Σελίδες

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

Η πηγάδα – 4. Μετά την μάχη

Ελευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση

Αριστερά: Ο δωσίλογος ταγματάρχης των T.A. Παναγιώτης Στούπας – Κέντρο και δεξιά: Η πατρίς, ευγνωμονούσα τους συνεργάτες των κατακτητών, κατασκευάζει προς τιμή τους ηρώα και ανδριάντες…
Λέγαμε χτες ότι ο Μελιγαλάς παραδόθηκε στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ το μεσημέρι της Παρασκευής 15 Σεπτεμβρίου 1944 και ότι ο Άρης Βελουχιώτης έφτασε εκεί νωρίς το μεσημέρι τού Σαββάτου 16 του μηνός, οπότε και ενημερώθηκε για τα γεγονότα χωρίς να μπει καθόλου στην πόλη. Βλέποντας ότι όλα είχαν τελειώσει, μάζεψε τα τρία συντάγματα του ΕΛΑΣ και το ίδιο απόγευμα ξεκίνησε για τους Γαργαλιάνους, με σκοπό να καθαρίσει και τις δυνάμεις τού ταγματάρχη Στούπα. Οι ελασίτικες δυνάμεις δεν κινήθηκαν συντεταγμένες αλλά απλώθηκαν από την Ιθώμη  μέχρι την Άνω Τριφυλλία, σαρώνοντας την περιοχή, ώσπου συνέκλιναν στους Γαργαλιάνους.
Στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν, οι ταγματασφαλίτες του Στούπα εγκαταλείπουν την βάση τους και κινούνται νότια. Οι ελασίτες τούς καταδιώκουν και, τελικά, καταφέρνουν να στριμώξουν τους περισσότερους απ’ αυτούς στην Πύλο. Όσοι γλιτώνουν από τα πυρά των ανταρτών, οχυρώνονται στο κάστρο της Πύλου, ανάμεσά τους κι ο ίδιος ο Στούπας. Οι ταγματασφαλίτες δεν έχουν ελπίδα να ξεφύγουν και δεν μπορούν να ελπίζουν σε οποιαδήποτε βοήθεια απ’ έξω. Η τελική έκβαση είναι θέμα χρόνου. Πριν ξημερώσει η 20η Σεπτεμβρίου, ο αποκαμωμένος Στούπας αυτοκτονεί. Μετά την Ηλεία, είναι πλέον καθαρή από μιάσματα και η Μεσσηνία. Ο ΕΛΑΣ μπορεί πια να κινηθεί βόρεια για να καθαρίσει και τον υπόλοιπο Μορηά. Τα Τ.Α. του Κουρκουλάκου στην Πάτρα αντέχουν ακόμη…
Ας επιστρέψουμε, όμως, στον Μελιγαλά. Ο Άρης μπορεί να έφυγε για να κυνηγήσει τον Στούπα αλλά άφησε πίσω του μια μικρή δύναμη, η οποία είχε ως έργο την επιτήρηση των αιχμαλώτων και τις ανακρίσεις που θα οδηγούσαν στο ξεσκαρτάρισμά τους σε κοινούς εγκληματίες και μη, ώστε να αποφασιστεί ποιοι θα αφεθούν ελεύθεροι και ποιοι θα παραδοθούν στον κυβερνητικό στρατό στην Τρίπολη για να λογοδοτήσουν, όπως ήταν η συμφωνία. Σημειωτέον ότι σε όλη αυτή την διαδικασία συμμετείχαν ενεργά και οι άγγλοι.

Παρένθεση. Ο Μελιγαλάς εκείνη την εποχή ήταν μια κωμόπολη 2.500 κατοίκων. Όμως, όταν άρχισαν να μαζεύονται εκεί οι ταγματασφαλίτες και οι λογής-λογής προδότες και δωσίλογοι από την Καλαμάτα και την ευρύτερη περιοχή, ο πληθυσμός τουλάχιστον τριπλασιάστηκε. Μιας και όλοι αυτοί εγκατέλειπαν τις εστίες τους για να γλιτώσουν την οργή των συγχωριανών τους (λόγω των εγκλημάτων που είχαν διαπράξει), κουβάλησαν μαζί και τις οικογένειές τους αλλά και όσο από το βιός τους μπορούσαν να μεταφέρουν. Κλείνει η παρένθεση.
Όταν το απόγευμα του Σαββάτου 16 Σεπτεμβρίου ο ελασίτικος στρατός αποχώρησε από τον Μελιγαλά, μπήκαν στην πόλη οι χιλιάδες των χωρικών που καραδοκούσαν διψασμένοι για εκδίκηση. Η μυρωδιά του θανάτου άρχισε να γίνεται έντονη. Άρχισε το πλιάτσικο ενώ κάποιοι από τους εισβολείς άρχισαν να βάζουν φωτιά σε όποιο σπίτι εντόπιζαν κάποιο μέλος οικογενείας γνωστού τους ταγματασφαλίτη. Από μαρτυρίες διασωθέντων, πιστοποιείται ότι μια ομάδα ανταρτών υπό τον καπετάν-Φώτη (Αποστολόπουλο), με την απειλή των όπλων, κατάφερε να βάλει φρένο στις πυρπολήσεις.
Στο Μπεζεστένι, μια άλλη ομάδα ανταρτών υπό τον καπετάνιο Αρίστο Καμαρινό (μετέπειτα ταγματάρχη του ΔΣΕ) προσπαθεί με νύχια και με δόντια να κρατήσει το μαινόμενο πλήθος μακρυά από τους κρατούμενους. Στην αρχή τα καταφέρνουν μάλλον εύκολα, βάζοντας τριγύρω ψεύτικες πινακίδες με την ένδειξη «Προσοχή! Νάρκες!» αλλά σύντομα η «απάτη» γίνεται αντιληπτή. Πιο πέρα, ο λοχαγός Ευάγγελος Μαχαίρας (ο κατοπινός πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών), με το ένα χέρι λαβωμένο και δεμένο, δεν διστάζει να αντιμετωπίσει το πλήθος μόνο με το πιστόλι του. Σχεδόν τους βρίζει: «Τώρα ήρθατε να πάρετε εκδίκηση; Τρεις μέρες που βάσταξε η μάχη, πού ήσασταν;».
Καλαμάτα, 20/2/1944: Ο νομάρχης Περρωτής και ο δήμαρχος Καρατζάς καταθέτουν στέφανον «εκ μέρους ολοκλήρου του πληθυσμού» στην κηδεία γερμανών στρατιωτών. Αηδία…
Αυτά που λέγονται και γράφονται για όσα ακολούθησαν, δεν είναι εύκολο να διασταυρωθούν ή να ελεγχθούν. Επί δεκαετίες και υπό την ανοχή ή την ευλογία του αστικού κράτους, οι ηττημένοι μιλάνε για εγκλήματα των ανταρτών, για σφαγές, για λεηλασίες κλπ, ενώ η αλήθεια είναι αυτή που είπαμε πρωτύτερα, ότι δηλαδή οι αντάρτες έφυγαν την επομένη της μάχης για να κυνηγήσουν τον Στούπα. Το «έγκλημά» τους είναι ότι δεν άφησαν πίσω δύναμη ικανή να αναχαιτίσει τα οργισμένα πλήθη, που έψαχναν εκδίκηση. Ίσως κάποιος να μπορούσε να κατηγορήσει τον ΕΛΑΣ ότι ηθελημένα άφησε πίσω ελάχιστους άνδρες αλλά η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις.
Το γεγονός είναι πως, όταν τέλειωσαν οι ανακρίσεις, οι ελασίτες άφησαν ελεύθερους εκατοντάδες κρατουμένων, για τους οποίους δεν προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία (κυρίως συζύγους και παιδιά των ταγματασφαλιτών). Στην συνέχεια, φόρτωσαν όσους οι ανακρίσεις κατέδειξαν ως εγκληματίες σε φορτηγά και τους μετέφεραν στην Καλαμάτα όπου θα δικάζονταν, όπως ακριβώς είχαν δικαστεί κι όσοι είχαν συλληφθεί λίγες μέρες νωρίτερα, κατά την απελευθέρωση της πόλης. Καθώς τα φορτηγά διέσχιζαν την οδό Αριστομένους, έξω από το κτήριο της Τράπεζας της Ελλάδος (μετά την Παυσανίου) περικυκλώθηκαν από στίφη λαού τα οποία απαιτούσαν την εκτέλεση των κρατουμένων. Οι μαρτυρίες λένε πως οι συνοδοί αντάρτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν τον όχλο, έστω κι αν κάποιοι ισχυρίζονται ότι αυτό έγινε για τα μάτια του κόσμου. Το γεγονός είναι πως το πλήθος άρπαξε τους κρατούμενους και τους λυντσάρησε επί τόπου ενώ καμμιά εικοσαριά απ’ αυτούς (ανάμεσά τους και τον Περρωτή) τους κρέμασαν από τις κολώνες του δημοτικού φωτισμού που βρίσκονταν γύρω-γύρω στην Κεντρική Πλατεία. Οι ελάχιστοι που διασώθηκαν, χάρη στις προσπάθειες των ανταρτών, φυγαδεύτηκαν στην Τρίπολη.
Πίσω, στον Μελιγαλά, η απομείνασα ελασίτικη δύναμη πρέπει να φροντίσει να μεταφερθούν οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι στην Τρίπολη, για να παραδοθούν στις κυβερνητικές δυνάμεις. Εδώ η ιστορία χάνεται στην αχλύ των εικασιών, των δοξασιών και του μύθου. Σύμφωνα με μια εκδοχή, τα μανιασμένα πλήθη αρπάζουν τους κρατούμενους και τους μεταφέρουν στα χωριά καταγωγής τους, όπου τους εκτελούν σε δημόσια θέα. Μάλιστα δε, δίνουν και συγκεκριμένα νούμερα: η Οιχαλία άρπαξε και εκτέλεσε 15 κρατούμενους, το Νησί άλλους 13 κλπ, ενώ ανεβάζουν τον αριθμό των κατ’ αυτό τον τρόπο εκτελεσμένων στα διάφορα χωριά (Μερόπη, Σολάκι, Ανθούσα, Νεοχώρι, Σκάλα κλπ μέχρι και την Μεσσήνη) σε 710. Εννοείται ότι, στο πέρασμα των χρόνων, για όλους αυτούς βρέθηκε κάποιος «μάρτυρας» να πιστοποιήσει την δολοφονία τους επειδή την «είδε με τα μάτια του» ή επειδή την είδε κάποιος γνωστός του και του την διηγήθηκε ή επειδή ο εκτελεσμένος ήταν συγγενής του κλπ.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, οι αντάρτες έβγαζαν τους κρατούμενους από το Μπεζεστένι ανά τριάδες (ή δεκάδες ή εικοσάδες ή και εκατοντάδες, ανάλογα με την «μαρτυρία») και, δεμένους με καλώδιο (ή με σύρμα ή και με αγκαθωτό συρματόπλεγμα, πάλι ανάλογα με την «μαρτυρία»), τους οδηγούσαν δυο χιλιόμετρα μακρύτερα, σε μια ημιτελή δεξαμενή -την γνωστή ως «πηγάδα» και προορισμένη για την ύδρευση της πόλης- όπου τους έρριχναν αφού πρώτα τους έσφαζαν. Μια παραλλαγή αυτής της εκδοχής υποστηρίζει ότι οι αντάρτες παρέδιδαν τους κρατούμενους στο αφηνιασμένο πλήθος κι εκείνο τους οδηγούσε στην πηγάδα και τους έσφαζε ενώ υπάρχει και η εκδοχή ότι το πλήθος άρπαζε τους προδότες δωσίλογους με την βία και τους σκότωνε.
Καλαμάτα, 13/9/1944: Ο δωσίλογος δήμαρχος Ηλίας Καρατζάς απολογείται στο στρατοδικείο του ΕΛΑΣ [Φωτογραφία από το άλμπουμ «Η Καλαμάτα μέσα από τον φακό του Χρήστου Αλειφέρη 1937-1974»]
Πού βρίσκεται κρυμμένη η αλήθεια; Φοβάμαι πως, με απόλυτη βεβαιότητα, δεν θα το μάθουμε ποτέ. Εκείνο που ξέρουμε σίγουρα είναι ότι στην μάχη του Μελιγαλά πήραν μέρος 1.000 – 1.200 ελασίτες αντάρτες, οι οποίοι ανεχώρησαν σχεδόν αμέσως μετά για Γαργαλιάνους, αφήνοντας πίσω μια ολιγάριθμη δύναμη η οποία μάλιστα έπρεπε να χωριστεί με τρόπο ώστε κάποιοι άνδρες να φυλάνε τους κρατούμενους και κάποιοι να οδηγήσουν στην Καλαμάτα εκείνους που επρόκειτο να δικαστούν. Παράλληλα, ξέρουμε ότι περίπου 4.000 χωρικοί χύμηξαν με τσεκούρια και δικράνια για να εκδικηθούν τους μέχρι πρό τινος δυνάστες τους.
Με αυτά τα δεδομένα, η απλή λογική λέει πως απ’ όλες τις παραπάνω εκδοχές πιθανώτερη είναι η τελευταία, χωρίς να αποκλείεται το γεγονός κάποιοι (ο αριθμός 710 είναι εξωπραγματικός) από τους αρπαγμένους αιχμαλώτους να μην οδηγήθηκαν στην «πηγάδα» αλλά στα χωριά τους όπου και εκτελέστηκαν. Σ’ αυτό το συμπέρασμα βοηθάνε άθελά τους όσοι «αυτόπτες μάρτυρες» βεβαιώνουν πως οι «εκτελέσεις» γίνονταν με μαχαίρια, τσεκούρια και… κονσερβοκούτια (!). Φυσικά, οι αμέτρητες μαρτυρίες «αυτοπτών» αυτοκαταρρίπτονται αφού δεν εξηγούν πώς γλίτωσαν τόσο πολλοί «αυτόπτες» από την δολοφονική μανία αιμοσταγών ανταρτών που βίαζαν κι έσφαζαν ακόμη και νήπια. Πάντως, η εκδοχή ότι οι ψόφιοι από την κούραση και το ξενύχτι αντάρτες πήγαιναν αρματωμένοι δυο χιλιόμετρα ποδαράτα κι άλλα δυο να γυρίσουν για να σφάξουν και να πετάξουν στην «πηγάδα» 3 ή 5 ή 10 ή 20 κρατούμενους κι άιντε ξανά και ξανά και ξανά, δεν αντέχει σε καμμιά λογική.
Όπως και νά ‘χει, το γεγονός είναι πως κάποιων τα κορμιά πετάχτηκαν μέσα στην πηγάδα. Ποιων και πόσων; Τις απαντήσεις θα τις ψάξουμε αύριο.














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου