Σελίδες

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019

Η αλήθεια για τη ρευστότητα

analyst


Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα οφείλεται στην εγκληματική πολιτική των μνημονίων που της επιβλήθηκε, όπως είναι οι μειώσεις των μισθών και οι αυξήσεις των φόρων – η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την υπερχρέωση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα την έλλειψη αξιόχρεων δανειοληπτών, την αδυναμία επενδύσεων, τις κατασχέσεις, τους πλειστηριασμούς και τελικά την υφαρπαγή της χώρας.
.

Ανάλυση

- του Βασίλη Βιλιάρδου
Επειδή ο τραπεζικός δανεισμός είναι απαραίτητος για τη διενέργεια επενδύσεων, οπότε για την ανάπτυξη μίας χώρας, χωρίς την οποία δεν λύνεται κανένα πρόβλημα της, θεωρούμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε τα εξής: Οι εντυπώσεις που έχουν οι περισσότεροι, όσον αφορά το που βρίσκουν τα χρήματα, τα οποία δανείζουν οι τράπεζες, είναι οι παρακάτω:
(α)  Οι τράπεζες εισπράττουν τα χρήματα από τους καταθέτες τους, με τα οποία στη συνέχεια δανείζουν στους πελάτες τους.
(β)  Οι τράπεζες δανείζονται τα χρήματα από την κεντρική τράπεζα, οπότε ο δανεισμός των πελατών τους εξαρτάται από την αναχρηματοδότηση τους εκ μέρους της κεντρικής.
(γ)  Ο δανεισμός των πελατών τους δεν προϋποθέτει την ύπαρξη χρημάτων στα ταμεία τους – αντίθετα, μέσω της ίδιας της διαδικασίας δανειοδότησης, οι τράπεζες δημιουργούν χρήματα από το πουθενά.
Περαιτέρω, η κλασσική οικονομική βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι, οι τράπεζες δανείζουν τα χρήματα των καταθετών τους, λειτουργώντας ως μεσάζοντες – οπότε, όταν περισσεύουν χρήματα στα νοικοκυριά, όταν έχουν δηλαδή αποταμιεύσεις, τα δανείζουν κατά κάποιον τρόπο σε αυτούς που τα χρειάζονται μέσω των τραπεζών, εισπράττοντας τα ίδια (νοικοκυριά) τόκο, ενώ οι τράπεζες μία προμήθεια (διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων).
Η συγκεκριμένη (εσφαλμένη) θεωρία δημιουργεί την εντύπωση ότι, όσο πιο πολύ αποταμιεύουν τα νοικοκυριά, τόσο περισσότερα δάνεια μπορούν να δίνουν οι τράπεζες, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η κατανάλωση, καθώς επίσης οι επενδύσεις – οπότε, οι μειωμένες αποταμιεύσεις, όπως επίσης οι εκροές καταθέσεων στο εξωτερικό, δημιουργούν στενότητα ρευστότητας στις τράπεζες και λειτουργούν αρνητικά, όσον αφορά το δανεισμό.
Οι ιδιώτες δανειστές και οι τράπεζες
Η αιτία της εσφαλμένης εντύπωσης οφείλεται κυρίως στη διαδικασία, την οποία ακολουθούν υποχρεωτικά οι ιδιώτες, όταν δανείζουν τα χρήματα τους – η οποία, εάν έχει κανείς 5.000 € «στο ταμείο του» και τα δανείσει όλα, για παράδειγμα, είναι η εξής λογιστικά:
Σε αντίθεση τώρα με τους ιδιώτες, για τους οποίους τα χρήματα που δανείζουν ανήκουν στο ενεργητικό τους, στα περιουσιακά τους στοιχεία δηλαδή, στο ταμείο τους, για τις τράπεζες τα χρήματα που διαθέτουν ως καταθέσεις ανήκουν στο παθητικό – στις υποχρεώσεις τους λοιπόν.
Όπως τονίζεται δε στη βιβλιογραφία, «Οι τραπεζικές καταθέσεις αναφέρουν το πόσα χρήματα χρωστούν οι τράπεζες στους πελάτες τους. Επομένως, αποτελούν υποχρεώσεις της τράπεζας και όχι περιουσιακά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να δανείσουν» (Mc Leay). Περαιτέρω, o πολύ απλοποιημένος ισολογισμός μίας εμπορικής τράπεζας, είναι ο παρακάτω:
Συνεχίζοντας, ο ισολογισμός μίας τράπεζες που μόλις άρχισε να λειτουργεί, οπότε δεν έχει ακόμη αξιόγραφα, ρεζέρβες, καταθέσεις κλπ., πριν δώσει ένα δάνειο 5.000 € σε κάποιον πελάτη της (πρώτο στάδιο) και αφού το δώσει (δεύτερο στάδιο),ελέγχοντας προσεκτικά την πιστοληπτική του ικανότητα, όπως απαιτείται από το Θεσμό που ελέγχει την ίδια, είναι ο εξής:
Η τράπεζα λοιπόν έδωσε ένα δάνειο στον πελάτη της, εγγράφοντας το ποσόν στο λογαριασμό του – στο παθητικό της δηλαδή, αφού πλέον αποτελεί απαίτηση του δανειολήπτη της. Την ίδια στιγμή, ενέγραψε το ίδιο ποσόν στο ενεργητικό της, αφού είναι περιουσιακό της στοιχείο – με την έννοια πως το απαιτεί από τον δανειολήπτη της, στην ημερομηνία λήξεως του δανείου.
Στα πλαίσια αυτά η τράπεζα έχει τα ίδια χρήματα πριν και μετά την παροχή του δανείου – ενώ παράλληλα δημιούργησε χρήματα από το πουθενά, τα οποία θα χρησιμοποιήσει ο πελάτης της αγοράζοντας, για παράδειγμα, τα έπιπλα του σπιτιού του.
Αυτό δεν θα μπορούσε να το κάνει κάποιος ιδιώτης, επειδή θα ήταν υποχρεωμένος να δανείσει τα δικά του χρήματα – ενώ η τράπεζα έκανε απλά μία εγγραφή στον ισολογισμό της, διπλασιάζοντας (διογκώνοντας) τον.
Σε κάθε περίπτωση, ο δανειολήπτης μπορεί να διαθέσει τα χρήματα για την αγορά των επίπλων που επιθυμεί, χωρίς η τράπεζα να έχει καθόλου χρήματα στο ταμείο της – ούτε δανειζόμενη από κάποιον άλλο, ούτε από τις καταθέσεις των πελατών της.
Η κεντρική τράπεζα
Συνεχίζοντας, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς πως η παραπάνω παρουσίαση δεν δίνει την απαιτούμενη σημασία (α) στα ελάχιστα αποθεματικά που είναι υποχρεωμένες να διατηρούν οι εμπορικές τράπεζες στην κεντρική, καθώς επίσης (β) στο διακανονισμό των πληρωμών των εμπορικών τραπεζών μεταξύ τους.
(α)  Όσον αφορά τα ελάχιστα αποθεματικά κεφάλαια (reserve requirement), οι εμπορικές τράπεζες είναι υποχρεωμένες να διατηρούν ένα ελάχιστο ποσόν των δανείων που παρέχουν, στην κεντρική – όπου, εάν το ποσόν αυτό ήταν στο 100%, τότε θα έλεγε κανείς πως δεν δημιουργούν χρήματα από το πουθενά, αλλά δανείζουν τα ποσά που δανείζονται οι ίδιες από τις κεντρικές τράπεζες.
Επειδή όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο, αφού η ΕΚΤ απαιτεί ως ελάχιστο αποθεματικό κεφάλαιο το 1% των παρεχομένων δανείων, το 99% των δανειακών χρημάτων στην Ευρωζώνη δημιουργούνται από το πουθενά – ενώ υπάρχουν άλλες κεντρικές τράπεζες, όπως αυτές της Βρετανίας, του Καναδά και της Σουηδίας, οι οποίες δεν απαιτούν καθόλου αποθεματικά (ο%).
Αυτό σημαίνει με τη σειρά του ότι, η ποσότητα χρήματος στο εκάστοτε κράτος, εξαρτάται κυρίως από τις εμπορικές του τράπεζες και όχι από την κεντρική – οπότε είναι μεγάλος μύθος τα περί στενότητας ρευστότητας που ακούγονται η οποία, όταν διαπιστώνεται, οφείλεται συνήθως στην έλλειψη αξιόχρεων οφειλετών. Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται ο συνεχής περιορισμός του δανεισμού των νοικοκυριών στην Ελλάδα, λόγω του οποίου μειώνεται διαρκώς η ποσότητα χρήματος – οπότε η χώρα «στραγγαλίζεται».
Αυτό που συμβαίνει βέβαια στη χώρα μας οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην εγκληματική υφεσιακή πολιτική που της επιβλήθηκε, όπως είναι οι μειώσεις των μισθών και η αύξηση των φόρων – η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την υπερχρέωση των νοικοκυριών, καθώς επίσης των επιχειρήσεων, οπότε την έλλειψη αξιόχρεων δανειοληπτών.
(β)  Όσον αφορά τώρα το διακανονισμό των πληρωμών των τραπεζών μεταξύ τους, το πρόβλημα παρουσιάζεται όταν ο δανειολήπτης της τράπεζας, αυτός δηλαδή που στο παράδειγμα μας δανείσθηκε 5.000 € για να αγοράσει τα έπιπλα του, πληρώνει το κατάστημα που του τα πούλησε.
Ειδικότερα, εάν ο καταστηματάρχης έχει το λογαριασμό του στην ίδια τράπεζα Α, τότε δεν υπάρχει πρόβλημα – αφού η τράπεζα κάνει απλά «συμψηφιστικές» εγγραφές μεταξύ τους, οπότε δεν χρειάζεται καθόλου να χρησιμοποιήσει τα αποθεματικά της κεφάλαια στην κεντρική, όπως υποχρεούται όταν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Αναλυτικότερα, όταν ο καταστηματάρχης έχει το λογαριασμό του σε άλλη τράπεζα, στη Β, τότε δημιουργείται μία απαίτηση της Β προς την Α – αφού οι τράπεζες δεν αποδέχονται τα λογιστικά χρήματα των άλλων τραπεζών, αλλά μόνο τα κεντρικά χρήματα. Δηλαδή, είτε μετρητά, είτε τις ρεζέρβες τους στην κεντρική.
Περαιτέρω, όλες οι εμπορικές τράπεζες διατηρούν λογαριασμούς στην κεντρική, στους οποίους έχουν τα αποθεματικά τους κεφάλαια – μέσω αυτών των λογαριασμών δε, διακανονίζουν τις μεταξύ τους πληρωμές. Φυσικά μόνο οι τράπεζες έχουν πρόσβαση στην κεντρική και όχι οι ιδιώτες – ενώ οι τράπεζες δεν μπορούν να δανείσουν τις ρεζέρβες τους (ελάχιστα αποθεματικά), σε μη τράπεζες.
Στα πλαίσια αυτά, η τράπεζα Α για να πληρώσει την τράπεζα Β θα έπρεπε, μεταξύ άλλων, είτε να έχει ανάλογα αποθεματικά κεφάλαια στην κεντρική, είτε να δανειστεί από τη διατραπεζική αγορά τα αποθεματικά κεφάλαια κάποιας άλλης. Έναντι εγγυήσεων βέβαια και για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα – με την υποχρέωση να «αγοράσει ξανά» τις εγγυήσεις πίσω, άρα να επιστρέψει τα δανεικά, σε μία προκαθορισμένη τιμή (επιτόκιο).
Αυτό δεν συμβαίνει όμως σε καθημερινή βάση, δεν διακανονίζουν δηλαδή αμέσως τους λογαριασμούς τους οι τράπεζες – δεν πληρώνει στο παράδειγμα μας η τράπεζα Α την τράπεζα Β όταν δημιουργείται η απαίτηση, αλλά μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Ως εκ τούτου, το ποσόν που στην πραγματικότητα χρειάζεται η τράπεζα Α δεν είναι τα 5.000 € που οφείλει – επειδή συμβαίνει το αντίθετο με την τράπεζα Β, πελάτες της οποίας έχουν το λογαριασμό τους στην τράπεζα Α.
Χωρίς να επεκταθούμε σε περιττές λεπτομέρειες, το ποσόν που τελικά χρειάζεται η τράπεζα Α για να πληρώσει την τράπεζα Β, είναι αυτό που απομένει αφού συμψηφιστούν οι συναλλαγές των διαφόρων πελατών και των δύο τραπεζών – γεγονός που σημαίνει ότι, όσο πιο μεγάλη είναι μία τράπεζα, τόσο μικρότερες πιθανότητες έχει να πληρώσει κάποια άλλη, επειδή οι συναλλαγές της είναι περισσότερες.
Επομένως, η χρήση των χρημάτων των κεντρικών τραπεζών για την παροχή δανείων είναι πολύ μικρή τελικά –οπότε πράγματι οι εμπορικές τράπεζες δημιουργούν τα χρήματα από το πουθενά, μέσω του δανεισμού των πελατών τους. Αυτό σημαίνει ότι, η ισχύς τους είναι τεράστια, καθώς  επίσης η κερδοφορία τους όταν δεν έχουν επισφάλειες (=κόκκινα δάνεια) – αφού, εάν υπολογίσει κανείς το επιτόκιο χορηγήσεων στο 1% των χρημάτων που πραγματικά διαθέτουν, τότε μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και το 500% ετησίως!
Αυτό που έχει σημασία λοιπόν είναι η ύπαρξη αξιόχρεων οφειλετών, έτσι ώστε να αυξάνουν οι τράπεζες το δανεισμό τους, χωρίς να διακινδυνεύουν να χάσουν τα χρήματα τους – ενώ ουσιαστικά είναι υποχρεωμένες από το νόμο να δανείζουν έναντι εγγυήσεων, αφού φυσικά ελέγξουν προσεκτικά την πιστοληπτική ικανότητα των πελατών τους (κάτι που «ατόνησε» προκλητικά τα τελευταία χρόνια, πριν το 2007). Βέβαια, αυτό που τις ενδιαφέρει δεν είναι φυσικά να κατάσχουν τις εγγυήσεις – αλλά να είναι εξασφαλισμένη η επιστροφή των χρημάτων από τους δανειολήπτες τους.
Σε κάθε περίπτωση, για να διενεργηθούν επενδύσεις δεν είναι απαραίτητο να υπάρχουν αποταμιεύσεις ή καταθέσεις στις τράπεζες – για τη λήψη δανείων από τους επιχειρηματίες. Το σημαντικότερο είναι να υπάρχει ζήτηση, η οποία να δημιουργεί ανάγκες νέου παραγωγικού δυναμικού – καθώς επίσης μία υγιής αγορά, στην οποία να μην διακινδυνεύουν οι τράπεζες τα δάνεια που παρέχουν.
Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν διαθέτει τίποτα από τα δύο, κυρίως λόγω της πολιτικής που της επιβλήθηκε από την Τρόικα και ειδικά από τη Γερμανία, με στόχο τη λεηλασία της – οπότε δεν είναι υπεύθυνη η έλλειψη ρευστότητας για την τρομακτική ύφεση που έχει βιώσει τα τελευταία χρόνια ή για την αδυναμία ανάπτυξης σήμερα και στο μέλλον λόγω της θηλιάς του μεσοπρόθεσμου, αλλά η οικονομική κατάσταση, στην οποία εξαναγκάσθηκε.
Πολύ σημαντικό εν προκειμένω είναι η κατάρρευση των τιμών της ακίνητης περιουσίας, αφού μειώνει ανάλογα τις εγγυήσεις των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, για το δανεισμό τους από τις τράπεζες και τη διενέργεια επενδύσεων – γεγονός που επιδεινώνεται φυσικά από τις κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς, αφού αυξάνει η προσφορά ακινήτων στην αγορά, οπότε μειώνονται οι τιμές τους ακόμη περισσότερο. Η κατάσταση αυτή θεωρούμε πως θα αντιστραφεί με εντυπωσιακό ρυθμό, όταν αλλάξει ιδιοκτησία η Ελλάδα – οπότε οι νέοι της ιδιοκτήτες θα κερδίσουν πάρα πολλά χρήματα, απλά και μόνο από την ανάκτηση της φυσιολογικής αξίας των ακινήτων που θα αγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές.
Επίλογος    
Ολοκληρώνοντας, η δημιουργία χρημάτων από το πουθενά, εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών, με την παροχή δανείων, δεν είναι προβληματική μόνο επειδή οι τράπεζες κερδίζουν τεράστια ποσά, απολαμβάνοντας το συγκεκριμένο «βασιλικό προνόμιο» – αλλά, επίσης, λόγω του ότι αυτά τα χρήματα δεν είναι επαρκώς προστατευμένα.
Ειδικότερα, επειδή τα λογιστικά χρήματα, από τεχνικής πλευράς, αποτελούν υποχρεώσεις της τράπεζας απέναντι στους πελάτες της, υπάρχει κίνδυνος να καταστραφούν («καούν») στην περίπτωση της πτώχευσης της τράπεζας – όπου, στην περίπτωση της χρεοκοπίας ενός ορισμένου αριθμού τραπεζών, απειλείται σε μεγάλο βαθμό το χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας που συμβαίνει.
Επειδή δε οι τράπεζες είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό δικτυωμένες μεταξύ τους, η «πυρκαγιά» μεταφέρεται εύκολα από τη μία χώρα στην άλλη – με εξαιρετικά καταστροφικές συνέπειες. γενικότερα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη.
Ακριβώς για το λόγο αυτό, ο νομοθέτης έχει εγκαταστήσει ειδικές υπηρεσίες πιστωτικού ελέγχου, το αντικείμενο των οποίων είναι η θεσμοθέτηση κριτηρίων/κανόνων για την παροχή δανείων – καθώς επίσης η παρακολούθηση της τήρησης τους από τις τράπεζες.
Εν τούτοις, τα τελευταία τριάντα χρόνια η ευθύνη αυτή μεταφέρθηκε στις ίδιες τις τράπεζες, σε μεγάλο βαθμό, καθώς επίσης στις εταιρείες αξιολόγησης, οι οποίες όμως πληρώνονται από αυτούς που ελέγχουν – γεγονός που συνιστά τη βασική αιτία της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007, η οποία προκλήθηκε από το εξαιρετικά ανεπαρκές ρυθμιστικό σύστημα της λειτουργίας των εμπορικών τραπεζών, με αποτέλεσμα να ιδιωτικοποιούν τα κέρδη, κοινωνικοποιώντας τις ζημίες.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου