Σελίδες

Σάββατο 27 Ιουλίου 2019

ardin-rixi


Το εσωτερικό ταξίδι του Ρίτσαρντ Μπερντ στην άκρη του κόσμου
του Κωνσταντίνου Μαυρίδη
Το 1934, η Ηρωική Εποχή της εξερεύνησης της Ανταρκτικής είχε φτάσει στο τέλος της. Το μεγαλύτερο μέρος της ηπείρου είχε χαρτογραφηθεί και ο Νότιος Πόλος είχε κατακτηθεί. Καθώς η τεχνολογία αναπτυσσόταν γοργά και η Ηρωική Εποχή παραχωρούσε τη θέση της στη Μηχανοκίνητη Εποχή, τεράστιες εκτάσεις καλύπτονταν πλέον με σχετική ευκολία και απέμεναν πια ελάχιστες πρωτιές για τους επίδοξους εξερευνητές της παγωμένης γης.
Έτσι, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Αμερικανός αντιναύαρχος Ρίτσαρντ Μπερντ είχε καταφέρει τη χρυσή πρωτιά της εξερεύνησης των πόλων όντας πλοηγός στις πρώτες πτήσεις πάνω από τον Βόρειο Πόλο το 1926 και τον Νότιο Πόλο το 1929. Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο Μπερντ είχε αναδειχθεί στον βαθμό του αντιναυάρχου στα σαράντα ένα του και του είχαν απονεμηθεί τα σημαντικότερα παράσημα των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του παράσημου ανδρείας του Κογκρέσου, δεν απέμεναν και πολλά να κάνει από το να αποσυρθεί και να επαναπαυτεί στις δάφνες του. Παρά ταύτα, ο Μπερντ δεν είχε τελειώσει ακόμα με την Ανταρκτική και πίεζε ανώτερους και χρηματοδότες για μια ακόμη αποστολή στους πάγους.
Ο σκοπός της αμερικανικής ανταρκτικής αποστολής του 1934 δεν ήταν η πρώτη κατάκτηση κάποιας απάτητης κορυφής, ή η προσέγγιση κάποιου δυσπρόσιτου γεωγραφικού σημείου στον χάρτη. Ο σκοπός ήταν η συλλογή μετεωρολογικών δεδομένων και η κατασκευή μιας προκεχωρημένης επιστημονικής βάσης στο φράγμα πάγου του Ρος. Όσο για τον Μπερντ, ενώ ήταν ο επικεφαλής της ομάδας, είχε κρατήσει για τον εαυτό του μια σχεδόν παρανοϊκή-αυτοκτονική αποστολή. Ενώ οι υπόλοιποι θα διαχείμαζαν στη βάση που θα βαπτιζόταν «Μικρή Αμερική», αυτός σκόπευε να μείνει τελείως μόνος για έναν ολόκληρο ανταρκτικό χειμώνα σε έναν απομονωμένο μετεωρολογικό σταθμό (ουσιαστικά ένα κουτί τέσσερα επί τρία μέτρα) θαμμένο στον πάγο της ενδοχώρας, 123 μίλια μακριά από τη βάση. Αρχικά προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, αλλά ήταν ανυποχώρητος και, μιας και ήταν ιεραρχικά ανώτερος όλων, τελικά τους διέταξε να τον αφήσουν ήσυχο.

Όντως, με τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου να δύουν και το σκοτάδι του ανταρκτικού χειμώνα να σκεπάζει τα πάντα, ο Μπερντ ήταν στην παράγκα του, που πλέον έφερε τον τίτλο Μετεωρολογικός Σταθμός Μπόλινγκ, με τα βιβλία του, τον φωνόγραφό του και τα χρειώδη του, έτοιμος να ξεκινήσει τις αστρικές και μετεωρολογικές παρατηρήσεις του. Ωστόσο, όσο θα παρατηρούσε και θα κατέγραφε τις εξωτερικές συνθήκες, άλλο τόσο θα εισέδυε βαθιά στον εαυτό του σε ένα αυθεντικό ταξίδι αυτογνωσίας, χωρίς καμία δυνατότητα διαφυγής. Ήταν κυριολεκτικά ο «πιο απομονωμένος άνθρωπος στον πλανήτη», με τη θερμοκρασία έξω να ξεπερνά τους -60 βαθμούς Κελσίου και το εσωτερικό του δωματίου του να είναι πολλές φορές επενδυμένο με πυκνό στρώμα πάγου. Ο Μπερντ γνώριζε επίσης ότι, αν κάτι δεν πήγαινε καλά, οι πιθανότητες διάσωσης ήταν ελάχιστες, καθώς στο πηχτό σκοτάδι και το ασύλληπτο κρύο της ανταρκτικής νύχτας, κάθε προσπάθεια διάσωσης ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο ίδιος, «Ήταν σαν να ήμουν στη σελήνη».
Τους πρώτους δύο μήνες επέβαλε στον εαυτό του ένα αυστηρό πρόγραμμα καταγραφής μετεωρολογικών φαινομένων, αστρικών παρατηρήσεων, διαβάσματος, γυμναστικής και τριών περιπάτων την ημέρα σε διάφορες κατευθύνσεις από τον σταθμό. Η μόνη του επαφή με τον κόσμο ήταν ο ασύρματος με τον οποίο μπορούσε να ακούσει τις συνομιλίες στη «Μικρή Αμερική», αλλά να απαντήσει μόνο με κώδικα Μορς. Σε κάποια από αυτές τις συνομιλίες, οι σύντροφοί του έκαναν το λάθος να του αναφέρουν ότι το χρηματιστήριο, στο οποίο είχε επενδύσει κάποια χρήματα για να χρηματοδοτήσει την αποστολή, είχε καταρρεύσει και οι οικονομίες του είχαν εξανεμιστεί, με αποτέλεσμα να λάβουν την κοφτή απάντηση, «Δεν επιθυμώ λήψη περαιτέρω νέων από τον κόσμο, Μπερντ».
Κάπου πάνω στο τρίμηνο απομόνωσης και ενώ όλα πήγαιναν καλά, με τον Μπερντ να διάγει τον βίο του λύκου σύμφωνα με τον Επίκουρο, «η σόμπα άρχισε τα προβληματάκια». Ίσως η συγκεκριμένη έκφραση να είναι η υποτίμηση του αιώνα για ένα πρόβλημα που στις συγκεκριμένες συνθήκες αποτελούσε άκρως θανάσιμη απειλή. Η σόμπα, λοιπόν, που θέρμαινε το οίκημα και κρατούσε τον μοναδικό ένοικο εν ζωή, είχε διαρροή μονοξειδίου του άνθρακα και ο Μπερντ αναγκαζόταν μια να ανοίγει την πόρτα και να παγώνει και μια να κλείνει την πόρτα και να δηλητηριάζεται από τα αέρια που κατέκλυζαν τον ζωτικό του χώρο. Προφανώς, η κατάσταση αυτή είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις στη σωματική του υγεία, που πήρε γρήγορα την κατιούσα και αποτελεί απόδειξη του απαράμιλλου θάρρους του το γεγονός ότι κατάφερε να κρατήσει κρυφή τη δεινή του θέση από τους υπόλοιπους συντρόφους του. Ο λόγος ήταν ότι φοβόταν πως μια πιθανή επιχείρηση διάσωσής του μέσα στο ψύχος και το σκοτάδι θα έθετε σε κίνδυνο το πλήρωμα της βάσης. Μόνο όταν τα σήματά του έγιναν τελείως ακατάληπτα συνειδητοποίησαν στη βάση ότι κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Τελικά, θα κατόρθωναν να φτάσουν στον σταθμό Μπόλινγκ με την τρίτη προσπάθεια, όπου βρήκαν τον Μπερντ σε άθλια σωματική κατάσταση, αλλά ζωντανό και αποφασισμένο να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Όπως ήταν φυσικό, ο γιατρός της αποστολής έθεσε βέτο στις διαμαρτυρίες του και μετέφερε αεροπορικά τον Μπερντ πίσω στον παγετώνα Ρος.
Με την επιστροφή του στη βάση ο Μπερντ ανέρρωσε τάχιστα και κατέγραψε τις σκέψεις του πάνω στην πεντάμηνη εμπειρία του, που αργότερα συμπεριλήφθηκαν στο βιβλίο του με τίτλο «Μόνος». Τα βασικά συμπεράσματά του, που έγιναν το προσωπικό του εγκόλπιο επιβίωσης σε έναν ολοένα πιο υλιστικό κόσμο, φαντάζουν άκρως επίκαιρα και σήμερα:
> Χρειαζόμαστε πολύ λιγότερα απ’ ό,τι νομίζουμε.
> Η σωματική εξάσκηση διατηρεί τη λογική μας.
> Η συμπεριφορά μας είναι αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων.
> Μπορείς να αντλήσεις εσωτερική δύναμη και γαλήνη από την καθημερινή ρουτίνα σου.
> Μην ανησυχείς άδικα για ό,τι είναι πέρα από τον έλεγχό σου.
> Δεν υπάρχει απόλαυση, γαλήνη, και ομορφιά στη ζωή χωρίς κάποιας μορφής αγώνα.
> Το μόνο πράγμα που μετράει τελικά είναι η οικογένεια.
> Το σύμπαν είναι κόσμος και όχι χάος.
Ο Ρίτσαρντ Μπερντ θα έπαιρνε μέρος σε άλλες τρεις εξερευνητικές αποστολές στην Ανταρκτική το 1939-40, το 1946-47 και το 1955-56, αλλά η αποστολή του 1934 και το βιβλίο «Μόνος» που την περιγράφει ρίχνει φως στον εσωτερικό αγώνα ενός μόνου ανθρώπου στις πιο ακραίες κλιματικές συνθήκες του πλανήτη. Όπως έγραψε ο ίδιος: «Ένα κομμάτι του εαυτού μου έμεινε για πάντα στο Νότιο Γεωγραφικό Πλάτος 80 08’: ό,τι απέμεινε από τη νιότη μου, η ματαιοδοξία μου και σίγουρα ο σκεπτικισμός μου. Απ’ την άλλη, εκεί κάτω απέκτησα πράγματα που πριν δεν κατείχα ποτέ πλήρως: την εκτίμηση της απλής ομορφιάς του θαύματος του να είναι κανείς ζωντανός και ένα σεμνό σύστημα αξιών… Ο πολιτισμός δεν αλλοίωσε τις ιδέες μου. Ζω απείρως πιο απλά τώρα και με περισσότερη γαλήνη».







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου