Σελίδες

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Η playlist του «παραδείσου». Πασίγνωστα, κλασικά και αγαπημένα τραγούδια είναι μέρος της υπεράκτιας βιομηχανίας φορο-αποφυγής


Από την έρευνα στα αρχεία των υπεράκτιων φορολογικών παραδείσων προκύπτει μια αρκετά προβλέψιμη λίστα περιουσιακών στοιχείων – ακίνητα, μετρητά, πολυεθνικές εταιρείες που μεταφέρουν τα κέρδη τους σε μέρη με χαμηλή φορολόγηση, κρυμμένα αριστουργήματα του Πικάσο και άλλων καλλιτεχνών, αυτοκίνητα αντίκες, γιοτ και αεροπλάνα. Αλλά και μουσικές αναμνήσεις; Τα τραγούδια που χορέψατε στα νιάτα σας ή στο γάμο του γιου ή της κόρης σας; Το καλοκαιρινό hit που τραγουδήσατε οδηγώντας με την όπισθεν ή το ρέγκε κομμάτι που ακουγόταν δυνατά στην παραλία; Τι δουλειά έχουν αυτά σε offshore; Βρίσκονται εκεί για τον ίδιο ακριβώς λόγο με τα υπόλοιπα: φορολογικά προνόμια. Η φοροαποφυγή βοηθά στην μεγιστοποίηση των κερδών που προέρχονται από την πνευματική περιουσία, όπως πατέντες, πνευματικά δικαιώματα, εμπορικά σήματα και εμπορικά μυστικά.
Σύνοψη από την έρευνα του CECILE S. GALLEGO
Απόδοση στα Ελληνικά: ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΑΚΚΟΥΛΑ
Εικονογράφηση: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΤΑΖΗΣ
Στα αρχεία της νομικής εταιρείας Appleby, στη νήσο Τζέρσεϊ, που βρίσκεται στο στενό της Μάγχης, περιλαμβάνονται δικαιώματα για την μουσική μεγάλων καλλιτεχνών, όπως οι John Denver, Duke Ellington, Chubby Checker και heryl Crow.
Πρόκειται για ένα μουσικό κατάλογο που μέχρι το 2014 κατείχε εταιρεία με έδρα το Τζέρσεϊ και η οποία ανήκε σε άλλη εταιρεία με έδρα την Ιρλανδία. Γιατί στο Τζέρσεϊ; Διότι εκεί ο εταιρικός φορολογικός συντελεστής είναι μηδενικός.
Τα πνευματικά δικαιώματα στον χώρο της μουσικής διατηρούν την αξία τους παρά τις αναταράξεις στη μουσική βιομηχανία που έχει διαβρώσει την αξία των συγγενικών δικαιωμάτων, προκαλώντας απότομη πτώση στα δικαιώματα για πωλήσεις δίσκων βινυλίου και CD.

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ

«Υπάρχει μια αναδυόμενη αγορά μουσικών καταλόγων μεταξύ των θεσμικών επενδυτών που ψάχνουν για αξιόπιστες μελλοντικές πηγές εισοδήματος » δηλώνει ο Chris Hayes, οικονομολόγος στην εταιρεία ερευνών Enders Analysis, η οποία ειδικεύεται στα media, τη ψυχαγωγία και τις τηλεπικοινωνίες.
Τα πνευματικά δικαιώματα παράγουν εισόδημα από μια ανομοιογενή δεξαμενή πηγών που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την άδεια για χρήση της μουσικής σε γυμναστήρια, μπαρ, ακόμη και υπηρεσίες ringtone.

Στο «χορό» και τα συνταξιοδοτικά ταμεία

Η τάση αυτή προσελκύει νέους θεσμικούς επενδυτές στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων και συνταξιοδοτικών ταμείων. Και, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους ιδιοκτήτες άλλων πολύτιμων εμπορευμάτων, οι ιδιοκτήτες μουσικών πνευματικών δικαιωμάτων έχουν φροντίσει να μεγιστοποιούν την αξία, παράγοντας μουσική που θα τους αποφέρει χρήματα εκεί που υπάρχει χαμηλή φορολογία κερδών.
Αν ο κάτοχος των δικαιωμάτων παίξει σωστά, οι μουσικοί κατάλογοι μπορούν να αποφέρουν πολλά χρήματα.
Ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη η προτίμησή τους στις offshore. «Υπάρχει μια παγκόσμια δομή στη μουσική βιομηχανία με εθνικούς νόμους που διαφέρουν πολύ από χώρα σε χώρα», εξηγεί ο Βραζιλιάνος ειδικός στη βιομηχανία, Luiz Augusto Buff. «Αλλά οι χρήστες βρίσκονται σε όλο τον κόσμο, οπότε έχει νόημα με τόσες διεθνείς συναλλαγές, να προσπαθεί κανείς να βρει μια πιο βολική φορολογική στρατηγική».
Αν ο κάτοχος των δικαιωμάτων παίξει σωστά, οι μουσικοί κατάλογοι μπορούν να αποφέρουν πολλά χρήματα. «Η βιομηχανία των μουσικών εκδοτών εμφανίζει κέρδη 6 δισ. δολαρίων το χρόνο παγκοσμίως» σύμφωνα με μια ανάλυση του 2015 για το «Music Business Journal» του Μουσικού Κολεγίου Berklee. Κάθε φορά που ένα τραγούδι χρησιμοποιείται σε μια ταινία ή στην τηλεόραση, σε ένα video game, στο διαδίκτυο, ή πωλείται ως παρτιτούρα, οι ιδιοκτήτες αυτών των δικαιωμάτων εισπράττουν χρήματα.
Το «Disco Inferno» των The Trammps, που κυκλοφόρησε το 1976, ήταν το πιο κερδοφόρο τραγούδι του καταλόγου του Τζέρσεϊ το 2009 και το 2010, αποφέροντας σε δικαιώματα πάνω από 600.000 δολάρια. Η ιδιοκτήτρια της εταιρείας που κατέχει τον κατάλογο στο Τζέρσεϊ, η First State Media Works Fund I, προσέλκυσε επενδύσεις από συνταξιοδοτικά προγράμματα σε Βόρεια Αμερική, Ευρώπη και Αυστραλία. Δημιούργησε την θυγατρική της Jersey την FS Media Holding Company (Jersey) Limited ως επενδυτικό όχημα, το οποίο διηύθυνε η First State Media Group (Ireland) Limited (FSMG) ως εκδότης –το αντίστοιχο ενός (label) για τραγουδοποιούς. Ο Steve McMellon, πρώην διευθύνων σύμβουλος της FSMG και νυν διευθυντής της Southern Crossroads Music δεν απάντησε στα επανειλημμένα αιτήματα του ICIJ για κάποιο σχόλιο.
Η θυγατρική ιδρύθηκε το 2007, ειδικά για να αποκτήσει μουσικά δικαιώματα. Τον Ιούλιο του 2009, η Crow πούλησε τα δικαιώματα για 153 τραγούδια γραμμένα μεταξύ του 1993 και του 2008 στην εταιρεία του Τζέρσεϊ έναντι περίπου 14 εκατ. δολαρίων. Το πακέτο περιείχε επιτυχίες στην κορυφή των charts όπως το «All I Wanna Do» και το «My Favorite Mistake». Η Crow επίσης δεν ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις για κάποιο σχόλιο. Τον Απρίλιο του 2010, η FSMG, η ιρλανδική εταιρεία που διαχειρίζεται τον κατάλογο, εξαγοράστηκε απ’ την βρετανική εταιρεία Chrysalis PLC έναντι περίπου 16,8 εκατ. δολαρίων. Η πώληση δεν περιλάμβανε τον κατάλογο. Οι συγχωνευθείσες εταιρείες εξαγοράστηκαν ένα χρόνο αργότερα απ’ την Bertelsmann Music Group έναντι 168,6 εκατ. δολαρίων. Ο Steve Redmond, υπεύθυνος επικοινωνίας του BMG, δήλωσε ότι προσφέρθηκε στην εταιρεία ο κατάλογος αλλά δεν τον αγόρασε. «Σχεδόν κληρονομήσαμε μια εταιρεία που είχε μια συμφωνία να διαχειρίζεται τα εν λόγω στοιχεία εκ μέρους των ιδιοκτητών». Με τον καιρό ο κατάλογος που είχε στην ιδιοκτησία της η First Media ανήλθε σε μια συλλογή 26.000 τραγουδιών απ’ τις τελευταίες επτά δεκαετίες.

ΜΙΑ OFFSHORE ΑΠΟΤΥΧΙΑ

Η εταιρεία του Τζέρσεϊ συνέχισε να βγάζει χρήματα από τα δικαιώματα τραγουδιών όπως τα «Day Dream» του Ellington, «Get Up Stand Up» του Bob Marley, « Nobody’s Home» της Avril Lavigne, «Because of You» της Kelly Clarkson κ.α. Απ’ το 2010 μέχρι το 2012 έβγαζε κατά μέσο όρο ετησίως 4,6 εκατ. δολάρια από δικαιώματα.
Σε έκθεση του 2013, που γράφτηκε για την πώλησή της, ο κατάλογος περιγραφόταν ως «ένα απ’ τα μεγαλύτερα σύνολα πνευματικών δικαιωμάτων που είναι διαθέσιμα στην αγορά».
Σε αξιολόγηση της εταιρείας του Τζέρσεϊ στην οποία ανήκει ο μουσικός κατάλογος, από τη λογιστική εταιρεία KPMG, γινόταν επίσης αναφορά στα φορολογικά προνόμια. Το πρώτο μισό του 2012, το 68% απ’ τα δικαιώματα που κέρδιζε ο εκδότης αφότου πλήρωνε τους στιχουργούς, εταιρείες συλλογής πνευματικών δικαιωμάτων όπως η ASCAP και η BMI, επιτροπές και χρεώσεις, προερχόταν απ’ τις ΗΠΑ. Ωστόσο, σύμφωνα με την KPMG, το fund που ήταν αγγλική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, δεν πλήρωνε φόρους στο Ηνωμένο Βασίλειο και δεν υπόκειντο στο ομοσπονδιακό φορολογικό καθεστώς των ΗΠΑ. Ούτε υπήρχε παρακράτηση φόρου που να συνδέεται με τον κατάλογο.

"Συμπεραίνουμε ότι η φορολογική δομή της Εταιρείας αντιστοιχεί σε αυτήν μιας offshore, στην οποία δεν επιβάλλεται κανένας φόρος επί του εισοδήματος που παράγεται απ’ τον Κατάλογο" παρατήρησε η λογιστική εταιρεία.
Η KPMG αρνήθηκε να σχολιάσει τις λεπτομέρειες αυτών των αναφορών αλλά υπογράμμισε πως «προετοιμάστηκαν όχι αναφορικά με το φόρο, αλλά ως βάση για την αποτίμηση συγκεκριμένων κεφαλαίων που θα περιλαμβάνονταν στον ισολογισμό της εταιρείας».

Για να βγάλεις λεφτά χρειάζεται και καλό μάρκετινγκ

Παρά αυτά τα αποθέματα, τα πράγματα δεν έδειχναν πολύ καλά για την πώληση του καταλόγου. Το να κάνεις λεφτά απαιτεί επίσης καλό μάρκετινγκ.
Ακόμη και σύμφωνα με μια παλιότερη ανάλυση από την λογιστική εταιρεία PwC, το 2011, το
χαρτοφυλάκιο έχασε πάνω απ’ τη μισή αξία του μέσα σε ένα χρόνο –έπεσε στα 75 εκατ. δολάρια το 2010 απ’ τα 153 εκατ. δολάρια το 2009. Η ανάλυση της KPMG το 2013 επιβεβαίωσε μια πτώση της αξίας των κεφαλαίων του καταλόγου, υπογραμμίζοντας πως η μεγαλύτερη πτώση προήλθε απ’ τις μελωδίες της Sheryl Crow, που σημείωσαν μια καθοδική πορεία της τάξης του 24%.

« Οι αλλαγές στην ιδιοκτησία … τα τελευταία τρία χρόνια έχουν οδηγήσει στην έλλειψη [κινήσεων] μάρκετινγκ για τον Κατάλογο και αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα πνευματικά δικαιώματα να έχουν υποεκτιμηθεί» σύμφωνα με μια έκθεση αναφοράς του 2013 για προσέλκυση επενδυτών. Τα έγγραφα δείχνουν πως το fund δυσκολευόταν να αποπληρώσει 19 εκατ. δολάρια στην Royal Bank of Scotland για ένα δάνειο που πήρε το 2009.
Ο κατάλογος πωλήθηκε τελικά το 2014 στην Reservoir Media Management, Inc., που αρνήθηκε να σχολιάσει. Η εταιρεία, ένας ανεξάρτητος μουσικός εκδότης με έδρα τη Νέα Υόρκη, τον απέκτησε έναντι 38 εκατομμυρίων δολαρίων, περίπου δηλαδή το ένα τέταρτο της αξίας του πέντε χρόνια νωρίτερα.

Στην πράξη, πωλήθηκε όσο ένα… τραγούδι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου