Σελίδες

Δευτέρα 29 Απριλίου 2019

http://ardin-rixi.gr/archives/211665

ardin-rixi

Ο Τσόρτσιλ ως ιμπρεσιονιστής ζωγράφος
του Κωνσταντίνου Μαυρίδη από την Ρήξη φ. 151
Ανάμεσα στα δεκάδες ιστορικά και πολιτικά βιβλία που έγραψε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, υπάρχει κι ένα με τον αναπάντεχο τίτλο «Η ζωγραφική ως χόμπι». Αποτελεί μια συλλογή από δοκίμια που έγραψε τη δεκαετία του ’20 και προσεγγίζει τη χαρά του να ζωγραφίζεις στο ύπαιθρο και την ενασχόλησή του με τη συγκεκριμένη τέχνη. 

Στο βιβλίο υπάρχει μια ξεκαρδιστική περιγραφή της πρώτης φοράς που ο άσχετος «καλλιτέχνης» επιχείρησε να ζωγραφίσει ένα τοπίο. Φορτωμένος με τα απαραίτητα εργαλεία για την καινούρια του ενασχόληση, ο Τσόρτσιλ είχε ανέβει ασθμαίνοντας σε ένα λόφο όπου έστησε το ολοκαίνουριο καβαλέτο του, τοποθέτησε τον καμβά πάνω σ’ αυτό, έβαλε τις μπογιές και τα πινέλα στη σειρά και, μη ξέροντας τι να κάνει, άναψε ένα πούρο. «Πέρασε μια ώρα κι εξακολουθούσα να κοιτάω το λευκό πανί σαν αποσβολωμένος. Είχα πινέλα, μπογιές, σπάτουλες, παλέτες κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο και με είχε καταλάβει πανικός. Στην αρχή σκέφτηκα να δώσω σ’ όλα μια κλοτσιά, αλλά μετά αποφάσισα να ζωγραφίσω λίγο ουρανό και άνοιξα ένα σωληνάριο ανοιχτόχρωμο μπλε».

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατέφθασε ο Σκοτσέζος ζωγράφος Τζον Λάβερι με τη γυναίκα του, Χέιζελ, η οποία αναφώνησε: «Ζωγραφική! Τι περιμένεις, λοιπόν;» Άρπαξε τότε ένα πινέλο και έκανε «φαρδιές, άγριες κυματιστές πινελιές από μπλε χρώμα στον άμοιρο τον καμβά». Ήταν απελευθερωτικό! «Έπιασα κι εγώ το μεγαλύτερο πινέλο που βρήκα μπροστά μου και έπεσα πάνω στο θύμα μου με παρανοϊκή μανία. Ποτέ δεν ένιωσα δέος μπροστά σε λευκό καμβά από τότε».

Φαίνεται πως η ζωγραφική ήρθε στη ζωή του Τσόρτσιλ την κατάλληλη στιγμή. Σε ηλικία σαράντα ετών, ο Ουίνστον είχε βρεθεί στο ναδίρ της σταδιοδρομίας του: Μετά το ανεκδιήγητο φιάσκο της εκστρατείας της Καλλίπολης, έχασε τον τίτλο του πρώτου Λόρδου του Ναυαρχείου τον Μάιο του 1915. Παραιτήθηκε από το κυβερνητικό του αξίωμα και υποβιβάστηκε σε απλό αξιωματικό του στρατού.

Έχοντας χάσει την πρόσβαση στο ύψιστο ναρκωτικό της εξουσίας και φορτωμένος με απίστευτο άγχος, βρήκε διέξοδο στη νέα του ενασχόληση, τη ζωγραφική, η οποία έγινε πηγή χαράς και απόλαυσης από τα άγη της καριέρας του. Τελικά, θα δημιουργούσε πάνω από 550 πίνακες, κυρίως τοπία, θαλασσογραφίες, νεκρές φύσεις και κάποια πορτρέτα, χρησιμοποιώντας το χόμπι του για να ακονίσει την οπτική του οξύτητα, τις δυνάμεις παρατήρησης και τη μνήμη του. Αυτό που είναι άγνωστο στους πολλούς είναι το γεγονός ότι ο Τσόρτσιλ κατάφερε, κατ’ ομολογία των ιστορικών τέχνης, να αναπτύξει μια αξιοθαύμαστη αίσθηση για την τέχνη, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος πάντα θεωρούσε τον εαυτό του ενθουσιώδη ερασιτέχνη.

Η προσέγγισή του ήταν πολύ απλή: «Πηγαίνεις έξω στο ύπαιθρο και ζωγραφίζεις αυτό που βλέπεις». Ο Τσόρτσιλ προτιμούσε περισσότερο τα λάδια, για την ευχάριστη, εύπλαστη φύση και τα φωτεινά χρώματά τους, καθώς και για τη χαρά που αναδίδουν όταν τα δουλεύεις. «Απλώς, το να ζωγραφίζεις είναι φοβερή διασκέδαση», έγραψε σε ένα από τα δοκίμιά του. «Τα χρώματα είναι υπέροχα στο μάτι και φαίνονται τόσο νόστιμα όταν τα ζουλάς για να βγουν από τα σωληνάριά τους». Τα έργα του Τσόρτσιλ διαβάζονται ως οικεία στιγμιότυπα που απεικονίζουν τους αγαπημένους του τουριστικούς προορισμούς στην Αίγυπτο, την Ιταλία, το Μαρόκο και τον νότο της Γαλλίας, τις διακοπές και τα μέλη της οικογένειάς του.

Χαρακτηριστικά, ο Τσόρτσιλ δημιούργησε μόνο ένα έργο κατά του Β΄ Παγκόσμιου Πόλεμου. Ήταν το 1943, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στο Μαρακές με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Φράνκλιν Ρούζβελτ, μετά τη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκας. Ήταν ο μοναδικός πίνακας που θα ζωγραφίσει στον πόλεμο και αργότερα τον χάρισε στον Ρούσβελτ ως αναμνηστικό αυτής της πολύ σύντομης στιγμής ανάπαυλας.

Σε γενικές γραμμές, οι πίνακές του αναδίδουν μια θετική αύρα, πράγμα που δείχνει την απόλαυση που αισθανόταν κατά την απεικόνισή τους. Ο Τσόρτσιλ ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτοδίδακτος και πίστευε ότι τα επίσημα μαθήματα ζωγραφικής ήταν για πιο νέους, υποστηρίζοντας ότι αυτό που ο ίδιος και οι ομοϊδεάτες, ερασιτέχνες συνομήλικοί του χρειάζονταν περισσότερο, ήταν το πάθος για τη δημιουργία. «Δεν μπορούμε να φιλοδοξούμε να φτιάξουμε αριστουργήματα», έγραψε. «Πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι με μια χαρούμενη βόλτα μέσα σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής. Και γι’ αυτό, το μοναδικό εισιτήριο είναι το θράσος». Παρ’ όλα αυτά, ήθελε να βελτιώσει την τεχνική του, και το έπραξε παίρνοντας ιδέες από κορυφαίους καλλιτέχνες. Όντας θαυμαστής των έργων των ιμπρεσιονιστών και μεταϊμπρεσιονιστών ζωγράφων όπως οι Μανέ, Μονέ, Σεζάν και Ματίς, ταξίδεψε στις τοποθεσίες που είχαν ζωγραφίσει χρόνια πριν, αναζητώντας το φως και το περιβάλλον που τους είχε εμπνεύσει.

Ο Τσόρτσιλ είχε την τύχη να έχει πολλούς καλλιτέχνες ανάμεσα στον κοινωνικό του κύκλο και πολλοί απ’ αυτούς έγιναν μέντορές του. Ο καταξιωμένος ζωγράφος Ουίλιαμ Νίκολσον θα προσέφερε τις συμβουλές του στον Τσόρτσιλ, εκ των οποίων άλλες δέχτηκε κι άλλες απέρριψε ως ασύμβατες με τον χαρακτήρα του. Υπάρχει ένα ζευγάρι πινάκων ζωγραφικής στη μόνιμη έκθεση στο Τσάρτγουελ, την κατοικία του Τσόρτσιλ, που αφηγείται ένα επεισόδιο ανάμεσα στον Τσόρτσιλ και τον Νίκολσον, καθώς ζωγράφιζαν δίπλα δίπλα την ίδια σκηνή της λιμνούλας με τα χρυσόψαρα. Ο Νίκολσον είχε προσπαθήσει να εξηγήσει στον Τσόρτσιλ πως θα έπρεπε να βάλει πιο απαλά και διακριτικά χρώματα στην παλέτα του. Ο Τσόρτσιλ πάλι, μουρμουρίζοντας ακατάληπτα μέσα απ’ τα δόντια του, επέλεξε να αγνοήσει τις συμβουλές του και προς φρίκη του δύσμοιρου Νίκολσον, ζωγράφισε την ίδια σκηνή χρησιμοποιώντας τα πιο εξωφρενικά, σχεδόν φωσφορούχα, πράσινα, που είχε στη διάθεσή του. Όπως δήλωσε αργότερα με τον μοναδικό του τρόπο: «Είμαι πάντα έτοιμος να μάθω, αλλά δεν μου αρέσει πάντα να με διδάσκουν».

Τα έντονα χρώματα ευχαριστούσαν τον Τσόρτσιλ και στα έργα του χρησιμοποίησε κατά κόρον φωτεινά μπλε και πράσινα, ώριμα κόκκινα, πορτοκαλιά και κίτρινα. «Δεν μπορώ να προσποιούμαι ότι αισθάνομαι αμερόληπτος για τα χρώματα», έγραψε στο Η Ζωγραφική ως Χόμπι. «Χαίρομαι με τα φωτεινά χρώματα και ειλικρινά λυπάμαι για τα καημένα τα καφέ». Δεν είναι τόσο μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι ο Τσόρτσιλ προτιμούσε τα λαμπερά χρώματα, αφού συχνά κατέφευγε στη ζωγραφική για να βελτιώσει τη διάθεσή του. Είναι γνωστό ότι βυθιζόταν σε περιόδους κατάθλιψης, τις οποίες ονόμαζε ο «μαύρος σκύλος» και οι οποίες λάμβαναν χώρα σε όλη του τη ζωή. Υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ των πιο δύσκολων χρόνων στη ζωή του Τσώρτσιλ και του όγκου των έργων του. Για παράδειγμα, οι διακοπές τριών εβδομάδων στην Ιταλία, μετά την πανηγυρική ήττα στις εκλογές του 1945, αποτέλεσαν την πιο παραγωγική καλλιτεχνική του περίοδο.

Παρά τους επαίνους που κέρδιζε για τα έργα του, ο Τσόρτσιλ ήταν πάντα διστακτικός να τα δείξει δημόσια ή ακόμα και σε φίλους. Για παράδειγμα, ο Άλφρεντ Μάνινγκς, τότε πρόεδρος της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών, κατάφερε να πείσει τον Τσόρτσιλ να υποβάλει δύο πίνακες στην ετήσια θερινή έκθεση του 1947, αλλά ο Τσόρτσιλ το έκανε μόνο υπό τον όρο να παρουσιαστούν με την υπογραφή του μυστηριώδη Ντέιβιντ Γουίντερ, ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε συχνά σε παρόμοιες περιπτώσεις.

Ενώ δεν είναι ιδιαίτερα επαναστατικοί, οι αξιόλογοι πίνακες του Τσόρτσιλ αποτελούν υπενθύμιση της μεγάλης χαράς που μπορεί να φέρει η ζωγραφική στη ζωή κάθε ανθρώπου, ακόμη κι ενός γερο-παράξενου στραβόξυλου με μανιοκαταθλιπτικές κρίσεις, όπως ο Ουίνστον Τσόρτσιλ. Ίσως ο ίδιος το έθεσε καλύτερα απ’ όλους, παραφράζοντας τα λόγια του Ματθαίου στην Καινή Διαθήκη: «Ευτυχείς είναι οι ζωγράφοι, γιατί δεν θα είναι μόνοι. Το φως και το χρώμα, η γαλήνη και η ελπίδα, θα τους κρατήσουν συντροφιά ως το τέλος, ή σχεδόν ως το τέλος της ημέρας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου