Σελίδες

Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2017

Κομμάτι της... ελληνικής παράδοσης ο νεποτισμός



Η περίπτωση του Αριστείδη Μπαλτά και της συζύγου του, το ερώτημα των προσόντων και η... ρετσινιά. Η «αναμάρτητη» αντιπολίτευση και τι ζητάμε τελικά από τους δημοσιογράφους.

του Κώστα Μαρκάζου*

Η σπουδαιότερη επιλογή του κάθε ανθρώπου είναι ποιοι είναι οι γονείς του. Ορίζει τουλάχιστον το σημείο εκκίνησης, τα πρώτα εφόδια και αρκετά άλλα καθοριστικά του υπόλοιπου βίου. Στην Ελλάδα, υπάρχει μια παράδοση προώθησης των τέκνων των πολιτικών μας εκπροσώπων σε διακομματικό βαθμό. Στα βιολογικά τέκνα προστίθενται και τα εξ αγχιστείας, αλλά και τα «δικά μας παιδιά» αφού κάνουν τη θητεία τους στο κόμμα.
Κάπως έτσι έχει εθιστεί η ελληνική κοινωνία στηνεπαγγελματική αποκατάσταση μέσω πολιτικής εύνοιας, παρά τις γενικόλογες ευχές περί αξιοκρατίας (ή τις κατάρες για την έλλειψή της). Είναι σύνηθες οι θυγατέρες να προικοδοτούνται με μία θέση στο Δημόσιο ενώ οι γιοι προτιμούνται σαν κληρονόμοι θέσεων στο κόμμα-επιχείρηση (με μικρές εξαιρέσεις).
Κατά καιρούς δημοσιεύονται περιπτώσεις στενών συγγενών πολιτικών που -όλως συμπτωματικώς- ανελίχθηκαν σε δημόσιες θέσεις. Ο δημοσιογράφος Κ. Ζούλας δημοσίευσε ένα ενδιαφέρον άρθρο («Η ρετσινιά του δίκαιου Αριστείδη»-Καθημερινή 9/9/17). Περιγράφει την επαγγελματική διαδρομή της Ευαγγελίας Π. από μία δημοτική επιχείρηση στα Χανιά στη θέση της διευθύντριας Ακίνητης Περιουσίας της δημόσιας επιχείρησης ΚΤΥΠ («Κτιριακές Υποδομές ΑΕ»).
Μια υπάλληλος μετατίθεται από επαρχιακή δημοτική επιχείρηση σε εταιρεία του Δημοσίου, της αναγνωρίζονται προϋπηρεσίες και μεταγενέστεροι άσχετοι μεταπτυχιακοί τίτλοι, οι οποίοι -όλως συμπτωματικώς- είναι συναφείς με το πανεπιστημιακό αντικείμενο του συζύγου της. Τέτοιες ιστορίες έχει να διηγηθεί και ο τελευταίος Έλληνας. Τίποτα δεν θα ήταν εντυπωσιακό ή άξιο δημοσιότητας, αν η Ευαγγελία Π. δεν ήταν σύζυγος του Αριστείδη Μπαλτά. Η οργισμένη απάντηση του πρώην υπουργού ουσιαστικά επιβεβαιώνει το ρεπορτάζ, προσθέτοντας και τις ημερομηνίες που έλειπαν από το άρθρο.

Ο κ. Μπαλτάς θεωρεί φυσιολογικό ότι η άσχετη προϋπηρεσία της συζύγου του δικαιολογεί την προαγωγή της, την περίοδο μάλιστα που το ΔΣ της ΚΤΥΠ είχε διοριστεί από την παράταξή του. Το ίδιο κάνει και η αναλυτική απάντηση που εξέδωσε το γραφείο Δημοσίων Σχέσεων της ΚΤ.ΥΠ. ΑΕ. Το ερώτημα αν τα προσόντα της διευθύντριας Ακίνητης Περιουσίας ήταν αντάξια της θέσης που της απονεμήθηκε, παραμένει αναπάντητο. Άλλωστε δεν έγινε ποτέ κάποια αξιολόγηση κάποιων άλλων υποψηφίων που μπορεί να άξιζαν πολύ περισσότερα.

Ο νεποτισμός είναι κομμάτι της παράδοσης

Θα ήταν έκπληξη αν ο νεποτισμός ήταν περιορισμένος στην Ελλάδα, όταν φημίζεται για έλλειψη αξιοκρατίας. Άλλωστε είναι μια αρχαία παράδοση. Η ίδια η λέξη προέρχεται από τη λατινική nepos, που σημαίνει ανεψιός. Πρόκειται για  την εκμετάλλευση από κάποιον του αξιώματος ή κάποιας θέσης που κατέχει, για να προωθήσει συγγενικά ή άλλα πρόσωπα του περιβάλλοντός του χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια. Έχει υποστηριχθεί ότι ο νεποτισμός είναι ένας από τους θεμέλιους λίθους των ανθρώπινων κοινωνιών.
Το θέμα βέβαια είναι πώς οι σύγχρονες κοινωνίες θα περιορίσουν τη φυσιολογική τάση των γονέων να προωθούν τα παιδιά τους, προστατεύοντας τους υπόλοιπους και την αξιοκρατία. Στην Ελλάδα, ο νεποτισμός παραμένει απροκάλυπτος και χωρίς προσχήματα. Οι πολιτικοί -που έχουν ακέραιες τις ευθύνες για την κατάντια της χώρας- προίκιζαν κατά συρροή με θέσεις στο Δημόσιο τις κόρες τους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχισε την παράδοση, επιβαρύνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό με χιλιάδες μετακλητούς δικής του επιλογής, συμπεριλαμβανομένων κατιόντων (αλλά και ανιόντων!) συγγενών. Διαθέτοντας το πλεονέκτημα του λευκού κυβερνητικού μητρώου και ανύπαρκτα ηθικά πλεονεκτήματα, περπατάει στα ίδια μονοπάτια που άνοιξαν οι προηγούμενοι. Αυτούς που δώριζαν χιλιάδες διοικητικές θέσεις στους κολλητούς τους, θεωρώντας το κράτος λάφυρο. Αυτούς που διόριζαν τις θυγατέρες τους στη Βουλή, όπως ο Σιούφας, ο Πολύδωρας, ή ο «μαζί τα φάγαμε» (αλλά χώρια διορίζαμε) Πάγκαλος. Όπως ο Τραγάκης που, πριν προσπαθήσει να δώσει την κομματική σκυτάλη στον γιο του, είχε προλάβει να διορίσει στη Βουλή εκτός από την κόρη του και τον άντρα της, τον γαμπρό και τη νύφη του.
Πώς μπορούν να λιθοβολήσουν τη σημερινή κυβέρνηση οι ίδιοι άνθρωποι, παριστάνοντας τους αναμάρτητους; Η καλύτερη προστασία της κυβέρνησης για τις αποτυχίες της είναι η αναξιοπιστία των παρελθόντων πολιτικών. Για αυτό και η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού είναι αλληλένδετη με την επιτυχία της χώρας. Ας μην αυτοκτονούν οι πολιτικοί μας από ευθιξία, όπως κάνουν οι Ιάπωνες, αλλά τουλάχιστον να παραιτούνται όταν αποκαλύπτονται απαράδεκτα φαινόμενα κατάχρησης της δημόσιας θέσης τους, όπως συμβαίνει σε προηγμένες χώρες. Το να κατηγορούν όσους δημοσιεύουν στοιχεία ή να φορτώνουν τύψεις -με τεκμήριο ενοχής την ψήφο- όσους τους εκλέξανε, είναι μία άρρωστη κατάσταση. Όσο συνεχίζεται, χωρίς να εκπλήσσει κανένα μας, τόσο θα ψάχνουμε πώς είναι δυνατόν να μην μπορεί η χώρα να αξιοποιήσει το ανθρώπινο δυναμικό της και να ξοδεύει δισεκατομμύρια για ένα αναποτελεσματικό κράτος.

Τι χρειαζόμαστε (από) τους δημοσιογράφους και τι από τον εαυτό μας

Όσα άρθρα αναφέρουν στοιχεία για διορισμούς, προσλήψεις ή προαγωγές «ημετέρων» ενοχλούν. Αυτό είναι όμως το βασικό ζητούμενο από τους δημοσιογράφους. Τη μάχη θα κερδίσουν όσοι ενημερώνουν με άποψη, με έγκυρο ρεπορτάζ και ενοχλούν με τα δημοσιεύματά τους κάποιους ισχυρούς (κατά προτίμηση όσους ασκούν εξουσία).
Όσοι δημοσιογράφοι αναλώνονται σε ανούσιες αντιπαραθέσεις νοητικών εξισώσεων κομμουνισμού-ναζισμού ή για το ποια πλευρά του ελληνικού εμφύλιου είχε δίκιο, τόσο θα απαξιώνουν το επάγγελμά τους. Τέτοιες κοκορομαχίες κάνουν καλύτερα και πιο διασκεδαστικά τα διαδικτυακά τρολ. Έχουμε ανάγκη να αναδειχθεί το τεράστιο θέμα της ευνοιοκρατίας που διώχνει χιλιάδες νέους Έλληνες στο εξωτερικό, ενώ όσοι παραμένουν, στριμώχνονται στο εγχώριο περιθώριο.
Όταν η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων έχει την πεποίθηση ότι «δεν υπάρχει πιθανότητα να επιτύχεις χωρίς πολιτικό μέσο» (και τι καλύτερο από έναν στενό συγγενή όσο οι γονείς σου), τότε είναι απολύτως μάταιο να ανταγωνίζεσαι τους γόνους με ετερόφωτη επιρροή. Δεν είναι προτιμότερο να στείλουμε στο περιθώριο όσους χρησιμοποιούν τις μεθόδους του νεποτισμού (ανεξαρτήτως πολιτικής ταυτότητας) αντί να στέλνουμε τους νέους μας στη μετανάστευση;
*Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος. 


euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου