Σελίδες

Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2018

ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ : Η ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40


Η Γερμανική πολιτική ανατροπής του Ευρωπαϊκού status quo δεν μπορούσε παρά να έχει αντίκτυπο και στα Βαλκάνια. Η Βουλγαρία, η μόνη χώρα της Βαλκανικής χερσονήσου που συμφωνούσε με μια τέτοια πολιτική, προσδέθηκε στο Γερμανικό άρμα. Η Γιουγκοσλαβία διατηρούσε καλές σχέσεις και με τους δύο Ευρωπαϊκούς πόλους (Λονδίνο - Ρώμη), οδηγούμενη ουσιαστικά σε απραξία. Η Τουρκία, σύμμαχος της Μεγάλης Βρετανίας από τον Οκτώβριο του 1939, δεν επεδείκνυε διάθεση για συμμετοχή σε ένοπλη σύρραξη...



Σύμφωνα με τη συνθήκη Ελλάδας - Τουρκίας του 1933, η Τουρκία θα συνέδραμε την Ελλάδα σε περίπτωση Ελληνο-Βουλγαρικής σύρραξης, ωστόσο υπήρχαν επιφυλάξεις για τη διάθεση της Άγκυρας να τηρήσει τις υποχρεώσεις της. Συνεπώς η Ελλάδα μπορούσε να υπολογίζει σε βοήθεια μόνο από το Λονδίνο. Η εκδήλωση όμως της επίθεσης των Γερμανών τον Ιούλιο του 1940, παρά την επιτυχή έκβαση της "Μάχης της Βρετανίας", στέρησε τις όποιες δυνατότητες είχε η σύμμαχος χώρα να βοηθήσει την Ελλάδα και έθεσε υπό αμφισβήτηση την εφαρμογή της πολιτικής των εγγυήσεων του Λονδίνου προς την Αθήνα. 

Ο Χίτλερ από την άλλη επιθυμούσε ταχεία λύση των Βαλκανικών εκκρεμοτήτων, προκειμένου ν’ αποδεσμεύσει ικανό αριθμό δυνάμεων για την επιχείρηση "Barbarossa" εναντίον της Μόσχας. Στα πλαίσια αυτά, η εκκαθάριση των αμφιταλαντευόμενων χωρών (Ελλάδας και Γιουγκοσλαβίας) ανατέθηκε από το Χίτλερ στο Μουσολίνι, ο οποίος επιθυμούσε διακαώς να προσεταιριστεί μέρος της δόξας του Άξονα. Από στρατιωτικά απομνημονεύματα, ημερολόγια πολιτικών και στρατιωτικών, καθώς και έγγραφα Γερμανικών μυστικών υπηρεσιών, προκύπτει πως η Ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας είχε σχεδιαστεί εκ των προτέρων.

Η κατάληψη της Αλβανίας από τους Ιταλούς στις 7 Απριλίου του 1939 αποτέλεσε το πρώτο και απαραίτητο βήμα για την επίθεση εναντίον της Ελλάδας. Οι πολεμικές προετοιμασίες, ωστόσο, δεν εμπόδιζαν την Ιταλική κυβέρνηση να ασκεί μια έντονη και αυξανόμενη διπλωματική πίεση. Κορύφωση των Ιταλικών προκλήσεων ήταν ο τορπιλισμός του ευδρόμου "ΕΛΛΗ" στις 15 / 8 / 1940 στην Τήνο. Διπλωματικές πληροφορίες και γεγονότα έδειχναν ότι η ώρα της Ιταλικής επίθεσης πλησίαζε. Πράγματι, στις 28 Οκτωβρίου ο Πρέσβης της Ιταλίας στην Αθήνα επέδιδε το γνωστό τελεσίγραφο της Ιταλικής κυβέρνησης που ανήγγειλε την Ιταλική εισβολή.

Το πρώτο Λακωνικό ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου Στρατού είχε ως εξής:

"Αι Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από της 5ης πρωινής σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους".

ΕΓΚΑΙΡΕΣ ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 

Την ανάγκη προπαρασκευής της Χώρας για την επερχόµενη µεγάλη σύγκρουση και την επιβαλλόµενη ανάληψη εκτάκτων µέτρων συνέλαβε µεταξύ των πρώτων ο µεγάλος πολιτικός Ε. Βενιζέλος το 1934. Στην έκδοση της εφηµερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ του 1948, διαβάζουµε ότι ο Ε. Βενιζέλος σε ιδιόγραφες σηµειώσεις του που κρατούσε το 1934 και βρέθηκαν µετά το θάνατο του το 1936, έγραφε µεταξύ άλλων:

  • "Πρέπει καί εις τήν εκ τής πλειοψηφίας τής Βουλής σχηµατιζοµένην Κυβέρνησιν νά δοθή µείζων ελευθερία κινήσεως."
  • "Πρέπει νά δύναται νά θέτη Νόµους, αφού γνωµοδοτήσουν επ' αυτών τό Οικονοµ(ικόν) Συµβούλιον καί τό Συµβούλιον τής Επικρατείας."
  • "Η Βουλή συνέρχεται κατ' έτος εις τρείς τακτικάς συνόδους, εκάστη τών οποίων δέν δύναται νά διαρκέση πλείονας των 3 εβδοµάδων."
  • "Η πρώτη άλλωστε µετά τήν εκλογήν τού Προέδρου Κυβέρνησις, αφού λάβη τήν εµπιστοσύνην τής Βουλής και περάτωση τήν αναθεώρησιν τού πολιτεύµατος, θά κυβέρνηση επί έν καί ήµισυ έτος άνευ παρουσίας τής Βουλής."

Στην εισαγωγή του Ν. Τωµαδάκη, ο οποίος σηµειώνει ότι εθαύµαζε τον Ε. Βενιζέλο, διαβάζουµε µεταξύ άλλων:

"Τόν Οκτώβριο τού 1934 ο Βενιζέλος ευρίσκετο εις τά Χανιά. Έµπροσθέν του υπήρχαν δύο δρόµοι: Ο δρόµος της επαναστάσεως (τόν οποίον µοιραίως καί υπό τήν πίεσιν των πολιτικών του φίλων ηκολούθησε τήν 1ην Μαρτίου τού εποµένου έτους 1935) καί ο δρόµος τής συνταγµατικής µεταβολής. Καί η δευτέρα αυτή οδός ήτο κατά βάσιν επαναστατική, αλλά τά γενησόµενα θά εκαλύπτοντο υπό τής νοµιµότητος. Καί γνωρίζοµεν πόσον ο Ε. Βενιζέλος ήτο ζηλοτύπως προσκεκολληµένος πρός αυτόν τόν τύπον νοµιµότητος."

  • "Ο Βενιζέλος, πέραν τού εσωτερικού ζητήµατος τό οποίον πολιτικώς εξεµεταλλεύετο, έβλεπεν ευρύτερον την διαµορφουµένην εις τήν Ευρώπην κατάστασιν."
  • "Ο Βενιζέλος ησθάνετο ότι έπρεπε νά προπαρασκευασθώµεν διά τήν επικειµένην µεγάλην σύγκρουσην, διά τήν οποίαν εγκαιρότατα ωµίλησεν άλλος 'Ελλην πολιτικός, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος. Αλλ' η κρατική µηχανή δέν ελειτούργει ως έδει."
  • "Νοµίζω ότι η σειρά τών σκέψεων του Βενιζέλου ήτο η εξής:

➢ Εκλογή αυτού τού ιδίου ως Προέδρου τής ∆ηµοκρατίας.
➢ ∆ιάλυσις τής Βουλής κατόπιν συγκαταθέσεως τής εις αυτόν πειθηνίου Γερουσίας.
➢ Προκήρυξις εκλογών αναθεωρητικής Βουλής, µέ συγκεκριµένον πρόγραµµα µεταβολής του     Πολιτεύµατος, εις τρόπον ώστε νά ενισχυθή η εκτελεστική εξουσία, νά περιορισθούν τά δικαιώµατα τής Βουλής καί νά διοικηθώµεν επί έν καί ήµισυ έτος συγκεντρωτικώς."


Μετά την αποτυχία του µεγάλου στρατιωτικού κινήµατος του Ε. Βενιζέλου του Μαρτίου του 1935, για την ένοπλη κατάληψη της εξουσίας και εφαρµογή των προαναφερθέντων µέτρων, επακολούθησε ο θάνατός του τον Μάρτιο του 1936. Περί τα τέλη Απριλίου 1936 απέθανε αιφνιδίως ο Πρωθυπουργός Κ. ∆εµερτζής και τον αντικατέστησε ο τότε Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Στρατιωτικών Ι. Μεταξάς. Ακολούθως η Κυβέρνηση Ι. Μεταξά, µετά τις Προγραµµατικές της ∆ηλώσεις, έλαβε ψήφο εµπιστοσύνης της Βουλής, µε 241 ψήφους υπέρ, 16 κατά και 4 αποχές.

Μετέπειτα η Βουλή διέκοψε επί πεντάµηνο διάστηµα τις εργασίες της, από του Μαΐου µέχρι και του Σεπτεµβρίου 1936. Με έγκριση του Βασιλέως Γεωργίου Β, τον Αύγουστο του ιδίου έτους, ο Πρωθυπουργός Ι. Μεταξάς, ανέστειλε την ισχύ µερικών εκ των άρθρων του Συντάγµατος και προχώρησε στην εξ αποτελέσµατος επιτυχηµένη προπαρασκευή της Χώρας για την αντιµετώπιση της επερχόµενης λαίλαπας του Β΄ Π.Π. Γίνεται καταφανές ότι και οι δύο αυτοί Πολιτικοί αντιµετώπιζαν κατ’ ανάλογο τρόπο την ανάγκη προετοιµασίας της Πατρίδας.

Η ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ Ε.Δ. ΠΡΙΝ ΤΟ 1936

Συµφωνά µε το Πρακτικό του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συµβουλίου υπ' αριθµόν 122 της 14 / 12 /1932:

"Η κατάστασις αµύνης της Χώρας είναι αυτόχρηµα τραγική και απαιτείται η από τούδε µεθοδική συµπλήρωσις των ελλείψεων προς εξασφάλισιν µιας στοιχειώδους αµύνης, άνευ της οποίας κινδυνεύει η υπόστασις ηµών ως Κράτους. Ο Στρατός Ξηράς στο τέλος της Αβυσσηνιακής κρίσεως (1935 - 36), είχε σοβαρότατες ελλείψεις σε πολεµικό υλικό, πράγµα που καθιστούσε προβληµατική την επιστράτευση σε περίπτωση πολέµου. Το Ναυτικό διέθετε ελάχιστες ετοιµοπόλεµες και σύγχρονες µονάδες, ενώ υπήρχε παντελής έλλειψη Παρακτίου Οχυρώσεως. Η Αεροπορία δεν αποτελούσε υπολογίσιµη δύναµη, από άποψη αεροπλάνων και προσωπικού."

"Το Ναυτικό διέθετε ελάχιστες ετοιµοπόλεµες και σύγχρονες µονάδες, ενώ υπήρχε παντελής έλλειψη Παρακτίου Οχυρώσεως. Από αυτό το κατώτατο λοιπόν επίπεδο έπρεπε να αρχίσει η προσπάθεια για την ανάπτυξη των αναγκαίων αµυντικών δυνατοτήτων. Σηµειώνεται ότι όλη η προς πόλεµο Ελληνική προπαρασκευή έγινε επιτυχώς στο διάστηµα 1936 - 40, όπως εκ των αποτελεσµάτων συνάγεται, χωρίς ξένη δωρεάν οικονοµική βοήθεια και µε ίδια µέσα. Οι δαπάνες για την Εθνική µας Άµυνα µεταξύ 1923 - 36 ανήλθαν σε 3 δισ δρχ, ενώ κατά το διάστηµα 1936 - 40 ήταν περίπου πενταπλάσιες ήτοι 15,7 δισ δρχ.

Η Γερµανία, για να κερδίσει την ουδετερότητα µας σε ένα µελλοντικό πόλεµο, ενίσχυε αποτελεσµατικά την οικονοµία της Ελλάδας, µέχρι σηµείου να αγοράζει όλα τα καπνά µας για περίοδο 6 ετών, να καλύπτει σχεδόν όλο το εξαγωγικό µας εµπόριο και να µας χορηγεί σηµαντικά δάνεια για εξοπλισµούς, δεχόµενη επίσης πληρωµές µε συµψηφισµό (κλήριγκ). Η Αµερική και οι άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες µε τις οποίες συµµαχήσαµε το 1940, όπως π.χ. η Αγγλία και Γαλλία, δεν έδιναν την αναµενόµενη οικονοµική συµπαράσταση στην Ελλάδα και για τις παραγγελίες πολεµικού υλικού απαιτούσαν πληρωµές σε συνάλλαγµα.

Η εκτεταµένη προπαρασκευή της Ελλάδας µε ίδια µέσα, για να αντιµετωπίσει τις προβλεπόµενες επιθέσεις του Άξονα, απετέλεσε ένα τιτάνιο επίτευγµα, ακόµη και για τα σηµερινά δεδοµένα. Ακολούθως επιχειρείται µια συνοπτική προσέγγιση του σηµαντικού αυτού παράγοντα, που στήριξε την Ελληνική συµβολή στη συµµαχική Νίκη στον Β΄ ΠΠ, για να φωτισθούν πολλές πτυχές, άγνωστες στο ευρύτερο κοινό.

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ '40

Σε αντίθεση προς την σηµερινή εποχή, κατά την οποία υπερτονίζονται κυρίως τα δικαιώµατα του Πολίτη, ενώ παρασιωπούνται συνήθως οι υποχρεώσεις του, στα χρόνια που προηγήθηκαν του ΄40, οι τότε πνευµατικοί, πολιτικοί, στρατιωτικοί και θρησκευτικοί ταγοί, είχαν φροντίσει να προβληθούν και κατανοηθούν κυρίως οι υποχρεώσεις µας προς την Πατρίδα. Για να είµαστε όµως δίκαιοι, πρέπει να αναγνωρίσουµε, ότι την περίοδο του ’40 προείχε η αίσθηση του χρέους προς την Πατρίδα όχι µόνο στην Ελλάδα, αλλά και στα στρατόπεδα των άλλων εµπολέµων.

Αυτό βοήθησε στο να αναπτυχθεί µια µέχρις αυτοθυσίας συνειδητή φιλοπατρία, της οποίας συναντάµε πολλά δείγµατα. ∆εν είναι πρακτικώς δυνατόν να αναφερθούµε εδώ σε κάθε περίπτωση. Για να φωτίσουµε όµως το γεγονός αυτό, σταχολογούµε ακολούθως µερικές χαρακτηριστικές και εν πολλοίς άγνωστες περιπτώσεις, που τιµούν τους πρωταγωνιστές τους και επιβεβαιώνουν τον κανόνα.

ΥΛΙΚΗ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΡΑΤΟΥ ΞΗΡΑΣ 

Η προσπάθεια γιά την προετοιµασία του Στρατού Ξηράς, συγκεντρώθηκε ειδικότερα στους ακόλουθους τοµείς:

  • Εφοδιασµό πολεµικού υλικού
  • Οχύρωση Ελληνο-Βουλγαρικών συννόρων
  • Συµπλήρωση οδικού δικτύου προς Βουλγαρία
  • Αναθεώρηση Σχεδίων Αµύνης εξ απειλών από τους βόρειους γείτονές µας
  • Αναθεώρηση Σχεδίου Επιστρατεύσεως
  • Αύξηση θητείας στρατευσίµων



Από 1 Αυγούστου 1936, όταν η Αρχηγεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού ανατέθηκε στον Αντιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο, εντάθηκε σηµαντικά η προπαρασκευή, σε όλους τους προαναφερόµενους τοµείς. Ακολούθως θα περιοριστούµε, για την οικονοµία του χώρου, στα τεράστια, αλλά λίγο γνωστά, έργα κατασκευής και εξοπλισµού 21 µεγάλων µονίµων οχυρών στην Ελληνο-Βουλγαρική µεθόριο, µήκους 500 περίπου χιλιοµέτρων. Αυτά έγιναν την περίοδο 1936 - 40 και παρέµειναν γνωστά ως αµυντική «Γραµµή Μεταξά».

Οι περισσότεροι έχουµε ίσως ακούσει µόνο για ένα από αυτά, το οχυρό «Ρούπελ» και αγνοούµε ενδεχοµένως την ύπαρξη άλλων 20 επίσης σηµατικών οχυρών, µε συνολικό µήκος υπογείων στοών και υπογείων καταφυγίων 37 χιλιοµέτρων, διανοιγµένων µέσα στα βουνά, χωρίς βεβαίως τα σηµερινά µέσα. Η κατασκευή αυτών των οχυρών, απετέλεσε ένα Ελληνικό άθλο, όπως περιγράφεται κατωτέρω. Τα κυριότερα στοιχεία και οι διαπιστώσεις που ακολουθούν για τη «Γραµµή Μεταξά», προέρχονται από συνοπτική παρουσίαση του οµότιµου Καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Θεοδόσης Π. Τάσιος, ο οποίος έγραψε για τα εν λόγω 21 οχυρά:

1. Τώρα που προωθούνται (ή συνωθούνται) τα Μεγάλα Τεχνικά Έργα. Τώρα που τα έργα Πολιτικού Μηχανικού (µαζί µε τα οικοδοµικά) αναγνωρίσθηκαν ως η µεγαλύτερη Βιοµηχανία της Χώρας. Τώρα που ο εθνικός κοµφουζιονισµός αµβλύνεται και επιτρέπει την υπέρβαση της φαρισαϊκής εξίσωσης «εργολάβος ίσον απατεών». Τώρα είναι (επιτέλους) καιρός ν' αναµνησθούµε ότι Ελληνικά χέρια, Ελληνικά λεφτά, Ελληνική διευθυντική οργάνωση κι Ελληνική τεχνογνωσία, κατασκεύασαν (πριν από 65 χρόνια) ένα µέγιστο τεχνικό έργο:

Την οχύρωση των Βορείων Συνόρων της Χώρας, κατασκευασµένη απ' τον Ελληνικό Στρατό κι απ' τους Έλληνες Μηχανικούς. Στη συνοριακή γραµµή Ελλάδας - Βουλγαρίας, κατασκευάσθηκαν 21 Οχυρά (µεταξύ των οποίων η Παπαδοπούλα, το Ιστίµπεη, το Αρπαλούκι, το Ρούπελ, το Περιθώρι, το Πυραµιδοειδές κ.ά.). Το καθένα-τους ήταν ένα περίκλειστο έργο ικανό να αµυνθεί προς κάθε κατεύθυνση, µε επιφανειακά έργα βολής (πυροβόλων, όλµων, βοµβιδοβόλων, πολυβόλων κλπ.).

Και µε ποικίλα άλλα υπόγεια έργα εγκαταστάσεων υποστήριξης (διοικητήριο, θάλαµοι, διαβιβάσεις, µαγειρεία, αποθήκες κάθε είδους, δεξαµενές, νοσοκοµείο, συστήµατα αερισµού και φωτισµού, αποχετεύσεις κλπ.). Ανάµεσα σε κάθε Οχυρό προς τα γειτονικά-του και προς τη µεθόριο, είχαν κατασκευασθεί έργα εκστρατείας και θέσεις µάχης για την επιβράδυνση του εχθρού, µαζί µε ισχυρά αντιαρµατικά κωλύµατα, οδικό δίκτυο κλπ.

Συνοπτική Παρουσίαση του Έργου:

  • Περίοδος 1937-1940
  • ∆απάνη 1,5 δισεκατοµµύριο τοτινές δραχµές (η σηµερινή ισοδυναµία των οποίων µπορεί να κυµαίνεται από 2 έως 20 τρισεκατοµµύρια δραχµές, ανάλογα µε τον τρόπο µε τον οποίον θα βρεθεί η αντιστοιχία).
  • Σύνολο ηµεροµισθίων 3.000.000
  • Μήκος υπογείων στοών 24.000 µ.
  • Μήκος υπογείων καταφυγίων 13.000 µ.
  • Υπόγειες και επιφανειακές εκσκαφές 900.000 κυβ.µ.
  • Τσιµέντο (ειδικό 500 χγ/εκ2, και κοινό) 66.000 τόνοι
  • Σκυροδέµατα (οπλισµένα και άοπλα) 180.000 κυβ.µ.
  • Σιδηροπλισµός 12.000 τόνοι
  • Σωλήνες αερισµού 17.000 µ.
  • Σωλήνες ύδρευσης 75.000 µ.
  • Σωλήνες αποχέτευσης 24.000 µ.

Κάθε σύγκριση µε τον υπόγειο σιδηρόδροµο των Αθηνών ή µ' οποιοδήποτε άλλο σύγχρονο τεχνικό έργο, κάνει τον θαυµασµό-µας να µεγαλώνει για το επίτευγµα εκείνο, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η διασπορά του έργου σε δυσπροσπέλαστα βουνά, οι δυσµενέστατες καιρικές συνθήκες (και το κράτος δυσάρεστων πολιτικών συνθηκών). Κι όµως, το δηµόσιο αυτό Έργο πραγµατοποιήθηκε φτηνά, σωστά και γρήγορα. Και είχαν βέβαια κι έναν µάνατζερ που λεγόταν Ελληνικός Στρατός - µια αναγνώριση η οποία δεν ακούγεται όσο συχνά οφείλεται.

2. Όσο για την στρατηγική αποδοτικότητα του Έργου, φαντασθήτε την προοπτική πλαισίωσής του µε τον κύριο όγκο του Στρατού Εκστρατείας, για την αντιµετώπιση του Βαλκανικού αντιπάλου, κατά του οποίου προοριζόταν το Έργο. Αντ' αυτού, η οχύρωση των Βορείων Συνόρων πλαισιώθηκε µόνον µε τα ανεπαρκέστατα υπόλοιπα του Ελληνο-Ιταλικού µετώπου. Παρά ταύτα, αν εξαιρέσετε τα δύο άκρα της Γραµµής των οχυρών (το µεθοριακό Μπέλες και τον Εχίνο / Νυµφαία µετά την εκκένωση της ∆υτικής Θράκης), οι Γερµανοί δεν παρεβίασαν πουθενά το φράγµα της οχυρωµένης Γραµµής Μπέλες - Νέστος.


Ούτε οι βοµβαρδισµοί του πολυάριθµου Γερµανικού πυροβολικού, ούτε οι βολές µε όπλα ευθυτενούς τροχιάς κατάφεραν τίποτα το ουσιώδες. Κι οι φρουρές των οχυρών αυτών µπόρεσαν κατ' επανάληψη να βγουν στην επιφάνεια, και να εκκαθαρίσουν τα Γερµανικά τµήµατα που είχαν «επικαθήσει» στον χώρο τους. Όταν µετά την συνθηκολόγηση, ο υποστράτηγος Schneider (επικεφαλής Γερµανικής Επιτροπής µελέτης της οχύρωσης) θα περπατήσει επί έναν µήνα τη Γραµµή, θα γράψει ότι: ''Τα οχυρά αυτά είχαν επιτύχει το βέλτιστο σε σύγκριση µε οποιαδήποτε άλλη ανάλογη οχυρωµατική Γραµµή στην Ευρώπη''. Και θα ζητήσει απ' τον καθηγητή της Γεωλογίας Μητσόπουλο, ερµηνεία της µεγάλης αντοχής του σκυροδέµατος των έργων.

3. Το Έργο µελετήθηκε εξ ολοκλήρου από το Μηχανικό του Ελληνικού Στρατού, αφού βεβαίως ο γενικός σχεδιασµός από τακτική άποψη είχε γίνει απ' το Πεζικό και το Πυροβολικό. ∆εν είναι µέσα στους σκοπούς αυτού του Σηµειώµατος να περιγράψει τις άλλες εκείνες «µάχες», τις διανοητικές, οι οποίες δόθηκαν για τη σύλληψη, την τεκµηρίωση, τον υπολογισµό, τη σχεδίαση και την προδιαγραφή του όλου εγχειρήµατος. (Ας θυµηθούµε και το ανάλογο του Αρχιµήδους µε τους γερανούς του, στην άµυνα των Συρακουσών).

Αλλά είναι ευχάριστο καθήκον να σηµειώσουµε εδώ και τον ρόλο του Ε.Μ. Πολυτεχνείου σ’ αυτήν την προσπάθεια, ιδίως όσον αφορά την όπλιση, τη σύνθεση και τον έλεγχο Ποιότητας του σκυροδέµατος του Έργου. Ο πρώτος Καθηγητής του Οπλισµένου Σκυροδέµατος στο
Πολυτεχνείο, ο Περικλής Παρασκευόπουλος, ήταν ένας από τους κυριότερους συνεργάτες αυτής της προσπάθειας. Η επίπονη και δυσχερέστατη κατασκευή του όλου Έργου έγινε υπό την έµπνευση, οργάνωση και συστηµατική επίβλεψη του Στρατού.

Ο κάθε «Αξιωµατικός Έργου» επιλεγόταν µε µεγάλη φροντίδα, και ήταν µια προσωπικότητα εκείνη την εποχή: Οι τεχνικές του γνώσεις, οι διευθυντικές και οικονοµολογικές του ικανότητες, (αλλά κυρίως µια δυσεύρετη εµµονή στο καθήκον), ήσαν απ' τα ουσιώδη εκείνα χαρακτηριστικά τα οποία όποιος Μηχανικός τα διαθέτει σήµερα γίνεται ζάπλουτος. Αλλά, η Ιστορία δεν επαινεί τις προσωπικότητες του Στρατού, απλώς διασώζει τα ονόµατα µόνον των κνώδαλων που γίνονται κινηµατίες.

4. Το Έργο ήταν ένα περίπλοκο άθροισµα ποικίλων έργων: Οδοποιία, Σήραγγες (οχυρά, διάδροµοι, υπνωτήρια, διαβιβάσεις, νοσοκοµεία, αποθήκες, δεξαµενές), Ύδρευση/Αποχέτευση, Αερισµός, Φωτισµός, Τάφροι και χαρακώµατα. Ο Στρατός (το «Φρούριο Θεσσαλονίκης», όπως ονοµάστηκε η ειδική Μονάδα) µελέτησε τις ανάγκες σε ειδικευµένο προσωπικό για το όλο εγχείρηµα, προώθησε τα κατάλληλα στελέχη αξιωµατικών του Μηχανικού (εν ενεργεία ή αποστράτων) και ιδιωτών Πολιτικών Μηχανικών και ανεζήτησε τους κατάλληλους Εργολάβους για την Κατασκευή.

Σπανιότατα ακολούθησε το σύστηµα δι' αυτεπιστασίας, παρ' όλο που είχε τη δυνατότητα αυτή. Οι διαγωνισµοί άρχισαν απ' το 1936 και συνεχίζονταν σταδιακά και µετά το 1939 - µέχρι και µετά την κήρυξη του πολέµου. Όπως ήταν φυσικό, η έλλειψη πείρας στην αρχή δηµιούργησε προβλήµατα: Ποιο τιµολόγιο και ποιες προδιαγραφές θα µπορούσαν να περιγράψουν τις απίστευτες και δυσπρόβλεπτες συνθήκες τέτοιων έργων. Και βρέθηκαν θερµόαιµοι υπηρεσιακοί παράγοντες (1936), οι οποίοι πρότειναν την έκπτωση των «δυστροπούντων» εργολάβων.

Το σοφό «Φρούριο Θεσσαλονίκης» όµως, είχε άλλη γνώµη, και έδωσε εντολή «να βελτιωθούν κατά το δυνατόν τα κονδύλια εκείνα τα οποία εζηµίωναν ίσως τους εργολάβους, λόγω των συνθηκών πραγµατοποιήσεως των κατασκευών». Οι φοβεροί εκείνοι Εργολάβοι δε, όταν στέρεψε το δηµόσιο χρήµα (1938 - 39), δέχθηκαν (άκουσον-άκουσον) να εργάζονται επί πιστώσει - να πληρωθούν δηλαδή την επόµενη χρονιά. Τέτοια ήταν η «µπέσα» της γενιάς εκείνης.

Ο Στρατός προµήθευε στους εργολάβους όλα τα βασικά υλικά (τσιµέντο, σίδερο, ελάσµατα, πασσάλους, παραπήγµατα, µηχανήµατα για εγκατάσταση - αλλά και ειδικό εξοπλισµό για την κατασκευή, όπως δονητές σκυροδέµατος). Ήταν δε ευρύτερη η ευφυΐα εκείνου του εργοδότη-µάνατζερ που ήταν ο Στρατός:

  • Τα τιµολόγια ήσαν κρυστάλλινα (για παράδειγµα, επιµετρούσαν και τις πάπιες/έδρανα των σιδηροπλισµών).
  • Η κοινωνική αντίληψη για τους εργαζόµενους ήταν µπροστά απ' την εποχή (π.χ. σε περιπτώσεις κακοκαιρίας, ο Στρατός πλήρωνε µέχρι 12 µισά µεροκάµατα κατά µήνα, κατευθείαν στο προσωπικό των εργολάβων).
  • Ο διοικητής της φρουράς του Οχυρού δεν είχε την παραµικρή δικαιοδοσία πάνω στο εργαζόµενο προσωπικό (ιδιώτες ή στρατιωτικούς).



5. Ακροθιγώς σηµειώνεται ότι από τα 14 Άρµατα Μάχης 6 - 7 τόνων, που είχαν παραγγελθεί την εξιστορούµενη περίοδο στην Αγγλία, κανένα δεν µας παραδόθηκε, διότι κρατήθηκαν για κάλυψη πολεµικών αναγκών της Μεγάλης Βρετανίας. Ανάλογες κατακρατήσεις βαρέων όπλων, που είχαν παραγγελθεί στη Γαλλία, έγιναν και από τη Γαλλική Κυβέρνηση µε την έκρηξη του Β΄ Π.Π.

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΚΟΥ ΝΑΥΤΙΚΟΥ 

"ΕΚΘΕΣΙΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ∆ΡΑΣΕΩΣ ΤΟΥ Β. ΝΑΥΤΙΚΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ 1940-1944".

Την Έκθεση συνέταξε βάσει επισήµων στοιχείων, ο επί Πρωθυπουργίας Σοφοκλή Βενιζέλου ανακληθείς ως Αντιναύαρχος στην ενέργεια το 1951 για το σκοπό αυτό και µετέπειτα Ακαδηµαϊκός ∆ηµήτριος Γ. Φωκάς:

  • "Τό πρόγραµµα αυτό απέβλεπε σαφώς εις τό νά προετοιµάση τήν Ελλάδα ναυτικώς ως σύµµαχον τής Αγγλίας καί νά την καταστήση ικανήν νά συνεισφέρη εις τήν συµµαχίαν συνδροµήν, βασιζοµένην ιδίως εις τήν πληρεστέραν αξιοποίησιν τής γεωγραφικής θέσεως."
  • "Οι πενιχροί οικονοµικοί πόροι τού κράτους δέν επέτρεπαν σηµαντικήν αύξησιν τών ναυτικών δυνάµεων. Περιωρίσθη εποµένως η προσπάθεια πρός αύξησιν τού Στόλου εις την παραγγελίαν τών δύο αρίστων αντιτορπιλλικών Β.ΓΕΩΡΓΙΟΣ καί Β.ΟΛΓΑ εις Αγγλίαν, συνδεοµένη µέ εντατικήν µέριµναν διά τήν τελειοτέραν κατά τό δυνατόν εκπαίδευσιν του Ναυτικού προσωπικού καί εις τήν ενδελεχεστέραν άσκησιν και οργάνωσιν τού Στόλου."
  • "Είχεν επίσης αποφασισθή η κατασκευή δύο ακόµη πανοµοιότυπων αντιτορπιλλικών (Β. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ και Β. ΣΟΦΙΑ), άτινα επρόκειτο νά ναυπηγηθούν εις τό νέον Ναυπηγείον τού Σκαραµαγκά, τό οποίον ιδρύετο κατά την ιδίαν εκείνην περίοδον. ..."
  • "∆έν έλλειψαν, εννοείται κατά τό διάστηµα τούτο συζητήσεις µεταξύ τών µελών τού ΑΝΣ διά τήν αγοράν καί άλλων Πλοίων, ειδικώς δύο Γερµανικών Υποβρυχίων καί τινών Τορπιλλακάτων, αίτινες όµως ένεκα αντιγνωµιών δεν ετελεσφόρησαν."
  • "Εστράφη δέ ιδιαιτέρως η προσοχή εις τήν οχύρωσιν των ακτών, τήν δηµιουργίαν ασφαλών εσωτερικών θαλασσίων οδών καί βάσεων, ώστε νά καταστή σηµαντικωτέρα µέν διά τούς Άγγλους η συµµετοχή τής Ελλάδος εις τήν συµµαχίαν, αφ ετέρου δε νά διασφαλισθούν περισσότερον αι παραίτητοι θαλάσσιοι µεταφοραί, αι απαιτούµεναι τόσον διά την κινητοποίησιν καί συγκέντρωσιν στρατού, όσον καί διά τον εφοδιασµόν τής Χώρας."

Η Έκθεση Φωκά αναφέρεται στο Επιτελικό πρόγραµµα προπαρασκευής της Χώρας για πόλεµο ως ακολούθως:

  • "∆ιά τήν από ξηράς άµυναν θά εχρησιµοποιείτο µόνον ο Ελληνικός στρατός. Αβεβαία καί απίθανος εφαίνετο άλλη βοήθεια. Απητείτο εποµένως εργασία διά τήν συγκρότησιν αξιοµάχου στρατού καί ανάλογον οχύρωσιν πρός άµυναν από επιθέσεως προερχοµένης εκ Βουλγαρίας."
  • "∆ιά τήν προστασίαν τής Χώρας από αποπείρας καταλήψεως της διά σοβαρών αποβατικών δυνάµεων, θά επήρκει η κάλυψις τού εγγύς ευρισκοµένου Αγγλικού Στόλου τής Μεσογείου, όστις θά επροστάτευεν επίσης καί τόν εκ τού εξωτερικού διά θαλάσσης εφοδιασµόν τής Ελλάδος."
  • "∆ιά τήν φύλαξιν τών Ελληνικών ακτών από αιφνιδιαστικών επιθέσεων, ορµώµενων είτε από τά ∆ωδεκάνησα, είτε από τους Ιταλικούς λιµένας τής Νοτίου Αδριατικής, δέν ήτο δυνατόν να επιζητηθή η µόνιµος παραµονή Αγγλικών Ναυτικών ∆υνάµεων εις Ελληνικά ύδατα. 'Επρεπεν εποµένως νά ληφθή πρόνοια οχυρώσεως τών ζωτικότερων σηµείων τών Ελληνικών παραλίων, οχυρώσεως ήτις θά ηδύνατο νά κράτηση τάς επιτιθέµενας εχθρικάς δυνάµεις, µέχρις εµφανίσεως του καλύπτοντος εξ αποστάσεως Αγγλικού Στόλου."



Εκτός από τα 21 µεγάλα µόνιµα Οχυρά της Γραµµής Μεταξά, που κατασκευάστηκαν από Ελληνικά χέρια και χρήµατα την περίοδο 1936-40 κυρίως στα Ελληνοβοολγαρικά σύνορα, τα µεγαλύτερα των οποίων παρέµειναν απόρθητα στις λυσσώδεις Γερµανικές επιθέσεις και προς τους υπερασπιστές τους οι Γερµανοί παρουσίασαν όπλα, έγιναν επίσης και εξοπλίστηκαν πλήρως και τα ακόλουθα 8 µεγάλα Παράκτια Οχυρά:

  • Βόρειο Οχυρό Αιγίνης,
  • Νότιο Οχυρό Αιγίνης,
  • Οχυρό Φλεβών,
  • Οχυρό Αράξου,
  • Οχυρό Νοτίου Ευβοϊκού,
  • Οχυρό Bορείου Ευβοϊκού,
  • Οχυρά Καραµπουρνού και Τούζλα στην περιοχή του Μεγάλου Εµβόλου στο Θερµαϊκό Κόλπο.

Για τα εν λόγω Παράκτια Οχυρά σηµειώνει η Έκθεση Φωκά:

  • "Τό έργον υπήρξε κατ' εξοχήν τεχνικόν καί δυσχερές, η δε επιτυχής πραγµατοποίησίς του, συµπεριλαµβανοµένης καί της µεταφοράς καί επιτυχούς εγκαταστάσεως επί κορυφής της Αιγίνης τών δύο διδύµων πύργων τών 12"/45 τού θωρηκτού ΛΗΜΝΟΣ, ολικού βάρους εκάστου τούτων 900 τόνων, απετέλεσε πραγµατικόν άθλον, άνευ προηγουµένου εν Ελλάδι καί τίτλον τιµής διά τήν Υπηρεσίαν τού Β. Ναυτικού, όσον και διά τήν Ελληνικήν Βιοµηχανίαν."
  • "Ούτω κατά τήν έκρηξιν τού ∆ευτέρου Παγκοσµίου Πολέµου, τά Οχυρά ευρέθησαν εις ικανοποιητικόν βαθµόν ετοιµότητας, διά νέας δέ εντατικής προσπάθειας τό όλον έργον της Παρακτίου Αµύνης, πλήν ελαχίστων λεπτοµερειών, είχε συµπληρωθεί κατά τάς παραµάνας τού Ελληνοϊταλικού Πολέµου..."

Και η Έκθεση Φωκά καταλήγει επί του θέµατος της προπαρασκευής του Πολεµικού µας Ναυτικού:

  • "Εν συµπεράσµατι δύναται νά λεχθή ότι, αναλόγως πάντοτε τών διατιθεµένων οικονοµικών µεσών τής Χώρας, η προετοιµασία τού Ναυτικού υπήρξε, όσον εστάθη δυνατόν, επαρκής καί ότι επιµελής ηµπορεί νά θεωρηθή η επί του προκείµενου εργασία τού ΓΕΝ.''
  • "Η εντατική προσπάθεια πρός συµπλήρωσιν τών αναγκών του Στρατού, είναι αληθές ότι περιώριζε σηµαντικώς τάς πιστώσεις τάς διατιθέµενος διά τό Ναυτικόν."
  • "Αναγκαστικώς λοιπόν περιωρίσθη η τόσον πολυδάπανος άλλοστε, απόκτησις νέων Πλοίων καί αι ολίγοι πιστώσεις διετέθησαν διά τήν εξακολούθησιν τού προγράµµατος των Οχυρώσεων καί τόν εφοδιασµόν τών Πολεµικών Πλοίων καί τών Αµυντικών Συγκροτηµάτων µέ τά απαραίτητα πυροµαχικά, τορπίλλας, νάρκας, ανθυποβρυχιακά δίκτυα, υλικά συντηρήσεως καί επισκευής, ιµατισµόν, διά τη δηµιουργίαν Κέντρου Εκπαιδεύσεως, και διά τήν ίδρυσιν τέλος τού Κρατικού Ναυπηγείου εις τόν Σκαραµαγκάν. ∆ιά τού Ναυπηγείου αυτού, τό οποίον καταστραφέν δυστυχώς κατά τον πόλεµον δεν επέπρωτο νά λειτουργήση, επροσδοκάτο ότι θα επετυγχάνετο καί η συστηµατική ανανέωσις των µαχίµων µονάδων τού Στόλου καί η ναυπήγησις εµπορικών πλοίων, αλλά καί η δηµιουργία συναφών ιδιωτικών βιοµηχανιών καί η παροχή εργασίας εις χιλιάδας εργατών."

Στην παγκοσµίως γνωστή και έγκυρη ετήσια έκδοση "JANE’s FIGHTING SHIPS" του 1939, σηµειώνεται ότι η Ελλάδα είχε Πρόγραµµα ναυπηγήσεως 12 Αντιτορπιλλικών µεταξύ των ετών 1937 - 1940 και 2 Υποβρυχίων. Τα Ναυπηγεία Σκαραµαγκά, ο Ναύσταθµος Σαλαµίνος καθώς και ο λιµένας του Πειραιώς, κατεστράφησαν από Αγγλοαµερικανικό βοµβαρδισµό στις αρχές του 1944, ενώ είχε ήδη κριθεί η τροπή του Πολέµου.

  • "∆έν πρέπει νά παροράται ότι εις τήν προσπάθειαν αυτήν τής πολεµικής παρασκευής, σηµαντικήν δυσκολίαν προσέθετε η έλλειψις επαρκούς εξωτερικού συναλλάγµατος. Οι Άγγλοι καί Αµερικανοί απήτουν την πληρωµήν τών Ελληνικών παραγγελιών εις Λίρας και ∆ολλάρια καί µόνον τά Κράτη τού Άξονος εδέχοντο το σύστηµα τού συµψηφισµού. Αναγκαστικώς λοιπόν εστράφη η Ελλάς διά προµηθείας της πρός τά εκεί και µόνον µέ τόν τρόπον αυτόν κατέστη δυνατόν να πραγµατοποιηθούν µερικαί Ελληνικαί Πολεµικαί παραγγελίαι, πληρωνόµεναι δι εξαγωγής καπνών, σταφίδων, µεταλλευµάτων καί άλλων προϊόντων της πτωχής Ελληνικής γής."



ΥΛΙΚΗ ΠΡΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ 

Η πρώτη ερασιτεχνική πτήση αεροπλάνου στην Ελλάδα, πραγµατοποιήθηκε το 1908. Στις αρχές του 1911 η Ελληνική Κυβέρνηση µετεκάλεσε Γαλλική Αποστολή, προς διοργάνωση Αεροπορικής Υπηρεσίας, για στις Ελληνικές Ένοπλες ∆υνάµεις. Οι πολεµικές αεροπορικές µονάδες που συγκροτήθηκαν, προσκολλήθηκαν χωριστά στο Στρατό Ξηράς και στο Πολεµικό Ναυτικό. Η πρώτη πτήση Στρατιωτικού αεροπλάνου στην Ελλάδα έγινε το 1912. Το 1917, το Πολεµικό Ναυτικό, το οποίο διέθετε Ναυτική Αεροπορία, εισηγήθηκε την ίδρυση στο Παλαιό Φάληρο Εργοστασίου Αεροπλάνων.

Η µεσολάβηση της Μικρασιατικής καταστροφής το 1922 ανέτρεψε τις προτεραιότητες και µόνο το 1924 έγινε δυνατή η κατάρτιση συµβάσεως µε Αγγλικό οίκο κατασκευής αεροπλάνων, για παραγωγή στην Ελλάδα του πρώτου διθεσίου Τορπιλοπλάνου και τη σύσταση του Ελληνικού Εργοστασίου Αεροπλάνων στο Παλαιό Φάληρο. Μετά τη λήξη της συµβάσεως µε τον Αγγλικό οίκο την 1 Ιανουαρίου 1938, το εν λόγω Εργοστάσιο περιήλθε στο κράτος και λειτούργησε έκτοτε ως Κρατικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων (ΚΕΑ).

Η Πολεµική µας Αεροπορία, που ξεκίνησε ουσιαστικά από το 1912 ως Αεροπορία Στρατού και Αεροπορία Ναυτικού, θεµελιώθηκε ως ενιαία Πολεµική Αεροπορία το 1930. Τότε η Πολεµική µας Αεροπορία (Π.Α.) διέθετε περί τα 50 αναγνωριστικά αεροσκάφη. Η πρώτη παραγγελία για την προετοιµασία της Π.Α. προς αντιµετώπιση των αναγκών που ανεµένετο να ανακύψουν από τη επικείµενη πολεµική σύγκρουση, έγινε 30 Σεπτεµβρίου 1936, µε την παραγγελία στην Πολωνία 36 αεροσκαφών διώξεως.

Τον ίδιο µήνα υπογράφηκε σύµβαση µε το ΚΕΑ, για τη συναρµολόγηση 30 εκπαιδευτικών αεροπλάνων. Μέχρι το 1939 παραγγέλθηκαν και παρελήφθησαν από Αγγλία, Γαλλία, Γερµανία και Πολωνία 128 αεροπλάνα διώξεως, βοµβαρδισµού, στρατιωτικής και ναυτικής συνεργασίας, 75 εκπαιδευτικά και 3 µεταφορικά για την Πολιτική Αεροπορία. Ακόµη 107 πολεµικά αεροπλάνα που είχαν παραγγελθεί την ίδια περίοδο στη Γαλλία και Αγγλία, δεν µας παραδόθηκαν, λόγω της εκρήξεως την 1 Σεπτεµβρίου 1939 του Β΄ ΠΠ.


ΤΑ ΤΡΙΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ '40 

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟ-ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 

Η Σύνθεση του Ελληνικού Στόλου το 1940 

Τον µικρό Ελληνικό Στόλο, που κλήθηκε να αντιµετωπίσει τον πανίσχυρο και σύγχρονο Ιταλικό, αποτελούσαν κυρίως τα ακόλουθα µάχιµα Πολεµικά Πλοία:

  • 1 Θωρηκτό 30 ετών, σε κακή κατάσταση, ιδίως των Λεβήτων (ΑΒΕΡΩΦ)
  • 1 Θωρηκτό παροπλισµένο (ΚΙΛΚΙΣ)
  • 2 Αντιτορπιλικά Αγγλικής κατασκευής, σύγχρονα, 2 περίπου ετών (Β.ΓΕΩΡΓΙΟΣ - Β.ΟΛΓΑ)
  • 4 Αντιτορπιλλικά Ιταλικής κατασκευής, 7 περίπου ετών, αλλά µε προβληµατικό Υλικό (ΨΑΡΑ - ΣΠΕΤΣΑΙ - Υ∆ΡΑ - ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ)
  • 4 Αντιτορπιλικά Αγγλικής κατασκευής, 30 περίπου ετών (ΛΕΩΝ - ΠΑΝΘΗΡ - ΑΕΤΟΣ - ΙΕΡΑΞ)
  • 6 Υποβρύχια Γαλλικής κατασκευής, εκ των οποίων τα 4 µεγαλύτερα περίπου 13 ετών (ΠΡΩΤΕΥΣ - ΓΛΑΥΚΟΣ - ΤΡΙΤΩΝ - ΝΗΡΕΥΣ) και 2 µικρότερου µεγέθους, περίπου 14 ετών (ΚΑΤΣΩΝΗΣ - ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ)
  • 4 Τορπιλοβόλα 350 τόννων, 35 ετών (ΘΥΕΛΛΑ - ΣΦΕΝ∆ΟΝΗ - ΝΙΚΗ - ΑΣΠΙΣ)
  • 4 Τορπιλοβόλα, 240 τόννων, 26 περίπου ετών (ΠΡΟΥΣΑ - ΠΕΡΓΑΜΟΣ - ΚΥΖΙΚΟΣ - ΚΙΟΣ)
  • 5 Τορπιλοβόλα 125 τόννων, 26 ετών (ΚΥ∆ΩΝΙΑΙ - ΑΙΓΛΗ - ΑΛΚΥΩΝΗ - ΑΡΕΘΟΥΣΑ - ∆ΩΡΙΣ)
  • 4 Ναρκαλιευτικά (ΑΛΙΑΚΜΩΝ - ΑΞΙΟΣ - ΝΕΣΤΟΣ - ΣΤΡΥΜΩΝ)
  • 1 Πλωτό Συνεργείο, 20 ετών (ΗΦΑΙΣΤΟΣ)

Από την Ιταλική Επίθεση Μέχρι την Κατάληψη της Κρήτης

Κυρία αποστολή του Πολεµικού µας Ναυτικού στη Μάχη της Ελλάδας ήταν η συνοδεία νηοποµπών που µετέφεραν προσωπικό και εφόδια δια θαλάσσης προς τους µαχόµενους στα βόρεια σύνορά µας. Αυτή η αποστολή εκτελέστηκε µε απόλυτη επιτυχία και χωρίς απώλειες, πλην αυτών που προκλήθηκαν µετά την Γερµανική επίθεση. Από τη δεύτερη ηµέρα της Ιταλικής επιθέσεως δύο Αντιτορπιλλικά µας έκαναν βοµβαρδισµούς µε τα πυροβόλα τους κατά εχθρικών θέσεων απέναντι από την Κέρκυρα.

Αργότερα, µοίρες Αντιτορπιλλικών, έκαναν τρεις φορές επιδροµές στην Αδριατική, παρά την εκεί κοντά ισχυρότατη παρουσία του Ιταλικού Στόλου. Τα Υποβρύχιά µας είχαν αναλάβει επίσης συστηµατικές και επιτυχείς προσβολές κατά εχθρικών πλοίων, που µετέφεραν εφόδια στον Ιταλικό Στρατό στην Αλβανία. Οι µεγάλες όµως ώρες στη δράση του Στόλου µας ξετυλίχτηκαν στις πολεµικές του αποστολές κυρίως στη Μεσόγειο, αλλά και αλλού, από το 1941 και µετά, κατά τη διάρκεια της κατοχής της Ελλάδας.

Η εν λόγω δράση συνεχίστηκε ακόµη και έπειτα από την απελευθέρωση της Ελλάδας, έως τη λήξη του Πολέµου τον Αύγουστο του 1945. Την περίοδο αυτή το Ναυτικό µας είχε την κυρία Βάση του στη Μ.Α. Πλοία του Ελληνικού Στόλου που απωλέστηκαν στις επιχειρήσεις γιά την άµυνα της Ελλάδας, από 28 Οκτωβρίου 1940 µέχρι 31 Μαίου 1941. Ο Στόλος µας πλήρωσε βαρύ τίµηµα κατά την πολεµική αυτή περίοδο κατά τη Μάχη της Ελλάδας, µε τις ακόλουθες απώλειες µαχίµων µονάδων του:

  • • 1 Θωρηκτό (ΚΙΛΚΙΣ 24/4/1941)
  • • 4 Αντιτορπιλικά (Β.ΓΕΩΡΓΙΟΣ 24/4/1941 - ΨΑΡΑ 20/4/1941 - Υ∆ΡΑ 22/4/1941 - ΛΕΩΝ 15/5/1941)
  • • 1 Υποβρύχιο (ΠΡΩΤΕΥΣ 29/12/1940)
  • • 10 Τορπιλοβόλα (ΚΙΟΣ 23/4/1941 - ΘΥΕΛΛΑ 22/4/1941 - ΠΡΟΥΣΑ 4/4/1941 - ΚΥΖΙΚΟΣ 25/4/1941 - ΠΕΡΓΑΜΟΣ 25/4/1941 - ΚΥ∆ΩΝΙΑΙ 26/4/1941 - ∆ΩΡΙΣ 23/4/1941 - ΑΛΚΥΟΝΗ 23/4/1941 - ΑΙΓΛΗ 24/4/1941 - ΑΡΕΘΟΥΣΑ 25/4/1941)
  • • 4 Ναρκαλιευτικά (ΑΞΙΟΣ 26/4/1941 - ΑΛΙΑΚΜΩΝ 21/4/1941 - ΝΕΣΤΟΣ 26/4/1941 - ΣΤΡΥΜΩΝ 24/4/1941)



Ο Κατά Θάλασσαν Αγώνας του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού το1940 

Στις 15 Αυγούστου του 1940, ανήμερα της Μεγαλόχαρης, στις 08:25 το πρωί, το Πολεμικό Ναυτικό είχε τους πρώτους του νεκρούς και τραυματίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με τον τορπιλισμό και τη βύθιση του Ευδρόμου «ΕΛΛΗ», που μόλις είχε αγκυροβολήσει έξω απ’ το λιμάνι της Τήνου, για να μετάσχει στις εορταστικές εκδηλώσεις. Η απροειδοποίητη και άνανδρη επίθεση παρέμεινε στην διεθνή ναυτική ιστορία ως μνημείο έλλειψης γενναιοφροσύνης και φιλοτιμίας αντιπάλου και στιγμάτισε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο το φασιστικό καθεστώς της Ρώμης.

Παράλληλα αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας σειράς προκλήσεων κατά της Ελλάδας που στόχο είχαν να προλειάνουν το δρόμο για τη σχεδιαζόμενη επίθεση και να ενσπείρουν τον τρόμο στον Ελληνικό λαό και τις ένοπλες δυνάμεις του. Πέτυχαν ακριβώς το αντίθετο. Χαλύβδωσαν τις ψυχές των ανδρών του Ναυτικού, αλλά και όλων των Ελλήνων, που περίμεναν την ευκαιρία της εκδίκησης. Από την επομένη ήδη μέρα ήταν γνωστό πως η τορπίλη είχε εκτοξευθεί από Ιταλικό υποβρύχιο. Είχαν άμεσα βρεθεί τμήματα των τορπιλών που χρησιμοποιήθηκαν.

Οι Ιταλικές κατασκευαστικές εγγραφές επάνω σε όλα τα ευρεθέντα τμήματα δεν άφηναν καμία αμφιβολία για την προέλευση των τορπιλών και την εθνικότητα του υποβρυχίου. Ανεξάρτητα απ’ αυτό, το Ναυτικό και η τότε κυβέρνηση, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παραμείνει η χώρα όσο το δυνατόν μακρύτερο χρονικό διάστημα έξω από τη δίνη του πολέμου δεν ανακοίνωσαν το παραμικρό, αλλά συνέχισαν με εντατικότερους ρυθμούς την προετοιμασία των Ενόπλων Δυνάμεων και της χώρας γενικότερα, για τον πόλεμο που αναπότρεπτα ερχόταν.

Ισχύει πάντα η άποψη πως ο πόλεμος στη θάλασσα είναι ο πλέον απάνθρωπος, αν μπορεί κανείς να πει πως υπάρχει και ανθρώπινος πόλεμος. Με τη σκέψη αυτή εννοούμε πως το να βρίσκεσαι μέσα σ’ ένα πλοίο σε μάχη, είναι έξω απ’ την ανθρώπινη φύση και απαιτεί πολύ περισσότερο γερά νεύρα, απ’ ό,τι αν είσαι στην ξηρά ή στον αέρα. Ο μαχητής του στρατού αισθάνεται ότι κινδυνεύει, μάχεται, βλέπει τον κίνδυνο, βλέπει τον αντίπαλο, εν ανάγκη κρύβεται, οπισθοχωρεί, τρέχει, πέφτει, σηκώνεται, επιτίθεται, αμύνεται.

Με μια φράση δρα και αντιδρά φυσιολογικά και σε μεγάλο βαθμό νιώθει πως η επιβίωσή του εξαρτάται από τη δική του ικανότητα και προσαρμογή στη μάχη. Ο αεροπόρος από την άλλη πλευρά, ακόμη περισσότερο, ενσωματώνεται σαν εγκέφαλος στο οπλικό σύστημα μάχης το οποίο έχει στη διάθεσή του και γνωρίζει πως όσο πληρέστερη και τελειότερη είναι η προσαρμογή του στο σύστημα που πιλοτάρει, τόσο περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης έχει. Ο ναύτης, αντίθετα, βρίσκεται περιορισμένος στον στενό, σε μερικές περιπτώσεις ασφυκτικό χώρο ενός πλοίου.

Ο πόλεμος γι αυτόν, ενώ το πλοίο δέχεται επίθεση από αέρα, επιφάνεια ή κάτω απ’ την επιφάνεια, είναι να βρίσκεται χωμένος στα έγκατα του πλοίου και να παρακολουθεί τις θερμοκρασίες των καυσαερίων του προωστηρίου σκεύους, ή να φορτώνει πυρομαχικά στους ανελκυστήρες των αναχορηγιών τροφοδοσίας των πυροβόλων, ή να παρακολουθεί την μεταλλική ή μη χροιά της ανακλωμένης ηχούς που του κουδουνίζει στα ακουστικά η εντοπιστική συσκευή υποβρυχίων, ή, πολλά διαζευκτικά ή, συνιστώσες ενός πολύπλοκου οπλικού συστήματος, που είναι το πολεμικό πλοίο.

Σ’ αυτό το σύστημα ο καθένας έχει ένα ρόλο, που τις περισσότερες φορές δεν έχει άμεση σχέση με τη μάχη. Δεν έχει την πολυτέλεια να αντιδρά ανάλογα με την εξέλιξη της μάχης, ούτε ακόμα έχει την πολυτέλεια να πανικοβληθεί, να νιώσει δηλαδή ένα πολύ ανθρώπινο συναίσθημα. Γνωρίζει δε πως αν χτυπηθεί το πλοίο του, δεν θα προφτάσει να βγει πάνω απ’ τα αλλεπάλληλα, ήδη πλημμυρισμένα και θεοσκότεινα καταστρώματα, να αντικρίσει έστω πριν πεθάνει, φως και θάλασσα.

Δεν θα προχωρήσουμε περισσότερο αυτή τη σκέψη, αφήνοντάς σας να φαντασθείτε πως μεγεθύνονται τα αντίστοιχα συναισθήματα μέσα σ’ ένα υποβρύχιο, έχοντας πρόσθετα από πάνω του 300 - 600 πόδια θάλασσας, δηλαδή μια πρόσθετη πίεση 10 - 20 ατμοσφαιρών. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 τα Ιταλικά στρατεύματα, χωρίς να τηρήσουν ούτε την τρίωρη προθεσμία που είχαν θέσει με το τελεσίγραφό τους στον Έλληνα Πρωθυπουργό, παραβίασαν την Ελληνική μεθόριο και επιτέθηκαν στις Ελληνικές προφυλακές σε τρία σημεία στον τομέα της Ηπείρου.

Το Ελληνικό Ναυτικό βρισκόταν κι αυτό στη δίνη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι κατά την έναρξη του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου οι στόλοι Ελλάδας και Ιταλίας είχαν την κάτωθι σύνθεση.


Παραφράζοντας το λογοπαίγνιο του Ξέρξη πριν από τη μάχη των Θερμοπυλών ότι «…τα βέλη των Μήδων θα σκοτείνιαζαν το φως του ήλιου…» θα μπορούσε κανείς να αναφέρει με παράθεση πολύ ρεαλιστικών και μετριοπαθών στοιχείων, ότι απλώς παρατάσσοντας τα Ιταλικά πλοία στο Σαρωνικό, το ένα κολλητά στο άλλο κατά την έννοια του μήκους των, θα έφθαναν τα 13,5 ναυτικά μίλια και θα μπορούσαν μόνο κατ΄αυτό τον τρόπο, να προξενήσουν έμφραγμα στο νευραλγικό κέντρο της χώρας και ασφυξία μέχρι παραλύσεως σε όλες τις ζωτικές της λειτουργίες.

Ένα άλλο στοιχείο που θα ήταν ενδεικτικό είναι η σύγκριση του γενικού εκτοπίσματος των δύο αντιπάλων Ναυτικών 1 : 45. Για να αποκτήσουμε την πλήρη εικόνα σας παραθέτουμε τη σύγκριση των αεροπορικών δυνάμεων που έλαβαν μέρος στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο.


Έχοντας παρουσιάσει τις συγκρίσεις των αντιπάλων δυνάμεων ναυτικών και αεροπορικών θα επιθυμούσαμε να κάνουμε μια διευκρίνιση γνωστή και ευνόητη στους στρατιωτικούς και τους έχοντες ασχοληθεί με την στρατιωτική ιστορία. Στην παράθεση των δυνάμεων ξηράς δεν έχει πολύ νόημα να συγκρίνεται το σύνολο των στρατιωτικών μονάδων των αντιπάλων, αλλά μόνο οι μονάδες που παρατάσσονται αντιμέτωπες σε ένα δεδομένο θέατρο πολέμου. Για τις ιταλικές αεροπορικές δυνάμεις παραθέσαμε μόνο τις δυνάμεις που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και τελικά χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της Ελλάδας.

Τέλος η κινητικότητα των ναυτικών δυνάμεων καθιστά τόσο απλό το ζήτημα μετακίνησης και προσανατολισμού των πολεμικών ναυτικών μοιρών, που είθισται να παρατίθεται στη σύγκριση το σύνολο των ναυτικών δυνάμεων των αντιπάλων. Για να γίνει αντιληπτό το έργο που αναλάμβανε το Ναυτικό το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 θα παρουσιάσουμε παρακάτω την Αποστολή του Πολεμικού Ναυτικού ως κλάδου των Ενόπλων Δυνάμεων αυτούσια όπως ισχύει μέχρι σήμερα ελάχιστα τροποποιημένη.

Η Αποστολή του Πολεμικού Ναυτικού

«Η διεξαγωγή των αναγκαίων αεροναυτικών επιχειρήσεων και έργων εν ειρήνη και εν πολέμω, δια την εξασφάλιση ανοικτών των θαλασσίων οδών επικοινωνιών προς χρήση υπό των ημετέρων δυνάμεων και απαγόρευση των αντιστοίχων ευκολιών στον αντίπαλο. Η παράλληλη ανάληψη έργων προβολής δυνάμεως στην ξηρά προς υποβοήθηση των επιχειρήσεων του Στρατού, επί τω σκοπώ: συμβολής στην αποτροπή εχθρικής επιθέσεως, στην διατήρηση της ακεραιότητας της χώρας και στην εν γένει προάσπιση των εθνικών συμφερόντων.»

Προς εκτέλεση της ανωτέρω Αποστολής δεν είναι καθόλου εύκολο, μέσα στα χρονικά πλαίσια μιας επετειακής ομιλίας, να παρουσιασθούν όλες οι επιχειρήσεις που ανελήφθησαν και διεξήχθησαν από τα Πλοία και τις Υπηρεσίες του Ναυτικού, καθώς και τις τρεις Αεροπορικές Μοίρες Ναυτικής Συνεργασίας, που δρούσαν υπό την επιχειρησιακή διοίκηση του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού. Έτσι καταβλήθηκε προσπάθεια να ομαδοποιηθούν υπό τις κάτωθι κατηγορίες:

Επιχειρήσεις Πολεμικού Ναυτικού

  • Προκαταρκτικές ενέργειες - Άμυνα ακτών.
  • Προστασία μεταφορών συγκεντρώσεως και εφοδιασμού.
  • Επιθετικές επιχειρήσεις επιφανείας.
  • Επιθετικές επιχειρήσεις Υποβρυχίων.

Προκαταρκτικές Ενέργειες - Άμυνα Ακτών

Οι πρώτες ενέργειες με την κήρυξη του πολέμου ήταν η λήψη μέτρων αμυντικής θωράκισης των εσωτερικών θαλασσίων οδών και των προσβάσεων στις κατάλληλες για αποβατικές ενέργειες ακτές, εναντίον αντιπάλου πολύ μεγαλύτερης πολεμικής ισχύος. Έτσι αναλήφθηκαν:

1. Εγκατάσταση περιπολιών από δύο υποβρύχια στο Ιόνιο με έμφαση στον Πατραϊκό κόλπο. Ήταν εμφανής ο φόβος του ΓΕΝ για ανάληψη επιθετικών ιταλικών ενεργειών εναντίον των δυτικών Ελληνικών ακτών. 

2. Πόντιση αμυντικών ναρκοπεδίων. Τα σχέδια των αμυντικών ναρκοπεδίων γνωστοποιήθηκαν από το ΓΕΝ αμέσως μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης», όταν έγινε φανερή η πρόθεση της Ιταλίας να επιτεθεί κατά της Ελλάδος. Το μεγαλύτερο σε μήκος ναρκοπέδιο ήταν αυτό που προστάτευε την πρόσβαση του Πειραιά και είχε σχεδιασθεί με απλή σειρά ναρκών από το ακρωτήριο Τούρλος της Αίγινας μέχρι τη νησίδα Φλέβες αφήνοντας ναυτιλιακή είσοδο – έξοδο προς και από το λιμάνι του Πειραιά, ανατολικώς των Φλεβών.

3. Το ίδιο συνέβαινε δυτικώς Αιγίνης όπου ποντίσθηκε το ναρκοπέδιο Μεθάνων - νησίδας Μονής.

4. Η θαλασσία οδός που προσδιορίζεται από τον Βόρειο και Νότιο Ευβοϊκό ήταν ζωτικής σημασίας για τις θαλάσσιες μεταφορές προς και από την Βόρεια Ελλάδα διότι απέφευγε τις ανοιχτές περιοχές του Καφηρέα και του Βορείου Αιγαίου. Εκτός από τις ταραγμένες θάλασσες αποφεύγονταν και πολύ πιθανές περιοχές ενέδρας Ιταλικών υποβρυχίων εκ των σταθμευόντων στα Δωδεκάνησα.

5. Η προστασία της θαλασσίας οδού εξασφαλίσθηκε από τα αμυντικά ναρκοπέδια Βορείου και Νοτίου Ευβοϊκού σε συνδυασμό με ανθυποβρυχιακά φράγματα τα οποία χειρίζονταν θυρόπλοια.

6. Στον Πατραϊκό ποντίσθηκε το ναρκοπέδιο Αράξου - Νησίδος Θολή το οποίο σε συνδυασμό με ανθυποβρυχιακό φράγμα που ανοιγόκλεινε με θυρόπλοιο προστάτευε την πόλη και το λιμάνι των Πατρών.

7. Το ανθυποβρυχιακό φράγμα του Ρίου ήλεγχε την πρόσβαση στον Κορινθιακό κόλπο, μία εξίσου ζωτική για τις μεταφορές θαλάσσια αρτηρία.

Η πόντιση των ναρκοπεδίων έγινε με πολλές δυσχέρειες δεδομένου ότι σχεδόν όλα τα προπολεμικά αντίστοιχα γυμνάσια είχαν γίνει μόνο με το «Έλλη». Στην προκειμένη περίπτωση εκτός από το μισό ναρκοπέδιο Αιγίνης - Φλεβών που ποντίσθηκε από τέσσερα αντιτορπιλικά, όλα τα λοιπά ναρκοπέδια και ανθυποβρυχιακά φράγματα ποντίσθηκαν από μικρά βοηθητικά πλοία της Διεύθυνσης Τορπιλών - Ναρκών με προστασία λίγων αντιτορπιλικών, εν μέσω πληθώρας δυσχερειών, με αξιομνημόνευτη όμως εμμονή στην εκπλήρωση της αποστολής που τους ανατέθηκε.


Μετά την κατάληψη των Αγίων Σαράντα, στις 6 Δεκεμβρίου και οι δύο ακτές του στενού της Κερκύρας βρίσκονταν σε Ελληνικά χέρια και άμεση πρόβαλε η δυνατότητα χρησιμοποιήσεως του λιμανιού για τον ανεφοδιασμό του στρατού ο οποίος με την προέλασή του απομακρυνόταν συνεχώς από το λιμάνι της Πρέβεζας. Το λιμάνι όμως των Αγίων Σαράντα, λόγω γειτνίασης με τις Ιταλικές ακτές ήταν εκτεθειμένο σε άμεσο και διαρκή κίνδυνο προσβολής του, όχι μόνο από αεροσκάφη, αλλά και από πλοία επιφανείας και υποβρύχια.

Επιβαλλόταν η σχετική προάσπισή του από επιθέσεις από τη θάλασσα και αποφασίστηκε η πόντιση ναρκοπεδίου μεταξύ του ακρωτηρίου Αγία Αικατερίνη της Κέρκυρας και της άκρας Κεφαλή της ηπειρωτικής ακτής. Η επιχείρηση εκτελέσθηκε τη νύχτα της 18ης Δεκεμβρίου από τρία μικρά βοηθητικά που ενεργούσαν ως ναρκοθέτιδες. Δυσχέρειες στο σύνολο των ναυτικών επιχειρήσεων προστέθηκαν και από την εφαρμογή των πολεμικών σχεδίων σε ό,τι αφορούσε τη σβέση των φάρων και φανών του φαρικού δικτύου της χώρας.

Η ενέργεια υλοποιήθηκε από την Υπηρεσία Φάρων κατόπιν διαταγής του ΓΕΝ με σκοπό να αποφευχθεί η χρήση των φάρων από τα εχθρικά πλοία, ενώ τα ελληνικά ήσαν σε πλεονεκτικότερη θέση, διότι γνώριζαν τα θαλασσινά περάσματα. Για να γίνουν αντιληπτές οι δυσκολίες που το μέτρο εισήγαγε στη ναυτιλία θα πρέπει να αναφερθεί πως τα πλοία εκείνης της εποχής, πολεμικά και εμπορικά, δεν είχαν RADAR, γιατί δεν είχε ακόμα εφευρεθεί. Έτσι για την ασφαλή πλοήγηση τη νύχτα, μοναδική παρέμενε η εμπειρία και η εγρήγορση των αξιωματικών γεφύρας.

Προστασία Μεταφορών Συγκεντρώσεως και Εφοδιασμού

Όταν μετά τον τορπιλισμό της «Έλλης» έγινε φανερή η πρόθεση της Ιταλίας να επιτεθεί κατά της Ελλάδας, το ΓΕΝ προέβη στην ταχύτερη δυνατή συμπλήρωση των προκαταρκτικών φάσεων της κινητοποίησης. Σε συνεννόηση με το Γενικό Στρατηγείο οργάνωσε τη μεταφορά στη Θράκη των στρατιωτικών τμημάτων της Μεραρχίας Αρχιπελάγους που βρισκόταν στα ανατολικά νησιά του Αιγαίου. Η μεταφορά αυτή με τα δεδομένα:

1. Του τορπιλισμού της «Έλλης» που φανέρωσε τις Ιταλικές προθέσεις,

2. Της Ιταλικής ναυτικής και αεροπορικής ισχύος και

3. Της γειτνίασης των Ιταλοκρατούμενων Δωδεκανήσων όπου στάθμευαν ικανές ναυτικές μονάδες τορπιλακάτων και υποβρυχίων, εύλογα θεωρήθηκε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο εχθρικών ιταλικών ενεργειών. Έτσι εάν αφηνόταν για μετά την αναμενόμενη Ιταλική επίθεση θα αποτελούσε πολύ επικίνδυνο εγχείρημα.

Η μεταφορά έγινε με προσομοίωση πολεμικών συνθηκών και έδωσε την ευκαιρία στις μονάδες του στόλου που προστάτευαν τα δρομολόγια να δοκιμάσουν τις τακτικές προστασίας και τα όπλα τους. Για τη μεταφορά εκτελέσθηκαν 13 δρομολόγια επιβατηγών πλοίων 4 - 5 τη φορά σε τρεις ημερομηνίες 7, 14 και 24 Σεπτεμβρίου, μόνο φυσικά κατά τη διάρκεια του σκότους, ώστε να μην τα αντιληφθεί η ιταλική αναγνωριστική αεροπορία. Μετά την κήρυξη του πολέμου η πρωτεύουσα αποστολή του Πολεμικού Ναυτικού διαγραφόταν σαφής και αποκλειστική:

«Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ»

Η επιτυχής πραγματοποίηση των μεταφορών αυτών αποτελούσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή του Γενικού Σχεδίου Επιχειρήσεων του Στρατηγείου με σκοπό την αντιμετώπιση της ιταλικής επίθεσης. Λεπτομερές σχέδιο θαλασσίων μεταφορών συγκεντρώσεως είχε καταρτισθεί πριν από τον πόλεμο. Σ’ αυτό δεν περιλαμβανόταν η χρησιμοποίηση του λιμανιού του Πειραιά για την επιβίβαση των στρατευμάτων, αφού αναμένονταν με βεβαιότητα και μάλιστα τις πρώτες ημέρες του πολέμου, σφοδρές αεροπορικές επιθέσεις από την ιταλική αεροπορία. Από την Αττική είχαν επιλεγεί ως λιμένες φορτώσεως ο Ωρωπός και η Χαλκίδα.

Έτσι προσθέτως αποφεύγονταν διελεύσεις εμφόρτων μεταγωγικών από την ευπρόσβλητη, από υποβρύχια, περιοχή του Σουνίου. Μετά τη διαπίστωση των πρώτων ημερών του πολέμου ότι η εχθρική παρουσία και αντίδραση, ναυτική και αεροπορική, ήταν υποτονική και με δεδομένες τις ευκολίες φορτοεκφόρτωσης που παρουσίαζε το λιμάνι του Πειραιά, κρίθηκε σχετικά ασφαλής η χρησιμοποίησή του και ενεργοποιήθηκε ως το σημαντικότερο κέντρο επιβίβασης και ανεφοδιασμού.

Για να γίνει αντιληπτό το τεράστιο έργο ευθύνης και συνοδείας που επωμίσθηκε το Ναυτικό θα παρατεθούν τα συγκεντρωτικά στοιχεία των στρατιωτικών μεταφορών συγκεντρώσεως που έλαβαν χώρα από την έναρξη του πολέμου μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1941. Πρόσθετα από τις προβληθείσες μεταφορές το Γενικό Στρατηγείο ζήτησε από το ΓΕΝ την μεταφορά, από 17 έως 26 Νοεμβρίου, της V Μεραρχίας από την Κρήτη στη Θεσσαλονίκη. Η μεταφορά αυτή παρουσίαζε σοβαρές δυσχέρειες που οφείλονταν αφ’ ενός στη γειτνίαση των Ιταλικών ναυτικών και αεροπορικών βάσεων των Δωδεκανήσων, αφ’ ετέρου στον όγκο των προς μεταφορά τμημάτων της Μεραρχίας.


Τα τμήματα περιελάμβαναν: 532 Αξιωματικούς, 17.309 οπλίτες, 7.001 κτήνη, 5.424 φόρτους κτηνών, 30 ορειβατικά πυροβόλα και περισσότερα από 100 αυτοκίνητα. Η μεταφορά πραγματοποιήθηκε αφού ξεπεράσθηκαν πολλά εμπόδια και εχθρικές εμφανίσεις. Έτσι συνολικά από την έναρξη του πολέμου μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου 1941 μεταφέρθηκαν:

  • Άνδρες 85.289
  • Κτήνη 30.195 

Σημειωτέον ότι στους αριθμούς αυτούς περιλαμβάνονται μόνο τα συγκροτημένα στρατιωτικά τμήματα που μεταφέρθηκαν υπό την κάλυψη των συνοδών του ΠΝ. Εκτός όμως απ’ αυτούς μεταφέρθηκε από τα νησιά σημαντικός αριθμός στρατευθέντων, είτε με τα κανονικά δρομολόγια τα οποία κι αυτά εκτελούνταν με τη συνοδεία πλοίων του ΠΝ, είτε με πετρελαιοκίνητα της μικρής ακτοπλοΐας, υπό όρους που εγγυώνταν, όσο ήταν δυνατόν, την ασφάλεια του πλου.

Επιπλέον πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπό την προστασία πάντοτε των πλοίων του ΠΝ και των αεροσκαφών των τριών Μοιρών Ναυτικής Συνεργασίας, μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα το πλήθος του παντοειδούς πολεμικού υλικού, οπλισμού, πυρομαχικών, μεταφορικών μέσων, όσων αποτελούσαν την εμπόλεμη σύνθεση των στρατιωτικών μονάδων και όσων ακόμη αποστέλλονταν μεταγενέστερα για συμπλήρωση των κενών και τον ανεφοδιασμό του μαχομένου Στρατού. Μία άλλη κατηγορία μεταφορών των οποίων θα έπρεπε να εξασφαλισθεί η ασφαλής διεκπεραίωση ήταν οι μεταφορές ανεφοδιασμού.

Το Ημερήσιο Ρεύμα Εφοδιασμού, το ΗΡΕ όπως είναι γνωστό στα επιτελεία υποστήριξης των Ενόπλων Δυνάμεων, συγκροτείται από μεγάλες συγκεντρώσεις εφοδίων και πολεμικού υλικού που προωθούνται καθημερινά μέχρι τη γραμμή των πρόσω και είναι εκείνα τα εφόδια που κάνουν τα άρματα να κινούνται, τα αεροπλάνα να πετούν, τα πλοία να πλέουν, τα κανόνια να βάλλουν, τις στρατιές να μάχονται, τον πόλεμο να εξελίσσεται. Στα πλαίσια αυτά, των μεταφορών ανεφοδιασμού, αναλήφθηκε από το Ναυτικό ο ασφαλής πλους των γεμάτων με στάρι και παντοειδή υλικά φορτηγών, από τα Δαρδανέλια στον Πειραιά και η συνοδεία των ίδιων, κενών φορτίου από τον Πειραιά στα Δαρδανέλια.

Παράλληλα με τις μεγάλες μεταφορές ανεφοδιασμού της χώρας και την προστασία που παρείχετο ακόμα και στις θαλάσσιες συνδέσεις των νησιών με τον ηπειρωτικό κορμό, ένα συνεχές ρεύμα παντοειδούς υλικού διετηρείτο προς την Ήπειρο για τη χρήση του Στρατού. Τρόφιμα, πυρομαχικά, βενζίνες και άλλα καύσιμα, είδη ένδυσης και υπόδησης, ανταλλακτικά, υγειονομικά είδη και ό,τι άλλο χρειαζόταν ο μαχόμενος Στρατός μεταφέρονταν με επίτακτα μηχανοκίνητα και μικρά ιστιοφόρα αρχικά προς την Πρέβεζα αργότερα προς Ηγουμενίτσα, Αγίους Σαράντα και Πάνορμο, κοντά στη Χειμάρρα.

Γι αυτές τις πολύ σημαντικές μεταφορές δεν διασώθηκαν στατιστικοί πίνακες ώστε να εκτιμηθεί η συμβολή αυτών των αφανών πλοιαρίων τα οποία, υπό την αιγίδα και κατεύθυνση των υπηρεσιών του Ναυτικού, έπλεαν την ημέρα καλυπτόμενα από τις ακτές και τις νησίδες του Κορινθιακού και της Αιτωλοακαρνανίας και φρόντιζαν να καταπλέουν στους προορισμούς τους περί το λυκόφως ώστε να ξεφορτώνουν τη νύχτα. 

Επιθετικές Επιχειρήσεις Επιφανείας 

Κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν λίγες από τις τεχνικές αδυναμίες των κυρίων πλοίων του Ναυτικού, των αντιτορπιλικών, ώστε να είναι δυνατόν να εκτιμηθεί καλλίτερα στη συνέχεια η παράθεση των επιχειρήσεων. Οι δυνατότητες του πυροβολικού, ιδίως της νυκτερινής βολής, με το δεδομένο της έλλειψης RADAR ήσαν μειωμένες σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η χρήση φωτιστικών βλημάτων εναντίον στόχου που διατηρούσε επιμελή συσκότιση, μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον μπορούσε να έχει.

Την ημέρα, καταβαλλόταν προσπάθεια να αντισταθμισθούν οι κινήσεις του πλοίου λόγω θαλάσσης και εφαρμοζόταν κλιμάκιο αποστάσεων όπως ακριβώς και στο πυροβολικό του Στρατού ξηράς. Η αντιαεροπορική βολή εξετελείτο από πυροβόλα διαμετρήματος έως και 40 χιλ. με υψηλότερη ταχυβολία. Η σκόπευση επιτυγχανόταν με εσχάρες ανοικτής σκοπεύσεως. Από πλευράς ανθυποβρυχιακών όπλων, τα πλοία διέθεταν βομβοβόλα και αφετήρες για άφεση βομβών βάθους. Στερούνταν όμως εντοπιστικών συσκευών υποβρυχίων.

Από την κήρυξη του πολέμου ήταν προφανές ότι δεν θα ήταν δυνατή η ανάληψη επιθετικών επιχειρήσεων επιφανείας από το ελληνικό Ναυτικό. Η σύγκριση των ναυτικών και αεροπορικών δυνάμεων ιδίως στο θέατρο της Αδριατικής δεν επέτρεπε ούτε σκέψη προς αυτή την κατεύθυνση. Το ιταλικό ρεύμα ανεφοδιασμού του μετώπου της Αλβανίας ξεκινούσε από το Μπάρι και το Μπρίντιζι και κατευθυνόταν στα Αλβανικά λιμάνια του Δυρραχίου, των Αγίων Σαράντα και της Αυλώνας.


Οποιαδήποτε λοιπόν επιθετική προσπάθεια εκ μέρους του Ναυτικού έπρεπε να προσανατολισθεί στην παρεμπόδιση και ει δυνατόν, διακοπή αυτού του ρεύματος. Τέτοιου είδους επιθετικές επιχειρήσεις όμως δεν ήταν δυνατόν να αναληφθούν από πλοία επιφανείας και ήταν ενδεικτικό το γεγονός ότι τέτοιο εγχείρημα προσβολής δεν είχε επιχειρήσει ούτε ο Βρετανικός Στόλος, με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις από τον Ελληνικό.

Παρά ταύτα, η μεγάλη πίεση που υφίστατο στην αρχή ο Ελληνικός στρατός στην Αλβανία, αλλά αργότερα και οι νίκες του, δημιούργησαν ένα κλίμα δυσμενές για το Ναυτικό, αφ’ ενός γιατί δεν μοιραζόταν την αρχική πίεση μαχόμενο δίπλα στον στρατό, αφ’ ετέρου, αργότερα, γιατί δεν είχε κατορθώσει κάτι το λαμπρό, κάτι το ξεχωριστό όπως ο Στρατός. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα αποφασίσθηκε πολύ νωρίς η εμφάνιση των Ελληνικών πλοίων στα παράλια της Αλβανίας - Ηπείρου.

Κατά τις πρώτες ημέρες της εχθρικής επίθεσης το αριστερό της Ελληνικής παράταξης πιεζόταν σκληρά από τις Ιταλικές δυνάμεις οι οποίες προήλαυναν κατά μήκος της ηπειρωτικής ακτής. Το Γενικό Στρατηγείο ζήτησε επειγόντως από το ΓΕΝ να ανακουφισθούν οι Ελληνικές δυνάμεις από τη θάλασσα. Ως ανταπόκριση το ΓΕΝ μέσω του Αρχηγού Στόλου διέταξε τα αντιτορπιλικά «Ψαρά» (Κυβερνήτης Αντιπλοίαρχος Κώνστας) και «Σπέτσαι» (Κυβερνήτης Αντιπλοίαρχος Ασημάκης) το πρωί της 31ης Οκτωβρίου να βομβαρδίσουν συγκεκριμένους εχθρικούς στόχους επί της ξηράς με σκοπό να επιφέρουν πλήγματα στον αντίπαλο και να συμβάλλουν έτσι στην Ελληνική άμυνα.

Ο Βρετανός Ναυτικός ακόλουθος Υποναύαρχος Turle, στον οποίον γνωστοποιήθηκε η επιχείρηση για λόγους αποφυγής ενδεχομένων αμοιβαίων παρεμβολών, συνέστησε να μην εκτελεσθεί η αποστολή διότι εκρίνετο ως λίαν παρακινδυνευμένη, εκτός εάν πράγματι τα αναμενόμενα αποτελέσματα άξιζαν τον κόπο και τον κίνδυνο. Πρόσθεσε την σύσταση του Βρετανού αρχηγού των ναυτικών δυνάμεων Μεσογείου Ναυάρχου Cunningham, ότι τα πλοία επιφανείας δεν προσφέρονταν για επιχειρήσεις στην Αδριατική, αλλά μόνο με δράση υποβρυχίων μπορεί να παρεμβληθεί κάποιο εμπόδιο στις μεταφορές των Ιταλών προς Αλβανία.

Ακόμα όμως κι αυτή η δραστηριότητα εμπεριέχει κινδύνους δεδομένου ότι αυτός είχε χάσει μέσα σε 4 ½ μήνες 7 από τα υποβρύχιά του. Η επιθυμία όμως του Ναυτικού να συμβάλλει στη συγκράτηση της ιταλικής προέλασης επί της παραλιακής οδού Άνω Σαγιάδες - Κάτω Σαγιάδες - Σιρίρτι – Φιλιάτες και παράλληλα να τονωθεί το ηθικό των μαχομένων τμημάτων του Στρατού με την παρουσία των ναυτικών μονάδων, συνέτειναν στην ανάληψη της παράτολμης επιχείρησης. Ο βομβαρδισμός έλαβε χώρα από απόσταση 10 - 17 χιλ. μέτρων με το πρώτο φως της ημέρας.

Επρόκειτο περί αμέσου βομβαρδισμού, χωρίς παρατηρητή και οι στόχοι είχαν καθορισθεί από τον επιβαίνοντα στα πλοία Αντισυνταγματάρχη Παπαβασιλείου σε συνεργασία με τους Κυβερνήτες. Παρατηρήθηκαν ορισμένες πυρκαγιές στις περιοχές των στόχων. Τα αποτελέσματα της βολής, όπως αναμενόταν, ήσαν ακαθόριστα. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης δεν παρατηρήθηκε καμία εχθρική αντίδραση. Παρά το γεγονός ότι είχε δοθεί η πληροφορία πως ο Βρετανικός Στόλος θα ενεργούσε δυτικότερα και Βρετανικά αεροσκάφη θα ίπταντο προς κάλυψη των δύο αντιτορπιλικών, δεν έγινε αντιληπτή καμία τέτοια παρουσία.

Κατά τον πλουν επιστροφής στο πλάτος των Παξών έγινε αντιληπτό αναγνωριστικό αεροσκάφος, το οποίο στην αρχή εξελήφθη ως βρετανικό, πλην όμως αργότερα πιστοποιήθηκε ως Ιταλικό. Αυτός ο εντοπισμός έγινε αφορμή να μην εισπλεύσουν τα πλοία στον Κορινθιακό πριν από την έλευση του σκότους. Παρά τα πενιχρά ή έστω ακαθόριστα αποτελέσματα της πρώτης αυτής περιπέτειας των δύο αντιτορπιλικών, το κλίμα συνέχιζε να υπάρχει δυσμενές και ο Αρχηγός Στόλου προβληματιζόταν ποιες και τι είδους επιθετικές επιχειρήσεις θα μπορούσε να αναλάβει στο στενό του Οτράντο.

Με το δεδομένο ότι οι μεταφορές συγκέντρωσης πλησίαζαν στο τέλος τους και μειωνόταν η απασχόληση των αντιτορπιλικών, η μόνη επιθετική ενέργεια που θα μπορούσε να σχεδιασθεί ήταν η νυκτερινή επιδρομή αντιτορπιλικών στην Αδριατική, η παραμονή στη γραμμή των Ιταλικών συγκοινωνιών επί τρίωρο περίπου, με την ελπίδα συνάντησης κάποιας εχθρικής νηοπομπής εφοδίων.
Το εγχείρημα προϋπέθετε τα επιδρομικά να περάσουν νύχτα το φράγμα του Αράξου κατά την άνοδο και να επιστρέψουν στον Πατραϊκό πριν από το ξημέρωμα.

Παραμονή στο Ιόνιο με το φως της ημέρας χωρίς αεροπορική κάλυψη εθεωρείτο θανάσιμη. Με το σχέδιο αυτό απαιτείτο ανάπτυξη ταχύτητας μεγαλύτερης από 25 κόμβους και επομένως μόνο τα έξι αντιτορπιλικά 2 τύπου «Όλγας» και 4 τύπου «Ύδρας» μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Το βράδυ της 11ης Νοεμβρίου συγκλήθηκε το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο για να αποφασίσει επ’ αυτού του ζητήματος. Οι διάλογοι που διεξήχθησαν ήσαν χαρακτηριστικοί ανθρώπων που δεν κατανόησαν ποτέ το ρόλο και την αποστολή του Ναυτικού.

Προερχόμενοι οι περισσότεροι από το Στρατό Ξηράς, ακόμη και Υφυπουργός των Ναυτικών ήταν ο πρώην Υποστράτηγος Ιπποκράτης Παπαβασιλείου, διατηρούσαν σαφώς δυσμενή εντύπωση για το Ναυτικό, το οποίο θεωρούσαν ως «όπλο πολυτελείας». Η επιχειρηματολογία των δύο Ναυάρχων Α/ΓΕΝ και ΑΣ ότι υπήρχε πιθανότης απλώς να παρενοχληθεί το Ιταλικό ρεύμα εφοδιασμού και όχι να διακοπεί, ενώ διακυβεύονταν πάρα πολλά για το Ελληνικό Ναυτικό, δεν έπεισε κανένα. Ζητούσαν «θυσίες» αδιαφορώντας για τις πραγματικές αλλά σιωπηρές υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε το Ναυτικό και έδειχναν ότι είχαν ασυγχώρητη άγνοια της πραγματικότητας.


Ιδιαίτερα ο Υφυπουργός των Στρατιωτικών, πρώην Υποστράτηγος Παπαδήμας, σε μια έξαρση προσβλητικής για το Ναυτικό στάσης, αλλά ενδεικτικής συνάμα και του δικού του επιπέδου γνώσης των πραγμάτων του πολέμου, αποτεινόμενος στους συσκεπτομένους ανέφερε: «έφθασε ο καιρός να δείξει επί τέλους το ''όπλο πολυτελείας'' στον κόσμο την παρουσία του. Εάν δεν μπορεί να εξέλθει ανοιχτά στην Αδριατική και να σταματήσει τις ιταλικές μεταφορές προς την Αλβανία, μου είναι τελείως περιττό»

Σε σχετική διερεύνηση ο Βρετανός Ναύαρχος της Μεσογείου Cunningham απάντησε ότι δεν μπορούσε να διαθέσει δυνάμεις για την κάλυψη εξ αποστάσεως σε περίπτωση εξόδου σημαντικού τμήματος του Ιταλικού στόλου από τον Τάραντα. Παρά το ενδεχόμενο της απώλειας των αντιτορπιλικών, χάριν της αμφίβολης πιθανότητας καταστροφής 2 - 3 μεταγωγικών, η επιχείρηση σχεδιάσθηκε για τη νύχτα 14/15 Νοεμβρίου από 5 αντιτορπιλικά τα «Γεώργιος», «Όλγα», «Ψαρά», «Κουντουριώτης», «Ύδρα». Ο Αρχηγός Στόλου θα επέβαινε στο «Βασίλισσα Όλγα».

Κατά την ρυμούλκηση μέσα στον ισθμό της Κορίνθου το «Κουντουριώτης» προσέκρουσε στα τοιχώματα και στρέβλωσε την αριστερή του έλικα. Ο ΑΣ διέταξε την επιστροφή του στον Ναύσταθμο και συνέχισε με τα 4. Η παράτολμη επιχείρηση συνεχίσθηκε χωρίς να σημειωθεί καμία συνάντηση και κανένα άλλο επεισόδιο. Τα πλοία ανέβηκαν προς Βορράν μέχρι περίπου του παραλλήλου του Σάσσωνα, έστριψαν προς Δυσμάς και παρέμειναν επ’ αρκετόν με πορεία προς Μπρίντιζι, δεν συνάντησαν τίποτε, παρά το λαμπρό σεληνόφως και έλαβαν πορεία επιστροφής προς Νότο.

Η κοινή γνώμη και ο Τύπος υποδέχθηκαν την επιδρομή των Ελληνικών αντιτορπιλικών με χαρά και ενθουσιασμό. Η επιχείρηση επαινέθηκε περισσότερο απ’ ό,τι άξιζε. Στους συμμαχικούς κύκλους άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, ενώ οι Άγγλοι την χαρακτήρισαν ''ακραίως ορμητική και ριψοκίνδυνη''. Σε Πολεμικό Συμβούλιο της 12ης Δεκεμβρίου συζητήθηκε και πάλι το θέμα της ανάληψης επιθετικών επιχειρήσεων επιφανείας στο στενό του Οτράντο. Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα της εισήγησης του Αρχηγού του ΓΕΝ Ναυάρχου Σακελλαρίου, το οποίο εμπεριέχει και την αξιολόγηση των μαχίμων μονάδων του Ναυτικού. Έλεγε ο Ναύαρχος:

«Όταν ο Στρατός μας μαχόμενος γράφει με το αίμα του τις ωραιότερες σελίδες της Εθνικής μας Ιστορίας, είναι σκληρό για το Βασιλικό Ναυτικό να αναγκάζεται να δικαιολογεί την περιορισμένη συμμετοχή του στον πόλεμο αυτό. Eπειδή το μεγαλύτερο μέρος των παρισταμένων είναι στρατιωτικοί, θα πρέπει να γίνει γενική εισήγηση για τη χρησιμοποίηση του Β.Ν. η οποία πιθανώς να διαφεύγει της στρατιωτικής νοοτροπίας των παρισταμένων.

Και εν πρώτοις, λέγοντας Ναυτικό πρέπει να τονίσω, ότι, εκτός από τα μικρά σκάφη παράκτιας άμυνας και τα οχυρά, έχουμε μάχιμα πλοία: 2 αντιτορπιλικά άρτια, νεότατης Βρετανικής κατασκευής και 4 αντιτορπιλικά Ιταλικής κατασκευής, τα οποία κακώς παραγγέλθηκαν, γιατί η πολιτική σκοπιμότητα τότε επέβαλλε στο Ναυτικό την παραγγελία αυτή. Πρέπει να εντυπωθεί σε όλους ότι αυτός είναι ο μάχιμος Στόλος μας. Τα 6 υποβρύχιά μας σε οποιοδήποτε άλλο κράτος θα ήταν εκτός υπηρεσίας. Εμείς τα χρησιμοποιούμε εντατικά, αν και η ζωή τους έχει φθάσει στο όριο.

Βέβαια με λίγη καλή θέληση, προσθέτουμε στα παραπάνω και 4 αντιτορπιλικά τύπου ''Λέων'' ηλικίας 30 ετών, αλλά η απόδοσή τους είναι συνάρτηση της ηλικίας τους. Επιπλέον, όλα τα αντιτορπιλικά μας παρ’ όλες τις εντατικές μας προσπάθειες στη Βρετανία και στη Γαλλία δεν φέρουν μηχανήματα ανθυποβρυχιακής έρευνας, τα οποία πολύ θα αύξαναν την απόδοσή τους. Ο γηραιός ''Αβέρωφ'' μόνο ιστορική σημασία έχει.

Ο μαχόμενος Στρατός μας, οργανωμένος σε μεραρχίες, σώματα στρατού κλπ, αποτελεί πλήρες οργανικό συγκρότημα που μπορεί να αναμετρηθεί πλήρως με τον εχθρό, που είναι οργανωμένος με τον ίδιο τρόπο. Πιθανόν εδώ το προσωπικό να είναι πολυπληθέστερο ή εκεί το υλικό ογκωδέστερο ή άρματα μάχης να μην είναι χρησιμοποιήσιμα ή το ορειβατικό πυροβολικό να αποδίδει περισσότερο από το βαρύ στα ορεινά εδάφη. Πάντως, ο Στρατός μας έχει τα μέσα να αναμετρηθεί με τον εχθρό.

Όταν κανείς αναλογισθεί, ότι μέχρι τώρα έχουν μεταφερθεί περίπου 60.000 άνδρες. περισσότερα κτήνη και ανάλογο υλικό χωρίς να σημειωθεί καμία απώλεια, χάρη στα μέτρα που έλαβε το Β.Ν. διερωτώμαι αν το ηθικό του Στρατού θα μπορούσε να διατηρηθεί τέτοιο, σε περίπτωση που κάτι απ’ τα παραπάνω χανόταν κατά τις μεταφορές. Τελικά το Ναυτικό έχει άχαρο ρόλο στους πολέμους. Όλοι είμεθα επηρεασμένοι από τους Βαλκανικούς Πολέμους. Τότε όμως είχαμε πλοία, τον ''Αβέρωφ'' ένα από τα ισχυρότερα καταδρομικά μάχης της εποχής, 14 αντιτορπιλικά και αντιπάλους των οποίων η ισχύς δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτούς της παρούσης ώρας.

Ποτέ Ναυτικό και Επιτελείο δεν βρέθηκαν σε πιο δυσχερή θέση. Να βαρύνεται με τόσες υποχρεώσεις και να μην έχει τα μέσα. Το Ναυτικό, όταν είναι παρόν, δεν καθιστά την παρουσία του απαραίτητη, μόνον όμως όταν λείψει θα αντιληφθεί όλος ο κόσμος τι του προσέφερε. Κανένας δεν αισθάνθηκε την παρουσία του το 1922. Κανένας όμως δεν σκέφθηκε ότι ο Κεμάλ θα υπέγραφε στην Αθήνα τους όρους της ειρήνης, τους οποίους θα μας επέβαλλε μετά την καταστροφή.» Παρά τα εύγλωττα επιχειρήματα του Ναυάρχου Σακελαρίου πάρθηκε η απόφαση για δεύτερη επιδρομή που ορίσθηκε για τη νύχτα της 15/16 Δεκεμβρίου.


Λόγω διαθεσιμότητας των λοιπών αντιτορπιλικών σε επιχειρήσεις στο Βορειο-ανατολικό Αιγαίο, η επιδρομή ανατέθηκε στα Αντιτορπιλικά «Ψαρά», «Σπέτσες» και «Κουντουριώτη». Στον «Κουντουριώτη» επέβη και ο Αρχηγός του Στόλου. Βόρεια της Λευκάδας το «Σπέτσαι» σήμανε ότι λόγω βλάβης του ανεμιστήρα ενός λεβητοστασίου αδυνατούσε να αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη των 27 κόμβων δηλαδή 7 κόμβους μικρότερη της μεγίστης ταχύτητας των δύο άλλων αντιτορπιλικών. Ο ΑΣ αφού αμφιταλαντεύθηκε το διέταξε να επιστρέψει και να τους αναμείνει στην Πάτρα, συνέχισε δε τον πλουν προς Βορράν με τα άλλα δύο.

Ο κυματισμός ήταν ογκώδης και έβρεχε τα καταστρώματα των πλοίων καθιστώντας δυσχερή την εξυπηρέτηση και επομένως τη χρήση των πυροβόλων 1 και 4. Το ψύχος ήταν αισθητό. Τα δύο πλοία συνέχισαν τον πλουν μέχρι 3 - 4 μίλια βορείως του Σάσσωνα. Ίσως και λόγω της κακοκαιρίας δεν συνάντησαν τίποτε, παρά το γεγονός ότι παρέμειναν πλέον του διώρου απέναντι από τις κατεχόμενες Αλβανικές ακτές επί της γραμμής μεταφορών από την Ιταλία. Επέστρεψαν στον Πατραϊκό άπρακτοι. Η Τρίτη επιδρομική ενέργεια των Ελληνικών αντιτορπιλικών στην Αδριατική έλαβε χώρα την 5η Ιανουαρίου 1941 και χαρακτηρίσθηκε από την ισχυρή κακοκαιρία που συνάντησαν τα πλοία.

Σ’ αυτή έλαβαν μέρος τα 5 διαθέσιμα αντιτορπιλικά «Βασίλισσα Όλγα», «Βασιλεύς Γεώργιος», «Σπέτσαι», «Ψαρά», «Κουντουριώτης». Στο Όλγα επέβη ο Α.Σ. Στο Ιόνιο έπνεε σκληρός Νοτιοδυτικός άνεμος και τα πλοία κοπίαζαν πολύ μέχρι σημείου που ο Α.Σ αναγκάσθηκε να ελαττώσει την ταχύτητα στους 23 κόμβους. Μετά τη Λευκάδα πλέοντας προς Βορράν ο καιρός χειροτέρευε. Ισχυρές λαίλαπες, χιονόνερο και βροχή διαδέχονταν διαστήματα αιθρίας. Η επικρατούσα αποθαλασσία μεταβαλλόταν σταδιακά σε ισχυρό Νότιο κυματισμό. Στο πέλαγος επικρατούσε ερημιά, δεν συνάντησαν κανένα πλωτό μέσον, ούτε έγιναν αντιληπτά κάποια φώτα που να προδίδουν την παρουσία σκάφους.

Ο Α.Σ αποφάσισε να προκαλέσει βομβαρδίζοντας τον κόλπο της Αυλώνας. Επειδή όμως πάνω στον Σάσσωνα υπήρχαν πυροβολεία διέταξε την εκτέλεση έμμεσης βολής από απόσταση περίπου 15 χιλ. μέτρων περνώντας τις τροχιές των βλημάτων πάνω από τη νότια άκρα του όρμου. Επεδίωκε με τον τρόπο αυτό να αποκαλύψει την παρουσία του και να προκαλέσει τον εχθρό, αν βέβαια υπήρχε εκεί, σε έξοδο. Στις 23:00 της 5ης Ιανουαρίου ο στολίσκος έφθασε στην κατάλληλη θέση και το κάθε αντιτορπιλικό έβαλλε από τρεις ομοβροντίες.

Την ώρα του βομβαρδισμού ενέσκηψε λαίλαπα με βροχή και τα πλοία κλυδωνίζονταν βίαια. Καμιά απάντηση δεν δόθηκε στην Ελληνική επίθεση και δεν εκδηλώθηκε η παραμικρή εχθρική αντίδραση. Λόγω του επακμάσαντος καιρού και του ισχυρού νοτίου κυματισμού τα πλοία επέστρεψαν με κόπο μέχρι τον Πατραϊκό. Έτσι έληξαν οι επιδρομές αυτές οι οποίες βέβαια δεν ήσαν άξιες της τόσης διαφήμισης που έτυχαν, ούτε απετέλεσαν σοβαρό πολεμικό εγχείρημα. Έδειξαν όμως δύο πράγματα. Πρώτον ότι το Ναυτικό δεν φοβόταν να διακινδυνεύσει και δεύτερον ότι η πολιτικοστρατιωτική ηγεσία της χώρας είχε άγνοια του κατά θάλασσα πολέμου.

Επιθετικές Επιχειρήσεις Υποβρυχίων 

Πριν αναφερθούμε στις επιχειρήσεις των Υ/Β στο Ιόνιο - Αδριατική θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε ότι από τα 6 Υ/Β του Ελληνικού Ναυτικού, το ένα, ο Γλαύκος, από της κηρύξεως του πολέμου βρισκόταν σε μακρά επισκευή και απεδόθη στην ενέργεια μόλις τον Απρίλιο του 1941 χωρίς να λάβει καθόλου μέρος στον Ελληνο-Ιταλικό πόλεμο. Η φράση του Ναυάρχου Σακελλαρίου που διαβάσαμε παραπάνω αποδίδει καλύτερα από κάθε άλλο σχολιασμό την κατάσταση των Ελληνικών υποβρυχίων. «... σε οποιοδήποτε άλλο κράτος θα ήταν εκτός υπηρεσίας»

Από την πρώτη ημέρα του πολέμου διατέθηκαν τα δύο υποβρύχια Παπανικολής και Νηρεύς στην Ναυτική Αμυντική Περιοχή με έδρα την Πάτρα για εγκατάσταση περιπολιών στο Ιόνιο. Διάχυτος ήταν ο φόβος Ιταλικής αποβατικής ενέργειας στις Δυτικές ακτές της χώρας. Τα δύο υποβρύχια διατάχθηκαν να περιπολήσουν εσωτερικά του δακτυλίου Λευκάδας - Κεφαλονιάς - Ζακύνθου. Τα δύο υποβρύχια ανακλήθηκαν και κατέπλευσαν στον Ναύσταθμο στις 6 Νοεμβρίου έχοντας μια σειρά ζημιών που μείωναν τη μαχητική τους ικανότητα.

Έχοντας υπόψη τις δυσχέρειες συντονισμού που παρατηρήθηκαν στην πρώτη έξοδο των υποβρυχίων σχεδιάσθηκε και εκτελέσθηκε μια σειρά 21 περιπολιών στο Ιόνιο και την Αδριατική, με αντικειμενικό σκοπό την κατά το δυνατόν αποκοπή του ιταλικού ρεύματος ανεφοδιασμού προς την Αλβανία. Από το σύνολο των 21 αυτών περιπολιών θα αναφερθώ με λίγα λόγια στις τέσσαρες απ’ αυτές που είχαν επιτυχή αποτελέσματα. Ο ''Παπανικολής'' με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Ιατρίδη ύστερα από τρικυμιώδη πλου έφθασε στο στενό του Οτράντο νωρίς το πρωί της 20ης Δεκεμβρίου.

Την 22α Δεκεμβρίου στις 01:35, πλέοντας εν επιφανεία αντελήφθη μικρό πετρελαιοκίνητο σκάφος σε απόσταση 400 μέτρων από την πλώρη του. Λαμβάνοντας τις κατάλληλες προφυλάξεις για την περίπτωση που επρόκειτο για πλοίο παγίδα, τακτική που είχε ευρέως εφαρμοσθεί και στους δύο παγκοσμίους πολέμους, πλησιάζει και καλεί το πλήρωμα να εγκαταλείψει το σκάφος και να επιβιβαστεί στο Υ/Β παραλαμβάνοντας όλα τα ναυτιλιακά του έγγραφα. Η ενέργεια εκτελέσθηκε γρήγορα και μεταξύ των εγγράφων ο Ιατρίδης ανακάλυψε μια απόρρητη Ιταλική διαταγή που περιείχε οδηγίες πλου από το Μπρίντιζι προς την Αυλώνα.

Ο Ιατρίδης κράτησε αιχμάλωτο το πλήρωμα, πυρπόλησε το πετρελαιοκίνητο και απομακρύνθηκε ταχέως από τον τόπο της πυρκαγιάς. Την 24η Δεκεμβρίου το μεσημέρι, εκμεταλλευόμενος τις πληροφορίες που είχε μάθει, αντιλαμβάνεται νηοπομπή αποτελούμενη από 12 εμπορικά, 6 αντιτορπιλικά και πλήθος αεροσκαφών (15 - 20) βομβαρδιστικών και αναγνωριστικών. Στις 12:24 επιτίθεται με βολή δέσμης 4 τορπιλών, αλλά 6 λεπτά μετά την επίθεση αρχίζει η καταδίωξή του με αθρόα βολή βομβών βάθους εναντίον του. Η καταδίωξη συνεχίζεται για 9 ώρες.


Στις 21:26 αντιλαμβάνεται ότι ξέφυγε από τους διώκτες του και αναδύεται με το πλήρωμα να βρίσκεται στα όρια της σωματικής και της ψυχικής αντοχής του από την πολύωρη καταδίωξη. Οι τορπίλες του υποβρυχίου βύθισαν το Ιταλικό ατμόπλοιο ''Firenze'' (3952 τ). Ο ''Πρωτεύς'' με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Χατζηκωνσταντή απέπλευσε από τον Ναύσταθμο την 26η Δεκεμβρίου με τομέα περιπολίας το στενό του Οτράντο μπροστά από τον κόλπο της Αυλώνας. Από τότε κανένα σήμα δεν ελήφθη από το Υ/Β.

Στις 10 Ιανουαρίου Ιταλικός ραδιοφωνικός σταθμός μετέδωσε την είδηση ότι στις 29 Δεκεμβρίου κατά τις 10:00 Ιταλικό τορπιλοβόλο που συνόδευε νηοπομπή είχε εμβολίσει και βυθίσει υποβρύχιο, 11 μίλια δυτικά του Σάσσωνα. Το Υ/Β είχε επιτεθεί με τορπίλες κατά της νηοπομπής και είχε βυθίσει το Ιταλικό μεταγωγικό ''Sardegna'' (11.452 τ.). Ο συνδυασμός του Ιταλικού ανακοινωθέντος και της έλλειψης οποιασδήποτε είδησης από τον ''Πρωτέα'' οδήγησαν στο θλιβερό συμπέρασμα ότι το Ελληνικό Υ/Β αφού βύθισε το Ιταλικό μεταγωγικό εμβολίσθηκε και απωλέσθηκε αύτανδρο.

Ο ''Κατσώνης'' με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Σπανίδη εισήλθε στον τομέα του έξω από το Δυρράχιο την 24η Δεκεμβρίου έπειτα από κοπιώδη πλου με ελάχιστη ορατότητα και σφοδρότατη κακοκαιρία. Το πρωί της 26ης επιτίθεται με τορπίλες ανεπιτυχώς σε εμπορικό πλοίο από μεγάλη απόσταση, μεγαλύτερη των 10.000 μέτρων. Το εμπορικό έστρεψε εκτός και πλησίασε τις Γιουγκοσλαβικές ακτές. Το Υ/Β απομακρύνθηκε και συνέχισε την περιπολία του υπό σφοδρή επακμάζουσα κακοκαιρία την γνωστή ως ''Μπόρα της Αδριατικής''.

Το μεσημέρι της 29ης Δεκεμβρίου αντιλαμβάνεται φορτηγό πλοίο εναντίον του οποίου επιτίθεται δια τορπιλών πάλιν ανεπιτυχώς. Την 31η Δεκεμβρίου στις 08:20 αντιλαμβάνεται ένα μικρό πετρελαιοφόρο εναντίον του οποίου επιτίθεται με τορπίλες και πάλιν όμως ανεπιτυχώς παρά την μικρή απόσταση των περίπου 500 μέτρων. Ο κυβερνήτης τελών σε διέγερση από τις συνεχείς ατυχίες του διατάζει ανάδυση και επίθεση με το πυροβόλο. Το πλήρωμα του πετρελαιοφόρου, πανικόβλητο εγκαταλείπει το πλοίο και πέφτει στη θάλασσα. Από τις βολές του πυροβόλου προκαλείται πυρκαγιά και το πετρελαιοφόρο βυθίζεται καιόμενο.

Το Υ/Β διαφεύγει εν τάχει υποπτευόμενο ότι θα είχαν ειδοποιηθεί οι Ιταλικές αρχές για την επίθεση και γι αυτό το λόγο εγκαταλείπει τους ναυαγούς που καλούσαν σε βοήθεια. Το Ιταλικό πετρελαιοφόρο που βυθίστηκε από τον ''Κατσώνη'' ήταν το ''Quinto'' (531 τ.) και η βύθισή του έγινε μέσα στα Γιουγκοσλαβικά χωρικά ύδατα. Ο ''Τρίτων'' με κυβερνήτη τον Πλωτάρχη Γ. Ζέπο εισήλθε στον τομέα περιπολίας του τα μεσάνυχτα 19 / 20 Μαρτίου. Το πρωί της 23ης Μαρτίου αντιλαμβάνεται νηοπομπή που έπλεε προς το Δυρράχιο. Το Υ/Β επιτίθεται με βολή δέσμης 4 τορπιλών οι τρεις από τις οποίες εξερράγησαν επί του προπλέοντος επιβατηγού.

Υφίσταται σκληρή δίωξη και βάλλονται εναντίον του 17 βόμβες βάθους. Μετά 7 περίπου ώρες κατορθώνει να απαλλαγεί από τους διώκτες του και μετά μία ώρα αναδύεται και εξέρχεται του τομέως επιστρέφοντας στη βάση του. Το βυθισθέν Ιταλικό επιβατηγό ήταν το πετρελαιοκίνητο ''Carnia'' (5.451 τ.). Με στόχο τη συντόμευση της παρουσιάσεως δεν θα παρουσιαστούν οι λοιπές 17 περιπολίες των υποβρυχίων στην Αδριατική και το Ιόνιο. Θα αναφερθούν μόνο μερικές γενικές παρατηρήσεις που απορρέουν ως στατιστικά συμπεράσματα από τη σημαντική αυτή δραστηριότητα του Ναυτικού.

  • Ο χρόνος δράσεως των Ελληνικών Υ/Β στην Αδριατική ήταν συνολικά 146 ημέρες.
  • Τα Υ/Β παρέμειναν εκτός βάσεως 169 ημέρες και στους τομείς περιπολίας τους 63.
  • Τα συνολικώς επιτευχθέντα αποτελέσματα ήσαν βύθιση 4 πλοίων και ενός πετρελαιοκινήτου, ενώ απωλέσθηκε ένα Υ/Β.

Η αναλογία των Υποβρυχίων Ελλάδος Ιταλίας ήταν, 1:20. Εάν η Ιταλική Ναυτική Διοίκηση χρησιμοποιούσε τα Υποβρύχιά της όπως το Ελληνικό Ναυτικό, η Ελλάδα θα είχε περισσότερα από 80 εμπορικά πλοία βυθισμένα, με ανάλογα αποτελέσματα σε ανθρώπινες απώλειες και χαμένο στρατιωτικό υλικό. Είναι γνωστό και εύκολα αντιληπτό ότι η στατιστική διαχείριση των ναυτικών επιχειρήσεων εν καιρώ πολέμου αναδεικνύει τα ψυχρά αποτελέσματα. Παράλληλα όμως αποκρύπτει την ανθρώπινη πλευρά των κόπων, των θυσιών, των ηρωισμών.

Γνωρίζω ότι αδικώ την μνήμη των απωλεσθέντων, αλλά και τις αγωνίες και τις υπεράνθρωπες προσπάθειες όσων επέζησαν, πλήν όμως δεν θα ήταν δυνατόν στα χρονικά περιθώρια αυτής της παρουσίασης να πράξω διαφορετικά. Σας παρακαλώ να αναλογισθείτε ότι πίσω από τα στατιστικά στοιχεία υπάρχουν θυσίες και ανθρώπινες αγωνίες, υπάρχουν ανθρώπινες ζωές που διακυβεύονταν ανά πάσα στιγμή και κάποιες φορές χάνονταν στους σκοτεινούς βυθούς των θαλασσών.

Η Δράση του Ελληνικού Εµπορικού Ναυτικού στον Ελληνο-Ιταλικό Πόλεμο

Η συνολική χωρητικότητα των πλοίων του Ελληνικού Εµπορικού Ναυτικού (ΕΕΝ) κατά την έναρξη του Β΄ Π.Π. ήταν περί το 2,6% εκείνης της παγκόσµιας. Το ΕΕΝ διέθετε περί τα 600 ωκεανοπόρα ατµοκίνητα πλοία και περί τα 700 πετρελαιοκίνητα καΐκια. Από τα ατµοκίνητα πλοία του ΕΕΝ, τα 90% περίπου ήταν φορτηγά. Εν τούτοις η ολική χωρητικότητα των πλοίων του ΕΕΝ ήταν τότε µεγαλύτερη των αντιστοίχων εµπορικών ναυτικών της Σουηδίας, Σοβιετικής Ενώσεως, Καναδά, ∆ανίας και Ισπανίας.


Η Μεγάλη Βρετανία, παρά το ότι το 1939 διέθετε το 26.11% της παγκόσµιας χωρητικότητας, είχε ανάγκη κάθε διαθέσιµου πρόσθετου εµπορικού πλοίου, προκειµένου να καλύψει τις αυξηµένες λόγω του πολέµου µεταφορικές ανάγκες όχι µόνο της µητροπολιτικής Αγγλίας, αλλά και τις πρόσθετες σε παγκόσµια κλίµακα. Περί τα µέσα του 1940 το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό διέθετε καύσιµα γιά 2 µόνο µήνες. Περί τον Σεπτέµβριο του 1941 είχαν απολεσθεί γύρο στα 25% των Βρετανικών Εµπορικών πλοίων.


Το ΕΕΝ, µε πολιτική απόφαση της Ελληνικής Κυβερνήσεως και τη συνεργασία Εφοπλιστών και Πληρωµάτων, ήρθε αρωγό στη κάλυψη των εν λόγω αναγκών, αµέσως από την έναρξη του Β΄ Π.Π. Τα περισσότερα των πλοίων του ΕΕΝ ήταν καρβουνοκίνητα. Οι συνθήκες διαβιώσεως των πληρωµάτων του ΕΕΝ ήταν πολύ σκληρές έως άθλιες. Ναυτιλιακά βοηθήµατα ήταν υποτυπώδη, περιοριζόµενα στην απλή µαγνητική πυξίδα και τις οπτικές παρατηρήσεις των ακτών την ηµέρα και των άστρων τη νύκτα. Πολλοί Φάροι δεν λειτουργούσαν λόγω του πολέµου.

Τα αργοκίνητα πλοία του ΕΕΝ ήταν εύκολοι στόχοι των Γερµανικών Υποβρυχίων και των πολεµικών επιφανείας. Οι ∆ιεθνείς Κανόνες δεν ετηρούντο συνήθως, κάτι που απέβαινε εις βάρος της ζωής των πληρωµάτων. Σύµφωνα µε αυτούς τους Κανόνες τα φορτία πλοίων ουδετέρων κρατών έπρεπε να ελέγχωνται και εάν διεπιστώνετο ότι µετέφεραν υλικά γιά πολεµικές ανάγκες, επετρέπετο να βυθιστούν, αφού προηγουµένως απεβιβάζετο το πλήρωµά τους. Εν τούτοις πολλές φορές όχι µόνο τορπιλλίστηκαν και βυθίστηκαν εµπορικά πλοία µόλις έγιναν αντιληπτά, αλλά και όσοι από τα πληρώµατά τους προσπάθησαν να διαφύγουν, πολυβολήθηκαν και εξοντώθηκαν, γιά να µην υπάρξουν ίχνη.

Επισηµαίνεται ότι διαταγές προς τα Γερµανικά Υποβρύχια, που εκδόθηκαν ήδη από τον πρώτο µήνα του Β΄ Π.Π. την 30 / 9 / 1939, περιείχαν, µεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «....επειδή οι Έλληνες έχουν πωλήσει και µισθώσει πολυάριθµα (εµπορικά) πλοία στους Άγγλους, τα Ελληνικά πλοία πρέπει να θεωρούνται ως εχθρικά .... Κατά τις επιθέσεις τα Υποβρύχια να παραµένουν αθέατα ....» Κατά τον Β΄ Π.Π. από το σύνολο των 500 περίπου ωκεανοπόρων φορτηγών ατµοπλοίων του ΕΕΝ βυθίστηκαν από πολεµικές ενέργειες περί τα 211. Επιπροσθέτως 107 φορτηγά µας απωλέσθηκαν από άλλες αιτίες. 

Επίσης από τα 55 επιβατηγά πλοία, βυθίστηκαν τα 52. Ακόµη από τα 700 καΐκια χάθηκαν περί τα 500. Οι µεγαλύτερες απώλειες σηµειώθηκαν στον Ατλαντικό κατά το έτος 1941. Μέχρι τότε πολλά βραδυκίνητα φορτηγά πλοία διέσχιζαν τον ωκεανό µόνα, ενώ οι νηοποµπές προσέφεραν περιορισµένη προστασία. Μετέπειτα οι ετήσιες απώλειες συµµαχικών πλοίων έβαιναν µειούµενες, µε την ενίσχυση της παρεχοµένης καλύψεως από πολεµικά πλοία και αεροπλάνα. Οι απώλειες του ΕΕΝ πρέπει να συγκριθούν µε εκείνες του συνόλου των απωλειών των συµµαχικών εµπορικών πλοίων διαρκούντος του Β΄ Π.Π. 

Κατά τα Βρετανικά στοιχεία, που αποκαλύφθηκαν µετά τον πόλεµο, οι Σύµµαχοι έχασαν συνολικά περί τα 2.600 εµπορικά πλοία, τα 95% των οποίων στον Ατλαντικό. Κατά συνέπεια οι απώλειες του ΕΕΝ σε φορτηγά και επιβατηγά, ανήλθαν στο 14% του συνολικού αριθµού των βυθισθέντων συµµαχικών εµπορικών πλοίων κατά τον Β΄ Π.Π. Τα κυριότερα όπλα που χρησιµοποιήθηκαν κατά πλοίων περιελάµβαναν τορπίλλες και νάρκες. Το σύνολο των ναρκών που ποντίστηκαν κατά τον Β΄ Π.Π υπολογίσθηκαν σε άνω των 700.000. Από αυτές περί το 70% ποντίστηκαν από Αγγλία και Γερµανία. 

Οι νάρκες, µέχρι να εξουδετερωθούν µετά την λήξη του Β΄ Π.Π, εξακολούθησαν να βυθίζουν πλοία γιά µεγάλο ακόµη διάστηµα. Κατά τη διάρκεια των Ιταλικών επιθέσεων κατά της Ελλάδας, πλοία του ΕΕΝ, υπό την προστασία του Πολεµικού µας Ναυτικού µετέφεραν ασφαλώς περί το 80% του πολεµικού υλικού και των στρατευµάτων σε λιµένες πλησίον του µετώπου, χρησιµοποιώντας περί τα 140 φορτηγά, 47 επιβατηγά και 56 ρυµουλκά. ∆εν είναι εφικτό στη συνοπτική αυτή περιγραφή να µνηµονευτούν όλα τα δράµατα και τα επιτεύγµατα του ΕΝΝ κατά τον Β΄ΠΠ. 

Γι’ αυτό γίνεται ενδεικτικά µνεία σε δύο ιδιαίτερα σηµαντικά περιστατικά. Το πρώτο αφορά το πλοίο «ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΚΟΥΛΟΥΚΟΥΝΤΗΣ», το οποίο υπό την πλοιαρχία του Κωνσταντίνου Πανώργιου, επέτυχε παρά τους κινδύνους και τις δυσκολίες, να εισέλθει την 2-2-43 στο λιµένα της Λιβύης και να εκφορτώσει πολύτιµα καύσιµα γιά το 8ο Βρετανικό Στράτευµα που πολεµούσε στη Βόρεια Αφρική. 

Ο Βρετανός Πρωθυπουργός Winston Churchill επισκέφτηκε το πλοίο στις 4 / 2 / 1943 και το συνεχάρη προσωπικά. Το δεύτερο αφορά σε παρόµοιο εγχείρηµα. Το φορτηγό «ΕΛΠΙΣ», υπό την πλοιαρχία του Νικολάου Κουβαλιά, πλησίασε υπό σφοδρότατο βοµβαρδισµό την Λιβύη και εκφόρτωσε καύσιµα γιά τα Βρετανικά στρατεύµατα, επισύροντας τις επιδοκιµασίες του Βασιλιά της Αγγλίας.

Επίλογος

Ο Απρίλης του 1941 ήταν σκληρός για την Ελλάδα. Η αναμενόμενη από καιρό επίθεση της Γερμανίας στα βόρεια σύνορα ξεκίνησε στις 6 του μήνα με στόχο να τελειώσει γρήγορα την Ελληνική υπόθεση, ώστε απερίσπαστη να βαδίσει προς Ανατολάς. Ήταν διττή η Γερμανική πρόθεση, αφ` ενός να κλείσει ένα μέτωπο, που θα μπορούσε να αποτελέσει αγκάθι στη δεξιά πλευρά της προς Ανατολάς πορείας, αφ` ετέρου να απαγκιστρώσει τη σύμμαχό της, τη φασιστική Ιταλία, από μια ταπεινωτική ήττα, που έδινε ελπίδες σ` όλο τον κόσμο πως οι δυνάμεις του άξονα δεν ήσαν ανίκητες.


Η χώρα βρέθηκε απέναντι σε δύο ισχυρότατους στρατούς τον Γερμανικό και τον Ιταλικό, πίσω από τους οποίους διαγούμιζαν, σαν ύαινες, Βουλγαρικές και Αλβανικές ορδές. Το Πολεμικό Ναυτικό της εποχής ανακάλυπτε για πρώτη φορά το σκληρό πρόσωπο του πολέμου μέσα από τις ακατάπαυστες Γερμανικές αεροπορικές επιδρομές, που έκαναν την προηγούμενη περίοδο του Ελληνο-Ιταλικού πολέμου να μοιάζει με εποχή αθωότητας.

Η μεταφορά του πολέμου από τη Γερμανική αεροπορία σε όλες τις λιμενικές εγκαταστάσεις και οι επιθέσεις στα πολεμικά και εμπορικά πλοία στα λιμάνια και τα αγκυροβόλια του Σαρωνικού, άρχισε αμέσως από το πρωί της 6ης Απριλίου με αεροπορικές αναγνωρίσεις προάγγελους των επιδρομών που άρχισαν από το βράδυ της ίδιας μέρας. Η ισχνή αεροπορική κάλυψη από τα ελάχιστα αεροσκάφη διώξεως που είχαν διατεθεί από την Αγγλία, δεν ήταν σε θέση να εμποδίσει αποτελεσματικά τα Γερμανικά βομβαρδιστικά και μετά τις πρώτες μέρες του πολέμου και την προέλαση προς Νότον των Γερμανικών στρατευμάτων, εξαφανίστηκε τελείως.

Έτσι, ως μόνα αμυντικά μέσα παρέμεναν οι πυροβολαρχίες της αντιαεροπορικής άμυνας, σκορπισμένες σε επίκαιρα σημεία πάνω απ` το λιμάνι του Πειραιά και τον Ναύσταθμο και τα αντιαεροπορικά πυροβόλα των ίδιων των πλοίων. Προφανής σκοπός των αεροπορικών επιθέσεων, αφ` ενός η μετάδοση παραλυτικού τρόμου ώστε να εξαφανισθεί κάθε διάθεση αντίδρασης, αφ` ετέρου η αποκοπή της οδού διαφυγής του μικρού Βρετανικού εκστρατευτικού σώματος που υποχωρούσε κι αυτό προς Νότον.

Παράλληλα με τους βομβαρδισμούς τα Γερμανικά αεροσκάφη πόντιζαν και μαγνητικές νάρκες στις εισόδους των λιμένων και τις προσβάσεις των αγκυροβολίων επιφέροντας απερίγραπτη σύγχυση και προσθέτοντας ένα ακόμα θανάσιμο κίνδυνο στην ασφάλεια των πλοίων. Όπως συνέβη σε όλα τα κρατικά κλιμάκια έτσι και το Ναυτικό άργησε να πάρει τις αποφάσεις του. Σ’ αυτό συνέτεινε και η έλλειψη κάθε οργανωμένης κρατικής αρχής εντεταλμένης να λαμβάνει αποφάσεις. Οι συνέπειες της βραδύτητας αυτής συνοψίζονται παρακάτω:

  • Αντιτορπιλικό Βασιλεύς Γεώργιος. Δεν κατορθώθηκε η επισκευή του. Έπεσε στα χέρια του εχθρού.
  • Αντιτορπιλικό Ύδρα. Βυθίστηκε στο Σαρωνικό.
  • Αντιτορπιλικό Ψαρά. Βυθίστηκε στο αγκυροβόλιο Μεγάρων.
  • Αντιτορπιλικό Λέων. Βυθίστηκε στη Σούδα.
  • Τορπιλοβόλο Προύσα. Βυθίστηκε στην Κέρκυρα.
  • Τορπιλοβόλο Θύελλα. Βυθίστηκε στη Βουλιαγμένη.
  • Τορπιλοβόλο Κυδωνίαι. Βυθίστηκε στη Μονεμβασία.
  • Τορπιλοβόλο Δωρίς. Βυθίστηκε στο Πόρτο Ράφτη
  • Τορπιλοβόλο Αλκυόνη. Αυτοβυθίστηκε στη Βουλιαγμένη.
  • Τορπιλοβόλο Κίος. Αυτοβυθίστηκε στη Βουλιαγμένη.
  • Τορπιλοβόλο Αίγλη. Αυτοβυθίστηκε στη Βουλιαγμένη.
  • Τορπιλοβόλο Αρέθουσα. Αυτοβυθίστηκε στη Βουλιαγμένη.
  • Τορπιλοβόλο Κύζικος. Αυτοβυθίστηκε στον Ναύσταθμο.
  • Τορπιλοβόλο Πέργαμος. Αυτοβυθίστηκε στον Ναύσταθμο.
  • Βοηθητικό Τένεδος. Βυθίστηκε στο Σαρωνικό.
  • Βοηθητικό Αύρα. Προσαράχθηκε στη Βουλιαγμένη.
  • Θωρηκτό Κιλκίς. Βυθίστηκε στα αβαθή του Ναυστάθμου.
  • Εκπαιδευτικό Άρης. Παρέμεινε στον Ναύσταθμο, ως πολύ βραδύ για να ακολουθήσει το Στόλο.
  • Βοηθητικό Πλειάς. Βυθίστηκε στο Κρυονέρι.
  • Ναρκαλιευτικό Αλιάκμων. Βυθίστηκε στον Κορινθιακό.
  • Ναρκαλιευτικό Νέστος. Βυθίστηκε στον Κορινθιακό.
  • Δύο τορπιλάκατοι Θόρνικροφτ. Βυθίστηκαν.
  • 11η Μοίρα Υδροπλάνων. Από τα 7 Φέρι, 4 καταστράφηκαν στη Μονεμβασία. Ένα καταστράφηκε σε αερομαχία πάνω από τη Σκύρο.
  • 12η Μοίρα Υδροπλάνων. Από τα τρία Ντορνιέ που είχαν παραμείνει στο Ναυτικό ως υδροπλάνα, ένα ήταν υπό επισκευή, ένα αποτεφρώθηκε στα Παλούκια, το τρίτο έφθασε στην Αλεξάνδρεια.
  • 13η Μοίρα Υδροπλάνων. Από τα 9 Άνσον, απωλέσθησαν 4 στο έδαφος από αεροπορική επίθεση. Τα υπόλοιπα 5 έφθασαν στην Αλεξάνδρεια.

Θα πρέπει να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής, η έλλειψη εθνικών σχεδίων για τα διάφορα σενάρια εξέλιξης των πολεμικών επιχειρήσεων. Δεν θα ασχοληθούμε με την έλλειψη σχεδίων του Στρατού, για συγκρότηση οργανωμένης αντίστασης προς τον κατακτητή, επάνω στα βουνά της χώρας υπό την αιγίδα του. Η έλλειψη αυτών ακριβώς των σχεδίων συνετέλεσε, με μεγάλη πιθανότητα, ώστε η επιθυμία για αντίσταση των Ελλήνων πατριωτών που γύριζαν από τα μέτωπα μετά την κατάρρευση, να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από το κομμουνιστικό κόμμα, που μόνον αυτό από όλες τις πολιτικές δυνάμεις διέθετε ανάλογη οργάνωση.


Η κομμουνιστική αντίσταση που αναπτύχθηκε στα βουνά και που βιαίως μονοπώλησε, κατά μεγάλο ποσοστό, την παρουσία στην Ελληνική ύπαιθρο, είχε τα γνωστά δραματικά επακόλουθα της δεκαετίας του ΄40. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση θα πρέπει να επισημανθεί η έλλειψη αναλόγων σχεδίων από την πλευρά του Ναυτικού. Ο ρόλος της ύπαρξης των σχεδίων είναι να μη χρειάζεται η σύγκληση συσκέψεων, κάθε φορά που υπάρχει μια πολεμική εξέλιξη, για να ληφθούν αποφάσεις εν θερμώ, με σύγχυση, σε στενότητα χρόνου και με όλους τους προσωπικούς παράγοντες να επηρεάζουν τους συσκεπτόμενους και αποφασίζοντες.

Αντίθετα, ο σκοπός των σχεδίων είναι ο προγραμματισμός μιας σειράς ενεργειών που ακολουθούνται αυτομάτως, ανεξάρτητα από την φυσική παρουσία, ή μη, των διοικούντων. Η έλλειψη τέτοιων σχεδίων που να προέβλεπαν την τύχη των πλοίων του Στόλου σε περίπτωση κατάληψης της χώρας, η έλλειψη απόφασης για συνέχιση του αγώνα, η αναβλητικότητα στις αποφάσεις και η αδικαιολόγητη καθυστέρηση, επέφεραν τις απώλειες που εμφανίστηκαν στον πίνακα.

Το Πολεμικό Ναυτικό, παρά τις αδυναμίες του, μεταστάθμευσε σύσσωμο, όσο απέμεινε, στην Αίγυπτο και απετέλεσε την πλέον συμπαγή Ελληνική Κρατική οντότητα, που πολεμούσε στο πλευρό των συμμάχων κατά των φασιστικών δυνάμεων κατοχής της χώρας. Τα έξι αεροσκάφη Ναυτικής Συνεργασίας με τα πληρώματά τους απετέλεσαν τον αρχικό πυρήνα γύρω από τον οποίο στήθηκε πάλι η Πολεμική Αεροπορία και συνέχισε να πολεμά.

Τα καταστρώματα των πλοίων, του Πολεμικού και του Εμπορικού Ναυτικού, απετέλεσαν την προέκταση του εθνικού εδάφους, που παρέμεινε ελεύθερο χάρις στην ευψυχία των Αξιωματικών και των πληρωμάτων και έδινε υπόσταση στην εξόριστη Ελληνική Κυβέρνηση του Καΐρου να διαπραγματεύεται ως ίσος με τις λοιπές συμμαχικές αρχές. Η περίοδος του Απριλίου του ΄41 έμεινε στη συνείδηση των ανδρών του Πολεμικού Ναυτικού σαν η εποχή που, το Σώμα, μόνο αυτό απ΄ όλο το Ελληνικό κράτος, αρνήθηκε να συνθηκολογήσει και ακολούθησε τον δρόμο της τιμής, συνεχίζοντας τον πόλεμο μέχρι την τελική νίκη.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ























Ιστορία Ελληνική και Παγκόσμια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου