Σελίδες

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Εκδυτικισμός: Μια παλιά συνταγή σε νέα συσκευασία

Ελευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση


Τον Ιούλιο του 1942, επτά μήνες αφ’ ότου οι Ιάπωνες βομβάρδισαν τον αμερικανικό στόλο στο Πέρλ Χάρμπορ, μερικοί διακεκριμένοι ιάπωνες ακαδημαϊκοί συναντήθηκαν στο Κυότο στα πλαίσια ενός συνεδρίου, με τίτλο: «Πώς να υπερβούμε το μοντέρνο;». Ένας από τους συνέδρους, ο Χαγιάσι Φουσάο, πρώην μαρξιστής που εξελίχθηκε σε εθνικιστή, έγραψε ότι η επίθεση ενάντια στη Δύση τον είχε ενθουσιάσει. Κάποιος υποστήριξε ότι ο εκδυτικισμός έμοιαζε με επιδημία που είχε προσβάλει την ιαπωνική ψυχή. Πολλά ειπώθηκαν σχετικά με την βλαβερή εξειδίκευση της γνώσης, που είχε θρυμματίσει την ολότητα του ανατολικού πνευματικού πολιτισμού. Πολλά από αυτά δίδονταν μέσα από μια καθαρά εθνικιστική σκοπιά της ιαπωνικής αυτοκρατορικής τάξης, αλλά δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι για τους ασιάτες εκείνη την εποχή, η «Δύση» ταυτιζόταν με την «αποικιοκρατία».
Η Ιαπωνία δεν έγινε ποτέ αποικία και αυτό οφείλεται σύμφωνα με τους Ian Buruma και Avishai Margalit (βλ. Δυτικισμός, εκδ. Κριτική), στη ριζική δυτικότροπη μεταμόρφωση της ιαπωνικής χώρας από το 1850-1910, έχοντας ως πρότυπο και μιμούμενη τις ισχυρές δυτικές δυνάμεις. Και μπορούμε να πούμε ότι τις μιμήθηκε αρκετά καλά, αφού και η ίδια θα ασκήσει αποικιοκρατική πολιτική στην Ασία με την εισβολή στη Μαντζουρία το 1931 και την εκεί εγκατάσταση κυβέρνησης-μαριονέτα, καθώς και με την απόπειρα κατάκτησης της Κίνας με τον πόλεμο να ξεκινά το 1937 και να διαρκεί έως το πέρας της Β’ παγκόσμιας ανθρωποσφαγής. Ταυτόχρονα, η ιαπωνική βιομηχανική επανάσταση ακολουθεί κατά πόδας εκείνη της γερμανικής, με εξ ίσου τεράστιες δημογραφικές επιπτώσεις, αφού οι χωρικοί εγκαταλείπουν μαζικά τα χωράφια τους για τα εργοστάσια, κάτι που ασφαλώς συμβαίνει σε κάθε χώρα που ανέπτυξε την βιομηχανία της, με τελευταίο ιστορικό παράδειγμα μαζικής αστυφιλίας την Κίνα. Το χειρότερο όλων, όμως, θεωρούμε ότι βρίσκεται στο γεγονός ότι μια τεράστια δεξαμενή γνώσης και εφαρμογής της κινέζικης και ανατολικής ιατρικής και θεραπευτικής, εκφυλίζεται μέσω του κοινωνικού μετασχηματισμού που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη.

Στην περίπτωση της Ιαπωνίας διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι για την αποφυγή της «αποίκισής» της «δυτικοποιήθηκε» αλλοιώνοντας τα χαρακτηριστικά της. Αλλά και αυτή δεν είναι μια μορφή αποίκισης; Με την έννοια ότι απέφυγε τον άμεσο πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο της επικράτειάς της αλλά μεταμορφώθηκε ριζικά στους τομείς κουλτούρας, νοοτροπίας και πολιτισμού. Διατηρήθηκε σταθερή μόνο η κρατική και πολιτικοοικονομική οντότητα με διαφοροποιημένα και αλλοιωμένα τα πολιτικά και «εθνικά» χαρακτηριστικά της. Και είναι εκείνοι οι μετασχηματισμοί, που ουσιαστικά λαμβάνουν χώρα είτε ως μέρη ενός σχεδίου και λήψης αποφάσεων είτε ως έμμεση συνέπεια μιας διαδικασίας που βρίσκεται εν εξελίξει. Και δρουν με τέτοιο τρόπο στη κοινωνία που ουσιαστικά αποσυντίθενται βασικά δομικά χαρακτηριστικά της, τα οποία έρχεται σε πολλές περιπτώσεις ο εθνικισμός να προβάλλει και να υπερασπιστεί, κερδίζοντας έδαφος από ανθρώπους που νιώθουν την ανάγκη της αυτοσυντήρησης και διατήρησης μιας πάγιας και σταθερής κατάστασης. Όταν οι άνθρωποι δεν οραματίζονται ή έχουν χάσει την πίστη και την ελπίδα τους για τη δημιουργία, έστω, ενός κόσμου ισότιμου και δίκαιου, τότε είναι λογικό επακόλουθο η ελάχιστη επιδίωξη της μη αλλοίωσης των φερόμενων ως πάγιων δομικών κοινωνικών και συλλογικών χαρακτηριστικών. Σε αυτό το γήπεδο αναμφισβήτητα το πλεονέκτημα το έχουν οι κάθε λογής εθνικιστές, που, όμως, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι πολλές είναι και οι ευθύνες των κάθε μορφής εξουσιαστών (αριστερών, κομμουνιστών, κ.λπ.) για αυτή την κατάσταση. Έχοντας εμφανιστεί για δεκαετίες ως οι μοναδικοί φορείς κοινωνικής ελπίδας, εξαπάτησαν επανειλημμένα πλήθος ανθρώπων οδηγώντας τους, συνηθέστερα, στην παραίτηση ή στην πολιτική συντηρητικοποίηση τους. Η αντίθετη πορεία προς την ριζοσπαστικοποίησή τους έχει αποδειχθεί ότι συμβαίνει σπανιότερα. Κάτι τέτοιο, προσδοκούσαν και προέβλεπαν διεθνώς αρκετοί το ’89, χωρίς, όμως, να υπάρξει επιβεβαίωση. Αλλά, ας επανέλθουμε στη περίπτωση της αντίδρασης στον «εκδυτικισμό».
%ce%b5%ce%ba%ce%b4%cf%85%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%82-2Το συνέδριο του Κυότο του 1942, ουσιαστικά δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια επίδειξη χλευασμού στον αμερικάνικο και ευρωπαϊκό μοντερνισμό, στο νεοπαγή μητροπολιτικό πολιτισμό που τον θεωρούσαν κίβδηλο και υλιστικό, ξένο στην ιαπωνική παράδοση. Τα ίδια, πάνω-κάτω, συμβαίνουν και στο Βερολίνο της προ-ναζιστικής περιόδου, δεκαετίες 1920-1930, όπου σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, τα πολυκαταστήματα διέφθειραν τις γερμανίδες με τα καλλυντικά, τα τσιγάρα και τον γενικότερο καταναλωτισμό, απομακρύνοντάς τες από τη λαϊκή παράδοση και τη φύση, ενώ οι πρώτες κριτικές φωνές έκαναν την εμφάνισή τους από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η κριτική αυτή δεν γινόταν αποκλειστικά από τη ναζιστική πλευρά, αλλά απ’ ότι αποδείχθηκε αυτή ευνοήθηκε. Η κριτική δεν ασκούνταν, μονάχα στο εμπόριο και στο καπιταλισμό (και πίσω από αυτά στο σχήμα του «πονηρού εβραίου») αλλά και στο δίπολο πόλη-ύπαιθρος, όπου ο καπιταλισμός –και όχι μόνο– αναπτύσσεται ραγδαία μέσω του άστεως και η ύπαιθρος έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Είναι μια κατάσταση που διαμορφώνεται έντονα και στιγματίζεται από τους γερμανούς ρομαντικούς του 18ου και 19ου αι. που αντιστέκονται στις αυτοκρατορικές βλέψεις της Γαλλίας στο πολιτιστικό πεδίο. Κατ’ αυτούς, η Γαλλία εκπροσωπούσε την επιθετική, γιγαντούμενη πόλη, ενώ η Γερμανία ήταν η ύπαιθρος των αγροτών και ποιητών. Σε αυτό το σημείο να θυμίσουμε την σταθερή άποψη των Μάρξ-Ένγκελς, αλλά και του Τρότσκυ, αργότερα, ότι η ύπαιθρος αποτελούνταν από απολίτιστους και καθυστερημένους πληθυσμούς. Άλλωστε, όλα τα μοντέλα «σοσιαλισμού» που έλαβαν χώρα στην Ευρώπη είχαν ως βασικό μοντέλο ένα ρυπαρό και βιομηχανικό κράτος. Συνεπώς, τα δύο κυρίαρχα πολιτικοοικονομικά μοντέλα του 20ου αι. δεν διέφεραν ως προς τη βασική δομή λειτουργίας και ανάπτυξής τους, που ήταν η βιομηχανία. Άρα, η αντικαταπιταλιστική ρητορεία είναι μονομερής όταν χρησιμοποιείται για να κριτικάρει την βιομηχανική ανάπτυξη και το κακό που αυτή επέφερε στον άνθρωπο. Όλα τα συστήματα εξουσίας και ειδικότερα τα πιο σύγχρονα, στα οποία αναφερόμαστε –και στην κάθε τους μορφή– δεν είχαν/έχουν στον πυρήνα τους τον άνθρωπο αλλά την ύλη.
Παρ’ όλα αυτά, πολλές φορές, η αντιδυτική αντιμοντερνιστική και αντικαπιταλιστική κριτική είτε εκπορεύεται είτε καταλήγει σε εθνικιστική και φασιστική/ναζιστική πρακτική. Τέτοια φαινόμενα παρατηρήθηκαν, πέρα από την Ιαπωνία και Γερμανία που ήδη αναφέραμε και σε άλλες χώρες με εντελώς διαφορετική κοινωνική και θρησκευτική διάρθρωση, όπως στην Ινδία, όπου, τη δεκαετία του 1920, ινδουιστές συγκρότησαν την οργάνωση RSS και διασκεύασαν ορισμένες ευρωπαϊκές φασιστικές αντιλήψεις σε σύγχρονη ερμηνεία των δικών τους θρησκευτικών πρακτικών. Στις μέρες μας, δεκαετία του 2010, είναι η σειρά του ISIS για να φασιστικοποιήσει τις θρησκευτικές πρακτικές του ισλαμισμού.
Και δυστυχώς, παρατηρείται διαρκώς και κατ’ επανάληψη, ότι η βάσιμη αντιδυτική κριτική εύκολα μπορεί είτε να εκφυλιστεί είτε να οδηγήσει σε εθνικιστικά και φασιστικά μονοπάτια. Και αυτό ουσιαστικά συμβαίνει διότι η κριτική δεν πραγματοποιείται σε μια καθαρά ανεξούσια προοπτική, αλλά σε μια προοπτική αντικατάστασης ή επανακατάληψης της εθνικής και εξουσιαστικής κυριαρχίας. Ουσιαστικά, επιθυμείται η επαναφορά μιας προηγούμενης κατάστασης που είχε σαφώς διαφοροποιημένα δυτικά χαρακτηριστικά αλλά μέσα σε ένα πλαίσιο εθνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ταυτότητας υπό την αιγίδα κάποιας εξουσιαστικής μορφής. Και η ειρωνεία του πράγματος είναι ότι ως ευρωπαϊκό δάνειο ο φασισμός/ναζισμός χρησιμοποιείται για αντιδυτική-αντιευρωπαϊκή δράση. Αλλά δεν είναι τα μόνα δάνεια που δίνονται και λαμβάνονται μεταξύ Δύσης και Ανατολής και σε αυτά θα αναφερθούμε στην παρούσα φάση.
Με το πέρας της Α’ παγκόσμιας ανθρωποσφαγής, η ανακατανομή των αποικιών πήρε τη μορφή εντολών (mandates), σύμφωνα με το άρθρο 22 της Κοινωνίας των Εθνών, το οποίο ανέθετε σε συγκεκριμένα κράτη την διεθνή ευθύνη διακυβέρνησης των περιοχών αυτών. Δημιουργήθηκαν τρεις κατηγορίες εντολών: Τύπου Α για τις περιοχές Συρίας, Λιβάνου που θα δίδονταν στη Γαλλία και Ιράκ, Παλαιστίνη και Ιορδανία στη Μ. Βρετανία. Τύπου Β για τις περιοχές της Αφρικής, που οι Μεγάλες Δυνάμεις (Γαλλία-Μ. Βρετανία) μοιράστηκαν τις επικράτειες τού Καμερούν και Τογκολάνδης (σημερινό Τόγκο και τμήμα της Γκάνας), ενώ η Ρουάντα δόθηκε στο Βέλγιο και η Ταγκανίκα στη Μ. Βρετανία. Τύπου Γ για τις περιοχές της ΝΔ Αφρικής και τα νησιά του Ειρηνικού που μοιράστηκαν μεταξύ τους οι Μ. Βρετανία, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και Ιαπωνία. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις και η διαχείριση των αποικιών από τους ισχυρούς ενίσχυσαν την εθνική συνείδηση και ενθάρρυναν νέες μορφές κινημάτων ανεξαρτησίας, ως απότοκες έννοιες του Διαφωτισμού. Ως γνωστόν, οι ρίζες των νέων ιστορικών περιόδων αρχίζουν να διαμορφώνονται σε προγενέστερες εποχές, ενώ διάφορα χαρακτηριστικά της προγενέστερης φάσης επιβιώνουν και συμμετέχουν στη διαμόρφωση της επόμενης. Έτσι, λοιπόν, στον αραβικό κόσμο η συγκεκριμένη τάση ενισχύθηκε από την αντίθεση ανάμεσα στις εντολές και τις υποσχέσεις ανεξαρτησίας, που είχαν δοθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, σε αντάλλαγμα για την υποστήριξη στο μέτωπο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. «Έγινε γρήγορα σαφές ότι οι Σύμμαχοι, την ίδια στιγμή που έδιναν αυτές τις υποσχέσεις, μοίραζαν μεταξύ τους την Οθωμανική Αυτοκρατορία» (Harry Mag­doff, Αποικιοκρατία, εκδ. Μελάνι).
%ce%b5%ce%ba%ce%b4%cf%85%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%b9%cf%83%ce%bc%cf%8c%cf%823Με το τέλος αυτής της περιόδου ολοκληρώνεται μια διαδικασία πολυπληθούς μετακίνησης πληθυσμών, με διάφορες αιτίες και κίνητρα. Οικονομικές δυσχέρειες, φυγή από τυραννικά καθεστώτα, πόλεμοι, οικονομική κινητικότητα διαμορφώνουν το πάζλ του 19ου αι. Ειδικότερα, η εμφάνιση της γερμανικής μετανάστευσης αποδίδεται στη λεγόμενη ως αγροτική επανάσταση που κατέστρεψε χιλιάδες μικροκαλλιεργητές. Στην κατεχόμενη από τους Βρετανούς Ιρλανδία, η επιδημία της πατάτας και η εκδίωξη των ενοικιαστών γης από τους γαιοκτήμονες οδήγησε μεγάλο αριθμό ιρλανδών στη μετανάστευση. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η διοχέτευση αυτή του πλεονάζοντος πληθυσμού από τις τότε παγκόσμια ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάμεις συνέβαλε στην εκτόνωση των κοινωνικών πιέσεων, αποσοβώντας πιθανή κοινωνική εξέγερση στις επικράτιές της. Ενώ, χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αλγερίας, ως αποικία της Γαλλίας, όπου, από το 1848, απέκτησε πολυάριθμο λευκό πληθυσμό, όταν εξορίστηκαν εκεί οι εξεγερμένοι του Παρισιού, και ύστερα, το 1870, όταν πρόσφυγες από την Αλσατία μετεγκαταστάθηκαν εκεί μετά την ήττα της γαλλίας στο γαλλοπρωσικό πόλεμο.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι, διαχρονικά, τα εργαλεία του κράτους, σε κάθε του μορφή, παρουσιάζουν ομοιότητες παρ’ ότι μπορεί να αλλάζουν χρήστη, ενώ η ουσία παραμένει ίδια. Την ίδια περίοδο που η Ευρώπη «διαφήμιζε» τον Διαφωτισμό της, το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη ήταν υπό το ζυγό της. Και όταν σταδιακά τον 20ο αι. η ισχύς έγειρε προς τις ΗΠΑ, ήταν η σειρά της να δημιουργήσει άλλη μορφή «αποικιών» μέσω ελεγχόμενων κυβερνήσεων, είτε δημοκρατικά εκλεγμένων, είτε πραξικοπηματικά επιβαλλόμενων. Και τότε ήταν η σειρά της να προβάλει έναν άλλου τύπου Διαφωτισμό, τον φιλελευθερισμό και τη Δημοκρατία. Ένα είναι βέβαιο, πως οι μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών, οι «αποικίσεις», η ανύψωση της εθνικής συνείδησης, αποτελούν τα συστατικά μιας ιστορικά πετυχημένης συνταγής για την διαιώνιση της κυριαρχίας και της εξουσίας. Στο χέρι μας είναι να αποδείξουμε ότι μπορούμε να τους χαλάσουμε το «μαγείρεμα».
Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 160, φύλλου, Μάϊος 2016



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου