσμα αλλά και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την αντικατάσταση του γλύπτη και της πρότασης που είχε αρχικά υποβληθεί στη μελέτη του διαγωνισμού. Η αντικατάσταση αυτή προκύπτει μετά τη διαφωνία του αρχιτέκτονα Εμμ. Λαζαρίδη με τον βασικό του συνεργάτη για την υποβολή της πρότασης στον διαγωνισμό Θ. Θωμόπουλο.

Η παράκαμψη του Θωμοπούλου μεθοδεύεται από τον Λαζαρίδη με το επιχείρημα ότι το αρχικό έργο είχε «κίνησιν και σύνθεσιν φεύγουσα», η οποία δεν εντασσόταν στον χαρακτήρα της συνολικής μελέτης. Ο Λαζαρίδης υποστήριζε ότι είχε κάθε δικαίωμα να ζητήσει την τροποποίηση του ανάγλυφου, ο Θωμόπουλος όμως θα καταγγείλει ότι το ζήτημα προέκυψε μετά από διαφωνία για την αμοιβή του. Ο ίδιος ο υπουργός Παιδείας Γ. Παπανδρέου θα ορίσει τότε τον καθηγητή Γλυπτικής και διευθυντή της Σχολής Καλών Τεχνών Κ. Δημητριάδη, ως τον πλέον αρμόδιο για να αποφασίσει σχετικά με το θέμα.

Ο Δημητριάδης -ο οποίος ορίζεται επιπλέον και επιβλέπων για όλα τα καλλιτεχνικά τμήματα του μνημείου- θα εισηγηθεί τελικά την ανάθεση της ανάγλυφης πλάκας στον Φωκίωνα Ρωκ, βοηθό του στην Σχολή Καλών Τεχνών, ο οποίος και θα εκπονήσει τελικά το έργο. Ωστόσο, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1931 οι αντιδράσεις για την καλλιτεχνική αξία της νέας πρότασης, για τις μεθοδεύσεις που οδήγησαν στη νέα ανάθεση αλλά και για τη συμμετοχή στη φιλοτέχνηση του έργου Ιταλού τεχνίτη, έναντι υπέρογκου για την εποχή ποσού, είναι έντονες.

Ο καλλιτεχνικός κόσμος συμμερίζεται την αγανάκτηση του Θωμόπουλου, ενώ ο Τύπος, στο σύνολο του σχεδόν, προβάλλει ιδιαίτερα το θέμα, απαιτώντας εξηγήσεις για τις κινήσεις που έχουν γίνει, αναγκάζοντας τον ίδιο τον Βενιζέλο να δηλώσει δημόσια την εμπιστοσύνη του στον Δημητριάδη για την ποιότητα του έργου. Τα αρνητικά δημοσιεύματα, που αφορούσαν τόσο το σύνολο του έργου όσο και τα επιμέρους ζητήματα που ήδη αναφέρθηκαν, δεν θα σταματήσουν ούτε μετά τα επίσημα εγκαίνια του μνημείου, αποδεικνύοντας την ένταση που προκάλεσε, σε μια κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο, μια μικρή ίσως αλλά ιδεολογικά φορτισμένη επέμβαση στην πόλη.




Αξιολογώντας την πρόταση σήμερα, μπορούμε να διακρίνουμε ότι τόσο σε επίπεδο γενικότερου σχεδιασμού όσο και σε επίπεδο συσχετισμού υλικών και ενσωμάτωσης διακόσμου, διεκδίκησε ποιότητες του «σύγχρονου» στην εποχή του με πρόθεση να συνομιλήσει με έργα στον ευρύτερο Ευρωπαϊκό χώρο. Επιπλέον, έχει σημασία να τονιστεί η προσπάθεια του αρχιτέκτονα να συλλάβει την πλατεία- μνημείο ως συνέχεια και απόληξη των άλλων σημαντικών δημόσιων χώρων που σχετίζονται άμεσα με αυτόν (την πλατεία Συντάγματος και τον άξονα της οδού Ερμού), αποκαθιστώντας ένα ενιαίο σύνολο που όπως υποστήριζε θα ήταν το πρώτο μέχρι τότε στην πρωτεύουσα.

Ο ρόλος της πλατείας-μνημείου στη διάρκεια ζωής της στην πόλη επιβεβαιώνει τη σημασία της ως ενδιάμεσου χώρου μεταξύ της πλατείας Συντάγματος και του κτηρίου της Βουλής. Αν και οι δράσεις που αναπτύσσονται στην πλατεία ακολουθούν το συντακτικό ενός θεατρικού εντέλει χώρου -όπου το μνημείο και η αλλαγή φρουράς των Ευζώνων αποτελούν το βασικό θέαμα με τους πολίτες να διατάσσονται γύρω και μπροστά από αυτό-, η πλατεία λειτουργεί παράλληλα ως το επίπεδο διακοπής της δυνατότητας προσέγγισης στο κτήριο της Βουλής και των δράσεων που απευθύνονται προς αυτό.

Ωστόσο, η διαμόρφωση του μνημείου σήμερα είναι πλέον άρρηκτα συνδεδεμένη, τόσο με το κτήριο της Βουλής, όσο και την πλατεία Συντάγματος, επικυρώνοντας μέρος των αρχικών προθέσεων, σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δικαιώνονται όλες οι επιλογές του αρχικού του σχεδιασμού, αλλά επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η εγγραφή ενός δημόσιου χώρου στη συνείδηση της πόλης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συνέχεια μιας συλλογικής βιωματικής εμπειρίας, όταν υποστηρίζεται όμως και από έναν ικανό σχεδιασμό.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ - ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ


  • Τοποθεσία: Αθήνα, πλατεία Συντάγματος
  • Έτος Δημιουργίας: 1929-1930
  • Αποκαλυπτήρια: 25 Μαρτίου 1932
  • Αφιερωμένο στους Πεσόντες Πολεμιστές της Ελλάδας
  • Αρχιτέκτονας: Λαζαρίδης Εμμανουήλ
  • Γλύπτες: Ρωκ Φωκίων, Δημητριάδης Κωνσταντίνος, Θωμόπουλος Θωμάς
  • Υλικό Κατασκευής: Μάρμαρο





Ιδιαίτερα Χαρακτηριστικά: 

1. Κενοτάφιο,
2. Απεικονιζόμενος Οπλίτης,
3. Φύλαξη από την Προεδρική Φρουρά (Εύζωνες),
4. Πλάκες με καταγραφές από μάχες όλων των πολέμων που συμμετείχε η Ελλάδα από το 1821 και μετά,
5. Φράσεις χαραγμένες από τον Επιτάφιο Λόγο του Περικλέους (Θουκυδίδης)

Το γλυπτό έργο είναι ένα ανάλημμα σχήματος Π από λαξευμένους πωρόλιθους μεγάλων διαστάσεων. Το γλυπτό βρίσκεται στο βάθος και κεντρικά του όλου έργου και χαρακτηρίζεται από απλότητα στην αναπαράστασή του. Σε παραλληλόγραμμο πλαίσιο, αναφορά σε αρχαία σαρκοφάγο, παριστάνεται μια γυμνή ανδρική μορφή ξαπλωμένη σε κάποια έξαρση του εδάφους. Ο νεκρός πολεμιστής στο αριστερό χέρι κρατάει κυκλική αψίδα. Στο κεφάλι φοράει αρχαίο κράνος με το πρόσωπο δοσμένο από τα πλάγια να θυμίζει αρχαίο νόμισμα. Η απόδοση του σώματος του νεκρού από τον καλλιτέχνη δίνει την εντύπωση στο θεατή ότι ο στρατιώτης αναπαύεται ζωντανός, έτοιμος να σηκωθεί.

Το θέμα κερδίζει εκφραστικότητα με λιτότητα και δύναμη των μορφών και την πειστικότητα του συνόλου. Αριστερά και δεξιά της παράστασης έχουν χαραχτεί επιγράμματα από τον Επιτάφιο του Θουκιδίδη («Μια κλίνη κενή φέρεται εστρωμμένη των αφανών» - «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος»). Στο μέσο του κενοταφίου χαράχτηκε με μικρότερα γράμματα η φράση «Εις αφανή στρατιώτη». Στους πελεκημένους πωρόλιθους του τοίχου είναι χαραγμένα, δίπλα σε 16 μεταλλικές ασπίδες, τα ονόματα τόπων που έδωσε πολύνεκρες μάχες ο Ελληνικός Στρατός στην νεότερη ιστορία. Στα αριστερά της σύνθεσης περιλαμβάνονται οι μάχες του Α` Βαλκανικού Πολέμου.



Στο κέντρο του μνημείου και στους πωρόλιθους που υπάρχουν στις κλίμακες μάχες του Β` Βαλκανικού Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ενώ στα δεξιά της σύνθεσης συγκρούσεις του Α` Παγκοσμίου Πολέμου και επιχειρήσεις του Ελληνικού Στρατού στη Ρωσία. Μετά την απελευθέρωση πάνω στο κενοτάφιο προστέθηκαν τα πεδία των μαχών του Β` Παγκοσμίου Πολέμου και αργότερα οι επιχειρήσεις στην Κορέα. Με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων το 1994 προστέθηκε και το όνομα «Κύπρος». Το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη λοιπόν δεν είναι ένα απλό μνημείο, είναι το κορυφαίο μνημείο για τον πιο κορυφαίο ήρωα τον ήρωα εκείνο που έπεσε για την ελευθερία.

Αυτός είναι κι ο λόγος που αποδίδονται τόσο μεγάλες τιμές σε αυτό το πρόσωπο. Αυτός είναι επίσης κι ο λόγος για τον οποίο το μνημείο αυτό φυλάσσεται από την γνωστή σε όλους "Προεδρική Φρουρά" ή αλλιώς τους "Εύζωνες". Η Φύλαξη αυτή είναι συμβολική και προσπαθεί ουσιαστικά να δείξει την τιμή και την ευγνωμοσύνη που αισθανόμαστε όλοι οι Έλληνες για την θυσία που έκαναν οι πεσόντες για την Ελευθερία της χώρας μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Ελληνικό Μνημείο δεν υπάρχει σορός, ακολουθώντας τα έθιμα των Αρχαίων Ελλήνων που ήθελαν τον τάφο κενό («µία δέ κλίνη κενή φέρεται ἐστρωµένη τῶν ἀφανῶν», Θουκυδίδης, 2.34.3).




ΟΙ ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ


Α’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1912-1913)


ΕΛΑΣΣΩΝ=ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΝ
ΛΑΖΑΡΑΔΕΣ=ΣΤΕΝΑΠΟΡΤΑΣ=ΚΑΤΕΡΙΝΗ=ΣΟΡΟΒΙΤΣ
ΓΙΑΝΝΙΤΣΑ=ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ=ΟΣΤΡΟΒΟΝ=ΚΟΡΙΤΣΑ
ΠΕΣΤΑ=ΓΡΥΜΠΟΒΟ=ΠΕΝΤΕΠΗΓΑΔΙΑ=ΠΡΕΒΕΖΑ
ΑΕΤΟΡΡΑΧΗ=ΜΑΝΩΛΙΑΣΣΑ=ΜΠΙΖΑΝΙ=ΔΡΙΣΚΟΣ
Β’ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1913)
ΚΙΛΚΙΣ=ΛΑΧΑΝΑ=ΜΠΕΛΕΣ=ΚΡΕΣΝΑ ΤΣΟΥΜΑΓΙΑ
ΠΕΤΣΟΒΟ=ΝΕΥΡΟΚΟΠΙ=ΜΠΑΝΙΤΣΑ=ΜΑΧΩΜΕΑ


Α’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1914-1918)


ΓΚΟΛΟΜΠΙΛΟ=ΣΜΠΟΡΣΚΟ=ΠΡΕΣΛΑΠ=ΕΡΙΓΩΝ
ΡΑΒΙΝΕ=ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ=ΣΚΡΑ=ΣΤΡΥΜΩΝ
ΔΟΪΡΑΝΗ=ΜΠΕΛΕΣ=ΓΚΡΑΝΚΟΡΟΝΕ=ΤΖΕΝΑ


Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ ΡΩΣΙΑ (1919)


ΧΕΡΣΩΝ=ΣΕΡΜΙΚΑΣ=ΟΔΗΣΣΟΣ=ΣΕΒΑΣΤΟΥΠΟΛΙΣ


ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (1919-1922)


ΑΡΤΑΚΗ=ΑΙΔΙΝΙΟΝ=ΠΡΟΥΣΣΑ=ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑ
ΤΟΥΜΛΟΥΜΠΟΥΝΑΡ=ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ=ΔΟΡΙΛΑΙΩΝ
ΑΦΙΟΝ ΚΑΡΑΧΙΣΑΡ=ΣΑΓΓΑΡΙΟΣ=ΚΑΛΕΓΚΡΟΤΟ


Β’ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (1940-1945) – ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΚΟΡΕΑΣ (1950-1953)- ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ (1974)


ΠΙΝΔΟΣ
ΜΟΡΟΒΑ=ΚΟΡΥΤΣΑ=ΚΑΛΑΜΑΣ
ΤΟΜΟΡΟΣ=ΤΡΕΜΠΕΣΙΝΑ
ΧΕΙΜΑΡΡΑ=ΑΡΓΥΡΟΚΑΣΤΡΟΝ
743=ΜΠΟΥΜΠΕΣΙ=ΚΑΛΠΑΚΙ
ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ=ΠΡΕΜΕΤΗ
ΟΣΤΡΟΒΙΤΣΑ=ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ
ΡΟΥΠΕΛ=ΠΕΡΙΘΩΡΙ=ΚΡΗΤΗ
ΕΛ-ΑΛΑΜΕΪΝ=ΡΙΜΙΝΙ
ΡΟΥΒΙΚΩΝ=ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ=ΚΟΡΕΑ
ΚΥΠΡΟΣ



ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ -  ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΟΙ

Δημόσιοι χώροι όπου τιμάται η θυσία των πεσόντων στρατιωτών είναι τα στρατιωτικά νεκροταφεία, τα μνημεία πολέμων ή μεμονωμένων μαχών (τοπικά και εθνικά) και τα μνημεία του Άγνωστου Στρατιώτη. Υπηρετούν κοινούς στόχους, οι λειτουργίες τους συχνά αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά δεν πρέπει να συγχέονται. Τα μνημεία του Άγνωστου Στρατιώτη έχουν ιδιαίτερες και συγκεκριμένες καταβολές -την επαύριον του Α' Παγκοσμίου Πολέμου- και αυτόνομη δυναμική. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η εμπειρία του πολέμου συνιστά την κατεξοχήν ευκαιρία έκφρασης της εθνικής περηφάνιας και συσπείρωσης. Γι’ αυτό, προβάλλεται σε τοπικά και εθνικά μνημεία πολέμου, που –όχι τυχαία– ανεγείρονται με αφορμή στρατιωτικές νίκες.

Ενώ όμως πρόκειται για δημόσιους χώρους μνήμης, τα ονόματα των νεκρών στρατιωτών παραλείπονται και οι πεσόντες καταγράφονται ως αριθμοί. Μόνο οι στρατηγοί μνημονεύονται -συχνά το ίδιο το μνημείο είναι αφιερωμένο προσωπικά σε έναν από αυτούς. Ωστόσο, σταδιακά από τα μέσα του αιώνα και έως τον Α' Π. Π., με την απόδοση νέου, αυξημένου ρόλου στον «κοινό άνθρωπο» στις κοινωνίες του δυτικού κόσμου, αρχίζουν να αναγράφονται πλήρεις κατάλογοι πεσόντων στα μνημεία των μαχών. Όμως ακόμα, η έννοια ενός (μόνο) συμβολικού τάφου για τους αφανείς νεκρούς απουσιάζει.

Η ανάγκη για κάτι τέτοιο θα προκύψει μόνο μετά την εμπειρία του Μεγάλου πολέμου. προγενέστερα παραδείγματα είναι μόνο σποραδικά, και μάλιστα χωρίς να δημιουργούν μια σχετική παράδοση. Η θεμελίωση μνημείου και η συνοδευτική τελετουργική απόδοση τιμών για τους αφανείς νεκρούς, ειδικά του Α’ παγκοσμίου πολέμου, αποφασίζεται και εφαρμόζεται σε δύο από τις νικήτριες δυνάμεις, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, με αφορμή την εθνική εορτή της πρώτης επετείου της «Ημέρας της κατάπαυσης του πυρός», στις 11 Νοεμβρίου 1919. Στο Παρίσι, κάτω από την Αψίδα του Θριάμβου διαμορφώνεται ο τάφος του Γάλλου Άγνωστου Στρατιώτη.

Έναν χρόνο αργότερα, πραγματοποιείται η εκταφή λειψάνων αταύτιστων στρατιωτών από τα πεδία μαχών, η τυχαία επιλογή ενός από αυτά, και η ταφή του στο μνημείο. Έτσι, η Αψίδα από μνημείο δόξας των στρατηγών του Ναπολέοντα, γίνεται μνημείο της θυσίας όλου του Γαλλικού λαού. Την ίδια περίοδο, στη Μεγάλη Βρετανία λαμβάνουν χώρα αντίστοιχες ενέργειες: παρέλαση, εκταφή σωρών, επιλογή της μιας, νεκρώσιμη πομπή και ταφή της. Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι δεν χρησιμοποιείται ένα προϋπάρχον πολεμικό μνημείο, αλλά ανεγείρεται ένα νέο, συνειδητά διαμορφωμένο ως μνημείο πεσόντων, το «Κενοτάφιο».




Αντίστοιχα, τα λείψανα του «Άγνωστου πολεμιστή», τοποθετούνται σε κανονικό τάφο στο Αβαείο του Ουεστμίνστερ -εκεί όπου αναπαύονται όλοι οι ένδοξοι Άγγλοι νεκροί. Ακολουθούν, το 1921, άλλοι δύο από τους νικητές, η Ιταλία που επιστρατεύει τον κατεξοχήν χώρο έκφρασης της εθνικής της ενότητας, το Μνημείο του Βίκτωρα Εμμανουήλ στη Ρώμη, και οι ΗΠΑ που επιλέγουν το ιστορικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Άρλινγκτον στη Βιρτζίνια ως χώρο τοποθέτησης της σαρκοφάγου του Άγνωστου Στρατιώτη. Αντίστοιχα, οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην ηττημένη Γερμανία του μεσοπολέμου, επιτρέπουν μόλις το 1931, τη μετατροπή του «Νέου Κτιρίου της φρουράς» στο Βερολίνο σε μνημείο των πεσόντων.

Αυτές οι ενέργειες βρίσκουν πολύ γρήγορα μιμητές και στα υπόλοιπα κράτη που έχουν συμμετάσχει στο Μεγάλο πόλεμο και στους πολέμους που συνδέονται με αυτόν. Έως τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο η αισθητική των μνημείων και το περιεχόμενο των σχετιζόμενων με αυτά τελετών θα έχουν παγιωθεί σε ένα πρότυπο που ισχύει μέχρι και σήμερα -ιδίως στη Γαλλική του εκδοχή, όπου τάφος και μνημείο ταυτίζονται. Είναι σαφές ότι η εμπειρία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου αποτελεί την κύρια αιτία, τόσο για την ανέγερση μνημείων για τους αφανείς πεσόντες, όσο και για την υιοθέτηση του συχνά περίπλοκου τελετουργικού που συνοδεύει τη λειτουργία τους. Ο Μεγάλος πόλεμος συνιστά μια εμπειρία που άλλαξε τις κοσμοαντιλήψεις ολόκληρων κοινωνιών.

Για πρώτη φορά είχαν χρησιμοποιηθεί τόσο μεγάλοι στρατοί νεαρών, ενθουσιωδών πολιτών-στρατιωτών. Η φρίκη της σφαγής εκατομμυρίων από αυτούς, καθιστά τώρα επιτακτική την ίδρυση από το κράτος μνημείων-“καταφυγίων”, όπως είναι οι τάφοι και τα κενοτάφια των Αγνώστων Στρατιωτών. Στόχοι αυτών των μνημείων και των τελετών που τα περιβάλλουν είναι: να ενοποιήσουν το πένθος χιλιάδων μεμονωμένων οικογενειών σε μια ενιαία πολιτική λατρεία των πεσόντων και να απαλύνουν την εμπειρία του πολέμου από τη μνήμη όσων είχαν πάρει μέρος σε αυτόν, ώστε να της δώσουν μια αγνή, σχεδόν μυθική διάσταση. Αυτή η προσπάθεια εξιδανίκευσης γίνεται αισθητή και μέσω της θεματολογίας και τεχνοτροπίας των συγκεκριμένων μνημείων.

Ο Χριστιανισμός και η κλασική αρχαιότητα είναι οι βασικές αναφορές τους. Συχνά μάλιστα, στα ανάγλυφα ή αγάλματα που κοσμούν τα μνημεία, τα όπλα που κρατούν οι πεσόντες στρατιώτες είναι ξίφη –αναγωγή στην ηρωική, ''ιπποτική'' διάσταση του πολέμου. Όχι τυχαία, ο Βρετανός «Άγνωστος πολεμιστής» είναι θαμμένος μαζί με ένα ξίφος από την εποχή των Σταυροφοριών. Στο ίδιο πλαίσιο εξιδανίκευσης εντάσσεται και ένα άλλο χαρακτηριστικό στα μνημεία των Αγνώστων Στρατιωτών: η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στη στρατιωτική ιεραρχία. Οι ενταφιασμένοι άγνωστοι στρατιώτες ή οι φρουροί που τους φυλάνε δεν έχουν βαθμό.




Ο μύθος της πολεμικής εμπειρίας είναι μύθος ''ισότητας'': κάθε μεμονωμένος νεκρός στρατιώτης είναι σημαντικό πρόσωπο, γιατί εκφράζει το ιδεατό της εθνικής κοινότητας ως μιας συντροφικότητας μεταξύ ίσων που μοιράζονται μια κοινή αποστολή. Φυσικά, το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη σε κάθε χώρα καλύπτει και πιο συγκεκριμένες, πρακτικές ανάγκες, ανάλογα με την ιστορική συγκυρία. Έτσι, στη Μεγάλη Βρετανία η ανέγερση του «Κενοταφίου» θεωρήθηκε και ως ένα μέσο εκτόνωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας που είχε επιφέρει ο πόλεμος. Αντίστοιχα, ο Άγνωστος Στρατιώτης στη Γερμανία θα γίνει το επίκεντρο της προσπάθειας διατήρησης του φιλοπόλεμου αισθήματος ενός ηττημένου κράτους.

Η μνήμη των αγνώστων νεκρών των πολέμων που ακολουθούν τον Α' Παγκόσμιο υπηρετήθηκε, είτε με τη σταδιακή συμπερίληψή τους στο αρχικό μνημείο (ή, αν πρόκειται για κενοτάφιο, με την αναγραφή του πολεμικού γεγονότος), είτε με την αποδοχή ότι στο αρχικό μνημείο θα τιμώνται ουσιαστικά και όλοι οι μεταγενέστεροι νεκροί. Τέλος, κράτη που καθυστέρησαν να ιδρύσουν τέτοια μνημεία, όταν το έκαναν, τίμησαν αναδρομικά σε αυτά και τους πεσόντες των παλαιότερων πολέμων. Έτσι, το μνημείο μετατρέπεται προοδευτικά από τάφος του αγνώστου ενός πολέμου, σε τάφο ή τάφους του αγνώστου ή των αγνώστων όλων των πολέμων του έθνους.

Σήμερα, τα μνημεία των Αγνώστων Στρατιωτών αποτελούν πηγή εθνικής περηφάνιας, σεβασμού αλλά και αναστοχασμού για τα δεινά του πολέμου για τους πολίτες κάθε κράτους. Ένα ίσως ελάχιστα γνωστό σημείο από την ιστορία του μνημείου είναι ότι «ευζωνικά τάγματα» ανέλαβαν το 1943 - 1944 να "συνδράμουν" τον κατακτητή κατά της Αντίστασης και συγκροτήθηκαν από τους τσολιάδες του μνημείου. Το βασικό δε Τάγμα Ασφαλείας της πρωτεύουσας ήταν το «Τάγμα Φρουράς του Αγνώστου Στρατιώτου». Στην επίσημη ιστοσελίδα της Προεδρικής Φρουράς γράφει :

«Κατά την διάρκεια της κατοχής οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής επέτρεψαν στην τότε Ανακτορική Φρουρά να εξακολουθεί να φρουρεί το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη. Με αποφάσεις όμως της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη, τα τάγματα Ευζώνων αναγκάστηκαν να συνεργαστούν με τις κατοχικές δυνάμεις. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να τους αποδοθεί ο αρνητικός όρος "Γερμανοτσολιάδες".





ΤΑ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ

Με την δημιουργία του γλυπτού διαμορφώθηκε και όλος ο χώρος της πλατείας μπροστά από την Βουλή. Έτσι δόθηκε μνημειακός χαρακτήρας σε όλη την έκταση της πλατείας που κατασκευάστηκε. Οι χωματουργικές εργασίες είχαν κρατήσει μεγάλο διάστημα. Δεδομένου ότι υπήρχε υψομετρική διαφορά αλλά και δυσκολία στην επεξεργασία του πωρόλιθου. Έτσι απαιτήθηκε περισσότερος χρόνος αλλά και ειδικοί τεχνίτες από την Γαλλία. Το γεγονός αυτό ανέβαζε πολύ το κόστος κατασκευής και ήδη είχαν δημιουργηθεί πολλά αρνητικά σχόλια που τόνιζαν τις σπατάλες την στιγμή δύσκολης κατάστασης για την χώρα. Ακόμα και το σωματείο των γλυπτών είχε αφήσει υπόνοιες για μυστικές συμφωνίες και «απευθείας αναθέσεις».

Ιδιαίτερη αίσθηση είχε προκαλέσει το γεγονός ότι οι μεταλλικές ασπίδες και τα κύπελλα θυμιάματος ενώ ήταν προγραμματισμένο να χυτευτούν στην Ελλάδα τελικά κατασκευάστηκαν στο Παρίσι με τετραπλάσια τιμή από την αρχική.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ - ΒΑΣΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΗΠΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΝΗΜΕΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ

1833
ΚΗΠΟΣ Πολεοδομικό σχέδιο των Σταμάτιου Κλεάνθη – Eduard Schaubert, το οποίο προβλέπει Βασιλικό Κήπο (180 στρέμματα) σε άμεση γειτνίαση με τα Aνάκτορα στην περιοχή της σημερινής πλατείας Ομονοίας.

1834
ΚΗΠΟΣ Οι Leo von Klenze και Karl Friedrich von Schinkel προτείνουν χωρίς επιτυχία ανέγερση βασιλικών ανακτόρων και κήπων σε Κεραμεικό και Ακρόπολη αντίστοιχα. Ο Friedrich von Gärtner, που τελικά αναλαμβάνει την οικοδόμηση των Ανακτόρων στο λόφο της Μπουμπουνίστρας, προβλέπει στα ανατολικά τους βασιλικό κήπο Γαλλικού τύπου.

Η Αθήνα ανακηρύσσεται πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Επίσημη υποδοχή του Όθωνα στην πόλη.

1836

ΚΗΠΟΣ Έναρξη οικοδόμησης των Ανακτόρων. παράλληλα, ο Γερμανός αρχιτέκτονας Ludwig Lange προτείνει τη δημιουργία ενός δημόσιου κήπου που θα εκτείνεται από το Λυκαβηττό μέχρι τις όχθες του Ιλισσού.

1836 - 1859
ΚΗΠΟΣ Αγορά αγροτεμαχίων για τη δημιουργία και επέκταση του Βασιλικού Κήπου.

1837
Τα υπό ανέγερση Ανάκτορα συνδέονται με τον περιβάλλοντα χώρο τους βάσει του σχεδίου του αρχιτέκτονα Hoch.

Έμφαση δίνεται στη διαμόρφωση της περιοχής της πλατείας στα δυτικά του κτηρίου.

ΚΗΠΟΣ Άφιξη της Αμαλίας στην Αθήνα. Η βασίλισσα αναλαμβάνει προσωπικά την υπόθεση του Κήπου και συστήνει αρμόδια επιτροπή.



1839
ΚΗΠΟΣ πολεοδομικό σχέδιο του Λύσανδρου Καυταντζόγλου που προβλέπει την τοποθέτηση των Ανακτόρων ανάμεσα σε δύο κήπους, καθώς και τη δημιουργία ενός ευρύτερου δημόσιου αρχαιολογικού πάρκου.

ΚΗΠΟΣ Έναρξη δενδροφύτευσης και δημιουργία του βασικού κηποτεχνικού σκελετού με φυτά αυτοφυή και από το εξωτερικό. Την επίβλεψη των εργασιών (και τη διεύθυνση του Κήπου) αναλαμβάνουν ο Βαυαρός γεωπόνος Smarat και ο πρώσος Friedrich Schmidt. Στην εκσκαφή του πρώτου τμήματος του Κήπου έχουμε την πρώτη απόπειρα χάραξης κήπου αγγλικού τύπου. Ο Κήπος συνεχίζει να εμπλουτίζεται έως το 1882.

1843
ΚΗΠΟΣ Ο Κήπος επεκτείνεται νότια και ανατολικά. 

Ιούλιος Το βασιλικό ζεύγος και η Αυλή εγκαθίστανται στα Ανάκτορα.

3 Σεπτεμβρίου Εκδηλώνεται κίνημα για την παραχώρηση Συντάγματος.

1844
Μάρτιος Συνταγματική μοναρχία. Έναρξη κοινοβουλευτικού βίου.

1846
ΚΗΠΟΣ χώρος υπαίθριων προγευμάτων της Αυλής διαμορφώνεται στο σημείο του Βασιλικού Κήπου, όπου αποκαλύπτεται μωσαϊκό δάπεδο Ρωμαϊκής εποχής.

1847
ΚΗΠΟΣ Αρχικηπουρός διορίζεται ο Γάλλος κηποτέχνης François Lοuis Bareaud, που έχει συντάξει (1843) και τον κατάλογο των κυριότερων ειδών δέντρων που καλλιεργούνταν στον Κήπο.

ΚΗΠΟΣ Στο σχέδιο της πόλης των Αθηνών της Επιτροπής Αξιωματικών σημειώνεται όλος ο χώρος μέχρι τον Ιλισσό και το Ολυμπείον ως μελλοντικό πεδίο επέκτασης του Κήπου.

1848 - 1852
ΚΗΠΟΣ Ο Κήπος φθάνει με τρίτη επέκταση τα 150 στρέμματα.

1848
ΚΗΠΟΣ Ο Βαυαρός αρχιτέκτονας κήπων Eduard von Riedel πραγματοποιεί τις χαράξεις του Κήπου, αντικαθιστώντας το Hoch. Συμμετέχει και ο Αθηναίος αρχιτέκτονας παναγής Βρετός-Κάλκος.

1850
ΚΗΠΟΣ Σχέδιο του François Lοuis Bareaud προβλέπει πυκνή φύτευση του βορειανατολικού τμήματος του Κήπου, διαμόρφωση οπωρώνα στο κέντρο και δημιουργία τριών διαδρόμων θέας με χλοοτάπητες, τριανταφυλλιές και άλλα άνθη.



1851
ΚΗΠΟΣ Το Βασιλικό Ελληνικό Αυλαρχείο, για λόγους ασφαλείας, αποφασίζει την απαγόρευση εισόδου του κοινού στον Κήπο, με κάποιες εξαιρέσεις. Ύστερα από έντονες αντιδράσεις, επιτρέπεται η είσοδος «εις τους καλώς ενδεδυμένους».

1854
ΚΗΠΟΣ Αποφασίζεται να ανοίγει ο Κήπος κάποιες ώρες για όλους τους κατοίκους.

1862
Οκτώβριος Έξωση του Όθωνα και της Αμαλίας.

1863
Οκτώβριος Άφιξη Γεωργίου Α’.

1864
Μάρτιος Ένωση Ιονίων νήσων με την Ελλάδα.

1866
ΚΗΠΟΣ Τοποθετούνται στον Κήπο οι μαρμάρινες προτομές του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και του Ελβετού φιλέλληνα τραπεζίτη Ιωάννη-Γαβριήλ Εϋνάρδου, έργα του γλύπτη Ιωάννη Κόσσου.

1868

ΚΗΠΟΣ Έναρξη αποπληρωμής του χρέους για την κατασκευή των Ανακτόρων και τη διαμόρφωση του Κήπου στην Αμαλία.

ΚΗΠΟΣ Εγκαθίσταται στη βορειοανατολική γωνία του Κήπου η Βασιλική (μετέπειτα προεδρική) φρουρά σε έκταση 4,5 στρεμμάτων.

1881
Φεβρουάριος Παραχωρούνται στην Ελλάδα η Θεσσαλία και η περιοχή της Άρτας.

1883
ΚΗΠΟΣ Το Friedrich Schmidt διαδέχεται στη διεύθυνση του Κήπου ο Γάλλος γεωπόνος Laval.

1884
Ιούλιος Πυρκαγιά στα Ανάκτορα.

1896
Μάρτιος-Απρίλιος. Τέλεση των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων στο Παναθηναϊκό Στάδιο.

1897
Απρίλιος Ο ''ατυχής'' Ελληνο-τουρκικός πόλεμος.

1909
Αύγουστος Κίνημα στου Γουδή.

Δεκέμβριος Νέα πυρκαγιά στα Ανάκτορα. Μεγάλες καταστροφές.

1912 - 1913
Βαλκανικοί πόλεμοι.

1915 - 1921
ΚΗΠΟΣ Ο γεωπόνος Ιωάννης Κοντόπουλος αναδιαμορφώνει και σταθεροποιεί τις μορφές των πιο χαρακτηριστικών σημείων του Κήπου.



1915 - 1917
Εθνικός Διχασμός.

1917
Μετά την παραίτηση και αποχώρηση του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’, ο Κήπος εκ των πραγμάτων γίνεται Εθνικός.

1920
ΚΗΠΟΣ Τοποθετείται η προτομή του Σπυρίδωνα-Φιλίσκου Σαμάρα, έργο του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου.

1922
Αύγουστος-Σεπτέμβριος Μικρασιατική καταστροφή.

Υπηρεσίες περίθαλψης των προσφύγων εγκαθίστανται στα “παλαιά” πλέον Ανάκτορα.

1923
ΚΗΠΟΣ Ο Κήπος χαρακτηρίζεται κρατικός και έκτοτε παραμένει ανοικτός για το κοινό από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου.

1924
Μάρτιος-Απρίλιος Εγκαθίδρυση αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.

1924-1926
Στέγαση υπηρεσιών υπουργείων και άλλων φορέων στο κτήριο των παλαιών Ανακτόρων.

1925
ΚΗΠΟΣ Αποκαλυπτήρια της προτομής του Διονύσιου Σολωμού, έργο του Θωμά Θωμόπουλου, με πλήθος κόσμου και προσφώνηση από τον Κωστή παλαμά.

ΜΝΗΜΕΙΟ Αρχίζει να διαμορφώνεται η ιδέα κατασκευής ενός μνημείου για τον Άγνωστο Στρατιώτη. Η χωροθέτηση του μνημείου στην πόλη θα αποτελέσει ζήτημα διαμάχης.

1926
ΚΗΠΟΣ Θυσιάζεται μικρή λωρίδα δέντρων για τη διαπλάτυνση και ευθυγράμμιση της λεωφόρου Βασιλίσσης Αμαλίας. Αποκαλυπτήρια της προτομής του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, έργο του φωκίωνα Ρωκ.

ΜΝΗΜΕΙΟ Μάρτιος προκηρύσσεται, στο πλαίσιο της επιδιωκόμενης από το Θεόδωρο πάγκαλο στέγασης του Υπουργείου Στρατιωτικών στα παλαιά Ανάκτορα, διαγωνισμός μελέτης για την κατασκευή του Μνημείου. Ορίζεται ως χώρος ανέγερσής του η «έμπροσθεν των παλαιών Ανακτόρων πλατείαν, καταλλήλως προς τούτο διαρρυθμιζομένην». Η επιλογή του χώρου αμφισβητείται από φιλελεύθερους και διανοούμενους.

ΜΝΗΜΕΙΟ Οκτώβριος Έγκριση και βράβευση της μελέτης για το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη με το ψευδώνυμο ΣΚΡΑ, του αρχιτέκτονα Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Η μελέτη περιλαμβάνει ανάγλυφη παράσταση σε προσχέδιο του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου.

1927
ΚΗΠΟΣ Με νομοθετικό διάταγμα ιδρύεται η Επιτροπή Δημοσίων Κήπων και Δενδροστοιχιών και καθιερώνεται και επίσημα η ονομασία Εθνικός Κήπος.

ΜΝΗΜΕΙΟ Σύσταση επιτροπής για την εύρεση της καταλληλότερης θέσης για την ανέγερση του Μνημείου. Οριστική επιλογή της πλατείας των παλαιών Ανακτόρων.



1927 - 1940
ΚΗΠΟΣ Εποχή σταθεροποίησης και βελτίωσης της μορφής του Εθνικού Κήπου και μετατροπής του από ιδιωτικό κήπο σε δημόσιο πάρκο.

1928
ΜΝΗΜΕΙΟ Ιούνιος Το υπουργικό συμβούλιο, εγκρίνει τη χωροθέτηση του Μνημείου και αναθέτει στον Εμμανουήλ Λαζαρίδη την εκπόνηση των οριστικών σχεδίων.

1928 - 1929
ΜΝΗΜΕΙΟ Οι αντιδράσεις για την επιλογή του χώρου εντείνονται (εφημερίδες, καλλιτεχνικός κόσμος, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, πολιτικός κόσμος).

1929
ΜΝΗΜΕΙΟ Την ευθύνη για την ανέγερση του Μνημείου στο χώρο αναλαμβάνει προσωπικά ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος.

Μάρτιος Οριστική απόφαση του πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου για στέγαση της Βουλής και της Γερουσίας στο κτήριο των παλαιών Ανακτόρων.

ΜΝΗΜΕΙΟ Απρίλιος Έναρξη των χωματουργικών και προπαρασκευαστικών εργασιών για τη διαμόρφωση του χώρου για το Μνημείο.

ΜΝΗΜΕΙΟ Σεπτέμβριος Ρήξη του Θωμά Θωμόπουλου με τον Εμμανουήλ Λαζαρίδη. Ο πρώτος, μετά τον παραγκωνισμό του, προσφεύγει στις αρμόδιες αρχές χωρίς να βρει δικαίωση. Ο Λαζαρίδης αναζητεί νέο συνεργάτη.

ΜΝΗΜΕΙΟ Σεπτέμβριος Η επιτροπή επίβλεψης αποφασίζει την τοποθέτηση μεταλλικών ασπίδων και κυπέλλων θυμιάματος ως διακοσμητικών στοιχείων του Μνημείου, σε σχέδια του Εμμανουήλ Λαζαρίδη.

ΜΝΗΜΕΙΟ Δεκέμβριος Η επιτροπή επίβλεψης προτείνει τη διαμόρφωση του χώρου των ανθοπωλείων στο πρανές της βόρειας πλευράς της πλατείας του Άγνωστου Στρατιώτη. Τα σχέδια ανατίθενται στον Εμμανουήλ Λαζαρίδη.

1930
ΜΝΗΜΕΙΟ Μαΐος Με παρέμβαση του υπουργού παιδείας Γεώργιου παπανδρέου, απαιτείται θετική εισήγηση του γλύπτη Κώστα Δημητριάδη, προκειμένου να εγκριθεί οποιαδήποτε σύνθεση για την ανάγλυφη παράσταση του Μνημείου.

ΜΝΗΜΕΙΟ Δεκέμβριος Η επιτροπή επίβλεψης εγκρίνει τη νέα πρόταση με παράσταση νεκρού οπλίτη, έργο του γλύπτη φωκίωνα Ρωκ.

1931
ΚΗΠΟΣ Μεγάλη ανοιξιάτικη χιονόπτωση προξενεί καταστροφή πολλών δέντρων του Κήπου.

ΜΝΗΜΕΙΟ Ιούνιος Ο Κώστας Δημητριάδης, αναλαμβάνει επίσημα την επίβλεψη των εργασιών του φωκίωνα Ρωκ, ως επιβλέπων όλων των καλλιτεχνικών τμημάτων του Μνημείου.

ΜΝΗΜΕΙΟ Ιούλιος Η επιτροπή επίβλεψης αποφασίζει τον τρόπο αναγραφής των τοπωνυμίων των μαχών στους αναβαθμούς του Μνημείου.

ΜΝΗΜΕΙΟ Σεπτέμβριος Αντιδράσεις για την καλλιτεχνική αξία της πρότασης Ρωκ, τις μεθοδεύσεις που οδήγησαν στην ανάθεση αλλά και για την υπέρογκη αμοιβή του μαρμαρογλύπτη.



1932
ΜΝΗΜΕΙΟ Εγκαίνια του Μνημείου με μεγάλη επισημότητα στην εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου.

ΜΝΗΜΕΙΟ Μάιος πρωτόκολλο παράδοσης του έργου από το Λαζαρίδη στην επιτροπή επίβλεψης.

ΜΝΗΜΕΙΟ Ιούλιος παρουσιάζεται το σχέδιο φωτισμού της πλατείας και του Μνημείου.

1934
ΚΗΠΟΣ Κίνδυνοι καταστροφής του Κήπου από ψύχος και ξηρασία.

Ανεπιτυχής απόπειρα οικοπεδοποίησής του.

1935
Ιούλιος Πανηγυρική έναρξη των εργασιών της Βουλής στο νέο της κτήριο.

1936
Αύγουστος Διάλυση της Βουλής. Δικτατορία Μεταξά.

1938
ΜΝΗΜΕΙΟ Ιανουάριος Ο Λαζαρίδης αποστέλλει στο Υπουργείου Τύπου και Τουρισμού συνοπτικό ιστορικό της πορείας των έργων του Μνημείου.

1941 - 1944
ΚΗΠΟΣ Κατοχή. Σημαντικές φθορές στον Κήπο: καταστροφή μεγάλου αριθμού φυτών, εγκατάλειψη παρτεριών ανθέων-χλόης, τέλεια καταστροφή ζωοπτηνολογικής συλλογής, σοβαρές ζημιές στα διάφορα τεχνικά έργα.

1944
Δεκέμβριος Συγκρούσεις των “Δεκεμβριανών” στην Αθήνα.

1946
Μάιος Επανέναρξη των εργασιών της Βουλής.

1946 - 1949
Εμφύλιος πόλεμος.

1954
ΚΗΠΟΣ Η Διεύθυνση Κήπων και Δενδροστοιχιών επιτρέπει την εγκατάσταση υπαίθριου θέατρου μέσα στον Κήπο, προς την πλευρά της λεωφόρου Αμαλίας. Ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Το θέατρο λειτούργησε περίπου για μία δεκαετία.

1956
ΚΗΠΟΣ Η προσπάθεια αποκατάστασης επιτυγχάνει σε μεγάλο βαθμό. Ο Κήπος βρίσκει τουλάχιστον εξωτερικά την προπολεμική του εμφάνιση.

1960 - 1980
ΚΗΠΟΣ Ο Κήπος συντηρείται σε σταθερή βάση, εκσυγχρονίζεται τεχνικά και εμπλουτίζεται με νέα είδη φυτών. 



1963
ΚΗΠΟΣ Τοποθετείται η ορειχάλκινη προτομή του ποιητή Jean Moréas (Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλου), έργο του γλύπτη EmileAntoine Bourdelle.

1967 - 1974
Δικτατορία των Συνταγματαρχών.

1974
Δεκέμβριος Δημοψήφισμα για το πολιτειακό: κατάργηση βασιλείας.

1975
Ιούνιος Ψήφιση Συντάγματος: προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία.

1975 - 2009
Συνεχείς εργασίες συντήρησης και εκσυγχρονισμού του κτηρίου της Βουλής.

1978
ΚΗΠΟΣ Σφοδρή ανεμοθύελλα επιφέρει σοβαρές ζημιές στον Κήπο.

1979
Μάιος Ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.

1984
ΚΗΠΟΣ Αρχίζει η λειτουργία Βοτανικού Μουσείου (σήμερα είναι κλειστό), παιδικής Βιβλιοθήκης και καφενείου στον Κήπο.

1997
ΚΗΠΟΣ Ο Κήπος περνάει στην αρμοδιότητα της περιφέρειας Αττικής.

2001
Ιανουάριος Ένταξη της Ελλάδας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση.

2004
ΚΗΠΟΣ Ο Κήπος παραχωρείται για 90 χρόνια στο Δήμο Αθηναίων.

2005
ΚΗΠΟΣ Συγκροτείται το νομικό πρόσωπο Δήμος Αθηναίων - Εθνικός Κήπος, αρμόδιο για τη διαχείριση του Κήπου.

Σήμερα
ΚΗΠΟΣ Ο Κήπος έχει γύρω στα 7.000 δέντρα, 40.000 θάμνους και άλλα μικρότερα φυτά απ’ όλο τον κόσμο. Διαθέτει επτά εισόδους: μία στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, τρεις στην οδό Ηρώδου του Αττικού, δύο στο Ζάππειο και μία στη λεωφόρο Βασιλίσσης Αμαλίας.



Την παράδοση του γέρου κηπουρού Schmidt, που ταυτίστηκε με τον Κήπο, συνέχισε μια πλειάδα διευθυντών: Πέτρος Πάτσης (1887 - 1895), Σουκ (1895 - 1896), Ιωάννης Πάτσης (1897 - ;), Φρειδερίκος Καιζοκέφαλος (1923 - 1924), Αδριανός Κοσμάς (1924 - 1926), Ηρακλής Παπαθεοδώρου (1926 - 1945), Νικόλαος Ταμβάκης (1955 - 1985).



ΘΟΥ­ΚΥ­ΔΙ­ΔΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ «Ε­ΠΙ­ΤΑ­ΦΙ­ΟΣ»

᾿Εν δὲ τῷ αὐ­τῷ χει­μῶ­νι ᾿Α­θη­ναῖ­οι τῷ πα­τρί­ῳ νό­μῳ χρώ­με­νοι δη­μο­σί­ᾳ τα­φὰς ἐ­ποι­ή­σα­ντο τῶν ἐν τῷ­δε τῷ πο­λέ­μῳ πρώ­των ἀ­πο­θα­νό­ντων τρό­πῳ τοι­ῷ­δε. τὰ μὲν ὀ­στᾶ προ­τί­θε­νται τῶν ἀ­πο­γε­νο­μέ­νων πρό­τρι­τα σκη­νὴν ποι­ή­σα­ντες, καὶ ἐ­πι­φέ­ρει τῷ αὑ­τοῦ ἕ­κα­στος ἤν τι βού­λη­ται· ἐ­πει­δὰν δὲ ἡ ἐκ­φο­ρὰ ᾖ, λάρ­να­κας κυ­πα­ρισ­σί­νας ἄ­γου­σιν ἅ­μα­ξαι, φυ­λῆς ἑ­κά­στης μί­αν· ἔ­νε­στι δὲ τὰ ὀ­στᾶ ἧς ἕ­κα­στος ἦν φυ­λῆς. μί­α δὲ κλί­νη κε­νὴ φέ­ρε­ται ἐ­στρω­μέ­νη τῶν ἀ­φα­νῶν, οἳ ἂν μὴ εὑ­ρε­θῶ­σιν ἐς ἀ­ναί­ρε­σιν. ξυ­νεκ­φέ­ρει δὲ ὁ βου­λό­με­νος καὶ ἀ­στῶν καὶ ξέ­νων, καὶ γυ­ναῖ­κες πά­ρει­σιν αἱ προ­σή­κου­σαι ἐ­πὶ τὸν τά­φον ὀ­λο­φυ­ρό­με­ναι. τι­θέ­α­σιν οὖν ἐς τὸ δη­μό­σι­ον σῆ­μα, ὅ ἐ­στιν ἐ­πὶ τοῦ καλ­λί­στου προ­α­στεί­ου τῆς πό­λε­ως, καὶ αἰ­εὶ ἐν αὐ­τῷ θά­πτου­σι τοὺς ἐκ τῶν πο­λέ­μων, πλήν γε­τοὺς ἐν Μα­ρα­θῶ­νι· ἐ­κεί­νων δὲ δι­α­πρε­πῆ τὴν ἀ­ρε­τὴν κρί­να­ντες αὐ­τοῦ καὶ τὸν τά­φον ἐ­ποί­η­σαν. ἐ­πει­δὰν δὲ κρύ­ψω­σι γῇ, ἀ­νὴρ ᾑ­ρη­μέ­νος ὑ­πὸ τῆς πό­λε­ως, ὃς ἂν γνώ­μῃ τε δο­κῇ μὴ ἀ­ξύ­νε­τος εἶ­ναι καὶ ἀ­ξι­ώ­σει προ­ή­κῃ, λέ­γει ἐ­π' αὐ­τοῖς ἔ­παι­νον τὸν πρέ­πο­ντα· με­τὰ δὲ τοῦ­το ἀ­πέρ­χο­νται. ὧ­δε μὲν θά­πτου­σιν· καὶ δι­ὰ πα­ντὸς τοῦ πο­λέ­μου, ὁ­πό­τε ξυμ­βαί­η αὐ­τοῖς, ἐ­χρῶ­ντο τῷ νό­μῳ. ἐ­πὶ δ' οὖν τοῖς πρώ­τοις τοῖσ­δε Πε­ρι­κλῆς ὁ Ξαν­θίπ­που ᾑ­ρέ­θη λέ­γειν. καὶ ἐ­πει­δὴ και­ρὸς ἐ­λάμ­βα­νε, προ­ελ­θὼν ἀ­πὸ τοῦ σή­μα­τος ἐ­πὶ βῆ­μα ὑ­ψη­λὸν πε­ποι­η­μέ­νον, ὅ­πως ἀ­κού­οι­το ὡς ἐ­πὶ πλεῖ­στον τοῦ ὁ­μί­λου, ἔ­λε­γε τοι­ά­δε.

Οἱ μὲν πολ­λοὶ τῶν ἐν­θά­δε ἤ­δη εἰ­ρη­κό­των ἐ­παι­νοῦ­σι τὸν προ­σθέ­ντα τῷ νό­μῳ τὸν λό­γον τόν­δε, ὡς κα­λὸν ἐ­πὶ τοῖς ἐκ τῶν πο­λέ­μων θα­πτο­μέ­νοις ἀ­γο­ρεύ­ε­σθαι αὐ­τόν. ἐ­μοὶ δὲ ἀρ­κοῦν ἂν ἐ­δό­κει εἶ­ναι ἀν­δρῶν ἀ­γα­θῶν ἔρ­γῳ γε­νο­μέ­νω­νἔρ­γῳ καὶ δη­λοῦ­σθαι τὰς τι­μάς, οἷ­α καὶ νῦν πε­ρὶ τὸν τά­φο­ντόν­δε δη­μο­σί­ᾳ πα­ρα­σκευ­α­σθέ­ντα ὁ­ρᾶ­τε, καὶ μὴ ἐν ἑ­νὶ ἀν­δρὶ πολ­λῶν ἀ­ρε­τὰς κιν­δυ­νεύ­ε­σθαι εὖ τε καὶ χεῖ­ρον εἰ­πό­ντι πι­στευ­θῆ­ναι. χα­λε­πὸν γὰρ τὸ με­τρί­ως εἰ­πεῖν ἐν ᾧ μό­λις καὶ ἡ δό­κη­σις τῆς ἀ­λη­θεί­ας βε­βαι­οῦ­ται. ὅ τε γὰρ ξυ­νει­δὼς καὶ εὔ­νους ἀ­κρο­α­τὴς τά­χ' ἄν τι ἐν­δε­ε­στέ­ρως πρὸς ἃ βού­λε­ταί τε καὶ ἐ­πί­στα­ται νο­μί­σει­ε δη­λοῦ­σθαι, ὅ τε ἄ­πει­ρος ἔ­στιν ἃ καὶ πλε­ο­νά­ζε­σθαι, δι­ὰ φθό­νον, εἴ τι ὑ­πὲρ τὴν αὑ­τοῦ φύ­σιν ἀ­κού­οι. μέ­χρι γὰρ τοῦ­δε ἀ­νε­κτοὶ οἱ ἔ­παι­νοί εἰ­σι πε­ρὶ ἑ­τέ­ρων λε­γό­με­νοι, ἐς ὅ­σον ἂν καὶ αὐ­τὸς ἕ­κα­στος οἴ­η­ται ἱ­κα­νὸς εἶ­ναι δρᾶ­σαί τι ὧν ἤ­κου­σεν· τῷ δὲ ὑ­περ­βάλ­λο­ντι αὐ­τῶν φθο­νοῦ­ντες ἤ­δη καὶ ἀ­πι­στοῦ­σιν. ἐ­πει­δὴ δὲ τοῖς πά­λαι οὕ­τως ἐ­δο­κι­μά­σθη ταῦ­τα κα­λῶς ἔ­χειν, χρὴ καὶ ἐ­μὲ ἑ­πό­με­νον τῷ νό­μῳ πει­ρᾶ­σθαι ὑ­μῶν τῆς ἑ­κά­στου βου­λή­σε­ώς τε καὶ δό­ξης τυ­χεῖν ὡς ἐ­πὶ πλεῖ­στον.




῎Αρ­ξο­μαι δὲ ἀ­πὸ τῶν προ­γό­νων πρῶ­τον· δί­και­ον γὰρ αὐ­τοῖς καὶ πρέ­πον δὲ ἅ­μα ἐν τῷ τοι­ῷ­δε τὴν τι­μὴν ταύ­την τῆς μνή­μης δί­δο­σθαι. τὴν γὰρ χώ­ραν οἱ αὐ­τοὶ αἰ­εὶ οἰ­κοῦ­ντες δι­α­δο­χῇ τῶν ἐ­πι­γι­γνο­μέ­νων μέ­χρι τοῦ­δε ἐ­λευ­θέ­ραν δι­' ἀ­ρε­τὴν πα­ρέ­δο­σαν. καὶ ἐ­κεῖ­νοί τε ἄ­ξι­οι ἐ­παί­νου καὶ ἔ­τι μᾶλ­λον οἱ πα­τέ­ρες ἡ­μῶν· κτη­σά­με­νοι γὰρ πρὸς οἷς ἐ­δέ­ξα­ντο ὅ­σην ἔ­χο­μεν ἀρ­χὴν οὐκ ἀ­πό­νως ἡ­μῖν τοῖς νῦν προ­σκα­τέ­λι­πον. τὰ δὲ πλεί­ω αὐ­τῆς αὐ­τοὶ ἡ­μεῖς οἵ­δε οἱ νῦν ἔ­τι ὄ­ντες μά­λι­στα ἐν τῇ κα­θε­στη­κυί­ᾳ ἡ­λι­κί­ᾳ ἐ­πηυ­ξή­σα­μεν καὶ τὴν πό­λιν τοῖς πᾶ­σι πα­ρε­σκευ­ά­σα­μεν καὶ ἐς πό­λε­μον καὶ ἐς εἰ­ρή­νην αὐ­ταρ­κε­στά­την. ὧν ἐ­γὼ τὰ μὲν κα­τὰ πο­λέ­μους ἔρ­γα, οἷς ἕ­κα­στα ἐ­κτή­θη, ἢ εἴ τι αὐ­τοὶ ἢ οἱ πα­τέ­ρες ἡ­μῶν βάρ­βα­ρον ἢ ῞Ελ­λη­να πο­λέ­μι­ον ἐ­πι­ό­ντα προ­θύ­μως ἠ­μυ­νά­με­θα, μα­κρη­γο­ρεῖν ἐν εἰ­δό­σιν οὐ βου­λό­με­νος ἐ­ά­σω· ἀ­πὸ δὲ οἵ­ας τε ἐ­πι­τη­δεύ­σε­ως ἤλ­θο­μεν ἐ­π' αὐ­τὰ καὶ με­θ' οἵ­ας πο­λι­τεί­ας καὶ τρό­πων ἐξ οἵ­ων με­γά­λα ἐ­γέ­νε­το, ταῦ­τα δη­λώ­σας πρῶ­τον εἶ­μι καὶ ἐ­πὶ τὸν τῶν­δε ἔ­παι­νον, νο­μί­ζων ἐ­πί τε τῷ πα­ρό­ντι οὐκ ἂν ἀ­πρε­πῆ λε­χθῆ­ναι αὐ­τὰ καὶ τὸν πά­ντα ὅ­μι­λον καὶ ἀ­στῶν καὶ ξέ­νων ξύμ­φο­ρον εἶ­ναι ἐ­πα­κοῦ­σαι αὐ­τῶν.

Χρώ­με­θα γὰρ πο­λι­τεί­ᾳ οὐ ζη­λού­σῃ τοὺς τῶν πέ­λας νό­μους, πα­ρά­δει­γμα δὲ μᾶλ­λον αὐ­τοὶ ὄ­ντες τι­σὶν ἢ μι­μού­με­νοι ἑ­τέ­ρους. καὶ ὄ­νο­μα μὲν δι­ὰ τὸ μὴ ἐς ὀ­λί­γους ἀλ­λ' ἐς πλεί­ο­νας οἰ­κεῖν δη­μο­κρα­τί­α κέ­κλη­ται· μέ­τε­στι δὲ κα­τὰ μὲν τοὺς νό­μους πρὸς τὰ ἴ­δι­α δι­ά­φο­ρα πᾶ­σι τὸ ἴ­σον, κα­τὰ δὲ τὴν ἀ­ξί­ω­σιν, ὡς ἕ­κα­στος ἔν τῳ εὐ­δο­κι­μεῖ, οὐκ ἀ­πὸ μέ­ρους τὸ πλέ­ον ἐς τὰ κοι­νὰ ἢ ἀ­π' ἀ­ρε­τῆς προ­τι­μᾶ­ται, οὐ­δ' αὖ κα­τὰ πε­νί­αν, ἔ­χων γέ τι ἀ­γα­θὸν δρᾶ­σαι τὴν πό­λιν, ἀ­ξι­ώ­μα­τος ἀ­φα­νεί­ᾳ κε­κώ­λυ­ται. ἐ­λευ­θέ­ρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοι­νὸν πο­λι­τεύ­ο­μεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλ­λή­λους τῶν κα­θ' ἡ­μέ­ραν ἐ­πι­τη­δευ­μά­των ὑ­πο­ψί­αν, οὐ δι­' ὀρ­γῆς τὸν πέ­λας, εἰ καθ᾿ ἡ­δο­νήν τι δρᾷ, ἔ­χο­ντες, οὐ­δὲ ἀ­ζη­μί­ους μέν, λυ­πη­ρὰς δὲ τῇ ὄ­ψει ἀ­χθη­δό­νας προ­στι­θέ­με­νοι. ἀ­νε­πα­χθῶς δὲ τὰ ἴ­δι­α προ­σο­μι­λοῦ­ντες τὰ δη­μό­σι­α δι­ὰ δέ­ος μά­λι­στα οὐ πα­ρα­νο­μοῦ­μεν, τῶν τε αἰ­εὶ ἐν ἀρ­χῇ ὄ­ντων ἀ­κρο­ά­σει καὶ τῶν νό­μων, καὶ μά­λι­στα αὐ­τῶν ὅ­σοι τε ἐ­π' ὠ­φε­λί­ᾳ τῶν ἀ­δι­κου­μέ­νων κεῖ­νται καὶ ὅ­σοι ἄ­γρα­φοι ὄ­ντες αἰ­σχύ­νην ὁ­μο­λο­γου­μέ­νην φέ­ρου­σιν.




Καὶ μὴν καὶ τῶν πό­νων πλεί­στας ἀ­να­παύ­λας τῇ γνώ­μῃ ἐ­πο­ρι­σά­με­θα, ἀ­γῶ­σι μέν γε καὶ θυ­σί­αις δι­ε­τη­σί­οις νο­μί­ζο­ντες, ἰ­δί­αις δὲ κα­τα­σκευ­αῖς εὐ­πρε­πέ­σιν, ὧν κα­θ' ἡ­μέ­ραν ἡ τέρ­ψις τὸ λυ­πη­ρὸν ἐκ­πλήσ­σει. ἐ­πε­σέρ­χε­ται δὲ δι­ὰ μέ­γε­θος τῆς πό­λε­ως ἐκ πά­σης γῆς τὰ πά­ντα, καὶ ξυμ­βαί­νει ἡ­μῖν μη­δὲν οἰ­κει­ο­τέ­ρᾳ τῇ ἀ­πο­λαύ­σει τὰ αὐ­τοῦ ἀ­γα­θὰ γι­γνό­με­να καρ­ποῦ­σθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλ­λων ἀν­θρώ­πων.

Δι­α­φέ­ρο­μεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πο­λε­μι­κῶν με­λέ­ταις τῶν ἐ­να­ντί­ων τοῖσ­δε. τήν τε γὰρ πό­λιν κοι­νὴν πα­ρέ­χο­μεν, καὶ οὐκ ἔ­στιν ὅ­τε ξε­νη­λα­σί­αις ἀ­πείρ­γο­μέν τι­να ἢ μα­θή­μα­τος ἢ θε­ά­μα­τος, ὃ μὴ κρυ­φθὲν ἄν τις τῶν πο­λε­μί­ων ἰ­δὼν ὠ­φε­λη­θεί­η, πι­στεύ­ο­ντες οὐ ταῖς πα­ρα­σκευ­αῖς τὸ πλέ­ον καὶ ἀ­πά­ταις ἢ τῷ ἀ­φ' ἡ­μῶν αὐ­τῶν ἐς τὰ ἔρ­γα εὐ­ψύ­χῳ· καὶ ἐν ταῖς παι­δεί­αις οἱ μὲν ἐ­πι­πό­νῳ ἀ­σκή­σει εὐ­θὺς νέ­οι ὄ­ντες τὸ ἀν­δρεῖ­ον με­τέρ­χο­νται, ἡ­μεῖς δὲ ἀ­νει­μέ­νως δι­αι­τώ­με­νοι οὐ­δὲν ἧσ­σον ἐ­πὶ τοὺς ἰ­σο­πα­λεῖς κιν­δύ­νους χω­ροῦ­μεν. τε­κμή­ρι­ον δέ· οὔ­τε γὰρ Λα­κε­δαι­μό­νι­οι κα­θ' ἑ­αυ­τούς, μέθ᾿ ἁ­πά­ντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡ­μῶν στρα­τεύ­ου­σι, τήν τε τῶν πέ­λας αὐ­τοὶ ἐ­πελ­θό­ντες οὐ χα­λε­πῶς ἐν τῇ ἀλ­λο­τρί­ᾳ τοὺς πε­ρὶ τῶν οἰ­κεί­ων ἀ­μυ­νο­μέ­νους μα­χό­με­νοι τὰ πλεί­ω κρα­τοῦ­μεν. ἁ­θρό­ᾳ τε τῇ δυ­νά­μει ἡ­μῶν οὐ­δείς πω πο­λέ­μι­ος ἐ­νέ­τυ­χε δι­ὰ τὴν τοῦ ναυ­τι­κοῦ τε ἅ­μα ἐ­πι­μέ­λει­αν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐ­πὶ πολ­λὰ ἡ­μῶν αὐ­τῶν ἐ­πί­πεμ­ψιν· ἢν δέ που μο­ρί­ῳ τι­νὶ προ­σμεί­ξω­σι, κρα­τή­σα­ντές τέ τι­νας ἡ­μῶν πά­ντας αὐ­χοῦ­σιν ἀ­πε­ῶ­σθαι καὶ νι­κη­θέ­ντες ὑ­φ' ἁ­πά­ντων ἡσ­σῆ­σθαι. καί­τοι εἰ ῥᾳ­θυ­μί­ᾳ μᾶλ­λον ἢ πό­νων με­λέ­τῃ καὶ μὴ με­τὰ νό­μων τὸ πλέ­ον ἢ τρό­πων ἀν­δρεί­ας ἐ­θέ­λο­μεν κιν­δυ­νεύ­ειν, πε­ρι­γί­γνε­ται ἡ­μῖν τοῖς τε μέλ­λου­σιν ἀλ­γει­νοῖς μὴ προ­κά­μνειν, καὶ ἐς αὐ­τὰ ἐλ­θοῦ­σι μὴ ἀ­τολ­μο­τέ­ρους τῶν αἰ­εὶ μο­χθού­ντων φαί­νε­σθαι, καὶ ἔν τε τού­τοις τὴν πό­λιν ἀ­ξί­αν εἶ­ναι θαυ­μά­ζε­σθαι καὶ ἔ­τι ἐν ἄλ­λοις.

Φι­λο­κα­λοῦ­μέν τε γὰρ με­τ' εὐ­τε­λεί­ας καὶ φι­λο­σο­φοῦ­μεν ἄ­νευ μα­λα­κί­ας· πλού­τῳ τε ἔρ­γου μᾶλ­λον και­ρῷ ἢ λό­γου κό­μπῳ χρώ­με­θα, καὶ τὸ πέ­νε­σθαι οὐχ ὁ­μο­λο­γεῖν τι­νὶ αἰ­σχρόν, ἀλ­λὰ μὴ δι­α­φεύ­γειν ἔρ­γῳ αἴ­σχι­ον. ἔ­νι τε τοῖς αὐ­τοῖς οἰ­κεί­ων ἅ­μα καὶ πο­λι­τι­κῶν ἐ­πι­μέ­λει­α, καὶ ἑ­τέ­ροις πρὸς ἔρ­γα τε­τρα­μέ­νοις τὰ πο­λι­τι­κὰ μὴ ἐν­δε­ῶς γνῶ­ναι· μό­νοι γὰρ τόν τε μη­δὲν τῶν­δε με­τέ­χο­ντα οὐκ ἀ­πρά­γμο­να, ἀλ­λ' ἀ­χρεῖ­ον νο­μί­ζο­μεν, καὶ οἱ αὐ­τοὶ ἤ­τοι κρί­νο­μέν γε ἢ ἐν­θυ­μού­με­θα ὀρ­θῶς τὰ πρά­γμα­τα, οὐ τοὺς λό­γους τοῖς ἔρ­γοις βλά­βην ἡ­γού­με­νοι, ἀλ­λὰ μὴ προ­δι­δα­χθῆ­ναι μᾶλ­λον λό­γῳ πρό­τε­ρον ἢ ἐ­πὶ ἃ δεῖ ἔρ­γῳ ἐλ­θεῖν. δι­α­φε­ρό­ντως γὰρ δὴ καὶ τό­δε ἔ­χο­μεν ὥ­στε τολ­μᾶν τε οἱ αὐ­τοὶ μά­λι­στα καὶ πε­ρὶ ὧν ἐ­πι­χει­ρή­σο­μεν ἐ­κλο­γί­ζε­σθαι· ὃ τοῖς ἄλ­λοις ἀ­μα­θί­α μὲν θρά­σος, λο­γι­σμὸς δὲ ὄ­κνον φέ­ρει. κρά­τι­στοι δ' ἂν τὴν ψυ­χὴν δι­καί­ως κρι­θεῖ­εν οἱ τά τε δει­νὰ καὶ ἡ­δέ­α σα­φέ­στα­τα γι­γνώ­σκο­ντες καὶ δι­ὰ ταῦ­τα μὴ ἀ­πο­τρε­πό­με­νοι ἐκ τῶν κιν­δύ­νων. καὶ τὰ ἐς ἀ­ρε­τὴν ἐ­νη­ντι­ώ­με­θα τοῖς πολ­λοῖς· οὐ γὰρ πά­σχο­ντες εὖ, ἀλ­λὰ δρῶ­ντες κτώ­με­θα τοὺς φί­λους. βε­βαι­ό­τε­ρος δὲ ὁ δρά­σας τὴν χά­ριν ὥ­στε ὀ­φει­λο­μέ­νην δι­' εὐ­νοί­ας ᾧ δέ­δω­κε σῴ­ζειν· ὁ δὲ ἀ­ντο­φεί­λων ἀμ­βλύ­τε­ρος, εἰ­δὼς οὐκ ἐς χά­ριν, ἀλ­λ' ἐς ὀ­φεί­λη­μα τὴν ἀ­ρε­τὴν ἀ­πο­δώ­σων. καὶ μό­νοι οὐ τοῦ ξυμ­φέ­ρο­ντος μᾶλ­λον λο­γι­σμῷ ἢ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας τῷ πι­στῷ ἀ­δε­ῶς τι­νὰ ὠ­φε­λοῦ­μεν.




Ξυ­νε­λών τε λέ­γω τήν τε πᾶ­σαν πό­λιν τῆς ῾Ελ­λά­δος παί­δευ­σιν εἶ­ναι καὶ κα­θ' ἕ­κα­στον δο­κεῖν ἄν μοι τὸν αὐ­τὸν ἄν­δρα πα­ρ' ἡ­μῶν ἐ­πὶ πλεῖ­στ' ἂν εἴ­δη καὶ με­τὰ χα­ρί­των μά­λι­στ' ἂν εὐ­τρα­πέ­λως τὸ σῶ­μα αὔ­ταρ­κες πα­ρέ­χε­σθαι. καὶ ὡς οὐ λό­γων ἐν τῷ πα­ρό­ντι κό­μπος τά­δε μᾶλ­λον ἢ ἔρ­γων ἐ­στὶν ἀ­λή­θει­α, αὐ­τὴ ἡ δύ­να­μις τῆς πό­λε­ως, ἣν ἀ­πὸ τῶν­δε τῶν τρό­πων ἐ­κτη­σά­με­θα, ση­μαί­νει. μό­νη γὰρ τῶν νῦν ἀ­κο­ῆς κρείσ­σων ἐς πεῖ­ραν ἔρ­χε­ται, καὶ μό­νη οὔ­τε τῷ πο­λε­μί­ῳ ἐ­πελ­θό­ντι ἀ­γα­νά­κτη­σιν ἔ­χει ὑ­φ' οἵ­ων κα­κο­πα­θεῖ οὔ­τε τῷ ὑ­πη­κό­ῳ κα­τά­μεμ­ψιν ὡς οὐχ ὑ­π' ἀ­ξί­ων ἄρ­χε­ται. με­τὰ με­γά­λων δὲ ση­μεί­ων καὶ οὐ δή τοι ἀ­μάρ­τυ­ρόν γε τὴν δύ­να­μιν πα­ρα­σχό­με­νοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔ­πει­τα θαυ­μα­σθη­σό­με­θα, καὶ οὐ­δὲν προσ­δε­ό­με­νοι οὔ­τε ῾Ο­μή­ρου ἐ­παι­νέ­του οὔ­τε ὅ­στις ἔ­πε­σι μὲν τὸ αὐ­τί­κα τέρ­ψει, τῶν δ' ἔρ­γων τὴν ὑ­πό­νοι­αν ἡ ἀ­λή­θει­α βλά­ψει, ἀλ­λὰ πᾶ­σαν μὲν θά­λασ­σαν καὶ γῆν ἐ­σβα­τὸν τῇ ἡ­με­τέ­ρᾳ τόλ­μῃ κα­τα­να­γκά­σα­ντες γε­νέ­σθαι, πα­ντα­χοῦ δὲ μνη­μεῖ­α κα­κῶν τε κἀ­γα­θῶν ἀί­δι­α ξυ­γκα­τοι­κί­σα­ντες. πε­ρὶ τοι­αύ­της οὖν πό­λε­ως οἵ­δε τε γεν­ναί­ως δι­και­οῦ­ντες μὴ ἀ­φαι­ρε­θῆ­ναι αὐ­τὴν μα­χό­με­νοι ἐ­τε­λεύ­τη­σαν, καὶ τῶν λει­πο­μέ­νων πά­ντα τι­νὰ εἰ­κὸς ἐ­θέ­λειν ὑ­πὲρ αὐ­τῆς κά­μνειν.

Δι­’ ὃ δὴ καὶ ἐ­μή­κυ­να τὰ πε­ρὶ τῆς πό­λε­ως, δι­δα­σκα­λί­αν τε ποι­ού­με­νος μὴ πε­ρὶ ἴ­σου ἡ­μῖν εἶ­ναι τὸν ἀ­γῶ­να καὶ οἷς τῶν­δε μη­δὲν ὑ­πάρ­χει ὁ­μοί­ως, καὶ τὴν εὐ­λο­γί­αν ἅ­μα ἐ­φ’ οἷς νῦν λέ­γω φα­νε­ρὰν ση­μεί­οις κα­θι­στάς. καὶ εἴ­ρη­ται αὐ­τῆς τὰ μέ­γι­στα· ἃ γὰρ τὴν πό­λιν ὕ­μνη­σα, αἱ τῶν­δε καὶ τῶν τοι­ῶν­δε ἀ­ρε­ταὶ ἐ­κό­σμη­σαν, καὶ οὐκ ἂν πολ­λοῖς τῶν ῾Ελ­λήνων ἰ­σόρ­ρο­πος ὥ­σπερ τῶν­δε ὁ λό­γος τῶν ἔρ­γων φα­νεί­η. δο­κεῖ δέ μοι δη­λοῦν ἀν­δρὸς ἀ­ρε­τὴν πρώ­τη τε μη­νύ­ου­σα καὶ τε­λευ­ταί­α βε­βαι­οῦ­σα ἡ νῦν τῶν­δε κα­τα­στρο­φή. καὶ γὰρ τοῖς τἆλ­λα χεί­ρο­σι δί­και­ον τὴν ἐς τοὺς πο­λέ­μους ὑ­πὲρ τῆς πα­τρί­δος ἀν­δρα­γα­θί­αν προ­τί­θε­σθαι· ἀ­γα­θῷ γὰρ κα­κὸν ἀ­φα­νί­σα­ντες κοι­νῶς μᾶλ­λον ὠ­φέ­λη­σαν ἢ ἐκ τῶν ἰ­δί­ων ἔ­βλα­ψαν. τῶν­δε δὲ οὔ­τε πλού­του τις τὴν ἔ­τι ἀ­πό­λαυ­σιν προ­τι­μή­σας ἐ­μα­λα­κί­σθη οὔ­τε πε­νί­ας ἐλ­πί­δι, ὡς κἂν ἔ­τι δι­α­φυ­γὼν αὐ­τὴν πλου­τή­σει­εν, ἀ­να­βο­λὴν τοῦ δει­νοῦ ἐ­ποι­ή­σα­το· τὴν δὲ τῶν ἐ­να­ντί­ων τι­μω­ρί­αν πο­θει­νο­τέ­ραν αὐ­τῶν λα­βό­ντες καὶ κιν­δύ­νων ἅ­μα τόν­δε κάλ­λι­στον νο­μί­σα­ντες ἐ­βου­λή­θη­σαν με­τ’ αὐ­τοῦ τοὺς μὲν τι­μω­ρεῖ­σθαι, τῶν δὲ ἐ­φί­ε­σθαι, ἐλ­πί­δι μὲν τὸ ἀ­φα­νὲς τοῦ κα­τορ­θώ­σειν ἐ­πι­τρέ­ψα­ντες, ἔρ­γῳ δὲ πε­ρὶ τοῦ ἤ­δη ὁ­ρω­μέ­νου σφί­σιν αὐ­τοῖς ἀ­ξι­οῦ­ντες πε­ποι­θέ­ναι, καὶ ἐν αὐ­τῷ τῷ ἀ­μύ­νε­σθαι καὶ πα­θεῖν μᾶλ­λον ἡ­γη­σά­με­νοι ἢ [τὸ] ἐν­δό­ντες σῴ­ζε­σθαι, τὸ μὲν αἰ­σχρὸν τοῦ λό­γου ἔ­φυ­γον, τὸ δ’ ἔρ­γον τῷ σώ­μα­τι ὑ­πέ­μει­ναν καὶ δι­’ ἐ­λα­χί­στου και­ροῦ τύ­χης ἅ­μα ἀ­κμῇ τῆς δό­ξης μᾶλ­λον ἢ τοῦ δέ­ους ἀ­πηλ­λά­γη­σαν.




Καὶ οἵ­δε μὲν προ­ση­κό­ντως τῇ πό­λει τοι­οί­δε ἐ­γέ­νο­ντο· τοὺς δὲ λοι­ποὺς χρὴ ἀ­σφα­λε­στέ­ραν μὲν εὔ­χε­σθαι, ἀ­τολ­μο­τέ­ραν δὲ μη­δὲν ἀ­ξι­οῦν τὴν ἐς τοὺς πο­λε­μί­ους δι­ά­νοι­αν ἔ­χειν, σκο­ποῦ­ντας μὴ λό­γῳ μό­νῳ τὴν ὠ­φε­λί­αν, ἣν ἄν τις πρὸς οὐ­δὲν χεῖ­ρον αὐ­τοὺς ὑ­μᾶς εἰ­δό­τας μη­κύ­νοι, λέ­γων ὅ­σα ἐν τῷ τοὺς πο­λε­μί­ους ἀ­μύ­νε­σθαι ἀ­γα­θὰ ἔ­νε­στιν, ἀλ­λὰ μᾶλ­λον τὴν τῆς πό­λε­ως δύ­να­μιν κα­θ’ ἡ­μέ­ραν ἔρ­γῳ θε­ω­μέ­νους καὶ ἐ­ρα­στὰς γι­γνο­μέ­νους αὐ­τῆς, καὶ ὅ­ταν ὑ­μῖν με­γά­λη δό­ξῃ εἶ­ναι, ἐν­θυ­μου­μέ­νους ὅ­τι τολ­μῶ­ντες καὶ γι­γνώ­σκο­ντες τὰ δέ­ο­ντα καὶ ἐν τοῖς ἔρ­γοις αἰ­σχυ­νό­με­νοι ἄν­δρες αὐ­τὰ ἐ­κτή­σα­ντο, καὶ ὁ­πό­τε καὶ πεί­ρᾳ του σφα­λεῖ­εν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πό­λιν γε τῆς σφε­τέ­ρας ἀ­ρε­τῆς ἀ­ξι­οῦ­ντες στε­ρί­σκειν, κάλ­λι­στον δὲ ἔ­ρα­νον αὐ­τῇ προϊ­έ­με­νοι. κοι­νῇ γὰρ τὰ σώ­μα­τα δι­δό­ντες ἰ­δί­ᾳ τὸν ἀ­γή­ρων ἔ­παι­νον ἐ­λάμ­βα­νον καὶ τὸν τά­φον ἐ­πι­ση­μό­τα­τον, οὐκ ἐν ᾧ κεῖ­νται μᾶλ­λον, ἀλ­λ’ ἐν ᾧ ἡ δό­ξα αὐ­τῶν πα­ρὰ τῷ ἐ­ντυ­χό­ντι αἰ­εὶ καὶ λό­γου καὶ ἔρ­γου και­ρῷ αἰ­εί­μνη­στος κα­τα­λεί­πε­ται. ἀν­δρῶν γὰρ ἐ­πι­φα­νῶν πᾶ­σα γῆ τά­φος, καὶ οὐ στη­λῶν μό­νον ἐν τῇ οἰ­κεί­ᾳ ση­μαί­νει ἐ­πι­γρα­φή, ἀλ­λὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προ­ση­κού­σῃ ἄ­γρα­φος μνή­μη πα­ρ’ ἑ­κά­στῳ τῆς γνώ­μης μᾶλ­λον ἢ τοῦ ἔρ­γου ἐν­δι­αι­τᾶ­ται. οὓς νῦν ὑ­μεῖς ζη­λώ­σα­ντες καὶ τὸ εὔ­δαι­μον τὸ ἐ­λεύ­θε­ρον, τὸ δ’ ἐ­λεύ­θε­ρον τὸ εὔ­ψυ­χον κρί­να­ντες μὴ πε­ρι­ο­ρᾶ­σθε τοὺς πο­λε­μι­κοὺς κιν­δύ­νους. οὐ γὰρ οἱ κα­κο­πρα­γοῦ­ντες δι­και­ό­τε­ρον ἀ­φει­δοῖ­εν ἂν τοῦ βί­ου, οἷς ἐλ­πὶς οὐκ ἔ­στιν ἀ­γα­θοῦ, ἀλ­λ’ οἷς ἡ ἐ­να­ντί­α με­τα­βο­λὴ ἐν τῷ ζῆν ἔ­τι κιν­δυ­νεύ­ε­ται καὶ ἐν οἷς μά­λι­στα με­γά­λα τὰ δι­α­φέ­ρο­ντα, ἤν τι πταί­σω­σιν. ἀλ­γει­νο­τέ­ρα γὰρ ἀν­δρί γε φρό­νη­μα ἔ­χο­ντι ἡ με­τὰ τοῦ [ἐν τῷ] μα­λα­κι­σθῆ­ναι κά­κω­σις ἢ ὁ με­τὰ ῥώ­μης καὶ κοι­νῆς ἐλ­πί­δος ἅ­μα γι­γνό­με­νος ἀ­ναί­σθη­τος θά­να­τος.

Δι᾿ ὅ­περ καὶ τοὺς τῶν­δε νῦν το­κέ­ας, ὅ­σοι πά­ρε­στε, οὐκ ὀ­λο­φύ­ρο­μαι μᾶλ­λον ἢ πα­ρα­μυ­θή­σο­μαι. ἐν πο­λυ­τρό­ποις γὰρ ξυμ­φο­ραῖς ἐ­πί­στα­νται τρα­φέ­ντες· τὸ δ’ εὐ­τυ­χές, οἳ ἂν τῆς εὐ­πρε­πε­στά­της λά­χω­σιν, ὥ­σπερ οἵ­δε μὲν νῦν, τε­λευ­τῆς, ὑ­μεῖς δὲ λύ­πης, καὶ οἷς ἐ­νευ­δαι­μο­νῆ­σαί τε ὁ βί­ος ὁ­μοί­ως καὶ ἐ­ντε­λευ­τῆ­σαι ξυ­νε­με­τρή­θη. χα­λε­πὸν μὲν οὖν οἶ­δα πεί­θειν ὄν, ὧν καὶ πολ­λά­κις ἕ­ξε­τε ὑ­πο­μνή­μα­τα ἐν ἄλ­λων εὐ­τυ­χί­αις, αἷς πο­τὲ καὶ αὐ­τοὶ ἠ­γάλ­λε­σθε· καὶ λύ­πη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ πει­ρα­σά­με­νος ἀ­γα­θῶν στε­ρί­σκη­ται, ἀλ­λ’ οὗ ἂν ἐ­θὰς γε­νό­με­νος ἀ­φαι­ρε­θῇ. καρ­τε­ρεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλ­λων παί­δων ἐλ­πί­δι, οἷς ἔ­τι ἡ­λι­κί­α τέ­κνω­σιν ποι­εῖ­σθαι· ἰ­δί­ᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ ὄ­ντων λή­θη οἱ ἐ­πι­γι­γνό­με­νοί τι­σιν ἔ­σο­νται, καὶ τῇ πό­λει δι­χό­θεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐ­ρη­μοῦ­σθαι καὶ ἀ­σφα­λεί­ᾳ, ξυ­νοί­σει· οὐ γὰρ οἷ­όν τε ἴ­σον τι ἢ δί­και­ον βου­λεύ­ε­σθαι οἳ ἂν μὴ καὶ παῖ­δας ἐκ τοῦ ὁ­μοί­ου πα­ρα­βαλ­λό­με­νοι κιν­δυ­νεύ­ω­σιν. ὅ­σοι δ’ αὖ πα­ρη­βή­κα­τε, τόν τε πλέ­ο­να κέρ­δος ὃν ηὐ­τυ­χεῖ­τε βί­ον ἡ­γεῖ­σθε καὶ τόν­δε βρα­χὺν ἔ­σε­σθαι, καὶ τῇ τῶν­δε εὐ­κλεί­ᾳ κου­φί­ζε­σθε. τὸ γὰρ φι­λό­τι­μον ἀ­γή­ρων μό­νον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀ­χρεί­ῳ τῆς ἡ­λι­κί­ας τὸ κερ­δαί­νειν, ὥ­σπερ τι­νές φα­σι, μᾶλ­λον τέρ­πει, ἀλ­λὰ τὸ τι­μᾶ­σθαι. παι­σὶ δ’ αὖ ὅ­σοι τῶν­δε πά­ρε­στε ἢ ἀ­δελ­φοῖς ὁ­ρῶ μέ­γαν τὸν ἀ­γῶ­να (τὸν γὰρ οὐκ ὄ­ντα ἅ­πας εἴ­ω­θεν ἐ­παι­νεῖν), καὶ μό­λις ἂν κα­θ’ ὑ­περ­βο­λὴν ἀ­ρε­τῆς οὐχ ὁ­μοῖ­οι, ἀλ­λ’ ὀ­λί­γῳ χεί­ρους κρι­θεῖ­τε. φθό­νος γὰρ τοῖς ζῶ­σι πρὸς τὸ ἀ­ντί­πα­λον, τὸ δὲ μὴ ἐ­μπο­δὼν ἀ­να­ντα­γω­νί­στῳ εὐ­νοί­ᾳ τε­τί­μη­ται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυ­ναι­κεί­ας τι ἀ­ρε­τῆς, ὅ­σαι νῦν ἐν χη­ρεί­ᾳ ἔ­σο­νται, μνη­σθῆ­ναι, βρα­χεί­ᾳ πα­ραι­νέ­σει ἅ­παν ση­μα­νῶ. τῆς τε γὰρ ὑ­παρ­χού­σης φύ­σε­ως μὴ χεί­ρο­σι γε­νέ­σθαι ὑ­μῖν με­γά­λη ἡ δό­ξα καὶ ἧς ἂν ἐ­π’ ἐ­λά­χι­στον ἀ­ρε­τῆς πέ­ρι ἢ ψό­γου ἐν τοῖς ἄρ­σε­σι κλέ­ος ᾖ.




Εἴ­ρη­ται καὶ ἐ­μοὶ λό­γῳ κα­τὰ τὸν νό­μον ὅ­σα εἶ­χον πρό­σφο­ρα, καὶ ἔρ­γῳ οἱ θα­πτό­με­νοι τὰ μὲν ἤ­δη κε­κό­σμη­νται, τὰ δὲ αὐ­τῶν τοὺς παῖ­δας τὸ ἀ­πὸ τοῦ­δε δη­μο­σί­ᾳ ἡ πό­λις μέ­χρι δ’ αὖ πα­ρη­βή­κα­τε, τόν τε πλέ­ο­να κέρ­δος ὃν ηὐ­τυ­χεῖ­τε βί­ον ἡ­γεῖ­σθε καὶ τόν­δε βρα­χὺν ἔ­σε­σθαι, καὶ τῇ τῶν­δε εὐ­κλεί­ᾳ κου­φί­ζε­σθε. τὸ γὰρ φι­λό­τι­μον ἀ­γή­ρων μό­νον, καὶ οὐκ ἐν τῷ ἀ­χρεί­ῳ τῆς ἡ­λι­κί­ας τὸ κερ­δαί­νειν, ὥ­σπερ τι­νές φα­σι, μᾶλ­λον τέρ­πει, ἀλ­λὰ τὸ τι­μᾶ­σθαι. παι­σὶ δ’ αὖ ὅ­σοι τῶν­δε πά­ρε­στε ἢ ἀ­δελ­φοῖς ὁ­ρῶ μέ­γαν τὸν ἀ­γῶ­να (τὸν γὰρ οὐκ ὄ­ντα ἅ­πας εἴ­ω­θεν ἐ­παι­νεῖν), καὶ μό­λις ἂν κα­θ’ ὑ­περ­βο­λὴν ἀ­ρε­τῆς οὐχ ὁ­μοῖ­οι, ἀλ­λ’ ὀ­λί­γῳ χεί­ρους κρι­θεῖ­τε. φθό­νος γὰρ τοῖς ζῶ­σι πρὸς τὸ ἀ­ντί­πα­λον, τὸ δὲ μὴ ἐ­μπο­δὼν ἀ­να­ντα­γω­νί­στῳ εὐ­νοί­ᾳ τε­τί­μη­ται. εἰ δέ με δεῖ καὶ γυ­ναι­κεί­ας τι ἀ­ρε­τῆς, ὅ­σαι νῦν ἐν χη­ρεί­ᾳ ἔ­σο­νται, μνη­σθῆ­ναι, βρα­χεί­ᾳ πα­ραι­νέ­σει ἅ­παν ση­μα­νῶ. τῆς τε γὰρ ὑ­παρ­χού­σης φύ­σε­ως μὴ χεί­ρο­σι γε­νέ­σθαι ὑ­μῖν με­γά­λη ἡ δό­ξα καὶ ἧς ἂν ἐ­π’ ἐ­λά­χι­στον ἀ­ρε­τῆς πέ­ρι ἢ ψό­γου ἐν τοῖς ἄρ­σε­σι κλέ­ος ᾖ.

Εἴ­ρη­ται καὶ ἐ­μοὶ λό­γῳ κα­τὰ τὸν νό­μον ὅ­σα εἶ­χον πρό­σfora, καὶ ἔρ­γῳ οἱ θα­πτό­με­νοι τὰ μὲν ἤ­δη κε­κό­σμη­νται, τὰ δὲ αὐ­τῶν τοὺς παῖ­δας τὸ ἀ­πὸ τοῦ­δε δη­μο­σί­ᾳ ἡ πό­λις μέ­χρι ἥ­βης θρέ­ψει, ὠ­φέ­λι­μον στέ­φα­νον τοῖσ­δέ τε καὶ τοῖς λει­πο­μέ­νοις τῶν τοι­ῶν­δε ἀ­γώ­νων προ­τι­θεῖ­σα· ἆ­θλα γὰρ οἷς κεῖ­ται ἀ­ρε­τῆς μέ­γι­στα, τοῖς δὲ καὶ ἄν­δρες ἄ­ρι­στοι πο­λι­τεύ­ου­σιν. νῦν δὲ ἀ­πο­λο­φυ­ρά­με­νοι ὃν προ­σή­κει ἑ­κά­στῳ ἄ­πι­τε. Τοι­όσ­δε μὲν ὁ τά­φος ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ χει­μῶ­νι τού­τῳ·




ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι, ακολουθώντας την πατροπαράδοτη συνήθεια, τέλεσαν δημόσια την ταφή αυτών που πρώτοι σκοτώθηκαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, με τον εξής περίπου τρόπο. Φτιάχνουν μια εξέδρα και εκθέτουν τα οστά των νεκρών για δυο μέρες, και ο καθένας φέρνει στο δικό του αν κάτι θέλει. Και όταν γίνεται η κηδεία, αμάξια μεταφέρουν κυπαρισσένιες οστεοθήκες, μια για κάθε φυλή· τα οστά του καθενός είναι μέσα στην οστεοθήκη της φυλής του (τα οστά βρίσκονται στη θήκη της φυλής στην οποία ο καθένας ανήκει). Ένα όμως φέρετρο κενό, στρωμένο, το μεταφέρουν στα χέρια· είναι των αγνοουμένων, εκείνων δηλαδή που τα πτώματά τους δε βρέθηκαν να τα συλλέξουν (σηκώσουν).

Παίρνει μέρος στη νεκρώσιμη πομπή όποιος θέλει, είτε πολίτης, είτε ξένος και παρευρίσκονται στον τόπο της ταφής και γυναίκες και συγγενείς μοιρολογώντας. Τους αποθέτουν λοιπόν στο δημόσιο νεκροταφείο, που βρίσκεται στο πιο ωραίο προάστιο της πόλης, και πάντα σε αυτό θάβουν τους νεκρούς των μαχών, εκτός από εκείνους που έπεσαν στο Μαραθώνα. Εκείνων την παλικαριά, επειδή την έκριναν ξεχωριστή, εκεί τους έκαναν και τον τάφο. Όταν τους σκεπάσουν με χώμα, ένας άνδρας εκλεγμένος από την πολιτεία, που θεωρείται πολύ συνετός και επιβάλλεται με το κύρος του, εκφωνεί πάνω στον τάφο τους επαινετικό λόγο που ταιριάζει. Ύστερα φεύγουν.

Έτσι γίνεται η ταφή· και σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, σε κάθε παρόμοια περίπτωση, ακολουθούσαν τη συνήθεια.  Για αυτούς λοιπόν τους πρώτους νεκρούς ορίστηκε να μιλήσει ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου. Και όταν έφτασε η ώρα, προχώρησε από τον τάφο σε ένα βήμα καμωμένο ψηλό, για να ακούγεται όσο γίνεται πιο μακριά στο συγκεντρωμένο πλήθος και έλεγε τα εξής περίπου.



«Οι περισσότεροι απ όσους έχουν μιλήσει ως τώρα απ αυτό το βήμα επαινούν τον νομοθέτη που συμπλήρωσε τη συνηθισμένη τελετή μ' αυτό τον λόγο, με τη σκέψη ότι είναι ωραίο να εκφωνείται πάνω στον τάφο των νεκρών του πολέμου. Εγώ όμως θα ήμουν της γνώμης πως είναι αρκετό, για άντρες που αποδείχτηκαν γενναίοι με έργα, με έργα να τους αποδίδονται τιμές, σαν κι αυτές που βλέπετε να συνοδεύουν αυτή την ταφή, κι όχι να κρέμεται η αναγνώριση του ηρωισμού πολλών από έναν άντρα, που ο λόγος του μπορεί να είναι ωραίος, μπορεί και κατώτερος. Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς μ επιτυχία, εκεί που με κόπο εξασφαλίζεται η εντύπωση ότι λέει την αλήθεια.

Κι αυτό, γιατί ο ακροατής που ξέρει καλά τα γεγονότα και τ' ακούει μ' ευνοϊκή διάθεση, ίσως θα σχημάτιζε τη γνώμη ότι τα λεγόμενα είναι κάπως κατώτερα, σε σύγκριση μ' αυτά που και θέλει ν’ ακούει και τα ξέρει καλά' όμως, αυτός που δεν τα γνώρισε, θα σχημάτιζε τη γνώμη πως πρόκειται για υπερβολές, επειδή νιώθει φθόνο, αν τυχόν ακούσει κάτι που ξεπερνά τη δική του δύναμη. Γιατί μόνο ως εκείνο το σημείο ανέχεται ο άνθρωπος ν’ ακούει επαίνους που λέγονται για άλλους, ως εκεί που κι ο καθείς πιστεύει ότι είναι ικανός να κατορθώσει κάτι απ όσα άκουσε' όμως, για καθετί που ξεπερνά τη δύναμη του, κυριεύεται απ' την πρώτη στιγμή από φθόνο, κι έτσι δεν δίνει πίστη.

Αλλά, επειδή οι παλιότεροι δοκίμασαν στην πράξη το έθιμο χι έκριναν ότι έχει καλώς, έχω κι εγώ την υποχρέωση να συμμορφωθώ με τον νόμο και ν' ανταποκριθώ όσο γίνεται πιο πολύ στην επιθυμία και τις πεποιθήσεις του καθενός σας. Θα μιλήσω πρώτα για τους προγόνους μας. Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε μια τέτοια περίσταση, όπως η σημερινή, να τους απονέμεται η τιμή αυτή να μνημονεύονται πρώτοι. Γιατί την χώρα αυτή, οι ίδιοι πάντα κατοικώντας από γενεά σε γενεά μέχρι των ημερών μας, χάρις στην ανδρεία τους μας την παράδωσαν ελεύθερη. Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά ακόμη περισσότερο οι πατέρες μας.

Γιατί, μαζί με όσα κληρονόμησαν, αφού απέκτησαν όση εξουσία έχουμε με πολλούς κόπους τη κληροδότησαν σε μας τους σημερινούς. Τους περισσότερους τομείς εμείς οι ίδιοι που είμαστε συγκεντρωμένοι εδώ, οι οποίοι βρισκόμαστε ακόμη σε αυτήν ακριβώς την ηλικία μας, αυξήσαμε και προετοιμάσαμε την πόλη μας με όλα τα πράγματα, ώστε και για πόλεμο και για ειρήνη να είναι αυταρκέστατη. Από όλα δε αυτά εγώ όσα αναφέρονται σε πολεμικά κατορθώματα, με τα οποία έγινε η κάθε μια κατάκτηση, ή αφορούν τον τρόπο, με τον οποίο αποκρούσαμε πρόθυμα, είτε εμείς είτε οι πρόγονοί μας, κάποιον βάρβαρο ή Έλληνα επιτιθέμενο εχθρό, θα τα παραλείψω, γιατί δεν επιθυμώ να απεραντολογώ ενώπιον ανθρώπων, οι οποίοι τα γνωρίζουν.

Αλλά με ποιον τρόπο φθάσαμε στο σημείο αυτό της δύναμης που είμαστε σήμερα, και με ποια μορφή πολιτεύματος και με ποιες συνήθειες έγινε μεγάλη η δύναμή μας, όλα αυτά θα αναπτύξω πρώτα, και έπειτα θα προχωρήσω στο εγκώμιο αυτών εδώ των νεκρών, γιατί νομίζω ότι δεν είναι ανάρμοστο να λεχθούν αυτά και για την παρούσα περίσταση, και δεν είναι ανώφελο να τα ακούσουν όλοι οι παρευρισκόμενοι, αστοί και ξένοι.



Έχουμε δηλαδή πολίτευμα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόμους άλλων, μάλλον δε εμείς οι ίδιοι είμαστε υπόδειγμα σε μερικούς παρά μιμούμαστε άλλους. Και ονομάζεται μεν δημοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων. Όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα έναντι δε των νόμων στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς την θέση τους στον δημόσιο βίο κάθε ένας, ανάλογα με την επίδοση σε κάποιο τομέα, προτιμάται για ένα από τα δημόσια αξιώματα, και όχι από την πολιτική του παράταξη όσο από την αρετή του, ούτε εξαιτίας της φτώχειας, ενώ έχει την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι άγνωστος.

Ζούμε ελεύθερα, και ως πολίτες στον δημόσιο βίο και ως άτομα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις μας της καθημερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάμε ο ένας στον άλλον με καχυποψία, δεν θυμώνουμε με τον γείτονά μας, όταν κάνει σύμφωνα με την ευχαρίστησή του, ούτε παίρνουμε μια φυσιογνωμία σκυθρωπή, η οποία μπορεί να μην βλάπτει τον άλλο, πάντως όμως είναι δυσάρεστη. Ενώ δε στην ιδιωτική μας ζωή συναναστρεφόμαστε χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δημόσιά μας ζωή από σεβασμό προ πάντων δεν παραβαίνουμε τους νόμους, υπακούμε σε όσους κάθε φορά έχουν τα αξιώματα και στους νόμους.

Και περισσότερο σε εκείνους από τους νόμους, που έχουν θεσπιστεί για ωφέλεια των αδικούμενων, και σε άλλους, οι οποίοι αν και άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει πανθομολογούμενη ντροπή. Αλλά και για το πνεύμα μας έχουμε εφεύρει πολλούς τρόπους να το ανακουφίζουμε από τους κόπους, με γιορταστικούς αγώνες και θυσίες, που έχουμε καθιερώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και με ευπρεπή ιδιωτικά οικήματα, η ευχαρίστηση που καθημερινά απολαμβάνουμε από όλα αυτά, διώχνει την μελαγχολία. Εξαιτίας του μεγάλου αριθμού των κατοίκων της πόλης μας εισάγονται σε αυτήν προϊόντα όλου του κόσμου, και συμβαίνει να απολαμβάνουμε έτσι τα προϊόντα των άλλων χωρών με όση οικειότητα καταναλώνουμε τα δικά μας.


Υπερέχουμε δε από τους αντιπάλους μας και στην πολεμική προετοιμασία κατά τα εξής: Την πόλη μας την παρέχουμε ανοιχτή, και ποτέ δεν αποκλείουμε κανέναν διώχνοντας τους ξένους από οποιοδήποτε μάθημα ή θέαμα, από το οποίο, αν δεν το κρατήσουμε μυστικό και το δει κανείς από τους εχθρούς μας, είναι δυνατόν να ωφεληθεί, γιατί πιστεύουμε όχι τόσο στις προετοιμασίες και τα στρατηγήματα όσο στην έμφυτη γενναιότητά μας στα έργα.


Στο ζήτημα δε πάλι της αγωγής, ενώ εκείνοι υποβάλλονται από την νεαρή τους ηλικία σε επίπονη άσκηση, με την οποία επιδιώκουν να γίνουν γενναίοι, εμείς ζούμε με όλες τις ανέσεις και όμως είμαστε εξ ίσου πρόθυμοι να αντιμετωπίσουμε τους ίδιους μεγάλους κινδύνους. Και η απόδειξη: ενώ οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν με όλους τους συμμάχους τους κατά της χώρας μας και ποτέ μόνοι, εμείς εισβάλλουμε κατά των άλλων εντελώς μόνοι, και τις περισσότερες φορές νικάμε χωρίς δυσκολία τους αντιπάλους μας, αν και εκείνοι μάχονται για την πατρίδα τους, εμείς δε είμαστε σε ξένο έδαφος.

Και κανείς από τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισε μέχρι σήμερα τις δυνάμεις μας ενωμένες, γιατί από τη μία φροντίζουμε ταυτόχρονα για το ναυτικό μας, και από την άλλη στέλνουμε τις δυνάμεις μας σε πολλά σημεία της γης. Αν δε κάπου με μέρος μόνο της δύναμής μας συμπλακούν οι εχθροί μας, τότε, αν νικήσουν, καυχώνται ότι μας νίκησαν όλους, αν νικηθούν, διακηρύσσουν ότι νικήθηκαν από όλους. Και βέβαια, αν εμείς αντιμετωπίζουμε με πολλή προθυμία τους κινδύνους, περισσότερο με μια αφροντισιά και άνεση παρά μετά από επίπονη άσκηση, και με ανδρεία που οφείλεται όχι τόσο στην επιβολή των νόμων όσο στην φυσική μας ευψυχία, έχουμε το πλεονέκτημα ότι δεν κουραζόμαστε προκαταβολικά για δεινά, που ανήκουν ακόμα στο μέλλον.

Και, όταν φθάσουμε στα δεινά αυτά, ότι αποδεικνυόμαστε ότι δεν είμαστε λιγότερο τολμηροί από εκείνους που μοχθούν συνεχώς. Δεν είναι η πόλη μας άξια μόνο σε αυτά αλλά και σε πολλά ακόμη. Γιατί αγαπούμε το ωραίο με απλότητα, και αγαπούμε τη σοφία χωρίς μαλθακότητα. Μεταχειριζόμαστε τον πλούτο περισσότερο σαν μια ευκαιρία έργων παρά σαν αφορμή κομπορρημοσύνης, το να ομολογεί δε κανείς την φτώχεια του δεν είναι ντροπή, είναι όμως αισχρότερο να μην προσπαθεί να την αποφύγει με την εργασία.

Επί πλέον, οι ίδιοι εμείς είμαστε σε θέση να φροντίζουμε ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές μας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης μας, και ενώ ασχολούμαστε με διαφορετικά επαγγέλματα κατέχουμε καλά τα πολιτικά ζητήματα. Γιατί είμαστε ο μόνος λαός που αυτόν που δε μετέχει στα κοινά δεν τον θεωρούμε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, και οι μόνοι που ή κρίνουμε ή διαμορφώνουμε σωστές γνώμες για τα πράγματα, γιατί δεν θεωρούμε τους λόγους εμπόδιο των έργων, αλλά μάλλον θεωρούμε εμπόδιο να μην έχουμε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουμε να κάνουμε, πριν καταπιαστούμε με αυτά. Γιατί υπερέχουμε από τους άλλους και ως προς αυτό, ότι δηλαδή εμείς οι ίδιοι τολμούμε να υπολογίσουμε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουμε.

Σχετικά μ΄ αυτό στους άλλους η αμάθεια φέρνει θράσος, ενώ η σκέψη τους κάνει να διστάζουν. Πιο γενναιόψυχοι όμως πρέπει να θεωρούνται όσοι γνωρίζουν με σαφήνεια τις συμφορές και τα ευχάριστα, και όμως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους κινδύνους. Αλλά και στα ζητήματα της αρετής διαφέρουμε από τους πολλούς. Γιατί εμείς αποκτάμε τους φίλους τους περισσότερο ευεργετώντας παρά ευεργετούμενοι από αυτούς. Σταθερότερος δε φίλος είναι αυτός που ευεργέτησε, γιατί είναι φυσικό να προσπαθεί να διατηρεί την ευγνωμοσύνη του ευεργετημένου με τη συμπάθεια που του δείχνει. Ενώ αντιθέτως αυτός που οφείλει την ευεργεσία είναι απρόθυμος, γιατί γνωρίζει, ότι πρόκειται να ανταποδώσει την καλοσύνη σαν χρέος και όχι για να εξασφαλίσει την ευγνωμοσύνη του άλλου. 


Και είμαστε οι μόνοι που βοηθάμε τον άλλο χωρίς δισταγμό, όχι τόσο από υπολογισμό του συμφέροντος, όσο από την πίστη μας στη ελευθερία. Συνοψίζοντας θεωρώ ότι η όλη πόλη είναι σχολείο της Ελλάδας και ότι, μου φαίνεται, ο καθένας από εμάς μπορεί να παρουσιάσει τον εαυτό του αυτάρκη σε πάρα πολλές δραστηριότητες με χάρη και επιδεξιότητα. Και ότι αυτά είναι μάλλον η αλήθεια και όχι απλή κομπορρημοσύνη, κατάλληλη για την παρούσα περίσταση, το αποδεικνύει η ίδια η δύναμη της πόλης, την οποία αποκτήσαμε με τους τρόπους αυτούς.


Γιατί είναι η μόνη πόλη από τις σημερινές που όταν δοκιμάζεται αποδεικνύεται ανώτερη της φήμης της, και η μόνη, η οποία ούτε στον εχθρό που της επιτίθεται, δίνει αφορμή να αγανακτήσει με όσα παθαίνει από τέτοιους αντιπάλους, ούτε στους συμμάχους της δίνει αφορμή για παράπονα, γιατί τάχα εξουσιάζονται από ανάξιους. Αφού παρουσιάσαμε τη δύναμή μας με μεγάλες αποδείξεις, και μαρτυρίες θα μας θαυμάζουν οι σύγχρονοί μας και οι επόμενοι, και μάλιστα χωρίς να χρειαζόμαστε τον Όμηρο να μας επαινεί, ούτε κανέναν άλλο που με λόγια θα μας ευχαριστήσει προς στιγμήν, όμως την ιδέα που θα σχηματιστεί για τα έργα μας θα τη βλάψει η αλήθεια.

Αλλά εξαναγκάσαμε με την τόλμη μας ολόκληρη τη θάλασσα και την ξηρά να γίνει προσιτή, ιδρύσαμε παντού αιώνια μνημεία και των συμφορών μας και των επιτυχιών μας. Για μια τέτοια πόλη και αυτοί εδώ λοιπόν πολεμώντας γενναία πέθαναν, για να μη τη στερηθούν, και είναι φυσικό ο καθένας από όσους απομένουν να θέλει να μοχθήσει γι’ αυτήν. Γι’ αυτόν μακρηγόρησα για όσα αφορούν την πόλη, αφ’ ενός γιατί ήθελα να σας δείξω, ότι εμείς δεν αγωνιζόμαστε για τον ίδιο σκοπό, που αγωνίζονται όσοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα σε ίσο βαθμό με μας, και αφ’ ετέρου γιατί με αυτόν τον τρόπο ήθελα να κάνω φανερό με αποδείξεις το εγκώμιο των ανδρών, για τους οποίους μιλάω τώρα.

Και έχουν ειπωθεί τα κυριότερα σημεία αυτού του εγκωμίου. Γιατί οι αρετές αυτών και των ομοίων τους έκαναν στολίδια όσα ύμνησα για την πόλη, και άρα για λίγους από τους Έλληνες όπως ακριβώς γι’ αυτούς ο λόγος θα μπορούσε να φανεί ισάξιος με τα έργα τους. Έχω η γνώμη, ότι ο θάνατος αυτών εδώ των νεκρών παρέχει το μέτρο της αξίας ενός ανθρώπου, είτε είναι ο πρώτος που τη φανερώνει, είτε ο τελευταίος που την επισφραγίζει. Γιατί και εκείνοι ακόμη που υστερούν κατά τα άλλα, δικαιούνται να προβάλλουν την ανδραγαθία, που επέδειξαν κατά τους πολέμους, μαχόμενοι υπέρ της πατρίδας.

Γιατί εξαφάνισαν το κακό με το καλό, και με τον κοινό αγώνα για το γενικό συμφέρον ωφέλησαν περισσότερο απ’ όσο έβλαψαν με τυχόν σφάλματά τους στην ιδιωτική τους ζωή. Από αυτούς εδώ κανείς δεν δείχθηκε δειλός μπροστά στον θάνατο εξ αιτίας του πλούτου του, δεν προτίμησε δηλαδή να συνεχίσει την απόλαυσή του, ούτε απέφυγε τον κίνδυνο εξ αιτίας της φτώχειας του, από την ελπίδα ότι μπορεί να την αποφύγει επί τέλους και να γίνει πλούσιος. Αντίθετα, πόθησαν την τιμωρία των εχθρών τους περισσότερο από όλα τα αγαθά, και συγχρόνως έκριναν αυτό τον κίνδυνο σαν τον πιο ωραίο από τους κινδύνους.

Και για αυτό αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν, να εκδικηθούν τους εχθρούς τους, και για να επιδιώξουν την απόκτηση των αγαθών αυτών΄ την αβεβαιότητα δηλαδή της επιτυχίας την εμπιστεύθηκαν στην ελπίδα, ως προς τον κίνδυνο του θανάτου που βρισκόταν μπροστά τους κατά την μάχη ήταν αποφασισμένοι να στηριχθούν στον εαυτό τους και μόνο. Και μέσα στη μάχη θεώρησαν πάντα προτιμότερο να αντισταθούν και να βρουν τον θάνατο παρά να σωθούν υποχωρώντας, και γι’ αυτό απέφευγαν την αισχρή φήμη της δειλίας, και υπέβαλαν τα σώματά τους σε όλα τα δεινά της μάχης, σε μια κρίσιμη στιγμή, που ήταν στα χέρια της τύχης, στο ύψος της δόξας μάλλον παρά του τρόμου, βρήκαν τον θάνατο.



Αυτοί εδώ λοιπόν, σαν γνήσια παιδιά της πόλης, αυτό το φρόνημα έδειξαν. Όσοι όμως μένετε, έχετε καθήκον να εύχεστε το φρόνημά σας απέναντι στους εχθρούς να σας βάλει σε μικρότερο κίνδυνο, αλλά να μη καταδεχτείτε να είναι λιγότερο τολμηρό, λογαριάζοντας όχι μόνο με τα λόγια τις ωφέλειες - κάτι που θα μπορούσε ν' αναπτύξει κάποιος διεξοδικότερα σε σας, που κι από μόνοι σας τις ξέρετε εξίσου καλά, απαριθμώντας πόσα καλά εξασφαλίζει η αντίσταση στον εχθρό-, καλύτερα όμως προσηλώνοντας καθημερινά το βλέμμα σας στα έργα, που δείχνουν τη δύναμη της πόλης μας, κι έτσι να την αγαπήσετε με πάθος.

Κι όταν αντιληφτείτε το μεγαλείο της, βάλτε στο νου σας ότι τη δύναμη αυτή την απέκτησαν άντρες τολμηροί που είχαν συνείδηση του καθήκοντος και με φιλότιμο την ώρα του αγώνα' και που, κάθε φορά που αποτύχαιναν σε κάποιο εγχείρημά τους, δεν επέτρεπαν βέβαια στον εαυτό τους να στερήσει την πόλη απ' τη δική τους ανδρεία, αλλά πρόσφεραν σ' αύτή την πιο ωραία συνεισφορά' γιατί, δίνοντας όλοι μαζί τη ζωή τους, έπαιρναν ο καθείς τους ξεχωριστά τον αγέραστο έπαινο και τον πιο περίλαμπρο τάφο: όχι τόσο τον τάφο, στον οποίο κείτονται, αλλά εκείνον όπου η δόξα τους επιζεί, για να μνημονεύεται αιώνια σε κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται, είτε για λόγο είτε για δράση.

Γιατί τάφος των ενδόξων αντρών είναι η γη ολόκληρη, και τη μνήμη τους δεν τη διασώζει μόνο η επιγραφή μιας στήλης στην πατρίδα τους, αλλά και στα ξένα μέρη φωλιάζει στην Ψυχή του καθενός άγραφη η ανάμνηση όχι τόσο των ανδραγαθημάτων τους, όσο του φρονήματός τους. Εσείς λοιπόν να έχετε αυτούς εδώ πρότυπα και να θεωρήσετε θεμέλιο της ευτυχίας την ελευθερία και θεμέλιο της ελευθέριας τη δυνατή Ψυχή' κι έτσι μη δειλιάζετε μπροστά στους κινδύνους της μάχης. Γιατί δεν έχουν σοβαρότερο λόγο ν' αψηφούν το θάνατο οι απόκληροι της ζωής, που δεν έχουν να ελπίζουν καλύτερες μέρες, αλλά εκείνοι που, στη ζωή που τους απομένει, υπάρχει φόβος να μεταβληθεί ριζικά η καλή τύχη τους' αυτοί, αν κάπου σκοντάψουν, έχουν να χάσουν περισσότερα από κάθε άλλον.

Γιατί, για έναν άντρα με υψηλό φρόνημα, είναι πιο πικρή η εξαθλίωση που φέρνει η δειλία παρά ο θάνατος που έρχεται χωρίς να τον νιώσει, σε στιγμή έξαρσης της δύναμής του και της κοινής ελπίδας. Γι' αυτό και τους γονείς αυτών που ενταφιάζoυμε τώρα, όσοι βρίσκεστε εδώ, δε τους κλαίω, πιο πολύ θα προσπαθήσω να ελαφρώσω τον πόνο τους. Γιατί το ξέρουν καλά πως η ζωή τους πέρασε μέσ' από κάθε λογής μεταπτώσεις της τύχης' κι ότι ευτυχισμένοι είναι, όπως οι σημερινοί νεκροί μας, εκείνοι που η μοίρα τους χάρισε τον πιο ένδοξο θάνατο, και, όπως εσείς, για το τιμημένο πένθος σας, κι εκείνοι που κανονίστηκε το τέλος της ζωής τους να συμπέσει με το τέλος της ευτυχίας τους.

Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να πείσω εσάς, αφού θα σας φέρνουν ζωντανή τη θύμηση αυτών που χάσατε οι ευτυχίες των άλλων γονιών που κι εσείς κάποτε τις χαρήκατε' και θλίβεται ο άνθρωπος όχι επειδή του λείπουν αγαθά που δεν τα δοκίμασε, αλλά για όσα, ενώ είχε συνηθίσει να τα’ απολαμβάνει, τα έχασε. Πρέπει όμως να δείχνετε εγκαρτέρηση, με την ελπίδα άλλων παιδιών, όσοι ακόμα είστε σε ηλικία ν’ αποχτήσετε παιδία' γιατί, για τα άτομα, τα παιδιά που θα τους έρθουν στον κόσμο από δω και πέρα θα κάνουν πόλους να ξεχάσουν εκείνους που χάθηκαν, ενώ, για την πόλη, θα είναι διπλό το όφελος:

Και δε θα ερημώσει και θα έχει ασφάλεια' γιατί δεν είναι δυνατό να έχει την ίδια αξία ή να είναι το ίδιο δίκαιη η γνώμη για τα δημόσια πράγματα όσων δεν μπαίνουν στον ίδιο κίνδυνο, ρίχνοντας σ’ αυτόν τα παιδιά τους. Κι όσους πάλι σας πήραν τα χρόνια, να θεωρήσετε κέρδος το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας, που το περάσατε ευτυχισμένοι, και ότι το μέρος της που απομένει θα είναι σύντομο, κι ας κάνει ελαφρότερο το πένθος σας η δόξα αυτών εδώ. Γιατί το μόνο που δεν γερνά είναι ο πόθος για τιμές, και στην ηλικία που ο άνθρωπος δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε, δεν είναι, όπως λεν μερικοί, το κέρδος που δίνει τη μεγαλύτερη τέρψη, αλλά οι τιμές.



Τώρα, τα παιδιά των νεκρών μας, όσα βρίσκεστε εδώ ή τ' αδέρφια τους, βλέπω ότι έχετε μεγάλον αγώνα μπροστά σας (γιατί ο καθείς συνηθίζει να επαινεί αυτόν που δε βρίσκεται στη ζωή), και πολύ δύσκολα, ακόμη κι αν δείξετε μοναδικό ηρωισμό, θα σας κρίνουν κάπως κατώτερους - ποτέ το ίδιο ανδρείους! Γιατί οι ζωντανοί νιώθουν φθόνο για τον ανταγωνιστή τους' αντίθετα, όποιον δεν αντισκόφτει το δρόμο τους, τον τιμούν με αδιαφιλονίκητη εύνοια. Κι αν είμαι υποχρεωμένος ν' αναφέρω κάτι για την αρετή που ταιριάζει στη φύση της γυναίκας, θα δηλώσω, για όσες τώρα θα μείνουν χήρες, με μια σύντομη παραίνεση όλη μου τη σκέψη:

Δηλαδή, μεγάλη η δόξα σας, αν δεν φανείτε κατώτερες απ' τη γυναικεία φύση, όπως κι η δόξα εκείνης, που τ' όνομά της θ' ακουστεί λιγότερο, επαινετικά ή περιγελαστικά, ανάμεσα στους άντρες. Έχετε ακούσει κι από μένα, με την επιβαλλόμενη από το νόμο αγόρευσή μου, όσα είχα κατάλληλα, και με έργα αυτοί που θάβονται έχουν κιόλας πάρει τις τιμές τους΄ εξάλλου, από σήμερα τα παιδιά τους θα τ' αναθρέψει με δημόσια δαπάνη η πόλη ως την εφηβεία τους, προβάλλοντας ως βραβείο τέτοιων αγώνων και γι' αυτούς εδώ και για όσους επιζούν, ένα στεφάνι που πιάνει τόπο. Γιατί, όπου έχουν θεσμοθετηθεί τα πιο μεγάλα βραβεία ανδρείας, εκεί ζουν ως πολίτες άντρες με τη μεγαλύτερη αρετή.

Και τώρα, αφού ο καθένας αποτέλειωσε το θρήνο για τον δικό του, να πάτε στο καλό. Τέτοια ήταν η ταφή εκείνον τον χειμώνα.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 



















(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

ΠΗΓΕΣ :

(1) :

(2) :

(3) :

(4) :

(5) :

(6) :

(7) :

(8) :


Ιστορία Ελληνική και Παγκόσμια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου