Το Ποντίκι
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2012 στις 15-03-2018
του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
Μετά την Άλωση, στη διάρκεια της οποίας η Κωνσταντινούπολη αντιστάθηκε λυσσαλέα με ελάχιστες δυνάμεις και δυνατότητες, απορρίπτοντας μάλιστα τις προτάσεις ειρήνης που προσέφερε ο Μωάμεθ ο Πορθητής στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, θα έλεγε κανείς ότι η μοίρα των ορθόδοξων χριστιανών υπηκόων της Πόλης θα ήταν ιδιαίτερα επισφαλής. Ωστόσο, στα μεγάλα ιστορικά γεγονότα οι εθνικές αφηγήσεις αρέσκονται στις αλήθειες των μύθων και όχι στα γεγονότα, λες και η πραγματικότητα έχει κάτι το προσβλητικό αν δεν δικαιώνει το φαντασιακό. Αυτό συμβαίνει με τις ιστορικές αφηγήσεις όλων των λαών και δεν είναι «προνόμιο» κανενός. Ωστόσο, πέρα από τη μυθολογία υπάρχει και η Ιστορία που διεκδικεί επιστημονικά και ηθικά το μερίδιό της από όση πραγματικότητα είναι εφικτή τεκμηριωμένα και πάντα ανοικτή σε έναν διαρκή διάλογο για αναθεωρήσεις.
Σχετικά με την περίοδο της τουρκοκρατίας έχουν δημιουργηθεί εντυπώσεις που κάποιες φορές βάζουν σε δοκιμασία την ίδια τη λογική. Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα – και όχι μόνο αυτά –, μερικά από τα οποία καθόρισαν ή άλλαξαν την πορεία της ανθρωπότητας, δεν μπορεί εξ αντικειμένου να βασίζονται αποκλειστικά σε ρομαντικές δοξασίες, ούτε στο γενικότερο περί δικαίου αίσθημα, ούτε σε ουμανιστικές διακηρύξεις.
Ο Μωάμεθ ο Πορθητής, πρώτα απ’ όλα, δεν ήταν τυχαίος άνθρωπος, αλλά ένας ικανότατος στρατιωτικός με ιδιαίτερες πολιτικές αρετές. Στο θέμα του χειρισμού των χριστιανών επέδειξε στρατηγική ανεκτικότητα. Η στάση του και η πολιτική του προφανώς απέναντί τους καθορίστηκε κατά βάση από τις διδαχές του Ισλάμ (που δεν πρέπει να το φανταζόμαστε στις σημερινές εξτρεμιστικές εκδοχές του), όπως κι από πολιτικές σκοπιμότητες που σχετίζονταν με το πρόβλημα της διακυβέρνησης πολλών λαών με διαφορετικές πολιτισμικές - θρησκευτικές καταβολές. Επίσης, ο ίδιος έδειχνε να συμπαθεί τους Έλληνες και εκδήλωνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ορθόδοξο χριστιανισμό.
Η πολιτική του Μωάμεθ
Ως προς το πρώτο, οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι ο θεός αποκαλύφθηκε μέσω προφητών. Πρώτος ήταν ο Αδάμ και ακολουθούν κι άλλοι (του Ιησού Χριστού συμπεριλαμβανομένου) με τελευταίο και καλύτερο τον Μωάμεθ. Το σκεπτικό τους είναι ότι κάθε αποκάλυψη ερχόταν για να ολοκληρώσει την προηγούμενη. Έτσι κι ο Μωάμεθ ως τελευταίος προφήτης ήταν ο πληρέστερος όλων. Άρα δεν έχουμε να κάνουμε με μια θρησκεία ασύμβατη με τον χριστιανισμό, αλλά με μια, ας πούμε, πληρέστερη εκδοχή του. Βέβαια, ο ισλαμικός νόμος πέρασε από τη φάση μιας σειράς διασαφηνίσεων πέραν των θεμελιωδών εντολών του Κορανίου. Μια βασική αρχή ήταν ο περίφημος «ιερός νόμος», η γνωστή μας σαρία.
Ο νόμος θεμελιώνεται πάνω σε βασικές αρχές του Κορανίου που εμπλουτίζονται από τις διδαχές του Μωάμεθ και των διαδόχων του αλλά και από τις αποφάσεις των σοφών. Η δεύτερη αρχή σχετίζεται με τον «κοσμικό νόμο» που βασίζεται στις παραδοσιακές αρχές της χώρας και στα διατάγματα των σουλτάνων. Και στις δυο αυτές βασικές αρχές επικρατούσε το ανεκτικό πνεύμα του Κορανίου.
Έτσι, οι χριστιανοί και οι Εβραίοι είναι άνθρωποι της Βίβλου και αποκαλούνται «Τζίμηδες», δηλαδή προστατευμένα πρόσωπα. Σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο, υπήρχαν τρεις κατηγορίες λαών: ορθόδοξοι χριστιανοί, Εβραίοι, και Αρμένιοι. Κάθε μία συνιστούσε μια μερικώς αυτοδιοικούμενη κοινότητα, το μιλέτ. Και είχε τον πνευματικό της ηγέτη, ο οποίος μέχρι ενός σημείου ήταν και πολιτικός αρχηγός. Για τους Εβραίους ο αρχιραβίνος, για τους Αρμένιους ο γρηγοριανός πατριάρχης και για τους ορθοδόξους ο ορθόδοξος πατριάρχης.
Η ανεκτικότητα των μουσουλμάνων, που σήμερα ακούγεται σαν σύντομο ανέκδοτο, δεν υπήρξε καινοτομία του Πορθητή, αλλά μια παράδοση που εντοπίζεται από το 638 μ.Χ., όταν ο χαλίφης Ομάρ, έτοιμος να καταλάβει την Ιερουσαλήμ, υπόσχεται να μην επεμβαίνει στα ζητήματα της λατρείας και στη διαχείριση των υποθέσεων των Εβραίων.
Φυσικά, πέρα από τα προτάγματα της μουσουλμανικής πίστης και την παράδοση στην ανεκτικότητα, την πολιτική του Μωάμεθ την καθόριζαν (κυρίως) και πρακτικοί λόγοι. Πριν απ’ όλα, οι περισσότεροι από τους υπηκόους του δεν ήταν μουσουλμάνοι, πράγμα που σημαίνει ότι θα έβαζε ο ίδιος στον εαυτό του ένα εξαιρετικά δύσκολο εμπόδιο μιας διακυβέρνησης βασισμένης στις εσωτερικές συγκρούσεις και μάλιστα στα δύσκολα ζητήματα πίστης. Θα ήταν πολύ ευκολότερο και εξυπνότερο, αντί να δημιουργεί εξεγέρσεις που θα καλείτο κάθε λίγο και λιγάκι να καταστέλλει, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, να τους παραχωρήσει το δικαίωμα να αναλάβουν οι ίδιοι να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις τους.
Η ωφέλεια που θα είχε το οθωμανικό κράτος θα ήταν πολλαπλή: πρώτα απ’ όλα, θα απομακρυνόταν το ενδεχόμενο μιας εξέγερσης, δεύτερο, η παραγωγικότητά τους, η πληρωμή των φόρων και οι δεξιότητές τους θα συνέβαλλαν στην ανάπτυξη και επέκταση της αυτοκρατορίας και, τρίτο, θα λειτουργούσαν απρόσκοπτα υπέρ των Οθωμανών μια σειρά από δεξιότητες των λαών, οι οποίες ήταν άγνωστες σ’ αυτούς.
Ένας άλλος εμφανής λόγος ήταν ότι η Κωνσταντινούπολη που κατέκτησε, ήταν μια κατεστραμμένη πόλη σε πλήρη παρακμή, η οποία για να συνεχίσει ως σύμβολο αυτοκρατορικής δύναμης έπρεπε να εποικιστεί εκ νέου. Εκτός από αυτούς που παρέμειναν στην Πόλη, πολλοί από τους νέους της κατοίκους θα ήταν αναπόφευκτα χριστιανοί – άρα η ανεκτικότητα ήταν πολιτικά μονόδρομος.
Η σχέση του με τους Έλληνες
Πολύγλωσσος και πολύπλοκος, κάτοχος υψηλής παιδείας και με δεδηλωμένα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα, ο Μωάμεθ Β’ μιλούσε άπταιστα ελληνικά. Να μην ξεχνάμε ότι μεγάλωσε ουσιαστικά με την Ελληνίδα θετή του μητέρα Μάρα, την οποία αγαπούσε πολύ. Το δίχως άλλο υπήρξε μια σημαντικότατη πολύπλευρη και χαρισματική προσωπικότητα, αμείλικτος στον πόλεμο και εκδικητικός, ταυτόχρονα όμως εμπνευσμένος πολιτικός και σημαντικός διανοούμενος. Το ότι εκτιμούσε τους ορθοδόξους και θαύμαζε απεριόριστα τα επιτεύγματα της βυζαντινής αυτοκρατορίας γίνεται εύκολα αντιληπτό από τις άμεσες μετά την Άλωση ενέργειές του. Είχε τη φιλοδοξία να γίνει συνεχιστής της βυζαντινής αυτοκρατορίας και χρησιμοποίησε όλους τους λαούς της για να χτίσει το κράτος του, δίδοντας πρωταρχική σημασία στους Έλληνες.
Το Πατριαρχείο και η ρωμέικη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης οφείλουν την επιβίωσή τους κατά τα πρώτα κρίσιμα χρόνια μετά την Άλωση αποκλειστικά στις επιλογές του Μωάμεθ. Η περίφημη σχέση του με τον Γεώργιο Σχολάριο Γεννάδιο, όπως θα διαπιστώσουμε στο επόμενο σημείωμά μας, υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική και αποδεικνύει το απρόσκοπτο ενδιαφέρον του Πορθητή για τον χριστιανισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα η ίδια η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Πόλης διαδηλώνει με τον πιο επίσημο τρόπο τη σύνδεσή της με τον Μωάμεθ τον Πορθητή. Στην κεντρική είσοδο του πατριαρχικού οίκου δεσπόζει το ψηφιδωτό με τον Μωάμεθ και τον Γεννάδιο.
Xenofonb@gmail.com
* Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 2012 στις 15-03-2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου