Σελίδες

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018

Κρατικό δίκαιο χρεοκοπίας

analyst


Η μη ύπαρξη σαφούς κριτηρίου πτώχευσης ενός κράτους της Ευρωζώνης, σε συνδυασμό με το πτωχευτικό δίκαιο που θέλει να προωθήσει η Γερμανία, θα οδηγούσαν σε υψηλότερα επιτόκια δανεισμού τις αδύναμες οικονομίες – οπότε δεν θα είχαν κανένα λόγο παραμονής τους στο ευρώ, ούτε θα ήθελαν να κρέμεται η δαμόκλειος σπάθη επάνω από τα κεφάλια τους.
του Άρη Οικονόμου
Άποψη   
Μία από τις αλλαγές που προωθούνται στην Ευρωζώνη (ανάλυση), είναι η δημιουργία ενός πτωχευτικού Δικαίου για τα κράτη-μέλη της. Εν προκειμένω, η απορία που εύλογα προκύπτει είναι με ποια κριτήρια μία χώρα θα θεωρείται χρεοκοπημένη – κάτι που ασφαλώς δεν αποτελεί μία τεχνική λεπτομέρεια, επειδή η μη ύπαρξη σαφών κριτηρίων θα μετέτρεπε τα κράτη σε μία μπάλα ποδοσφαίρου των χρηματαγορών.
Ειδικότερα, για τις επιχειρήσεις τα κριτήρια είναι ξεκάθαρα: χρεοκοπούν όταν τα ίδια κεφάλαια τους είναι αρνητικά – γεγονός που σημαίνει πως τα χρέη τους είναι μεγαλύτερα από τα περιουσιακά τους στοιχεία. Σε μία τέτοια περίπτωση, οι σύνδικοι πτώχευσης πουλούν τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης και εξοφλούν όσο το δυνατόν περισσότερα από τα χρέη της – όπου, επειδή δεν αρκούν για όλους, κάποιοι δανειστές της χάνουν μέρος ή όλα τα χρήματα τους.
Το παραπάνω κριτήριο των ιδίων κεφαλαίων όμως δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τα κράτη – επειδή ναι μεν διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία, όπως δημόσιες επιχειρήσεις και έργα υποδομών, αλλά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εγγυήσεις για τα δάνεια τους (με εξαίρεση την Ελλάδα, μετά το εγκληματικό και μοναδικό στην ιστορία PSI, για το οποίο θα πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι – αφού επρόκειτο ουσιαστικά για εσχάτη προδοσία, ιδίως επειδή δεν διεξήχθη καν δημοψήφισμα).

Εκτός αυτού, καμία χώρα δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποχρεωθεί να ξεπουλήσει κατ’ ανάγκη τις υποδομές της, για την εξυπηρέτηση των χρεών της – με την έννοια πως μία επιχείρηση μπορεί να ρευστοποιηθεί, αλλά ένα κράτος όχι. Επομένως, το ξεπούλημα που έχουν δρομολογήσει οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχει καμία απολύτως σχέση με ιδιωτικοποιήσεις – ενώ είναι απαράδεκτο και αποτελεί εθνική προδοσία.
Συνεχίζοντας, το κριτήριο για την πτώχευση των κρατών θα μπορούσε να είναι η βιωσιμότητα των χρεών τους – η δυνατότητα τους δηλαδή να τα εξυπηρετούν. Πρόκειται όμως για ένα εντελώς ασαφές κριτήριο, αφού έχει σχέση με τις προοπτικές ανάπτυξης τους, με την ανεργία, με τον πληθωρισμό ή αποπληθωρισμό, με τα μελλοντικά επιτόκια δανεισμού τους, με τον προϋπολογισμό τους κοκ. Μπορούν βέβαια να γίνονται υπολογισμοί, αλλά βασίζονται σε υποθετικά σενάρια – ενώ κανένας δεν είναι μάντης.
Τα επιτόκια διαδραματίζουν φυσικά έναν πολύ σημαντικό ρόλο, αφού όταν αυξάνονται σε μεγάλο βαθμό, τότε εκτοξεύονται στα ύψη τα χρέη των κρατών και δεν μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας το 2010 και της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους αργότερα, πριν την επέμβαση της ΕΚΤ (γράφημα).
Εκτός αυτού όταν αυξάνονται τα επιτόκια καταρρέουν οι επενδύσεις και η ανάπτυξη, ενώ διογκώνεται η ανεργία – με αποτέλεσμα να μειώνονται τα έσοδα του δημοσίου, καθώς επίσης να αυξάνονται οι δαπάνες και τα ελλείμματα του. Εδώ λοιπόν βρίσκεται το μεγάλο θέμα – αφού τα επιτόκια μπορούν να αυξάνονται οδηγώντας τα κράτη σε αδιέξοδο, ακόμη και όταν τα χρέη τους είναι σχετικά χαμηλά.
Από την άλλη πλευρά τώρα, στην πραγματικότητα τα κράτη χρηματοδοτούν την εξυπηρέτηση των παλαιών ληξιπρόθεσμων χρεών τους με νέα χρέη – γεγονός που σημαίνει ουσιαστικά πως τα παλαιά τους χρέη επιμηκύνονται συνεχώς. Στα πλαίσια αυτά, εάν οι πιστωτές ενός κράτους δεν θα ήταν κάποια στιγμή πρόθυμοι να του δανείσουν νέα χρήματα για να τους πληρώσει τα προηγούμενα, για οποιονδήποτε λόγο, τότε θα χρεοκοπούσε – αδυνατώντας να εξυπηρετήσει τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του.
Το ενδεχόμενο δε αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία – με την έννοια πως εάν κάποιοι πιστωτές υποψιάζονταν πως κάποιοι άλλοι δεν θα επιμήκυναν τις απαιτήσεις τους απέναντι στο κράτος, οπότε θα απειλούταν να χρεοκοπήσει, τότε δεν θα το δάνειζαν για να μη χάσουν τα χρήματα τους. Ως εκ τούτου, εάν αρκετοί πιστωτές προβλέπουν την πτώχευση ενός κράτους, τα επιτόκια δανεισμού του εκτοξεύονται στα ύψη και τελικά χρεοκοπεί. Εν τούτοις, κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε όλες τις χώρες οποτεδήποτε – ιδίως σε περιόδους χρηματοπιστωτικών κρίσεων, όπου μειώνεται κατακόρυφα η ρευστότητα στις αγορές.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πάντως πως όταν τώρα ένα κράτος χρησιμοποιεί όλα τα χρήματα που διαθέτει για την πληρωμή των χρεών του, τότε δεν του μένει τίποτα για τη στήριξη της οικονομίας του – ενώ πρέπει να μειώνει τις δαπάνες του και να αυξάνει τους φόρους, περιορίζοντας την αγοραστική δύναμη των Πολιτών του, την κατανάλωση, το ΑΕΠ κοκ. Έτσι εισέρχεται σε ένα φαύλο κύκλο, η οικονομία του αργοπεθαίνει και τελικά χρεοκοπεί ξανά – όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, η οποία βιώνει τη χειρότερη μορφή χρεοκοπίας που μπορεί να υπάρξει: την κυλιόμενη.
Συνεχίζοντας, εάν χρησιμοποιηθεί ως κριτήριο χρεοκοπίας το ύψος του δημοσίου χρέους, τότε δεν θα δινόταν η απαιτούμενη προσοχή στο ιδιωτικό και στο τραπεζικό – η καταπολέμηση των οποίων αυξάνει ξαφνικά και σε μεγάλο βαθμό το δημόσιο χρέος, όπως είδαμε στην περίπτωση της Ισπανίας και της Ιρλανδίας (τετραπλασιασμός). Επομένως ούτε αυτό είναι το σωστό κριτήριο – ενώ εάν το δημόσιο χρέος είναι εσωτερικό και με χαμηλά επιτόκια, όπως συμβαίνει στην Ιαπωνία, δεν αποτελεί πρόβλημα ούτε όταν φτάνει στο 250% του ΑΕΠ.
Συμπερασματικά λοιπόν, η μη ύπαρξη σαφούς κριτηρίου χρεοκοπίας ενός κράτους της Ευρωζώνης, σε συνδυασμό με το πτωχευτικό δίκαιο που θέλει να προωθήσει η Γερμανία, θα οδηγούσε σε υψηλότερα επιτόκια δανεισμού τις αδύναμες οικονομίες – με αποτέλεσμα οι προοπτικές τους όσον αφορά την ανάπτυξη και τις επενδύσεις να είναι χειρότερες, σε σχέση με τις χώρες του κέντρου. Με τον τρόπο όμως αυτό αντί να συγκλίνουν οι χώρες μεταξύ τους, θα αποκλίνουν όλο και περισσότερο – ενώ επάνω από το κεφάλι των κρατών της περιφέρειας θα κρέμεται συνεχώς η δαμόκλειος σπάθη της χρεοκοπίας, οπότε ασφαλώς θα προτιμούσαν την έξοδο τους από το ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, η υιοθέτηση ενός πτωχευτικού δικαίου για τις χώρες της Ευρωζώνης δεν είναι μόνο επικίνδυνη αλλά, επίσης, περιττή – αφού με την απόφαση της ΕΚΤ από το 2012 να αγοράζει όσα κρατικά ομόλογα είναι απαραίτητο (πρόγραμμα ΟΜΤ), καθώς επίσης με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του 2015 (QE), τα επιτόκια δανεισμού όλων των κρατών διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα – οπότε μπορούν να δανείζονται και να τα εξυπηρετούν.
Άλλωστε, όταν οι αγορές γνωρίζουν ότι, είναι σε θέση πάντοτε να πουλούν τα ομόλογα που αγοράζουν στην ΕΚΤ που λειτουργεί πλέον ως δανειστής ύστατης ανάγκης, τότε δεν δημιουργείται κανένα πρόβλημα χρηματοδότησης των κρατών. Αυτό ακριβώς κάνουν όλες οι άλλες κεντρικές τράπεζες σε χώρες όπως οι Η.Π.Α., η Μ. Βρετανία ή η Ιαπωνία, τα επιτόκια δανεισμού των οποίων δεν έφτασαν ποτέ τόσο ψηλά, όσο στην Ευρωζώνη μετά το 2010 – οπότε δεν αποτελεί την εξαίρεση αλλά τον κανόνα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου