Σελίδες

Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Μεταμοντερνισμός και απώλεια νοήματος

Γιαν Χάβικζοον Στέιν – The Topsy-Turvy World*
του Γιώργου Κουτσαντώνη
Το τηλέφωνο χτυπάει και υπάλληλος του λογιστικού γραφείου απαντά με το σύνηθες «παρακαλώ».
Από την άλλη πλευρά μια φωνή ρωτάει:
Τι είναι εκεί;
Ποιος είναι; Απαντάει ο υπάλληλος.
Εδώ κομμώτρια, απαντάει η φωνή.
Εδώ χορεύτρια, απαντάει ο υπάλληλος και κατεβάζει το ακουστικό.
Η παραπάνω θα μπορούσε να είναι μια σύντομη μεταμοντέρνα τηλεφωνική κουβέντα. Εάν την εξετάσουμε ως εξωτερικοί παρατηρητές θα αντιληφθούμε ότι σε αυτή όλα είναι σχετικά. Όλα θα μπορούσαν να ισχύουν. Κανείς δεν γνωρίζει τους σκοπούς αυτού του τηλεφωνήματος, αν πρόκειται για φάρσα ή για τηλεφωνικό λάθος. Είναι άγνωστο πώς ονομάζεται η κομμώτρια ή ο υπάλληλος. Ούτε το φύλο τους είναι γνωστό. Δεν ξέρουμε εάν η κομμώτρια είναι γυναίκα ή άνδρας, ή κάποιο LGTBQ άτομο. Δεν είναι καν γνωστό εάν όντως θέλει κάτι από ένα λογιστικό γραφείο. Τα πάντα είναι ανοιχτά ενδεχόμενα και το αποτέλεσμα της κουβέντας ακραία σχετικό, αλλά ταυτόχρονα και μηδενικό. Αυτό που μάλλον προκύπτει ως λογικό συμπέρασμα είναι ότι ο υπάλληλος εκτός από ελιτιστής και χιουμορίστας, δείχνει σχεδόν αλλεργικός σε αυτού του είδους τις «παράλογες» συναναστροφές, ενώ η «ψωνισμένη», «μικροαστή» και μπλαζέ κομμώτρια δεν αναφέρει το όνομά της, μάλλον γιατί αυτό σήμερα δεν έχει κανένα νόημα, ή ίσως γιατί το γεγονός ότι είναι κομμώτρια πρέπει αυτομάτως να σημαίνει και κάτι. Αυτή η μορφή επικοινωνίας δεν πραγματεύεται καμία αλήθεια και δεν οδηγεί σε κανένα αποτέλεσμα. Είναι ένας νέος ριζοσπαστικός τρόπος επικοινωνίας. Αυτή είναι -στον υπερθετικό της βαθμό και στην ακραία έκφρασή της- η διαδικασία που οι μεταμοντερνιστές ονομάζουν Μεγάλη Μεταμόρφωση.

Λογικά θα έλεγε κανείς ότι η θιγμένη κομμώτρια θα καλούσε ξανά τον αριθμό του λογιστικού γραφείου για να παραπονεθεί που της έκλεισαν στα μούτρα το τηλέφωνο, να πει το όνομά της και τι θέλει, ώστε να αποκτήσει κάποιο νόημα η συνομιλία. Το ενδεχόμενο αυτό είναι ασφαλώς το πιο πιθανό. Όμως για τους μεταμοντερνιστές αυτή η τηλεφωνική συνομιλία θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ήδη ολοκληρωθεί. Αυτό γιατί για τον μεταμοντερνισμό το νόημα βρίσκεται ακριβώς στην απουσία νοήματος. Τελικά δεν έχει κανένα νόημα να πάρει ένα τηλέφωνο μια κομμώτρια σε ένα λογιστικό γραφείο, γιατί δεν έχει και κανένα νόημα να κάνει κανείς δήλωση εισοδήματος σήμερα ή να κόβει αποδείξεις, ειδικά όταν είναι κομμώτρια. Ίσως και η ύπαρξη λογιστικών γραφείων να μην έχει κανένα νόημα, γιατί αυτά έχουν γίνει υπάλληλοι του κράτους το οποίο με τη σειρά του εξυπηρετεί τις ορέξεις των διεθνών κερδοσκόπων. Όταν όλα καταρρέουν τίποτα δεν έχει πια νόημα, όλα είναι μια ρευστή μάζα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται πραγματικά αυτή η τηλεφωνική ομιλία να καταλήξει σε κάποιο αποτέλεσμα, να επιτελέσει δηλαδή την λειτουργία της συνεννόησης και της επικοινωνίας. Αυτό που έχει σημασία σε μια μεταμοντέρνα τηλεφωνική επικοινωνία είναι η διαδικασία, το γεγονός δηλαδή πως κάποιος/α/ο, σήκωσε την μια γραμμή του τηλεφώνου και κάποιος άλλος/η/ο στην άλλη πλευρά ανταποκρίθηκε. Δεν έχει σημασία αν βγήκε νόημα από αυτή την συνομιλία, είναι η πράξη που μετράει. Στο μεταμοντέρνο η διαδικασία είναι το αποτέλεσμα. Έτσι αυτή η τηλεφωνική κουβέντα είναι τόσο σύντομη, κωδικοποιημένη και περιεκτική όσο οι καιροί μας επιτάσσουν. Η ομιλία ενώ παραμένει ένα παραδοσιακό επικοινωνιακό στοιχείο, δίνει μια νέα πρωτότυπη σύνθεση, όπου η έκπτωση της σημασίας οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη κάθε αντικειμενικότητας.
Ο Ζαν Μποντριγιάρ [1] χαρακτήρισε την μεταμοντέρνα κοινωνία ως μια μορφή αυτού που ονόμαζε «υπερπραγματικότητα» (hyperreality). Πρόκειται για έναν κόσμο στον οποίο υπάρχει διάσπαση μεταξύ της πραγματικότητας και της μιντιακής αναπαράστασης της πραγματικότητας. Σε αυτόν τον κόσμο η εικόνα είναι πιο «πραγματική» από την ίδια την πραγματικότητα. Μπορούμε να φανταστούμε πόσο διαφορετική θα ήταν η συνομιλία που αναφέρθηκε στην αρχή, εάν αυτή είχε γίνει μέσω skype όπου η φωνή και επομένως η γλώσσα, θα έπαυε να είναι το κυρίαρχο στοιχείο, δίνοντας τη θέση της στην εικόνα.
Οι μεταμοντέρνες μορφές αναπαράστασης είναι, σύμφωνα με τον Φρέντρικ Τζέιμσον [2], επιφανειακές και δεν έχουν καμία πραγματική κατανόηση του Κόσμου. Ο Τζέιμσον υποστηρίζει ότι πλέον δεν εμβαθύνουμε στο υποβόσκον νόημα των πραγμάτων ή των αντικειμένων, αλλά είμαστε ικανοποιημένοι με τα επιφανειακά νοήματα και τις εικόνες. Αυτός είναι ένας κόσμος άδειος από συναισθηματικό και ηθικό νόημα. Χρησιμοποιεί το παράδειγμα των πινάκων του Άντι Γουόρχολ με τα κουτιά σούπας Campbell, οι οποίοι δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά τέλειες αναπαραστάσεις —είναι προσομοιώσεις, αντίτυπα ενός αντιτύπου, φημολογείται ότι ζωγραφίστηκαν από μια φωτογραφία. Ας αντιπαραβάλλουμε τις κονσέρβες του Γουόρχολ με τη μοντερνιστική σειρά πινάκων του Έντβαρτ Μουνκ (Edvard Munch) με τίτλο Η κραυγή (The Scream). H τέχνη του Μουνκ προσφέρει ένα βάθος συναισθήματος που φαίνεται να αναζητά έναν παρατηρητή, ενώ οι πίνακες του Γουόρχολ είναι κενοί συναισθήματος.
Αντιπροσωπεύουν μια «τέχνη» που πλέον δεν αξιολογείται από το αποτέλεσμα δηλαδή το έργο, αλλά από τη διαδικασία παραγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η «ιεροτελεστία» και η κοπιώδης αγωνία εκείνου που καταπίνει τα μη τοξικά χρώματα και τα ξερνάει πάνω σε έναν καμβά με απώτερο σκοπό να μοσχοπουληθεί η ασάφεια και την τυχαιότητα της βαρβαρότητάς του. Όπως αντίστοιχα στο Θέατρο κανείς δεν νοιάζεται πλέον τι λέει το έργο ή αν το έπαιξαν καλά οι ηθοποιοί αλλά πώς το έπαιξαν και πώς το παρουσιάσαν, ποια διδικασία δηλαδή ακολουθείται. Μια «τέχνη» που κατά τον Μποντριγιάρ εξυψώνει την «κοινοτοπία και τη μηδαμινότητα στο επίπεδο των αξιών ή ακόμα και της διεστραμμένης αισθητικής απόλαυσης». Όλα είναι μια ακατανόητη επιφάνεια που μοιάζει με άπαχη και άβαθη «πέτσα», δίχως συναίσθημα. Ο μεταμοντερνισμός είναι επίπεδος και ασπόνδυλος (βλ. Το κρεμμύδι του Μεταμοντερνισμού). Ο Στέφαν Μέστροβιτς [3] υποστηρίζει ότι αυτή η απώλεια βάθους στην κατανόηση επηρεάζει την ενσυναίσθησή (empathy) μας προς τους άλλους ανθρώπους. Την αποκαλεί μετασυναισθηματική κατάσταση και την περιγράφει με τον ακόλουθο τρόπο:
«Είναι μια κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι δεν αντιδρούν σ’ αυτά που, σε μιαν άλλη εποχή, θα προκαλούσαν αναταραχές και κρίσεις. Αντίθετα, τα άτομα έχουν γίνει μπλαζέ, αλλεργικά στις συναναστροφές, αρκετά έξυπνα όμως ώστε να γνωρίζουν ότι τα γεγονότα που εκτυλίσσονται είναι σημαντικά και ίσως ακόμη να αντιλαμβάνονται ότι σε μια προηγούμενη εποχή θα είχαν αντιδράσει με μια βαθιά συναισθηματική κατανόηση ή με αντίστοιχη συναισθηματική αντιπάθεια προς συγκεκριμένα άτομα και γεγονότα που εξελίσσονται γύρω τους». [4]
Επίσης ο Ραλφ Φέυρ [5], στο Demoralization of Western Cultures, μας δίνει ένα παράδειγμα της μετασυναισθηματικής σύγχυσης που προήλθε από την αποκάλυψη, τον Νοέμβριο του 1998, ότι ο αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον είχε εξωσυζυγικές σχέσεις με μια ασκούμενη στον Λευκό Οίκο. Όταν ήρθε αρχικά στο φως της δημοσιότητας η υπόθεση, ο Κλίντον αρνήθηκε τα πάντα και είπε ψέμματα στο δικαστήριο και στο κοινό για τη σεξουαλική σχέση του. Τελικά αποδείχθηκε η αλήθεια και ο Κλίντον κατηγορήθηκε για ψευδορκία, στις 19 Δεκεμβρίου 1998. Αυτό που σόκαρε τον Φέυρ όταν το άκουσε στις ειδήσεις δεν ήταν ο ίδιος ο δεσμός αλλά n αντίδραση του αμερικανικού κοινού στη συμπεριφορά τον Κλίντον —και στα ψέματα που είπε. Σε τέτοιες περιπτώσεις, υποστηρίζει ο Φέυρ, θα περίμενε κανείς η δημοτικότητα του προέδρου να πέσει σημαντικά. Αντίθετα οι δημοσκοπήσεις για τη γνώμη των αμερικανών εκείνη τη στιγμή έδειξαν μια άνοδο της δημοτικότητας του Κλίντον, καθώς οι ψηφοφόροι τον υπερασπίζονταν συνεχώς, με το επιχείρημα ότι «και αυτός άνθρωπος είναι», ή διαβεβαίωναν ότι και οι ίδιοι «θα έλεγαν ψέμματα στην θέση του». Συνεπώς, σύμφωνα με τον Φέυρ, οι αμερικάνοι δεν δικαιολόγησαν ακριβώς τον πρόεδρό τους, αλλά αρνήθηκαν να τον κρίνουν. Ας αναρωτηθούμε πόσοι από εμάς θα έμπαιναν σήμερα στη διαδικασία να κρίνουν τον ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της αρχικής συνομιλίας αλλά και την συνολική απουσία νοήματος; Πόσοι θα αναζητούσαν την αλήθεια στα κοινά «αποθέματα νοήματος», ώστε να θεωρήσουν δεδομένη την πραγματικότητα;
Για τον μεταμοντερνισμό η ανθρωπότητα χρειάζεται απελευθέρωση, όχι μέσω της «αλήθειας» αλλά από ολόκληρη την ιδέα της «αλήθειας». Αληθινή ελευθερία σημαίνει να έχεις την ελευθερία να είσαι διαφορετικός —να μας ανέχονται ακόμη κι αν είμαστε «το άλλο». Αυτού του είδους η ελευθερία σημαίνει να είναι κανείς ελεύθερος να είναι αυτός που πρέπει να είναι, όπως του επιτρέπει η γνώση του, χωρίς να δυσπιστούν εναντίον του ή να τον αντιπαθούν, ή να τον μισούν και να τον τιμωρούν γι’ αυτό, ακριβώς όπως μπορούν να κάνουν και αυτοί που είναι διαφορετικοί από εμάς. Αυτού του είδους η ελευθερία σημαίνει να είναι κανείς ελεύθερος να υπερβαίνει κάθε όριο, κανόνα, σταθερή αξία και να αμφισβητεί κάθε κοινωνικό περιεχόμενο για χάρη της αμφισβήτησης και μόνο. Κάθε οργανικός και συνεπής τρόπος με τον οποίο προσλαμβάνουμε τα φαινόμενα και τον κόσμο αμφισβητείται και αυτή η διαδικασία χρίζεται απελευθερωτική.
Είναι μια ελευθερία που δεν εκλαμβάνεται ως αυτοπεριορισμός, αλλά ως η απόλυτη δυνατότητα της ατομικής επιλογής, η οποία επιλογή για να αυτοπραγματωθεί πρέπει να διαλυθούν όλες οι κοινωνικές νόρμες, βάσει της λογικής που θέλει τον άνθρωπο να απελευθερώνεται μονάχα όταν σπάει τα δεσμά του συνόλου, όταν εξατομικεύεται. Φτάνουμε στη λογική του «follow your heart», όπου ο μόνος δεκτός περιορισμός είναι αυτός που άρει τους ίδιους τους περιορισμούς στην ελευθερία της ατομικής αυτοπραγμάτωσης. Έτσι βασική σταθερά των ανθρώπινων σχέσεων γίνεται μια ατονική σιωπή ή ένα σταθερά επαναλαμβανόμενο μπιτ, μια έμμονη συνωδία, μια κωδικοποίηση της ασάφειας και του ανούσιου. Η κατανάλωση και η ταχύτητα είναι πλέον τα κεντρικά χαρακτηριστικά της ύπαρξής μας.
Ο μεταμοντερνισμός επιμένει, κυρίως ως αντίδραση στον μοντερνισμό, ότι η μόνη πραγματική ελευθερία που είναι δυνατή -για τα πολιτισμικά κατασκευασμένα ανθρώπινα όντα- είναι αποτέλεσμα της απόρριψης του μοντερνιστικού λάθους ότι οι άνθρωποι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον λόγο για να γνωρίσουν την αλήθεια των πραγμάτων. Αυτή η άποψη θεωρεί ότι η χρήση του λόγου μας δίνει με κάποιον τρόπο τα μέσα να βγούμε έξω από την κουλτούρα μας και τις επιρροές της και να γνωρίσουμε με βεβαιότητα τι είναι σωστό και τι λάθος, τι πραγματικό και τι ψεύτικο. Ωστόσο, για τον μεταμοντερνισμό, αφού δεν μπορούμε ποτέ να ξεφύγουμε από την κουλτούρα δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τίποτα με βεβαιότητα. Και καθώς δεν υπάρχει καμία υπερβατική πηγή θεμελίωσης του νοήματος (θεός, φύση, νόμος της ιστορίας ή κάτι άλλο), έτσι δεν έχει και κανένα νόημα να αναζητούμε τα νοήματα. Από τη στιγμή όπου ο καθένας είναι φορέας της αλήθειας του δεν χρειάζεται καν να επαναληφθεί το τηλεφώνημα. Άλλωστε αυτή η συνομιλία εξυμνεί τόσο τον πλουραλισμό όσο και την μη ορθολογική προσέγγιση.
Το παράδειγμα του λογιστικού γραφείου, αν και αληθινό, είναι ακραίο και εξυπηρετεί την έμφαση και την υπόθεση. Εάν δηλαδή το εγγενές λαϊκό στοιχείο της κομμώτριας υπερκεράσει την όποια μεταμοντέρνα αισθητική και ασάφεια, θα καλέσει ξανά τον αριθμό. Τώρα υπάρχει η πιθανότητα να «εμπλουτίσει» τον διάλογο με το δικό της στυλ, με λέξεις κατανοητές, με σημασίες και συναισθήματα που θα κάνουν πιο «μοντέρνα» και επομένως πιο ανθρώπινη και χρήσιμη την επικοινωνία. Διαφορετικά στον πόλεμο που μας θέλει βυθισμένους στην ανυπαρξία της σχετικότητας και υποταγμένους στον μηδενισμό, θα έχει χαθεί μια ακόμη μάχη. Ένα επιφανειακό, εφήμερο και ανούσιο τηλεφώνημα -που δεν ενοχλεί- θα έχει γίνει «πραγματικότητα» και κερδισμένη θα είναι η ματαιότητα κάθε δραστηριότητας.
———- / ———-
[1] Ο Ζαν Μποντριγιάρ (Jean Baudrillard), (1929 – 2007) ήταν γάλλος κοινωνιολόγος, φιλόσοφος, πολιτιστικός θεωρητικός, πολιτικός σχολιαστής και φωτογράφος. Έγινε γνωστός για τις αναλύσεις του για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, για τον σύγχρονο πολιτισμό και την τεχνολογική επικοινωνία, καθώς και για τη διαμόρφωση εννοιών, όπως η προσομοίωση και η υπερπραγματικότητα.
[2] Ο Φρέντρικ Τζέιμσον (Fredric Jameson), γεννημένος στις 14 Απριλίου 1934 είναι αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας και μαρξιστής πολιτικός θεωρητικός. Είναι γνωστός για την ανάλυση των σύγχρονων πολιτισμικών τάσεων. Κάποτε περιέγραψε τον μεταμοντερνισμό ως τη χωροθέτηση του πολιτισμού υπό την πίεση του οργανωμένου καπιταλισμού. Τα πιο γνωστά βιβλία του είναι Το μεταμοντέρνο Ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμούThe Political Unconscious, και το Marxism and Form.
[3] Ο Στέφαν Μέστροβιτς (Stjepan Gabriel Meštrović), κροατικής καταγωγής γεννημένος το 1955, είναι κοινωνιολόγος, καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Τέξας (Texas A&M University), συγγραφέας δεκαπέντε βιβλίων και διακεκριμένος ειδικός σε θέματα εγκλημάτων πολέμου. Κλήθηκε να καταθέσει στις δίκες για τα βασανιστήρια κρατουμένων στις φυλακές Αμπού Γκράιμπ (Abu Ghraib) της Βαγδάτης αλλά και στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία.
[4] Εισαγωγή στην Κοινωνική Θεωρία, Pip Jones, Liz Bradbury, Shaun Le Boutillier, εκδ. ΠΛΕΘΡΟΝ, 2017.
[5] Ο Ραλφ Φέυρ (Ralph Fevre) από το 1995 είναι καθηγητής κοινωνικής έρευνας στο Πανεπιστήμιο Cardiff. Ασχολείται με την αισθητική και την κριτική θεωρία. Στο βιβλίο του Demoralization of Western Cultures (Continuum, 2000) υποστηρίζει ότι η σύγχρονη σύγχυση και η αβεβαιότητα πάνω σε ζητήματα ηθικής ήταν αποτέλεσμα ενός συγκεκριμένου συλλογισμού, μιας υπο-κατηγορίας ορθολογισμού που ονομάστηκε «κοινή λογική» και που κυριάρχησε στη σκέψη μας κατά τον εικοστό αιώνα.
*Στον πίνακα, με τον παραδοσιακό γερμανικό τίτλο «Die verkehrte Welt» [«The Topsy-Turvy World» («Ο ανάποδος κόσμος»)], ο Γιαν Χάβικζοον Στέιν συνδυάζει μια χιουμοριστική αφήγηση με ένα ηθικό μήνυμα: αυτό το σπίτι κυβερνάται από την πλήρη έλλειψη εγκράτειας. Ο Γιαν Χάβικζοον Στέιν ήταν Ολλανδός ζωγράφος της «ολλανδικής χρυσής εποχής». Τα έργα του διακρίνονται για την ψυχογραφική τους διορατικότητα, την αίσθηση του χιούμορ και την πλούσια χρωματική τους παλέτα.

respublica

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου