Σελίδες

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

«Ανήκομεν εις την Δύσιν»; Κριτική προσέγγιση στο βασικό δόγμα της εξωτερικής πολιτικής του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Νέα Πολιτική

του Κώστα Μ. Σταματόπουλου 
Η ανάγκη να γραφτεί το άρθρο αυτό προέκυψε αφ’ ενός από την ανάγνωση των κειμένων του σχετικού αφιερώματος στο πρώτο τεύχος της νέας Νέας Πολιτικής, και αφ’ ετέρου από την διεξαχθείσα συζήτηση στην διάρκεια της παρουσίασης του περιοδικού, κατά την οποία θεώρησα σχεδόν ύποπτη, και πάντως εξόχως ανασφαλή, την βεβαιότητα αλλά και την απολυτότητα με την οποία όλοι όσοι έλαβαν τον λόγο έσπευσαν να υπερθεματίσουν την άποψη ότι Ελλάδα και Δύση είναι έννοιες σχεδόν ταυτόσημες. Φρονώντας ότι παρόμοιοι χοντροκομμένοι ισχυρισμοί κρύβουν μεγάλη δόση ιδεοληψίας, όπως επίσης ότι συγχέουν την επιθυμία με την πραγματικότητα, θεώρησα καθήκον μου την έστω εκ των υστέρων ανάμιξή μου στην συζήτηση, επί ενός θέματος, άλλωστε, το οποίο, επειδή ακριβώς είναι θέμα ταυτότητος, απασχολεί τον Ρωμηό από συστάσεως τουλάχιστον του νεοελληνικού κράτους, αν όχι κι από πιο μπροστά.
***
Επιχειρώντας έναν πρώτο γενικόλογο ορισμό του τι είναι «Δύση», θα μπορούσα να διατυπώσω την άποψη ότι είναι το πολιτισμικό εκείνο σύστημα το οποίο ως μέτρο, πυρήνα και αναφορά του έχει τον άνθρωπο και το οποίο, ως εκ τούτου, καλλιεργεί και εφαρμόζει τις έννοιες της ελευθερίας και της δημοκρατίας (όπου η δεύτερη περιορίζει αλλά και αναδεικνύει στα πλαίσια της πόλεως-νόμου την πρώτη). Στο σύστημα αυτό ο ορθός λόγος παίρνει την καίρια εκείνη θέση που σε άλλους πολιτισμούς κατέχει ο μύθος και η πίστη στο υπερβατικό. Σύμφωνα με αυτήν την διατύπωση, η κλασσική Ελλάδα υπήρξε αναμφισβήτητα «Δύση» απέναντι στην δεσποτική και άμορφη Ανατολή, την επικράτεια δηλαδή του Μεγάλου Βασιλέως. Πόσο μάλλον που στην δυτική λεκάνη της Μεσογείου δεν είχε ακόμη αναφυεί καμμία υπολογίσιμη οργανωμένη πολιτειακή και πολιτισμική οντότητα. Έτσι, η νίκη στον Μαραθώνα υπήρξε καθοριστική νίκη της «Δύσεως» επί της «Ανατολής», νίκη που επέτρεψε στο θαύμα του 5ου π.Χ. αθηναϊκού αιώνα να υπάρξει.

Οι κατακτήσεις όμως του Μεγάλου Αλεξάνδρου θα μπερδέψουν τα πράγματα. Διότι ναι μεν θα φέρουν την Δύση/Ελλάδα έως τα βάθη της Ανατολής/Ασίας, αλλά, στην νέα σύνθεση που προέκυψε, το «δυτικό» στοιχείο αμετάκλητα θα νοθευτεί από τον ανατολικό και ασιατικό περίγυρο, τόσο δε ώστε να μην αποτελεί απαράδεκτη υπερβολή ο ισχυρισμός ότι ο νικητής κατακτήθηκε από τον ηττημένο. Παντού θριαμβεύουν οι μοναρχίες, οι δε πολιούχοι θεσμοί, στα χέρια πλέον ολιγαρχιών, περιορίζονται όλο και πιο στενά σ’ αυτό που σήμερα θα αποκαλούσαμε τοπική αυτοδιοίκηση. Το ένδυμα εξακολουθεί να είναι ελληνοπρεπές, το σώμα όμως στις γιγαντουπόλεις της εποχής, τις Αλεξάνδρειες και τις Αντιόχειες, είναι καρπός οσμώσεων στις οποίες επικρατέστερες είναι οι ανατολικές τάσεις.
Λίγο αργότερα ανατέλλει η Ρώμη. Μία δυτικώτερη «Δύση» αποκτά υπόσταση, και εντός λίγων αιώνων θα απορροφήσει στους ευρύχωρους αυτοκρατορικούς κόλπους της ολόκληρο ή σχεδόν ολόκληρο, τον τότε γνωστό κόσμο. Όσο για την «Ελλάδα», έτσι όπως ο κόσμος μέχρι τότε την γνώρισε, θα έλεγα ότι αποσύρεται οριστικά από το προσκήνιο της Ιστορίας, περιοριζόμενη, για κάποιους ακόμη αιώνες, στην τιμητική θέση του εκπαιδευτηρίου της πολιτισμένης ανθρωπότητας, οι σχολές του οποίου προσελκύουν ευλαβείς θαυμαστές του πνευματικού ελληνικού παρελθόντος από Δύση και Ανατολή, από τον αυτοκράτορα Αδριανό έως τον Μέγα Βασίλειο.
***
Οι βαρβαρικές εισβολές, από τον 3ο μ.Χ. αιώνα και μετά, θα καταλήξουν στην κατάλυση του δυτικού και λατινόφωνου ρωμαϊκού ημίσεως, ενώ το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας είχε ήδη από τις αρχές του 4ου αιώνα μετακινηθεί στο ελληνόφωνο τμήμα της, και πιο συγκεκριμένα στην θρακική ακτή της Προποντίδος και του Βοσπόρου. Ο σταδιακός εμβαπτισμός του Ελληνισμού στην χριστιανική κολυμβήθρα, η αποκοπή, λόγω Περσών και κυρίως Αράβων, της Κιλικίας, της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου από τον αυτοκρατορικό κορμό, θα διαμορφώσουν την «βυζαντινή» πραγματικότητα και θα μετατρέψουν σταδιακά από τον 7ο αιώνα και μετά, την Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε μία ελληνική αυτοκρατορία. Η ελληνική πολιτισμική διάσταση της οποίας θα βγει ενισχυμένη, με την μορφή της Ορθοδοξίας, από την κρίση εφηβείας που ήταν η περί των εικόνων έριδα. Μορφή η οποία ανάλογα με τις περιόδους και τους συρμούς θα λάβει πότε αρχαιοπρεπές και πότε ασκητικό-καλογερικό ένδυμα. Ταυτόχρονα, η αραβική θαλασσοκρατορία θα απομονώσει ακόμη πιο πολύ την λατινόφωνη Δύση –στην οποία η ελληνομάθεια εξαφανίζεται– από την ελληνική ή ελληνόφωνη Ανατολή. Έχοντας σε μεγάλο βαθμό επιτύχει είτε την υποταγή είτε την αφομοίωση των σλαυϊκών μαζών που τον 6ο, 7ο και 8ο αιώνα κατακλύζουν την βαλκανική και ελλαδική χερσόνησο, η Ρωμανία μεταγγίζει δια της Ορθοδοξίας τον πολιτισμό της προς την αχανή σλαυική ενδοχώρα: τεκμήριο όχι μόνον η Αγία Σοφία στο Κίεβο, αλλά και η Αγία Σοφία του μακρυνού και υπερβορείου Νόβγοροδ, σημείο επαφής του κόσμου της Βαλτικής με τον σλαυϊκό ρωσσικό ωκεανό, αλλά και απαρχή του ποτάμιου εμπορικού «ελληνικού δρόμου» προς την Βασιλεύουσα. Την περίοδο αυτή το Βυζάντιο ή πιο σωστά η Ρωμανία αποτελεί το Μέσον, έχοντας στην μεν Ανατολή τον ισλαμικό αραβικό κόσμο (η πολεμική ορμή του οποίου φθίνει από τον 9ο αιώνα και μετά, αλλ’ όχι η πολιτιστική λάμψη του), στην δε Δύση τον κόσμο εκείνο στον οποίο η συνεργασία της Παπωσύνης και του Καρλομάγνου θα επιχειρήσουν να δώσουν μία πρώτη ενότητα, που, παρά τα φαινόμενα, αποδεικνύεται ευσταθής.
Τόσο βαθύτερες ανατολικές ροπές όσο και η ασπλαχνία της Ιστορίας –καθώς η αυτοκρατορία δέχεται ταυτόχρονα επίθεση από βορρά (Πετσενέγοι), δύση (Νορμανδοί) και ανατολή (Τούρκοι) – θα εμποδίσουν την βυζαντινή αναγέννηση του 11ου αιώνα να οδηγήσει στην διάπλαση ενός νέου κόσμου, την ώρα που, δειλά στην αρχή, όλο και πιο έντονα στην συνέχεια, μεταξύ Αδριατικής, Ατλαντικού και Βόρειας θάλασσας, διαμορφώνεται μία νέα δυναμική πολιτισμική οντότητα, ικανή αυτή να μετατρέψει το αρχαιοελληνικό πολιτισμικό κεφάλαιο που παραλαμβάνει από τους Άραβες της Ιβηρικής σε εργαλείο διαμόρφωσης ενός νέου κόσμου: πρόκειται για την δυναμική Ευρώπη των καθεδρικών ναών και των Πανεπιστημίων, που διαδέχεται εκείνη των απέραντων δασών, των χωριών και των πύργων. Στην ελληνική Ανατολή, σε μία πρώτη περίοδο –περίοδο αυτοκρατορικής ακμής– το πανίσχυρο και καλά οργανωμένο κράτος δεν αφήνει περιθώρια αυτονομίας και ανάπτυξης στην κοινωνία. Σε μία δεύτερη περίοδο, από τους Κομνηνούς και πέρα, το κράτος γίνεται κτήμα και υπόθεση μιας χούφτας οικογενειών, η υλική υπόσταση των οποίων εδράζεται στην μεγάλη γαιοκτησία, που βρίσκεται πρώτα στην Μικρασία κι αργότερα, λόγω των τουρκικών κατακτήσεων, στην Βαλκανική. Αντίστροφη είναι η πορεία στην Δύση, όπου η κοινωνία με την μορφή της φεουδαρχικής πυραμίδας (αλλά και των ελευθέρων πόλεων) αντιστέκεται στις προσπάθειες του μοναρχικού κράτους να επιβληθεί. Η Εκκλησία στην Δύση έχοντας ως κέντρο υπερώριο και υπερ-κρατικό την Ρώμη, διατηρεί και αυτή σε μεγάλο βαθμό την αυτονομία της σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει στην Ανατολή, όπου η αντίδραση, κάθε φορά που ο αυτοκράτορας τείνει να υπερβεί τα εσκαμμένα, προέρχεται όχι από την κατά κανόνα υποταγμένη σε αυτόν ιεραρχία, αλλά από τις ατιθάσευτες τάξεις των μοναχών. Τέλος ο ανατολικός «φεουδαλισμός» (ελληνικού, ρωσσικού, αλλά και αργότερα οθωμανικού τύπου) μικρή έχει σχέση με την δυτική φεουδαρχία, παρά την κοινή παράμετρο της γαιοκτησίας. Φεουδάρχης και γαιοκτήμων δεν είναι στην Δύση έννοιες ταυτόσημες, καθ’ ότι η νομική φύση του κάθε κτήματος διαφέρει, και είναι αυτή και όχι ο αριθμός των εκταρίων που καθιστά ή όχι τον ιδιοκτήτη της «ευγενή» και επομένως φεουδάρχη. Από την άλλη, η ουσία της δυτικής φεουδαρχίας έγκειται στην προσωπική σχέση και το συμβόλαιο τιμής που ένωνε την κάθε βαθμίδα της, τόσο με την ανώτερη όσο και με την κατώτερη από αυτήν.  Στην Ανατολή, απ’ εναντίας, το μόνο ενδιαφέρον της γαιοκτησίας ήσαν οι εξ αυτής πρόσοδοι. Το παιχνίδι της εξουσίας κρινόταν αλλού: μέσα στην ίδια την Πόλη και στον αυτοκρατορικό προθάλαμο.
Οι Σταυροφορίες θα προκαλέσουν την μαζική επαφή των δύο χριστιανικών κόσμων.  Η διαπιστούμενη ετερότητα, αποτέλεσμα αιώνων αμοιβαίας αποκοπής και απόκλισης, μοιραίως γεννά και στις δύο πλευρές δυσπιστία και έχθρα. Στην πρώτη σταυροφορία, η πολιτιστική υπεροχή των Ελλήνων είναι αδιαμφισβήτητη. Τον 12ο όμως αιώνα, και συγκεκριμένα στην Αυλή του Μανουήλ Α΄ Κομνηνού –οι δύο σύζυγοι του οποίου είναι δυτικές πριγκίπισσες– θα παρατηρηθούν οι πρώτες εκδηλώσεις μιμήσεως δυτικών συνηθειών, όπως αιώνες πιο μπροστά, στην Αυλή του αυτοκράτορος Θεοφίλου, είχε συμβεί το ίδιο, με πρότυπο τότε την Βαγδάτη των Αββασιδών. Η μάχη του Μυριοκέφαλου το 1176 σηματοδοτεί την απαρχή της μακράς ελληνικής παρακμής. Ήδη μια Δύση γεμάτη αυτοπεποίθηση και έπαρση κινείται εναντίον της χριστιανικής Ανατολής: σε ένα πρώτο διάστημα αρκείται στο να απομυζήσει ό,τι απομένει από την βυζαντινή οικονομική ικμάδα. Σε ένα δεύτερο διάστημα, βέβαιη για την πλήρη εσωτερική διάλυση της Ρωμανίας, θα την καταλύσει σε ένα όργιο λεηλασίας και σφαγής. Έκτοτε καθίσταται για την Ρωμηοσύνη ο απόλυτος εχθρός και είναι αλήθεια ότι δεν χάνει ευκαιρία να το αποδείξει.
Ωστόσο, το «Βυζάντιο» ήταν κάτι πολύ μεγάλο για να σβήσει τόσο άδοξα και τόσο γοργά. Δεχόμενο θανάσιμα πλήγματα από Δύση και Ανατολή και μη έχοντας πλέον επί γης «μένουσαν πόλιν», δραπετεύει από την Ιστορία και, ανακεφαλαιώνοντας την τεράστια πνευματική του παράδοση, καταφεύγει στην αγκαλιά του Ουρανού. Έτσι θα μπορούσε να ερμηνευθεί το Ησυχαστικό κίνημα του όψιμου 13ου και του 14ου αιώνα (που μεταλαμπαδευόμενο στην Ρωσσία παράγει στην τέχνη το αριστούργημα της Αγίας Τριάδος του Ρουμπλιώφ, αλλά και τις συγκλονιστικές μορφές των αγίων του αγιογράφου Θεοφάνους του Έλληνος), το οποίο αποτελεί την έσχατη μείζονα συμβολή του ελληνικού πνεύματος στην ανθρωπότητα. Η απόλυτη κατάφαση της ύλης, ως επιδεχόμενης την θέωση μέσω των ακτίστων και μεθεκτών ενεργειών του Θεού, και η αντιμετώπιση του ανθρώπου ως ενιαίας ψυχοσωματικής οντότητος, είναι οι κύριοι άξονες μιας στάσης ζωής και μιας θεολογίας, την οποία ατυχώς η Ιστορία κατεδίκασε να μείνει περιορισμένη στους τέσσερεις τοίχους των μονών και των ασκηταριών της Ορθοδοξίας. Απ’ εναντίας, αν άλλες ήσαν οι περιστάσεις, το θεολογικό-φιλοσοφικό αυτό σύστημα θα μπορούσε να είχε δώσει ζωή σε μια ανθρωπότητα ούτε απόλυτα δυτική, ούτε απόλυτα ανατολική, η οποία θα ήταν οπωσδήποτε λιγώτερο μονοδιάστατη και ετεροβαρής από αυτήν που τελικώς παγκοσμίως κυριάρχησε μέσα από τον Σχολαστικισμό, την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, αλλά και τις ανακαλύψεις και την αποικιοκρατία. Από την άλλη, η ίδια αυτή πνευματική κίνηση αποτέλεσε ίσως την ιδανική πνευματική προετοιμασία για την είσοδο του Γένους στο έρεβος της Τουρκοκρατίας.
***
Από το 1300, αν όχι κι από πιο μπροστά, είναι σαφές ότι έχομε να κάνομε με δύο κόσμους ανισοβαρείς και όλο και πιο αποκλίνοντες. Ήταν δε επόμενο η σφριγηλή Δύση να ασκήσει στον καταρρέοντα κόσμο της χριστιανικής Ανατολής την σαγήνη της, ενώ προκαλούσε ταυτόχρονα αποστροφή και θαυμασμό, έλξη, την οποία στα μάτια των βυζαντινών λογίων ενέτεινε η αναβίωση των ελληνικών γραμμάτων στις αυλές και σχολές των ηγεμόνων της, καθώς και στα πανεπιστήμιά της. Σε μία Ανατολή όλο και πιο ανασφαλή και περιθωριοποιημένη, σε μία Ανατολή την οποία η Ανάγκη υποχρέωνε στην αναδίπλωση στα καίρια και τα μόνα μένοντα, η σχέση προς την Δύση λαμβάνει την μορφή της πάλης μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για διάσπαση βαθειά της βυζαντινής ηγέτιδος τάξης, ανάμεσα στους λίγους δυτικόφρονες τους οποίους το σώμα του έθνους αποβάλλει και οι οποίοι καταλήγουν να νιώθουν πιο οικείο το φιλόξενο δυτικό περιβάλλον, και στους λοιπούς και πολλούς που δεν μπορούν και που δεν θέλουν να φύγουν και οι οποίοι θεωρούν την Αλήθειά τους περισσότερο απειλούμενη από τους Δυτικούς, παρά από τον Τούρκο.
***
Η μακραίωνη οθωμανική κατοχή έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση του ανατολικού στοιχείου στους κόλπους του Ελληνισμού, καθώς επίσης και μία δραματική πτώση του επιπέδου της παιδείας. Η καθ’ ημάς Παράδοση είναι κατ’ επέκτασιν απρόσιτη ακόμη και στους λίγους εγγράμματους, διδάσκεται δε και βιώνεται αντ’ αυτής μία αναιμική, αποστεωμένη, εσωστρεφής και τυπολατρική εκδοχή της, στην οποία ανασφαλής, διότι από παντού πληττόμενος, ο Ρωμηός, γαντζώνεται με τον φανατισμό της απόγνωσης. Την ίδια ώρα, συντελείται μακράν του η εσπέρια Αναγέννηση. Το ίδιο, τον 18ο αιώνα, ισχύει και για τον Διαφωτισμό, που δεν επηρεάζει παρά μόνον ξώφαλτσα τις παρυφές της εγγράμματης ελληνικής τάξης. Οι μεγάλες ελληνικές σχολές του Διαφωτισμού είναι μεγάλες μόνον συγκρινόμενες με ό,τι προηγήθηκε μετά την Άλωση, και λαμβανομένου υπ’ όψιν των δυσκολιών που αντιμετώπισαν για να λειτουργήσουν, λιγώτερο εκ μέρους του δυνάστη και πιο πολύ εκ μέρους ημετέρων φανατικών της «παράδοσης». Στην πραγματικότητα, το τελευταίο δυτικοευρωπαϊκό γυμνάσιο ήταν ανώτερό τους.
Οι αιώνες της οθωμανικής παρακμής (17ος-20ος) θα προσδώσουν κατά μόνιμο τρόπο τα χαρακτηριστικά τους στην αναγεννώμενη εξ αιτίας της Ρωμηοσύνη, επηρεάζοντας βαθειά όλες τις εκφάνσεις του βίου της. Μολονότι οι Ρωμηοί αποτελούν την εγγύτερη προς την Δύση οθωμανική εθνική κατηγορία, η εγγύτητα αυτή δεν καταλήγει σε πραγματική πρόσμιξη, αλλά περιορίζεται στην μίμηση και την αντιγραφή ορισμένων επί μέρους στοιχείων, τα οποία, παραμένοντας αναφομοίωτα, όχι μόνον αδυνατούν να καρποφορήσουν, αλλ’ αντιθέτως επιτείνουν την σύγχυση. Ο διχασμός μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής» θα εγκατασταθεί πλέον μέσα στο κάθε άτομο –όπως επίσης και στο σύνολο της κοινωνίας– και θα λάβει διαστάσεις σχιζοφρένειας ανάμεσα στο ανατολικό συναίσθημα και την δυτική λογική, καθώς επίσης ανάμεσα σε αυτό που όντως είμαστε και σε αυτό που θα θέλαμε να είμασταν είτε από ρεαλιστική εκτίμηση του συμφέροντος είτε από ματαιοδοξία. Την διάσταση και διάσπαση αυτή κληρονόμησε και περαιτέρω ενίσχυσε το νεοελληνικό κράτος των Αθηνών. Μεγάλο μέρος της αρχαιομανίας –καθώς και ο συνακόλουθος παραγκωνισμός του Βυζαντίου– υπήρξε κατ’ εξοχήν εκδήλωση συναισθήματος μειονεξίας απέναντι στην Δύση και συμπλέγματος κατωτερότητας.
***
Ήδη ο αναγνώστης έχει αντιληφθεί το πώς η προϊούσα περιθωριοποίηση της Ανατολής (μία από τις διαστάσεις της οποίας είναι η ρωμαίικη) απέναντι σε μία πανίσχυρη και όλο και πιο παγκόσμια Δύση, έχει ως συνέπεια στους κόλπους των γηγενών κοινωνιών την συνεχή ποιοτική τους σμίκρυνση και κατ’ επέκτασιν την ανάπτυξη αλόγων αμυντικών ανακλαστικών. Είναι σαφές ότι ο όρος Ανατολή δεν περικλείει πια το ίδιο περιεχόμενο με πρώτα και τείνει να εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό σε έναν ετερόφωτο κόσμο, όπου η παραίτηση, η αμάθεια ή η ημιμάθεια των πολλών, μαζί με την θολή ανάμνηση ενός ενδόξου παρελθόντος ισχύος και λάμψης, τόσο αντίθετου προς την σημερινή κακομοιριά, σωρεύει με τον καιρό, παράλληλα με την βεβαιότητα ότι η Δύση, καλώς ή κακώς, αποτελεί μονόδρομο, έναν ωκεανό συναισθήματος υστέρησης και αποστέρησης, που εκδηλώνεται δια της συνομωσιολογίας, της οργής και της βίας. Αλλά προτρέχομε…
Από συστάσεως της νεώτερης Ελλάδος η τομή Δύση-Ανατολή είναι τόσο κύρια και καίρια, ώστε να εξηγεί, έως ένα σημείο, όλες ή όλες σχεδόν τις μείζονες πολιτικές και εθνικές περιπέτειες και τους εμφυλίους πολέμους. Τα εισαχθέντα σχήματα Δεξιά-Κέντρο-Αριστερά είναι ασήμαντα μπροστά της και όχι μόνον τέμνονται πέρα για πέρα από τις αντιθετικές έννοιες Δύση-Ανατολή, αλλά προσκρούουν συχνά στο ανυπέρβλητο (διότι αναπόφευκτα εμφανιζόμενο) πρόβλημα της υιοθετήσεως μιας δυτικής ιδέας και της εκτελέσεως-ακυρώσεώς της από ένα ανατολικό όργανο, παρά τις καλύτερες των προθέσεων. Ενίοτε η γραμμή αυτή διαπερνά και διχάζει προσωπικότητες: ο μέγιστος Νεοέλλην πολιτικός, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, είχε μέσα του αμφότερους τους κόσμους. Κι ο μεν δυτικός Βενιζέλος έκτιζε ο δε ανατολικός γκρέμιζε. Από τους βασιλείς, ανατολικός ήταν ο Κωνσταντίνος, γι αυτό και λατρεύτηκε, ενώ ο πατέρας του Γεώργιος ο Α΄, που ουδέποτε συγκίνησε, ήταν αμιγώς δυτικός. Αμιγώς ανατολικό ήταν μέχρι πρότινος μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα και είναι ενδιαφέρον και μέχρις ενός σημείου παράδοξο το πώς δεν κατάφερε να συγκινήσει περισσότερο τους Έλληνες (όπως παλαιότερα, δεν τους είχε ελκύσει το φιλορθόδοξο λεγόμενο ρωσσικό  κόμμα). Ίσως διότι το ΚΚΕ προσέκρουσε στον ανυπέρβλητο σκόπελο του ελληνικού ατομικισμού. Αυτό για να επισημάνω πόσο ακόμη πιο σύνθετα είναι τα πράγματα, που εδώ αναγκαστικά παρουσιάζομε σε απλουστευμένη μορφή. Αμιγώς δυτικά ήσαν και είναι τα διάφορα γκρουπούσκουλα του φιλελευθερισμού και ο παλιός Συνασπισμός και σχεδόν αμιγώς δυτικός ηγέτης ήταν ο Χαρίλαος Τρικούπης.
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό πως η Ανατολή ρέπει προς την αναρχία και επιζητεί την μοιραία της κατάληξη: τον δεσποτισμό. Απ’ εναντίας η Δύση αγωνίζεται να εδραιώσει ένα κράτος με ευνομία και αποτελεσματική διοίκηση, ένα κράτος που απορρέει και συνδιαλέγεται με την κοινωνία των πολιτών. Δεν χρειάζεται να επιμείνομε ούτε για το ποιά από τις δύο τάσεις επικράτησε στον τόπο μας, ούτε για το ποιά υπήρξε η τύχη των ελάχιστων γνησίων εκσυγχρονιστών Ελλήνων, καθώς και του έργου τους. Σπεύδω όμως να πω ότι, με τέτοια δεδομένα, το πλέον ταιριαστό πολίτευμα, αν και με ελάχιστες, και αυτό, πιθανότητες επιτυχίας, ήταν η Συνταγματική Μοναρχία, η οποία συγκέραζε και ισορροπούσε μέσα της το ανατολικό και το δυτικό στοιχείο και απέτρεπε την διαλυτική επικράτηση των άκρων. Απαιτούσε όμως στην κεφαλή του κράτους έναν ιδιαίτερα ικανό, προσεκτικό και σώφρονα χειριστή, έχοντας να κάνει με έναν λαό χωρίς παγιωμένους θεσμούς, που αποστρέφεται τα θεωρητικά θεσμικά σχήματα και δένεται όχι με ιδέες αλλά με ανθρώπους. Η νεοκλασσική Αθήνα –η πιο δυτική έκφραση που έλαβε ποτέ αυτή η πόλη– δεν είναι άσχετη προς το παραπάνω πολιτειακό σχήμα. Και δεν ήταν άσχετη η αδιαμαρτύρητη καταστροφή της μετά την έλευση των Μικρασιατών προσφύγων, που ενίσχυσαν στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας την ανέκαθεν ισχυρή χαοτική ανατολική ροπή.
Η πλήρης αστοχία του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως προς την εκτίμηση της πραγματικής φύσεως και καταστάσεως του ελληνικού λαού μετά την επταετία των συνταγματαρχών –η επιπόλαιη δηλαδή άποψη ότι το πάθημα της Χούντας του είχε γίνει μάθημα– σε συνδυασμό με την εκπλήρωση προσωπικής φιλοδοξίας και νωπή την ανάμνηση της συγκρούσεως του με τον Θρόνο στα χρόνια 1962-63, τον οδήγησαν σε πράξεις αποδυνάμωσης του αστικού καθεστώτος και στην κατάργηση των ασφαλιστικών δικλείδων που επέτρεπαν σε αυτό να επιβιώνει. Με άλλα λόγια εξασθένησε εσωτερικά την δυτικότροπη θωράκιση της ιδιότυπης ελληνικής κοινωνίας, την στιγμή δε κατά την οποία επιτύγχανε την ένταξη της Ελλάδος στην τότε Κοινή Αγορά. Το αποτέλεσμα ήταν η σαρωτική επέλαση της ανατολικώτατης πλημμυρίδας του τριτοκοσμικού Ανδρέα Παπανδρέου την δεκαετία του 1980, και η επίσης ανατολικού τύπου διασπάθιση και κατασπατάληση του ευρωπαϊκού πακτωλού από το ΠΑΣΟΚ, τακτική που για ψηφοθηρικούς λόγους ακολούθησαν λίγο-πολύ όλοι οι επίγονοι του Ανδρέα, είτε ήσαν «σοσιαλιστές» είτε «δεξιοί». Η Δύση,για τον μέσο μεταπολιτευτικό Έλληνα της καφετερίας και της αρπακτής, ταυτιζόταν με τους κουτόφραγκους και τα δωρεάν, όπως αφελώς νομίζαμε, και άνευ αντικρύσματος και υποχρεώσεων λεφτά τους. Την ίδια στιγμή, διαπλάθαμε με την φαντασία μας μία καρικατούρα, πολύ βολική για μας, της γειτονικής Τουρκίας-Ανατολής που καμμία απολύτως σχέση δεν είχε με την πραγματική… Και ήμασταν ευτυχείς!
Κι ήλθε πάνω στην γενικευμένη και καθολική κρίση η κρίση στην οικονομική της παράμετρο, όταν η Δύση, με την αποκρουστική και όχι αμιγώς ευρωπαϊκή –διότι χωρίς ανθρωπισμό– μορφή της σημερινής Γερμανίας, απαίτησε ωμότατα τα δανεικά. Με ποια όπλα να την αντιμετωπίσει ο Ρωμηός, που από δεκαετίες έχει χάσει και τα αυγά και τα πασχάλια;! Ποια ανύπαρκτη ηγεσία είναι ικανή να αντιληφθεί το πρόβλημα και ποια ανύπαρκτη παιδεία είναι σε θέση να ανασκουμπωθεί για να το αντιμετωπίσει; Είναι σαφές ότι η επί 190 χρόνια προσπάθεια επιδερμικής και άκριτης μίμησης απέτυχε, αφού αφόπλισε εσωτερικά ακόμη πιο πολύ τον Ρωμηό. Το ζητούμενο τώρα είναι η σύνθεση (*), με απαραίτητη προϋπόθεση την επανεύρεση της καθ’ ημάς παραδόσεως με Π κεφαλαίο!
(*) Ο Ερντογάν έδειξε μέχρι στιγμής ότι είναι εφικτός ο συνδυασμός της παράδοσης (σε μια μάλιστα ακραία μορφή που είναι το Ισλάμ) με την οικονομική ανάπτυξη και την συνεργασία ως ίσος προς ίσον με τον προηγμένο κόσμο.

Περιοδικό ¨Νέα Πολιτική¨ Τεύχος Β3

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου