Σελίδες

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Η οικονομική ιστορία του Εθνικοσοσιαλισμού

analyst


Επειδή οι νικητές γράφουν πάντοτε την ιστορία, σπάνια αναφέρεται κανείς σε εκείνους τους οικονομολόγους που διαχειρίσθηκαν τη γερμανική οικονομία μετά την άνοδο του Χίτλερ – γεγονός που θεωρούμε λάθος, αφού έτσι χάνεται σημαντική εμπειρία.  
«Έχοντας αναφερθεί στο παρελθόν στην οικονομική θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού, με δύο ανάλογα κείμενα, θεωρήσαμε σωστό να την ανανεώσουμε/συμπτύξουμε, για να έχουν μία καλύτερη εικόνα αυτοί που ενδιαφέρονται – πιστεύοντας επί πλέον πως η σημερινή πολιτική της Γερμανίας, ο «ελεγχόμενος» φιλελευθερισμός, η οποία διαφέρει από όλα τα άλλα κράτη, αποτελεί μία σύγχρονη συνέχεια του παρελθόντος«.
του Βασίλη Βιλιάρδου
Ανάλυση
Ο εθνικοσοσιαλισμός είναι μία οικονομική θεωρία οργάνωσης ενός κράτους, η οποία στην κυριολεξία «δολοφονήθηκε» από το εγκληματικό, απάνθρωπα ρατσιστικό και αποτρόπαιο ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας – με αποτέλεσμα να αποτελεί έκτοτε ταμπού για όλους τους οικονομολόγους. Εμείς όμως έχουμε την άποψη ότι, δεν είναι ένοχες οι οικονομικές θεωρίες, δεν είναι αυτές δηλαδή που εγκληματούν – ενώ οι περισσότερες κρίνονται δυστυχώς από το άτομο που τις εφαρμόζει, από τον τρόπο που ερμηνεύονται, από τον τόπο που λειτουργούν, καθώς επίσης από το χρόνο που επιλέγεται (ανάλυση).
Για παράδειγμα, ο Marx, φιλόσοφος περισσότερο και λιγότερο οικονομολόγος, ανέλυσε όσο κανένας άλλος τον καπιταλισμό – προβλέποντας το επώδυνο τέλος του, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας των μονοπωλιακών πολυεθνικών κολοσσών που βλέπουμε σήμερα σε πλήρη εξέλιξη. Εν τούτοις, δεν δημιούργησε μέσω της θεωρίας του ένα οικονομικό σύστημα, ενώ ο κομμουνισμός εφαρμόσθηκε από το Lenin – κυρίως δε από το Stalin, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες του πλανήτη, μαζί με τον Hitler και το Mao (φυσικά, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας).
Κάτι ανάλογο έχει συμβεί με τον πατέρα του καπιταλισμού, με τον A. Smith, ο οποίος δεν μπόρεσε να προβλέψει τη μονοπωλιακή εξέλιξη του, πιστεύοντας εσφαλμένα στο «Trickledown Effect» – δηλαδή στο ότι, όταν ο πλούτος φτάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο κορεσμού των αναγκών των πλουσίων, τότε η αναδιανομή από τους πλούσιους στους φτωχούς ακολουθεί αυτόματα, οπότε ο πλούτος μοιράζεται. Σήμερα φαίνεται καθαρά πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντίθετα, ο αριθμός των υπερβολικά πλουσίων μειώνεται και ο πλούτος τους αυξάνεται – ενώ διευρύνονται συνεχώς οι εισοδηματικές ανισότητες, εις βάρος του 99% των ανθρώπων.

Όσον αφορά δε τον Keynes ο οποίος επίσης δεν εφάρμοσε ο ίδιος τη θεωρία του στο σύνολο της, το κράτος πρέπει να επεμβαίνει σε εποχές ύφεσης – αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες, αναθερμαίνοντας τη ζήτηση, μειώνοντας τους φόρους και επενδύοντας στην παραγωγή. Στη συνέχεια όμως οφείλει να αποσύρεται, μειώνοντας τις δαπάνες, αυξάνοντας τους φόρους, πουλώντας τις επενδύσεις του κλπ. – έτσι ώστε αφενός μεν να μην εμποδίζει την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα, αφετέρου να αυξάνει τα έσοδα του, για να μπορεί να βοηθήσει την οικονομία, όταν προκληθεί η επόμενη ύφεση. Εάν εφαρμοσθεί μόνο το πρώτο σκέλος και δεν ακολουθήσει το δεύτερο, όπως συνέβη μετά το 1945, τα αποτελέσματα, εάν δεν είναι καταστροφικά, δεν είναι σίγουρα τα αναμενόμενα.
Όσον αφορά τώρα τον τόπο, είναι αδύνατον, για παράδειγμα, να εφαρμοσθεί ο κομμουνισμός σε μία χώρα, όπως η Γαλλία, η οποία ζει από τον πλούτο των άλλων – δηλαδή, από τη μόδα, από τα καλλυντικά, από τους φορολογικούς παραδείσους (Μονακό), από τα καζίνο, από τον τουρισμό κοκ. Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο να κυβερνηθεί διαφορετικά, δημοκρατικά και φιλελεύθερα, ένα κράτος όπως η Κίνα – οπότε όλα είναι σχετικά.
Τέλος, σε σχέση με το χρόνο, ήταν προφανώς πολύ διαφορετικές οι συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας και του πεινασμένου τότε προλεταριάτου, σε σχέση με τις σημερινές στην ίδια χώρα – λόγω αύξησης των τιμών του πετρελαίου, του φυσικού αερίου, των παγκόσμιων ενεργειακών αναγκών κοκ.
Οι βάσεις του εθνικοσοσιαλισμού
Εισαγωγικά, η απομόνωση και η περιθωριοποίηση της Γερμανίας, σε συνδυασμό με τους συνεχείς διεθνείς εξευτελισμούς μετά την ήττα της στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς επίσης με τον υπερπληθωρισμό και με τη χρεοκοπία του 1923-25, αύξησε επικίνδυνα τον εθνικισμό και το φυλετισμό στους Πολίτες της – οι οποίοι δεν μπορούσαν διαφορετικά να αφομοιώσουν τις προσβολές και τα γεγονότα (κάτι που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, όπου όσο θα επιδεινώνεται η κρίση, τόσο θα κλιμακώνεται ο εθνικισμός).
Ο ναζισμός ενέτεινε σκόπιμα αυτήν την ιδιαιτερότητα και, δημιουργώντας έναν «εθνικό εχθρό», τους Εβραίους, κατόρθωσε να επαναφέρει την εθνική υπερηφάνεια – ενώ, εκτός αυτού, κατάφερε να συσπειρώσει τη γερμανική κοινωνία, προσφέροντας κίνητρα δραστηριοποίησης και προοπτικές στους ανθρώπους. Μπορεί δε να ακολούθησαν η κλιμάκωση του αντισημιτισμού, το Ολοκαύτωμα και ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά η αιτία δεν ήταν το οικονομικό σύστημα – σημειώνοντας πως προξενεί πολύ μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι, όλοι αναφέρονται στις ναζιστικές και όχι γερμανικές θηριωδίες, σαν οι ναζί να ήταν άνθρωποι που ήλθαν από έναν άλλο πλανήτη, κατέστρεψαν τα πάντα στο πέρασμα τους και στη συνέχεια εξαφανίσθηκαν!
Ανεξάρτητα τώρα από όλα αυτά ο «εθνικοσοσιαλισμός», από πλευράς κοινωνικής οργάνωσης, στηρίζεται εν μέρει στη θεωρία του Πλάτωνα, στην κυριαρχία των εκλεκτών – ενώ έχει αρκετά κοινά (πειθαρχία κλπ.) με την αρχαία Σπάρτη. Ειδικότερα, ο Πλάτωνας χωρίζει την Πολιτεία σε τρείς τάξεις:
(α) Στην άρχουσα τάξη των φυλάκων, οι οποίοι έχουν την ευθύνη να διοικούν την πολιτεία – άτομα με υψηλού επιπέδου μόρφωση, σε κάθε τομέα της γνώσης, σωστά εκπαιδευμένα για τις ευθύνες που θα αναλάβουν, με αναγκαία αρετή εδώ τη σωφροσύνη.
(β) Στο στρατό και στην αστυνομία, οι οποίοι έχουν την ευθύνη της τήρησης της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας, με αναγκαία αρετή την ανδρεία.
(γ) Στους απλούς πολίτες, οι οποίοι ασχολούνται με την εξασφάλιση της τροφής, με το εμπόριο και με τις υπόλοιπες εργασίες – με αναγκαία αρετή την αυτοσυγκράτηση.
Συμπληρώνει δε ότι, η τέταρτη κύρια αρετή, η Δικαιοσύνη, συμπεριλαμβάνει όλες τις υπόλοιπες – πότε αφορά όλες τις τάξεις, ρυθμίζοντας την αλληλεγγύη και τις αμοιβαίες σχέσεις των αρετών, καθώς επίσης των οικονομικών τάξεων.
Όσον αφορά τις δύο πρώτες τάξεις, ο Πλάτωνας θεωρεί δεδομένο το ότι τα αγαθά, οι γυναίκες και τα παιδιά, ανήκουν σε όλους από κοινού. «Αποκηρύσσει» δηλαδή την ιδιοκτησία στις δύο άρχουσες τάξεις, έχοντας την άποψη ότι, η «ιδιοκτησία» με την ευρύτερη έννοια της είναι η αιτία των συγκρούσεων – οι οποίες δεν πρέπει να υπάρχουν.
Στα πλαίσια αυτά, εάν η θεωρία του εφαρμοσθεί ελλιπώς, εάν για παράδειγμα οι δύο πρώτες τάξεις έχουν ιδιόκτητα αγαθά, το σύστημα δεν λειτουργεί. Επίσης δεν λειτουργεί εάν δεν υπάρχουν οι αρετές, τις οποίες συγκεκριμενοποίησε – ένα από τα μεγαλύτερα σημερινά προβλήματα των κρατών, της πολιτικής και των κοινωνιών τους.
Οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ πως μπορεί μεν σήμερα εμείς οι Έλληνες να έχουμε χάσει την αξιοπρέπεια μας, την εθνική μας κυριαρχία και την ελευθερία μας, έχοντας θαφτεί στη σπηλιά του Πλάτωνααλλά αυτό δεν αναιρεί το ότι, η κοιτίδα των πάντων ήταν και παραμένει η Ελλάδα– όπου η Αρχαία Ελλάδα δεν ήταν μία άλλη χώρα, όπως οι ναζί δεν ήταν ένας άλλος λαός, αλλά ο γερμανικός.
Στα πλαίσια αυτά η λύση που χρειαζόμαστε για τα προβλήματα μας δεν πρέπει να αναζητιέται πουθενά αλλού, αλλά στην ιστορία μας – έχοντας την πεποίθηση πως η κατάρρευση μας οφείλεται στην πολιτική και όχι στην οικονομία, η οποία ουσιαστικά υπηρετεί την πολιτική, παρέχοντας τις λύσεις που κάθε φορά χρειάζεται.
Οι βασικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού
Περαιτέρω, στην κεντρική ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού κυριαρχούν οι έννοιες του ζωτικού χώρου, της αυτάρκειας, καθώς επίσης της πραγματικής οικονομίας – ενώ διατυπώνεται η πλήρης απέχθεια απέναντι στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αφού επιδιώκεται «η απελευθέρωση των πολιτών από τη δουλεία των τόκων». Οι δύο σημαντικότεροι οικονομολόγοι τώρα, οι οποίοι στήριξαν θεωρητικά τον εθνικοσοσιαλισμό στη Γερμανία ήταν ο B. Koehler, ο οποίος πέθανε το 1939, καθώς επίσης ο H. Hunke – ο οποίος τον διαδέχθηκε, διαφοροποιώντας «ναζιστικά» την εθνικοσοσιαλιστική θεωρία και συγκεντρώνοντας την στα εξής οκτώ βασικά σημεία:
(α)  Η εθνικοσοσιαλιστική οικονομία είναι μία οικονομία συνδεδεμένη με το λαό. Πρόκειται για μία πολιτικά κατευθυνόμενη οικονομία (πρωτοκαθεδρία της πολιτικής), στην οποία προέχει το συνολικό συμφέρον του ατομικού.
(β)  Η οικονομική πολιτική είναι μέρος της συνολικής πολιτικής. Αποφασίζεται ανάλογα με τις ανάγκες του πληθυσμού, ενώ προέχει το συνολικό όφελος – γεγονός που σημαίνει ότι, πηγάζει από τα ενδιαφέροντα του συνόλου των Πολιτών και όχι από αυτά της «άρχουσας» επιχειρηματικής τάξης.
(γ)  Το σημαντικότερο όλων είναι η αποτελεσματική σύνθεση των πολιτικών δυνάμεων – οι οποίες καθοδηγούν την οικονομία. Όπως ισχυριζόταν ο οικονομολόγος, δεν πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις με τη βοήθεια των αριθμών και των στατιστικών-  αλλά με τη λεπτομερή παρατήρηση όλων εκείνων των αναγκών της κοινωνίας και των δυνάμεων, οι οποίες επιτρέπουν μία βαθύτερη γνώση των σχέσεων μεταξύ όλων των οικονομικών συντελεστών.
(δ)  Η οικονομική πολιτική πρέπει να στηρίζει τους λαϊκούς συνολικούς στόχους: να εξασφαλίζει την εργασία, την αμοιβή, την ασφάλεια και την ιδιοκτησία σε ολόκληρο το λαό.
(ε) Οι οικονομικές τεχνικές, καθώς επίσης οι χρησιμοποιούμενες τακτικές, δεν καθορίζουν τη μορφή της οικονομικής πολιτικής του εθνικοσοσιαλισμού – αποτελούν δηλαδή απλά εργαλεία.
(στ) Οι σχέσεις του Έθνους, της πολιτικής και της οικονομίας οφείλουν να είναι σαφείς. Ειδικότερα, η οικονομική πολιτική δεν συνιστά ένα αστυνομικό σύστημα για τις επιχειρήσεις – ενώ ο στόχος της είναι η «γέννηση» και η σωστή διαπαιδαγώγηση ενός καινούργιου οικονομικού ανθρώπου (Homo Economicus).
Ο πυρήνας αυτού του στόχου είναι η δημιουργία μίας πολιτικοοικονομικής ηγετικής ομάδας, η οποία να έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί τις κατάλληλες πολιτικές προϋποθέσεις επίτευξης των οικονομικών στόχων (διαδικασία μετασχηματισμού). Σκοπός δηλαδή δεν είναι η «υπεξαίρεση» και η «νομή» της πολιτικής εξουσίας – αλλά η διακυβέρνηση της χώρας από τους ικανότερους Πολίτες της, η σωστή διαπαιδαγώγηση του λαού και η ευημερία του Έθνους.
(ζ) Οι οικονομικοί στόχοι τοποθετούνται από την οικονομική πολιτική και όχι από την οικονομική θεωρία – η οποία είναι απλά ένα μέσον επιστημονικής έρευνας των στατιστικών και των τεχνικών.
(η) Η οικονομία είναι ο υπηρέτης της πολιτικής – με στόχο, μεταξύ άλλων, την εξυπηρέτηση των διαρκών γεωπολιτικών ενδιαφερόντων του έθνους.
Τα σχέδια για την ενωμένη Ευρώπη
Συνεχίζοντας, εκτός από τα παραπάνω είναι επίσης σημαντική η τοποθέτηση του οικονομολόγου, σε σχέση με το μέλλον της Ευρώπης – όπου τόνισε ότι, ενώ η Βρετανία στηρίζει την οικονομία της στη θεωρία της ελεύθερης αγοράς, η Γερμανία έχει επιλέξει το μοντέλο του ζωτικού χώρου, το οποίο χωρίζει στα τέσσερα παρακάτω σημεία:
(α) Μετατροπή της Ευρώπης σε έναν «κλειστό οικισμό» – ο οποίος να αποτελεί μία περιοχή αυτάρκη, επαρκή για τη ζωή και την εξέλιξη των κατοίκων της. Οι σημερινές εξελίξεις, με τη δημιουργία της Ευρωζώνης και της ΕΕ υπό την κυριαρχία της Γερμανίας, θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό το πρώτο σημείο του εθνικοσοσιαλιστικού μοντέλου. 
(β) Η ζωή του καθενός πρέπει να είναι πολιτικά και οικονομικά ανεξάρτητη. Την οικονομία της αγοράς, θα πρέπει να αντικαταστήσει η εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνάμεων των Εθνών – με την ελευθερία της εργασίας να παίρνει τη θέση της ελευθερίας των αγορών. Δεν πρέπει να παράγονται μόνο προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές, σε σχέση με την παγκόσμια αγορά – αλλά και κάποια που επιτρέπουν οι δυνάμεις των ανθρώπων και της εκάστοτε περιοχής, ανεξαρτήτως κόστους παραγωγής. Απώτερος στόχος η εξασφάλιση της πλήρους απασχόλησης, άρα της μηδενικής ανεργίας, για όλα τα κράτη και τους Πολίτες τους.
(γ)  Θα πρέπει να εξασφαλισθεί η αναγνώριση και η εξέλιξη μίας ηπειρωτικής ευρωπαϊκής οικονομικής αγοράς, η οποία να στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις δικές της δυνάμεις – με χώρες που θα εκμεταλλεύονται αμοιβαία τα πλεονεκτήματα τους. Στα πλαίσια αυτά, τα μικρά Έθνη θα πρέπει να γνωρίζουν ότι, στηρίζονται στους ισχυρούς γείτονές τους, οι οποίοι τους εξασφαλίζουν αγορές για να πουλούν τα προϊόντα τους – κάτι που δεν μπορούν να επιτύχουν, στηριζόμενα μόνο στις δικές τους δυνάμεις.
(δ) Οφείλει να δημιουργηθεί ένας χώρος ολοκλήρωσης της γερμανικής οικονομίας, με αποικιακή μορφή – όπως συνηθίζεται στον πλανήτη. Στόχος πρέπει να είναι η επέκταση προς τις χώρες της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης (Ευρασία), όπου μπορούν να κατασκευασθούν πολλά και κερδοφόρα έργα. Απώτερος σκοπός η δημιουργία μίας ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας, με θεμέλιο τη Γερμανία – η οποία (αυτοκρατορία) θα είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός και καταναλωτής παγκοσμίως.
Ολοκληρώνοντας, ο οικονομολόγος τάθηκε εναντίον μίας τελωνειακής ένωσης των χωρών της Ευρώπης, επειδή κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ισοδύναμες οικονομίες – κάτι που φυσικά δεν συνέβαινε, ούτε ήταν πιθανόν πως θα συμβεί. Ως εκ τούτου, αφού ήταν εναντίον μίας απλής τελωνειακής ένωσης, θα ήταν προφανώς ακόμη πιο αρνητικός σε μία νομισματική ένωση, όπως η σημερινή Ευρωζώνη – κάτι που διαπιστώνεται καθαρά σήμερα, όπου η Γερμανία ήταν ουσιαστικά αντίθετη από την αρχή στην υιοθέτηση του κοινού νομίσματος.
Το πρόγραμμα των 25 σημείων 
Περαιτέρω, τα σημεία 9-17 της τότε γερμανικής κυβέρνησης, τα οποία αφορούσαν τις οικονομικές και κοινωνικές απαιτήσεις του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος, ήταν τα εξής:
(9) Υποχρεωτική εργασία για όλους,  (10) Κατάργηση των εισοδημάτων που δεν προέρχονται από την εργασία (βασικό στοιχείο του σοσιαλισμού),  (11) Απελευθέρωση από τη δουλεία των τόκων,  (12) Είσπραξη όλων των πολεμικών κερδών,  (13) Εθνικοποίηση των ήδη κοινωνικοποιημένων τραστ,  (14) Συμμετοχή στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων, (15) Δημιουργία υγιών μικρομεσαίων επιχειρήσεων και διατήρηση τους,  (16) Κοινωνικοποίηση των μεγάλων εμπορικών καταστημάτων και ενοικίαση τους σε μικρές εταιρείες,  (17) Δήμευση γης χωρίς αποζημίωση για κοινωφελείς σκοπούς, κατάργηση των ενοικίων των αγροκτημάτων και απαγόρευση κάθε κερδοσκοπίας με τις ιδιοκτησίες.
Ενδιαφέροντα σημεία της οικονομικής πολιτικής του δεύτερου κυρίαρχου οικονομολόγου, του αμιγώς ναζιστή, ήταν η μη οριοθέτηση των συνόρων της Γερμανίας από την ίδια, στα πλαίσια της αναζήτησης του άριστου ζωτικού χώρου, καθώς επίσης η ανακήρυξη της πολεμικής οικονομίας, ως απαραίτητο συστατικό της ευρύτερης οικονομικής πολιτικής – δύο σημεία τα οποία υιοθέτησε παραδόξως, ως έχουν, αργότερα το Ισραήλ, το οποίο σήμερα ευημερεί στην περιοχή του. Επίσης ενδιαφέρουσα ήταν η σχέση της γερμανικής κεντρικής τράπεζας με την τράπεζα των τραπεζών, με την BIS, η οποία έχει έδρα την Ελβετία (ανάλυση μας).
Το προκαταρκτικό στάδιο του εθνικοσοσιαλισμού
Η παγκόσμια οικονομική κρίση ξεκίνησε στα τέλη Οκτωβρίου του 1929, τη «Μαύρη Παρασκευή», όπου κατέρρευσε το χρηματιστήριο των Η.Π.Α. – κυρίως λόγω της υπερβάλλουσας παραγωγής μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, της μη ισορροπημένης αναδιανομής των εισοδημάτων, της απελευθέρωσης (οπότε της ασυδοσίας) των αγορών, καθώς επίσης της τεράστιας κερδοσκοπίας.
Οι αγορές μετοχών είχαν εκτοξευθεί στα ύψη με αποτέλεσμα, η πτώση των τιμών τους που ακολούθησε, επειδή χρηματοδοτούνταν με δανεικά, να μετατρέψει την χρηματιστηριακή κρίση σε τραπεζική, η οποία διευρύνθηκε σε ολόκληρη την οικονομία – καταστάσεις που συμβαίνουν σήμερα, έχοντας μεν αντιμετωπισθεί με τη βοήθεια των κεντρικών τραπεζών, αλλά χωρίς να επιλυθούν τα προβλήματα. Ως εκ τούτου η κρίση έχει ουσιαστικά αναβληθεί για κάποια στιγμή στο μέλλον – όπου όμως θα είναι πολύ πιο καταστροφική.
Ειδικότερα, σημειώθηκαν πολυάριθμες χρεοκοπίες, απότομος περιορισμός της ρευστότητας και κατακόρυφη πτώση των τιμών – οδηγώντας την οικονομία στον κύκλο του διαβόλου (γράφημα), επειδή η μείωση της παραγωγής δημιούργησε ανεργία, η οποία με τη σειρά της προκάλεσε περιορισμό της αγοραστικής δύναμης, μείωση της ζήτησης, περαιτέρω πτώση της παραγωγής κοκ. (ουσιαστικά κάτι ανάλογο, με αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια).
133
Επειδή τώρα οι Η.Π.Α. ήταν ο «χρηματοδότης του πλανήτη», οι δασμοί που επέβαλλε η τότε κυβέρνηση τους για να προστατεύσει την εγχώρια οικονομία, προκάλεσαν μία μεγάλη κρίση στο παγκόσμιο εμπόριο – υπενθυμίζοντας πως κάτι ανάλογο έχει δηλώσει σήμερα ο κ. Trump. Παράλληλα, η βραχυπρόθεσμη απόσυρση των δανείων εκ μέρους των αμερικανικών τραπεζών, συντέλεσε στο να μεταφερθεί η κρίση σχετικά γρήγορα στην Ευρώπη – όπως ακριβώς το 2008.
Συνεχίζοντας, η διαδικασία επιδεινώθηκε σημαντικά, λόγω του ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες δάνειζαν μακροπρόθεσμα τα χρήματα που δανείζονταν για βραχυπρόθεσμο διάστημα, από τις αμερικανικές τράπεζες. Η κρίση δε είχε πολύ χειρότερα αποτελέσματα για τη Γερμανία, εξαιτίας των τότε δυσμενέστερων συνθηκών στην οικονομία της – όπως ο σχετικά πρόσφατος τότε υπερπληθωρισμός, ο οποίος είχε εξανεμίσει τις καταθέσεις, με αποτέλεσμα οι τράπεζες της να έχουν δανεισθεί μεγάλα ποσά από το εξωτερικό για να καλύψουν τις ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας.
Τέλος, η εκλογική νίκη των εθνικοσοσιαλιστών το 1930, προκάλεσε την απώλεια της εμπιστοσύνης των άλλων κρατών, όσον αφορά τα σταθερότητα της γερμανικής πολιτικής και οικονομίας – ενώ οι νομισματικοί πόλεμοι, η εγκατάλειψη του κανόνα του χρυσού από πολλές χώρες κοκ. είχαν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στον πλανήτη.
Ακολούθησε μία μαζική εκροή χρημάτων, η οποία δημιούργησε τεράστια προβλήματα στις γερμανικές τράπεζες – με αποτέλεσμα να «καταγγείλουν» πρόωρα και βιαστικά τα δάνεια προς τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις, έτσι ώστε να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Επειδή τώρα οι επιχειρήσεις αντιμετώπιζαν παράλληλα πιέσεις εκ μέρους των δανειστών τους από το εξωτερικό, χρεοκοπούσαν η μία μετά την άλλη.
Η κατάρρευση των τραπεζών στη συνέχεια, είχε σαν αποτέλεσμα την πανικόβλητη απόσυρση τόσο των εγχωρίων, όσο και των ξένων κεφαλαίων – έως εκείνη τη στιγμή που η κυβέρνηση αποφάσισε να κλείσει τις τράπεζες για μερικές ημέρες, για να αποφύγει την ολοκληρωτική κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ο καθοδικός σπειροειδής κύκλος του διαβόλου (μείωση της παραγωγής, αύξηση της ανεργίας, περιορισμός της κατανάλωσης κοκ.) ο οποίος, μεταξύ των πολλών άλλων δεινών που προκαλεί, περιορίζει και τα έσοδα του δημοσίου, συνέχισε την τρομακτική πορεία του στη Γερμανία, φτάνοντας στο ζενίθ του το 1932 – όπου το ΑΕΠ υποχώρησε από τα 263.367 διεθνή δολάρια στα 220.917 (πτώση περί το 16,11% – στην Ελλάδα βιώσαμε πτώση έως και 28%). Για σύγκριση, το ΑΕΠ της Γαλλίας το 1928 ήταν 181.912 και της Μ. Βρετανίας 244.160 – γεγονός που σημαίνει ότι, η οικονομία της Γερμανίας ήταν η μεγαλύτερη στην Ευρώπη (πηγή).
Περαιτέρω, ο τότε καγκελάριος της Γερμανίας προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κρίση, με μία μεθοδική «αποπληθωριστική πολιτική» – δηλαδή, με την αύξηση των εξαγωγών, με τη μείωση των εισαγωγών, με την κλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών, καθώς επίσης με νέους φόρους (με μία πολιτική λιτότητας λοιπόν, όπως ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα).
Όπως ήταν όμως φυσικό, η πολιτική αυτή ήταν καταστροφική, αφού ενέτεινε την κρίση, αντί να την καταπολεμήσει – με αποτέλεσμα να «εγκαταλείψουν» πλέον εντελώς οι Πολίτες τη Δημοκρατία, επιλέγοντας τον εθνικοσοσιαλισμό. Όταν λοιπόν η κατάσταση σταθεροποιήθηκε (το καλοκαίρι του 1932), ήταν πλέον πολύ αργά για τη Δημοκρατία.
Στο σημείο αυτό θα έπρεπε να σημειώσει κανείς ότι, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, οι Γερμανοί Πολίτες τότε θεωρούσαν πως οι Εβραίοι ήταν αυτοί που προκάλεσαν την κρίση, λόγω του ότι ορισμένοι από αυτούς ήταν ιδιοκτήτες των τοκογλυφικών κεφαλαίων –πίστευαν δηλαδή πως οι Εβραίοι ενσάρκωναν το χρηματοπιστωτικό τέρας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ήταν επομένως εύκολο για το ναζιστικό καθεστώς να ενοχοποιήσει τους Εβραίους για όλα τα δεινά της Γερμανίας – με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν οι γνωστές θηριωδίες και το Ολοκαύτωμα. Εκτός αυτού, καλώς ή κακώς, τέτοιου είδους προβλήματα απαιτούν την ύπαρξη ενός εχθρού για να αντιμετωπισθούν – επειδή μόνο με αυτόν τον τρόπο συσπειρώνονται οι κοινωνίες.
Η εξέλιξη της οικονομίας από το 1933 έως το 1939
Συνεχίζοντας, μεταξύ των ετών 1933 και 1936, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης (γράφημα) εκτοξεύθηκε στο 9% – ενώ η πορεία συνεχίσθηκε τα δύο επόμενα χρόνια. Η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε σημαντικά, το 1936 στο 137% της αντίστοιχης του 1913 – με τον αριθμό των ανέργων να μειώνεται από τα 4,2 εκ. πριν την ανάληψη της κυβέρνησης από τους εθνικοσοσιαλιστές, στους 1,6 εκ. ανέργους τρία χρόνια αργότερα.
Οι πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων με την ταυτόχρονη μείωση της ανεργίας αυξήθηκαν κατά 20-25% την περίοδο 1933-39, φτάνοντας στα επίπεδα του 1928 (επίσης, του 1913) – ενώ ο πληθωρισμός ήταν της τάξης του 1%, γεγονός που σημαίνει πως υπήρξε μεγάλη σταθερότητα. Η ανάπτυξη στηρίχθηκε από την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης, η οποία διατήρησε τους φόρους σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα – κατά τη συνταγή του Keynes.
Εκτός αυτού ο Χίτλερ, αμέσως μετά την εκλογή του στο αξίωμα του καγκελαρίου στα τέλη Ιανουαρίου του 1933, ξεκίνησε ένα γιγαντιαίο εγχείρημα – σκοπός του οποίου ήταν να ενώσει ολόκληρη τη Γερμανία, κατασκευάζοντας ένα δίκτυο εθνικών οδών. Έντεκα μόλις ημέρες λοιπόν μετά την ανάληψη της εξουσίας εκ μέρους του, ανακοίνωσε πως ήθελε να «μηχανοποιήσει» τη Γερμανία – εγκαινιάζοντας το Σεπτέμβρη του 1933 τον πρώτο αυτοκινητόδρομο.
Ο υπουργός προπαγάνδας της ναζιστικής κυβέρνησης, στον οποίο χρεώνεται ουσιαστικά το διεισδυτικό πολιτικό μανιφέστο της, ο Γκέμπελ, φρόντισε να ξεκινήσουν οι κατασκευές ταυτόχρονα, σε 22 διαφορετικές περιοχές της χώρας – θέλοντας να αποδείξει πως η κυβέρνηση σέβεται και τηρεί απόλυτα τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες. Τα αποτελέσματα δε αυτών των ενεργειών συμπεραίνονται  από τις ψήφους υπέρ του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP), από το Μάρτιο του 1933 έως τον Αύγουστο του 1934, τα οποία είχαν ως εξής:
(α)  Στις 5 Μαρτίου του 1933 διεξήχθησαν οι τελευταίες σχετικά ελεύθερες εκλογές στη Γερμανία – όπου το ναζιστικό κόμμα έλαβε το 44% των ψήφων.
(β)  Στις 12 Νοεμβρίου του 1933 ακολούθησαν οι επόμενες εκλογές, όπου όμως το ναζιστικό κόμμα ήταν το μοναδικό που επιτρεπόταν να λάβει μέρος. Στα εκλογικά τμήματα επικράτησε ο μαζικός εκφοβισμός των εκλογέων, από τα στελέχη της SA – με αποτέλεσμα το ναζιστικό κόμμα να λάβει το 90% των ψήφων.
(γ)  Στις 19 Αυγούστου του 1934 τελικά, λίγο μετά το θάνατο του προέδρου του 3ου Ράιχ κ. Hindenburg, διενεργήθηκε ένα δημοψήφισμα – με την πρόταση της ανάθεσης στο Χίτλερ τόσο της θέσης του καγκελάριου, όσο και αυτής του προέδρου. Το 89,9% των Πολιτών ψήφισε υπέρ και ο Χίτλερ «εφοδιάστηκε» με την απόλυτη εξουσία στη χώρα.
Ακριβώς μέσα σε αυτό το «χρονικό παράθυρο», μεταξύ του Μαρτίου του 1933, καθώς επίσης του Αυγούστου του 1934, ξεκίνησε η κατασκευή του δικτύου των εθνικών οδών – όπου έως τα μέσα του 1934 υπήρχαν ήδη εργοτάξια και τμήματα δρόμων υπό κατασκευή, σε 131 κοινότητες της χώρας. Προφανώς δε η υπερβολικά υψηλή ανεργία που υπήρχε τότε, η οποία ήταν ο βασικότερος ίσως παράγοντας εκλογής του Χίτλερ, άρχισε να υποχωρεί, επειδή οι θέσεις εργασίας στις κατασκευές αυξάνονταν – αν και σύμφωνα με μία άλλη έρευνα (A. Ritschl) τα δημόσια έργα δεν επηρέασαν σημαντικά την οικονομία της χώρας, ενώ στο ζενίθ τους απασχολούσαν μόλις 125.000 άτομα.
Εν προκειμένω οι οικονομολόγοι ερεύνησαν εάν υπήρχε μία απ’ ευθείας σχέση μεταξύ των κατασκευών των εθνικών οδών και της αποδοχής του ναζιστικού κόμματος από την πλειοψηφία των πολιτών. Για να εξάγουν ασφαλή συμπεράσματα, κατέγραψαν την εξέλιξη των αρνητικών ψήφων εναντίον του Χίτλερ, κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος που οι κατασκευές ήταν στο αποκορύφωμα τους (Νοέμβριος 1933 και Αύγουστος 1934).
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης τους είναι εκπληκτικά ολοκάθαρα: στις κοινότητες, στις οποίες οι κατασκευές ήταν ήδη σε λειτουργία ή εντός του εγκεκριμένου σχεδίου, το ναζιστικό κόμμα κατέγραφε μία σημαντική αύξηση των εκλογέων υπέρ του – σε αντίθεση με τις υπόλοιπες, όπου επικρατούσαν οι αρνητικές απόψεις. Σε εκείνες τις κοινότητες όμως που δεν θα συμμετείχαν καθόλου στην κατασκευή του δικτύου, η αλλαγή των ψήφων ήταν ελάχιστη – ήταν δηλαδή ουδέτερες.
Περαιτέρω, η μεγάλη εσωτερική ανάπτυξη δημιούργησε αυξημένες ανάγκες σε εισαγωγές ενέργειας και πρώτων υλών – για την χρηματοδότηση των οποίων η Γερμανία εξήγαγε βιομηχανικά προϊόντα. Οι εξαγωγές όμως δυσκολεύονταν, επειδή τα γερμανικά προϊόντα ήταν ακριβά – αφενός μεν λόγω της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών, αφετέρου λόγω της υποτίμησης των νομισμάτων των σημαντικότερων εμπορικών εταίρων της (υποτίμηση εκ μέρους της Μ. Βρετανίας το 1931 και των Η.Π.Α. το 1933).
Ως εκ τούτου, τα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας μειώθηκαν σημαντικά, στερώντας της το ξένο συνάλλαγμα για την πληρωμή των εισαγωγών της – με μοναδική δυνατότητα την υποτίμηση του νομίσματος της, η οποία θα λειτουργούσε θετικά, αυξάνοντας την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και τις εξαγωγές της. Όμως, η χώρα είχε ήδη από το 1920 μεγάλα εξωτερικά χρέη – οπότε, τυχόν υποτίμηση του νομίσματος της, θα αύξανε δυσανάλογα τα χρέη της (σε μάρκα). Θα αυξανόταν επίσης οι τόκοι των χρεών της, γεγονός που θα προκαλούσε ελλείμματα τόσο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όσο και στον προϋπολογισμό της – προβλήματα που θα αντιμετώπιζε επίσης η Ελλάδα σήμερα, εάν επέστρεφε στο εθνικό της νόμισμα.
Στα πλαίσια αυτά, η κυβέρνηση αποφάσισε εν πρώτοις να «αναστείλει» τις πληρωμές τόκων και δόσεων, όσον αφορά τα εξωτερικά χρέη της (Ιούνιος του 1933). Αργότερα, το 1934, μετέτρεψε όλες τις εξωτερικές απαιτήσεις της, αυτά που της χρωστούσαν οι άλλες χώρες δηλαδή, σε απαιτήσεις στο εθνικό νόμισμα – μία παράδοξη κίνηση, η οποία ήταν όμως στη διακριτική της ευχέρεια (σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις, οι οποίες απαιτούν τη συμφωνία και των δύο συναλλασσομένων).
Το γεγονός αυτό σήμαινε ότι, οι ξένοι έπρεπε να αγοράζουν τα προϊόντα της από την εγχώρια αγορά, από το εσωτερικό της δηλαδή – αφού μόνο εκεί αναγνωριζόταν το μάρκο ως νόμισμα για τη διενέργεια συναλλαγών. Επομένως, θα έπρεπε προηγουμένως να ανταλλάσσουν το νόμισμα τους με μάρκα, σαν να ήταν το μάρκο «αποθεματικό νόμισμα» – με αποτέλεσμα να μην είναι η Γερμανία εκτεθειμένη στις συναλλαγματικές διακυμάνσεις των άλλων (στην περίπτωση της δραχμής τα τουριστικά έσοδα της Ελλάδας θα είχαν μία ανάλογη λειτουργία).
Επειδή όμως οι τιμές των γερμανικών προϊόντων ήταν 30-40% υψηλότερες από τις τιμές στην παγκόσμια αγορά, μπορούσε με αυτόν τον τρόπο να μειωθεί το εξωτερικό χρέος της χώρας. Εκτός αυτού, οι ακριβές τιμές των προϊόντων υποχρέωσαν ουσιαστικά τις επιχειρήσεις να τα τελειοποιούν – γεγονός που σημαίνει ότι, ως συνήθως, το συγκεκριμένο μειονέκτημα ήταν η αιτία της αριστοποίησης των γερμανικών προϊόντων και της φήμης του «Made in Germany». Επρόκειτο λοιπόν για ευφυείς οικονομικές αποφάσεις με μεγάλο ρίσκο – το οποίο όμως τελικά απέδωσε.
Συνεχίζοντας, εκείνη την εποχή έμαθαν πιθανότατα οι Γερμανοί όχι μόνο να κατασκευάζουν προϊόντα υψηλής ποιότητας, αλλά και να επιβιώνουν με ένα ισχυρό νόμισμα – στοιχεία που τους βοήθησαν σημαντικά, μετά το τέλος του πολέμου. Εν τούτοις, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπισθούν τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών – με αποτέλεσμα να μειωθούν τα γερμανικά συναλλαγματικά αποθέματα (κατά 1 δις μάρκα, στα 84 εκ.)
Στα πλαίσια αυτά, η Γερμανία αναγκάσθηκε να υιοθετήσει ένα νέο σχέδιο – με στόχο τη ρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών της με το εξωτερικό. Τα βασικότερα στοιχεία του ήταν τα εξής: Περιορισμός των εισαγωγών πρώτων υλών και τροφίμων, ενίσχυση των εξαγωγών με διάφορους τρόπους (επιδοτήσεις κλπ.), ανταλλαγή προϊόντων χωρίς την ανάγκη συναλλάγματος, καθώς επίσης μετατόπιση του εμπορίου από την δυτική Ευρώπη και τις Η.Π.Α., προς τη νότια Ευρώπη και τη λατινική Αμερική.
Το 1935 άρχισε να αποδίδει το σχέδιο, με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας να εμφανίζει ξανά πλεόνασμα – στα 111 εκ. μάρκα. Εκτός αυτού, μέσω του κρατικού ελέγχου, μπόρεσαν να επικεντρωθούν οι εισαγωγές στις απαραίτητες για την εξοπλιστική βιομηχανία πρώτες ύλες – ενώ περιορίσθηκαν σημαντικά οι συναλλαγές σε ξένα νομίσματα. Ένα επί πλέον εργαλείο εξοικονόμησης συναλλάγματος ήταν η αύξηση της εγχώριας παραγωγής πρώτων υλών – 416% στο αλουμίνιο, 167% στο σιδηρομετάλλευμα, 123% στην ενέργεια και 44% στο λιθάνθρακα.
Η δουλεία των τόκων
Περαιτέρω, το πρόγραμμα των 25 σημείων προετοιμάσθηκε ουσιαστικά από έναν άλλο οικονομολόγο, τον G. Feder, ο οποίος είχε σπουδάσει μηχανικός – ενώ είχε εκδώσει το «Μανιφέστο για την καταπολέμηση της δουλείας των τόκων». Η στάση του οικονομολόγου ήταν μεν αντικαπιταλιστική, αλλά σε καμία περίπτωση αντισημιτική – ενώ διορίσθηκε γραμματέας του υπουργείου οικονομικών το 1933, μετά την ανάληψη της εξουσίας από το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα.
Ο όρος «δουλεία των τόκων» χρησιμοποιήθηκε αρχικά από το γερμανικό εργατικό κόμμα, το οποίο απαιτούσε με το νέο του πρόγραμμα (1913), την καταπολέμηση του βασικότερου «εργαλείου» του χρηματοπιστωτικού συστήματος: του επιτοκίου. Σύμφωνα δε με τον G. Feder, η «καταστολή» της δουλείας των τόκων θα είχε σαν αποτέλεσμα το μηδενισμό των περισσότερων άμεσων και έμμεσων φόρων του κράτους – το μεγαλύτερο μέρος των οποίων εξυπηρετούσε τότε (σήμερα δεν είναι καθόλου διαφορετικά) τους τόκους του χρέους. Οι εννέα βασικές αρχές του προγράμματος του ήταν οι εξής:
(α)  Μετατροπή όλων των εξωτερικών χρεών της Γερμανίας στο εθνικό της νόμισμα, υπό καθεστώς αναστολής της υποχρέωσης καταβολής τόκων. Πληρωμή τους δηλαδή με το μάρκο, στην ονομαστική τους αξία (χωρίς τόκους).
(β)  Για τους τίτλους σταθερού εισοδήματος,  στους οποίους είχαν υπολογισθεί ήδη οι τόκοι, η υποχρέωση καταβολής τόκων έπρεπε να συνδυαστεί με την υποχρέωση επιστροφής τους.
(γ)  Επιστροφή με δόσεις όλων των χρεών στα ακίνητα και στις υποθήκες – έτσι ώστε να μηδενιστούν.
(δ)  Υπαγωγή ολόκληρου του νομισματικού συστήματος στον έλεγχο του κράτους – στα κεντρικά του ταμεία. Λειτουργία όλων των ιδιωτικών τραπεζών σαν υποκαταστήματα του δημοσίου – παραμένοντας όμως στους ιδιώτες.
(ε)  Παροχή πραγματικών δανείων, δανείων δηλαδή απόκτησης κατοικίας, μόνο από την κρατική τράπεζα. Οι ιδιωτικές τράπεζες θα επιτρεπόταν να δίνουν μόνο καταναλωτικά και εμπορικά δάνεια, μετά από έλεγχο και άδεια του κράτους.
(στ) Πληρωμή των μερισμάτων με τον ίδιο τρόπο – όπως με τους τίτλους σταθερού εισοδήματος.
(ζ)  Όλοι οι Πολίτες, οι οποίοι δεν θα ήταν σε θέση να κερδίσουν τα προς το ζην, θα δικαιούνταν να παίρνουν, έναντι των τόκων που δεν θα επιτρεπόταν πλέον από τα χρεόγραφα που διέθεταν, μία σύνταξη εφ όρου ζωής – με την προϋπόθεση της παράδοσης των αξιόγραφων τους στο κράτος.
(η)  Με κριτήριο την εκάστοτε περιουσιακή κατάσταση των ανθρώπων, θα δημιουργούνταν κλίμακες κατάσχεσης μέρους των πολεμικών ομολόγων ή άλλων τίτλων του δημοσίου που κατείχαν.
(θ)  Δημόσιο διάγγελμα για να ανακοινωθεί σε όλους ότι, τα χρήματα δεν θα ήταν και δεν θα επιτρεπόταν πλέον να είναι τίποτα άλλο, από την αμοιβή πραγματοποιηθείσας εργασίας.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στα εννέα σημεία οφείλει να σημειωθεί εδώ πως, όταν οι ναζί ανήλθαν στην εξουσία, δεν υιοθέτησαν την παραπάνω διαδικασία καταπολέμησης της δουλείας των τόκων – αφού υπουργός έγινε ο H. Schacht (ο Feder απολύθηκε το 1934), ο οποίος δεν ήταν οπαδός της συγκεκριμένης θεωρίας, έχοντας την άποψη ότι, ήταν ανόητη και επικίνδυνη για το σύστημα.
Συνεχίζοντας, οι θηριωδίες των ναζί, τα εγκλήματα του Χίτλερ, το Ολοκαύτωμα, ο αιματηρός πόλεμος και όλα όσα τον συνόδευσαν, έχουν «περιθωριοποιήσει» πολλές άλλες απόψεις – μεταξύ των οποίων αυτές που αφορούν τα πραγματικά αίτια του αντισημιτισμού. Ειδικότερα, όπως λέγεται, δεν επρόκειτο στην αρχή για ρατσιστικά συναισθήματα, με στόχο τους Εβραίους – έως εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον που «εφευρέθηκε» ο φυλετισμός (Άρια φυλή), από την εγκληματική ομάδα που κυβερνούσε, με στόχο την κοινωνική συσπείρωση για τη διεξαγωγή του πολέμου.
Ο αρχικός εχθρός λοιπόν δεν ήταν ο εβραϊκός λαός, αλλά οι χρηματοπιστωτικές αγορές και το αδρανές, κερδοσκοπικό κεφάλαιο– το οποίο δυστυχώς «ενσάρκωναν» οι Εβραίοι τότε, έχοντας στην ιδιοκτησία τους τα περισσότερα χρήματα, πολλές και μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις (περί τις 100.000, εκ των οποίων το 1938 είχαν απομείνει μόλις 40.000, αφού είχαν κατασχεθεί από τους ναζί οι υπόλοιπες, με τη μέθοδο της «αριοποίησης» τους), ενώ κατείχαν τις σημαντικότερες διευθυντικές θέσεις στις τράπεζες, καθώς επίσης στα χρηματιστήρια.
Η χρηματοδότηση της ανάπτυξης
Συνεχίζοντας τώρα την αναφορά μας στον εθνικοσοσιαλισμό, θεωρούμε σωστό να ξεκινήσουμε με τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης – η οποία ακολούθησε αμέσως μετά την αναστολή πληρωμών εκ μέρους της ναζιστικής κυβέρνησης της Γερμανίας, το 1933, που την απομόνωσε από τις αγορές.
Το χρηματοπιστωτικό θηρίο «δάγκωνε» από τότε, όταν κάποιο κράτος τολμούσε να αθετήσει τις πληρωμές του – με το δάγκωμα να γίνεται θανατηφόρο, όταν μία χώρα σχεδίαζε να αγγίξει κάποιο από τα μέλη του (εθνικοποιήσεις εμπορικών, πόσο μάλλον κεντρικών τραπεζών) ή, σήμερα, να περιορίσει την ελευθερία του (διαχωρισμός επενδυτικών και εμπορικών τραπεζών, εμπόδια στην ελευθερία κινήσεων του κεφαλαίου, επιβολή υψηλών φόρων στις χρηματιστηριακές συναλλαγές κλπ).
Ειδικότερα, δύο χρόνια πριν, το 1931, είχε καταργηθεί ουσιαστικά ο κανόνας του χρυσού, ο οποίος βοηθούσε στην αντιμετώπιση του πληθωρισμού – με αποτέλεσμα να έχει ξεσπάσει ένας «αιματηρός» συναλλαγματικός πόλεμος μεταξύ πολλών κρατών, τα οποία υποτιμούσαν ανταγωνιστικά τα νομίσματα τους.
Ο τότε πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας λοιπόν, μη έχοντας τη δυνατότητα να δανεισθεί από το εξωτερικό, έθεσε στην κυκλοφορία τα «ειδικά γραμμάτια» – τα οποία ήταν καλυμμένα από την κεντρική τράπεζα και εγγυημένα από το κράτος. Όλα όσα αφορούσαν τα συγκεκριμένα γραμμάτια διατηρήθηκαν αρχικά κρυφά από τη δημοσιότητα – έτσι ώστε να μην υπάρχει καθαρή εικόνα, για τις μελλοντικές επενδύσεις της χώρας σε εξοπλιστικά προγράμματα (τα οποία δεν επιτρεπόταν από τη συνθήκη ειρήνης των Βερσαλλιών που καθόριζε τις υποχρεώσεις της Γερμανίας, μετά την ήττα της στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο).
Από την άλλη πλευρά βέβαια δεν θα έπρεπε να δημιουργηθούν ανησυχίες στις αγορές χρήματος, όσον αφορούσε το μάρκο – με στόχο να αποφευχθεί τυχόν υποτίμηση του, ως εύλογο αποτέλεσμα της αύξησης της ποσότητας χρήματος, μέσω των παραπάνω γραμματίων. Για να επιτευχθούν και οι δύο αυτοί στόχοι της κυβέρνησης, ιδρύθηκε μία πλασματική επιχείρηση – η «Μεταλλουργική Εταιρεία Έρευνας» (Mefo Ε.Π.Ε.), μέτοχοι της οποίας ήταν τέσσερις γνωστές βιομηχανίες της χώρας: η Siemens, η Krupp, η Rheinmetall και η Guttehoffnungshuette.
Το αντικείμενο της «Mefo» ήταν απλά και μόνο η δεύτερη υπογραφή, για να μπορέσει να γίνει νομικά εφικτή η προεξόφληση των ειδικών γραμματίων, εκ μέρους της κεντρικής τράπεζας – η οποία, με αυτόν τον τρόπο, δημιουργούσε χρήματα από το πουθενά. Περίπου 11,9 δις μάρκα διατέθηκαν για εξοπλιστικά προγράμματα, από το 1934 έως το 1938, τα οποία καλύφθηκαν από τα ειδικά γραμμάτια «Mefo» – το 30% δηλαδή των συνολικών πολεμικών προγραμμάτων ή περισσότερα από χίλιες φορές τα ίδια κεφάλαια της πλασματικής εταιρείας (1 εκ. μάρκα). Ουσιαστικά λοιπόν, με 1 εκ. μάρκα δημιουργήθηκαν από το πουθενά και δαπανήθηκαν 11,9 δις – γεγονός που τεκμηριώνει τις εξαιρετικές ικανότητες του τότε προέδρου της κεντρικής τράπεζας.
Παράλληλα, εκδίδονταν άτοκα κρατικά ομόλογα, ενώ από το Μάιο του 1939 ξεκίνησε η έκδοση των «πιστωτικών φορολογικών κουπονιών» – με τα οποία πληρώνονταν οι λογαριασμοί που χρωστούσε το κράτος(το 40% εξοφλούταν με μετρητά χρήματα, ενώ για το υπόλοιπο 60% το κράτος έδινε τα παραπάνω κουπόνια, τα οποία μείωναν, κατά το αντίστοιχο ποσόν, τις φορολογικές υποχρεώσεις των πολιτών). Ουσιαστικά ήταν ανάλογα των IOU που αναφέρονται σήμερα – όπως αυτά που εξέδωσε η Καλιφόρνια.
Περαιτέρω, την ίδια ακριβώς ημέρα που ενώθηκε η Γερμανία με την Αυστρία, στις 12 Μαΐου του 1938, μεταβιβάσθηκε ο αυστριακός χρυσός προς τη γερμανική κεντρική τράπεζα. Εκείνη την εποχή η Αυστρία είχε στην κατοχή της τριπλάσιες ποσότητες χρυσού από τη Γερμανία – περί τους 78,3 τόνους, αξίας τότε 8,5 εκ. μάρκων (33,9 εκ. ευρώ). Μεταβιβάσθηκαν επίσης συναλλαγματικά αποθέματα, αξίας 1,1 εκ. μάρκων (4,4 εκ. ευρώ), τα οποία ήταν απολύτως αναγκαία, λόγω της αποκοπής της Γερμανίας από τις διεθνείς αγορές συναλλάγματος – ενώ έκτοτε η Γερμανία στόχευε πάντοτε το χρυσό των χωρών που κατακτούσε.
Η αύξηση της ποσότητας χρήματος από την κεντρική τράπεζα της Γερμανίας θεωρήθηκε επικίνδυνη από τους τότε οικονομολόγους της, οι οποίοι φοβούνταν την επανεμφάνιση του πληθωρισμού – γνωρίζοντας πολύ καλά τις καταστροφικές συνέπειες του, από την σχετικά πρόσφατη εμπειρία τους (1923). Εν τούτοις, το οικονομικό σύστημα λειτούργησε σωστά και δεν προκλήθηκε αύξηση του πληθωρισμού – παρά το ότι η ανεργία μειωνόταν συνεχώς (γράφημα), οπότε αυξανόταν τα διαθέσιμα εισοδήματα.
Στο σημείο αυτό είναι ίσως σκόπιμο να αναφερθούμε στη μεγάλη διαφορά μεταξύ της κεντρικά κατευθυνόμενης οικονομίας του κομμουνισμού (όπου το κράτος αντικαθιστά πλήρως την ελεύθερη αγορά, δίνοντας ακριβείς οδηγίες για το ποιό προϊόν και σε ποιές ποσότητες οφείλει να παραχθεί), με την ελεγχόμενη οικονομία του εθνικοσοσιαλισμού –στον οποίο η ελεύθερη αγορά δεν υποκαθίσταται, αλλά ελέγχεται αυστηρά από το κράτος. Βέβαια και τα δύο συστήματα είναι αντίθετα στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς – όπου όμως ο εθνικοσοσιαλισμός την αποδέχεται, ως αναγκαίο κακό, όπως στην Κίνα σήμερα (ανάλυση).
Συνεχίζοντας, παρά την αύξηση της ποσότητας χρήματος από την κεντρική τράπεζα, ο κρατικός έλεγχος της αγοράς, όσον αφορά τις τιμές των προϊόντων και τα επιτρεπόμενα ποσοστά εμπορικού κέρδους, εκ μέρους των υπεύθυνων «επιθεωρητών» της χώρας, λειτούργησε εξαιρετικά αποτελεσματικά – εξουδετερώνοντας τις βασικές αρχές της ελεύθερης αγοράς, αφού οι τιμές καταναλωτή, παρά την μεγαλύτερη ρευστότητα, αυξάνονταν μόλις κατά 1% ετήσια.
Εν τούτοις, επειδή η σταθερότητα του νομίσματος οφειλόταν στην καταναγκαστική πολιτική που ακολουθήθηκε και όχι στο αόρατο χέρι της αγοράς, οι διεθνείς αγορές δεν εμπιστεύονταν το μάρκο – με αποτέλεσμα να μην γίνεται κανενός είδους επένδυση στη Γερμανία, από ξένους επενδυτές.
Το γεγονός αυτό προκάλεσε μία χρόνια έλλειψη συναλλάγματος στη χώρα, η οποία απομονωνόταν όλο και περισσότερο από το εξωτερικό – παρά τις προσπάθειες της να διατηρήσει σταθερό τόσο το νόμισμα, όσο και την οικονομία της. Η ενοχοποίηση των Εβραίων εδώ ήταν αναμενόμενη, ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους παράγοντες (ναζιστικές ρατσιστικές πεποιθήσεις κλπ.) – επειδή θεωρούταν ότι, ήταν οι κύριοι «εκπρόσωποι» των διεθνών κεφαλαίων.
Το κυνήγι του συναλλάγματος
Περαιτέρω, σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, οι κατακτητικοί πόλεμοι της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας είχαν παράλληλα στόχο την απόκτηση συναλλαγματικών αποθεμάτων – ενδεχομένως δε τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο θεωρούταν εχθρικό για τη χώρα. Κατά τους ίδιους, η ναζιστική κυβέρνηση χρησιμοποίησε στην αρχή μη σοβαρούς τρόπους χρηματοδότησης του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού.
Στη συνέχεια, οι μέθοδοι έγιναν εγκληματικοί – άποψη την οποία τεκμηριώνουν από το ότι, μετά το 1935 η κυβέρνηση δεν δημοσίευε τον εκάστοτε προϋπολογισμό, με στόχο να συγκαλύψει την άσχημη οικονομική θέση της χώρας. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν, «Οι ηγέτες των ναζί, προπαγανδίζοντας, υπερηφανεύονταν ότι τοποθετούσαν τα θεμέλια μίας μεγάλης αυτοκρατορίας – όταν στην πραγματικότητα δεν ήξεραν πως θα πλήρωναν τους λογαριασμούς της επόμενης ημέρας».
Περαιτέρω, ο απόλυτος έλεγχος των τραπεζών αποτελούσε ένα σημαντικότατο εργαλείο, για τη χρηματοδότηση της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας. Στα πλαίσια αυτά, όταν ο υπουργός οικονομικών ανέλαβε τη διοίκηση της κεντρικής τράπεζας το 1938, παράλληλα με τον έλεγχο του παραδοσιακά ισχυρού δημόσιου τραπεζικού τομέα (ακόμη και σήμερα, οι περισσότερες τράπεζες στη Γερμανία είναι κρατικές), εξασφάλισε την πρόσβαση του στη διεύθυνση μίας σειράς από ιδιωτικές τράπεζες.
Εν τούτοις, δεν τις εθνικοποίησε κατά τα πρότυπα των κομμουνιστικών καθεστώτων, ενώ οι μεγάλες  προσπάθησαν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους – αναγκάσθηκαν όμως να υποταχθούν το 1942/43, μετά από ένα νομοσχέδιο που ψηφίσθηκε από την κυβέρνηση. Στο τέλος βέβαια του πολέμου, το μεγαλύτερο μέρος των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών (ενεργητικό) αποτελούταν από ομόλογα, καθώς επίσης από διάφορες απαιτήσεις απέναντι στο δημόσιο – προφανώς μηδενικής τότε αξίας.
Ουσιαστικά, το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς αντιπαθούσε τις ελεύθερες αγορές, θέλοντας όμως ταυτόχρονα να εκμεταλλεύεται τα αδιαφιλονίκητα πλεονεκτήματα τους – έχοντας τη άποψη ότι, δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν από κάποιο αποτελεσματικότερο σύστημα. Η θέση αυτή φαίνεται καθαρά από τον τρόπο αντιμετώπισης των χρηματιστηρίων – τα οποία ήταν «ύποπτα» για τους εθνικοσοσιαλιστές.
Ειδικότερα, από τη μία πλευρά τα απέρριπταν για ιδεολογικούς λόγους – αφού πίστευαν ότι τα χρήματα δεν έπρεπε να παράγουν χρήματα, πως ο τόκος ήταν συνώνυμος με τη δουλεία, ότι έπρεπε να υπάρχει μόνο η πραγματική οικονομία, καθώς επίσης πως τα μοναδικά έντιμα χρήματα, ήταν αυτά που κερδίζονταν με την εργασία. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι συμμετέχοντες στις χρηματιστηριακές συναλλαγές ήταν Εβραίοι – τους οποίους αντιμετώπιζε εχθρικά, ρατσιστικά καλύτερα το ναζιστικό καθεστώς.
Όμως, τα χρηματιστήρια ήταν απολύτως απαραίτητα για τη χρηματοδότηση του κράτους και της οικονομίας – οπότε, η μοναδική δυνατότητα που απέμενε, ήταν η απομάκρυνση των Εβραίων από τη διοίκηση όλων των χρηματιστηρίων. Αυτό ακριβώς επελέγη, ενώ εφαρμόσθηκε ο ίδιος τρόπος ελέγχου τους, με αυτόν που εφαρμοζόταν στην ελεύθερη αγορά – αυστηρός και μεθοδικός.
Για να αποφευχθεί τώρα ο ανταγωνισμός μεταξύ των διαφόρων χρηματιστηρίων, ψηφίσθηκε το 1934 ένας νόμος, ο οποίος υποχρέωνε τις εισηγμένες επιχειρήσεις να διαπραγματεύονται τους τίτλους τους μόνο στο χρηματιστήριο της περιοχής τους. Εκτός αυτού, μειώθηκε ο αριθμός των χρηματιστηρίων από 21 στα 9 – έτσι ώστε να είναι εφικτός ο έλεγχος τους από το κράτος.
Τέλος, για να ενισχυθεί η εσωτερική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, περιορίσθηκαν με νόμο τα μερίσματα, τα οποία διανέμονταν – κάτι που όμως μείωσε σημαντικά την ελκυστικότητα των μετοχών των εισηγμένων επιχειρήσεων, ενώ σχεδόν μηδενίσθηκαν οι αιτήσεις εισαγωγής νέων εταιρειών. Παρά το ότι λοιπόν η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 50% μεταξύ των ετών 1933 και 1938, τα κεφάλαια των εισηγμένων επιχειρήσεων δεν αυξήθηκαν – ενώ ο αριθμός τους μειώθηκε.
Το 1933 υπήρχαν 10.000 εισηγμένες επιχειρήσεις στη Γερμανία, ενώ το 1941 είχαν απομείνει μόλις 5.000 – χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η Αυστρία και οι καινούργιες περιοχές που κατακτήθηκαν. Μειώθηκαν επίσης οι εκδόσεις ομολόγων από τις επιχειρήσεις, από 3,4 δις μάρκα το 1933, στα 2,9 δις μάρκα το 1938. Αντίθετα, αυξήθηκαν οι εκδόσεις δημοσίων ομολόγων από την κυβέρνηση – στα 24,1 δις μάρκα το 1938, από 10,8 δις μάρκα το 1933.
Η πολιτική οικονομία του πολέμου
Συνεχίζοντας, παρά της τεράστιες προσπάθειες των εθνικοσοσιαλιστών, με στόχο την αυτάρκεια, η εξάρτηση της οικονομίας από το εξωτερικό, στην αρχή του πολέμου, ήταν σημαντική – αν και στον τομέα των τροφίμων, η αυτάρκεια έφτασε στα επίπεδα του 83%. Σε εκείνους τους τομείς όμως, οι οποίοι ήταν απαραίτητοι για τους επεκτατικούς πολέμους (πετρέλαιο, σίδηρος, μέταλλα, ρουχισμός κλπ.), υπήρχαν αρκετά προβλήματα – τα οποία δεν έγιναν αισθητά έως τις αρχές του 1942, επειδή η χώρα είχε συγκεντρώσει αρκετά αποθέματα (Πίνακας Ι).
 ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξάρτηση ως ποσοστό επί της συνολικής ζήτησης το 1939
ΠροϊόνΕξάρτηση
Σιδηρομεταλλεύματα75%
Χαλκός70%
Πετρελαιοειδή65%
Καουτσούκ85%
Λίπη και έλαια (τρόφιμα)50%
 .
Ακριβώς για το λόγο αυτό οι ναζί διεξήγαγαν αστραπιαίους πολέμους μικρής διάρκειας όπως, για παράδειγμα, εναντίον της Γαλλίας και της Πολωνίας – έτσι ώστε να προλαβαίνουν να ανεφοδιάζονται (με τους οικονομικούς πολέμους σήμερα λειτουργούν ανάλογα). Όταν αργότερα η διεξαγωγή αστραπιαίων εισβολών έγινε αδύνατη, η Γερμανία έχασε τον πόλεμο.
Το 1939 πάντως η παραγωγή εξοπλισμού ήταν μόλις της τάξης του 12% του ΑΕΠ της χώρας, γεγονός που σημαίνει πως η μέχρι τότε ανάπτυξη της δεν είχε σχέση με την προετοιμασία για τον πόλεμο – ενώ αυξήθηκε στο 19% το 1941, χωρίς να μειωθεί σημαντικά η υπόλοιπη παραγωγή. Ως εκ τούτου ο λαός δεν αντιμετώπισε αρχικά προβλήματα, όσον αφορά την κατανάλωση – αφού η «πολιτική παραγωγή» μειώθηκε μόλις κατά 5%.  Επίσης δεν αυξήθηκε σημαντικά ο χρόνος εργασίας των Πολιτών στη βιομηχανία – ο οποίος, από 47,8 ώρες την εβδομάδα το 1939, έφτασε μόλις στις 49,1 ώρες το 1943.
Αντίθετα τώρα με την «πολιτική οικονομία», η οικονομία του πολέμου, κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών, ήταν χαοτική – ενώ διορθώθηκε μετά το 1940, όπου οι πολιτικές βιομηχανίες (Mercedes κλπ.), οι οποίες μετατράπηκαν σταδιακά σε βιομηχανίες παραγωγής εξοπλισμού, ανέλαβαν παράλληλα την οργάνωση της διαδικασίας. Άλλαξαν όμως όλα το Δεκέμβριο του 1941, όπου οι Η.Π.Α. μπήκαν στον πόλεμο- με αποτέλεσμα να είναι αδύνατον να ανταπεξέλθει με τον απαιτούμενο εξοπλισμό η βιομηχανία της χώρας.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, το κόστος του πολέμου ανήλθε στα 510 δις μάρκα στη Γερμανία – ενώ οι υπόλοιπες δαπάνες της πολιτικής οικονομίας δεν ξεπέρασαν τα 185 δις μάρκα. Το συνολικό κόστος δε, ύψους περί τα 695 δις μάρκα, ήταν σχεδόν εξαπλάσιο του ΑΕΠ της χώρας το 1938.
Η κάλυψη τώρα του κόστους προήλθε μόνο κατά 5% από φόρους, ενώ τα υπόλοιπα καλύφθηκαν από τα κέρδη των κρατικών επιχειρήσεων (σιδηρόδρομοι, ταχυδρομεία, κεντρική τράπεζα), από τις εγκληματικές ληστείες των κατεχομένων κρατών, καθώς επίσης από τη σύναψη δανείων ύψους 350 δις μάρκων.
Ουσιαστικά λοιπόν το 50% του συνολικού κόστους (το 70% του πολεμικού) καλύφθηκε από το δανεισμό – ενώ, σε αντίθεση με τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αυξήθηκαν οι φόροι. Ήδη από το Σεπτέμβριο του 1939 νομοθετήθηκε 50% αύξηση φόρων στους μισθούς, στα εισοδήματα και στα κέρδη των επιχειρήσεων, ως «επιδότηση πολέμου» – καθώς επίσης μία αύξηση 20% στα ποτά και στον καπνό. Η φορολόγηση αυτή έμεινε σταθερή κατά τη διάρκεια του πολέμου, με μοναδική εξαίρεση τη φορολογία των κερδών των επιχειρήσεων – ενώ το κόστος του πολέμου σχεδιαζόταν να επιβαρύνει τους «εχθρούς».
Ο τεράστιος δανεισμός (σχεδόν το τριπλάσιο του ΑΕΠ του 1938) επετεύχθη αθόρυβα – μέσω των τραπεζών και των ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες αγόραζαν ομόλογα του δημοσίου. Ειδικότερα, επειδή οι καταναλωτικές δαπάνες του πληθυσμού είχαν μειωθεί σημαντικά, οι αποταμιεύσεις των Γερμανών κατέληγαν στις τράπεζες – όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, αφού οι καταθέσεις παραμένουν το αγαπημένο «αποταμιευτικό εργαλείο» των Πολιτών της χώρας.
Από εδώ φαίνεται καθαρά πόσο εύκολα μπορεί να χρηματοδοτηθεί ένα κράτος από τους ίδιους τους Πολίτες του – αφού, στην περίπτωση της Γερμανίας, χρηματοδοτήθηκε μόνο από τους Πολίτες ένα χρέος της τάξης του 300% του ΑΕΠ της. Εάν κατανοήσει κανείς δε ότι, στο παράδειγμα της Ελλάδας το 2010, αναζητήθηκε η κάλυψη ενός χρηματοδοτικού κενού ύψους περί τα 20 δις €, ενώ έκτοτε έχουν «αποδράσει» καταθέσεις άνω των 100 δις €, θα καταλάβει το μέγεθος της ανοησίας (οι καταθέσεις δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα δάνεια που παρέχουν οι τράπεζες – ανάλυση).
Φυσικά η συγκεκριμένη χρηματοδότηση προϋποθέτει είτε το φόβο των Πολιτών, όπως επί εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία, είτε την εμπιστοσύνη τους στην Πολιτεία – προϋποθέσεις που δεν υπήρχαν ποτέ στην πατρίδα μας, ενώ η εμπιστοσύνη δεν θα αποκατασταθεί (ο φόβος φυσικά απορρίπτεται), εάν δεν τιμωρηθούν όλοι όσοι οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία, μέσα από τη διαφθορά και τη διαπλοκή τους.
Συνεχίζοντας, οι καταθέσεις από τις γερμανικές τράπεζες μεταφέρονταν στα ταμεία του κράτους, με στόχο τη χρηματοδότηση του πολέμου – εν αγνοία φυσικά των καταθετών. Η προπαγάνδα του καθεστώτος, το οποίο παρότρυνε τους Πολίτες να αποταμιεύουν, βοήθησε αρκετά – οπότε ο πόλεμος, σε τελική ανάλυση, χρηματοδοτήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του από τον ιδιωτικό τομέα.
Το υψηλό δημόσιο χρέος όμως είχε σαν αποτέλεσμα να αυξηθεί πολύ η ποσότητα χρήματος, όπως ακριβώς συνέβη και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο – ενώ απέναντι στην ποσότητα αυτή δεν υπήρχε η ανάλογη παραγωγή αγαθών (όπως παρατηρείται σήμερα στην Ιαπωνία, στις Η.Π.Α. κλπ.).
Σε τελική ανάλυση, η κατά κεφαλήν ποσότητα χρήματος αυξήθηκε από τα 86 μάρκα το 1932 στα 812 μάρκα τον Απρίλιο του 1945 – γεγονός που σημαίνει ότι, ο πληθωρισμός ήταν πλέον εκτός ελέγχου. Η αληθινή αξία των χρημάτων όμως ήταν έως το 1944 φανερή μόνο στη μαύρη αγορά – αφού οι τιμές των προϊόντων στην κανονική οικονομία διατηρούταν σε λογικά επίπεδα, λόγω των κρατικών ελέγχων και των αυστηρών ποινών, για τυχόν παραβάσεις.
Επίλογος
Είναι γνωστό πως η ιστορία γράφεται από τους νικητές, οπότε σπάνια κανείς αναφέρεται σε εκείνους τους οικονομολόγους που διαχειρίσθηκαν τη γερμανική οικονομία μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία – ενώ δεν μελετώνται σχεδόν ποτέ. Έχουμε την άποψη όμως πως πρόκειται για ένα μεγάλο λάθος, αφού έτσι χάνεται η εμπειρία – αν και η σημερινή γερμανική οικονομική πολιτική (ελεγχόμενος φιλελευθερισμός) δεν απέχει πολύ από τότε.
Με δεδομένο πάντως το ότι, η Ελλάδα αντιμετωπίζει ανάλογα προβλήματα σήμερα, ενώ θεωρείται πως παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τη δημοκρατία της Βαϊμάρη που γέννησε το Χίτλερ, ίσως έχει νόημα η γνώση του τότε χειρισμού της οικονομίας – αφού μπορούν να αντληθούν αρκετά στοιχεία, με κυριότερο ίσως τον τρόπο της καταπολέμησης της ανεργίας, καθώς επίσης την επίλυση των προβλημάτων της παγίδας της ρευστότητας, της χρηματοδότησης κοκ.
Σε κάθε περίπτωση φαίνεται καθαρά πως χωρίς την ολοκληρωτική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, δεν πρόκειται ποτέ να καταπολεμηθεί η κρίση – ενώ ο χειρισμός του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να βοηθήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αντιμετώπιση των προβλημάτων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου