Σελίδες

Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018

Τραπεζική κρίση στη Δανία

analyst


Εμείς οι Έλληνες, παρά τις απάτες στις άλλες χώρες που αποκαλύπτονται καθημερινά, με πρωταθλήτρια τη Γερμανία και με πρόσφατη το ξέπλυμα 200 δις € από την Danske Bank, κατηγορούμε συνεχώς την πατρίδα μας – δημιουργώντας την εσφαλμένη εντύπωση πως μόνο στην Ελλάδα υπάρχει διαφθορά.
.

Επενδύσεις & Αγορές

- του Άρη Οικονόμου
Εισαγωγικά έχουμε αναφέρει πως όταν μία χώρα είναι σοβαρή, δεν εξετάζει μόνο τα χρέη των διαφόρων τομέων της οικονομίας της (δημόσιο, επιχειρήσεις, νοικοκυριά) αλλά, επίσης, τα περιουσιακά τους στοιχεία – καταρτίζοντας έναν ορθολογικό Ισολογισμό, όπου τα χρέη τοποθετούνται απέναντι στα περιουσιακά στοιχεία.
Στην Ελλάδα βέβαια δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, με άμεση συνέπεια οι εκάστοτε ανεύθυνοι να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους μόνο την εξέλιξη των χρεών  – χωρίς καν να αναφέρονται στην αντίστοιχη των περιουσιακών στοιχείων, τα οποία αποκτήθηκαν στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Το αποτέλεσμα είναι να διαστρεβλώνεται εντελώς η εικόνα, εξυπηρετώντας ουσιαστικά τους δανειστές – όπως το 2010, όταν κανένας δεν έδινε σημασία στην τότε αξία των περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, η οποία σύμφωνα με το ΔΝΤ ανερχόταν στα 300 δις € (πηγή) χωρίς τα ενεργειακά αποθέματα. Ήταν δηλαδή περίπου ίση με τα χρέη του δημοσίου, οπότε ο ισολογισμός μας δεν ήταν αρνητικός – κάτι που άλλαξε έκτοτε ραγδαία, ως επακόλουθο της πολιτικής των μνημονίων.
Εξαιτίας της πολιτικής αυτής, η οποία δρομολογήθηκε από κόμματα χειρότερα από οποιαδήποτε άλλα στον πλανήτη, η αξία της δημόσιας περιουσίας μας μειώθηκε στα 50 δις € και στη συνέχεια διαμορφώθηκε πολύ χαμηλότερα – ενώ η αξία των ιδιωτικών ακινήτων παρουσίασε πτώση κατά 600 δις €, του χρηματιστηρίου κατά 150 δις € κοκ., επισφραγίζοντας την ελληνική τραγωδία, καθώς επίσης τεκμηριώνοντας τη συλλογική μας ανοησία.

Ας μην ξεχνάμε δε πως τότε είχαμε ένα από τα χαμηλότερα ιδιωτικά χρέη στην Ευρώπη, δεν υπήρχε φούσκα ακινήτων, ενώ οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν εκτεθειμένες στα αμερικανικά ενυπόθηκα δάνεια – οπότε δεν υπήρχε κανένας λόγος να βρεθούμε σε αδυναμία χρηματοδότησης, την οποία ουσιαστικά προκάλεσε η τότε κυβέρνηση με τις ενδοτικές δηλώσεις της, καθώς επίσης με τη βοήθεια της ΕΛΣΤΑΤ.
Η Ελβετία βέβαια έχει αντιμετωπίσει εντελώς διαφορετικά το γεγονός ότι μέσα σε δέκα έτη, από το ξεκίνημα της κρίσης του 2008 δηλαδή, το χρέος των νοικοκυριών της αυξήθηκε κατά 40% – φτάνοντας στα 838 δις φράγκα ή στα 100.200 ανά άτομο! Σε σύγκριση με άλλες χώρες, με κριτήριο τα χρέη των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ, η Ελβετία βρίσκεται στην κορυφή του πλανήτη – έχοντας μαζί με την Αυστραλία τα πιο χρεωμένα νοικοκυριά παγκοσμίως, σε ποσοστό 130% του ΑΕΠ της!
Το ιδιωτικό χρέος
Συνεχίζοντας, το υψηλό χρέος των ελβετικών νοικοκυριών οφείλεται στα ενυπόθηκα δάνεια και ειδικότερα στο φορολογικό σύστημα της χώρας – όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ολλανδία, το χρέος των νοικοκυριών της οποίας είναι επίσης εκρηκτικό (ανάλυση). Εν προκειμένω φορολογούνται τα τεκμαρτά ενοίκια με την ταυτόχρονη δυνατότητα αφαίρεσης του κόστους των τόκων της υποθήκης – κάτι που αποτελεί μία ελβετική πρωτοτυπία, η οποία όμως έχει οικονομική και φορολογική λογική. Η Δανία βέβαια έχει ένα αντίστοιχο σύστημα, αλλά δεν αφαιρούνται όλοι οι τόκοι από το φορολογητέο εισόδημα, ενώ η Ολλανδία, με το χρέος των νοικοκυριών στο 105%, επίσης – κάτι που σημαίνει πως αυτή είναι η βασική αιτία της αύξησης των χρεών.
Η διαφορετική τώρα αντιμετώπιση του προβλήματος από την Ελβετία, σε σχέση με την Ελλάδα, φαίνεται από το ότι τοποθετεί απέναντι στα χρέη τα περιουσιακά στοιχεία των νοικοκυριών – καταρτίζοντας έναν ισολογισμό με βάση τα στοιχεία της κεντρικής της τράπεζας, η οποία τα καταχωρεί αναλυτικά (πηγή). Ο ισολογισμός αυτός ήταν ο εξής:
Ουσιαστικά λοιπόν η χώρα κατέληγε τότε στο ότι, τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία των ελβετικών νοικοκυριών είναι 3.393 δις €, άρα στο 80% του ισολογισμού τους – ένα ποσοστό που ασφαλώς θα ονειρευόντουσαν οι τράπεζες. Ως εκ τούτου συμπέρανε πως η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών ήταν πολύ καλή – χωρίς όμως να λαμβάνει υπ’ όψιν το τι θα συνέβαινε εάν τα επιτόκια αυξάνονταν ή/και οι τιμές των ακινήτων κατέρρεαν.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τη σωστή αντιμετώπιση του θέματος του χρέους από την Ελβετία, με την κατάρτιση του Ισολογισμού, εάν τυχόν αυξηθούν τα επιτόκια ένα μέρος των Πολιτών της δεν θα είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τα δάνεια του – ειδικά επειδή το 75% χρηματοδοτείται με επιτόκια σταθερά για λιγότερο από πέντε χρόνια.
Εάν αυξανόταν τα επιτόκια, κάτι που αποτελεί το βασικό προβληματισμό των τραπεζών σε ολόκληρη τη Δύση, τότε θα ξεκινούσε μία αλυσιδωτή αντίδραση, όμοια με αυτή που βιώνουμε στην Ελλάδα τα τελευταία οκτώ χρόνια – δηλαδή, προβλήματα στις τράπεζες, μείωση της κατανάλωσης, περιορισμός των επενδύσεων, πτώση του ΑΕΠ κοκ.
Η μελέτη του ΔΝΤ
Περαιτέρω, σύμφωνα με μία μελέτη του ΔΝΤ (πηγή), τα θετικά βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα της αύξησης των χρεών των νοικοκυριών (κατανάλωση, επενδύσεις κλπ.), κατά κανόνα μετατρέπονται σε αρνητικά μεσοπρόθεσμα – όπου, όταν αυξάνονται τα χρέη αυτά κατά 5% του ΑΕΠ ετησίως για τρία χρόνια, μετά από τρία χρόνια οφείλει να υπολογίζει κανείς στη μείωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 1,25%.
Η αιτία είναι το ότι, το ΑΕΠ αυξάνεται στην αρχή από την αγορά ακινήτων ή αυτοκινήτων επί πιστώσει, ενώ στη συνέχεια υποχωρεί, όταν τα νοικοκυριά μειώνουν την κατανάλωση τους για να εξυπηρετήσουν τα δάνεια τους – όπου όμως, εάν καταρρεύσουν ταυτόχρονα οι τιμές ως αποτέλεσμα μίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, τότε η χώρα οδηγείται στο καθοδικό σπιράλ του θανάτου, το οποίο δύσκολα αντιμετωπίζεται. Βέβαια, όταν το χρέος των νοικοκυριών είναι κάτω από το 10% του ΑΕΠ, δεν υπάρχει κίνδυνος αρνητικών εξελίξεων – οι οποίες παρουσιάζονται ουσιαστικά όταν υπερβεί το 30%.
Δυστυχώς εμείς στην Ελλάδα, έχοντας υπουργούς οικονομικών, κεντρική τράπεζα και οργανισμούς που ενδιαφέρονται μόνο για τα προνόμια της θέσης τους, δεν ασχολούμαστε με τέτοια ζητήματα – με αποτέλεσμα να είναι η χώρα μας έρμαιο όλων όσων κάθε φορά εκμεταλλεύονται την ασχετοσύνη μας προς όφελος τους: των αγορών, των συγκυριών, της πρωσικής κυβέρνησης κοκ.
Έτσι οδηγείται η οικονομία μας, χωρίς ουσιαστικό λόγο, από το κακό στο χειρότερο. Σαν να μην έφθαναν δε όλα αυτά, κατηγορούμε συνεχώς τον εαυτό μας, θεωρώντας πως είναι ο μοναδικός υπεύθυνος για τα δεινά μας – οπότε γινόμαστε άξιοι της οδυνηρής μοίρας μας.
Η Δανία
Συνεχίζοντας με τη Δανία, ελάχιστοι έχουν δώσει σημασία στο γεγονός της παραίτησης του επικεφαλής της Danske Bank, λόγω της πιθανής νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην Εσθονία, ύψους 200 δις € (πηγή) – αφού εμείς οι Έλληνες, παρά τις απάτες στις άλλες χώρες που αποκαλύπτονται καθημερινά, με πρωταθλήτρια τη Γερμανία (ανάλυση), κατηγορούμε συνεχώς την πατρίδα μας δημιουργώντας την εσφαλμένη εντύπωση πως μόνο στην Ελλάδα υπάρχει διαφθορά.
Ειδικότερα, πέρυσι αποκαλύφθηκε πως οι δύο μεγάλες τράπεζες της Δανίας, η Danske Bank και η Nordea (σουηδική ουσιαστικά), συμμετείχαν σε υποτιθέμενες (έως ότου εκδικαστούν) παραβάσεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες – όπου εκείνη την εποχή πάνω από 7 δις δανέζικες κορώνες μεταφέρθηκαν σε λογαριασμούς των τραπεζών της Δανίας, οι οποίοι ανήκουν σε εταιρίες γραμματοκιβωτίου με διευθύνσεις σε φορολογικούς παραδείσους όπως οι Σεϋχέλλες και ο Παναμάς. Έκτοτε τα ποσά αυξήθηκαν, αφού η Danske Bank αποδέχθηκε πως το ποσόν των 200 δις € είχε περάσει από ένα μικρό υποκατάστημα της στην Εσθονία, από πελάτες χωρών όπως η Ρωσία, η Μ. Βρετανία και οι βρετανικές Παρθένες Νήσοι.
Επομένως δεν αποκλείεται να ξεσπάσει μία μεγάλη τραπεζική κρίση στη χώρα, ειδικά όταν το μεγάλο της πρόβλημα παραμένει να είναι το υψηλό ιδιωτικό χρέος – το μεγαλύτερο μέρος του οποίου προέρχεται από τα ενυπόθηκα δάνεια. Επειδή τώρα πάνω από το 60% των ενυπόθηκων δανείων χρηματοδοτείται βραχυπρόθεσμα, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις διακυμάνσεις των επιτοκίων – τα οποία προβλέπεται πως θα αυξηθούν σύντομα.
Συνολικά πάντως στη Δανία το 2014 υπήρχαν 400 δις € ενυπόθηκα δάνεια, έναντι ΑΕΠ 250 δις € (314,2 δις $) – γεγονός που σημαίνει ότι, αποτελούσαν το 160% του ΑΕΠ της χώρας, έναντι 52,3% μέσου όρου στην ΕΕ. Τότε η κυβέρνηση της Δανίας, λόγω του συγκεκριμένου προβλήματος, σχεδίαζε την ψήφιση ενός νέου νόμου, με στόχο την εξασφάλιση των δανειοληπτών, για την περίπτωση «αναταραχών» στα επιτόκια – προσφέροντας τη δυνατότητα να απαιτούν επέκταση των δανειακών συμβάσεων από τις τράπεζες, με τα ίδια επιτόκια. Κάτι τέτοιο βέβαια θα ήταν εις βάρος των τραπεζών της χώρας – αφού θα μετέφερε το πρόβλημα σε αυτές.
Από τότε μέχρι σήμερα το τραπεζικό χρέος των νοικοκυριών στη Δανία μειώθηκε μεν σημαντικά, αλλά συνεχίζει να είναι υψηλό – στο 115% του ΑΕΠ, έναντι 58% περίπου στην Ελλάδα (γράφημα). Εάν λοιπόν ξεσπάσει μία τραπεζική κρίση στη χώρα, μετά την αποκάλυψη των παράνομων δραστηριοτήτων της Danske Bank, θα δημιουργηθούν πολλά άλλα προβλήματα – ενδεχομένως επίσης στο νόμισμα της, το οποίο είναι συνδεδεμένο με το ευρώ, με μία διακύμανση της τάξης του +-2,5%. Η BIS πάντως έχει προειδοποιήσει τη Δανία από το 2012 (πηγή) – οπότε δεν πρόκειται για κάτι που έχει εμφανισθεί ξαφνικά και από το πουθενά.
Ολοκληρώνοντας οφείλουμε να προσθέσουμε ότι, η Δανία είναι η χώρα που έχει «υποκλέψει» δύο από τα βασικότερα αγροτικά προϊόντα της χώρας μας: τη φέτα και το γιαούρτι (για την παρασκευή τζατζικιού), αντικαθιστώντας το πρόβειο με το αγελαδινό γάλα στην παραγωγή τους – έχοντας δημιουργήσει μεγάλες βιομηχανίες στο συγκεκριμένο κλάδο, με εξαγωγές σε ολόκληρο τον πλανήτη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου