Σελίδες

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

ΕΡΕΥΝΑ: Ιστορίες για τις κρίσεις χρέους -2ο Μέρος

Στο Κόκκινο


Ιδιωτικοποιήσεις Μια έρευνα του paratiritis.gr για την ιστορία των κρίσεων μέσα στα χρόνια. Οι πολιτικές, οι «σωτήρες» και οι επιπτώσεις απο τις ΗΠΑ του 19ου αιώνα στην Λατινική Αμερική και την Ελλάδα. Αποκλειστικά στο Κόκκινο.   Χρέος : Μία ιστορία πολιτικής χειραγώγησης και ασύδοτης κερδοσκοπίας απο λίγους και ακραίας πτώχειας για τους πολλούς

Του Γ. Τριποταμιανού απο τον paratiritis.gr
 


Οι κρίσεις χρέους στην Ελλάδα

1893: Μία χρεωκοπία με διαπλοκή, κερδοσκοπία και ξένο παράγοντα

Η 10η Δεκεμβρίου 1893, για τους περισσότερους ‘Ελληνες δεν σημαίνει τίποτε. Και όμως, την ημέρα αυτή, ουσιαστικά ξεκίνησε η περιπλάνηση του σύγχρονου ελληνικού κράτους στον αστερισμό των…πτωχεύσεων. Ο Χαρίλαος Τρικούπης, από το βήμα της Βουλής, ανακοίνωσε το ιστορικό «δυστυχώς επτωχεύσαμεν», κλείνοντας με τον τρόπο αυτό ένα κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας που περιλαμβάνει : μία πορεία υπερδανεισμού, δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ασύστολης κερδοσκοπίας από τους ξένους, αλλά και Έλληνες δανειστές, παρεμβάσεων των υπερδυνάμεων της εποχής για λογαριασμό των τραπεζιτών του, των ομολογιούχων υπηκόων τους, γεωπολιτικών παιγνιδιών, αλλά και μπόλικο παρασκήνιο στην ελληνική πολιτική σκηνή.

Η αλήθεια είναι ότι η πτώχευση του 1893 θυμίζει σε πολλά σημεία τη σημερινή κρίση. Τα αίτια που την προκάλεσαν, ο ρόλος του ξένου παράγοντα, οι πολιτικοί χειρισμοί στο εσωτερικό, η στάση των ξένων δανειστών και η στήριξη από τις κυβερνήσεις τους, ο ρόλος αλλά και η στάση των ελλήνων κεφαλαιούχων, οι ξένοι τεχνοκράτες και οι επιπτώσεις στο επίπεδο ζωής των ελλήνων, έχουν πολλά κοινά σημεία με τη σημερινή δεινή οικονομική κατάσταση.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: Η ελληνική οικονομία πριν την κήρυξη της χρεωκοπίας είχε βρεθεί στη δίνη μίας διεθνούς οικονομικής ύφεσης, που ξεκίνησε το 1871. Η διεθνής κρίση είχε τρία κομβικά σημεία: την κρίση της Γαλλίας, τη διετία 1882-1884, την κρίση των σιδηροδρόμων στις ΗΠΑ και την κρίση Μπάρινγκ στην Αγγλία. Οι επιπτώσεις στην Ελλάδα ήταν ανάλογες με αυτές που καταγράφηκαν στην πρόσφατη κρίση χρέους: σημειώθηκε κρίση στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, η οποία στη συνέχεια μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση που μετατράπηκε στη συνέχεια σε κρίση χρέους. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού για μία δεκαετία (1883-1893) χρηματοδοτήθηκε μέσω δανεισμού. Στην πραγματικότητα, με το δανεισμό χρηματοδοτήθηκαν οι υπερμεγέθεις για τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας δημόσιες δαπάνες και επενδύσεις, καθώς και οι δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Κοντολογίς, η χρηματοδότηση του ελλείμματος μεταφέρθηκε με τον τρόπο αυτό στις μελλοντικές γενιές.



Δεν τα έβλεπαν τα προβλήματα οι δανειστές; είναι το εύλογο ερώτημα για κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη. Η απάντηση και στην περίπτωση αυτή δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη που ισχύει σήμερα. Στην παγκόσμια αγορά κεφαλαίων, από το 1870 υπήρξε πλεονάζουσα ρευστότητα και ταυτόχρονα τα ελληνικά δάνεια πρόσφεραν όρους ασυγκρίτως καλύτερους σε σύγκριση με εκείνους που ίσχυαν στην αγορά. Για παράδειγμα, την περίοδο 1879-1893 συνήφθησαν εννέα δάνεια συνολικού ύψους (ονομαστική αξία) 640.000.000 χρυσών φράγκων. Η τιμή εκδόσεων όμως ήταν στο 72,68% της ονομαστική τιμής, με αποτέλεσμα στα ελληνικά ταμεία να μπούν 465.200.00 εκατομμύρια. Παράλληλα, το ονομαστικό επιτόκιο ήταν 4-6% (χαμηλό φαινομενικά, αλλά με τον συνυπολογισμό της διαφοράς μεταξύ ονομαστικής και πραγματικής τιμής έκδοσης ήταν τοκογλυφικό). Με τον τρόπο αυτό οι δανειστές έπαιρναν πίσω το αρχικό τους κεφάλαιο σε 10 χρόνια και για τα υπόλοιπα (η διάρκεια των δανείων ήταν 75-100 χρόνια) είχαν καθαρό κέρδος.

Ποιοί ήταν οι δανειστές; Ξένοι και Έλληνες. Υπήρχαν και ενδιάμεσοι, κυρίως Έλληνες με προεξέχοντα ένα σημερινό εθνικό ευεργέτη: τον Α. Συγγρό. Από τους ξένους ξεχώριζε η “HAMBRO and son” του Λονδίνου, η Copmtoir d΄Escompte de Paris (εκεί έπαιζε και ένας άλλος Έλληνας, ο Α. Βλαστός) και τέλος η γερμανική National bank fur Deutschland του Βερολίνου. Από εκεί και πέρα στο παιγνίδι έμπαιναν περιστασιακά : Societe Generale, Bangue General d ΄Εgypte, Bangue de Paris et des Payw-Bas (οι τρείς γαλλικές), Antiny Gibbs and Son (βρετανική) και Bleicaroden (γερμανική). Υπήρχαν και έλληνες κεφαλαιούχοι, τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό, οι οποίοι μάλιστα αγόραζαν ελληνικά ομόλογα από το εξωτερικό, ώστε να εξασφαλίσουν τις εγγυήσεις που απολάμβαναν οι ξένοι και οι οποίες ήταν πιο ισχυρές σε σχέση με εκείνες που είχαν οι εγχώριοι ομολογιούχοι.

Φυσικά, το μοντέλο του δανεισμού δεν μπορούσε να διαρκέσει στο διηνεκές. Μία έκθεση (σαν και αυτή της Eurostat του 2010) άνοιξε το κουτί της Πανδώρας και επιτάχυνε τη χρεωκοπία. Πρόκειται για την έκθεση του βρετανού ακολούθου Law προς τον Υπουργό Εξωτερικών της χώρας, η οποία συντάχθηκε τον Απρίλιο του 1893 και η οποία εκτός των άλλων επεσήμανε την οικονομική κατάσταση της χώρας. Αυτή ήταν η κατάληξη ενός βωβού πολέμου με πολιτικό παρασκήνιο, διαπλοκή, παρεμβάσεων του ξένου παράγοντα, ανταγωνισμού των διεθνών δανειστών, που είχαν κατάληξη τη χρεωκοπία.

Ήδη, από το 1891 το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε προβλήματα εξυπηρέτησης του χρέους. Οι γάλλοι δανειστές, έχοντας ως αιχμή του δόρατος τους Έλληνες Α. Βλαστό και Α. Συγγρό, απαίτησαν να τους παραχωρηθεί έναντι του δημοσίου χρέους το προνόμιο για την ίδρυση της «Τραπέζης του Κράτους», η οποία θα είχε εκδοτικό προνόμιο (δηλαδή κοπή χρήματος) και το μονοπωλιακό δικαίωμα για την είσπραξη ορισμένων δημοσίων προσόδων έναντι χρέους. Η κυβέρνηση Δηληγιάννη αρνήθηκε και τότε ξεκίνησε κερδοσκοπία σε βάρος της δραχμής και των ελληνικών ομολόγων.

Σε τρείς μήνες, η αξία των ελληνικών ομολόγων στη διεθνή χρηματαγορά έπεσε 10-12%. Ο Συγγρός προχώρησε και παραπέρα. Υπέβαλε ένα υπόμνημα στο βασιλιά Γεώργιο, στο οποίο έλεγε ότι η Κυβέρνηση οδηγούσε την Ελλάδα σε «οικονομικό όλεθρο» και γι’ αυτό θα έπρεπε να ανατραπεί. Ο βασιλιάς πείστηκε, ζήτησε την παραίτηση της Κυβέρνησης, η κυβέρνηση όμως όχι μόνο δεν παραιτήθηκε, αλλά εξασφάλισε και την εμπιστοσύνη της Βουλής. Και ο Γεώργιος την έπαυσε το Φεβρουάριο του 1892. Φυσικά, υπήρχαν και οι δούρειοι ίπποι με την ταμπέλα των νέων πολιτικών δυνάμεων. Το όνομά του «Τρίτο Κόμμα» και υποστηρικτής και χρηματοδότης ο Συγγρός και η ομάδα του. Μάλιστα, σε στελέχη του δόθηκε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης με προφανή σκοπό τη βοήθεια στους Βλαστό και Συγγρό.

Εκλογές έγιναν τελικά στις 3 Μαϊου 1892, με νικητή τον Τρικούπη, ο οποίος χρησιμοποίησε το σύνθημα «Φυγή προς τα εμπρός». Και ενώ στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό, η ένταση και η πόλωση κορυφώθηκε, με το πρόγραμμα λιτότητας που βασίζονταν στην υπερφορολόγηση και στη συρρίκνωση των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, είχε ξεκινήσει ένας πόλεμος δανειστών. Οι Άγγλοι ήταν
διατεθειμένοι να χορηγήσουν και νέα δάνεια προκειμένου να στηρίξουν τον Τρικούπη. Αντίθετα οι Γάλλοι, επεδίωκαν τη χρεωκοπία, ώστε να υλοποιήσουν ευκολότερα τα σχέδια τους για την «Τράπεζα του Κράτους» και να αποκτήσουν τον έλεγχο στην κρατική περιουσία. Η κυβέρνηση του Τρικούπη, συμφώνησε με την αγγλική πλευρά, να σταλεί ένας τεχνοκράτης-αξιολογητής προκειμένου να ελέγξει τη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας. Οι Γάλλοι αντέδρασαν και πέτυχαν να στείλουν το δικό τους αξιολογητή.

Ο άγγλος αξιολογητής, ο Εδουάρδος Λώ, γνωμοδότησε ότι η ελληνική οικονομία έχει υγιείς βάσεις. Ο γάλλος, ο Ρού, αμφισβήτησε τη γνωμοδότηση του Λώ και χάραξαν μία καινούργια στρατηγική: στο εσωτερικό κατηγορούσαν τον Τρικούπη ως χαλκευτή και στα Χρηματιστήρια του εξωτερικού διέδιδαν ότι «η Ελλάς φέρεται ως αναποφεύκτως προς χρεωκοπίαν». Η σπέκουλα του εξωτερικού μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, όπου βουλευτές του «Τρίτου Κόμματος» άρχισαν να λένε ότι δεν υπάρχει άλλη λύση πέραν της πτώχευσης. Παρόλα αυτά, οι άγγλοι κεφαλαιούχοι δέχθηκαν να χρηματοδοτήσουν το χρέος, παρέχοντας ένα δάνειο 3.500.000 στερλινών και απαιτώντας λεόντιους όρους, με αποκορύφωμα η δανειακή σύμβαση να μη κυρωθεί από την Βουλή, αλλά με βασιλικό διάταγμα! Ο Συγγρός και η παρέα των Γάλλων, παρενέβησαν στο βασιλιά, με επιχείρημα ότι αν υπογράψει θέτει τις προϋποθέσεις αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας, ο βασιλιάς πείστηκε, δεν υπέγραψε και ο Τρικούπης παραιτήθηκε. Το Τρίτο Κόμμα, δημιούργημα των Γάλλων, χρησιμοποιήθηκε ξανά, αλλά τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμενε ο Συγγρός και γάλλοι φίλοι του. Ο πρωθυπουργός Σ. Σωτηρόπουλος, μη θέλοντας να χρεωθεί τη χρεωκοπία και τη ρετσινιά του πράκτορα των γαλλικών συμφερόντων, ήλθε σε συνεννόηση με τους Άγγλους της Hambro για την ουσιαστική αναδιάρθρωση του χρέους. Οι Άγγλοι θα του έδιναν ένα δάνειο με το οποίο θα κεφαλαιοποιούνταν τα καθυστερούμενα τοκομερίδια των δανείων του 1881, 1884, 1889 και 1890. Δηλαδή, οι ομολογίες των δανείων αυτών που έληγαν την 1η Ιουλίου 1895, θα εξοφλούνταν με ομολογίες του νέου δανείου.

Για την εξυπηρέτησή του παραχωρήθηκαν στους άγγλους δανειστές τα έσοδα : από τους άμεσους φόρους, τα τέλη (προξενικά, αγκυροβολίας και φαρικά) και τα δικαιώματα του ελληνικού δημοσίου. Ήταν μία πρακτική που είχε εφαρμοστεί δύο χρόνια νωρίτερα από την Αργεντινή, η οποία βρισκόταν και αυτή σε κρίση. Οι Γάλλοι άρχισαν να μιλούν για «δόλια χρεωκοπία», οι περίφημες αγορές απαξίωναν τα ελληνικά ομόλογα. Το σύστημα άντεξε έξι μήνες πριν καταρρεύσει, συμπαρασύροντας μαζί του και την κυβέρνηση Σωτηρόπουλου (28/10/1893). Η εντολή δόθηκε στον Τρικούπη, ο οποίος ακύρωσε το δάνειο και στράφηκε πάλι στις αγορές. Η επίσημη αναγγελία της χρεωκοπίας, ήταν πλέον υπόθεση λίγων εβδομάδων. Στις 10 Δεκεμβρίου, ο Τρικούπης από το βήμα της Βουλής είπε το περίφημο: «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν».

Ο Τρικούπης ανακοίνωσε «κούρεμα» των τοκομεριδίων κατά 70% και εφαρμογή προγράμματος λιτότητας με ανελέητη φορολογία. Στα διεθνή χρηματιστήρια, η αξία των ελληνικών ομολόγων κατέρρευσε και οι θεσμικές ηγεσίες των χωρών των δανειστών, άρχισαν τον …πόλεμο. Οι απειλές ήταν πρωτοφανείς, με προεξέχοντα το Γερμανό αυτοκράτορα Καϊζερ Γουλιέλμο, ο οποίος προσέβλεπε στον προσεταιρισμό της Τουρκίας μέσω του ελληνικού εξευτελισμού! Στο εσωτερικό διαμορφώθηκαν οι πλέον ετερόκλητες συμμαχίες. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης

συσπειρώθηκαν σε ένα ενιαίο μέτωπο. Ο βασιλιάς «αγάπησε» τον Δηληγιάννη. Οι εκπρόσωποι των Γάλλων, ο Συγγρός και ο Βλαστός, «αγάπησαν» τους γερμανούς. Ένα διευθυντήριο κατά της χώρας και του Τρικούπη στήθηκε στο Παρίσι, με επικεφαλής τον Βλαστό. Οι διαδηλώσεις στην Αθήνα διαδέχονταν η μία την άλλη και ο Τρικούπης στη Βουλή …ψήφιζε νομοσχέδια. Σε μία από αυτές, εμφανίστηκε ο διάδοχος του θρόνου ο Κωνσταντίνος -αυτός που συγκρούστηκε λίγες δεκαετίες μετά με τον Ελ. Βενιζέλο και προκάλεσε τον εθνικό διχασμό. Αυτό προκάλεσε την αντίδραση του Τρικούπη και την παραίτηση της κυβέρνησής του. Η πρώτη χρεωκοπία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους είχε ολοκληρωθεί…


1932 : Όταν οι εταίροι οδηγούν την Ελλάδα στην χρεωκοπία

Η περιγραφή του «ελληνικού χρεωστασίου» το Μάιο του 1932, είναι συγκλονιστική:

Το Μάρτιο του 1932 (31/3), η κυβέρνηση Βενιζέλου κατέθεσε νομοσχέδιο «περί προσωρινής ρυθμίσεως ζητημάτων δημοσίου χρέους», ενώ εξήγγειλε ότι από 1ης Απριλίου οι τόκοι των εσωτερικών δανείων θα «κουρεύονταν» κατά 25%. Την 1η Απριλίου όμως, πληρώθηκαν κανονικά τα τοκομερίδια των δανείων, ενώ ο Βενιζέλος έκανε σαφές ότι «δεν είναι δυνατόν να καταβάλλωμεν εκ του ισχνού καλύμματος της Εκδοτικής άλλο τοκομερίδιον, εάν το Συμβούλιο της ΚΤΕ δεν ανταποκριθεί εις τας αιτήσεις μας… Δεν είναι δυνατόν να δεχθώμεν ανεπαρκή επικουρία…». Με την έκφραση ανεπαρκή επικουρία, εννοούσε ότι θα πρέπει παράλληλα με το δάνειο, να δοθεί και πενταετές πάγωμα των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους. Η προοπτική ενός φαύλου κύκλου δανεισμού για την αποπληρωμή τοκοχρεολυσίων, ήταν ο εφιάλτης του.



Παράλληλα, υποβλήθηκε αίτημα στην ΚΤΕ για χορήγηση δανείου 50 εκατ. δολαρίων. Την ίδια στιγμή (26/4), τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας ήταν μόλις 2.336.608 δολάρια. Το Συμβούλιο της ΚΤΕ συνήλθε σε έκτακτη συνεδρίαση στις 12 Απριλίου, για να εξετάσει τα αιτήματα παροχής βοήθειας από την Ελλάδα, την Αυστρία, την Ουγγαρία και τη Βουλγαρία. Στις 15 Απριλίου μίλησε στο συμβούλιο ο Ελ. Βενιζέλος. Η φράση «Έχετε υπ ‘όψιν σας ότι αν αφήσετε αβοήθητα τα μικρά κράτη, μαύρο μέλλον αναμένει την Ευρώπη…» που διατύπωσε κατά την αγόρευση του, εξακολουθεί να είναι επίκαιρη και σήμερα. Το συμβούλιο απέρριψε το αίτημα για την παροχή του δανείου, ενώ για το θέμα της αναστολής των τοκοχρεολυσίων επισήμανε, ότι θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ ελληνικής κυβερνήσεως και των ομολογιούχων.

Ο Ελ. Βενιζέλος, μετά την απόφαση, έσπευσε να δηλώσει : « Διέβημεν τον Ρουβίκωνα και ηδυνήθημεν να τον διέλθωμεν όχι μόνο χωρίς ζημίας, αλλά και με πλεονεκτήματα». Ουσιαστικά υπονοούσε, η απώλεια της μάχης δεν πρέπει να βαρύνει την Ελλάδα, αλλά τους ομολογιούχους.

Επανήλθε στην Αθήνα στις 19 Απριλίου, αλλά στο μεταξύ με τηλεγράφημα είχε δώσει εντολές να κηρυχθεί η Ελλάδα από 1ης Μαΐου σε «προσωρινόν χρεοστάσιο». Δεν άργησε να κάνει την εμφάνιση του ο ξένος παράγοντας και να απειλεί. Στις 14 Μαΐου, ο βρετανός πρεσβευτής έκανε έντονο διάβημα διαμαρτυρίας για τη μη καταβολή των τοκομεριδίων. Πέντε μέρες αργότερα, ανάλογα διαβήματα έκαναν οι πρέσβεις της Ιταλίας και της Γαλλίας. Εμμέσως πλην σαφώς προειδοποιούσαν για αντίποινα. Η κυβέρνηση Βενιζέλου μετρούσε μέρες, καθώς στις 21 Μαΐου υπέβαλε την παραίτησή της. Η χώρα έμπαινε σε μία περίοδο έντονης πολιτικής και κυβερνητικής αστάθειας. Η κυβέρνηση Παπαναστασίου, αποδείχθηκε βραχύβια και η Ελλάδα άρχισε να πληρώνει τις συνέπειες της κρίσης, καθώς οδηγείτο με γοργά βήματα σε ένα νέο διχασμό.

Έτσι κατέληξε μία ιστορία η οποία ξεκίνησε με την μεγάλη παγκόσμια ύφεση του 1929, η οποία έφθασε στην Ελλάδα με καθυστέρηση (από το 1930) και ανέδειξε και πάλι όλα τα προβλήματα που την ταλάνιζαν: μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα που χρηματοδοτούνταν με εξωτερικό δανεισμό. Φυσικά, η ιστορία έχει τους γνωστούς πρωταγωνιστές : κερδοσκόπους, έλληνες και ξένους, εμπλοκή του ξένου παράγοντα προς όφελος των ομολογιούχων, απροθυμία των διεθνών φορέων να στηρίξουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας. Το πιο σημαντικό στοιχείο της κρίσης είναι, ότι ανέδειξε το πρόβλημα που έχουν οι «ευαίσθητες» οικονομίες όταν συνδέουν βασικά οικονομικά τους μεγέθη, όπως π.χ. τη διακύμανση της ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος τους ή τα δημοσιονομικά τους στοιχεία (χρέος, έλλειμμα), με κάποια σταθερή μεταβλητή που αποτρέπει την ελεύθερη διακύμανσή τους. Στην κρίση του 1932 είχαμε την έμμεση σύνδεση της ισοτιμίας της δραχμής (μέσω της στερλίνας αρχικά και του δολαρίου στην συνέχεια), με το χρυσό.

Ας πάμε όμως την ιστορία από την αρχή. Η Ελλάδα, το 1922 βρέθηκε στην δίνη μίας εθνικής τραγωδίας. Η μαζική άφιξη προσφύγων απαιτούσε τεράστια κεφάλαια για την αποκατάστασή τους. Παράλληλα, έπρεπε να χρηματοδοτήσει ένα τεραστίων διαστάσεων για τα ελληνικά δεδομένα πρόγραμμα οικονομικής ανόρθωσης. Η χρηματοδότησή τους έγινε κυρίως με δάνεια από το εξωτερικό. Το σύνολο των δανείων που συνήφθησαν κατά την περίοδο 1922-1932 έφθασε το 1,02 δις. χρυσά φράγκα, ποσό που αντιπροσώπευε περίπου το 150% του ΑΕΠ. Κύριοι δανειστές ήταν η βρετανική Hambro΄s, η αμερικάνικη Speyer and Co και η Εθνική Τράπεζα.

Η ευκολία πρόσβασης οφείλονταν στα υψηλά επιτόκια των ελληνικών ομολόγων, τα οποία ήταν έως και τρείς φορές υψηλότερα από τα βρετανικά. Παράλληλα, η τιμή έκδοσης ήταν 89%, γεγονός που σημαίνει ότι από τα 1,02 δις., στα ελληνικά χαρτοφυλάκια έφθασαν τα 900 εκατ. περίπου. Εκτιμάται, ότι οι δαπάνες εξυπηρέτησης ήταν 30 εκατ. δολάρια το χρόνο. Με απλά λόγια, ήταν μία μόνιμη πληγή, τόσο για τις εισαγωγές, όσο και για τα συναλλαγματικά διαθέσιμα. Η διεθνής ύφεση που κτύπησε την παγκόσμια οικονομία μετά τη χρηματιστηριακή κρίση του 1929, ήταν η αιτία που ανέδειξε το πρόβλημα και οδήγησε στη χρεωκοπία.

Η Ελλάδα έχοντας συνδέσει την ισοτιμία της δραχμής με τη στερλίνα, βρέθηκε στη δίνη της κρίσης, όταν η Βρετανία αποφάσισε να εγκαταλείψει το χρυσό κανόνα τον Σεπτέμβριο του 1931. Η στερλίνα υποτιμήθηκε, αλλά η ελληνική κυβέρνηση δεν εγκατέλειψε την πολιτική της σταθερής ισοτιμίας και προσδέθηκε στο δολάριο. Όμως η εμμονή στην πολιτική της σταθερής ισοτιμίας, πυροδότησε ένα κύμα κερδοσκοπίας, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν έλληνες και ξένοι κεφαλαιούχοι.

Μάλιστα, μεταξύ των κερδοσκόπων ήταν και η Εθνική Τράπεζα. Ο διοικητής και ο υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος δεν δίστασαν να την καταγγείλουν για την «απαίσια αυτή κερδοσκοπία». Ήταν άλλωστε γνωστός ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο πιστωτικών ιδρυμάτων. Το «κερδοσκοπικό παιγνίδι» βασίζονταν στο στοίχημα της υποτίμησης της δραχμής και αυτό σήμαινε αυξημένη ζήτηση για συνάλλαγμα. Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα τις παραμονές τις χρεωκοπίας, είχαν σχεδόν εξανεμιστεί, καθώς από τα 38,9 εκατ. δολάρια που ήταν το 1930, στις αρχές του 1932 ήταν 2,5 εκατ. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι σε έξι μέρες (21/9-26/9/1931), τα συναλλαγματικά διαθέσιμα μειώθηκαν κατά 3,6 εκατ. δολάρια. Η ελληνική οικονομία ήταν έρμαιο των κερδοσκόπων συναλλάγματος.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχαν επιβληθεί περιορισμοί στην αγορά συναλλάγματος, αλλά στις 24 Σεπτεμβρίου η Τράπεζα της Ελλάδος ζήτησε την επιβολή συναλλαγματικών περιορισμών και τα μέτρα εγκρίθηκαν δύο μέρες μετά. Πέραν των συναλλαγματικών περιορισμών, αυξήθηκε το προεξοφλητικό επιτόκιο σε 12% και ταυτόχρονα επιβλήθηκε στις τράπεζες το καθεστώς των υποχρεωτικών καταθέσεων στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Προφανής στόχος να περιοριστούν οι κερδοσκόποι, με το να αυξηθεί το κόστος της δραχμής και να ελεγχθεί η ποσότητα δραχμών στην αγορά. Η συναλλαγματική κρίση πέρασε στην πραγματική οικονομία, η οποία υπέφερε πλέον από την μείωση των εξαγωγών, την πιστωτική ασφυξία και το πανάκριβο χρήμα. Η θεωρία του ντόμινο είχε πλέον ενεργοποιηθεί. Και ενώ η οικονομία ασφυκτιούσε και τα ελλείμματα μεγάλωναν, τα κερδοσκοπικά παιγνίδια με το συνάλλαγμα δεν σταματούσαν. Η χρεωκοπία είχε αρχίσει να συζητείται ως προοπτική (υπήρχε και σχετική αρθρογραφία από τον Δ. Μάξιμο του Λαϊκού Κόμματος), η οποία διαψεύστηκε από την Κυβέρνηση.

Η ώρα των αξιολογητών είχε φθάσει. Ο Βενιζέλος, επισκέφτηκε στις αρχές Ιανουαρίου τη Ρώμη, το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου βρίσκονταν οι έδρες των δανειστών και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις για νέο δάνειο. Οι δανειστές συμφώνησαν να ανατεθεί στη Διεθνή Οικονομική Επιτροπή, η σύνταξη μίας έκθεσης αξιολόγησης για την ελληνική οικονομία και στη συνέχεια θα έπαιρναν τις αποφάσεις τους. Ο Βενιζέλος ενημέρωσε τους πολιτικούς αρχηγούς, οι οποίοι ενέκριναν τη διατήρηση της σταθερής ισοτιμίας, με βάση το χρυσό.

Το Φεβρουάριο του 1932, έφθασαν οι αξιολογητές με επικεφαλής τον O.Niemeyer. Η έκθεση που συνέταξαν ήταν καταπέλτης: η Τράπεζα της Ελλάδος δεν είχε κάλυμμα σε χρυσό για τα τραπεζογραμμάτια. Δεν υπήρχαν χρήματα για την πληρωμή τόκων και χρεολυσίων του εξωτερικού δανεισμού. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα έφθανε τα 400 εκατ. δραχμές από 300 εκατ. την προηγούμενη χρονιά, παρά τις λογιστικές και ταμειακές παρεμβάσεις που είχαν γίνει. Η μοναδική λύση το πενταετές πάγωμα των πληρωμών και ένα νέο δάνειο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου