Σελίδες

Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

Η ΔΡΑΧΜΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ

Αναδημοσιεύτηκε από την 

Του Λεωνίδα Βατικιώτη


Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό  Unfollowτην Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Καμία λύση στην κρίση δημόσιου χρέους δεν μπορεί να δοθεί όσο η Ελλάδα χρησιμοποιεί το ευρώ, ενώ ο καταστρεπτικός ρόλος της ευρωζώνης στην ελληνική κρίση φάνηκε με το PSI, όπου το δημόσιο χρέος κρατικοποιήθηκε για να θωρακιστούν τα συμφέροντα των τραπεζών. Η έξοδος από το ευρώ και η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, μπορεί να σημάνει τη βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, μια μακράς πνοής αντιστροφή της χρόνιας επιδείνωσης του βιοτικού μας επιπέδου…

Δέκα χρόνια μετά τη δημιουργία του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι κάτι θεμελιωδώς σάπιο υπάρχει στο (εφήμερο όπως θα αποδειχθεί) βασίλειο της ευρωζώνης. Προς επίρρωση, η πρόσφατη διεύρυνση του μνημονιακού κλαμπ με μια ακόμη χώρα, την Ισπανία. Έτσι, μετά την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία, ο κύκλος των χαμένων περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης επεκτείνεται, πλησιάζοντας απειλητικά την Ιταλία, ενώ ταυτόχρονα καταρρίπτεται η μυθολογία που σχεδιασμένα αναπτύχθηκε από το Βερολίνο ενοχοποιώντας κάθε ένα λαό της ευρωζώνης ξεχωριστά.


Ο τρόπος με τον οποίο ξέσπασε η δημοσιονομική οικονομική κρίση σε καθεμία από τις παραπάνω χώρες αναγκάζοντάς τη να προσφύγει στον κατ’ ευφημισμό Μηχανισμό Διάσωσης (κατόπιν φυσικά επίμονης απαίτησης της Γερμανίας) παρουσιάζει εμφανείς διαφορές. Ιρλανδία και Ισπανία, για παράδειγμα, αποκλείστηκαν σχεδόν οικειοθελώς από τις αγορές από τη στιγμή που δέχτηκαν να εκτινάξουν στα ύψη το χαμηλό και διαχειρίσιμο έως τότε δημόσιο χρέος τους (65,1% και 68,5% του ΑΕΠ αντίστοιχα) για να σώσουν τις χρεοκοπημένες τους τράπεζες αντί να τις εθνικοποιήσουν όπως όφειλαν, με κριτήριο τόσο οικονομικού ορθολογισμού όσο και κοινωνικής δικαιοσύνης. Σε Ελλάδα και Πορτογαλία δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο. Στα καθ’ ημάς, μπορεί οι τράπεζες να έχουν ευνοηθεί σκανδαλωδώς από τον προϋπολογισμό λαμβάνοντας συνολικά από το Δημόσιο 145 δισ. ευρώ (με το 90% του ποσού να αποτελεί κρατικές εγγυήσεις σε ομολογιακές εκδόσεις) και μόλις πρόσφατα από την κυβέρνηση Παπαδήμου 18 δισ. ως πρώτη δόση της ανακεφαλαιοποίησής τους (ποσό που ισοδυναμεί σχεδόν με την αξία των μετοχών όλων των εισηγμένων εταιρειών στο χρηματιστήριο που ήταν 20 δισ. στις 8 Ιουνίου), εν τούτοις δεν οδηγηθήκαμε στο Μνημόνιο επειδή το δημόσιο ανέλαβε να σώσει τις τράπεζες. Ελλάδα και Πορτογαλία προσέφυγαν στο Μηχανισμό λόγω του ότι οι όροι δανεισμού τους από τις αγορές γίνονταν σταδιακά απαγορευτικοί.

Οι ομοιότητες ωστόσο των τεσσάρων χωρών που βρίσκονται αυτήν τη στιγμή στο επίκεντρο της ευρωπαϊκής κρίσης δημόσιου χρέους είναι πιο κραυγαλέες από τις διαφορές τους. Συνοπτικά και εν συντομία αφορούν τη θέση τους στην ευρωζώνη και τον ίδιο το χαρακτήρα του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, ενός νομίσματος που σχεδιάστηκε για να εξυπηρετήσει τις επεκτατικές φιλοδοξίες της Γερμανίας στον παγκόσμιο οικονομικό ανταγωνισμό και πιο συγκεκριμένα να περιορίσει το ρόλο του δολαρίου ως διεθνούς μέσου πληρωμών και αποθεματικού νομίσματος. Αυτός ο ρόλος, που βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την αυξημένη στρατιωτική παρουσία της Γερμανίας στα θερμά μέτωπα του πλανήτη όπως για παράδειγμα στο Αφγανιστάν, δεν μπορούσε να διεκπεραιωθεί από το μάρκο. Όφειλε να εδράζεται σε μια πολύ ευρύτερη οικονομική βάση, δηλαδή την ίδια την ευρωπαϊκή ήπειρο, η οποία προ πολλού αποτελεί εσωτερική οικονομική αποικία της Γερμανίας. Η νομισματική ενοποίηση έδεσε πιο σφιχτά τις υπόλοιπες 16 χώρες στο οικονομικό άρμα του Βερολίνου. Οι παραδοσιακές ωστόσο αποκλίσεις (στην παραγωγικότητα για παράδειγμα) μεταξύ των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου (Γερμανία, Αυστρία, Ολλανδία, κ.ά.) και της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία και Ελλάδα) οξύνθηκαν απότομα μετά την υιοθέτηση του ευρώ ως αποτέλεσμα τριών παραγόντων: της αυξημένης εισαγωγικής διείσδυσης των χωρών του κέντρου στην περιφέρεια που αποσάθρωνε σιγά σιγά τις ούτως ή άλλως αδύναμες παραγωγικές υποδομές τους, του ζήλου που επέδειξε η Γερμανία να υιοθετήσει αντεργατικά μέτρα (Ατζέντα 2010 επί καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ ακόμη) μειώνοντας το κόστος παραγωγής και, τέλος, της εθελοντικής παραίτησης των περιφερειακών χωρών από το «όπλο» της ανταγωνιστικής υποτίμησης του εθνικού τους νομίσματος. Διαφορετικά ειπωμένο, η λέξη «κατάρρευση» είναι η προφανής απάντηση στο ερώτημα τι θα συμβεί σε μια οικονομία που επί μισό αιώνα αντεπεξέρχεται στον ανταγωνισμό με τον ισχυρό της γείτονα υποτιμώντας το εθνικό της νόμισμα και την τελευταία δεκαετία το βλέπει να ανατιμάται έναντι του δολαρίου κατά 80%. Αυτό συνέβη στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, κ.α. Τα υπόλοιπα δε, περί «τεμπέληδων του Νότου» ή «παχυλών συντάξεων» ανεπίσημα μεν, συντεταγμένα δε, ήρθαν να επενδύσουν στο ρατσιστικό «βασικό ένστικτο» διεγείροντάς το. Το ζητούμενο ήταν η συγκάλυψη των βαθύτερων δομικών αιτιών της κρίσης χρέους κι επίσης του καθοριστικού ρόλου που έπαιξε σε αυτήν τη μετάσταση το ευρώ. Εκ των υστέρων μπορούμε να πούμε πως το εγχείρημα της Γερμανίας πέτυχε. Αρκεί μια ματιά στην απροθυμία της Αριστεράς, πλην ελαχίστων και τιμητικών εξαιρέσεων, να καταδείξει με συνέπεια το ρόλο του ευρώ ως επιταχυντή αν όχι αιτία της κρίσης και της πλειοδοσίας της σε φιλοευρωπαϊκές κορώνες που μόνιμα συγχέουν την Ευρώπη με την ΕΕ.

Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, καμία λύση στην κρίση δημόσιου χρέους δεν μπορεί να δοθεί όσο η Ελλάδα χρησιμοποιεί το ευρώ, το οποίο αποδείχθηκε γεννήτορας δημόσιου χρέους. Επίσης ο καταστρεπτικός ρόλος της ευρωζώνης στην ελληνική κρίση δημόσιου χρέους φάνηκε κατά την πρόσφατη αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους όταν το τελευταίο επί της ουσίας κρατικοποιήθηκε έτσι ώστε να θωρακιστούν τα συμφέροντα της DeutscheBank, της Société Généraleκ.ά. Σε αυτή την ανταλλαγή, αφού επί χρόνια οι ιδιωτικές τράπεζες του κέντρου θησαύρισαν από το ελληνικό δημόσιο χρέος επιβάλλοντας τοκογλυφικά επιτόκια, όταν αυξήθηκαν οι αβεβαιότητες ο κίνδυνος μεταβιβάστηκε στους γερμανούς και άλλους ευρωπαίους φορολογούμενους.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη και η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για την υπέρβαση της κρίσης, υπό μία όμως πολύ αυστηρή προϋπόθεση: να υλοποιηθεί κατόπιν απόφασης του ελληνικού κράτους και απαίτησης του ελληνικού λαού κι όχι της Γερμανίας ή κάποιου δοτού πρωθυπουργού, όπως ο Παπαδήμος, που θα επιβάλει ένα πλαίσιο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της Γερμανίας, ξανά! Μια ενδεχόμενη βίαιη αποπομπή της Ελλάδας από το ευρώ, που είναι πολύ πιθανή και θα αποτελεί απάντηση του Βερολίνου στις αντιφάσεις της ευρωζώνης, αν δεν συνοδεύεται από μια σειρά άλλων μέτρων θα αποδειχθεί εξίσου ολέθρια κοινωνικά με την παραμονή στην ευρωζώνη. Το ζητούμενο δεν είναι επομένως η υιοθέτηση εθνικού νομίσματος με κάθε κόστος. Η δραχμή δεν αποτελεί πανάκεια.
Η έξοδος από το ευρώ μπορεί να σημάνει τη βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας για τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, μια μακράς πνοής αντιστροφή της χρόνιας επιδείνωσης του βιοτικού μας επιπέδου, αν ταυτόχρονα συνοδευθεί από τα ακόλουθα μέτρα:


ΣΤΑΘΕΡΗ ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΟΤΙΜΙΑ

Παρότι η σημερινή ισοτιμία του ευρώ εξυπηρετεί τα συμφέροντα του γερμανικού χρηματοπιστωτικού τομέα και της γερμανικής μεταποίησης και είναι πλήρως αναντίστοιχη με τα θεμελιώδη δεδομένα της ελληνικής οικονομίας (ισχυρή παρουσία για παράδειγμα του τουριστικού τομέα, όπου απασχολείται το 15% του εργατικού δυναμικού, και ο οποίος απαιτεί «μαλακή» ισοτιμία), η ισοτιμία της νέας δραχμής μπορεί και πρέπει να είναι σταθερή για ένα χρονικό διάστημα σε σχέση 1 προς 1 με το ευρώ έτσι ώστε να αποφευχθούν τα απανωτά σοκ. Αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί αν η νέα δραχμή, με απόφαση της κυβέρνησης, δεν ενταχθεί στις αγορές ξένου συναλλάγματος κι έτσι η ισοτιμία της καθορίζεται με διοικητικές αποφάσεις.


ΕΛΕΓΧΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Το σημερινό καθεστώς «ελευθερίας», και επί της ουσίας ασυδοσίας στην κίνηση των κεφαλαίων, παρότι όταν επιβλήθηκε παρουσιάστηκε ως μέσο για τη διευκόλυνση των άμεσων ξένων επενδύσεων και την αύξηση της απασχόλησης, στην πράξη ευνόησε την κερδοσκοπία και τις κάθε λογής επενδύσεις χαρτοφυλακίου, οδηγώντας στην αφαίμαξη των εθνικών οικονομιών. Μάρτυρας, η βεβαιωμένη εκροή 75 δισ. ευρώ από τις ελληνικές τράπεζες την τελευταία τριετία και 100 δισ. ευρώ από τις ισπανικές τράπεζες μόνο κατά το πρώτο τρίμηνο του 2012, που επιτάχυναν την προσφυγή στο Μνημόνιο λειτουργώντας σαν λάδι στη φωτιά. Η επαναφορά επομένως των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων θα διορθώσει τις στρεβλώσεις που προκάλεσε η νεοφιλελεύθερης έμπνευσης «απελευθέρωση» των προηγούμενων δεκαετιών η οποία στην ήπειρό μας υπηρετήθηκε από την ΕΕ. Κι ο λόγος εδώ φυσικά δεν γίνεται για μικροποσά, όπως το ταξιδιωτικό συνάλλαγμα, το οποίο θα συνεχίσει να παρέχεται ανεμπόδιστα. Επιπλέον, η απαγόρευση εξόδου δραχμών σε φυσική και λογιστική μορφή θα αποτρέψει τυχόν κερδοσκοπικές επιθέσεις που ως στόχο θα έχουν την υποτίμηση της ισοτιμίας της δραχμής. Πρόκειται για μέτρα που προφανώς αντίκεινται στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία, επιβάλλονται όμως κατά κόρον και μάλιστα επιτυχημένα τα τελευταία χρόνια σε μια σειρά χώρες, όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, που θέλουν να διαφυλάξουν τις οικονομίες τους από τις πλημμυρίδες ρευστού τις οποίες προκαλούν τα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης στις ΗΠΑ.


ΠΑΥΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

Το δημόσιο χρέος αποδεδειγμένα δεν μπορεί να πληρωθεί, στο βαθμό που ισοδυναμεί με κοινωνική γενοκτονία, και δεν πρέπει να πληρωθεί. Η δυνατότητα επίκλησης αρχών του διεθνούς δικαίου, όπως για παράδειγμα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, παρέχει τα αναγκαία επιχειρήματα για την ανακήρυξη παύσης πληρωμών του δημόσιου χρέους. Από κει και πέρα το χρέος της ναζιστικής Γερμανίας από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ύψους 700 δισ. ευρώ, και η ευκολία με την οποία τα δάνεια της Τρόικας μπορούν να χαρακτηριστούν συλλήβδην παράνομα (ούτε καν ψηφίσθηκε στη Βουλή η πρώτη δανειακή σύμβαση) δίνουν τη δυνατότητα στον λογιστικό έλεγχο να διαγράψει, αν όχι όλο τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους.


ΕΘΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Η συνέχιση της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υπό τη σημερινή τους ιδιοκτησία, όταν ζουν χάρη στο δημόσιο χρήμα, αποτελεί οικονομικό και πολιτικό σκάνδαλο. Η πρόσφατη ενίσχυσή τους με 18 δισ. στο πλαίσιο της κάλυψης του 100% των ζημιών που υπέστησαν από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους (τη στιγμή που τα ασφαλιστικά ταμεία, τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ υπέστησαν απώλειες ακόμη και 95% των τοποθετήσεών τους, χωρίς να αποζημιωθούν ούτε στο ελάχιστο) με την κεφαλαιοποίησή τους να υπολείπεται των 4 δισ. ευρώ, δείχνει το μέγεθος των ανισορροπιών που δημιουργεί η υπερτροφική ανάπτυξη των τραπεζών. Η εθνικοποίηση και η λειτουργία τους υπό δημόσιο έλεγχο δεν θα δράσει μόνο διορθωτικά, αλλά θα συμβάλει και στην ανάταξη της οικονομίας.


ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

Η άσκηση σχεδιασμένης βιομηχανικής πολιτικής αποτελεί όρο για  την αντιμετώπιση της ανεργίας, δεδομένης της αποδιάρθρωσης της παραγωγικής βάσης και της κρίσης απασχόλησης που προκάλεσε η υιοθέτηση πολιτικών ανοιχτών θυρών απέναντι στον διεθνή ανταγωνισμό. Η επαναφορά μέτρων προστασίας της εγχώριας παραγωγής, συχνά παρόμοιων με αυτά που εφαρμόζουν χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, και δασμολογικών φραγμών θα προκαλέσει ρήξη με τις διεθνείς δεσμεύσεις της Ελλάδας και τριγμούς στις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου και η Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία έχει αναλάβει την επιβολή της φιλελευθεροποίησης στην ευρωπαϊκή ήπειρο.


ΣΤΗΡΙΞΗ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΣΦΑΙΡΑΣ ΚΑΙ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ

Όλα τα παραπάνω μέτρα αποτελούν εργαλεία που θα βελτιώσουν τη θέση της κοινωνίας. Αυτός ο στόχος μπορεί να πάρει υλική μορφή και να πάψει να αποτελεί ευσεβή πόθο αν άμεσα δοθεί προτεραιότητα σε δύο πολιτικές κατευθύνσεις. Πρώτο: στήριξη της δημόσιας σφαίρας, με γενναία χρηματοδότηση της παιδείας, της υγείας, του πολιτισμού, των δημόσιων μέσων μεταφοράς, του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και των υποδομών. Δεύτερο: χορήγηση αυξήσεων σε μισθούς, ημερομίσθια, συντάξεις και επιδόματα ανεργίας. Η δυνατότητα της κεντρικής τράπεζας να τυπώνει χρήμα, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα εσωτερικού δανεισμού που θα υποκαταστήσει τον διεθνή δανεισμό, επιτρέπει την άσκηση επεκτατικής πολιτικής, χωρίς την ανάγκη να προσαρμόζεται στα νεοφιλελεύθερα δόγματα της σφιχτής νομισματικής πολιτικής. Από την άλλη, ο χρόνιος υποπληθωρισμός της ελληνικής οικονομίας, λόγω της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής, αποτρέπει την εμφάνιση των συνηθισμένων παθολογιών, όπως ο πληθωρισμός.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον η υιοθέτηση της δραχμής μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για μια ζωή που δεν θα τσαλαπατιέται από τον οδοστρωτήρα των Μνημονίων και της αιώνιας ευρω-λιτότητας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου