Σελίδες

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Εθνική και κοινωνική Συνείδηση

ardin-rixi



του Κ. Μοσκώφ απ’ο το Άρδην τ. 74 
Μια παραγωγική εμπορευματική δραστηριότητα διασώζεται ανάμεσα στον 16ο και 18ο αιώνα, στον ελεύθερο από τα αντικίνητρα του οθωμανικού φεουδαλισμού νεοεποικισμένο ορεινό χώρο, ή στις όμοιας ιστορικής γένεσης νησιώτικες κοινωνίες του Αιγαίου, αποκλειστικά σχεδόν εκεί.

Η οικονομική ενότητα της ελλαδικής κοινωνίας έχει διασπαστεί τώρα: Οι αστικές σχέσεις αναπτύσσονται στα εμπορευματικά βουνίσια αυτά κέντρα, διεισδύουν σταδιακά στην περίοική τους αγροτιά, δεν διοχετεύονται όμως και προς τον φεουδαλοποιημένο πεδινό χώρο. Όχι ότι μια ανάπτυξη της οικονομίας δεν πραγματοποιείται και στα μέρη αυτά. Οι καινούργιες καλλιέργειες, η σταφίδα κυρίως, αλλά και το βαμβάκι, ο καπνός, το καλαμπόκι, ανταποκρίνονται στην αυξανόμενη ολοένα ζήτηση της Ευρώπης, κι έστι η παραγωγή αυξάνεται σημαντικά από τα τέλη του 17ου αιώνα στον ελλαδικό χώρο σαν σύνολο.
Όμως, τα πλεονάσματα στον κάμπο δημιουργούνται κυρίως με διοικητικό τρόπο από φορολογίες, ιδίως από τη δεκάτη, από τον ισστιρά, την υποχρέωση πώλησης μέρους της παραγωγής σε χαμηλές τιμές προς το κράτος. Η εξαγωγική δραστηριότητα που θα αναπτυχθεί δίνει στους εξαγωγείς, μεγάλους φεουδαλικούς άρχοντες κυρίως, και στην κεντρική διοίκηση, ένα σημαντικό εισόδημα σε νόμισμα «σκληρό», ευρωπαϊκό, αλλά στην τέτοια οικονομική διαδικασία οι καλλιεργητές ελάχιστα θα συμμετέχουν. Η αγορά, στον πεδινό αυτό χώρο, δεν θα διαμορφωθεί παρά μέσα από θύλακες, «comptoirs», που αφομοιώνουν στον διεθνή χώρο τα πιο προσοδοφόρα τμήματα της πεδινής αγροτικής οικονομίας σε μια κατευθείαν σύνδεση άρχουσας τάξης και εισαγωγέων της Ευρώπης· η σταφιδοπαραγωγή, ιδίως, μέσα σε τέτοια πλαίσια αναπτύσσεται· μέσα σε τέτοια πλαίσια, πάνω σε μια φεουδαλική και μεταπρατική βάση, θα διαμορφωθούν κοινωνικά και οι ασχολούμενοι με τις καλλιέργειες αυτές πληθυσμοί.

Αντίθετα, τα παραγωγικά πλεονάσματα δεν θα δημιουργηθούν στα ορεινά κέντρα, παρά μόνο περιθωριακά μέσα από την αγροτική παραγωγή. Βέβαια, η εισαγωγή νέων καλλιεργειών θα προκαλέσει, και εδώ, το πολλαπλασιαστικό φαινόμενο· το καλαμπόκι, το βαμβάκι βοηθούν στο να αξιοποιηθεί καλύτερα η γη στο βουνό, όπου η ύδρευση, σύμφωνα με τα τεχνικά μέσα της εποχής, είναι πιο πρόσφορη· η κάποια ανάπτυξη όμως της αγροτικής παραγωγής, που επακολουθεί, δεν οδηγεί προς την εξαγωγή αλλά προς την εξασφάλιση μεγαλύτερης αυτάρκειας απέναντι στην πεδιάδα σε ό,τι αφορά τα εδώδιμα, στη σημαδιακή στροφή προς τη βιοτεχνία, προς τα υφαντικά ιδίως προϊόντα. Η νηματουργία βαμβακιού και μαλλιού, η μεταξουργία και η βαφική θα αποτελούν τους κυριώτερους πόλους της οικονομικής ανάπτυξης μέσα σ’ αυτόν τον ορεινό ελλαδικό χώρο.

Καινούργιοι όροι, αυτοί εξωγενείς, θα ωθήσουν την παραγωγή προς μια νέα, επιταχυνόμενη ανάπτυξη· η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, που τερματίζει τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, στα 1774, δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους χριστιανούς υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να χρησιμοποιήσουν τη ρωσική προστασία, εξασφαλίζοντάς τους από το αυθαίρετο της διοίκησης, αλλά και εξομοιώνοντάς τους, από φορολογική άποψη, με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές, θέτοντάς τους ακόμα σε μια θέση πιο ευνοϊκή από αυτήν που κατέχουν οι μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι συντοπίτες τους. Η διάνοιξη της Μαύρης Θάλασσας και της ρωσικής αγοράς στο ελληνικό εμπόριο, ο ηπειρωτικός αποκλεισμός και οι ναπολεόντειοι πόλεμοι, προσφέρουν καινούργιες δυνατότητες στην ελλαδική οικονομία· η οικονομική απογείωση αγκαλιάζει, από τα 1780-1790, τα εμπορευματικά κέντρα του βουνού, από τα 1790 το σύνολο του ελλαδικού χώρου. Η οικονομική δραστηριότητα θα συγκεντρωθεί σε τρεις τομείς· στα βιοτεχνικά κέντρα, στα ναυτικά νησιά, στις πλουσιώτερες σταφιδοπαραγωγικές πεδινές εκτάσεις.

Τα βιοτεχνικά κέντρα είναι, όπως είδαμε, δημιουργήματα της διαφοροποιημένης αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής του νεοεποικισμένου ορεινού χώρου· μοναδική εξαίρεση στον τομέα αυτόν, η περίπτωση της υφαντουργίας του θεσσαλικού Τυρνάβου(1)· η μεταξοβιοτεχνία γίνεται η κύρια παραγωγική απασχόληση στα Πηλιορίτικα χωριά και στην περιοχή της δυτικής Μάνης, ενώ στον βορεινό Κίσσαβο και στα χωριά του Κάτω Ολύμπου αναπτύσσεται η βαφική, η νηματουργία και η υφαντική· μια σειρά άλλα ορεινά κέντρα συγκεντρώνουν την κατεργασία του μαλλιού και των δερμάτων. Στα 1800 η βιοτεχνία απασχολεί ένα σύνολο 40.000-50.000 ατόμων και κινητοποιεί κεφάλαια το λιγώτερο 50.000.000 χρυσών φράγκων, με ένα ετήσιο κέρδος κυμαινόμενο από 12% ως 30%(2).

Τα νησιά είναι ο άλλος πόλος της νεοελληνικής αναγέννησης· άλλα στο χρώμα της ώχρας του ξερού τοπίου τους, και άλλα στο χρώμα της ελιάς, γεννούν ανάλογα με την υφή της γης τους και δική τους μορφή κοινωνίας. Τα πλουσιώτερα νησιά, αυτά της μικρασιατικής ακτής, βρίσκονται στην ελληνική ιστορία από τα πιο αρχαία χρόνια, όπως η Λέσβος της αιολικής ποίησης και του αθηναϊκού λαδιού, όπως η Σάμος, η Χίος, η Ρόδος· πλούσια όμως και άγονα, θα μοιραστούν την κατάπτωση που προκαλούν οι διαρπαγές και η πειρατεία στα υστερώτερα χρόνια· η Σάμος δεν κατοικείται παρά από λίγες εκατοντάδες βοσκούς στα χρόνια του Σουλεϊμάν, η Λέσβος και η Ρόδος, από 10.000 η καθεμιά τους πενόμενους αγρότες, και η Δήλος, κάποτε κέντρο ιερό ή μέγιστο σκλαβοπάζαρο της Μεσογείου, καταντά στα ίδια αυτά χρόνια και για αιώνες πολλούς βοσκοτόπι της γειτονικής Μυκόνου. Αν η Χίος διατήρησε, χάρη στα προνόμιά της και στην εύνοια της Γαλλίας, τη θέση της μέσα στο Αιγαίο και αν η βενετσιάνικη ως τα 1715 κατοχή στην Τήνο διατήρησε στο νησί έναν πληθυσμό πυκνό, 28.000 στα 1780, ωστόσο δεν είναι τα πλούσια αυτά ελαιοφόρα νησιά που βγαίνουν θριαμβευτικά στο προσκήνιο της νεοελληνικής ιστορίας, αλλά τα άλλα, τα ξεχασμένα και μικρά, που η λειτουργία τους προσομοιάζει με αυτήν των βουνών της ηπειρωτικής χώρας και που γίνονται, μετά τα 1700, καταφύγια, από την ανασφάλεια, το στερνό κύμα φεουδαλοποίησης των κάμπων, της αλλαγής στο επαχθέστερο της αγροτικής φορολογίας. Η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, αλλά και ο Πόρος, η Μύκονος, η Κάσσος, η Σύμη, η Σκιάθος, βράχια του Μυρτώου και του Αιγαίου ακατοίκητα, συγκεντρώνουν έναν πληθυσμό που φτάνει τις 15.000-20.000 ήδη την εποχή των Ορλωφικών· οι μετά τα 1774 ευνοϊκές συνθήκες θα αυξήσουν παραπέρα τον πληθυσμό τους, που θα φτάσει στα 1820 στις 20.000 για την Ύδρα, 8.000 για τις Σπέτσες, 6.000 για τα Ψαρά, κάπου 100.000 για όλα τα μη γεωργικά νησιά του Αρχιπελάγους(3). Το ειδικό βάρος του νησιωτικού αυτού χώρου δεν φαίνεται μόνο από τη δημιουργημένη μέσα σε 30 χρόνια κραταιή ναυτιλία του -πάνω από 300 καράβια άνω των 100 τόννων, συνολικού εκτοπίσματος 61.500 τόννων στα 1819-, αλλά από την εμπορική και τραπεζιτική λειτουργία, που ασκεί για το σύνολο του ελλαδικού χώρου η συσσώρευση του ναυτιλιακού κεφαλαίου στα κυριώτερα από αυτά, κάπου 50.000.000 χρ. φράγκα σε νομίσματα, ένα ανάλογο ποσό επενδυμένο σε καράβια(4).

Όσο και αν ο οικονομικός διχασμός του ελλαδικού χώρου γίνεται μέσα στα χρόνια της οικονομικής απογείωσης ολοένα και εντονώτερος, ωστόσο από τα τέλη του 18ου αιώνα θα εμφανιστούν και στη φεουδαλική οικονομία του κάμπου τα επακόλουθα των ευνοϊκώτερων όρων που η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή παραχώρησε.

Ο μεταπρατικός αγροτικός χώρος θα απλώνεται σε όλη τη δυτική πλευρά του Μωρηά, από την Κόρινθο ως την Καλαμάτα. [ ] Οι καλλιέργειες αρχίζουν βαθειά στα ενδότερα, στους πρόποδες των λόφων, όπου η ελιά, το αμπέλι και η συκιά δίνουν σταδιακά τη θέση τους στη σταφίδα· τα 5 ή 6 καράβια φόρτωμα, που μας πληροφορούν τα περιηγητικά κείμενα του 17ου αιώνα ότι αποτελούσαν την τότε παραγωγή, γίνονται εκατοντάδες, εκατό χρόνια πιο μετά· στα 1800 ένα προϊόν αξίας 4.000.000 φράγκων κατευθύνεται προς τα ευρωπαϊκά λιμάνια ή τα βρεττανικά νησιά(5).

Η αγορά τα χρόνια αυτά έχει απόλυτο κυρίαρχο τον χριστιανό μεγαλοκτηματία, έμπορο και φοροεισπράκτορα μαζί, σαράφη ακόμα και προύχοντα της κοινότητάς του(6). Στα 1820, μετριούνται σε εκατοντάδες αυτοί οι πλούσιοι έμποροι και κτηματίες στον δυτικό Μωρηά· μεταξύ τους μοιράζονται κεφάλαια αξίας πάνω από 20.000.000 χρ. φράγκα· η Πελοπόννησος συγκεντρώνει 97.118 άτομα στα 1687, 259.564 στα 1719 και η αύξηση συνεχίζεται και μετά τη λήξη της δεύτερης βενετικής κατοχής· στα πρόθυρα της εξέγερσης του ’21 ο πληθυσμός θα έχει υπερδιπλασιασθεί ακόμα στα 504.000 άτομα(7).
Η οικονομική διαφοροποίηση, προχωρώντας μετά τα 1770 με ολοένα και πιο γοργό ρυθμό, έχει οδηγήσει και εδώ σε μια κοινωνική ιεράρχηση. Στην Πελοπόννησο, η πρώτη φορολογική τάξη, μεγαλοκτηματίες και μεγαλέμποροι, καραβοκυραίοι, σαράφηδες και ανώτεροι κληρικοί, οι «αϊλάδες», όπως αποκαλούνται στην οθωμανική δημοσιονομία, αποτελούν τα 3%-5% του χριστιανικού πληθυσμού· η μεσαία τάξη, κτηματίες κυρίως των βορειοδυτικών περιοχών, οι «εσσατλάρ», αποτελούν τα 30%-35% του πληθυσμού, αλλά 50% περίπου οι μεγάλες μάζες, ενώ οι άποροι, οι «φουκαριλάρ» των κειμένων, άλλα 10%-15% του πληθυσμού, εξαιρούνται, σύμφωνα με το Σεριάτ, από φόρους. Στην Κεντρική Μακεδονία, αντίθετα, η ανώτερη τάξη αποτελεί τα 6%-9% του πληθυσμού, τα 70%-75% η μεσαία, τα 15%-19% η κατώτερη· η διαφοροποίηση εδώ είναι πιο προχωρημένη, αλλά και τα εισοδήματα σημαντικά ανώτερα· είναι χαρακτηριστικοί οι αριθμοί για την πόλη της Θεσσαλονίκης· μέσα στην ελληνική κοινότητα των 2.175 οικογενειών, που σε σημαντικό βαθμό διατηρούν μιαν αγροτική λειτουργία, οι σχέσεις είναι: 7% η ανώτερη, 60% η μεσαία, 30% περίπου η κατώτερη τάξη· ανάμεσα στις 3.671 οικογένειες τής αποκλειστικά με τη βιοτεχνία και το εμπόριο απασχολούμενης ισραηλιτικής κοινότητας, οι ίδιες σχέσεις είναι αντίστοιχα: 5%, 20% και 70% περίπου(8).

Η οικονομική απογείωση ολοκληρώνεται έτσι στις αρχές του 19ου αιώνα, πρόκειται όμως για μια απογείωση ανώμαλη, που όχι μόνο δεν πραγματοποιεί, αλλά εντείνει ακόμα περισσότερο τη διάσπαση της ενότητας της ελλαδικής αγοράς· με την Ελλάδα του ξερικού κάμπου, την εγκαταλελειμμένη στην ελονοσία και τον υποπληθυσμό της, θα συνυπάρχει τώρα η Ελλάδα των ορεινών βιοτεχνικών κέντρων, των ναυτικών νησιών, των μεταπρατικών κοιλάδων του Μωρηά· η Ελλάδα της σύνθετης ήδη και προηγούμενης στον καιρό της -σε ό,τι αφορά τις επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τουλάχιστο- βιοτεχνικής παραγωγής, θα έχει τώρα να υποστεί όλες τις συνέπειες της έλλειψης μιας δικής της ενδοχώρας, τις συνέπειες ίσως, να έλεγε κανείς, της τραγικής της «ύβρεως», που θα αποτελέσει ο εποικισμός και η πραγμάτωση, παρά τις τόσες αντιξοότητες, μιας οικονομικής ανάπτυξης στο βουνό. Η αδιαφιλονίκητη μετά το Βατερλώ κυριάρχηση της διεθνούς αγοράς από την βρεττανική βιομηχανία θα υπαγορέψει τώρα τους όρους ενός δύσκολου θανάτου· η ελληνική βιοτεχνία θα πεθάνει μέσα στην πιο σφριγηλή της εφηβεία, ανυπεράσπιστη από την πολιτική ηγεσία του τόπου, οπού θα κυριαρχήσει ο μεταπρατικός κόσμος.

Τα Αμπελάκια, όπου έχουν συσσωρευτεί κεφάλαια 30.000.000 χρ. φράγκων στα 1807, αποδυναμωμένα από την αυστριακή χρεωκοπία του 1811, που εξανεμίζει τα 2/3 των σε βιεννέζικες τράπεζες κατατεθειμένων διαθεσίμων τους, θα επιζήσουν επώδυνα ως τα μέσα του 19ου αιώνα· στα 1850 θα υπάρχουν ακόμα εκεί 300 περίπου παραγωγικές ομάδες υφαντικής και βαφής από τις 1.500 που υπήρχαν 20 χρόνια προτήτερα(9). Στον Τύρναβο της Θεσσαλίας, παρ’ όλες τις απανωτές κρίσεις ανάμεσα 1811 και 1818, παρ’ όλες τις δηώσεις των δύο πρώτων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης, θα επιζούν στα 1830 κάπου 400 από τους 2.500 αργαλειούς του 1812(10). Η ελληνική βιοτεχνία πεθαίνει, αλλά πεθαίνει δύσκολα και αργά.

Η ακόμα πιο μεγάλη διαφοροποίηση της ελλαδικής αγοράς, που φέρνει η ανεξαρτησία των μεσημβρινών επαρχιών, η καλπάζουσα αποικιοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα βόρεια, θα δώσουν το χαρακτηριστικό κτύπημα εκεί ανάμεσα 1830 και 1850. Η οικονομική απογείωση των τελευταίων χρόνων του 18ου αιώνα βοηθά στο να εμφανιστεί για μια ακόμα φορά ο Έλληνας στον πανάρχαιο ρόλο του· η ίδια η εντελέχεια της κοινωνίας του θα τον έχει σπρώξει μέσα στην ζέση της ενεργητικότητάς του προς τον ορεινό χώρο πρώτα, προς τον εξωτερικό χώρο έπειτα· η μοίρα του θα είναι για τα μεγάλα και όχι για τα μικρά της ιστορίας· ενώ το εσωτερικό της εθνικής αγοράς του θα βρεθεί να κατακλύζεται, να αλλοτριώνεται, στην οικονομία της ανεπτυγμένης Ευρώπης, αυτός θα συνεχίζει κοντοτιέρος της εμπορευματικής ανάπτυξης και του νεωτερικού πνεύματος στα βορειότερα Βαλκάνια, τον Εύξεινο και την Μικρασία, να διοργανώνει τις αστικές σχέσεις στον γύρω χώρο του, σπέρνοντας εκεί, όπου άλλα έθνη με το πλήρωμα του χρόνου θα δρέψουν…

ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΟΙΚΙΑΣ
Τίποτα δεν χαρακτηρίζει περισσότερο αυτή τη διάχυτη υφή της ελληνικής δομής, από την ανάπτυξη που παίρνει μετά τον 17ο αιώνα η παροικιακή εξάπλωση του ελληνισμού σε όλον τον χώρο της οικονομικής του δράσης· το φαινόμενο δεν αποτελεί βέβαια παρά έξαρση μιας κατάστασης που ενυπάρχει στις ελλαδικές κοινωνίες από τον πρωταρχικό σχηματισμό τους, φθάνει όμως την φορά αυτή σε τέτοιο μέγεθος, που τείνει να γίνει ένα από τα κυριαρχικά στοιχεία του ελλαδικού συστήματος στα μεταξύ 1800 και 1900 χρόνια(11).
Η παροικία στην αρχή είναι το αποτέλεσμα μιας φυγής· άλλη μορφή στο ίδιο φαινόμενο που προκαλεί τον εποικισμό του ελλαδικού βουνού, πιο ολοκληρωμένη αυτή, καθώς διακόπτει, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ή και οριστικά, κάθε επαφή του πάροικου με τον γενέθλιό του τόπο· ωστόσο, με την παραπέρα ανάπτυξη των αστικών παραγωγικών σχέσεων, η λειτουργία της παροικίας θα αλλάξει· τα μέλη της γίνονται οι προσωπικοί φορείς της επαφής της ελληνικής αγοράς με τον εξωτερικό χώρο, αλλά και οι φορείς συνάμα προς τον εσωτερικό χώρο του νεωτερικού πνεύματος.
Ενδεικτικός είναι σχετικά ο τρόπος που σχηματίζεται, το παροικιακό πληθυσμιακό στρώμα σε μια τυπική, για την ανάπτυξη του φαινομένου στις ευρωπαϊκές χώρες, περίπτωση στην πόλη της Τεργέστης(12).
Η παροικία της Τεργέστης, όπως όλες οι ανάλογες της Δύσης, στην καινούργια αυτή περίοδο θα λειτουργήσει σαν πρακτορείο της ελλαδικής αγοράς· οι πάροικοι θα μείνουν περιθωριακά στοιχεία του εξελιγμένου ήδη τόπου εγκατάστασης· φροντίζουν για την τοποθέτηση των αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων του τόπου τους στην ξένη αγορά, είναι και διάμεσοι συνάμα της εισαγωγής των ξένων προϊόντων στην χώρα τους. Η παροικία θα έχει 16 οικογένειες μέλη στα 1774, 27 στα 1782, πάνω από 200 στα πρόθυρα της Ελληνικής Επανάστασης.
Στα βορεινά Βαλκάνια, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και στο εσωτερικό της Μικρασίας -οι ακτές της, αυτή την εποχή, αποτελούν ακόμα εθνικό χώρο του Ελληνισμού- η παροικία αποκτά μια λειτουργία πρόσθετη· πρακτορεύει από τη μία πλευρά τις ανταλλαγές με τον ελλαδικό χώρο, αλλά από την άλλη πλευρά γίνεται και ο διοργανωτής της αγοράς μέσα στις ξένες και καθυστερημένες αυτές οικονομίες, που διανύουν το πατριαρχικό ή το πρώτο φεουδαλικό τους στάδιο.
Στα πριν την Επανάσταση χρόνια το παροικιακό είναι ακόμα ένα νέο φαινόμενο· οι παλαιότεροι παροικιακοί -προσφυγικής γένεσης- πληθυσμοί μόνο μετά τα 1750 θα αποκτήσουν μια κάπως άνετη οικονομική υπόσταση. [ ]
Από τα 1805 ήδη μπορούμε να διακρίνουμε διαφορετικές τάσεις στην διαμόρφωση της κοινωνικής συνείδησης των παροικιών, ανάλογα με το ειδικό βάρος που στο εσωτερικό της κάθε μιας έχει παίξει ο καθένας από τους παραπάνω παράγοντες. Οι Δυτικές παροικίες, ιδιαίτερα οι ιταλικές, γαλλικές και της Τεργέστης, ηγεμονεύονται ιδεολογικά από το Παρίσι, μέσα από τον κύκλο που δημιουργείται γύρω στον Κοραή· η επίδραση της γαλλικής πολιτικής και ιδεολογικής ζωής είναι στον κύκλο αυτό πιο άμεση, ίσως και πιο μηχανιστική και άκριτη· εδώ θα είναι το προπύργιο της φιλελεύθερης τάσης, όχι όμως πάντοτε και του αστικού ριζοσπαστισμού.
Στις Ανατολικές παροικίες, αντίθετα, ηγεμονεύει το Βουκουρέστι, αν και λιγώτερο αποκλειστικά απ’ ό,τι στον δυτικοευρωπαϊκό χώρο η γαλλική πρωτεύουσα. Εδώ υπάρχει μια κρατική παράδοση, δημιουργημένη στις καλύτερες στιγμές του Φαναριωτισμού, και η προέλευση των παροίκων από τα ορεινά βιοτεχνικά κέντρα θα δώσει μια πιο λαϊκιστική, εθνικιστική, πιο ριζοσπαστική κάποτε χροιά στην ιδεολογική τους στάση. Αλλά και εδώ η διαμόρφωση του παροικιακού πνεύματος δεν θα είναι ομοιόμορφη· τα Βαλκάνια, οι Μαυροθαλασσίτικες ακτές, η Ανατολή, ζούνε ακόμα τότε μες στην πληθώρα των εθνικών ομάδων ταυτόχρονα πολλές κοινωνικοϊστορικές εποχές. Το παρόν, το μέλλον, το παρελθόν, διαχέονται στον ίδιο τόπο· δεν έχεις παρά να μετακινηθείς από το ένα χωριό στο άλλο, στις πόλεις από τον ένα στον άλλο μαχαλά, για να βρεθείς από το ένα στάδιο της ιστορικής εξέλιξης σε ένα άλλο· στο καθένα το άτομο κρατά και άλλη πολιτιστική στάση. Η παροικία, κάτω από την αλληλοεπίδραση των γύρω της καταστάσεων, στα καθένα φορεί κι ένα διαφορετικό ηθικό και υλικό προσωπείο.
Μπορεί να μιλήσει κανείς για αλλαγή θεμελιακή στην δεύτερη και τρίτη γενιά του παροικιακού κόσμου· ανεξάρτητα από την τοπική προέλευση, η παροικία τείνει να καταστεί τώρα φορέας πάντοτε μεταπρατικής ιδεολογικής επίδρασης· από εδώ θα ξεκινήσουν στα χρόνια του Αγώνα χιλιάδες οι πάροικοι με τις πιο καλόβουλες προθέσεις, εδώ όμως θα πρέπει να αναζητηθεί και η μεγαλύτερη πηγή του κοσμοπολίτικου πνεύματος, η απαρχή της κατεστημένης μας λεβαντίνικης ιδεολογίας.
Ο Κοραής και ο κύκλος του, ο Ά. Γαζής και ο δικός του κύκλος της Βιέννης, οι Σμυρνιοί έμποροι -χιώτικης οι περισσότεροι ή καραμανλήδικης προέλευσης-, ο κύκλος της «Νέας Ημέρας» της Τεργέστης, οι Ψυχάρηδες, οι Αιγυπτιώτες βαμβακέμποροι -μια γενιά πιο μετά- θα είναι φορείς μιας τέτοιας πνοής.
Η ανάπτυξη στα νοτιώτερα της Ελλάδας ενός κράτους ανεξάρτητου δεν θα θέσει σε περιθωριακό επίπεδο την επίδραση της παροικίας. Οι μεγάλοι πάροικοι, όπως θα δούμε, θα είναι η ισχυρότερη οικονομική δύναμη μέσα στην αθηναϊκή κοινωνία του 19ου αιώνα, και στον πολιτικό κόσμο θα καταλάβουν καίριες θέσεις. Η ιδεολογική τους επίδραση, μέσα από τέτοια πόστα, θα μείνει πάντοτε δυνατή, στήριγμα της ντόπιας μεταπρατικής τάξης. Έτσι, οι παροικίες, ως ένα σημείο, θα γυρίσουν πίσω την οφειλή, ένα κομμάτι από την εθνική ενέργεια που είχαν απορροφήσει· η είσπραξη όμως θα γίνεται με τη μορφή ελεημοσύνης και δωρεάς· ο τόπος θα έχει για πάντα στερηθεί την εργασία και τα κεφάλαιά τους σαν στοιχεία μιας δικής του οργανικής ζωής, τη συμβολή τους σε μια εθνοτική, αυτόνομη προοπτική ανάπτυξης. Και στην δική τους ύπαρξη θα έρθει άλλωστε καιρός -στη Ρουμανία από τα 1904, στην Βουλγαρία από τα 1907, από τα 1908 ήδη στις έξω από τον εθνικό χώρο περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αργότερα στην Αίγυπτο-, που η άρνηση των παροικιακών πληθυσμών να μεταβληθούν από ξένα σώματα σε μειονότητες εθνικές της χώρας όπου έχουν ανθήσει, οδηγεί στην καταπίεσή τους και στην παρακμή. Θα είναι οδυνηρή η στιγμή που για μιαν ακόμα φορά ένα κομμάτι της εθνικής μας ζωής θα εκμηδενίζεται, οδηγημένο από την εντελέχεια της ελλαδικής δομής, δίχως δυνατότητες αντίστασης· θα είναι η ώρα της τραγικής Αλεξάνδρειας του Καβάφη.
* Από το ομώνυμο βιβλίο του συγγραφέα, Θεσσαλονίκη 1972.
Σημειώσεις
1. Βλ. Α. Βακαλόπουλου, έ.α., τόμ. Β΄1, σελ. 96.
2. Βλ. ιδίως Pouqueville, έ.α., τόμ. III, σελ. 167-170.
3. Βλ. Ι. Κοντογιάννη, Οι Έλληνες κατά τον Α΄ Ρωσσοτονρκικό πόλεμο, Αθήναι, 1952, σελ. 235-236, που αναφέρεται σε σχετική απογραφή του λοχαγού Α. Κρίνεν· επίσης Α. Μάμουκα, Στατιστική…, ΙΑ΄, σελ. 230, και J. Hasluck, De Population in the Aegean Islands and the turkish conquest, «Annual of the British School of Athens», τόμ. 17 (1910-1911), σελ. 156-181.
4. Α. Andreades, La marine marchande grecque, «Alcan», Paris, 1916, σελ. 36-37.
5. Pouqueville, έ.α., τόμ. Ill, σελ. 171.
6. Συχνή είναι η χρησιμοποίηση του κοινοτικού ταμείου, ή και του επισκοπικού, για τη διευκόλυνση και επέκταση των εμπορικών συναλλαγών. Ο Pouqueville αναφέρεται σχετικά στην Μητρόπολη Καστοριάς, στο ταμείο της οποίας κατέθεταν και μωαμεθανοί ακόμα γαιοκτήμονες ή πραματευτάδες, και τα κεφάλαια του οποίου αξιοποιούνται με τόκο 10%-12% μέσω των μεγαλεμπόρων, κάτω από την αλληλέγγυο ευθύνη της Μητρόπολης. Βλ. Pouqueville, έ.α., τόμ. III, σελ. 1-2.
7. Η Πελοπόννησος συγκεντρώνει τα χρόνια αυτά τα 25% του πληθυσμού του ελλαδικού χώρου, σε σύγκριση με 10% σήμερα. Για δημογραφικά την εποχή της απογείωσης βλ. Pouqueville, έ.α., τόμ. III, σελ. 192-195.
8. Βλ. Pouqueville, έ.α., τόμ. VI, σελ. 225-261, και Ι. Βασδραβέλλη, Οθωμανικά αρχεία Θεσσαλονίκης, τόμ. Ι, σελ. 526.
9. L. Heuzey, Excursion dans la Thessalie turque, Paris, «Belles Lettres», 1927, σελ. 23.
10. L. Heuzey, έ.α., σελ. 24.
11. Τη σπουδαιότητα της λειτουργίας του παροικιακού φαινόμενου μέσα στην νεοελληνική ιστορία επισημαίνουν οι περισσότεροι ιστοριογράφοι· βλ. ιδίως Π. Καρολίδη, Ιστορία του ΙΘ΄ αιώνος, τόμ. Β΄, σ. 109-110, Αθήνα, 1892, Κ. Ντίτριχ, Ο εν διασπορά Ελληνισμός, «Εμπορεία Αθηνών», τεύχ. 33, 1920, Γ. Κορδάτου, Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, τόμ. Α΄, σ. 214, Αθήνα, 1957, και τη μονογραφία του Ν. Ψυρούκη, Το παροικιακό φαινόμενο, Αθήνα, 1965.
12. Βλ. Σ. Λάμπρου, Περί το συνοικισμού των γραικών εν Τεργέστη (παρουσίαση χειρόγραφης μελέτης του Χ. Φιλητά), «Δελτίον Εθνολογικής Αρχαιολογικής Εταιρείας», 1897, σελ. 370-376.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου