Σελίδες

Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017

Η ιδεολογική ηγεμονία του φασισμού




Toυ Λουκά Σταμέλλου
Ο θεσμικός εθνικισμός δεν βρίσκεται στο ιστορικό παρελθόν
Η εκλογή του νεοναζιστικού κόμματος «Χρυσή Αυγή» στο κοινοβούλιο της Ελλάδας το 2012 σήμανε την πρώτη επάνοδο μιας καθαρά φασιστικής (ή νεοφασιστικής) δύναμης στην κεντρική πολιτική σκηνή της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η επάνοδος αυτή δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο, ούτε ελλαδική ιδιομορφία, ούτε καν κάτι αξιοπερίεργο: τα περισσότερα κόμματα και κυβερνήσεις της ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής στρέφονται, σταδιακά, λίγο ή περισσότερο, προς την ακροδεξιά ρητορική και προς ακροδεξιές πρακτικές διακυβέρνησης. Ο συνδυασμός αυτού με τους πανταχού παρόντες ιδρυτικούς μύθους των εθνών – κρατών και τις πολιτικές διαχείρισης της ύφεσης, έστρωσε το δρόμο γι’ αυτήν την επάνοδο.
Δεν είναι τυχαία η πρόσφατη αναφορά του Μάκη Βορίδη στην «ιδεολογική ηγεμονία» ως διακύβευμα στην αντιπαλότητα με το σοσιαλδημοκρατικό – ακροδεξιό μπλοκ των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για την διακυβέρνηση. Η επαναβεβαίωση του συνολικού προσανατολισμού της Δεξιάς, με όλα της τα κομμάτια (τόσο ακροδεξιά όσο και «κεντροδεξιά») στον απόλυτο συντηρητισμό, εντάσσεται στην προαναφερθείσα επάνοδο.
Άλλωστε, τα φασιστικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου δεν ήταν πραξικοπήματα: είχαν προκύψει σε περιβάλλον κοινοβουλευτισμού και ήταν δημοκρατικά εκλεγμένες, νομιμοποιημένες ή ανεκτές κυβερνήσεις – κάτι που ο επίσημος ιστορικός λόγος συχνά δεν αναφέρει.

Η ανάπτυξη μιας τέτοιας πολιτικής δύναμης με καθαρά φασιστικά χαρακτηριστικά, δεν γίνεται ούτε ξαφνικά, ούτε αναπόσπαστα από τις γερά παγιωμένες αντιλήψεις που μια ολόκληρη κοινωνία έφερε (ακόμα και σε περιόδους «αφθονίας» ή «ανάπτυξης») και φέρει. Κοιτώντας κυρίως εντός της Ελλάδας, «Χρυσές Αυγές» υπήρχαν και υπάρχουν πολλές, με διάφορες μορφές, χωρίς απαραίτητα να εμφανίζονται ως κόμματα και χωρίς να φορούν πάντοτε τα διακριτικά του εθνικισμού/εθνικοσοσιαλισμού.
Ο εθνικισμός στις παρυφές του πολιτικού συστήματος
Ένα από τα κύρια κλαδιά του «βαθέος εθνικισμού» στην Ελλάδα αποτελούν διάφορες ομάδες και όμιλοι, ιδίως από την δεκαετία του ’90, όταν ο εθνικιστικός χώρος πήρε ξανά έναυσμα από το λεγόμενο «μακεδονικό ζήτημα» και, κατόπιν, ανέμιζε τις σημαίες του πολέμου κατά την διάρκεια της υπόθεσης – φιάσκο των βραχονησίδων των Ιμίων.
Κοινά ιδεολογικά στοιχεία όλων αυτών των ομάδων – που παρουσιάζονται είτε ως «think tanks», είτε ως πολιτικές πλατφόρμες, άλλοτε με συμμετοχή σε εκλογές και άλλοτε όχι – είναι, ενδεικτικά: η «μάχη κατά του αφελληνισμού», η καταγγελία των «ανθελλήνων», η πολεμική ρητορεία περί «ανακατάληψης», ο «εθνικός χώρος», το «αντικαπιταλιστικό» – «αντιπαγκοσμιοποιητικό» προσωπείο κ.ά.
Οι εθνικιστικές τάσεις στην Ελλάδα δεν έχουν απαραίτητα δεξιό πρόσημο. Κάποιες παρουσιάζονται και με αριστερό ή κομμουνιστικό προσωπείο, με κύριο πρόσχημα τον πατριωτισμό. Ας δούμε μερικά παραδείγματα:
  • Το Δίκτυο 21, μια «διαπαραταξιακή» πολιτική «τάση» που ξεκίνησε το 1997 με στελέχη από τον χουντικό-νεοφασιστικό χώρο όπως ο Μάκης Βορίδης, αντικομμουνιστές και αντιεβραίους συγγραφείς – διανοούμενους όπως ο Σαράντος Καργάκος αλλά και με την αρχική υποστήριξη «εθνοκομμουνιστών» όπως η Λιάνα Κανέλλη. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της εναρκτήριας ομιλίας του Σ. Καργάκου ανέφερε: «Χανόμαστε ως έθνος. Χάνουμε τη γλώσσα μας, καταρρέουν οι αξίες. Ζούμε την εποχή της εκπούστευσης του έθνους. Κίναιδοι και σπεκουλαδόροι διευθύνουν τη χώρα. Δεν υπάρχουν πολιτικοί άνδρες. Δεν έχουμε σχέδιο αντιμετώπισης της Τουρκίας, της Αλβανίας, που θα γίνει ιταλικό προτεκτοράτο, δεν είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τους Σκοπιανούς, ούτε τους Βούλγαρους. Γεμίσαμε σατανιστές και ναρκομανείς». Το 2010 το Δίκτυο 21 είχε ήδη ενσωματωθεί ως συνιστώσα στην ανοιχτά ακροδεξιά πλέον ΝΔ και ένα από τα ιδρυτικά του μέλη, ο Χρύσανθος Λαζαρίδης, ήταν ο στενότερος σύμβουλος του Αντώνη Σαμαρά.
  • Το Κίνημα Άρδην/Ρήξη, μια εθνικιστική ομάδα με ιδεολογικό καθοδηγητή τον προερχόμενο από την αριστερά Γιώργο Καραμπελιά. Βασική της συμβολή στον εθνικιστικό χώρο ήταν η απενοχοποίηση του πατριωτισμού με αριστερό προσωπείο. Αναφέρεται στην αφηρημένη, μεγαλοϊδεατική έννοια του «Ελληνισμού», με νύξεις στο ναζιστικό ιδεολόγημα του «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) αλλά και του δικαίου του αίματος. Χαρακτηριστικά, από το κείμενο αρχών του: «Τώρα πια το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι μια επιστροφή, μια μεγάλη επιστροφή στον γενέθλιοτόπο, μετά από τόσους και τόσους αιώνες. Αν το μπορέσουμε. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο, χρειαζόμαστε μια ελληνική αναγέννηση, μια δική μας πολιτιστική και πολιτική επανάσταση.  Μετά από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, πρέπει να επιστρέψουμε «οίκαδε». Εδώ, μέσα στον στενό ετούτο τόπο, που αρχίζει από την Αμμόχωστο και τελειώνει στην Ήπειρο» [σσ: τα έντονα, δικά μας].
Παρόμοιες τέτοιες ομάδες σχηματίστηκαν και κατά την περίοδο της «κρίσης». Δειγματοληπτικά μπορούν να αναφερθούν:
  • Το κίνημα του Αρτέμη Σώρρα, «Ελλήνων Συνέλευσις – Ε.ΣΥ», με κεντρική αφήγηση την παντοδυναμία του Ελληνισμού που όμως «δεν αφήνουν να μεγαλουργήσει» οι «προδότες – όργανα των Εβραίων». Ο Σώρρας εμφανίστηκε διατεινόμενος ότι διαθέτει κάποια τρισεκατομμύρια ευρώ με τα οποία μπορεί να πληρώσει το χρέος της Ελλάδας, αλλά δεν τον αφήνουν οι «προδοτικές κυβερνήσεις».
  • Το κόμμα του Δημήτρη Καζάκη «Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο», το οποίο ντύνει τον εθνικισμό που υιοθετεί με μια μαρξιστοειδή ανάλυση, υιοθετώντας βέβαια την γνωστή ακροδεξιά ρητορική για τους μετανάστες αλλά και τα LGBTQ άτομα. Σχηματίστηκε, όπως και το έτερο, κυβερνητικό πλέον, ακροδεξιό κόμμα «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του, κατά δήλωσή του, Παλαιοημερολογίτη (βλ. παρακάτω) Παναγιώτη Καμμένου, στρατολογώντας μέλη από τις μεγάλες διαδηλώσεις των «Πλατειών» το 2011.
  • Διάφοροι άλλοι σχηματισμοί ενεργοποιήθηκαν πρόσφατα, μετά την αναγκαστική υποχώρηση της Χρυσής Αυγής καθώς αυτή αντιμετωπίζει την υποδικία της ως εγκληματική οργάνωση αλλά και σφοδρή αντίσταση από το αντιφασιστικό κίνημα. Μεταξύ αυτών ο Ιερός Λόχος 2012, ο Πατριωτικός Ελληνικός Σύνδεσμος και διάφορες άλλες τοπικές ομάδες με επωνυμίες «πατριωτική» ή «εθνική».
Η ορθόδοξη θρησκευτικότητα πυλώνας του ελληνικού εθνικισμού
Η εθνική ιδεολογία στο νεοελληνικό κράτος όμως δεν κατασκευάζεται και δεν μεταγγίζεται μόνο μέσω της πολιτικής. Σημαντικό ρόλο παίζει η θρησκεία: η Εκκλησία της Ελλάδος, το Άγιον Όρος και το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι οι τρεις ελληνορθόδοξες διοικήσεις στις οποίες υπάγονται διάφορα τμήματα της επικράτειας, εξαιτίας ιστορικοπολιτικών συνθηκών.
Η θρησκευτική ηγεσία, ήδη από την ίδρυση της – κρατικής – Εκκλησίας της Ελλάδος με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα, ταύτισε τον ελληνόφωνο κλάδο του Ορθόδοξου Χριστιανισμού με τον εθνικό μύθο του «Ελληνισμού» και έπλασε την έννοια της ελληνορθοδοξίας: κεντρική θέση στην ιδεολογία που έπλασε ο Ιωάννης Μεταξάς για το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχει ο ελληνοχριστιανισμός ή Γ’ Ελληνικός Πολιτισμός(κατά θεωρητική διαδοχή του «αρχαίου» ως πρώτου και του «βυζαντινού» ως δεύτερου). Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τονίζει συχνά σε ελληνόφωνα κείμενά του τον ρόλο του ως «Πατριάρχη του Γένους», ένας όρος που νοηματοδοτήθηκε από την επίσημη ιστοριογραφία του νεοελληνικού κράτους ως «προστάτης της ελληνορθόδοξης εθνικής συνείδησης». Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος (1998-2008) μνημονεύεται ακόμα ως ήρωας από τους εθνικιστικούς κύκλους για τις ακροδεξιές απόψεις του, ενώ ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ κινήθηκε νομικά εναντίον της παράστασης “Corpus Christi” στο Χυτήριο, το 2012, από κοινού με τον βουλευτή της Χρυσής Αυγής Χρήστο Παππά. Για την ίδια υπόθεση – τις επιθέσεις της Χ.Α. κατά ηθοποιών και κοινού στο Χυτήριο – ο μητροπολίτης Καλαβρύτων Αμβρόσιος αποκάλεσε το νεοναζιστικό κόμμα, «γλυκειά ελπίδα».
Επειδή όμως δεν αρκεί η άνωθεν επιβολή για να γίνουν τα στοιχεία μιας ιδεολογίας, «αλήθειες» για τον πληθυσμό, στο πεδίο του θρησκευτικού εθνικισμού έχουν δραστηριοποιηθεί και άλλα σχήματα, όπως οι χριστιανικές αδελφότητες («Ζωή»«Σωτήρ» κ.ά.). Αυτές ιδρύθηκαν αρχικά ως αδελφότητες θεολόγων, με στελέχη κυρίως λαϊκούς (μη κληρικούς και μη μοναχούς) που είχαν σπουδάσει στη Δύση και επεδίωκαν μεγαλύτερη συμμετοχή των λαϊκών στην διοίκηση της εκκλησίας, καθώς και εκσυγχρονισμό των μεθόδων κατήχησης και κηρύγματος, ώστε να καλύπτει καλύτερα τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Οι επιδιώξεις αυτές, έφεραν τις οργανώσεις σε κατ’ αρχήν αντίθεση με τους επισκόπους, σταδιακά όμως έγιναν σιωπηρά αποδεκτές λόγω της μαζικότητάς τους, της επιρροής τους και της κατάρτισης των στελεχών τους.
Πέρα από ιδέες για αμιγώς ενδοεκκλησιαστικά ζητήματα, οι οργανώσεις αυτές έφεραν νέο αίμα θεολόγων (κυρίως από γερμανικές/προτεσταντικές σχολές), που ήταν φορείς των ιδεών περί κρατικής – εθνικής θρησκείας. Δεν είναι τυχαίο ότι η «Ζωή» αποτέλεσε, κατά τη διάρκεια του Ελληνικού Εμφυλίου, σημαντικό εργαλείο αντικομμουνιστικής προπαγάνδας για την μοναρχική κυβέρνηση, χάρη στη διείσδυσή της σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού και στα έντονα εθνικιστικά της ιδεώδη. Το 1948 η «Ζωή», σε συνεργασία με τον βασιλιά Παύλο, ίδρυσε τον σύλλογο «Ελληνικόν Φως», ενώ τα περιοδικά της «Ζωή» και «Ακτίνες» διανέμονταν στον μοναρχοκυβερνητικό στρατό.
Η αδελφότητα «Σωτήρ» προέκυψε το 1960 από την αποχώρηση ιδρυτικών στελεχών της «Ζωής». Και οι δύο οργανώσεις διατηρούν ως σήμερα έντονα τα εθνικιστικά τους χαρακτηριστικά. Π.χ., από ανακοίνωση του «Σωτήρος» (2013) για την κατάργηση της κυριακάτικης αργίας: «ὑπουλότερος ἀφανὴς σκοπὸς τοῦ σχεδιασμοῦ εἶναι μέσα στὰ πλαίσια τῆς λεγόμενης πολυπολιτισμικότητας ὁ ἐξαφανισμὸς τῆς χριστιανικῆς Κυριακῆς ὡς ἡμέρας ἀφιερωμένης στὸν Κύριο, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλοῦνται οἱ ἀλλόθρησκοι.»
Εκτός από τις χριστιανικές αδελφότητες και τους χριστιανικούς συλλόγους, σημαντική επιρροή στον εθνικοθρησκευτικό χώρο έχουν οι διάφορες ομάδες Παλαιοημερολογιτών. Σε πρόσφατο συλλαλητήριο (Φεβ. 2016) που κάλεσαν παλαιοημερολογιτικές οργανώσεις (ΕΛ.ΚΙ.Σ., Μονή Εσφιγμένου, κ.ά.) «κατά του χαράγματος του Αντιχρίστου», παρίσταντο ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής, ενώ ο ηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου, Μεθόδιος, είπε στο λόγο του: «θα μας κάνουν να είμαστε υπόδουλοι των Εβραίων για όλη μας τη ζωή»«εάν οι Εβραίοι παραπονιούνται ότι βρέθηκε ο Χίτλερ και τους σκότωσε, να προσέξουν αυτή τη φορά γιατί μπορεί να βγει κάνας Έλληνας Χίτλερ» και «δεν χρειαζόμαστε τα χρήματά τους [σσ: των… Εβραίων], έχει η Ελλάδα να ζήσει».
Ο θεσμικός εθνικισμός
Οι ομάδες αυτές είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα από τα «κύτταρα» που συνθέτουν, μαζί με άλλα, το σώμα του «εθνικού κορμού». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στην ρητορική τους εντάσσουν ιατρικές αναλογίες, πολλές φορές διεκδικώντας για τις ίδιες τον ρόλο των «αντισωμάτων» που προστατεύουν την υγιή, εθνική κοινωνία από ασθένειες και παθογόνα.
Όλες αυτές οι τάσεις αποτελούν λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιούμενες συνιστώσες μίας συνισταμένης: της παραγωγής και εμπέδωσης του εθνικού μύθου. Το έθνος παρουσιάζεται ως οντότητα ενιαία και καθαρή, είτε βασίζεται σε εξ αίματος κληρονομικότητα, είτε σε πολιτισμική και ιστορική συνέχεια. Από την αφήγηση εξοβελίζονται διακοπές της συνέχειας, μετακινήσεις πληθυσμών, καθώς και η ποικιλία γλωσσικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών ομάδων κατοίκων. Ο «ζωτικός χώρος» κατοικούνταν ανέκαθεν από τον «Ελληνισμό», ο οποίος γεννήθηκε σ’ αυτόν τον χώρο (σύμφωνα με κάποιες τάσεις προϋπήρχε και όλων των άλλων εθνών, άρα θεωρείται φύσει ανώτερος γι’ αυτό και πάντοτε «μεγαλουργεί»), μεγάλωσε και αναπτύχθηκε (κατακτήσεις Μ. Αλεξάνδρου, «Βυζαντινή» αυτοκρατορία, χωρίς αναφορές στην ενδιάμεση ρωμαϊκή περίοδο αλλά με ξαφνική μετατροπή σε «ρωμιοσύνη»), πληγώθηκε θανάσιμα («τουρκοκρατία») αλλά αναστήθηκε (επανάσταση 1821) και παλεύει για την ανάκτηση όσων θεωρείται πως δικαιωματικά του ανήκουν (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μικρασιατική Εκστρατεία) ενώ είναι πάντα προδομένος από ιδιοτελείς συμμάχους και διαρκώς απειλούμενος από εξωτερικούς εχθρούς και, κυρίως, εσωτερικούς «προδότες».
Την αφήγηση αυτή, με τις ποικιλίες της, δεν εφηύραν μόνο μερικές περιθωριακές ομάδες· είναι ένας από τους θεμέλιους λίθους της θεσμικής οικοδόμησης του νεοελληνικού κράτους. Ο Δανός βασιλιάς Γεώργιος Α’ που αντικατέστησε τον έκπτωτο Όθωνα, τροποποίησε τον τίτλο του μονάρχη, από «Βασιλεύς της Ελλάδος» σε «Βασιλεύς των Ελλήνων», ενσωματώνοντας τις επεκτατικές, αλυτρωτικές βλέψεις της «Μεγάλης Ιδέας» του «Ελληνισμού». Ο γιός του, κατά την τελετή αναγόρευσής του στην Βουλή, προσφωνήθηκε ως «Κωνσταντίνος ο ΙΒ’» (αν και τελικά καταγράφηκε επίσημα ως «Κων/νος ο Α’»), εννοώντας σαφώς την συνέχεια της διαδοχής από τον τελευταίο Ρωμαίο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ τον Παλαιολόγο.
Ο θεσμικός εθνικισμός δεν βρίσκεται στο ιστορικό παρελθόν. Το κοινοβούλιο σήμερα ονομάζεται «Βουλή των Ελλήνων», ενώ στο σύνταγμα του κράτους συμπεριλαμβάνεται αναφορά στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό ως «επικρατούσα θρησκεία» αλλά και ότι «η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης».
Ο ίδιος ο όρος «Έλληνες» που χρησιμοποιείται για τους πολίτες του κράτους, έχει θολή και συγκεχυμένη έννοια, καθώς χρησιμοποιείται ταυτόχρονα με εθνοτική και τοπική σημασία. Σχετικό μ’ αυτό είναι ότι η Ελλάδα ως κράτος δεν αναγνωρίζει καμμία μειονότητα στο έδαφός της, εκτός μόνον της Θράκης και αυτή μόνο ως θρησκευτική: θεωρούνται «μουσουλμάνοι Έλληνες», ασχέτως αν αυτοπροσδιορίζονται εθνοτικά ως Έλληνες, Τούρκοι, Πομάκοι, Ρομά κ.ά.
Η νομοθεσία προβλέπει αδικήματα όπως «προσβολή εθνικών συμβόλων» και «βλασφημία»· οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές δεν υστερούν σε επιμέλεια για την δίωξή τους. Πρόσφατη είναι η περίπτωση του «Γέροντος Παστιτσίου», μιας σατιρικής σελίδας στο Facebook της οποίας ο διαχειριστής εντοπίστηκε από την αστυνομία και καταδικάστηκε από το δικαστήριο με βάση τον νόμο περί βλασφημίας.
Ο εθνικός μύθος, δεξιά κι αριστερά
Η ιστορία του ελλαδικού έθνους – κράτους δεν διαφέρει ιδιαίτερα από τις άλλες κατά τόπους εθνογενέσεις στην περιφέρεια της Δύσης μετά τον Διαφωτισμό. Ήδη πριν την επανάσταση του 1821 τα βασικά στοιχεία του εθνικού μύθου έχουν κατασκευαστεί. Το τέλος της επανάστασης καθορίζεται από την επέμβαση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσσία) που επιθυμούσαν ένα πάτημα στα εδάφη της υπό αποσύνθεση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μόλις το έθνος-κράτος αποκτά επικράτεια, αυτή πρέπει να προσαρμοστεί στις «αλήθειες» του εθνικού μύθου. Οι Αρβανίτες, οι Μακεδονίτες, οι Τούρκοι, τα σερβόφωνα χωριά στην Πελοπόννησο και την Ρούμελη κ.τ.λ. εξαφανίζονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ο χριστιανικός αντιεβραϊσμός αξιοποιείται και οι Εβραίοι αντιμετωπίζονται ως κάτι δαιμονικό ή, τουλάχιστον, ως ύποπτοι προδοσίας. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι δίνουν την ευκαιρία για εθνοκάθαρση στην Μακεδονία και την Θράκη, που ολοκληρώνεται με την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας – Τουρκίας το 1923. Οι Εβραίοι εκδιώκονται από την Θεσσαλονίκη με την αγαστή συνεργασία τοπικών αρχών και Γερμανών κατά την διάρκεια της Κατοχής.
Η αριστερά υιοθέτησε και η ίδια, σε μεγάλο βαθμό, την πατριωτική ταυτότητα, ήδη από την περίοδο της Κατοχής: Προσπαθώντας να ανατρέψει την ρετσινιά του «ανθέλληνα» που αποτελούσε και αποτελεί βασικό όπλο της επίσημης, κυρίαρχης, πατριωτικής-εθνικιστικής αφήγησης, εφηύρε το ιδεολόγημα «άλλο πατριωτισμός, άλλο εθνικισμός» και προσπάθησε να δώσει στον πατριωτισμό αγνά χαρακτηριστικά, αφαιρώντας τον εγγενή του εθνικισμό και ρατσισμό. Φυσικά αυτό δεν λειτούργησε παρά μόνο ως απενοχοποίηση του εθνικισμού, ο οποίος συνέχισε να επιδρά ακόμα και μέσα σε φαινομενικά προοδευτικά πολιτικά σχήματα και κόμματα.
Οι στρατιωτικές και αστυνομικές αρχές, δηλαδή ο πυρήνας του κράτους, και ιδίως η χωροφυλακή παλιότερα, έπαιζαν ως εκ της φύσεώς τους καθοριστικό ρόλο στην εφαρμογή της ως άνω πολιτικής. Η χωροφυλακή, κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Μεταξά, επιτηρούσε αρβανιτοχώρια και σλαβόφωνα χωριά για το αν ομιλούνταν οι απαγορευμένες ντόπιες γλώσσες/διάλεκτοι σε δημόσιους χώρους και παρενέβαινε με εκφοβιστικές ανακρίσεις ή και συλλήψεις. Μέχρι πρόφατα υπήρχαν περιορισμοί στις μετακινήσεις «υπόπτων» (μη ελληνόφωνων) κατοίκων της Αν. Μακεδονίας και της Θράκης. Ο δε στρατός εμφανιζόταν πάντα ως εγγυητής του «έθνους», γι’ αυτό και προέβη ή συμμετείχε σε πολυάριθμα πραξικοπήματα με αυτό το πρόσχημα.
Αυτός ο πολιτικός και ιδεολογικός ρόλος του στρατού και της αστυνομίας αντανακλάται τόσο στην ρητορική των πολυάριθμων εθνικιστικών ομάδων και οργανώσεων, όσο και, πιό συγκεκριμένα, στην συμμετοχή απόστρατων αξιωματικών στην ιεραρχία και τα ψηφοδέλτια της Χρυσής Αυγής. Παλιότερα, το ΛΑ.Ο.Σ. Του Γ. Καρατζαφέρη περιελάμβανε με καμάρι στην κοινοβουλευτική του ομάδα τον πρώην διοικητή της Ε.Υ.Π., Ιωάννη Κοραντή. Άλλοι στρατιωτικοί προβαίνουν σε εθνικιστικές, δήθεν α-πολιτικές παρεμβάσεις με σχήματα που εμφανίζονται πιό αυτόνομα, όπως ο «Σύνδεσμος Εφέδρων Ειδικών Δυνάμεων».
Η δε τρέχουσα σχέση της αστυνομίας με τον θεσμικό ελληνικό εθνικισμό δεν χρειάζεται συγκεκριμένα τεκμήρια, καθώς τα δεδομένα έχουν επανειλημμένα καταγραφεί. Χάριν των αναγνωστών που μπορεί να μην έχουν σχετική γνώση, αναφέρονται ενδεικτικά: οι «αγανακτισμένοι πολίτες», η διαρκής δράση του διαβόητου αστυνομικού τμήματους του Αγίου Παντελεήμονα και τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του 2012 και 2015, καθώς και των αυτοδιοικητικών/ευρωεκλογών του 2014, σύμφωνα με τα οποία οι αστυνομικοί ψήφισαν Χρυσή Αυγή σε υψηλά ποσοστά, που φτάνουν και το 50% ανάμεσά τους. Παράλληλα, η αστυνομία πάντοτε προσέφερε κάλυψη στα τάγματα εφόδου του εθνικιστικού χώρου, όπως άλλωστε προέκυψε και τεκμηριώθηκε και κατά την δίκη της ΧΑ.
Ο φασίστας της διπλανής πόρτας
Η γραφικότητα των εκπροσώπων, των πιστεύω, της αισθητικής και της ρητορικής του πατριωτικού/εθνικοθρησκευτικού χώρου είναι αδιαμφισβήτητη. Δεν έχει και δεν είχε ποτέ όμως καμμία σχέση με την δυνατότητα επιρροής του: τα έθνη-κράτη, συστατικό και απαραίτητο στοιχείο του σημερινού οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού, παράγουν – σε μεγάλο βαθμό – μάζες και αυτές οι μάζες είναι διαχειρίσιμες από εκείνους που υψώνουν τις σημαίες των απλοϊκών απαντήσεων. Ο Αδόλφος Χίτλερ αποτύπωσε την ιδεολογία του σε ένα αλλοπρόσαλλο, κακογραμμένο αλλά φανατικό, ογκώδες κείμενο που ενέπνευσε εκατομμύρια Ναζί στρατιώτες, αξιωματικούς και κρατικούς υπαλλήλους, καθώς και πλείστους νεοναζί και νεοφασίστες μέχρι σήμερα. Ο Άντερς Μπρέιβικ διάβασε πλείστα όσα, επίσης αλλοπρόσαλλα, κείμενα φανατικών «κατά της ισλαμοποίησης» από τα οποία διαμόρφωσε την ιδεολογία που του επέτρεψε να διαπράξει τη μαζική σφαγή στην Ουτόγια. Οι Έλληνες «θεωρητικοί» του φασισμού επηρεάζουν επίσης εκατοντάδες χιλιάδες με τα απλοϊκά – ενίοτε και βλακώδη – κείμενα και ομιλίες τους. Η γραφικότητα δεν ακυρώνει την επικινδυνότητα. Μάλιστα, φαίνεται να αποτελεί συστατικό στοιχείο της δεύτερης.
Ο επίσημος ιστορικός λόγος – πολλές φορές και ο αριστερός πολιτικός λόγος – κάνει επανειλημμένα το λάθος να ξορκίζει τον φασισμό στο επίπεδο μιας ή λίγων διαταραγμένων προσωπικοτήτων. Τίποτε δεν είναι αναληθέστερο τούτου και αποδεικνύεται περίτρανα τόσο ιστορικά όσο και σήμερα στις κοινωνίες μας. Από τον Άιχμαν που «απλώς εκτελούσε εντολές υπηρετώντας την πατρίδα», στα υποκείμενα του πειράματος του Μίλγκραμ που «δεν έφεραν αυτοί την ευθύνη» για τον βασανισμό του άλλου, μέχρι και τους αστυνομικούς που βασανίζουν ή και σκοτώνουν συλληφθέντες γιατί «επιτελούν το καθήκον τους», αλλά και τους φύλακες των σύγχρονων στρατοπέδων συγκέντρωσης που, ξανά, κατασκεύασε η Ευρώπη.
Ο φασισμός είναι θεσμικός. Τρέφεται από το σύνολο των θεσμών του δυτικού κράτους. Καλείται από το ίδιο σύνολο θεσμών για να αντιμετωπίσει την κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», την κατάσταση εξαίρεσης που είναι επικίνδυνη για τις άρχουσες τάξεις, όταν αυτό χρειαστεί. Με ευκολία ο κοινοβουλευτισμός θα διολισθήσει σε φασιστικό ολοκληρωτισμό, με ή χωρίς προσχήματα, όποτε αυτό καταστεί χρήσιμο για την προστασία των ισχυρότερων συμφερόντων. Έτσι κατασκευάζονται τα PEGIDA, οι εκάστοτε Trump, οι πολλαπλές Χρυσές Αυγές.
Οι άνθρωποι που θα στελεχώσουν έναν τέτοιο μετασχηματισμό; Οι, ήδη έτοιμοι, νεοναζί της διπλανής πόρτας.
Το σημείωμα αυτό δημοσιεύτηκε αρχικά σε άλλο μέσο το 2016 με αφορμή τις δημόσιες προβολές του ντοκυμανταίρ «Χρυσή Αυγή: Προσωπική Υπόθεση».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου