Σελίδες

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Γ. Κοντογιώργης, Ο κόσμος που φεύγει, ο κόσμος που έρχεται. Η Ελλάδα ως Προμηθέας δεσμώτης

Κοσμοσύστημα


Συνέντευξη στην εφημερίδα "Σημερινή" της Κύπρου (Στον δημοσιογράφο Μάριο Πούλλαδο): 16/7/2017 (http://www.sigmalive.com/simerini )

1.    Ποια είναι η σημασία σήμερα της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας σε ένα παγκοσμιοποιημένο σύστημα;

ΓΚ . Η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση δεν ορίζει ένα άλλο σύστημα, αλλά την ιδιοποίηση του συστήματος, που είναι εξ αντικειμένου εγκατεστημένο μέσα στα κράτη, από τον οικονομικό παράγοντα που αυτονομήθηκε από το κράτος και φιλοδοξεί να παίξει έναν διακρατικό ρόλο, που ακούει στο όνομα «αγορές». Οι νέοι οικονομικοί ηγεμόνες έχουν θέσει σε ομηρία τις πολιτικές ηγεσίες των κρατών και έχουν εκβάλει από το σκοπό της πολιτικής το συμφέρον των κοινωνιών. Αυτό συμβαίνει όχι γιατί οι «αγορές» είναι πρωτογενώς παντοδύναμες, αλλά επειδή οι κοινωνίες παραμένουν εγκιβωτισμένες σε αξίες, σε θεσμούς και σε πολιτικές συμπεριφορές του 18ου αιώνα. Με άλλα λόγια, η μεν οικονομία έχει ήδη μεταβεί στο μέλλον, ενώ οι κοινωνίες παραμένουν δέσμιες σε ένα παρελθόν που παρήλθε ανεπιστρεπτί. Έτσι ανατράπηκαν οι συσχετισμοί υπέρ των «αγορών». Στο μέτρο λοιπόν που οι κοινωνίες αργοπορούν να αντλήσουν τα αναγκαία συμπεράσματα για το πώς θα ανακτήσουν μια σχετική πολιτική επιρροή, η μόνη αντιστασιακή παράμετρος που απομένει για να σφυρηλατήσει μια εναντίωση στην άλωση της πολιτικής τάξης από τις «αγορές» και να αναγκάσει την επαναφορά των πολιτικών του κράτους στο συμφέρον της κοινωνικής συλλογικότητας είναι η πολιτισμική συνοχή της κοινωνίας των πολιτών που αντλεί δυνάμεις από την εθνική της συλλογικότητα. Το έθνος έτσι κι αλλιώς είναι χορηγός πρωτογενούς συλλογικής ελευθερίας, χωρίς την οποία δεν είναι δυνατόν να οικοδομηθούν οι λοιπές ελευθερίες, όπως η ατομική, η κοινωνική και η πολιτική. Γι αυτό οι αρχαίοι έλεγαν ότι χωρίς την πατρίδα ελεύθερη το άτομο ούτε ελεύθερο μπορεί να είναι ούτε να ευημερεί. Αντιλαμβάνονταν όμως το άτομο ως συστατικό μέρος της πολιτείας όχι ως ιδιώτη. 

2.                  Ποια ανάγκη ωθεί τις δυνάμεις εκείνες της κυρίαρχης πολιτικο-οικονομικής ελίτ στο να αντιτίθεται και να αποδομεί κάθε τι το εθνικό; 



ΓΚ. Είναι προφανές ότι υπό τις παρούσες συνθήκες κατά τις οποίες το πολιτικό σύστημα είναι δομημένο ως εκλόγιμη μοναρχία, που κατέχεται επομένως εξ ολοκλήρου από την πολιτική τάξη και οι κοινωνίες διατηρούνται ερμητικά έγκλειστες στο καθεστώς της ιδιωτείας, η διεθνής και η εσωτερική ελίτ διακρίνει ότι η μοναδική απομένουσα δύναμη αντίστασης παραμένει η εθνική συλλογικότητα. Γνωρίζει επομένως ότι εάν διαρρήξει την πολιτισμική συνοχή της κοινωνίας θα μείνει χωρίς αντίπαλο. Γιατί η εθνική/πολιτισμική συνοχή είναι εκείνη που θα κινητοποιήσει τη σκέψη για να δημιουργήσει αντισώματα απέναντι στη στυγνή πραγματικότητα που κάνει τις κοινωνίες να αισθάνονται ότι είναι σε πολιτική αδυναμία, με ότι αυτό συνεπάγεται για την ελευθερία και την ευημερία τους. Να ξέρετε ότι ένα πράγμα φοβούνται οι αγορές και οι ελίτ που τις διακινούν: την αξίωση των εθνικών κοινωνιών να γίνουν θεσμικές συνιστώσες του πολιτικού συστήματος, να μεταβάλουν δηλαδή το πολιτικό σύστημα, από εκλόγιμη μοναρχία σε αντιπροσωπευτική πολιτεία. Να μεταβούν από το έθνος του κράτους στο έθνος της κοινωνίας. Διότι τότε θα χάσουν το πλεονέκτημα της πολιτικής παντοδυναμίας. 

3.         Πολλοί εκτιμούν ότι οι παραδοσιακές ιδεολογίες και κόμματα της αριστεράς και της δεξιάς αποτελούν πλέον παρελθόν ενώ την ίδια ώρα εκφράζονται φόβοι για άνοδο του λαϊκισμού. Σε ποιό βαθμό αυτό ισχύει στην περίπτωση Κύπρου και Ελλάδας;

         ΓΚ. Αναντιλέκτως οι παραδοσιακές ιδεολογίες έχουν εκπληρώσει τον προορισμό τους και έχουν περιέλθει στα αζήτητα της ιστορίας. Το έχω δείξει αυτό εδώ και πάρα πολλά χρόνια και εξηγώ το γιατί στο τελευταίο μου βιβλίο που σκιαγράφησε σε ανύποπτη στιγμή την πολιτική πορεία του Σύριζα στην εξουσία. Στο Η Συριζαία Αριστερά ως Νέα Δεξιά. Συνακόλουθα προς την εξέλιξη αυτή και τα κόμματα έχουν μεταβληθεί άρδην σε «ιδιωτικές εταιρίες» ή για να είμαι πιο επιεικής «σε εταιρίες ιδιοποίησης του δημοσίου χώρου». Ειδικότερα στην Ελλάδα το κομματικό σύστημα από την πρώτη στιγμή της Βαυαροκρατίας μεταβλήθηκε από φορέας διαμεσολάβησης συμφερόντων και τροφοδότης με πολιτικό προσωπικό της εξουσίας σε πολιτικό σύστημα. Ίππευσε στο πολιτικό σύστημα, το ιδιοποιήθηκε και δι’αυτού λειτούργησε ως επικαρπωτής του κράτους και δυνάστης της κοινωνίας. Γι αυτό και έχω ορίσει το ελληνικό πολιτικό σύστημα ως δυναστική κομματοκρατία. Σε ό,τι αφορά στο «λαϊκισμό» και στις νεότερες χρήσεις του, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να μην γίνουμε παίγνιο στα χέρια των ιδεολόγων της ολιγαρχίας. Άλλοτε η έννοια του λαϊκισμού όριζε την συμπεριφορά εκείνου του πολιτικού προσωπικού που επιδίωκε την εξαπάτηση του λαού, την καταδολίευση των συμφερόντων του, με σκοπό να αποσπάσει την εμπιστοσύνη του και να ηγεμονεύσει. Σήμερα με την έννοια του λαϊκισμού ορίζεται κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό. Συγκεκριμένα ως λαϊκιστής χαρακτηρίζεται εκείνος που αναφέρεται στην ανάγκη ο σκοπός της πολιτικής να είναι το συμφέρον της κοινωνίας –και όχι των αγορών- και μάλιστα όποιος επικαλείται την ανάγκη η κοινωνία να γίνει θεσμικός εταίρος της πολιτείας. Έτσι λαϊκιστής αποκαλείται αυτός που στρέφεται κατά της μονοσήμαντης κυριαρχίας των αγορών –και της εξαθλίωσης των κοινωνιών-, που διακηρύσσει την ανάγκη να φύγουμε από το καθεστώς της εκλόγιμης μοναρχίας που εξυπηρετεί αποκλειστικά τις αγορές και να μεθαρμόσουμε το πολιτικό σύστημα σε αντιπροσώπευση ή δημοκρατία. Η επιτήδεια αυτή αλλαγή περιεχομένου της έννοιας του λαϊκισμού αποσκοπεί στην ενοχοποίηση και επομένως στην απαξίωση κάθε εγχειρήματος που θα απέβλεπε στην αλλαγή των πραγμάτων υπέρ των κοινωνιών. Εξού και η έννοια αυτή του λαϊκισμού συνδυάζεται με τη μομφή του εθνικισμού, που αποδίδεται τον απλό πατριωτισμό. «εθνολαϊκιστής» αποκαλείται τελικά αυτός που αγαπάει την πατρίδα, την μήτρα της ύπαρξής του, και θέλει η κοινωνική συλλογικότητα να ευημερεί εν ελευθερία, ούσα υπεύθυνη για την μοίρα της. Οι διεθνείς και οι εσωτερικές ολιγαρχικές ελίτ στο μέτρο που δεν έχουν ιδεολογία να υποστηρίξει το εγχείρημά τους για μονοσήμαντη ηγεμονία, οικοδομούν την ιδεολογία της απαξίωσης του μεγίστου εχθρού τους: της εθνικής/πολιτισμικής συνοχής και της δημοκρατίας. Διότι αυτοί γνωρίζουν ό,τι οι κοινωνίες αγνοούν: ότι το σημερινό σύστημα δεν είναι πουθενά στο κόσμο ούτε δημοκρατία ούτε καν αντιπροσώπευση. Ούτε κατ’ευφημισμόν.


3.                  Έχει ο ελληνισμός τα αποθέματα εκείνα ούτως ώστε να επιβιώσει και να ανακάμψει από τις συνθήκες τις κρίσης και με ποιό τρόπο μπορεί να γίνει αυτό; 


ΓΚ. Το ερώτημα κατά τη γνώμη μου οφείλει να τεθεί διαφορετικά. Συντρέχουν οι προϋποθέσεις ώστε ο ελληνισμός να αφεθεί ελεύθερος να δημιουργήσει το μέλλον του; Δεν αναφέρομαι στις εξωτερικές αλλά στις εσωτερικές συνθήκες και συγκεκριμένα στο πολιτικό σύστημα της κομματοκρατίας που με όπλο το δύσμορφο κράτος κατατρώγει από καταβολής του τις σάρκες του ελληνισμού μέχρι το μεδούλι. Διότι εάν παρακολουθήσουμε την ιστορική πορεία του νέου ελληνισμού διαπιστώνουμε ότι υπό καθεστώς εθνικής υποτέλειας κατείχε μια δυσανάλογα μεγαλύτερη θέση στον κόσμο από εκείνη που κατέχει σήμερα. Εάν δεν αποκτήσουμε συνείδηση της αιτίας της ασύμμετρης συρρίκνωσης του ελληνισμού τους τελευταίους δύο αιώνες, ο κατήφορος που έχει πάρει δεν θα σταματήσει. Η κρίση της ελληνικής χώρας είναι διαρκής και η παρούσα έξαρσή της έχει αποκλειστικά εσωτερικά αίτια. Η χώρα λεηλατείται από ένα καθεστώς που εδράζεται σε ένα σύστημα αναντίστοιχο, δηλαδή τριτοκοσμικό, σε σχέση με την ανθρωποκεντρική ανάπτυξη της κοινωνίας. Ακριβώς γι αυτό δεν είναι εφικτή η συνάντηση του πολιτικού προσωπικού με την κοινωνική συλλογικότητα. Το σύστημα της κομματοκρατίας δεν παράγει δημόσιες πολιτικές, με πρόσημο το κοινό συμφέρον, αλλά καταδολίευση και ιδιοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό το καθεστώς με τους θεράποντές του, έχει επικαθήσει ως κατακτητής επί της ελληνικής κοινωνίας, την απομυζεί και την οδηγεί από το κακό στο χειρότερο κακό. Και επιπλέον, επιχειρεί ξεδιάντροπα να την ενοχοποιήσει για την καταστροφή της.   

5.         Στον ελληνικό χώρο επικρατούν κυρίως δυο τάσεις: η μια που θέλει την προσάρτησή μας στις δυτικές αρχές και αξίες ενώ η άλλη αντιστρατεύεται κάθε τι το δυτικό και στρέφεται προς την Ανατολή. Υπάρχει σημείο τομής και συμπόρευσης αυτών των δυο απόψεων;

         ΓΚ. Η προσέγγιση αυτή είναι απολύτως εσφαλμένη. Ήδη από την εποχή της Βαυαροκρατίας οικοδομήθηκε μια ρητορική που προέβαλλε τον «εξευρωπαϊσμό» ως διακύβευμα. Ρητορική, η οποία απέβλεπε να νομιμοποιήσει την ολοκληρωτική οπισθοδρόμηση της ελληνικής κοινωνίας σε μια εποχή που παρουσίαζε αντιστοιχία με εκείνη της Ευρώπης. Ποια ήταν αυτή; Καταφανώς η προσολώνια εποχή. Αρκεί να αναφέρω, μεταξύ των πολλών άλλων, την κατάργηση της δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης που βίωνε ό Έλληνας, λιγότερο ή περισσότερο, στο πλαίσιο των κοινών, με το επιχείρημα ότι η ελέω θεού απολυταρχία είναι ανώτερη από την δημοκρατία. Το δίλημμα για τον ελληνικό κόσμο σήμερα δεν είναι η επιλογή μεταξύ της Ανατολής και της Δύσης. Και οι δύο αυτές περιοχές μοιράζονται το ίδιο εξελικτικό στάδιο, που αντιστοιχεί στην εποχή της ανθρωποκεντρικής βρεφικότητας. Το διακύβευμα για τον ελληνισμό είναι να ανακτήσει την ιστορία του, την οποία του την υπέκλεψαν ή του την απέκρυψαν, όχι για να επιστρέψει σ’αυτήν εξ επόψεως κλίμακας, αλλά για να εμπνευσθεί από τα πεπραγμένα της, και να εναρμονίσει τον βηματισμό της με την πρόοδο, όχι με την απομίμηση της όποιας Ανατολής ή της όποιας Δύσης. Να συνειδητοποιήσει επομένως ότι η νεοτερικότητα μπορεί να εισήλθε στην φάση της μεγάλης κλίμακας, βιώνει όμως ανθρωποκεντρικά (ως προς το κοινωνικοοικονομικό και πολιτικό της σύστημα) την βρεφικότητά της. Διαφορετικό είναι το ζήτημα της στρατηγικής επιλογής συμμάχων, στο διακρατικό πεδίο. Ο ελληνισμός οφείλει να επιλέξει ως προς αυτό μια καταρχήν σύμπλευση με τη Δύση, ισορροπώντας όμως συγχρόνως με πτυχές των στρατηγικών που διαμορφώνονται ευρύτερα, όταν και όπου το συμφέρον του το επιτάσσει. Δεν πρέπει να αγνοείται, στο πλαίσιο αυτό, ότι οι διακρατικές σχέσεις είναι ψυχρές σχέσεις δύναμης, και μόνο….

6.         Πόσο εφικτή είναι μια λύση του κυπριακού σε μια ομοσπονδιακή δομή δεδομένου ότι οι δυο μεγάλες κοινότητες ελληνική και τουρκική έχουν διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο;

ΓΚ Δεν νομίζω ότι το εμπόδιο σε μια λύση του κυπριακού είναι το διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο της μιας ή της άλλης «κοινότητας». Το εμπόδιο σε μια λύση στο κυπριακό που θα είναι εναρμονισμένη με το κεκτημένο της εποχής μας βρίσκεται στους συσχετισμούς, υπό το κράτος της κατοχικής θέσης της Τουρκίας, και στη φιλοδοξία της να ηγεμονεύσει στην περιοχή. Πριν από τη δεκαετία του 1950 στο πολιτισμικό ζήτημα η απάντηση δόθηκε, όπως γνωρίζουμε, από την ίδια τη δυναμική των πραγμάτων, υπέρ της ελληνικής πλευράς. Υπό τις παρούσες συνθήκες εξακολουθώ να πιστεύω ότι εάν δεν υπάρξει κάποια συνταρακτική αλλαγή στους συσχετισμούς, η λιγότερο κακή λύση του κυπριακού θα ήταν η μη λύση. Και η χειρότερη, μια ομοσπονδιακή ή άλλη λύση που θα οδηγούσε στην προτεκτοροποίηση όλης της Κύπρου.

7.         Έχετε τοποθετηθεί για την ανάγκη μιας επανάστασης στο πεδίο της γνώσης και της πολιτικής παιδείας στο σχολείο του 21ου αιώνα. Μπορεί αυτό να καταστεί εφικτό στο πλαίσιο του υφιστάμενου συστήματος ή χρειάζεται μια ριζική πολιτειακή αλλαγή;

ΓΚ. Χωρίς αμφιβολία το σημερινό καθεστώς χρησιμοποιεί τους μηχανισμούς που «διδάσκουν» την πολιτική παιδεία, από το σχολείο έως τα ΜΜΕ, για να συγκροτήσει τον καθεστωτικό άνθρωπό της. Κάθε πολιτεία έχει τη δική της πολιτική παιδεία. Οι θεράποντες της μοναρχικής πολιτείας (της εκλόγιμης μοναρχίας) επιχειρούν να πείσουν τους υπηκόους τους ότι είναι πολίτες και ότι το σύστημα είναι δημοκρατικό. Ό,τι επομένως εάν αμφισβητήσουν το σύστημα αυτό θα είναι υπόλογοι φιλικών αισθημάτων προς τη δικτατορία. Προφανώς και δεν αναμένεται να ομολογήσουν ότι το κρατούν γενικώς παντού σημερινό σύστημα είναι αυθεντικά ολιγαρχικό. Όχι τόσο γιατί εντρέπονται να αποδεχθούν ότι είναι θεράποντες της ολιγαρχίας, αλλά επειδή θα απολέσουν τη νομιμοποίησή του. Καθένας τότε θα αρχίσει να σκέφτεται πώς θα φέρει τη δημοκρατία. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι στο ελληνικό σχολείο όχι μόνο διδάσκεται η πολιτική παιδεία της εκλόγιμης, της μοναρχευομένης ολιγαρχίας, ως αυθεντικά δημοκρατικής, αλλά και αποφεύγεται κάθε αναφορά στην εκφυλιστική εκδοχή της που επικρατεί στη χώρα, στην κομματοκρατία. Ας αναλογισθούμε τι θα συνέβαινε στις αίθουσες των σχολείων εάν ο δάσκαλος εξηγούσε στους μαθητές ότι κανένα από τα θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα του, επειδή παραβιάζεται από τα ίδια τα κόμματα. Ό,τι η Βουλή λειτουργεί ως θεσμός απλής νομιμοποίησης της κυβερνητικής βούλησης και καθαγίασης των ανομιών του πολιτικού προσωπικού. Στον αντίποδα, η πολιτική παιδεία της δημοκρατίας (και της αντιπροσώπευσης) θα απέδιδε στις έννοιες το πραγματικό τους περιεχόμενο, θα διέκρινε μεταξύ εκλόγιμης μοναρχίας, αντιπροσώπευσης και δημοκρατίας, μεταξύ ελευθερίας και δικαιώματος, θα εξηγούσε ότι στο σημερινό πολιτικό σύστημα η κοινωνία είναι ιδιώτης, ότι δεν της αναγνωρίζεται καμία θέση στην πολιτεία. Ό,τι ο πολιτικός δεν υπόκειται στην πολιτεία δικαίου, ότι δεν συγχωρείται λάθος στην επιλογή της κοινωνίας και συνακόλουθα δικαίωμα ανάκλησης, ελέγχου, αναζήτησης ευθυνών, ή ακόμη αξίωση αλλαγής πορείας της χώρας. Ότι δηλαδή ένας, ο πολιτικός ηγέτης, κατέχει συγχρόνως τις ιδιότητες του εντολέα και του εντολοδόχου, δηλαδή την εξουσία να αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για τις τύχες μιας ολόκληρης χώρας/κοινωνίας, χωρίς η τελευταία να μπορεί να αρθρώσει αντίρρηση. Η επίγνωση του γεγονότος αυτού αρκεί από μόνη της για να οδηγήσει σε εφιαλτικά συμπεράσματα.

8.         Ποιό μέλλον διαβλέπετε για την Ευρωπαϊκή Ένωση και τι μπορούμε να περιμένουμε σε συνθήκες αποσταθεροποίησης και διεθνούς τρομοκρατίας που βιώνουμε;

  ΓΚ. Η πολιτική Ευρώπη κινδυνεύει να παγιώσει για τα μέλη της ένα καθεστώς ηγεμονίας με αβέβαιο ωστόσο μέλλον. Το πρόβλημα της ΕΕ έγκειται στο ότι έχει συγκροτηθεί ως πολιτικό σύστημα χωρίς κράτος, από το οποίο επίσης απουσιάζει καταφανώς η κοινωνία, αλλά και αντίρροποι πολιτειακοί μηχανισμοί που θα ήσαν ικανοί να διασφαλίσουν αφενός την ισορροπία μεταξύ των κρατών μελών και αφετέρου την συνάφεια των πολιτικών της με το κοινό συμφέρον των λαών. Το σύστημα αυτό που προσιδιάζει περισσότερο με εκείνο της απολυταρχίας παρά με την εκλόγιμη μοναρχία των κρατών μελών, εισάγει στη διαδικασία λήψεως των αποφάσεων την κρατοκεντρική πολιτική λογική (τους συσχετισμούς της ωμής δύναμης), ενώ από την άλλη οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν κατέχουν καν μια θέση εκλογικής νομιμοποίησης των φορέων της πολιτικής εξουσίας. Το σύστημα αυτό σε συνδυασμό με την ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ των κρατών μελών, ιδίως στον άξονα Γαλλίας Γερμανίας, λόγω της υπεροχής της τελευταίας, δεν μπορεί να είναι προάγγελος καλών εξελίξεων. Το δίλημμα για την πολιτική Ευρώπη, δεν μπορεί να είναι η διεύρυνση ούτε η περαιτέρω συγκέντρωση εξουσιών στο κέντρο, αλλά η ολοκλήρωσή της εξ επόψεως κρατικής και πολιτειακής. Και ως προς αυτό, δεν νομίζω ότι τα επόμενα χρόνια η κακή πορεία των πραγμάτων στην ΕΕ πρόκειται να μεταβληθεί. Δεν έχω διακρίνει πουθενά στις ιδέες που διακινούνται για το μέλλον της Ευρώπης κάποια πρόθεση να μεταβληθούν οι σταθερές που την ορίζουν μέχρι σήμερα. Κατά τούτο, οι χώρες μέλη εάν θέλουν να διασώσουν το κεκτημένο της ευημερίας και της ελευθερίας των κοινωνιών τους οφείλουν να προβάλουν το συμφέρον τους στην προμετωπίδα του δημόσιου σκοπού της ΕΕ. Και όχι να το υποτάξουν σε ένα αβέβαιο ευρωπαϊκό όραμα, στο οποίο ελλοχεύει η βούληση της ηγεμονίας. Όπως ακριβώς πράττουν και οι μεγάλες χώρες, και εν προκειμένω η Γερμανία, η οποία διακινεί χωρίς περιστροφές ως δημόσιο σκοπό της Ένωσης το γερμανικό συμφέρον. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν αναιρούν το γεγονός ότι, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, η πολιτική Ευρώπη είναι χρήσιμη για πολλούς λόγους, τόσο για την Γηραιά Ήπειρο όσο και για την ασφάλεια των χωρών της περιοχής όπου ενυπάρχει το ελληνικό ενδιαφέρον (στην Ελλάδα και την Κύπρο). Πολλώ μάλλον εάν, υπό την πίεση των γεγονότων της Μέσης Ανατολής και του μεταναστευτικού/προσφυγικού, η ΕΕ υποχρεωθεί να σφυρηλατήσει την άμυνά της και να επιμεληθεί την ασφάλεια των συνόρων της.   




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου