Στο ξεκίνημα του πρώτου πολέμου του κόλπου, το 1991, το επίσημο νόμισμα του Ιράκ ήταν το δηνάριο. Μετά τον πόλεμο, το Ιράκ χωρίστηκε σε δύο τμήματα, τα οποία ήταν πολιτικά, στρατιωτικά και οικονομικά χωρισμένα μεταξύ τους. Το νότιο τμήμα ήταν υπό τον έλεγχο του Σαντάμ Χουσείν, ενώ το βόρειο τμήμα, πάνω από τον 36ο παράλληλο εξελίχθηκε σε ένα de facto κουρδικό προτεκτοράτο.
Στο νότο το καθεστώς του Σαντάμ, χτυπημένο από τις κυρώσεις που είχαν επιβληθεί από τα Ηνωμένα Έθνη, κατέφυγε στο τύπωμα χρήματος για να αντιμετωπίσει το ολοένα και αυξανόμενο έλλειμα του κρατικού προϋπολογισμού. Πριν τον πόλεμο τα χαρτονομίσματα του Ιράκ εισάγονταν από το εξωτερικό. Εξ’ αιτίας όμως του εμπάργκο εισαγωγή χαρτονομισμάτων δε μπορούσε να γίνει. Μη έχοντας τη δυνατότητα να αυξήσει την ποσότητα των υπαρχόντων χαρτονομισμάτων, το καθεστώς επέλεξε να τυπώσει νέα χαρτονομίσματα, αυτή τη φορά με το πρόσωπο του Σαντάμ επάνω. Αυτά έγιναν γνωστά ως δηνάρια του Σαντάμ. Στους πολίτες του νοτίου τμήματος δόθηκαν τρεις εβδομάδες για να ανταλλάξουν τα παλιά με τα νέα δηνάρια. Η αρχική ισοτιμία ήταν 1:1. Στο τέλος του 1991 βρισκόταν σε κυκλοφορία περίπου 22 δις δηνάρια.
Ακολούθως το καθεστώς Χουσείν προέβη σε τύπωμα χρήματος τέτοιου εύρους, που μετά από τέσσερα χρόνια βρισκόταν σε κυκλοφορία περίπου 584 δις δηνάρια. Ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού ήταν 250%.
Την ίδια περίοδο στο βόρειο τμήμα της χώρας, το οποίο δε βρισκόταν πλέον υπό τον έλεγχο του Σαντάμ, ο πληθυσμός δεν είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει τα παλιά δηνάρια με νέα. Το νέο δηνάριο του Σαντάμ δεν κυκλοφόρησε ποτέ στο βορά και ο κόσμος συνέχισε να χρησιμοποιεί τα παλιά δηνάρια, τα οποία με τον καιρό άρχισαν να αποκαλούνται «ελβετικά δηνάρια», μιας και είχαν τυπωθεί από τη βρετανική εταιρεία De La Rue με πλάκες οι οποίες είχαν κατασκευαστεί στην Ελβετία. Το ελβετικό δηνάριο συνέχισε να χρησιμοποιείται στο βόρειο τμήμα της χώρας, η οποία στην πράξη δεν είχε κυβέρνηση, πόσο δε μάλλον κεντρική τράπεζα. Η χρήση του ελβετικού δηναρίου συνεχίστηκε υποστηριζόμενη μόνο από τη δύναμη της αδράνειας. Μετά το 1989 δεν τυπώθηκαν άλλα ελβετικά δηνάρια και η ποσότητα του χρήματος στο βόρειο τμήμα της χώρας έμεινε σταθερή (πιθανών και σταθερά μειωνόμενη). Τα δύο νομίσματα συνέχισαν διάγοντας παράλληλους αλλά και εντελώς διαφορετικούς βίους.
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε μέχρι το 2003, οπότε και οι ΗΠΑ, μαζί με το «συνασπισμό των προθύμων» έκαναν τη δεύτερη εισβολή στο ΙΡΑΚ. Παρά το γεγονός ότι το εμπόριο μεταξύ του νοτίου και του βορείου τμήματος της χώρας ήταν μηδαμινό, τα δύο νομίσματα συνέχισαν να ανταλλάσσονται με το δολάριο και ενώ τα δύο νομίσματα ξεκίνησαν την «κοινή ζωή» τους με ισοτιμία 1:1, μετά το 1993 τα πράγματα άλλαξαν και το 2003, οπότε και εκδιώχθηκε ο Σαντάμ, η ισοτιμία έφτασε το 300:1. Αυτή η μεταβολή ήταν ξεκάθαρα αποτέλεσμα της αύξησης της ποσότητας του χρήματος σε κυκλοφορία στο νότιο τμήμα τη στιγμή που στο βόρειο τα πράγματα έμεναν αμετάβλητα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μετά από μικρές διακυμάνσεις που παρουσίαζε το ελβετικό δηνάριο έναντι του δολαρίου τη δεκαετία του 90’, η τιμή του εκτοξεύτηκε από τα μέσα του 2002. Η προοπτική της εισβολής των Αμερικάνων και της αποπομπής του Σαντάμ Χουσείν έδωσε έναυσμα στην προσδοκία ότι:
- Ο διαχωρισμός του κουρδικού κομματιού θα μονιμοποιούνταν μετά την απομάκρυνση του Σαντάμ με πιθανή την ίδρυση κουρδικού κράτους.
- Μια νέα νομισματική αρχή θα καθιερωνόταν για ολόκληρο το ΙΡΑΚ, η οποία θα στήριξε αναδρομικά το ελβετικό δηνάριο.
Στο κουρδικό τμήμα καλλιεργούνταν η προσδοκία ότι με την αλλαγή του καθεστώτος Σαντάμ το ελβετικό δηνάριο θα αποκτούσε μεγαλύτερη αξία. Οι προσδοκίες αυτές αποτυπώνονται στη νομισματική ισοτιμία του ελβετικού δηναρίου με το δολάριο, και παρόλο που δεν υπήρχε στην περιοχή κυβέρνηση ή κεντρική τράπεζα να χαράξουν νομισματική πολιτική, έχουν τα πάντα να κάνουν με την πολιτική.
Ο κρίσιμος ρόλος του πολιτικού καθεστώτος φαίνεται από τη συμπεριφορά της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε καθεστώς αβεβαιότητας στην πιθανότητα αμερικάνικης εισβολής. Εκείνη την εποχή χρηματιστές μπορούσαν να αγοράσουν συμβόλαια παραγώγων, συνδεδεμένα με τη μοίρα του Σαντάμ Χουσείν. Τέτοιου τύπου συμβόλαια πλήρωναν πχ $1 αν ο Σαντάμ πιανόταν μέχρι το τέλος του Ιουνίου του 2003 και $0 αν δεν πιανόταν. Αργότερα εμφανίστηκαν συμβόλαια με καταληκτική ημερομηνία το τέλος του 12.2003. Καθώς το 2013 έφτανε στο τέλος του χωρίς να έχει πιαστεί ο Ιρακινός ηγέτης, η αξία του συμβολαίου έπεφτε. Μαζί της έπεφτε και η αξία του «ελβετικού» δηναρίου Η αξία και των δύο ξανά ανέβηκε λίγο πριν τη σύλληψη του Σαντάμ, στις 13.12.2003.
Μετά την εισβολή, ο επικεφαλής των δυνάμεων κατοχής, Paul Bremer, εισήγαγε το νέο Ιρακινό δηνάριο το οποίο ανταλλάχθηκε με τα δύο προϋπάρχοντα νομίσματα με μια ισοτιμία που στην ουσία υποδήλωνε μια αναλογία 1:150, η οποία μπορεί να ήταν χαμηλότερη του ιστορικού υψηλού του 1:300 που είχε φτάσει κάποια στιγμή, αλλά ήταν σίγουρα υψηλότερη από το μέσο όρο των ετών 1998-2003.
Η κυκλοφορία των ελβετικών δηναρίων στο κουρδικό τμήμα του Ιράκ δεν ήταν προσχεδιασμένη. Σε συνέντευξη που είχε δώσει στο Gulf News στις 30.01.2003, ο πρωθυπουργός της κουρδικής τοπικής κυβέρνησης, Masoud Barzani, δήλωνε χαρακτηριστικά: «Εμείς δεν έχουμε δικό μας νόμισμα».
Το ελβετικό δηνάριο ήταν απλώς μια λύση στην οποία κατέφυγε η αγορά, απουσία μιας κυβέρνησης με τη δυνατότητα να εκδώσει δικό της νόμισμα. Οι μεταβολές της ισοτιμίας των δύο δηναρίων δείχνουν ότι η αξία του χρήματος δε βασίζεται μόνο στην πολιτική που χαράσσει μια κυβέρνηση ή μια κεντρική τράπεζα, αλλά και στα πιστεύω των χρηστών του σχετικά με την πιθανότητα επιβίωσης των θεσμών που καθορίζουν την έννοια του κράτους του ίδιου. Η πρόσφατη νομισματική ιστορία του Ιράκ καταδεικνύει τη σημασία της πολιτικής σταθερότητας και τις συνέπειες της απουσίας της.
Διαβάστε επιπρόσθετα: The End of Alchemy, Mervyn King, Little Brown 2016
Πηγή oikonomica
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου