Σελίδες

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Ο φανατικός αντιδυτικισμός ως μια σοβαρή παράμετρος της πτώσης της Κωνσταντινούπολης*

Το Ποντίκι


του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη

Λίγο πριν από την Άλωση και με δεδομένη την πτώση της Κωνσταντινούπολης στις δυνάμεις των Οθωμανών, οι σφοδροί πολέμιοι της θρησκευτικής και πολιτικής προσέγγισης με την καθολική Δύση άρχισαν να απεργάζονται σχέδια συνεργασίας με τους μελλοντικούς κατακτητές, έχοντας πιθανώς στο μυαλό τους ότι αυτή η προσέγγιση θα ήταν μια παρένθεση, μια λύση προσωρινή. Το τυφλό μίσος εναντίον των δυτικών, που κρατούσε τις ρίζες του από την εποχή των σταυροφοριών, τους θόλωνε την κρίση.

Ήδη από το 1261, χρονιά που ανακτάται από τους Σταυροφόρους η Πόλη, έως και την άλωσή της από τους Οθωμανούς, θα ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση σχετικά με την ένωση των Εκκλησιών. Στην ουσία, επρόκειτο για ένα πολιτικό ζήτημα που αφορούσε την ένωση ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου. Η ένωση αυτή υπαγορευόταν από αντικειμενικές συνθήκες που ανάγκαζαν τους εκάστοτε αυτοκράτορες να στραφούν προς μια τέτοιου είδους λύση, η οποία σκοντάφτε καθαρά πάνω στο ζήτημα της θρησκευτικής πολιτικής.
Η Ανατολική Εκκλησία δεν παραχωρούσε για κανέναν λόγο τα περίφημα πρωτεία στον Πάπα, με αποτέλεσμα να πολιτευτεί επενδύοντας στη μισαλλοδοξία, και κυρίως ταυτίζοντας το εθνικό συμφέρον με το δογματικό εκκλησιαστικό. Αυτή η πολιτική την οποία αντιπάλεψε – όταν ήταν πλέον πολύ αργά… – ο γενναιόφρων τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας, απέβη μοιραία και καταστροφική για τον ελληνισμό και έθεσε σε άμεσο κίνδυνο την ίδια του την ιστορικότητα, μόνο και μόνο για να διατηρήσει η Εκκλησία τα προνόμιά της. 
Αυτή η αμφιλεγόμενη, στη βάση και ουσία της, στάση της Εκκλησίας, που απέρριπτε την ένταξή της στον δυτικό κόσμο για να μην παρεκκλίνει από το δόγμα (βλέπετε, έπαιζε βασικό ρόλο για την υπόσταση του Ελληνισμού και τη σωτηρία του Έθνους το από πού εκπορευόταν το Άγιο Πνεύμα…), υποτίθεται ότι απέβλεπε στον κατευνασμό του δυνάστη και την εξασφάλιση των εθνικών συμφερόντων.
Έτσι, το μέλλον του Ελληνισμού και οι παραδόσεις του βασίστηκαν αποκλειστικά στην υπεράσπιση του Αγίου Πνεύματος (εάν εκπορεύεται εκ του πατρός ή και του υιού) και όχι στη διατήρηση με κάθε κόστος και θυσία των κατακτήσεων της βυζαντινής αυτοκρατορίας και του ελληνικού πολιτισμού ευρύτερα. Την προσέγγιση αυτή, με την οποία ο ελληνισμός ταυτιζόταν με την Ορθοδοξία, την προέκριναν φυσικά και οι ίδιοι οι Οθωμανοί.
Ο Μωάμεθ ο Β’ προσπάθησε να αξιοποιήσει τη λαμπρή βυζαντινή παράδοση χρησιμοποιώντας τον ενδεικτικό τίτλο «Αμιράς Τουρκορωμαίων», υιοθετώντας την ελληνική ως επίσημη διπλωματική γλώσσα του κράτους και μάλιστα υποκρινόμενος πως δεχόταν με ικανοποίηση τις προτάσεις των Ελλήνων για συνεργασίες.
Εδώ να σημειώσουμε παρενθετικά ότι αιώνες μετά, τις παραμονές της επανάστασης, το Ορθόδοξο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αναθεμάτισε από την κορυφή ώς τα νύχια όλους όσοι ξεσηκώθηκαν υπέρ της μεγάλης ελληνικής επανάστασης. Αυτή η διαλεκτική και διαχρονική ταύτιση απόψεων για το κοινό εθνικό συμφέρον Ορθοδοξίας και Οθωμανών είναι εντυπωσιακή. 
Ο Μωάμεθ Β’ καθώς και οι διάδοχοί του προσπάθησαν να ενισχύσουν τη θέση των ανθενωτικών προκειμένου να διαιωνίζεται η πατροπαράδοτη καχυποψία Ορθοδόξων και Λατίνων. Με αυτό τον τρόπο, ο Πορθητής κατόρθωσε να διευρύνει τα ιδεολογικά χάσματα μεταξύ της ελληνικής Ανατολής και της καθολικής Δύσης και να περιορίσει τους κινδύνους χριστιανικών εκστρατειών εναντίον των Τούρκων. Οι προσδοκίες αυτές των Οθωμανών δικαιώθηκαν σε μεγάλο μέρος. 
Οι θιασώτες της ελληνοτουρκικής συνεργασίας ήταν, πριν απ’ όλα, οι ανθενωτικοί, οι δύσπιστοι απέναντι σε κάθε πολιτικό ή θρησκευτικό κήρυγμα της Δύσης και, τέλος, αυτοί που ήταν εχθρικοί σε κάθε εκδήλωση αντιτουρκικής ενέργειας των υποδούλων.
Αντίθετα, όλοι εκείνοι που ήταν θιασώτες της ένοπλης αντιστάσεως ήταν διατεθειμένοι να προβούν σε δογματικές υποχωρήσεις απέναντι στις απαιτήσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με αντάλλαγμα την εξασφάλιση στρατιωτικών επεμβάσεων των καθολικών δυνάμεων στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι δε από αυτούς ήταν στενά συνδεδεμένοι (οικονομικά και πολιτιστικά) με τον δυτικό τρόπο ζωής και με τις «φραγκοκρατούμενες» περιοχές της ελληνικής χερσονήσου. 

Γεώργιος Γεννάδιος ή Σχολάριος 
Υπήρξε ο πρώτος μετά την Άλωση Πατριάρχης που τοποθετήθηκε στον θρόνο από τον ίδιο τον Μωάμεθ Β’ ως επιβράβευση για τον φανατικό ανθενωτικό αγώνα του, για τον οποίο και ανταμείφθηκε από τον Πορθητή. Αυτός υπήρξε ο βασικός εκπρόσωπος της πολιτικής της συνεργασίας με τους Οθωμανούς με κύριο μέλημά του τη διαφύλαξη των προνομίων της Εκκλησίας. Ο Γεννάδιος εξασφάλισε όλα τα γνωστά προνόμια και τις δικαιοδοσίες της Εκκλησίας και θρυλείται ότι σκοπός της πολιτικής του ήταν να κατευνάσει τον Μωάμεθ για να χαλαρώσει τα μέτρα κατά των υπόδουλων Ελλήνων: κοντολογίς, σαχλαμάρες. Ο Γεννάδιος θυσίασε τα εθνικά συμφέροντα υπέρ των προνομίων της Εκκλησίας. Τα υπόλοιπα που μας μεταφέρονται από την παράδοση για τις «καλές πατριωτικές του προθέσεις» δεν πείθουν – και κυρίως δεν συνεπάγονται από καμιά του ενέργεια. 
Την ίδια άθλια και αντεθνική πολιτική της προσέγγισης με τον κατακτητή εφάρμοσε και ο Πατριάρχης που τον διαδέχτηκε στον θρόνο, ο Μάξιμος Γ’ (1476-1482). Και αυτός προσπάθησε να εξασφαλίσει το κύρος της Εκκλησίας και τον σεβασμό της Ορθοδοξίας εκ μέρους του σουλτάνου Βαγιαζίτ Β’. Γενικά αυτή υπήρξε η βασική πολιτική των πατριαρχών, με ελάχιστες εξαιρέσεις που σημειώθηκαν κατά τα τέλη του 16ου αιώνα και του πρώτου ημίσεως του 17ου. Τότε υπήρξαν μερικοί Πατριάρχες αλλά και Μητροπολίτες στον ελλαδικό χώρο που ενθάρρυναν άλλες διεξόδους στο εθνικό πρόβλημα.
Κατά κανόνα, όμως, η πολιτική των Οικουμενικών Πατριαρχών βασίστηκε στην αποδοχή της πλήρους και αδιασάλευτης υποταγής, που απέβλεπε στον εξευμενισμό των Σουλτάνων, των μεγάλων Βεζίρηδων και των άλλων αξιωματούχων της Πύλης με μοναδικό κίνητρο τη διαφύλαξη των προνομίων που είχαν ήδη παραχωρηθεί στην Εκκλησία από τους Οθωμανούς για την καλή παροχή υπηρεσιών που τους προσέφερε. Αυτή η τακτική της συνεργασίας με τον κατακτητή, που από τις επίσημες ιστορικές εκδοχές του παρελθόντος μας εξωραΐζεται – αν δεν ωραιοποιείται λαμβάνοντας ανύπαρκτες ρομαντικές διαστάσεις –, συνεχίζει την παντοδύναμη και καταστροφική πολιτική της Ορθόδοξης ελληνικής Εκκλησίας σε βάρος των εθνικών συμφερόντων. Ιστορικά, αυτή η τακτική είχε τις περισσότερες φορές δυσμενή αποτελέσματα όχι μόνο για τα συμφέροντα του έθνους αλλά και για εκείνα της ίδιας της Εκκλησίας. Είναι φανερό ότι οι περισσότεροι εκ των υπερμάχων της ελληνοτουρκικής συνεργασίας εξυπηρετούσαν προσωπικά συμφέροντα ή, τουλάχιστον, συνδύαζαν τις ενέργειές τους με ιδιοτελείς σκοπούς. 
Κάπως έτσι έγινε ευκολότερη η παράδοση της Πόλης στους Οθωμανούς και εδραιώθηκε ένας φανατικός αντιδυτικισμός που ανιχνεύεται στην περίοδο των Σταυροφοριών (λες και απαγορευόταν οι άλλοι να κάνουν κατακτητικούς πολέμους…), ενώ η ερμηνεία της ιστορίας διολίσθησε σε έναν πρωτόγονο συναισθηματισμό – ο οποίος είναι το λιγότερο ο πιο καταστροφικός σύμβουλος για την υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων που δεν πρέπει να βασίζεται σε βεντέτες, φανατισμούς, γινάτια και στενόμυαλες ερμηνείες. 


Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1918 στις 26-05-2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου