Σελίδες

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός και η προπαγάνδα της μετριοπάθειας …

Ελευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση


Γράφει ο Θανάσης Μπαντές
Αναφορικά με τη φούσκα των στεγαστικών δανείων, που οδήγησε στην κατάρρευση του 2008, ο Paul Jorion στο βιβλίο του «Όταν η οικονομική σκέψη δεν αρκεί» είναι καταγγελτικός: «Από τη στιγμή που είχε καταστεί φανερό ότι ο τομέας της τιτλοποίησης των επισφαλών ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων κατέρρεε, η Goldman Sachs, που ήταν ακόμη τότε μια τράπεζα που συναλλασσόταν με επιχειρήσεις, κανόνισε να οργανώσει στοιχήματα ποντάροντας στην κατάρρευση αυτού του τομέα του χρηματοπιστωτικού συστήματος· και ρίχτηκε στην αναζήτηση πελατών της που θα επιδείκνυαν περισσότερη αισιοδοξία από την ίδια, θεωρώντας ότι η κατάσταση δεν ήταν δα και τόσο απελπιστική, και θα ποντάριζαν στη μη κατάρρευσή του». (σελ. 306).
Με άλλα λόγια, ενώ ήταν βέβαιο ότι τα τιτλοποιημένα ομόλογα των στεγαστικών στην Αμερική θα έχαναν κάθε αξία, η Goldman Sachs μυρίστηκε το κέρδος και επιδόθηκε στην ανίχνευση των «αισιόδοξων» προκειμένου να πουλήσει τέτοια ομόλογα και μετά να στοιχηματίσει εναντίον τους. Κι εδώ βέβαια δε μιλάμε για απλούς επενδυτές που είχαν τη διάθεση να ρισκάρουν τις οικονομίες τους, αλλά για διαχειριστές εκατομμυρίων, που πιστεύοντας τα περί σταθερότητας και ανοδικής πορείας των αγορών στο στεγαστικό τομέα, αγόραζαν αυτά τα ομόλογα ρισκάροντας τραπεζικά κεφάλαια και συνταξιοδοτικά ταμεία. Ο Jorion θα γίνει πιο διαφωτιστικός: «Οι υπάλληλοι της Goldman Sachs είχαν […] κατασκευάσει χρηματοπιστωτικά προϊόντα για στοιχήματα, κατά τρόπον που, ποντάροντας στην απώλεια αξίας αυτών των προϊόντων, να βγάλουν κέρδος. Και δεν αρκούνταν στο να το κάνουν αυτό παθητικά: τα κανόνιζαν, με τη συνενοχή ορισμένων hedge funds, ώστε αυτά τα προϊόντα να είναι τα χειρότερα που θα μπορούσαν να υπάρξουν, επιλέγοντας δάνεια που είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να μην αποπληρωθούν, και πολλαπλασίαζαν, έτσι, το ρίσκο». (σελ. 306 – 307).
Το ζήτημα ήταν να κερδηθεί χρόνος, ώστε από τη μια η Goldman να ξεφορτωθεί τα τοξικά ομόλογα που κατείχε κι από την άλλη να βγάλει όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος από τα στοιχήματα σε βάρος εκείνων που δεν ήξεραν τι γίνεται. Ο Jorion θα σχολιάσει: «Αυτό επιβεβαίωνε, όπως θα έπρεπε να αναμένεται, την εκτίμηση ότι, όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, η εγωιστική συμπεριφορά συνίσταται στο να ορμάει ο καθένας προς την έξοδο και, περνώντας, να κλέβει τα πορτοφόλια των ποδοπατούμενων· τούτο, βεβαίως δε συνεπάγεται κανένα όφελος για το γενικό συμφέρον». (σελ. 307).
Το σίγουρο είναι ότι οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης έδιναν υψηλούς βαθμούς σε τέτοιου είδους χρηματιστηριακά σκουπίδια μέχρι την τελευταία στιγμή. Ο Michael Lewis στο βιβλίο του «Το μεγάλο σορτάρισμα» αναφέρει ότι οι βαθμολογίες παρέμεναν υψηλές ακόμα και τη στιγμή που τα δάνεια είχαν αρχίσει πλέον να μην εξυπηρετούνται: «Πολλά από αυτά τα δάνεια έπαυαν πλέον να εξυπηρετούνται, αλλά τα subprime ομόλογα έμεναν αμετάβλητα – επειδή η Moody’s και η S&P, πράγμα ιδιαίτερα ανησυχητικό, δεν είχαν αλλάξει τις επίσημες απόψεις τους γι’ αυτά». (σελ. 229 – 230).
Αν κάποιος αναρωτιέται ποια μπορεί να είναι σχέση ανάμεσα στις εταιρείες της Γουόλ Στριτ και στους οίκους αξιολόγησης, ο Lewis θα το θέσει ξεκάθαρα: «Οι μεγάλες εταιρείες της Γουόλ Στριτ – η Bear Stearns, η Lehman Brothers, η Goldman Sachs, η Citigroup και άλλες – είχαν τον ίδιο στόχο με κάθε επιχείρηση μεταποίησης: να πληρώνουν όσο το δυνατόν λιγότερα για πρώτη ύλη (στεγαστικά δάνεια) και να χρεώνουν όσο το δυνατό περισσότερα για το τελικό προϊόν τους (ενυπόθηκα ομόλογα). Η τιμή του τελικού προϊόντος καθοριζόταν από τις βαθμολογίες που του έδιναν τα μοντέλα της Moody’s και της S&P». (σελ. 141 – 142).
Κι όταν οι μεγάλες εταιρείες χρειάζονται οπωσδήποτε το μεγάλο βαθμό για να αυξήσουν τα κέρδη τους, τα πράγματα περιπλέκονται, κυρίως, όταν είναι οι ίδιες που χρηματοδοτούν το βαθμολογητή τους: «Επισήμως, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσαν τα μοντέλα αποτελούσε μυστικό: η Moody’s και η S&P ισχυρίζονταν ότι ήταν αδύνατο να αποτελέσουν αντικείμενο χειραγώγησης. Αλλά όλοι στη Γουόλ Στριτ ήξεραν ότι οι άνθρωποι που χειρίζονταν τα μοντέλα προσφέρονταν για εκμετάλλευση». (σελ. 142). Αποτέλεσμα αυτής της «ανεξάρτητης» σχέσης ήταν ότι ακόμη και τον Ιούνιο του 2007 – κυριολεκτικά ένα βήμα πριν την τελική κατάρρευση – έγιναν δουλειές δισεκατομμυρίων: «… από το Φεβρουάριο μέχρι τον Ιούνιο του 2007 οι μεγάλες εταιρείες της Γουόλ Στριτ, με πρώτες και καλύτερες τη Merrill Lynch και τη Citigroup, δημιούργησαν και πούλησαν νέα CDO αξίας 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων». (σελ. 224).
Είναι προφανές ότι η κρίση χρέους υπήρξε η αφορμή για την επιβολή των βάρβαρων πολιτικών και την μπανανοποίηση της χώρας, κάτι που επανειλημμένα έχουν καταγγείλει τα περιοδικά Der Spiegel και Focus , με την επισήμανση ότι η τρόικα εξυπηρετεί πολιτικά συμφέροντα. Η εξυπηρέτηση όμως πολιτικών συμφερόντων ξένων δυνάμεων, που επιπρόσθετα επιφέρουν την εξόντωση των λαϊκών στρωμάτων, επισύρει κατά των κυβερνόντων την κατηγορία του δωσιλογισμού.
Στην υπηρεσία του νέου «Άξονος»
Πολλοί από τους υποστηρικτές των μνημονίων έχουν ανακρούσει πρύμναν μετά την ολοφάνερα επερχόμενη οικονομική τους εξόντωση από τις υφεσιακές πολιτικές και τον έλεγχο των τραπεζών από τους δανειστές. Σε αυτούς συγκαταλέγονται αφενός οι πάσης φύσεως πιστοί υπάλληλοι των ντόπιων επιχειρηματικών συμφερόντων που στήριξαν το μνημόνιο και στη πορεία βλέπουν την εξόντωσή τους, και αφετέρου, μια μερίδα ιδεολόγων του «εκσυγχρονισμού» που ανεπίγνωστα λειτούργησαν ως φερέφωνα των δανειστών, έχοντας αλλοτριωθεί από την προτεσταντικού τύπου ηθική προπαγάνδα περί της ανάγκης ηθικής διαπλάσεως του έθνους των νεοελλήνων.
Αμετανόητο παραμένει το πολιτικό προσωπικό της εγχώριας τρόικας, όπως και τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που το στηρίζουν, υποστηρίζοντας εν πολλοίς ότι οι εφαρμοζόμενες πολιτικές αποβλέπουν στη σωτηρία της χώρας και στη παραμονή πάση θυσία στο ευρώ, παρά το γεγονός ότι στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις το 80, 4% του ελληνικού λαού δεν επιθυμεί τη πάση θυσία παραμονή. Το πολιτικό προσωπικό δεν χάνει ευκαιρία να διατυμπανίζει τις υμνολογίες του για τους δανειστές που σώζουν τη χώρα και το λαό από την χρεοκοπία μολονότι τα δάνεια επιστρέφονται πάραυτα στους ίδιους τους δανειστές ως τοκοχρεολύσια.
Κατά ανάλογο τρόπο ο δωσίλογος πρωθυπουργός της κατοχής Ράλλης, έγραφε:
«Υπενθυμίζω εις υμάς ότι αι Δυνάμεις του Αξονος, καίτοι έχουσαι να αντιμετωπίσουν όλας τας συνεπείας και τας βαρείας υποχρεώσεις του πρωτοφανούς εις έκτασιν πολέμου επέδειξαν εις πάσαν ευκαιρίαν την προς τον ελληνικόν λαόν συμπάθειάν των.
Μη λησμονείτε ότι διά γενναίας χειρονομίας των ηγετών της Γερμανίας και Ιταλίας ο ελληνικός στρατός αφέθη ελεύθερος, μη θεωρηθείς αιχμάλωτος πολέμου. Μη λησμονείτε ότι ο ελληνικός λαός τελείως εγκαταλελειμμένος και αποκεκλεισμένος πανταχόθεν, θα κατεδικάζετο εις ομαδικόν εξ ασιτίας θάνατον, αν μη, παρ’ όλας τας τρομακτικάς δυσχερείας και παρ’ όλα τα εγκληματικά σαμποτάζ, επεσιτίζετο η χώρα μας, εκ του υστερήματός των, υπό των Δυνάμεων του Αξονος…(… ) Μη λησμονείτε ότι δεν εδίστασαν αύται και εμπειρογνώμονας ακόμη να στείλουν εις τη χωράν μας, διά να σώσουν τον ελληνικόν λαόν από τον εκφυλισμόν εκ της πείνης…

Εν Αθήναις τη 5 Μαΐου 1943.
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΡΑΛΛΗΣ».
Το επιχείρημα των καθεστωτικών βουλευτών που υπερψήφισαν τα μνημόνια, ως απολογία έναντι των ψηφοφόρων τους, τους οποίους τάχα αντιπροσωπεύουν, είναι γνωστό: «ψηφίζουμε για την διάσωση της χώρας. Είναι μια πράξη εθνικής ευθύνης που αντιβαίνει μεν στη συνείδησή μας, αλλά είναι αναγκαία για τη σωτηρία του έθνους».
Με τα ίδια επιχειρήματα, ο έτερος δωσίλογος πρωθυπουργός της κατοχής Τσολάκογλου, υπεραμύνθηκε του γεγονότος ότι συνθηκολόγησε με τους κατακτητές, ενόσω ο ελληνικός στρατός βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη:
«Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος: Ή ν’ αφήσω να συνεχισθη ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατου ν’ αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως… “Τολμήσας” δεν υπελόγισα ευθύνας… Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν.»
Γ. ΤΣολάκογλου Απομνημονεύματα, Έκδοσις «Ακροπόλεως», ΑΗΝΑΙ, 1959.
Η ταυτότητα του ρητορικού λόγου των κατοχικών δοσίλογων και του σημερινού πολιτικού προσωπικού μπορεί να φαίνεται τυχαία, εντούτοις, εκκινεί από τις ίδιες εκλογικευτικές νοητικές διεργασίες αλλά και από τα ίδια αίτια που τις παράγουν.
Οι τρεις πρωθυπουργοί της κατοχικής περιόδου-Λογοθετόπουλος, Τσολάκογλου, Ράλλης- με την Συντακτική Πράξη αρ. 6/20-1-1945 («Νόμος Περί Δωσιλόγων»), καταδικάστηκαν ως δωσίλογοι, με βάση την κατηγορία ότι «ανέλαβαν τον σχηματισμόν κυβερνήσεως τη συγκαταθέσει των εχθρών της Πατρίδος», ενώ παράλληλα προέβησαν σε εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας, διασπορά ηττοπάθειας στον ελληνικό λαό και συνεργασία με τον κατακτητή, αναφορικά με τη διάπραξη εγκλημάτων κατά του ελληνικού λαού.
Το κατηγορητήριο του 1945 ταιριάζει γάντι με τις πράξεις του σημερινού πολιτικού προσωπικού, αν ο όρος «έγκλημα κατά του λαού» συμπεριλάβει και τον εξαναγκασμό σε αυτοκτονία ή μετανάστευση με μεθόδους εξοντωτικής οικονομικής και θεσμικής βίας.
Εθνική ελίτ και δωσιλογισμός
Η έρευνα αναφορικά με τον δωσιλογισμό της κατοχής έχει δείξει ότι οι δωσίλογοι, αφενός δεν τιμωρήθηκαν, λόγω των θεσμικών και εξωθεσμικών παρεμβάσεων στο έργο της δικαιοσύνης και αφετέρου, ότι είναι αυτοί που συγκρότησαν τη «νέα μεταπολεμική πολιτικοκοινωνική-και οικονομική- ελίτ του τόπου». Η ίδια ελίτ είναι υπεύθυνη για την πολιτική εξάρτηση της χώρας από τις δυτικές δυνάμεις, όσο και για την απουσία ενός σχεδίου εθνικής οικονομικής ανάκαμψης. Η δημιουργία μιας παρασιτικής οικονομικής τάξης που κύριο στόχο είχε την εκμετάλλευση των εθνικών πόρων σε αγαστή συνεργασία με τα ξένα συμφέροντα, θα ήταν αδύνατη αν δεν υπήρχε μια πολιτική ελίτ που έθετε τα ξένα συμφέροντα υπεράνω των «εθνικών», από την ανάγκη της να διατηρεί την κυριαρχία.
Το πρόβλημα του δωσιλογισμού είναι κατά κύριο λόγο το πρόβλημα της εξουσίας. Η θέση που υποστηρίζει ότι ο κατοχικός δωσιλογισμός υπήρξε μια μορφή διεθνισμού της εξουσίας, φαίνεται να ευσταθεί για πολλούς λόγους, λαμβάνοντας υπόψη το πολιτικό κλίμα της εποχής, στο οποίο, πολιτικά κόμματα όσο και κοινωνικά στρώματα, δημιουργούσαν συλλογικές ταυτότητες σε μια ταύτιση με τις ισχυρές δυνάμεις της εποχής, των οποίων οικειοποιούταν ακόμη και τη κουλτούρα καθώς ζούσαν σε καθεστώς ανασφάλειας.
Οι αναλογίες με την Ελλάδα της μεταπολίτευσης είναι ευδιάκριτες. Με το τέλος του πατριωτικού ΠΑΣΟΚ και παράλληλα με τις ευρωπαϊκές ζυμώσεις που ξεκινούν από την ΕΕΠ (Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, 1986) και που οδηγούνται στη Συνθήκη του Μάαστριχ (1992), η πολιτικο-οικονομική ελίτ της χώρας μπαίνει σε μια φάση διεθνοποίησης. Έτσι όπως ορίζεται από την Συνθήκη του Μάαστριχ: «Η καθιέρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας αποβλέπει στην ενίσχυση και στην προώθηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας…».
Η γραφειοκρατική γένεση της «ευρωπαϊκής ιθαγένειας», παρότι δεν έχει ουδεμία επίπτωση στα λαϊκά στρώματα, προσέφερε στις ευρωπαϊκές ελίτ των χωρών της περιφέρειας το άλλοθι, ώστε να τεθούν στη υπηρεσία των κρατών του ευρωπαϊκού κέντρου. Όχι βέβαια για ιδεολογικούς λόγους, αλλά για λόγους συμφέροντος. Η εθνική πολιτική και οικονομική εξουσία, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής επικράτειας αποκτά μια φαντασιακή διάσταση ισχύος που συμπαρασύρει τα υποκείμενα-όπως έχει διαφανεί από τους πρωτεργάτες των μνημονίων-, σε ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Η «ευρωπαϊκή ιθαγένεια» βέβαια, είναι προσφορά στους ιθαγενείς του νότου, δεδομένου ο ευρωπαϊκός πυρήνας λειτουργεί de facto ως ευρωπαϊκός και με γνώμονα το εθνικό του συμφέρον. Οι ελίτ του νότου, προκειμένου να αυξηθεί η κερδοφορία μέσω της μείωσης του μισθολογικού κόστους, της αρπαγής των κερδοφόρων τομέων του κράτους πρόνοιας και των ιδιωτικοποιήσεων της δημόσιας περιουσίας, αλλά και υποκύπτοντας στην εγγενή πολιτισμική τους μειονεξία, εξαναγκάστηκαν τελικά να λειτουργήσουν ως όργανα του ευρωπαϊκού πυρήνα και κυρίως της Γερμανίας.
Έτσι γεννιέται ένα νέο είδος μεταμοντέρνου δωσιλογισμού. Η παράδοση της χώρας στους δανειστές, η συνεργασία με τον εχθρό που αγιοποιείται με τον τρόπο που το έκανε ο Ράλλης και τα εγκλήματα κατά του λαού μέσω του οικονομικού πολέμου, εκλογικεύονται ως «ευρωπαϊκή πορεία της χώρας», «παραμονή στη ζώνη του ευρώ», και «παραμονή στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ».

Εθνικότητα και υπερεθνική ελίτ

Ο Benjamin Disraeli, ήδη από τον 17ο αιώνα έγραφε αναφορικά με τα δύο έθνη της Αγγλίας: “Two nations; between whom there is no intercourse and no sympathy; who are as ignorant of each other’s habits, thoughts, and feelings, as if they were dwellers in different zones, or inhabitants of different planets; who are formed by a different breeding, are fed by a different food, are ordered by different manners, and are not governed by the same laws.” “You speak of — ”said Egremont, hesitantly. “ THE RICH AND THE POOR.”
Η διάκριση του Disraeli μεταξύ των δύο εθνών – πλουσίψν και φτωχών-, αν και έγινε με πρόθεση να υποστηριχθεί η αρχή της μοναρχίας ως σύμβολο της ενότητας του έθνους, που είχε διαρραγεί από την καπιταλιστική ανάπτυξη, πάραυτα, εμπεριέχει μια αλήθεια. Η συνείδηση του έθνους, αν η έννοια έθνος εκληφθεί με το πολιτισμικό περιεχόμενό της, δεν είναι ταυτόσημη για την αστική και τη λαϊκή τάξη. Η αστική τάξη εκλαμβάνει την έννοια με όρους κυριαρχίας, αντίθετα από την λαϊκή, που την νοηματοδοτεί με κοινοτικούς όρους, όπως ακριβώς το εκφράζει η έννοια της πατρίδας.
Στα πλαίσια του έθνους-κράτους, η έκβαση των ταξικών συγκρούσεων διαμορφώνει και την γενικότερη φυσιογνωμία της εθνικής πολιτικής, που λογικά θα όφειλε να εκφράζει την γενικότερη ισορροπία δυνάμεων. Όταν όμως υφίσταται πολιτική ηγεμονία της αστικής τάξης-η συνήθης συνθήκη με το σύστημα του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος-, τότε «θεμέλιο του πολιτεύματος» είναι η αστική τάξη και «όλες οι εξουσίες πηγάζουν» από αυτή και υπέρ αυτής και του έθνους. έτσι όπως αυτή το ορίζει. Κατ’ αυτό τον τρόπο το έθνος γίνεται ένα ιδεολόγημα κυριαρχίας της αστικής τάξης, το οποίο και χρησιμοποιείται για την υποταγή της λαϊκής, ενώ η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας με βάση την οποία νομιμοποιείται το πολίτευμα ηχεί ως ανέκδοτο. Έτσι όμως η πολιτική εξουσία-όσο και η οικονομική που την στηρίζει- βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση νομιμοποίησης και όσο εντείνεται η απονομιμοποίηση, τόσο το σύστημα επικαλείται την έννοια του έθνους για να διατηρήσει τον έλεγχο, ενώ παράλληλα καταγγέλλει ως εχθρούς του έθνους όσους αμφισβητούν την ταύτιση του με τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης. Η συνθήκη αυτή εξαναγκάζει την αστική τάξη να αναζητήσει συμμαχίες με τις όμορες τάξεις των ισχυρών κρατών, συμμαχίες που εκλαμβάνουν πολιτικό και οικονομικό χαρακτήρα.
Για την Ελλάδα, μια χώρα της περιφέρειας, που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται δομικά σε εξάρτηση στα πλαίσια του δυτικού καπιταλιστικού συστήματος, η υπαγωγή της αστικής της τάξης υπό την κηδεμονία μιας ισχυρότερης, εκλαμβάνει τον χαρακτήρα υποταγής. Δεν είναι μόνο η σχέση μητρόπολης-δορυφόρου που δημιουργεί την άνιση ανάπτυξη και την μεταφορά πλεονάσματος, αλλά επιπλέον η άμεση διείσδυση μιας άλλης εθνικής τάξης στην δορυφορική κρατική δομή. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που ο γερμανικός καπιταλισμός διείσδυσε μεθοδικά και με αφανή τρόπο στο κράτος της μεταπολίτευσης όπως το έχει κάνει επανελεγμένα στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους, Ουσιαστικά ήταν αυτός που ενορχήστρωσε την εξαρτημένη οικονομία, που συντηρούσε τον παρασιτικό ελληνικό καπιταλισμό αποκομίζοντας τεράστια κέρδη και χρηματοδοτούσε την παραπαίουσα πολιτική τάξη της χώρας. Και ακόμη λιγότερο τυχαίο, το γεγονός ότι με το ξέσπασμα της κρίσης, το γερμανικό κεφάλαιο και η γερμανική πολιτική τάξη, αντιμετωπίζουν το ελληνικό πολιτικο-οικονομικό σύστημα ως υπηρεσιακό προσωπικό αποικίας, ενώ η ιθαγενής αστική τάξη συμπληρώνει πιστοποιητικά υποταγής. Ο γερμανικός ιμπεριαλισμός νομιμοποιείται βέβαια από την ντόπια αστική τάξη, που δηλώνει ευθέως πια ότι επιβιώνει χάριν της ελεημοσύνης της γερμανικής καγκελαρίας.
Ο κατοχικός δωσιλογισμός μπορεί να ειδωθεί στα πλαίσια της εξάρτησης από τις ιμπεριαλιστικές δυτικές δυνάμεις και πιο ειδικά σε συνάρτηση με τις διαταξικές σχέσεις της αστικής τάξης σε υπερεθνική κλίμακα. Ο Άξονας φάνταζε ανίκητος και ένα τμήμα της αστικής τάξης προσδοκούσε την διασφάλιση της κυριαρχίας του μέσα από αυτόν.
Στο χώρο κυρίως της δεξιάς είναι γνωστό ότι από πολύ νωρίς-ήδη από τη δεκαετία του ’50- είχε ξεκινήσει ο διάλογος σχετικά με το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας, με κυρίαρχη θέση την αμφισβήτηση της διατήρησης της και την ανάγκη υπέρβασής της στα πλαίσια της ΕΟΚ. Είναι φανερό ότι η ΕΟΚ φάνταζε ως το μέσο που θα μπορούσε να εξασφαλίσει εσαεί την κυριαρχία επί των χαμηλών τάξεων, σε μια περίοδο που το μέλλον φάνταζε ζοφερό για τα προνόμια της αστικής τάξης. Στο λόγο του Κ. Καραμανλή του πρεσβύτερου, κατά την κύρωση της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΟΚ (1961), διακρίνεται ότι οι λόγοι αυτής της επιλογής είναι κυρίως πολιτικοί: «Εις την συνείδησιν των Ελλήνων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν..(.). . η οικονομική ενοποίησης της Ευρώπης θα οδηγήση εις την ουσιαστικήν ευρωπαϊκήν ενότητα και δι’ αυτής εις την ενίσχυσιν της δημοκρατίας και της ειρήνης…..»
Μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (1981), ξεκινά μια περίοδο ταχείας διαδικασίας ενσωμάτωσης της ελληνικής ελίτ στην ευρωπαϊκή, κάτι που θα ενταθεί μετά την είσοδο στην ΟΝΕ και θα ιδεολογικοποιθηθεί από θεωρίες του συρμού όπως ο ευρωπαϊσμός, εκσυγχρονισμός, κοσμοπολίτισμός, διεθνισμός και αριστερός ανανεωτισμός. Σε αυτό έπαιξε ιδιαίτερο ρόλο η μαζικοποίηση των κυβερνητικών κομμάτων που επέτρεψε τον μετασχηματισμό τους σε κόμματα καρτέλ και επέτρεψε την αυτονόμηση των ηγετικών τους ομάδων, ταυτόχρονα με τον ιστορικό συμβιβασμό, που μεταμφίεσε τις ενδοεθνικές ταξικές συγκρούσεις του παρελθόντος σε εθνικούς αγώνες.
Το κυρίαρχο στοιχείο που συντελείται τη περίοδο αυτή είναι η σύμφυση της ελληνικής ελίτ με την ευρωπαϊκή, κάτι που είναι πιο ευδιάκριτο στο πολιτικό πεδίο, όσο και σε εκείνο του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η σύμφυση αυτή σημαίνει (όπως έχει περιηραφεί από τους W. ROBINSON και J. HARRIS στο «Towards A Global Ruling Class? Globalization and the Transnational Capitalist Class»), ότι έχει σχηματισθεί μια υπερεθνική τάξη που λειτουργεί ιεραρχικά και διεισδύει με ποικίλους τρόπους στους εθνικούς κρατικούς μηχανισμούς, καθορίζοντας το σύνολο της εθνικής πολιτικής. Τόσο το υπερεθνικό ευρωπαϊκό κεφάλαιο όσο και η υπερεθνική πολιτική τάξη, λειτουργούν με γνώμονα την εξυπηρέτηση των υπερεθνικών τους συμφερόντων, παρότι είναι αναγκασμένες να βρίσκονται εδαφικά στα εθνικά όρια. Η διολίσθηση του έθνους-κράτους σε ένα νεκρό τυπικό μόρφωμα είναι ορατή, εφόσον έννοιες όπως εθνικό συμφέρον, δημοκρατικές διαδικασίες και νομιμοποίηση, καθώς και οι ταξικές συγκρούσεις, παύουν να έχουν περιεχόμενο. Όλη αυτή η διαδικασία εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου ενώ ταυτόχρονα αποκρύπτεται το γεγονός ότι επιφέρει γεωπολιτικές ανακατατάξεις με την αναζωπύρωση του ιμπεριαλισμού. Στην ευρωπαϊκή εκδοχή της παγκοσμιοποίησης, η γερμανική οικονομική και πολιτική ελίτ είναι φανερό ότι επαναπροσδιορίζει τον γεωπολιτικό και γεωοικονομικό χάρτη της Ευρώπης με την συναίνεση των περιφερειακών αστικών τάξεων, καθώς αυτές, με αυτό τον τρόπο προσδοκούν την επιβίωσή τους.

Ομνύοντας στο νέο «έθνος» των κουκουλοφόρων της Αγοράς

«Από κοινωνία ελευθέρων προσώπων φθάσαμε στο σημείο ολόκληροι λαοί να γίνονται υποψήφιοι δούλοι απρόσωπων ομάδων, ανωνύμων εμπόρων του χρήματος πού ρυθμίζουν βασικά τις οικονομίες των λαών, οι οποίοι είναι γνωστοί ως αγορές. (…) Οι αποφάσεις των αγνώστων αυτών παραγόντων που δρουν με καλυμμένα πρόσωπα, μπορούν να ανατινάξουν κράτη και έθνη και να καταδικάσουν εκατομμύρια ανθρώπους στην ανεργία και την κοινωνία σε εξαθλίωση». (Αναστάσιος Αλβανίας)
Ένα από τα αποτελέσματα της –σχεδιασμένης-διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς, είναι η αποσάθρωση του κράτους-έθνους, που συμπαρασύρει όλα τα κεκτημένα εντός του. Η διεθνοποίηση της ίδιας της παραγωγής, το ότι οι παραγωγικές μονάδες βρίσκονται διασπαρμένες σε χώρους ανεξέλεγκτους από τα ίδια τα κράτη-και πολύ περισσότερο τα κεφάλαια-, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν ένα παγκόσμιο σύστημα καταμερισμού εργασίας, ουσιαστικά ακυρώνουν την παρεμβατική ικανότητα του κράτους. Στα πλαίσια της ΕΕ, είναι η πιστή εφαρμογή του oliberalismus, -της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς»-, με βάση τον οποίο, ο ρόλος του κράτους έγκειται στη διασφάλιση της λειτουργίας της αγοράς και στην καπιταλιστική αναπαραγωγή εν γένει.
Η οικονομία της αγοράς-ένα υποτίθεται αυτορυθμιζόμενο πεδίο διαπλοκής ποικίλλων συμφερόντων-καθίσταται πια νομιμοποιητική αρχή και πηγή δικαίου. Γίνεται τελικά ένα νέο «έθνος» χωρίς εδαφικότητα, που ασκεί τον έλεγχο σε όλα τα παραδοσιακά θεσμικά μορφώματα, όπως πολύ αποτελεσματικά το επιτυγχάνει το διευθυντήριο της ΕΕ. Η Αγορά, η ιδεολογική μεταμφίεση του καπιταλισμού, καθίσταται πια φετίχ, το νέο σύγχρονο τοτέμ στο οποίο ομνύουν τεχνοκράτες, πολιτικοί και επιχειρηματίες, παρά το γεγονός ότι μια σύμπραξη κεφαλαιοκρατών, ολιγοπωλίων και μονοπωλίων κατασκευάζουν αυτό τον νέο μύθο βάση ενός σχεδίου που αυτονομείται, αποκτά αντικειμενική υπόσταση και τελικά εξουσιάζει τους δημιουργούς του. Η καθολική αλλοτρίωση, η παρανοϊκή υποκατάσταση των αξιών από τα αντικείμενα, της κοινωνίας από το «έθνος» της αγοράς, μετασχηματίζει την συνείδηση των ελίτ και οδηγεί στον νέο δωσιλογισμό.
Η ελληνική ελίτ δεν κάνει κάτι περισσότερο από το να εξυπηρετεί αυτό το νέο «έθνος», ενάντια στο εθνικό συμφέρον. Η εκποίηση του κράτους, της πατρίδας, συνοδεύει την εκποίηση του έθνους. Εν ολίγοις πρόκειται για τον νέο δωσιλογισμό, που νομιμοποιείται πια από την Αγορά και την υπερεθνική ελίτ που την αναπαράγει. Η επιβίωση της ελληνικής ελίτ περνάει μέσα από την εξαθλίωση του λαού και την καταστροφή όλου του πολιτισμού που έχει παραχθεί στα πλαίσια του έθνους-κράτους.
Πηγή : Mωρίας Εγκώμιον
" data-medium-file="" data-large-file="" class="wp-image-21338" src="https://i2.wp.com/eranistis.net/wordpress/wp-content/uploads/2017/01/thumbs_b_c_bbbf1d655a357a60e1a9e33567e83be9.jpg" alt="H Fitch είναι ο τρίτος μεγαλύτερος οίκος χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης, χωρίς όμως να έχει τον τζίρο και την επιρροή των Μοοdy's και Standard & Poor's. Ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη στις 24 Δεκεμβρίου 1913 από τον Τζον Νόουλς Φιτς (1880-1943), απόφοιτο του Πανεπιστημίου Κολούμπια, που ξεκίνησε την επιχειρηματική του καριέρα ως ιδιοκτήτης ανθοπωλείου στη Νέα Υόρκη." width="471" height="265" style="margin: 0px; padding: 0px; border: 0px; max-width: 98%; height: auto;">
H Fitch είναι ο τρίτος μεγαλύτερος οίκος χρηματοπιστωτικής αξιολόγησης, χωρίς όμως να έχει τον τζίρο και την επιρροή των Μοοdy’s και Standard & Poor’s. Ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη στις 24 Δεκεμβρίου 1913 από τον Τζον Νόουλς Φιτς (1880-1943), απόφοιτο του Πανεπιστημίου Κολούμπια, που ξεκίνησε την επιχειρηματική του καριέρα ως ιδιοκτήτης ανθοπωλείου στη Νέα Υόρκη.
Από την πλευρά της Γουόλ Στριτ τα πράγματα είναι απλά: «… η Γουόλ Στριτ στήριζε την τιμή αυτών των CDO, έτσι ώστε να είναι σε θέση να φορτώσει τις ζημιές στους ανυποψίαστους πελάτες ή να βγάλει μερικά ακόμα δισεκατομμύρια δολάρια από μια διεφθαρμένη αγορά». (σελ. 225). Από την πλευρά των οίκων αξιολόγησης τα πράγματα φαίνονται ακόμη απλούστερα – σύμφωνα με τον Στιβ Έισμαν, ο οποίος πόνταρε στην κατάρρευση του συστήματος και κέρδισε εκατομμύρια: «η S&P φοβόταν πως αν απαιτούσε τα στοιχεία από τη Γουόλ Στριτ, η Γουόλ Στριτ απλώς θα πήγαινε στη Moody’s για βαθμολογίες». (σελ. 231).
Ο Lewis, για να καταστήσει σαφές ποια είναι τα «στοιχεία» που δεν απαιτούσε κανένας οίκος προκειμένου να βαθμολογήσει τα ομόλογα που του έφερναν, ξεκινά με τις βαθμολογίες FICO: «Σκοπός των βαθμολογιών FICO – που ονομάζονται έτσι επειδή τις επινόησε μια εταιρεία με την επωνυμία Fair Isaac Corporation τη δεκαετία του 1950 – ήταν να μετρούν τη φερεγγυότητα του κάθε δανειολήπτη. Η υψηλότερη βαθμολογία FICO ήταν 850· η χαμηλότερη 300· η διάμεση τιμή για τις ΗΠΑ διαμορφωνόταν στο 723. Οι βαθμολογίες FICO ήταν υπεραπλουστευμένες. Δε λάμβαναν, λόγου χάρη, υπόψη του εισόδημα του δανειολήπτη. Προσφέρονταν, επίσης, για “μαγείρεμα”. Ο επίδοξος δανειολήπτης μπορούσε να ανεβάσει τη βαθμολογία FICO του σηκώνοντας ένα ποσό μέσω της πιστωτικής του κάρτας και αποπληρώνοντάς το αμέσως». (σελ. 143).
Όμως, η αφερεγγυότητα στην αξιολόγηση του δανειολήπτη για την αποπληρωμή του δανείου ήταν μόνο η αρχή: «Το πρόβλημα με τις βαθμολογίες FICO το επισκίαζε η κακή χρήση τους από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης. Η Moody’s και η S&P δε ζητούσαν από όσους τιτλοποιούσαν τα δάνεια να τους δώσουν μια λίστα με τις βαθμολογίες FICO όλων των δανειοληπτών, αλλά τη μέση βαθμολογία FICO του πακέτου. Για να πληρούνται οι προδιαγραφές των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης – για να μεγιστοποιείται το ποσοστό ομολόγων βαθμολογίας 3Α που δημιουργούνταν από κάθε δεδομένο πακέτο δανείων – η μέση βαθμολογία FICO των δανειοληπτών που απάρτιζαν το πακέτο έπρεπε να κυμαίνεται γύρω στο 615». (σελ. 143).
Από κει και πέρα, το «μαγείρεμα» είναι μάλλον διαδικαστική υπόθεση: «Υπήρχαν αρκετοί τρόποι για να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος μέσος όρος. Κι εκεί κρυβόταν μια τεράστια ευκαιρία. Ένα πακέτο δανείων αποτελούμενο από δανειολήπτες που όλοι είχαν βαθμολογία FICO 615 είχε πολύ μικρότερη πιθανότητα να υποστεί τεράστιες ζημιές απ’ ό,τι ένα πακέτο αποτελούμενο από δανειολήπτες που οι μισοί είχαν βαθμολογίες FICO 550 και οι άλλοι μισοί βαθμολογίες FICO 680. Ένα άτομο με βαθμολογία FICO 550 ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα βαρούσε κανόνι, και δε θα έπρεπε ποτέ να του έχει δανείσει κανείς χρήματα. Όμως η τρύπα στα μοντέλα των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης καθιστούσε δυνατή τη χορήγηση του δανείου, αρκεί να βρισκόταν ένας δανειολήπτης με βαθμολογία FICO 680, ο οποίος θα αντιστάθμιζε την ύπαρξη του μπαταχτσή και θα διατηρούσε το μέσο όρο στο 615». (σελ. 143 – 144).
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης βαθμολογούσαν ακριβώς όπως θα ήθελαν οι άνθρωποι της Γουόλ Στριτ.

Η ΕΠΟΧΗ

ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ : Ανθρωποφάγος-Ουτοπικός

«Ο Ροβεσπιέρος και η εποχή του τρόμου…»
  Η Γαλλία στην επανάσταση του 1789
 ΤΑ ΦΕΟΥΔΑΛΙΚΑ ΤΕΛΗ, Η ΔΕΚΑΤΗ ΚΑΙ Η ΒΑΡΥΤΑΤΟΙ ΦΟΡΟΙ ΑΠΟΡΡΟΦΟΥΣΑΝ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΩΣ ΑΥΞΑΝΟΜΕΝΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΙΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΕΝΩ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ Ο ΠΛΗΘΩΡΙΣΜΟΣ ΜΕΙΩΝΕ ΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΛΟΙΠΟΥ. ΈΤΣΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΩΝ ΕΙΧΕ ΕΠΙΔΕΙΝΩΘΕΙ. ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΤΟΥ 74-76 ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΟΜΕΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΑΠΕΤΥΧΑΝ, ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ.
Τελικό χτύπημα στην οικονομία αποτέλεσε η νίκη κατά της Αγγλίας στον αμερικανικό πόλεμο της ανεξαρτησίας οπού και αναμίχτηκε η Γαλλία. ο πόλεμος και το χρέος γονάτισε τελικά την μοναρχία. Την οικονομική και συνάμα πολιτική κρίση εκμεταλλεύτηκε η αριστοκρατία και τα πολιτικά συμβούλια που αξίωναν επέκταση των προνομίων τους. Έτσι το 1787 συγκλήθηκε η πρώτη επαναστατική συνέλευση « ευγενών». Η επανάσταση λοιπόν άρχισε ως απόπειρα της αριστοκρατίας να ανακαταλάβει το κράτος. Ο βασιλιά Λουδοβίκο ΙΣΤ’ να συγκαλέσει συνέλευση των τάξεων στο ανάκτορο των Βερσαλλιών (5 Μαΐου 1789). Εκεί, οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης απαίτησαν μεταρρυθμίσεις, αλλά ο βασιλιάς ζήτησε να επιβληθούν νέοι φόροι που θα πλήρωναν αποκλειστικά τα μέλη της τρίτης τάξης.
Οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης αντέδρασαν και, με το επιχείρημα ότι εκπροσωπούσαν το 98% των Γάλλων, αυτοανακηρύχθηκαν Εθνική συνέλευση. Ο βασιλιάς, ωστόσο, δεν τους αναγνώρισε και διέταξε να κλείσει η αίθουσα όπου συνεδρίαζαν οι τάξεις. Τότε, οι αντιπρόσωποι της τρίτης τάξης συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα του σφαιριστηρίου, όπου ορκίστηκαν ότι θα συντάξουν σύνταγμα (20 Ιουνίου 1789). Στο πλευρό τους τάχθηκαν ορισμένοι κληρικοί και ευγενείς. Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Η Εθνοσυνέλευση αυτοανακηρύχθηκε Συντακτική συνέλευση (9 Ιουλίου 1789), με σκοπό να δώσει στη Γαλλία σύνταγμα. Η υποχώρηση του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, ωστόσο, δεν ήταν παρά μια κίνηση τακτικής, καθώς την ίδια στιγμή συγκέντρωνε, κρυφά, στρατό για να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση.
Το πιο συγκλονιστικό αποτέλεσμα της επανάστασης μέχρι τότε ήταν η άλωση της Βαστίλης, μιας κρατικής φυλακής που συμβόλιζε την κρατική εξουσία όπου οι επαναστάτες περίμεναν να βρουν όπλα(14 Ιουλίου 1789), που δίκαια σήμερα τιμάτε από τους Γάλλους ως εθνική εορτή καθώς σήμανε επίσημα την πτώση του δεσποτισμού. Ως το τέλος του Αυγούστου η επανάσταση είχε ήδη αποκτήσει το επίσημο μανιφέστο της (την διακήρυξη των δικαιωμάτων του πολίτη).
Η ιδιομορφία της Γαλλικής επανάστασης είναι ότι ένα τμήμα της φιλελεύθερης μεσαίας τάξης ήταν πρόθυμο να παραμείνει επαναστατικό ως τα όρια της αντιαστικής επανάστασης. Αυτό το τμήμα είναι οι Ιακωβίνοι που το όνομα τους έφτασε να ταυτίζεται με την ριζοσπαστική επανάσταση. Η μόνη εναλλακτική λύση στον αστικό ριζοσπαστισμό των Ιακωβίνων ήταν η άκρως δημοκρατική ή Ξεβράκωτοι ή Σανκιλότ (sans- cullotes) ένα άμορφο κίνημα κυρίως των φτωχών εργατών των πόλεων, μικροτεχνιτών, βιοτεχνών, μικροεπιχειρηματιών και άλλα παρόμοια. Οι Ξεβράκωτοι ήταν οργανωμένοι στις συνοικίες του Παρισιού και αποτελούσε την κύρια δύναμη κρούσης της επανάστασης.

ΟΙ ΛΕΣΧΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Η πολιτική ζωή στην επαναστατημένη  Γαλλία παρουσίαζε αρκετές ιδιορρυθμίες:  οι λέσχες και οι εταιρίες εμβρυϊκές μορφές κομμάτων αποτελούσαν μια από τις ιδιομορφίες αυτές. Συχνά έπαιζαν κύριο ρόλο στην πολιτική ζωή. Η πιο γνωστή είναι η λέσχη των Ιακωβίνων που ονομάστηκε έτσι επειδή είχε έδρα την άλλοτε μονή του άγιου Ιακώβου. Προέρχονταν από την λέσχη της Βρετάνης που ιδρύθηκε το 1789 και έπειτα μετατράπηκε σε « εταιρία των φίλων του Συντάγματος» με μέλη της γνωστούς Ιακωβίνους. Ως το 1791-92 η ομάδα αυτή ήταν μετριοπαθής αλλά μετά την εκδίωξη των Φεγιάν πρώτα και των Γιρονδίνων αργότερα γίνεται ριζοσπαστική και περιέρχεται υπό την άμεση επιρροή του Ροβεσπιέρου. Το 1974 η λέσχη αποτελεί πια την σπονδυλική στήλη της δικτατορίας Κοινής σωτηρίας. Πιο ανοιχτή στα λαϊκά στρώματα είναι η «Λέσχη των Κορδιλιέρων» η εταιρία των φίλων των δικαιωμάτων του ανθρώπου. η λέσχη αυτή που διευθύνονταν από τον Δαντών, διασπάστηκε τελικά σε μια εξτρεμιστική πτέρυγα τους « Λυσσασμένους» της Ρού και σε μία μετριοπαθή τους Ανεκτικούς  ή Συγκαταβατικούς με αρχηγούς των Δαντών και τον Ντεμουλέν. Σύντομη ζωή έχουν μερικές υπερμετριοπαθείς λέσχες όπως «Η λέσχη 89 » ή φανερά πιο αντιδραστικές όπως η λσχη των φίλων του Μοναρχικού Συντάγματος του Μουνιέ. Οι Γιρονδίνοι χαρακτηρίζονταν περισσότερο ως αληθινή κοινοβουλευτική ομάδα παρά ως ιδρυτές λέσχης.
Αν οι λέσχες ιδρύθηκαν με πρωτοβουλία κοινοβουλευτικών ανδρών και σε συνάρτηση με τους κοινοβουλευτικούς αγώνες οι λαϊκές εταιρίες  έκαναν την εμφάνιση τους με την πολιτικοποίηση των λαϊκών στρωμάτων.

Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΓΙΡΟΝΔΙΝΩΝ 

Στην περίοδο 1789-1791 οι νικητές μετριοπαθείς αστοί μέσω της συντακτικής συνέλευσης άρχισαν να υλοποιούν την γιγαντιαία προσπάθεια ορθολογικής οργάνωσης και αναμόρφωσης της Γαλλίας.  Από οικονομικής ματιάς  οι προοπτικές της συντακτικής συνέλευσης ήταν καθαρά φιλελεύθερες. Πολιτική γραμμή της για την αγροτική τάξη ήταν η περίφραξη των αγροτικών εκτάσεων και η ενθάρρυνση των επιχειρηματιών της υπαίθρου. Για την εργατική τάξη η απαγόρευση των συνδικαλιστικών ενώσεων και για τους βιοτέχνες η κατάργηση των συντεχνιών και σωματίων. Καθώς η ικανοποίηση που πρόσφερε στον λαό ήταν περιορισμένη, με εξαίρεση το μέτρο για την εκποίηση και την μεταβίβαση τους στην πολιτεία των εκκλησιαστικών γεωργικών εκτάσεων, που πρώτων αποδυνάμωσε την κληρικοκρατία δεύτερον ενίσχυσε τον επαρχιώτη αγρότη και επιχειρηματία και τρίτον αντάμειψε με απτό τρόπο πολλούς αγρότες για την επαναστατική τους δραστηριότητα. Το νέο μοντέλο που υιοθέτησε η Νομοθετική Συνέλευση ήταν  η έκρηξη της συστηματικής επιθετικότητας με συνεχής πολέμους οι οποίοι έλπιζαν ότι θα τους προσφέρουν μεγάλα οικονομικά κέρδη ακλουθώντας το Βρετανικό μοντέλο του 17-18 αιώνα με εξαίρεση μια μικρή δεξιά και μια αριστερά πτέρυγα υπό τον Ροβεσπιέρο που δεν προπαγάνδιζαν τον πόλεμο. Ο πόλεμος κηρύχτηκε τον Απρίλιο του 1792, την ήττα ο λαός την απέδωσε στην βασιλική δολιοφθορά και προδοσία η οποία έφερε την στροφή προς τον ριζοσπαστισμό. Στα τέλη Αυγούστου αρχές Σεπτεμβρίου  η μοναρχία ανατράπηκε εγκαθιδρύθηκε η μια και αδιαίρετη Δημοκρατία, κηρύχτηκε η νέα εποχή στην ιστορία της ανθρωπότητας με την καθιέρωση του Έτους Ι του επαναστατικού ημερολογίου, όλα αυτά με την ένοπλη δράση των «ξεβράκωτων» μαζών του Παρισιού. Οι επαναστατικοί πόλεμοι επιβάλουν τη δική τους λογική το κόμμα που δέσποζε στη νέα Συνέλευση ήταν οι Γιρονδίνοι, πολεμοχαρείς στο εξωτερικό και μετριοπαθείς στο εσωτερικό.  Οι ξεβράκωτοι επιδοκίμασαν την επαναστατική πολεμική κυβέρνηση όχι μόνο διότι, δικαιολογημένα, υποστήριζαν ότι έτσι θα νικούσαν την αντεπανάσταση και την ξένη επέμβαση αλλά και επειδή οι μέθοδοι της κινητοποιούσαν το λαό και έφερναν πιο κοντά το όραμα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Οι Γιρονδίνοι, από την άλλη μεριά, έτρεμαν τις πολιτικές συνέπειες του συνδυασμού της μαζικής επανάστασης και του πολέμου που οι ίδιοι είχαν εξαπολύσει. Από την άλλη μεριά ήθελαν πράγματι να επεκτείνουν τον πόλεμο ώστε να πάρει διαστάσεις γενικής ιδεολογικής σταυροφορίας απελευθέρωσης και άμεσης πρόκλησης για τον μεγάλο οικονομικό ανταγωνιστής, τη Βρετανία.
Ως τον Μάρτιο του 1793 η Γαλλία ήταν σε εμπόλεμη κατάσταση μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Η επέκταση του πολέμου και πολύ περισσότερο το γεγονός ότι δεν είχε καλή εξέλιξη δυνάμωνε την αριστερά η οποία ήταν και η μόνη που μπορούσε να τον κερδίσει. Υποχωρώντας νικημένοι οι Γιρονδίνοι οδηγήθηκαν τελικά σε κακά υπολογισμένες επιθέσεις κατά της αριστεράς που σύντομα μεταβλήθηκε σε οργανωμένη εξέγερση της επαρχίας κατά του Παρισιού ένα αιφνίδιο χτύπημα των Ξεβράκωτων την κατάπνιξε στις 2 Ιουνίου 1793. Η ώρα της Δημοκρατίας των  Ιακωβίνων είχε σημάνει.

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΩΝ ΙΑΚΩΒΙΝΩΝ.

Το πρώτο μέλημα του καθεστώτος των Ιακωβίνων ήταν να κινητοποιήσουν μαζική υποστήριξη ενάντια στους διαφωνούντες Γιρονδίνους και τους επαρχιώτες προύχοντες, καθώς και να διατηρήσουν την ήδη κινητοποιούμενη υποστήριξη των Παριζιάνων ξεβράκωτων που μερικά από τα αιτήματα τους για επαναστατικό πόλεμο: γενική στρατολογία, τρομοκρατία ενάντια στους προδότες και γενικός έλεγχος των τιμών. Τα αιτήματα αυτά συνέπιπταν με την νοοτροπία των Ιακωβίνων. Αυτό αποτέλεσε το πρώτο γνήσιο δημοκρατικό σύνταγμα που θεσπίζονταν από ένα σύγχρονο κράτος πιο συγκεκριμένα οι Ιακωβίνοι κατήργησαν χωρίς αποζημίωση όλα τα φεουδαλικά δικαιώματα που είχαν απομείνει βελτίωσαν τις ευκαιρίες των μικροαγωραστών να αγοράσουν τη δημευμένη Γή των εμιγκρέδων και λίγους μίνες αργότερα κατήργησαν τη δουλεία στις γαλλικές αποικίες για να ενθαρρύνουν τους νέγρους του San Domingo  να πολεμήσουν για την δημοκρατία ενάντια στους Άγγλους. Όλα αυτά όμως δημιούργησαν ένα προπύργιο των μικρομεσαίων αγροτών- ιδιοκτητών, μικροτεχνιτών και καταστηματαρχών οικονομικά οπισθοδρομικών αλλά αφοσιωμένων με πάθος στην επανάσταση και την δημοκρατία που κυριάρχησε στην ζωή της χώρας. Ο καπιταλιστικός μετασχηματισμός της γεωργίας και των μικρών επιχειρήσεων, βασικός όρος για την ταχεία οικονομική ανάπτυξη επιβραδύνθηκε σε ρυθμό «σημειωτόν» καθώς και  η επέκταση της εσωτερικής αγοράς ο πολλαπλασιασμός της εργατικής τάξης και κατά συνέπεια  η πρόοδος της προλεταριακής επανάστασης.
Τόσο οι μεγάλες επιχειρήσεις όσο και το εργατικό κίνημα ήταν καταδικασμένα να παραμείνουν φαινόμενα μειοψηφίας στην Γαλλία. το κέντρο βάρους της νέας κυβέρνησης που αντιπροσώπευε τη συμμαχία Ιακωβίνων και ξεβράκωτων, μετατοπίστηκε συνεπώς με οξυδέρκεια προς τα αριστερά. Η μετατόπιση αυτή απεικονιστικέ στην ανασύσταση της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας που γρήγορα έγινε το πραγματικό πολεμικό συμβούλιο της Γαλλίας. Έχασε τον Danton  έναν ισχυρό, άσωτο, διαφθαρμένο αλλά εξαιρετικά ταλαντούχο άντρα πιο μετριοπαθή από ότι φαίνονταν αφού είχε διατελέσει υπουργός στην τελευταία βασιλική κυβέρνηση και κέρδισε τον Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο που έγινε το πιο σημαντικό μέλος της! Η δημοκρατία των Ιακωβίνων δεν ήταν ένα εργαλείο που θα κέρδιζε πολέμους, αλλά ένα ιδεώδες: η τρομερή και ένδοξη βασιλεία της δικαιοσύνης και της αρετής όπου όλοι οι κάλοι πολίτες ήταν ισοι στα μάτια του έθνους.
Το πολίτευμα ήταν μια συμμαχία της μεσαίας τάξης με τις εργαζόμενες μάζες, αλλά για τους Ιακωβίνους της μεσαίας τάξης οι παραχωρήσεις στους ξεβράκωτους ήταν ανεκτές μόνο εφόσον κρατούσαν τις μάζες αφοσιωμένες στο καθεστώς, χωρίς να τρομοκρατούνται οι ιδιοκτήτες. Τέλος οι οικονομικές ανάγκες του πολέμου αποξένωσαν το λαό. Στις πόλεις, ο έλεγχο των τιμών και το δελτίο στα τρόφιμα ωφέλησαν τις μάζες αλλά τις ζημίωνε το αντίστοιχο πάγωμα των ημερομισθίων. Στην  ύπαιθρο, η συστηματική επίταξη τροφίμων που πρώτοι υποστήριξαν οι αβράκωτοι αποξένωσαν την αγροτιά. Οι μάζες, συνεπώς αποτραβήχτηκαν με δυσαρέσκεια, η απορημένες και πέρασαν στην παθητικότητα ιδίως μετά την άδικη εκτέλεση  του Έμπερ τον βασικότερο εκπρόσωπο των Αβράκωτων. Αυτό ίσως είναι και το μεγαλύτερο πολιτικό λάθος του Ροβεσπιέρου που θα τον οδηγήσει στην απομόνωση και τελικά στην λαιμητόμο.

Ο ΈΜΠΕΡ ΚΑΙ Ο ΔΑΝΤΩΝ ΣΤΗΝ ΓΚΙΛΟΤΙΝΑ

Στην περίοδο από το φθινόπωρο του 1793 ως το χειμώνα του 1794 η ροβεσπιερρικη Επαναστατική κυβέρνηση πλέει επικίνδυνα ανάμεσα σε δυο σκοπέλους. Αριστερά της ο Έμπερ με τους Αβράκωτους και οι «Λυσσασμένοι» Κορδελιέροι του που βρίσκονταν στην κορυφή του κύματος : αντικατοπτρίζουν την απελπισία των λαϊκών μαζών που είχαν δεχτεί βαρύ πλήγμα από την ακρίβεια της ζωής και την έλλειψη τροφίμων και ζητούν να αποχωρίσει πιο βαθιά η επαναστατική κοινωνική τρομοκρατία. Και δεξιά έχει τον Δαντών που εκπροσωπούσε τους μετριοπαθείς ή συγκαταβατικούς που ήθελαν τον τερματισμό της τρομοκρατίας και μια οικονομική πολιτική λιγότερο «διευθηνόμενη» να μπορεί το κράτος δηλαδή να επεμβαίνει το κράτος στην οικονομική πολιτική. Στα τέλη του 1973 αρχές του 1974 ξεσπούν ορισμένα σκάνδαλα στην « συνομωσία των ξένων» φαίνεται ότι είναι αναμεμιγμένοι μερικοί φίλοι του Εμπερ που διατηρούν ύποπτες σχέσεις με ξένους κερδοσκόπους. Στο σκάνδαλο ήταν αναμεμιγμένοι και κάποιοι φίλοι του Δαντών.
Ο αγώνας ήταν σκληρός ανάμεσα στις δυο αυτές ομάδες. Η επιτροπή κοινής σωτηρίας περιορίζονταν στον ρόλο του παρατηρητή, είχε συμφέρων να αφήσει τους αντιπάλους τις να φθείρονται από τις διενέξεις τους. Ωστόσο κρύβει μια προτίμηση για τον Δαντών ή τουλάχιστον μια πιο έκδηλη απέχθεια για τον Έμπερ. Ο πόλεμος των δύο αυτών των φατριών κόντευαν να παρασύρουν την ίδια την Επαναστατική κυβέρνηση και στο σημείο αυτό είναι που ο Ροβεσπίέρος χτυπά Αριστερά. Στις 11 Μαρτίου του 1794 ο Έμπερ, ο Ρονσεν, Ο Βενσάν  και άλλοι ηγέτες των κορδιλιέρων συλλαμβάνονται. Ο θάνατος του Εμπερ ήταν σκληρό πλήγμα για τους παριζιάνους αβράκωτους που χάνουν τον προσανατολισμό τους και αποδιοργανώνονται. Αντίθετα αυτοί που χαίρονταν ήταν οι « συγκαταβατικοί» που πιστεύουν πως με τον θάνατο του Εμπερ θα τελείωνε και η τρομοκρατία και θα έπεφτε η κυβέρνηση των Ιακωβίνων. Η χαρά τους όμως δεν θα κρατήσει πολύ στις 5 Απριλίου του 1794 ο Δαντών, ο Ντεμουλέν και οι άλλοι « συγκαταβατικοί» παίρνουν τον δρόμο για την λαιμητόμο.

ΜΑΞΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΡΟΒΕΣΠΙΕΡΟΣ

«Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΣΠΟΥΔΑΣΤΗΣ»

Ο Μαξιμιλιανός –Μαρία – Ισίδωρος Ροβεσπιέρος εγγράφεται στο κολλέγιο «Λουδοβίκος ο μέγας» του Παρισιού το 1769. Γεννήθηκε το 1758 στο Άρρας του Αρτουά, τέσσερις μήνες μετά το γάμο του πατέρα του, δικηγόρου με τη κόρη ενός ζυθοπώλη. Η μητέρα του πεθαίνει στη γέννα το 1764. Ο πατέρας του αρχίζει να ταξιδεύει ώσπου το 1778 χάνονται κάποια στιγμή τα ίχνη του. Ο Μαξιμιλιανός βρίσκει καταφύγιο και παρηγοριά στις σπουδές. Καταβροχθίζει κυριολεκτικά του Έλληνες και Λατίνους κλασσικούς και γοητεύεται ιδιαίτερα από το Πλούταρχο. Περισσότερο όμως από τους κλασσικούς, διαμορφώνουν τη πνευματική του προσωπικότητα οι νέες ιδέες της σύγχρονης ιντελιγκέντσιας , που έχουν εισχωρήσει στο ιδιαιτέρα επιδεκτικό περιβάλλον του κολεγίου. Ο Ροβεσπιέρος έχει εντυπωσιαστεί βαθιά από τις επαναστατικές θέσεις του Μαμπλυ και ακόμα περισσότερο του Ρουσσώ και ιδιαίτερα εμπνέεται από το «κοινωνικό συμβόλαιο».
Το 1781 ξαναπαίρνει το δρόμο του Αρράς έχοντας μαζί του έναν δικηγορικό τίτλο ένα χρηματικό έπαθλο και την σιδερένια απόφαση του να πάει μπροστά. Θεωρεί το επάγγελμα του σαν ιεραποστολή, σαν τον μοναδικό τρόπο να πραγματοποιήσει, έστω και κατά ένα μέρος, τα ανθρωπιστικά ιδανικά του. Ασχολείται επίσης με την φιλοσοφία, την ηθική και την φιλολογία. Όταν ο Βασιλιάς αναγκάζεται να συγκαλέσει τις γενικές τάξης κινητοποιεί όλοι του την οικογένεια στην προεκλογική εκστρατεία για να εκλέγει αντιπρόσωπος της τρίτης Τάξης. Στην Συντακτική συνέλευση εργάζεται με ακόμα περισσότερο ζήλο για μια γενική αναμόρφωση του κράτους. Από τις 16 Μάιου του 1789 (ημέρα που αγορεύει για πρώτη φόρα στην συντακτική συνέλευση) έως τον Σεπτέμβριο του 1791 εκφωνεί 519 λόγους. Αναφέρεται σε όλα τα επίκαιρα προβλήματα και σχεδόν πάντα βρίσκεται στην άκρα αριστερά της συνελεύσεως, προτείνοντας τις πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Συνεπείς με τις αντιλήψεις του, ο Ροβεσπιέρος αγωνίζεται για την πραγματοποίηση της πληρέστερης πολιτικής δημοκρατίας: υποστηρίζει την ελευθερία του τύπου, την ελευθερία του λόγου, το δικαίωμα ψήφου στους έγχρωμους, τους εβραίους και τους ηθοποιούς. Αντιτίθεται στο δικαίωμα αρνησικυρίας του βασιλιά, αναλαμβάνει την υπερασπίσει του λάου που έκαψε τους πύργους της Βαστίλης και των στρατιωτών του Νανσύ που ξεσηκώθηκαν εναντίον των αξιωματικών τους. Σε κάθε σημαντικό θέμα θα επέμβει για να προτείνει ριζοσπαστικές λύσεις.
Στην πρώτη μεγάλη κοινοβουλευτική μάχη αγωνίστηκε, μάχη κάποιας σημασίας, κατά τον περιορισμών του δικαιώματος ψήφου με βάση την απογραφή. Αναδείχτηκε όμως όλο και πιο καθαρά. Φτάνοντας έτσι ως την ανώτατη επαναστατική εξουσία, σε τρείς κρίσιμες εκστρατείες: κατά του βασιλιά, κατά του πολέμου και τέλος κατά των Γιρονδίνων, δηλαδή κατά της πολιτικής εκείνης ομάδας που την αποτελούσαν φωτισμένοι αστοί, επαναστάτες αλλά μετριοπαθείς, νομιμόφρονες απέναντι στον ηγεμόνα και φιλοπόλεμοι. Δεν υπάρχει αισθητή αντίφαση ανάμεσα στον ιδιώτη Ροβεσπιέρο και το Ροβεσπιέρο πολιτικό. Τα 6 χρόνια της διαμονής του στο Παρίσι δεν φαίνεται να άλλαξε σε τίποτα τον δικηγόρο του Αρράς. Προσκολλημένος στο ιδεώδες του της λιτότητας, στην αντίληψη για το σωστό μέτρο, συνεχίζει μια φτωχή ιδιωτική ζωή, αποφεύγει τις κοσμικότητες. Δεν συχνάζει στα επαναστατικά σαλόνια, κρατάει τις παλιές του συνήθειες. Ακόμα και στο ντύσιμο δεν πείστηκε να φορέσει έστω και για μια στιγμή, τον φριγικό σκούφο, θεαματικό σύμβολο του επαναστατικού κινήματος. Ακόμα και η αισθηματική του ζωή δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον, είναι σχεδόν ανύπαρκτη.
Επινόησε την θρησκεία του υπέρτατου όντος για να γιατρέψει τις κοινωνικές αδικίες. Μάλιστα καθιέρωσε και μέρα γιορτής και απευθυνόμενος προς το πλήθος είπε «ο θεός δεν έπλασε τους βασιλιάδες για να καταβροχθίζουν τους ανθρώπους. Δεν έπλασε τους παπάδες για να μας υποδουλώνουν, στην αμαξά των βασιλιάδων. Ο θεός δημιούργησε το σύμπαν για να εκδηλώσει την παντοδυναμία του, έπλασε τους ανθρώπους για να βοηθούν και να αγαπούν ο ένας τον άλλο και να φτάνουν στην ευτυχία ακλουθώντας τον δρόμο της αρετής.» . στην συνέχεια αφού έκαψε ένα ανδρείκελο με στουπιά το οποίο απεικόνιζε τον αθεϊσμό  εμφανίστηκε μέσα από τις στάχτες ένα άγαλμα που απεικόνιζε την σωφροσύνη. Με την θρησκεία του υπέρτατου όντος, αποβλέπει σε δύο αντικειμενικούς σκοπούς: να καταπολεμήσει, από την μια μεριά  την πατροπαράδοτη θρησκεία και το αντίστροφο της την αθεΐα, που είχε κερδίσει έδαφος με τις κινήσεις της αποχριστιανοποίησης και από την άλλη να δώσει ένα ίδος ιδεολογικού βάθρου για να θεμελιώσει, γύρω από το υπέρτατο ον και την Αρετή, την ενότητα του επαναστατικού στρατοπέδου. Η τελευταία χρονιά της ζωής του είναι αδιαχώριστη από το πολιτικό πλαίσιο που ξετυλίγεται. Όταν διώχνονται οι Γιρονδίνοι με τις λαϊκές εξεγέρσεις, τις 31 Μάιου – 2 Ιουνίου 1793, εγκαινιάζεται η φάση, που ονομάστηκε της ιακωβίνικη δικτατορία της κοινής σωτηρίας.
Κατά την περίοδο αυτή ο Αδιάφθορος ξεχωρίζει με το επιβλητικό ανάστημα του επαναστάτη ηγέτη, αλλά γίνονται, επίσης, αισθητά τα όρια των αντιλήψεων του και πολιτικής του ικανότητας.  Η Γαλλία βρίσκεται στο χείλος της αβύσσου: αλλεπάλληλες ήττες στα πολεμικά μέτωπα, ενώ στο εσωτερικό της χώρας η πλημμυρίδα της αντεπαναστάσεως ανεβαίνει. Από τις 23 κιόλας Αυγούστου έχει διαταχθεί η μαζική στρατολογία: είναι το πρώτο μέτρο που αποβλέπει στην πλήρη αναδιοργάνωση του στρατού. Ο Ροβεσπιέρος δικαιολογεί την δικτατορία με τους κίνδυνους της κατάστασης και τοποθετεί την Αρετή δίπλα στην δικτατορία, με όλες τις βιαιότητες που συνεπάγεται. Αλλά αυτό ήταν το λιγότερο η επιτροπή κοινής σωτηρίας συγκεντρώνει προοδευτικά όλες τις εξουσίες. Επιτάξεις, εθνικοποιήσεις, πάγωμα των τιμών και των μισθών είναι οι σταθμοί προς τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας ενώ κατά των αντιδραστικών, των προδοτών και των στασιαστών εξαπολύεται τρομοκρατία.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1794 στην Γαλλία υποβόσκουν η δυσαρέσκεια και μια αποδοκιμασία που δεν κρύβεται πια: η πολιτική και κοινωνική ένταση φαίνεται να πλησιάζει στο σημείο της εκρήξεως. Το έθνος που πολιορκείτε από παλιό καθεστώς και υπονομεύεται από την εσωτερική αντεπανάσταση βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί με επείγοντα μέτρα. Γεννιέται έτσι η δικτατορία της Κοινής Σωτηρίας, η Δικτατορία των Ιακωβίνων με αλλά λόγια, όλη η εξουσία συγκεντρώνεται στα χέρια της επαναστατικής κυβερνήσεως ή για την ακρίβεια, της επιτροπής κοινής σωτηρίας. Όλες οι άλλες επιτροπές περιορίζονται σε δεύτερο πλάνο ενώ η Συμβατική παίρνει την μορφή συνελεύσεως που, αρκείτε να σημειώνει τα τετελεσμένα γεγονότα. Οι Ιακωβίνοι και δικαιοσύνη, παίρνει δραστικά μέτρα. Κάπως πιο δραστικά από όσο πρέπει, αρχίζουν να σκέφτονται πολλοί. «Τα κεφάλια πέφτουν σαν κεραμίδια» παραδέχτηκε ο δημόσιος κατήγορος του επαναστατικού δικαστηρίου.
Οι μετριοπαθείς είναι τρομοκρατημένοι και οι συγκαταβατικοί όλο και πληθαίνουν. Και οι λαϊκές μάζες, που βλέπουν όλο και λιγότερους ευγενής, όλο και περισσότερους αβράκωτους, να ανεβαίνουν τις σκάλες της γκιλοτίνας, αρχίζουν να έχουν αμφιβολίες. Παλαιότερα οι δημόσιες εκτελέσεις αποτελούσαν ευκαιρία για αληθινές λαϊκές γιορτές: όλο το Παρίσι φαίνονταν να ταυτίζεται με την επαναστατική δικαιοσύνη και έτρεχε να απόλαυση το θέαμα. Πλέον η ομάδες των θεατών είναι ισχνές. Σιγά σιγά η επαναστατική κυβέρνηση αρχίζει να αισθάνεται ότι είναι απομονωμένη. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έχει βαθιά διαιρεθεί και στο εσωτερικό της, είτε από σοβαρές πολιτικές διαφωνίες, είτε από αδιαλλάκτους προσωπικούς ανταγωνισμούς. Ο Σαίν – Ζυστ που συχνά δείχνει πολύ περισσότερη ευαισθησία από τον Ροβεσπιέρο έλεγε πως  «Η επανάσταση έχει παγώσει»
Στις 10 Θερμιδώρ του 1794 μετά από ώρες ταραχών οι θερμιδωριανοί θέτουν εκτός νόμου τους Ιακωβίνους ως προδότες. Οι Ιακωβίνοι έχουν κλιστεί στο δημαρχείο μέχρι την στιγμή που η πόρτα ανοίγει και μέσα ορμούν ο Μπουρτόν και οι άντρες του με τα όπλα τους παρατεταμένα, ζητώντας τους να παραδοθούν. Ο Λεμπά αυτοκτονεί ο Ροβεσπιέρος προσπαθεί να αυτοκτονήσει αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να σπμαραλίασει το σαγόνι του ο αδερφός του πηδά από το παράθυρο αλλά σπάει μόνο το πόδι του. Ο ένας μετά των άλλων οι Ιακωβίνοι Ηγέτες πέφτουν στα χέρια των Θερμιδωριανών αντεπαναστατών. Το ίδιο βράδυ  ο Ροβεσπιέρος και άλλοι 20 Ιακωβίνοι οδηγούνται στην γκιλοτίνα  κατά την διαδρομή ακούγονται συνθήματα «στο διάολο ο μάξιμουμ» λογοπαίγνιο για τον νόμο «μάξιμουμ» των μισθών που είχε καταλήξει να συμπιέσει το βιοτικό επίπεδο των λαϊκών μαζών και το όνομα του Ροβεσπέρου. Αυτοί που τα φώναζαν όμως αυτά τα συνθήματα ήταν οι ίδιοι οι επαναστάτες αυτοί που υποστήριζαν τον Ροβεσπιέρο μέχρι πριν λίγο καιρό.

Ο «ΑΔΙΑΦΘΟΡΟΣ»

O Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος ήταν το σημαντικότερο πρόσωπο που ανέδειξε η Γαλλική επανάσταση.  Ο λόγος του είχε μεγάλη επιρροή, παρόλα αυτά δεν αποφάσιζε μόνος του. Οι επιθέσεις που δέχεται ακόμα και σήμερα ο Ροβεσπιέρος, ότι ήταν δικτάτορας και ότι δίψαγε για αίμα, δεν βρίσκουν καμία ανταπόκριση στην αλήθεια. Η τρομοκρατία του, και η δικτατορία του ήταν η δικτατορία και η τρομοκρατία του ίδιου του λαού και όταν ο λαός τον εγκατέλειψε τότε έπεσε και αυτός! Για να καταλάβουμε εκείνη την περίοδο με τις συνθήκες στις οποίες ζούμε είναι πολύ δύσκολο, τότε η βιαιότητα ήταν σε άλλο επίπεδο, σήμερα εμείς το βλέπουμε ως ακρότητες και αποτρόπαιες πράξεις, για εκείνον όμως τον επαναστατημένο λαό ήταν… καθημερινότητα. Ο Ροβεσπιέρος μέχρι και σήμερα κανείς δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για διαφθορά ή εξυπηρέτηση ξένων συμφερόντων. Έμεινε πιστός στις ιδέες του μέχρι τέλους υπερασπιζόμενος τον λαό και την επανάσταση. Μια επανάσταση που άλλαξε τον κόσμο, μια επανάσταση σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας από την δημιουργία ενός καινούριου επαναστατικού ημερολογίου έως την δημιουργία μια δημοκρατικής θρησκείας.
Ο Αδιάφθορος λοιπόν όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν αν και δεν διέπραξε αντεπαναστατικές πράξεις, υπάρχουν σημεία που μπορούμε να τον κρίνουμε και αυτά τα σημεία είναι τα πολιτικά λάθη που έκανε τότε. Λάθη όπως η εκτέλεση του αριστερού εξτρεμιστή Εμπερ, τον εκπρόσωπο των αβράκωτων. Αυτό δημιούργησε στον λαό ανάμεικτα συναισθήματα, η Γκιλοτίνα πια θα έκοβε κεφάλια και επαναστατών, αυτό σίγουρα άρχιζε να τον απομονώνει σιγά σιγά από πολλά κομμάτια της κοινωνίας. ένα ακόμα λάθος ήταν η δημιουργία νέας θρησκείας και η ποινικοποίηση της Αθεΐας, αν σκεφτούμε ότι εκείνη την περίοδο οι επαναστάτες Αβράκωτοι έκαναν εκστρατείες αποχριστιανισμού, η άποψη του Ροβεσπιέρου αν μη τη άλλο ερχόταν σε αντίθεση με την επαναστατική διεργασία. Η Αστική επανάσταση στην Γαλλία εναντίον του φεουδαρχισμού και του Λουδοβίκου παρά τα λάθη, την βιαιότητα, τις ακρότητες έδωσε στον κόσμο το καινούριο, αυτό που μέχρι τότε δεν υπήρχε, ελευθερία σε όλα τα επίπεδα.
Πολλές χώρες εμπνεύστηκαν από αυτή όπως και η Ελλάδα το 1821. Όπως έλεγαν και οι ίδιοι οι επαναστάτες, το 1792 σηματοδοτούσε το έτος Ι, μια καινούρια αρχή για την οργάνωση των κοινωνιών και την χειραφέτηση των καταπιεσμένων στρωμάτων της κοινωνίας!
" data-blogger-escaped-data-image-meta="[]" data-blogger-escaped-data-image-title="ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ " data-blogger-escaped-data-large-file="" data-blogger-escaped-data-medium-file="" data-blogger-escaped-data-orig-file="" data-blogger-escaped-data-orig-size="" data-blogger-escaped-data-permalink="https://eleutheriellada.wordpress.com/?p=21339" data-blogger-escaped-style="background: rgb(255, 255, 255); border-radius: 4px; border: 1px solid rgb(214, 209, 199); display: block; margin: 0px auto; max-width: 500px; padding: 5px; text-align: center;" height="301" src="https://i2.wp.com/eranistis.net/wordpress/wp-content/uploads/2017/01/eebf91d78e8946f03e225b81d2848fcf.jpg" style="background: rgb(255 , 255 , 255); border-radius: 4px; border: 1px solid rgb(214 , 209 , 199); display: block; margin: 0px auto; max-width: 500px; padding: 5px; text-align: center;" width="438">
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης βαθμολογούσαν ακριβώς όπως θα ήθελαν οι άνθρωποι της Γουόλ Στριτ.
Το ζητούμενο δηλαδή για τις εταιρείες της Γουόλ Στριτ ήταν να μπορέσουν να βρουν δανειολήπτες με υψηλή βαθμολογία FICO. Και υπάρχει και συνέχεια: «… τα γραφεία διαπραγμάτευσης ομολόγων της Γουόλ Στριτ εκμεταλλεύτηκαν ένα ακόμη “νεκρό σημείο” στα μοντέλα των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης. Προφανώς, οι οίκοι αυτοί δεν αντιλαμβάνονταν τη διαφορά ανάμεσα σε μια βαθμολογία FICO με “λεπτό φάκελο” και μια βαθμολογία FICO με “χοντρό φάκελο”. Μια βαθμολογία FICO με “λεπτό φάκελο” υπονοούσε, όπως δείχνει και το όνομα, ένα βραχύ πιστωτικό ιστορικό. Ο φάκελος ήταν λεπτός επειδή ο δανειολήπτης δεν είχε δανειστεί πολλά. Οι μετανάστες που ποτέ δεν είχαν αθετήσει την εξόφληση ενός χρέους τους, επειδή ποτέ δεν τους είχε δοθεί δάνειο, συχνά είχαν εκπληκτικά υψηλές βαθμολογίες FICO με “λεπτό φάκελο”». (σελ. 144).
Τα αποτελέσματα αυτής της τακτικής είναι μάλλον αναμενόμενα: «Έτσι, όταν μια Τζαμαϊκανή νταντά ή ένας Μεξικανός εργάτης στη συγκομιδή φράουλας, που είχε εισόδημα 14.000 δολαρίων και επιδίωκε να δανειστεί εφτακόσια πενήντα χιλιάρικα, φιλτραριζόταν από τα μοντέλα της Moody’s και της S&P, αποκτούσε αίφνης μεγαλύτερη χρησιμότητα σε ό,τι αφορούσε το μαγείρεμα των πιστοληπτικών αξιολογήσεων. Μπορεί, μάλιστα, και να βελτίωνε τη φαινομενική ποιότητα του πακέτου των δανείων και να αύξανε το ποσοστό που μπορούσε να αξιολογηθεί με 3Α. Ο Μεξικανός μάζευε φράουλες· η Γουόλ Στριτ μάζευε της βαθμολογία FICO του». (σελ. 144).
Φυσικά, τα πράγματα έγιναν ανεξέλεγκτα: «Η ξαφνική δυνατότητα της νταντάς […] να λαμβάνει δάνεια δεν ήταν τυχαία: όπως και σχεδόν κάθε άλλη δοσοληψία μεταξύ δανειοληπτών και δανειστών στο χώρο του ενυπόθηκου δανεισμού μειωμένης εξασφάλισης, προέκυπτε από τα μειονεκτήματα των μοντέλων που χρησιμοποιούσαν οι δύο μεγαλύτεροι οίκοι πιστοληπτικής ικανότητας, η Moody’s και η Standard & Poor’s, για να αξιολογούν τα subprime ενυπόθηκα ομόλογα». (σελ. 141).
Το σκηνικό όμως αποθεώνεται από την εμφάνιση του CDO: «Στη σκηνή μπαίνει το CDO. Μπορεί να μην ήξεραν τι ήταν, αλλά τα μυαλά τους είχαν προετοιμαστεί γι’ αυτό, επειδή μια μικρή αλλαγή στην κατάσταση του κόσμου επέφερε μια τεράστια αλλαγή στην αξία ενός CDO. Κατά την άποψή τους, το CDO ήταν ουσιαστικά μια στοίβα από ενυπόθηκα ομόλογα βαθμολογίας 3Β. Οι εταιρείες της Γουόλ Στριτ είχαν συνωμοτήσει με τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης για να παρουσιάσουν τη στοίβα ως ένα διαφοροποιημένο πακέτο στοιχείων ενεργητικού, αλλά όποιος είχε μάτια μπορούσε να δει ότι αν σταματούσε να εξυπηρετείται ένα subprime ενυπόθηκο δάνειο βαθμολογίας 3Β, τότε θα σταματούσαν να εξυπηρετούνται και τα περισσότερα άλλα δάνεια, μιας και ήταν ευάλωτα στις ίδιες οικονομικές δυνάμεις». (σελ. 180).
Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό; «Τα subprime ενυπόθηκα δάνεια που είχαν χορηγηθεί στη Φλόριντα θα έπαυαν να εξυπηρετούνται για τους ίδιους λόγους και την ίδια στιγμή με τα subprime δάνεια που είχαν χορηγηθεί στην Καλιφόρνια. Κι όμως, το 80% του CDO που δεν περιελάμβανε τίποτε άλλο εκτός από ομόλογα 3Β έπαιρνε βαθμολογία μεγαλύτερη από 3Β: 3Α, 2Α ή Α. Για να εκμηδενιστεί η αξία οποιουδήποτε ομολόγου με βαθμολογία 3Β – του ισογείου του κτιρίου – αρκούσε μια ζημιά της τάξης του 7% στο υποκείμενο σύνολο στεγαστικών δανείων. Άρα η ίδια ζημία του 7% θα εκμηδένιζε εντελώς την αξία οποιουδήποτε CDO απαρτιζόταν από ομόλογα 3Β, ό,τι βαθμολογία κι αν είχε λάβει». (σελ. 180 – 181).
Η μετατροπή των έτσι κι αλλιώς αδιαφανών δανείων (αφού και η βαθμολογία FICO περισσότερο συσκότιζε παρά διαφώτιζε την κατάσταση του δανειολήπτη) σε χρηματιστηριακά προϊόντα μέσω της τιτλοποίησής τους σε «στοίβες» ήταν η βόμβα που θα τα τίναζε όλα στον αέρα. Όμως, τα πράγματα δε σταματάν εδώ: «Ιδού ένα ακόμη αλλόκοτο στοιχείο για τα χρεόγραφα αυτά: πολλές φορές αποτελούσαν απλές τιτλοποιήσεις τμημάτων άλλων CDO, ενδεχομένως εκείνων που οι εκδότες τους στη Γουόλ Στριτ είχαν δυσκολευτεί να πουλήσουν. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η κυκλικότητά τους: το Α CDO περιελάμβανε ένα κομμάτι του Β CDO· το Β CDO περιελάμβανε ένα κομμάτι του Γ CDO· και το Γ CDO περιελάμβανε ένα κομμάτι του Α CDO!». (σελ. 183). Ο Lewis έχει διάθεση να γίνει πολύ παραστατικός: «Το να ψάχνει κανείς για επισφαλή ομόλογα μέσα σε ένα CDO ήταν σαν να ψαρεύει σκατά σε μια φορητή τουαλέτα: το ζήτημα δεν ήταν αν θα ‘πιανε κάτι, αλλά πόσο γρήγορα θα θεωρούσε ότι είχε πιάσει αρκετά. Τα ίδια τα ονόματά τους ήταν ανειλικρινή και δεν έλεγαν τίποτε για τα περιεχόμενα, τους δημιουργούς ή τους διαχειριστές τους: Carina, Gemstone, Octans III, Glacier Funding». (σελ. 183 – 184).
Η δημιουργία του CDO ήταν η χρηματιστηριακή καινοτομία που κατόρθωσε να εκτινάξει τις βαθμολογίες των οίκων στα ύψη: «Οι λεπτομέρειες ήταν περίπλοκες, όχι όμως και η ουσία της λειτουργίας της καινούργιας χρηματομηχανής: μετέτρεπε μεγάλους αριθμούς από δάνεια υψηλού κινδύνου σε ομόλογα τα οποία στην πλειονότητά τους βαθμολογούνταν με 3Α, και στη συνέχεια έπαιρνε όσα ομόλογα απέμεναν, διάλεγε εκείνα με τις χαμηλότερες βαθμολογίες και μετέτρεπε την πλειονότητά τους σε CDO με βαθμολογία 3Α». (σελ. 115).
Κι αν κάποιος θέλει περισσότερες εξηγήσεις ο Lewis είναι διατεθειμένος: «Με κάποιον τρόπο, σχεδόν το 80% των ομολόγων που μέχρι πρότινος θεωρούνταν υψηλού κινδύνου και βαθμολογούνταν με 3Β, παρουσιάζονταν, πλέον, σαν ομόλογα αρίστης πιστοληπτικής αξιολόγησης (3Α). Τα ομόλογα του υπόλοιπου 20%, που έφεραν χαμηλότερες βαθμολογίες, ήταν κατά κανόνα πιο δύσκολο να πουληθούν, όμως, είτε το πιστεύετε είτε όχι, μπορούσαν απλώς να γίνουν μία ακόμη στοίβα, να περάσουν νέα επεξεργασία και να μεταβληθούν επίσης σε ομόλογα 3Α. Η μηχανή που μετέτρεπε 100% μολύβι σε ένα κράμα αποτελούμενο κατά 80% από χρυσάφι και κατά 20% από μολύβι, δεχόταν όσο μολύβι απέμενε και μετέτρεπε το 80% και αυτού σε χρυσάφι». (σελ. 115).
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης βαθμολογούσαν ακριβώς όπως θα ήθελαν οι άνθρωποι της Γουόλ Στριτ. Στην ουσία λειτουργούσαν περισσότερο σαν μηχανισμός προώθησης των νέων «προϊόντων». Τα τσακάλια των εταιρειών δεν άργησαν να καταλάβουν τον τρόπο που «αξιολογούσαν» οι οίκοι: «Σύντομα συμπέραναν […] ότι στην πράξη οι άνθρωποι της Moody’s και της S&P δεν αξιολογούσαν τα επιμέρους στεγαστικά δάνεια ή, μάλλον, δεν τους έριχναν ούτε μία ματιά. Το μόνο που έβλεπαν, αλλά και αξιολογούσαν, τόσο εκείνοι, όσο και τα μοντέλα τους, ήταν τα γενικά χαρακτηριστικά του κάθε πακέτου δανείων». (σελ. 143). Η λογική της «στοίβας» είχε επιβληθεί κι όλα είχαν να κάνουν με το μέσο όρο που μαγειρευόταν σωστά. Το ότι μόνο το 7% αρκούσε να καταστρέψει τα πάντα δε φαίνεται να απασχόλησε τους οίκους. Εξάλλου, παίζονταν εκατομμύρια, ενώ το λογαριασμό θα τον πλήρωνε άλλος.
Όμως, για τον Lewis το ζήτημα πηγαίνει ακόμη πιο μακριά. Δεν είναι μόνο η διαπλοκή της σχέσης με τον πελάτη που μπορεί να κίνησε τα νήματα στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, αλλά και η ίδια η ανικανότητα των υπαλλήλων τους. Και μόνο η μισθολογική διαφορά των ανθρώπων που δουλεύουν στις εταιρείες της Γουόλ Στριτ από εκείνους των οίκων αξιολόγησης λέει πολλά. Οι πρώτοι είναι οι άνθρωποι των εφταψήφιων αμοιβών ενώ οι δεύτεροι των πενταψήφιων. Στη συνάντηση που έγινε στο Λας Βέγκας  οι υπάλληλοι των οίκων περιγράφονται σαν φτωχοί συγγενείς: «Ολόκληρος ο κλάδος είχε στηριχτεί στις πλάτες των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, αλλά οι άνθρωποι που εργάζονταν στους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης μετά βίας ανήκαν στον κλάδο. Αν περιφέρονταν στις αίθουσες μπορεί να τους έπαιρναν για χαμηλόβαθμα στελέχη εμπορικής τραπεζικής από τη Wells Fargo ή τσιράκια των εταιρειών χορήγησης ενυπόθηκων δανείων, όπως η Option One. [… … …] Οι τύποι από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης φορούσαν μπλε κοστούμια από το J. C. Penney, με υπερβολικά ασορτί γραβάτες και πουκάμισα κολλαρισμένα λίγο παραπάνω. Δεν ήταν μπασμένοι στα κόλπα, ούτε ήξεραν εκείνους που ήταν. Πληρώνονταν για να αξιολογούν τα ομόλογα της Lehman και της Bear Stearns και της Goldman Sachs που ‘βγάζαν περιουσίες εκμεταλλευόμενοι τις τρύπες στα μοντέλα των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης». (σελ. 214).
Οι άνθρωποι που αξιολογούσαν τις εταιρείες τρέφονταν με το όνειρο να μεταπηδήσουν σ’ αυτές. Ο Lewis καταφεύγει και πάλι στον Έισμαν: «Οι πιο έξυπνοι φεύγουν για τις εταιρείες της Γουόλ Στριτ, έτσι ώστε να συμβάλουν στη χειραγώγηση των εταιρειών στις οποίες κάποτε εργάζονταν. Για κανέναν αναλυτή δεν έπρεπε να υπάρχει μεγαλύτερη επιτυχία από το να ‘ναι αναλυτής στη Moody’s. Έπρεπε να πιστεύει ότι “Δεν μπορώ να φτάσω ψηλότερα ως αναλυτής”. Κι όμως είναι ο πάτος! Χέστηκαν όλοι αν η Goldman γουστάρει χρεόγραφα της General Electric. Αν όμως η Moody’s υποβαθμίσει τα χρεόγραφα της GE, τότε το πράγμα είναι σοβαρό. Γιατί λοιπόν ο τύπος από τη Moody’s να θέλει να δουλέψει στη Goldman Sachs; Ο τραπεζικός αναλυτής της Goldman Sachs θα ‘πρεπε να θέλει να πάει στη Moody’s. Τέτοια ελίτ έπρεπε να ‘ναι». (σελ. 213).
Αν όμως ήταν τέτοια ελίτ, θα μάζευε τους καλύτερους και τους πιο ακριβοπληρωμένους. Με δυο λόγια, θα επιβαλλόταν ως θεσμός, πράγμα που σημαίνει ότι  θα έκανε και σοβαρούς ελέγχους. Αλλά οι σοβαροί έλεγχοι δεν προάγουν τα νέα χρηματιστηριακά «προϊόντα». Ούτε εξυπηρετούν τα μπόνους των εκατομμυρίων, που γεννιούνται μέσα από την απορρυθμισμένη ελεύθερη αγορά. Οι ελεγκτές καλό είναι να νιώθουν εξάρτηση. Να είναι πελάτες και να πρέπει να πράξουν το σωστό, αν θέλουν να μη χάσουν το μισθό τους. Να θέλουν να μεταπηδήσουν στις μεγάλες εταιρείες. Αυτό τους κάνει περισσότερο συνεργάσιμους. Είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης. Και η πολιτική βούληση της Αμερικής είναι με το πλευρό των αγορών, που δε χρειάζονται και πολύ έλεγχο.
Ακόμη και ο πολύ «μετριοπαθής» στην κριτική απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό Robert Gilpin στο βιβλίο του «Η Πρόκληση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού» παραδέχεται: «Η προτεραιότητα που δίνεται στο να κρατηθούν οι οικονομίες ανοιχτές στα διεθνή χρηματοοικονομικά αντανακλά την αμερικανική προσήλωση σε μια ιδεολογία σταθερά ταγμένη υπέρ της ελεύθερης αγοράς, τα αμερικανικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα, για τα οποία του υπουργείο Οικονομικών δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία, και την πεποίθηση ότι η Αμερική διαθέτει ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες». (σελ. 398).
Από αυτή την άποψη, οι άνθρωποι των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης κάνουν τη δουλειά τους. Αξιολογούν με 3Α τα σκουπίδια της Γουόλ Στριτ και στηρίζουν τις πωλήσεις των τοξικών ομολόγων μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν όμως πρόκειται για την αξιολόγηση κρατών, δεν είναι το ίδιο ελαστικοί. Στο βιβλίο του Johan Van Overtveldt «Το Τέλος του Ευρώ» υπάρχουν αρκετά χαρακτηριστικά παραδείγματα: «Παρόλο που η ιρλανδική κυβέρνηση ψήφισε έναν γενναίο προϋπολογισμό που περιλάμβανε περικοπές δαπανών 4 δισεκατομμυρίων ευρώ, η Moody’s υποβάθμισε σημαντικά τη χώρα επειδή τα τραπεζικά της προβλήματα ήταν πολύ σοβαρά». (σελ. 173).
Η Ιρλανδία, η οποία ζημιώθηκε κυρίως από τα τοξικά ομόλογα που οι οίκοι αξιολόγησης εγγυούνταν πλήρη αξιοπιστία, είχε τώρα να αντιμετωπίσει την επιθετικότητα των ίδιων οίκων που την υποβίβαζαν κάνοντας την ανάκαμψη ακόμα δυσκολότερη. Οι αποτυχημένοι στην αξιολόγηση των τοξικών ομολόγων, οι παρακατιανοί της χρηματιστηριακής αγοράς που ονειρεύονται να μεταγραφούν σε μια μεγάλη εταιρεία της Γουόλ Στριτ εμφανίζονται ως βαρόμετρο για τις οικονομίες ολόκληρων χωρών. Φαίνεται ότι  ξέρουν καλά με ποιους πρέπει να είναι αρνάκια και με ποιους κέρβεροι: «… η Moody’s υποβάθμισε την Ελλάδα τοποθετώντας τη “βαθιά στην περιοχή των ‘’σκουπιδιών’’ … με τη χρεοκοπία της Αθήνας να θεωρείται τώρα πιο πιθανή από εκείνη της Βενεζουέλας και της Αργεντινής, των δύο απόβλητων χωρών της Νότιας Αμερικής”, και την Ισπανία σε Aa2, δύο επίπεδα κάτω από ΑΑΑ. Υπήρχαν φόβοι ότι το κόστος της πρόσθετης ανακεφαλαιοποίησης των ισπανικών τραπεζών μπορεί να έφτανε μέχρι τα 120 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο οίκος αξιολόγησης της Κίνας Νταγκόνγκ υποβάθμισε το πορτογαλικό χρέος και η Fitch και η Moody’s ακολούθησαν». (σελ. 187).
Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης υπηρετώντας απροσχημάτιστα το νεοφιλελεύθερο πνεύμα έπαιξαν στο απόλυτο το παιχνίδι των χρηματιστηριακών κύκλων και στη συνέχεια κατακεραύνωσαν τα κράτη ενισχύοντας τις απαιτήσεις για περικοπές σε παιδεία και υγεία, ώστε να συρρικνωθεί όσο το δυνατό περισσότερο κάθε έννοια κοινωνικού κράτους. Τα παιχνίδια με τη βαθμολόγηση έχουν να κάνουν μόνο με τους μισθούς και τις συντάξεις των εργαζομένων κι όχι με τα μπόνους των ανθρώπων της Γουόλ Στριτ: «Οι αγορές, κεντρισμένες από την υποβάθμιση της Πορτογαλίας από τη Moody’s στην κατηγορία των “σκουπιδιών” και από μια νέα αύξηση του επιτοκίου της ΕΚΤ, στράφηκαν κατά της Ιταλίας στις αρχές Ιουλίου, όταν ο πρωθυπουργός της Σίλβιο Μπερλουσκόνι συγκρούστηκε με τον ίδιο τον υπουργό Οικονομικών της κυβέρνησής του Τζούλιο Τρεμόντι επειδή αυτός επέμενε ότι πρέπει να γίνουν μεγαλύτερες περικοπές στον ιταλικό προϋπολογισμό. Τα επιτόκια του ιταλικού δημοσίου χρέους και τα spread σε σχέση με τα γερμανικά ομόλογα αυξήθηκαν σημαντικά». (σελ. 207).
Το να δέχεται την επίθεση των αγορών όποια χώρα δηλώνει την αντίθεσή της στις περικοπές είναι σχεδόν κανόνας. Οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης αποτελούν συνήθως τον προάγγελο αυτής της επίθεσης. Θα έλεγε κανείς ότι τα κράτη βρίσκονται υπό την ομηρία των οίκων. Είναι η νέα τάξη της παγκοσμιοποιημένης εποχής. Ο Robert Gilpin στο βιβλίο του «Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία» δε θέλει να κατηγορείται ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός: «Η τάση να κατηγορείται η παγκοσμιοποίηση για πολλά δυσάρεστα προβλήματα της σύγχρονης ζωής οφείλεται εν μέρει στις εθνικιστικές και ξενοφοβικές στάσεις της πολιτικής Δεξιάς και σε μια αντικαπιταλιστική νοοτροπία της πολιτικής Αριστεράς». (σελ. 450).
Με λίγα λόγια, όποιος δεν τάσσεται με την παγκοσμιοποίηση – με όλα της τα προβλήματα – είτε είναι Δεξιός εθνικιστής είτε αντικαπιταλιστής Αριστερός. Κι αμέσως μετά η δήθεν μετριοπάθεια και τα τσιτάτα της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας στην πιο χυδαία τους μορφή: «Παρά τις σοβαρές ατέλειες του καπιταλισμού, τα κακώς κείμενα του σημερινού κόσμου δε θα διορθωθούν με επιθέσεις κατά της παγκοσμιοποίησης. Θα μπορούσε να πει κανείς για τον καπιταλισμό αυτό που λέγεται ότι είπε ο Winston Churchill για τη δημοκρατία, ότι είναι το χειρότερο από όλα τα κοινωνικά συστήματα, αν εξαιρέσουμε όλα τα άλλα». (σελ. 450).
«Το Μεγάλο Σορτάρισμα (The Big Short)»
«Το Μεγάλο Σορτάρισμα (The Big Short)»
Για τον «μετριοπαθή» Gilpin, που αναγνωρίζει τις «ατέλειες», ο καπιταλισμός ταυτίζεται με την παγκοσμιοποίηση, δηλαδή το νεοφιλελευθερισμό. Όποιος αρνείται τις καινούργιες παγκοσμιοποιημένες καπιταλιστικές αρχές σημαίνει ότι αρνείται τον καπιταλισμό στο σύνολό του. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν επιλογές: ή είσαι μαζί μας ή όχι. Η προπαγάνδα ξέρει πότε πρέπει να συνδυάζεται με τον εκβιασμό. (Ακριβώς έτσι έθεσε το ζήτημα και ο Φρίντμαν).  Από την πλευρά του καπιταλιστή, ο Χα – Τζουν Τσανγκ στο βιβλίο του «Αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό» θα του δώσει μια απάντηση: «… παραφράζοντας μιαν αλλοτινή δήλωση του Ουίνστον Τσόρτσιλ περί δημοκρατίας, επιτρέψτε μου να επαναδιατυπώσω μια παλιά θέση μου – ότι ο καπιταλισμός είναι το χειρότερο οικονομικό σύστημα εξαιρουμένων όλων των υπολοίπων. Η αρνητική κριτική μου εστιάζει στον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς και όχι σε κάθε είδος καπιταλισμού». (σελ. 320).
Για να εξηγήσει: «Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για την οργάνωση του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς είναι μόνον ένας εξ αυτών – και μάλιστα όχι απ’ τους καλύτερους. Οι τρεις τελευταίες δεκαετίες έχουν καταδείξει ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των θιασωτών της, η ελεύθερη αγορά επιβραδύνει την οικονομία, αυξάνει τις ανισότητες και την ανασφάλεια, και οδηγεί σε συχνότερα (κι ορισμένες φορές κολοσσιαία) οικονομικά κραχ». (σελ. 321).
Όπως εκείνο του 2008. Με τα τοξικά ομόλογα. Και την αξιολόγηση ΑΑΑ. Και την καταστροφή των χωρών. Που για τον Gilpin είναι η μόνη καπιταλιστική εκδοχή. Που αν την αρνηθούμε θα είμαστε εθνικιστές…
Χα – Τζουν Τσανγκ: «Αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό», εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ, Αθήνα 2011.
Paul Jorion: «Όταν η οικονομική σκέψη δεν αρκεί», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2012.
Johan Van Overtveldt: «Το Τέλος του Ευρώ, το αβέβαιο μέλλον της ευρωπαϊκής ένωσης», εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, Αθήνα 2011.
Michael Lewis: «Το Μεγάλο Σορτάρισμα, ποντάροντας στην οικονομική καταστροφή», εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα 2010.
Robert Gilpin: «Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, η διεθνής οικονομική τάξη», εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ, Βιβλιοθήκη Πολιτικής Οικονομίας των Διεθνών Σχέσεων, Β΄ έκδοση, Αθήνα 2003.
Robert Gilpin: «Η Πρόκληση του Παγκόσμιου Καπιταλισμού, η παγκόσμια οικονομία τον 21ο αιώνα», εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ, Βιβλιοθήκη Πολιτικής Οικονομίας των Διεθνών Σχέσεων, ΣΤ΄ έκδοση, Αθήνα 2007.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου