Σελίδες

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2018

24 Ιουλίου 1974: H νύχτα που ήρθε ο Καραμανλής - Όλα όσα έγιναν και ειπώθηκαν



Γράφει ο ΛΑΖΑΡΟΣ ΛΑΣΚΑΡΙΔΗΣ


Από τα ξημερώματα της Κυριακής 20 Ιουλίου, η χώρα βρισκόταν σε κατάσταση γενικής επιστράτευσης, όπως είχε αποφασίσει σε έκτακτη συνεδρίασή του, υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Αδαμάντιου Ανδρουτσόπουλου, το Υπουργικό Συμβούλιο:



«Η Τουρκία ενήργησε σήμερον την 5.45 π.μ. κατά παράβαση των υφισταμένων συνθηκών, των συμμαχικών υποχρεώσεων και των κανόνων διεθνούς δικαίου, απόβασιν στρατιωτικών δυνάμεων εις την νήσον Κύπρον.



Η ενέργεια αυτή αποτελεί καταφανή παράβασιν των διεπουσών την Κύπρον διεθνών συμφωνιών, απειλούσαν την διεθνή ειρήνην και αποβλέπουσα εις την εκ μέρους της Τουρκίας πραξικοπηματικήν δημιουργίαν καταστάσεων, αι οποίαι θέτουν εν κινδύνω ζωτικά ελληνικά συμφέροντα.
Η Ελλάς καταγγέλλει τας εκνόμους ταύτας ενεργείας και δηλοί ότι θα υπερασπίση πάση δυνάμει τα νόμιμα δικαιώματά της και τα εθνικά της συμφέροντα, οπουδήποτε κρίνει ότι ταύτα απειλούνται εκ παρανόμων και επεκτατικών τουρκικών ενεργειών.
Εν όψει της δημιουργηθείσης καταστάσεως, διετάχθη γενική επιστράτευσις».
Η Τουρκία είχε εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι από τις 15 του μηνός η Εθνική Φρουρά (με εντολή του στρατιωτικού καθεστώτος της Αθήνας, το οποίο είχε ως ιθύνοντα νου τον «αόρατο» δικτάτορα Δημήτριο Ιωαννίδη) είχε ανατρέψει το νόμιμο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Στη θέση του είχε τοποθετηθεί ο βουλευτής Νίκος Σαμψών…
Η Κύπρος σπαρασσόταν, η Ελλάδα βρισκόταν σε δραματικό σημείο. Οι περισσότερες οικογένειες βρίσκονταν σε βαθιά ανησυχία, αν όχι σε κλαυθμό και οδυρμό. Όλο και κάποιον δικό τους από τους 250.000 νέους που είχαν πάρει «φύλλο πορείας» είχαν να αποχαιρετήσουν…



Οι αποφάσεις των στρατιωτικών



Τη στιγμή που πραγματοποιείτο η πολιτική αλλαγή στην Κύπρο, στο ίδιο ακριβώς κλίμα βάδιζε και η Αθήνα. Στις 8 το πρωί συνήλθε το Υπουργικό Συμβούλιο για τελευταία φορά Από το προηγούμενο βράδυ, σύμφωνα τουλάχιστον με τα λεγόμενα του αρχηγού ΓΕΕΘΑ Γρηγορίου Μπονάνου (βλ. «Η Αλήθεια», Αθήνα 1986, σελ. 271), μετά το τέλος σύσκεψης της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας για την αντιμετώπιση του Κυπριακού.



Γράφει ο Μπονάνος: «Όταν εμείναμε μόνοι οι τέσσαρες (σ.σ.: εννοεί και τους αρχηγούς των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων) ήλεγξα αν παρακολουθούμεθα από κάποιον και όταν εβεβαιώθην ότι αυτό δεν συνέβαινε, τους είπα να καθίσουν. Επίστευα ότι είχεν έλθη η ώρα να υλοποιήσω το σχέδιον που από καιρόν εσκεπτόμην. Να πολιτικοποιήσω το καθεστώς και να απομακρύνω τας Ενόπλους Δυνάμεις από την ευθύνην της διακυβερνήσεως της χώρας και την φθοράν της αναμείξεώς των με έργα άσχετα με την αποστολήν των. Αλλ΄ είχα ανάγκην και της συμφώνου γνώμης των άλλων Αρχηγών. Τας απόψεις μου βεβαίως τας εγνώριζαν όλοι, αφού άλλωστε δεν τας απέκρυπτα και τας είχα αναπτύξει κατ΄ επανάληψιν εις συγκεντρώσεις αξιωματικών. Επηκολούθησε λοιπόν μεταξύ μας η ακόλουθος συνομιλία, την οποίαν μεταφέρω εδώ μαγνητοφωνικώς και κατά λέξιν:



Aρχηγός προς Γαλατσάνον:



-Aνδρέα, ελέγχεις τον Στρατόν;



-Mάλιστα.



-Εάν διατάξεις οτιδήποτε, θα εκτελεσθή;



-Mάλιστα.



Αρχηγός προς Αραπάκην:



-Πέτρο, ελέγχεις το Ναυτικόν;



-Mάλιστα, κύριε Αρχηγέ. Είμαι πολύ αγαπητός.



-Εάν διατάξεις οτιδήποτε, θα εκτελεσθή;



-Μάλιστα.



Αρχηγός προς Παπανικολάου:



-Εσύ, Αλέκο, ελέγχεις την Αεροπορία;



-Μάλιστα.



Αρχηγός προς όλους:



-Τώρα σας ερωτώ, εάν εγώ διατάξω κάτι, σεις θα πειθαρχήσετε και θα το εκτελέσετε;



Oμόφωνος απάντησις:



-Βεβαίως, κύριε Αρχηγέ. Οτιδήποτε διατάξετε, θα εκτελεσθή.



Τόγε ηγέρθην της θέσεώς μου και αντήλλαξα χειραψίαν με έναν έκαστον χωριστά, λέγων: Αυτή η χειραψία είναι η επισφράγισις ενός συμβολαίου τιμής μεταξύ μας. Ουδείς όμως πρέπει να λάβει γνώσιν των αποφάσεών μας, διότι οι μηχανισμοί του Ιωαννίδη παραμένουν ισχυροί ακόμη. Να αναμένετε τας διαταγάς μου».

Η έκθεση Παπανικολάου



Ο Μπονάνος βεβαίως ομιλεί περί δικής του πρωτοβουλίας, από την άλλη ο Παπανικολάου στην «απόρρητη έκθεσή» του (βλ. Σταύρου Ψυχάρη «Τα παρασκήνια της Αλλαγής», β΄ έκδοση, ΤΟ ΒΗΜΑ βιβλιοθήκη , 2010, σελ. 255-257) γράφει ότι στις 9.15 το πρωί της 23ης Ιουλίου οι τέσσερις αρχηγοί μετέβησαν στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας στρατηγού Φαίδωνος Γκιζίκη, όπου «και ενώ ήχων ανταλλαγή ορισμέναι αόριστοι σκέψεις χωρίς να έχει προταθεί παρ΄ ουδενός τι το συγκεκριμένον, εισήλθε σεις το γραφείον ο ταξίαρχος Ιωαννίδης και εκάθησεν εις το αριστερόν του υποφαινομένου. Και πάλιν συνεχίσθη επ? ολίγον η αποφυγή υφ΄ απάντων διατυπώσεως συγκεκριμένης τινός προτάσεως, ότε ο υποφαινόμενος, υπό το κράτος εντόνου εξάρσεως και εν΄ απολύτω πεποιθήσει ότι εξεπλήρουν εθνικόν χρέος, εστράφη προς τον Ιωαννίδην και εν πλήρη πνευματική διαυγεία είπε εις αυτόν:



«Κύριε ταξίαρχε, σας εγνώρισα για πρώτην φοράν κατά την 25ην Νοεμβρίου 1973. Έλαβον μέρος εις την μεταβολήν διά το καλόν της πατρίδος. Δεν είμαι σε θέσιν να εκτιμήσω τι καλόν επράξατε δια αυτόν τον τόπον, πρέπει όμως να παραδεχθείτε ότι επράξατε και κακόν. Έχετε κάνει λάθος εκτιμήσεως και κατ? αυτήν την στιγμήν η πατρίς ευρίσκεται εις τραγικήν θέσιν. Λέγων όλα αυτά, γνωρίζω ότι είναι δυνατόν να σας προκαλέσω να σύρετε το περίστροφό σας και να με φονεύσετε. Όμως, εν ονόματι των παιδιών μου και εννοώ κυρίως τα παιδιά μου που είναι κατά τη στιγμή αυτή δεμένα μέσα στα αεροπλάνα, και εν? ονόματι όλων των στρατευμένων παιδιών μας και ολοκλήρου της πατρίδος, σας παρακαλώ να μας αφήσετε ησύχους να ίδωμεν πως θα εξέλθωμεν από το αδιέξοδον και να προλάβωμεν μεγαλύτερα δεινά. Σας παρακαλούμεν όλοι μας να μας αφήσετε».



Ευθύς άμα τω πέρατι των λόγων του υποφαινομένου, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης ηγέρθη, εφόρεσεν το πηλήκιόν του και στραφείς προς τον υποφαινόμενον είπεν:



«Δεν γνωρίζει καλά ποιος είμαι ο κύριος αρχηγός της αεροπορίας, αλλά αφού βλέπω ότι όλοι σας συμφωνείτε δεν έχω θέσιν ανάμεσά σας και φεύγω».



Ενώ απείρχετο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του είπε:



Στάσου πρέπει να βοηθήσεις.



Και εκείνος απήντησεν:



Καλά, δεν θα αντιδράσω.



Με στρατιωτικό χαιρετισμό



Τότε, ο υποφαινόμενος παρενέβη και πάλιν προσθέσας:



-Κύριε Ταξίαρχε, πρέπει να διατάξετε τους ανθρώπους σας να πειθαρχήσουν εις ό,τι αποφασίσομεν;.



Επ΄ αυτού επέμειναν άπαντες και ούτως προ της θύρας εξόδου, απήντησεν: Καλώς. Θα πράξω τούτο, και χαιρετήσας στρατιωτικώς ανεχώρησεν».



Αλλά και ο ναύαρχος Αραπάκης διεκδικεί την πατρότητα της ιδέας για την αλλαγή. Την τοποθετεί δε ακόμα νωρίτερα (21 Ιουλίου), υποστηρίζοντας (βλ. «Το τέλος της σιωπής», εκδόσεις Λιβάνη, 2000, σελ.301) ότι, σε συζήτηση των τεσσάρων, «εκμεταλλευόμενος την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, βρήκα ότι ήταν οι κατάλληλη ευκαιρία να ρίξω την ιδέα να προχωρήσουμε σε αλλαγή από την στρατιωτική στην πολιτική ηγεσία. Πρότεινα τότε να καλέσουμε τους πολιτικούς και να προχωρήσουμε στη μεταπολίτευση». Πάντως, ξέχωρα από τις μαρτυρίες των αρχηγών των Ενόπλων Δυνάμεων, ο «ξένος παράγων» (ο δαιμόνιος υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, Χένρι Κίσινγκερ, από το βράδυ της 22ας Ιουλίου είχε προαναγγείλει ότι «ενδεχομένως τη στιγμή αυτή πραγματοποιείται πολιτική μεταβολή» στην Ελλάδα. (βλ. Σπύρου Μαρκεζίνη «Σύγχρονη πολιτική ιστορία της Ελλάδος», γ΄ τόμος εκδόσεις Πάπυρος, 1994, σελ. 233).



Σύσκεψη με τους πολιτικούς



Στις 2 μετά το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου συνεκλήθη τελικώς η σύσκεψη των πολιτικών, υπό τον Γκιζίκη, στο γραφείο του στη Βουλή. Νωρίτερα οργίαζε το παρασκήνιο. Ο Μπονάνος βολιδοσκόπησε για την πρωθυπουργία τον Πέτρο Γαρουφαλιά, ο οποίος αποδέχθηκε. Ίσως εκείνη την ώρα να ήταν ο πιο αρεστός στους στρατιωτικούς πολιτικός. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στις εκλογές που ακολούθησαν (της 17ης Νοεμβρίου 1974) ηγήθηκε ενός σχήματος που πολιτογραφήθηκε ως «φιλοχουντικό». Θα μπορούσαν να θεωρήσουν κάτι τέτοιο και τον Σπύρο Μαρκεζίνη, αλλά με τι μούτρα, αφού τον είχαν ανατρέψει στις 25 Νοεμβρίου 1973, σταματώντας τη «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος του Γεωργίου Παπαδόπουλου…



Στη σύσκεψη προσκλήθηκαν με τηλεφώνημα που τους έγινε από το διευθυντή του Στρατιωτικού Οίκου του Γκιζίκη συνταγματάρχη Μπραβάκο οι Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Γεώργιος Μαύρος, Στέφανος Στεφανόπουλος, Μαρκεζίνης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Ευάγγελος Αβέρωφ, Γαρουφαλιάς, ο οικονομολόγος Ξενοφών Ζολώτας και ο διπλωμάτης Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς.



Ο Κανελλόπουλος (ο καταργηθείς από την 21η Απριλίου πρωθυπουργός) βρισκόταν στο κατάλυμά του στην Κηφισιά όταν έλαβε το τηλεφώνημα. Άρχισε να οδηγεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα το αυτοκίνητό του ώστε να προλάβει να συναντήσει τον Μαύρο (που είχε αναλάβει την εκπροσώπηση της Ενώσεως Κέντρου στο εσωτερικό μετά το θάνατο του Γεωργίου Παπανδρέου) πριν από τη σύσκεψη.



Οι δύο άνδρες (οι οποίοι είχαν συνδεθεί στενά στην «επταετία») όχι μόνο κατάφεραν να συναντηθούν, αλλά κατά τη διάρκεια της ολιγόλεπτης συνομιλίας τους φαίνεται ότι συμφώνησαν ότι μια στέρεη πολιτική κυβέρνηση μπορεί να προκύψει μόνο με τη συμμετοχή των δύο παλαιών μεγάλων κομμάτων: της ΕΡΕ (τελευταίος αρχηγός της ήταν ο Κανελλόπουλος) και της Ενώσεως Κέντρου. Λογικά εκεί θα συμφωνήθηκε και το δίπολο Κανελλόπουλος πρωθυπουργός και Μαύρος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών.



Στη σύσκεψη προσήλθαν όλοι οι προσκεκληθέντες, πλην του Παλαμά που βρισκόταν στην Κέρκυρα.



Ο Γκιζίκης ξεκίνησε ζητώντας από τους παρευρισκόμενους να δεχθούν και τη συμμετοχή της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων. Αυτό και έγινε!

Ασκήσεις «επί χάρτου»



Ο ίδιος έθεσε το ερώτημα «μήπως θα πρέπει να εμπλέξουμε την Τουρκία σε πόλεμο στον Έβρο με σκοπό τον αντιπερισπασμό;» (βλ. Αλέξανδρου Ζαούση «O Eμπαιγμός», τόμος β’ εκδόσεις Παπαζήση, 1998, σελ. 429) και, συγχρόνως, πρότεινε τα υπουργεία Εσωτερικών, Εθνικής Αμύνης και Δημοσίας Τάξεως να παραμείνουν υπό τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων.



Εισέπραξε αρνητική απάντηση στο ερώτημα και ένα σχεδόν ομόθυμο ΟΧΙ στην πρότασή του. Ίσως μόνο ο Γαρουφαλιάς να το αποδεχόταν με δεδομένο το πρωινό «τάξιμο» του Μπονάνου προς εκείνον. Φαίνεται ότι μες στη φούρια του να ορκιστεί πρωθυπουργός είχε λησμονήσει το αντίστοιχο πάθημα του Μαρκεζίνη κάποιους μήνες νωρίτερα!



Πιο κατηγορηματικός δε στην άρνηση ήταν ο Μαύρος, ο οποίος απευθυνόμενος προς τον Γκιζίκη (βλ. C.Woodhouse, «Rise and Fall of the Greek Colonels», Λονδίνο 1985, σελ. 164) του είπε: «Θα αστειεύεστε, κύριε πρόεδρε».



Μίλησαν όλοι, άλλοι ενιαία (Μαύρος-Κανελλόπουλος), άλλοι εμφανώς συγκινημένοι (Νόβας), ένας προτείνοντας για πρωθυπουργό μη πολιτικό πρόσωπο (ο Μαρκεζίνης τον Παλαμά, υπουργό Εξωτερικών της κυβέρνησής του και αναπληρωτή ΥΠ.ΕΞ. της τελευταίας του Παπαδόπουλου) κ.ο.κ.



Η πλάστιγγα, πάντως, έγερνε προς κυβέρνηση Κανελλόπουλου-Μαύρου με την τυπική συνηγορία όλων. Ακόμα και του Αβέρωφ που συμφώνησε μεν σε αυτή τη λύση αλλά πρότεινε κυβέρνηση να σχηματίσει ο ευρισκόμενος στο Παρίσι Κωνσταντίνος Καραμανλής (βλ. Ψυχάρης, ο.π., σελ. 216) αλλά τον διέκοψε ο Γκιζίκης λέγοντάς του ότι «επειγόμεθα κι εκείνος βρίσκεται μακριά». Στις 17.40 μ.μ. περατώθηκε η σύσκεψη με τους Κανελλόπουλο και Μαύρο να δεσμεύονται ότι στις 8 μ.μ. θα επανέλθουν για να παρουσιάσουν ενώπιον όλων τη σύνθεση της κυβέρνησής τους. Αποχώρησαν και οι υπόλοιποι πολιτικοί. Όλοι πλην ενός!




Το «άδειασμα» στον Κανελλόπουλο




Πέντε λεπτά μετά το τέλος της σύσκεψης, από την Προεδρία της Δημοκρατίας ανακοινώθηκε και μεταδόθηκε από τα υπάρχοντα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά δίκτυα ότι «ενόψει των εξαιρετικών περιστάσεων υπό τας οποίας τελεί η πατρίς, αι ένοπλοι δυνάμεις απεφάσισαν όπως αναθέσουν την διακυβέρνησιν της χώρας εις πολιτικήν κυβέρνησιν».



Αυτό ήταν! Χιλιάδες πολίτες ξεχύθηκαν στους δρόμους ολόκληρης της χώρας πανηγυρίζοντας για την πτώση ενός καθεστώτος που εγκαθιδρύθηκε πριν από επτά και πλέον χρόνια.



Οι λαϊκές εκδηλώσεις ανησύχησαν τους κρατούντες και στις 7.45 μ.μ. το αρχηγείο των Ενόπλων Δυνάμεων αναγκάστηκε να μεταδώσει:



«Ως εγνωστοποιήθη διά προηγουμένης ανακοινώσεως της Προεδρίας της Δημοκρατίας η χώρα αποκτά πολιτικήν κυβέρνησιν. Συνιστάται εις τον λαόν να τηρήσει την ψυχραιμίαν και την αυτοκυριαρχίαν του προς το καλόν του έθνους». Ένα τέταρτο αργότερα οι πολιτικοί άρχισαν να καταφθάνουν στο χώρο του Κοινοβουλίου για τη νέα σύσκεψη, αποθεούμενοι από τους πολίτες που είχαν συγκεντρωθεί στον ευρύτερο χώρο της πλατείας Συντάγματος. Χρειάστηκαν αρκετά λεπτά της ώρας για να φθάσει ο καθένας τους στο γραφείο του Γκιζίκη.



Στον προθάλαμο του προεδρικού γραφείου οι περισσότεροι πίστευαν ότι σε λίγο θα ορκιζόταν πρωθυπουργός ο Κανελλόπουλος. Ο ίδιος βεβαίως είχε ενημερωθεί από τις 6.15 μ.μ. ότι κυβέρνηση θα σχημάτιζε τελικώς ο Καραμανλής. Ο Αβέρωφ, ο οποίος είχε παραμείνει στο γραφείο με τους στρατιωτικούς, μετά το τέλος της πρώτης συσκέψεως είχε μπει στον κόπο να τον ενημερώσει για την εξέλιξη. Μέσα σε μισή ώρα ο Ηπειρώτης πολιτικός (ηγετικό στέλεχος της ΕΡΕ) είχε καταφέρει όχι μόνο να πείσει τους Γκιζίκη, Μπονάνο, Γαλατσάνο, Αραπάκη και Παπανικολάου αλλά να βρει και στο τηλέφωνο τον Καραμανλή, να τους τον δώσει να μιλήσουν μαζί του και να εξασφαλίσει τελικώς τη δέσμευσή του ότι εντός των επομένων ωρών θα επιστρέψει «με κάθε μέσο» στην Ελλάδα.



Στις 9 μ.μ. ξεκίνησε η προγραμματισθείσα σύσκεψη. Ο Κανελλόπουλος πρότεινε να διακόψουν και να συναντηθούν εκ νέου μετά τα μεσάνυχτα όταν θα επέστρεφε ο Καραμανλής. Ο Γκιζίκης δεν το δέχτηκε τονίζοντας ότι «ήδη ευρισκόμεθα σε διαρκή σύσκεψη γιατί δεν ξέρουμε τι γίνεται». Και όντως ο Μαύρος, έχοντας αναλάβει άτυπα καθήκοντα υπουργού Εξωτερικών, βρισκόταν μ’ ένα τηλέφωνο στο χέρι επικοινωνώντας πότε με την Κύπρο και πότε με τις Ηνωμένες Πολιτείες και ενημέρωνε τους υπολοίπους για τις εξελίξεις στο πεδίο των στρατιωτικών και διπλωματικών μαχών.



Δεν πήρε τον τέως βασιλιά



Εκείνες τις ώρες ο ευρισκόμενος ακόμα στο Παρίσι Καραμανλής ρύθμιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες της επιστροφής του. Επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο ο οποίος ήταν στο Λονδίνο. Ο τελευταίος του ζήτησε να τον συνοδεύσει στην Αθήνα. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο, ο Καραμανλής τού είπε να καθυστερήσει την άφιξή του στην Αθήνα κι ότι θα τον ειδοποιούσε ο ίδιος «σε λίγες ημέρες». (Βεβαίως αυτή η πρόσκληση δεν έφτασε ποτέ και σε κάθε ευκαιρία ο τέως βασιλεύς τονίζει ότι εξηπατήθη από τον Καραμανλή). Στις 10.20 μ.μ. ανακοινώνεται επίσημα το… όνομα. Τα μέσα ενημέρωσης μεταδίδουν: «Ο πρώην πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής ανεχώρησε ήδη εκ Παρισίων δι’ Αθήνας, κληθείς όπως συμμετάσχει της συσκέψεως την οποίαν συνεκάλεσεν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στρατηγός Γκιζίκης».



Λίγο νωρίτερα, στις 10 ακριβώς, ο Καραμανλής αναχωρώντας από το αεροδρόμιο Λε Μπουρζέ, με αεροσκάφος που του είχε διαθέσει ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας περιορίστηκε σε… είκοσι μόνο λέξεις: «Θα επαναλάβω», είπε, «τας λέξεις του Αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών (σ.σ. Χάρι Τρούμαν) όταν του ανεκοινώθη ο θάνατος του Προέδρου Ρούσβελτ: Boys pray for me (Παιδιά, προσεύχεσθε δι΄ εμέ)».



Έπειτα από τέσσερις ώρες το αεροσκάφος προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Χιλιάδες πολίτες είχαν καταφέρει να διεισδύσουν ακόμα και στο διάδρομο προσγειώσεως. Δήλωσε ότι επιθυμεί «ενότητα, σωφροσύνην και υπομονήν» και επιβιβάστηκε σε αυτοκίνητο που τον μετέφερε στην Εθνική Αντιπροσωπεία. Στο περιστύλιο τον υποδέχτηκαν οι Γκιζίκης και Καραμανλής και ακολούθως πήρε μέρος στη σύσκεψη των πολιτικών και της στρατιωτικής ηγεσίας.

Κυβέρνηση κεντροδεξιάς



Ενώπιον του Γκιζίκη και χοροστατούντος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ στις 4.20 π.μ. ορκίστηκε πρωθυπουργός.



Στις 4 το απόγευμα, παρουσία του, ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της κυβέρνησής του: Μαύρος (αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών), Ζολώτας (Συντονισμού), Αβέρωφ (Εθνικής Αμύνης), Γεώργιος Ράλλης (Εσωτερικών), Κωνσταντίνος Παπακωνσταντίνου (Δικαιοσύνης), Σόλων Γκίκας (Δημοσίας Τάξεως), Νικόλαος Λούρος (Παιδείας), Κωνσταντίνος Τσάτσος (Πολιτισμού), Κώστας Λάσκαρης (Απασχολήσεως), Ανδρέας Κοκκέβης (Κοινωνικών Υπηρεσιών) και Παναγιώτης Λαμπρίας (υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ).



Δύο μέρες αργότερα η κυβέρνηση συμπληρώθηκε με τους: Χριστόφορο Στράτο, Γιάγκο Πεσμαζόγλου, Δημήτριο Παπασπύρου, Χαράλαμπο Πρωτοπαππά, Αθανάσιο Κανελλόπουλο, Γεώργιο-Αλέξανδρο Μαγκάκη, Γεώργιο Μυλωνά, Ιωάννη Μηναίο, Ευάγγελο Δεβλέτογλου, Γιάννη Μπούτο, Γιάννη Βαρβιτσιώτη, Δημήτρη Τσάτσο, Κωνσταντίνο Αποσκίτη, Γεώργιο Γιαννόπουλο, Γεώργιο Παπαγιαβή, Αθανάσιο Ταλιαδούρο, Κωστή Στεφανόπουλο, Αθανάσιο Τσαλδάρη, Κώστα Αλαβάνο και Μανώλη Κεφαλογιάννη.



Αργότερα έγιναν μέλη αυτής της κυβέρνησης οι Δημήτρης Μπίτσιος, Ιωάννης Κατσαδήμας και Βάσος Βασιλείου.



Η κυβέρνηση αυτή πολιτογραφήθηκε «εθνικής ενότητας», αλλά αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ουσιαστικά επρόκειτο για κυβέρνηση στελεχών των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, πριν και μετά την πτώση της δικτατορίας. Από τα 35 συνολικά μέλη της, του πρωθυπουργού συμπεριλαμβανομένου, στις εκλογές που ακολούθησαν τα 25 συμπαρατάχθηκαν με τη Νέα Δημοκρατία (κόμμα το οποίο ίδρυσε ο Καραμανλής) και μόλις 10 (Μαύρος, Κοκκέβης, Πεσμαζόγλου, Πρωτοπαππάς, Κανελλόπουλος, Μαγκάκης, Μυλωνάς, Δ. Τσάτσος, Αλαβάνος και Παπαγιαβής) πολιτεύτηκαν με την Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις που είχε αρχηγό τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης.



Δεν κλήθηκαν να συμμετάσχουν ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου (ο οποίος στις 3 Σεπτέμβρη ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ) ούτε οι δυνάμεις της παραδοσιακής Αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού και ΕΔΑ). Άρα…





onalert

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου