Σελίδες

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017

Οθωμανικά ή τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια;

ardin-rixi


του Τάσου Χατζηαναστασίαου από το τ.2 του νέου Λόγιου Ερμή
Η επαναξιολόγηση της περιόδου της Τουρκοκρατίας είναι ένα ζήτημα που επανέρχεται διαρκώς στην επικαιρότητα. Σύμφωνα, μάλιστα, με ορισμένους συγγραφείς, ακόμη και ο όρος Τουρκοκρατία είναι πλέον αδόκιμος και θα έπρεπε να αντικατασταθεί με τον όρο Οθωμανική Περίοδος. Το βασικότερο επιχείρημα των υποστηρικτών της άποψης αυτής είναι πως ο προτεινόμενος όρος είναι ουδέτερος και άρα δεν εμπεριέχει το στοιχείο της αρνητικής αξιολόγησης μιας ιστορικής περιόδου που είχε πολλές θετικές πλευρές, και σε καμία περίπτωση δεν επρόκειτο για μια «σκοτεινή περίοδο» όπου όλα «τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά». Κατά συνέπεια, δεν δικαιολογείται η χρήση όρων όπως Κατάκτηση, Κατοχή, ή ακόμη χειρότερα, Τουρκικός Ζυγός. Άλλωστε, όπως αναφέρει ο Καστελάν (1995: 306):
Τέσσερις-πέντε αιώνες «κοινής» ζωής δημιούργησαν αρκετές εννοιολογικές αποχρώσεις στον όρο Οθωμανικός Ζυγός.
Επιπλέον, όπως υποστηρίζεται, η Τουρκοκρατία υπήρξε σαφώς ηπιότερη σε σχέση με το προηγούμενο φεουδαρχικό καθεστώς του ύστερου Βυζαντίου και της Φραγκοκρατίας, αλλά και με τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Δύση την ίδια περίοδο. Τα όποια προβλήματα υπήρχαν, παρατηρούνται κατά την περίοδο της παρακμής της Αυτοκρατορίας, δηλαδή από τα μέσα του 16ου αι. και μετά, όταν ο θεσμός του τσιφλικιού, που αντικαθιστά σταδιακά αυτόν του τιμαρίου, οδηγεί στην εξαθλίωση των χωρικών, ενώ η εκτεταμένη διαφθορά της διοίκησης οδηγεί σε αύξηση των φαινομένων αυθαιρεσίας και καταπίεσης σε βάρος των ραγιάδων. Η όξυνση αυτών των προβλημάτων οδήγησε στις εθνικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα.
Σε μια πρόσφατη ανασκόπηση των σχετικών ιστοριογραφικών προσεγγίσεων, η Ελένη Γκαρά (2005: 17-23) επιχειρεί να καταρρίψει τον «εθνικό μύθο» περί τουρκικού ζυγού, βασικά επιστρατεύοντας την άποψη περί μη ύπαρξης ελληνικού έθνους κατά την περίοδο αυτή – οπότε, κάτι που δεν υπάρχει, δεν μπορεί και να καταπιέζεται! Πρόκειται για τη γνωστή εμμονή πως μοναδικό παγκόσμιο πρότυπο έθνους αποτελεί το γαλλικό και άρα, πριν από τη Γαλλική Επανάσταση δεν υφίσταται κανένα έθνος στον κόσμο. Σύμφωνα με την Γκαρά, στην περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι διαφοροποιήσεις αφορούσαν τους μουσουλμάνους και τους μη μουσουλμάνους, τους φορολογούμενους και τους μη φορολογούμενους, και όχι τις εθνικές ομάδες. Έτσι, θεωρεί ότι απορρίπτει τον «μύθο» του οθωμανικού ζυγού.

Ωστόσο, οι θρησκευτικές, διοικητικές, ταξικές, κοινωνικές και όποιες άλλες διαιρέσεις επέβαλλε η οθωμανική διοίκηση, δεν σημαίνει αναγκαστικά πως «εξαφάνισαν» τις προϋπάρχουσες εθνικές ετερότητες. Επίσης, ο χωρισμός των μη μουσουλμάνων με βάση το σύστημα των μιλέτ (Millet), με ισχυρότερο στα Βαλκάνια το Rum Millet, των Ρωμιών, δηλαδή των ορθοδόξων με επικεφαλής Έλληνα Πατριάρχη, ανταποκρίνεται σε μια σαφή εθνικοθρησκευτική διάκριση η οποία σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με την υστεροβυζαντινή ελληνική ταυτότητα, τη νεοελληνική συνείδηση. Πρόκειται για την ελληνική ιδέα περί έθνους που δεν στηρίζεται σε φυλετικά αλλά σε πολιτισμικά κριτήρια. Γι’ αυτό, άλλωστε, όταν το βουλγαρικό έθνος, από τον 18ο αι. και μετά, θα θελήσει να χειραφετηθεί, αναγκαστικά θα ζητήσει να αποδεσμευτεί πρώτα από την πνευματική και διοικητική κηδεμονία του Πατριαρχείου. Στη διάρκεια, μάλιστα, της γνωστής ελληνοβουλγαρικής διαμάχης, κάθε σλαβόφωνος της Μακεδονίας και της Θράκης που θα παραμείνει πιστός στο Πατριαρχείο θα θεωρείται και θα αντιμετωπίζεται ως Έλληνας! (Kofos 1964: 12-17, 20-28).
Το ότι η σχέση κυρίαρχου και υποτελούς δεν θεμελιώνεται σε φυλετικά αλλά σε θρησκευτικά κριτήρια –καθώς όσοι ασπάζονταν τον μουσουλμανισμό «τούρκευαν», εντάσσονταν δηλαδή στην κυρίαρχη ομάδα– δεν αλλάζει την εικόνα. Αυτή η «προσαρμογή» ήταν αρκετή για να αποκόψει τον νέο μουσουλμάνο από την εθνικοθρησκευτική του κοινότητα και να τον εντάξει σε μια άλλη. Πρόκειται για μία ακόμη επιβεβαίωση της υποκειμενικής θεωρίας περί έθνους, που στηρίζεται δηλαδή περισσότερο στο στοιχείο της συνείδησης και λιγότερο σε συγκεκριμένα αντικειμενικά κριτήρια (Χατζηαναστασίου 1993: 28-29) – πολύ περισσότερο δε σε φυλετικά. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, στον σχετικά πρόσφατο πόλεμο στη Βοσνία τη δεκαετία του ’90, οι Σέρβοι ονόμαζαν «Τούρκους» τους Βόσνιους μουσουλμάνους αντιπάλους τους, που, ενώ «αντικειμενικά» είναι Σλάβοι σερβόφωνοι, επειδή ήταν μουσουλμάνοι είχαν αναγνωριστεί de jure ως ξεχωριστή εθνότητα στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η ελίτ της οποίας διατηρούσε στενές σχέσεις με την Τουρκία (Αλεξανδρής, Παρέσογλου 1994: 753-757).
Είναι γεγονός ότι η Τουρκοκρατία έχει εγγραφεί στη συνείδηση των λαών της Βαλκανικής ως μια απόλυτα αρνητική εμπειρία (Χατζηαναστασίου 2011). Κι αυτό δεν αλλάζει, όσους άλλους «ουδέτερους» όρους κι αν χρησιμοποιήσουμε για να ονομάσουμε την περίοδο αυτή. Ακόμη, δηλαδή, κι αν οι «υπερασπιστές» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατορθώσουν να ελέγξουν απόλυτα τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, θα είναι πολύ δύσκολο έως ακατόρθωτο να ανατρέψουν μια συνείδηση που έχει διαμορφωθεί εδώ και αιώνες.
Από τη μεριά μας επιμένουμε στη χρήση του όρου Τουρκοκρατία επειδή αποδίδει πιστότερα την πραγματικότητα της κατάκτησης και της διατήρησης σε καθεστώς δουλείας των λαών της Χερσονήσου του Αίμου. Αυτό που μένει να εξετάσουμε επομένως είναι η φύση και ο χαρακτήρας της κατοχής, χωρίς να αμφισβητείται όμως η ουσία της σχέσης μεταξύ κυρίαρχου, του οθωμανικού κράτους, και κυριαρχούμενου, των βαλκανικών λαών. Θα πρέπει να διακρίνουμε βεβαίως τους δύο ιστορικούς όρους και τη σχέση τους: Το κράτος έχει επικρατήσει να ονομάζεται «Οθωμανικό» –αφού πρόκειται για «Οθωμανική Αυτοκρατορία» με επικεφαλής σουλτάνο από τον οίκο του Οσμάν–, στο οποίο κυρίαρχοι είναι οι «Τούρκοι» και όχι η μειοψηφική πληθυσμιακά ομάδα των Οθωμανών Τούρκων, και γι’ αυτό μιλάμε για «Τουρκοκρατία».
Σε ό,τι αφορά επομένως στην ουσία του ζητήματος, στο παρόν σημείωμα θα επιχειρήσουμε να ελέγξουμε κριτικά τις απόψεις ορισμένων συγγραφέων που θεωρούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία στα χρόνια της ακμής της περίπου ως υπόδειγμα κράτους ανεκτικότητας, δικαιοσύνης και ανεξιθρησκίας. Θα προηγηθεί μια «συνθετική» καταγραφή της εμφάνισης των πρώτων Οθωμανών και των βασικότερων αιτίων που οδήγησαν στην κατάκτηση των Βαλκανίων.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι
Ο πρώτος πυρήνας κράτους της πολεμικής φυλής των Τούρκων, που αργότερα πήραν το όνομα «Οσμανλήδες» ή «Οθωμανοί», όπως τελικά επικράτησε, εμφανίστηκε το 1300 περίπου. Στον ηγέτη τους Ερτογρούλ, η ιστορικότητα του οποίου έχει αμφισβητηθεί, είχε παραχωρηθεί από τον Σελτζούκο σουλτάνο του Ικονίου η περιοχή του Σογιούτ, στα σύνορα του σουλτανάτου του Ικονίου με το βυζαντινό κράτος, στην περιοχή της Προύσας, για τη φύλαξη των συνόρων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ευρύτερη διοικητική περιφέρεια του Σογιούτ πήρε αργότερα το όνομα Ερτογρούλ, σε ανάμνηση του πρώτου γνωστού στην Ιστορία Τούρκου αυτής της φυλής. Η καταγωγή των Οθωμανών συνδέθηκε αργότερα με τους Σελτζούκους Τούρκους, αλλά αυτό θεωρείται μάλλον μια προσπάθεια να νομιμοποιηθεί εκ των υστέρων η υιοθέτηση της σελτζουκικής ιστορικής κληρονομιάς από τους Οθωμανούς. Γεγονός είναι ότι η υποταγή του σουλτανάτου στους Μογγόλους Ιλχανίδες της Περσίας τον 13ο αι. έδωσε την ευκαιρία στις διάφορες τουρκικές φυλές που υπάγονταν στους Σελτζούκους να αυτονομηθούν και να δημιουργήσουν εμιράτα, κυρίως στη δυτική Μικρά Ασία, στα σύνορα με το Βυζάντιο.
Όπως και οι άλλες νομαδικές τουρκικές φυλές, οι Οθωμανοί Τούρκοι ήταν κτηνοτρόφοι που είχαν ως τρόπο ζωής τον πόλεμο προκειμένου να εξασφαλίσουν νέα κοπάδια, βοσκοτόπια, αλλά και τα αναγκαία για την επιβίωσή τους. Ο νομαδικός και ταυτόχρονα αρπακτικός-ληστρικός χαρακτήρας της κοινωνικής τους οργάνωσης έχει ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση των εξελίξεων που οδήγησαν στις κατακτήσεις, αλλά και της φύσης του οθωμανικού καθεστώτος.
Η υιοθέτηση της μουσουλμανικής θρησκείας από τους Τούρκους είχε περισσότερο «εργαλειακό» και δευτερευόντως ουσιαστικό-πνευματικό χαρακτήρα. Άλλωστε, εκείνη την εποχή, στους Τούρκους των «δυτικών συνόρων» είχαν μεγάλη διάδοση διάφορες διδασκαλίες συγκρητιστικού χαρακτήρα, με πιο διαδεδομένη αυτή των μπεκτασήδων. Πολλοί υποστηρίζουν ότι οι μπεκτασήδες, έχοντας υιοθετήσει πολλά στοιχεία από τον χριστιανισμό, είχαν μεγάλη επιτυχία στο προσηλυτιστικό τους έργο, καθώς η προσχώρηση στο Ισλάμ μέσω της διδασκαλίας του Χατζή Μπεκτασί φαινόταν πιο ανώδυνη στους απλούς χριστιανούς. Σπουδαίο ρόλο στην ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της τουρκικής μουσουλμανικής κοινότητας έπαιξαν και οι οργανώσεις των αχήδων (ahi), που από τον 13ο αι. λειτουργούσαν σε όλες τις πόλεις και σε πολλά χωριά της Μικράς Ασίας προσφέροντας φιλοξενία και ασκώντας ένα ευρύτερο φιλανθρωπικό έργο, γεγονός που τους εμφάνιζε σαν μια κοινότητα με ισχυρό συλλογικό ήθος.
Η παρουσία των Οθωμανών στα σύνορα με το Βυζάντιο συνέβαλε αποφασιστικά στην προσέλκυση πολεμιστών –των «γαζήδων», όπως ονομάζονταν– από τις υπόλοιπες τουρκικές φυλές της Ανατολής, που έβρισκαν στη συνοριακή αυτή περιοχή του Ισλάμ στάδιον δόξης λαμπρόν. Η προσέλευση πολεμιστών ενίσχυε τη στρατιωτική αποτελεσματικότητά τους, ενώ ταυτόχρονα τους υποχρέωνε να συνεχίζουν τον πόλεμο προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες τού ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού τους. Η λεία, τα λάφυρα και κυρίως η χρυσοφόρα επιχείρηση πώλησης ως δούλων των αιχμαλώτων αποτελούσε το ισχυρότερο κίνητρο της τουρκικής επιθετικότητας, μιας επιθετικότητας δικαιωμένης στο ιδεολογικό και συνειδησιακό επίπεδο μέσω του «ιερού πολέμου». Δεν υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία πως οι πρώτοι Οθωμανοί και όσοι συντάσσονταν μαζί τους αποτελούσαν αυτό που ο Lowry θα ονομάσει «ληστρικό συνασπισμό» και πως η επέκταση ήταν περισσότερο όρος εξασφάλισης υλικών πλεονεκτημάτων και λιγότερο το αποτέλεσμα του θρησκευτικού ενθουσιασμού των «πολεμιστών της πίστης». Γι’ αυτό, άλλωστε, σ’ αυτό το στάδιο μπορούσαν να συμμετέχουν στις κατακτήσεις και χριστιανοί (Lowry 2004: 143, 170, 220).
Η κατάκτηση των βυζαντινών εδαφών της Μικράς Ασίας και η άμεση επαφή των Οθωμανών με τη χριστιανική Ευρώπη ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το κύρος και την επιρροή τους στα υπόλοιπα τουρκικά εμιράτα, καθώς τους πρόσφερε διέξοδο για περισσότερες –θρησκευτικά «νόμιμες»– κατακτήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι, προκειμένου να δικαιολογήσουν την επεκτατικότητά τους απέναντι στα άλλα εμιράτα της Μικράς Ασίας, οι Οθωμανοί Τούρκοι θα τα κατηγορήσουν ότι αποτελούν εμπόδιο στη συνέχιση του «ιερού πολέμου», την αποκλειστικότητα στη διεξαγωγή του οποίου φαίνεται ότι είχαν εξασφαλίσει οι Οθωμανοί. Η διάλυση στα 1345 του γειτονικού εμιράτου του Καρασί στα νοτιοδυτικά της επικράτειας των Οθωμανών και η συνεπακόλουθη προσάρτησή του από αυτούς ολοκλήρωσε τη διαδικασία επικράτησής τους στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, γεγονός που επέτρεψε το απερίσπαστο από τον ανταγωνισμό των άλλων εμιράτων πέρασμά τους στην Ευρώπη.
Θεμελιωτής και «νονός» των Οθωμανών Τούρκων θεωρείται ο Οσμάν, ηγέτης της τουρκικής αυτής ομάδας από το 1290 μέχρι το 1326 περίπου. Είναι επίσης αυτός που θα θεμελιώσει μια δυναστεία που θα επιβιώσει μέχρι τον 20ό αι. Επικεφαλής του οθωμανικού κράτους θα είναι πάντοτε μέλος της οικογένειας με γενάρχη τον Οσμάν.
Η κατάκτηση των Βαλκανίων
Έχοντας νικήσει επανειλημμένα τον βυζαντινό στρατό, οι Οθωμανοί μέσα σε λίγα σχετικά χρόνια, από το 1302 έως το 1337, θα ολοκληρώσουν την κατάληψη των βυζαντινών κτήσεων της Μικράς Ασίας. Μόνο η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας θα συνεχίσει να αντιστέκεται για ακόμη 124 χρόνια. Έτσι, το νεοσύστατο οθωμανικό κράτος θα καταστεί πολύ σύντομα μια υπολογίσιμη δύναμη που θα εμπλακεί στις εξελίξεις και στις σχέσεις μεταξύ των χριστιανικών κρατών της Χερσονήσου του Αίμου.
Τα κράτη αυτά είναι το αποδυναμωμένο βυζαντινό κράτος, το σερβικό βασίλειο και το γνωστό ως β΄ βουλγαρικό κράτος. Τα δύο τελευταία είχαν υιοθετήσει από το Βυζάντιο τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα, θεωρούσαν δηλαδή πως μπορούσαν να διεκδικήσουν για λογαριασμό τους την κληρονομιά του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους, και για τον σκοπό αυτό επιδίδονταν σε έναν ανελέητο και εξαντλητικό –για όλες τις πλευρές– πόλεμο με τα υπόλοιπα κράτη. Στην κατάσταση αυτή να προσθέσουμε την αποικιακή συμπεριφορά των ιταλικών ναυτικών πόλεων, ιδιαίτερα της Βενετίας και της Γένοβας, που κατείχαν σημαντικές στρατηγικές θέσεις στο Αιγαίο, τα Στενά των Δαρδανελλίων και του Βοσπόρου, τη Μαύρη Θάλασσα και την Αδριατική – για να μην αναφερθούμε στην απομύζηση ζωτικών για τη Χερσόνησο του Αίμου πόρων μέσω εμπορικών συμφωνιών που απέβαιναν όμως μονόπλευρα συμφέρουσες υπέρ των δύο αυτών πόλεων, αλλά και στον αυτοκαταστροφικό μεταξύ τους ανταγωνισμό. Τη δεκαετία του 1330 Βενετία και Γένοβα θα συγκρουστούν ένοπλα για τον έλεγχο των Στενών και τελικά οι Γενοβέζοι θα ιδρύσουν αποικία στον Γαλατά με την άδεια των Βυζαντινών. Παροικίες θα ιδρύσουν επίσης η Φλωρεντία, η Πίζα, η Ανκόνα, η Ραγούζα και η Μασσαλία.
Να προσθέσουμε, τέλος, την κατάσταση των σημαντικότερων βασιλείων της Δύσης, που δεν επέτρεπε τη συγκρότηση κάποιας ισχυρής συμμαχίας ικανής να αποκρούσει την τουρκική επέλαση. Γαλλία και Αγγλία επιδόθηκαν στον καταστροφικό εκατονταετή πόλεμο, που διήρκεσε από το 1337 μέχρι το έτος της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, το 1453. Στη διάρκεια, μάλιστα, του πολέμου ενέσκηψε η Μαύρη Πανώλης, που από το 1348 ξεκλήρισε περίπου 25 εκατομμύρια κατοίκους της Ευρώπης –σε σύνολο 80 εκατομμυρίων περίπου– μέσα σε δύο χρόνια (Cipolla 1988: 198). Σε ό,τι αφορά στην Καθολική Εκκλησία, περνούσε τη χειρότερη ίσως κρίση της ιστορίας της, καθώς η Αγία Έδρα από το 1309 βρισκόταν στην Αβινιόν, αφού η Ρώμη δεν πρόσφερε καμία ασφάλεια. Το 1378, όταν θα επιχειρηθεί η επάνοδος στην Αιώνια Πόλη, η Καθολική Εκκλησία θα διασπαστεί σε δύο –και για ένα διάστημα σε τρεις– αντιμαχόμενες έδρες: της Αβινιόν, της Ρώμης και της Πίζας. Η ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας και η επιστροφή ενός κοινά αποδεκτού πάπα στο Βατικανό θα επιτευχθεί μόλις στις αρχές του 15ου αι. Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι ο πάπας από την Αβινιόν επιχείρησε να παρέμβει για την ειρήνευση μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, για την ένωση Δυτικής και Ανατολικής Εκκλησίας αλλά και για την οργάνωση Σταυροφορίας εναντίον της τουρκικής προέλασης στα Βαλκάνια, χωρίς όμως να επιτύχει κανέναν από τους στόχους του.
Κι ενώ οι σημαντικότεροι κρατικοί σχηματισμοί της Χερσονήσου του Αίμου είχαν επιδοθεί σε έναν ιδιότυπο «εμφύλιο» ανταγωνισμό, αφού έριζαν για την ίδια Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο σπαρασσόταν από έναν αυθεντικότερο εμφύλιο μεταξύ των διεκδικητών του θρόνου. Να προσθέσουμε ακόμη ότι ο βυζαντινός στρατός, που είχε επιτρέψει στην Αυτοκρατορία της Νικαίας να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους Δυτικούς και τους Σελτζούκους και να ανακαταλάβει το 1261 την Κωνσταντινούπολη, βρίσκεται σε κατάσταση διάλυσης. Οι σκληροτράχηλοι και σχεδόν μυθικοί ακρίτες είχαν δώσει τη θέση τους σε νωθρούς προνοιάριους –που συμπεριφέρονταν περισσότερο σαν γαιοκτήμονες εκμεταλλευτές και λιγότερο σαν στρατιώτες– και σε μισθοφόρους, που πολύ συχνά επεδείκνυαν τυχοδιωκτική συμπεριφορά.
Θα μπορούσε λοιπόν να πει κανείς ότι η τουρκική παρουσία στην Ευρώπη είναι αποτέλεσμα των εσωτερικών εξελίξεων και της αδυναμίας του βυζαντινού κράτους – χωρίς όμως να παραβλέπουμε την κατακτητική ορμή και εν τέλει τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα των Τούρκων πολεμιστών, και χωρίς να παραβλέπουμε την επιθετικότητα των βαλκανικών κρατών, και ιδιαίτερα των Σέρβων και των Βουλγάρων, καθώς και την αποικιοκρατική δραστηριότητα των ιταλικών ναυτικών πόλεων. Το γενικό συμπέρασμα από την κατάσταση που επικρατεί στη Χερσόνησο του Αίμου τον 14ο αι. είναι πως επικρατεί η πολυδιάσπαση, ο ανταγωνισμός μεταξύ μικρών και αδύναμων κρατών, αλλά και επίδοξων διεκδικητών της εξουσίας, με αποτέλεσμα να απουσιάζει μια ισχυρή συνεκτική δύναμη που να μπορεί να επιβάλει την αναγκαία ενότητα προκειμένου να υπάρξει αντίσταση στην οθωμανική κατάκτηση.
Το 1354 ο Ορχάν, εκμεταλλευόμενος έναν καταστροφικό σεισμό, που, όπως ήταν φυσικό, αποδόθηκε σε εξωκοσμική παρέμβαση, κατέλαβε την Καλλίπολη, την οχύρωσε και εγκατέστησε μόνιμη φρουρά. Η κατάληψη της Καλλίπολης αποτελεί το αναγκαίο προγεφύρωμα για να ακολουθήσει τα επόμενα 150 περίπου χρόνια η συστηματική κατάληψη ολόκληρης της Χερσονήσου. Την ίδια χρονιά, οι Τούρκοι στράφηκαν προς την Ανατολή και κατέλαβαν την Άγκυρα, επεκτείνοντας τις ασιατικές τους κτήσεις σε μεγάλο μέρος της κεντρικής Μικράς Ασίας. Το οθωμανικό κράτος θα επεκτείνεται σταδιακά και στην Ευρώπη και στην Ανατολή, φροντίζοντας να μην αντιμετωπίζει ταυτόχρονα αντιπάλους στα δυτικά και στα ανατολικά. Μια κατάκτηση στην Ανατολή θα διαδέχεται την επέκταση στη Δύση, έτσι ώστε το σύνολο των τουρκικών δυνάμεων να είναι συγκεντρωμένο κάθε φορά σε έναν στόχο. Η δυνατότητα των Τούρκων εμίρηδων, και στη συνέχεια σουλτάνων, να κινητοποιούν μεγάλους –και μάλιστα πειθαρχημένους– στρατούς θα αποτελέσει σημαντικό παράγοντα που θα συντελέσει στις στρατιωτικές επιτυχίες και βέβαια στην εντυπωσιακή επέκταση του οθωμανικού κράτους.
Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ως φυσικό επακόλουθο της κατάκτησης της ενδοχώρας, δηλαδή των Βαλκανίων, και η οριστική καθυπόταξη της σθεναρής αλβανικής αντίστασης το 1506, ολοκλήρωσαν την τουρκική κατάκτηση της Βαλκανικής. Όπως ήταν φυσικό, ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής θα μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσά του, αφού πρώτα φρόντισε να την εποικίσει με μουσουλμανικούς αλλά και χριστιανικούς πληθυσμούς που μετέφερε εκεί από την Ασία και τα Βαλκάνια. Οι λιγοστοί κάτοικοι της πόλης που είχαν επιζήσει μετά την πολιορκία και τις σφαγές, πουλήθηκαν ως δούλοι ή μεταφέρθηκαν στην Ασία.
Το οθωμανικό κράτος και οι υπερασπιστές του
Οι υπερασπιστές του οθωμανικού κράτους καταρχήν απορρίπτουν ως αντιεπιστημονική και ξεπερασμένη την άποψη πως οι Οθωμανοί δεν υπήρξαν παρά «αιμοσταγείς κατακτητές». Αν και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς κατακτητές που υπήρξαν «ευγενείς» και «διακριτικοί» –αφού ακόμη και η αποικιοκρατία, που προβλήθηκε ως επιχείρηση «εκπολιτισμού», αποτέλεσε μάλλον μια αρνητική εμπειρία για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου–, η χρήση παρόμοιων επιθέτων δεν έχει νόημα. Άλλωστε, ο επεκτατικός και κατακτητικός χαρακτήρας των Οθωμανών είναι αδιαμφισβήτητος. Η επιθετικότητα αυτή ήταν, φυσικά, χαρακτηριστικό και των Βενετών και άλλων κρατών της ίδιας περιόδου. Η διαφορά είναι ότι οι μεν Βενετοί, ως έμποροι αποικιοκράτες, εκμεταλλεύτηκαν περισσότερο την οικονομική αδυναμία και τις εσωτερικές αντιθέσεις του βυζαντινού κράτους, οι δε Τούρκοι, ως νομάδες κτηνοτρόφοι, επικράτησαν αποκλειστικά με το σπαθί και αργότερα με το ισχυρό πυροβολικό τους. Οπωσδήποτε όμως η πρώτη Άλωση από τους Δυτικούς ετοίμασε το έδαφος για τη δεύτερη και οριστική Άλωση από τους Τούρκους.
Οι πληθυσμιακές μεταβολές
Σύμφωνα με μια σχετικά πρόσφατα διατυπωμένη άποψη για τα πληθυσμιακά δεδομένα της Βαλκανικής Χερσονήσου κατά την τουρκική κατάκτηση, «η δημογραφική συρρίκνωση προκλήθηκε μάλλον από τη χρόνια πολιτική αστάθεια κατά τις τελικές φάσεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» (Μαζάουερ 2002: 64). Ο Μαζάουερ παραδέχεται, ωστόσο, την ερήμωση της υπαίθρου στη διάρκεια των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας. Η πολιτική αστάθεια στην οποία αναφέρεται ο Μαζάουερ περιλαμβάνει ήδη από τον 14ο αι. και τις τουρκικές επιδρομές αρχικά, και κατακτήσεις στη συνέχεια, οι οποίες προφανώς συνέβαλαν στην εγκατάλειψη της υπαίθρου. Αστάθεια προφανώς προκάλεσαν και οι Βυζαντινοί με τους εμφύλιους πολέμους, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, που ζητούσαν να υποκαταστήσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, οι αλβανικές φυλές με τις καταστροφικές επιδρομές τους, και γενικά ο αλληλοσπαραγμός μεταξύ των βαλκανικών κρατών, ειδικά τον 14ο αι. Η τουρκική κατάκτηση, ωστόσο, ενώ αποκατέστησε την τάξη διά πυρός και σιδήρου, κάθε άλλο παρά συνέβαλε στην πληθυσμιακή αύξηση των Βαλκανίων – κι αυτό, παρά τους εποικισμούς, που, όπως παραδέχεται και ο ίδιος ο Μαζάουερ, δεν αντιστάθμισαν τις απώλειες (Μαζάουερ 2002: 64).
Ο ίδιος ερευνητής αμέσως παρακάτω (Μαζάουερ 2002: 65) θα υπαινιχθεί πως η pax ottomana θα αποκαταστήσει την ειρήνη και άρα θα εγγυηθεί την ευημερία των βαλκανικών πληθυσμών, γράφοντας ότι «τα στοιχεία από μελέτες σε τοπικό επίπεδο δείχνουν ότι ακόμα και οι χριστιανοί που είχαν φύγει για να αποφύγουν τους Τούρκους επέστρεφαν αργότερα από τις βενετικές κτήσεις και διεκδικούσαν πάλι τις ιδιοκτησίες τους». Παραπέμπει, ωστόσο, σε μία μόνο μελέτη, που αφορά στην περίπτωση της Λήμνου. Το να επέστρεψαν κάποιοι χριστιανοί στην πατρίδα τους όταν ηρέμησαν τα πράγματα είναι πολύ λογικό και αναμενόμενο. Δεν έχουμε, ωστόσο, πληροφορίες για μαζικούς επαναπατρισμούς, ούτε βέβαια υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι χριστιανοί ιδιοκτήτες ανέκτησαν τις εγκαταλελειμμένες περιουσίες τους. Γνωρίζουμε, άλλωστε, ότι στα Βαλκάνια οι ιδιόκτητες γαίες, τα μούλκια (mülk), αποτελούσαν το 6% των κτημάτων και ανήκαν κυρίως σε μουσουλμάνους.
Σε πολλές περιπτώσεις την τουρκική κατάκτηση ακολούθησε η μαζική εξόντωση του πληθυσμού των πόλεων που οι Τούρκοι κυρίευαν εξ εφόδου, με πιο γνωστό παράδειγμα τις σφαγές που ακολούθησαν την Άλωση. Μαζικό χαρακτήρα είχε επίσης η εξόντωση της αριστοκρατίας των κατακτημένων βαλκανικών κρατών. Στο Τίρνοβο της Βουλγαρίας η σφαγή των Βούλγαρων ευγενών (1393) θεωρήθηκε ως παραχώρηση, καθώς αρχική πρόθεση των Τούρκων ήταν η εξόντωση όλων των κατοίκων, επειδή είχαν προβάλει αντίσταση. Φυσικά, ούτε η μία ούτε η άλλη περίπτωση ήταν δυνατόν να έχουν γενικευμένη και απόλυτη εφαρμογή. Ο Κύρρης επικαλείται στοιχεία με βάση τα οποία οι βαλκανικοί λαοί απώλεσαν περισσότερα από 600.000 άτομα.
Άλλο μέτρο που εφάρμοσαν οι Τούρκοι ήταν αυτό των μαζικών εκτοπίσεων. Κι εδώ είναι χαρακτηριστικός ο εκτοπισμός που ακολούθησε την Άλωση. Η μέθοδος αυτή, το sürgün, αφορούσε κυρίως στη μεταφορά χριστιανικών πληθυσμών από την Ευρώπη στη Μικρά Ασία σε περιοχές που είχαν ερημώσει. Όπως παρατηρεί ο Κύρρης (1986: 37), η φρασεολογία που χρησιμοποιείται για τις εκτοπίσεις είναι χαρακτηριστική της τουρκικής πολιτικής: Γίνεται λόγος για «ξαναζωντάνεμα» μιας περιοχής που είχε νεκρώσει εξαιτίας των κατακτήσεων. Από την άλλη μεριά, επιχειρήθηκε ο εποικισμός της Βαλκανικής με νομαδικούς –κυρίως μουσουλμανικούς– πληθυσμούς, τους Γιουρούκους και τους Τατάρους, αλλά και Τούρκους της Μικράς Ασίας. Τέτοιες εγκαταστάσεις μουσουλμάνων έχουμε στη Βουλγαρία, τη Μακεδονία και τη Θράκη. Το Τατάρ Παζαρτζίκ (= Παζάρι των Τατάρων) της Βουλγαρίας οφείλει το όνομά του ακριβώς σ’ αυτή την εποικιστική πολιτική. Οι μουσουλμανικοί αυτοί πληθυσμοί απετέλεσαν σημαντικό στήριγμα της οθωμανικής εξουσίας στην περιοχή, η δε ροπή τους προς τη ληστεία και οι βιαιοπραγίες σε βάρος των χριστιανών συναντούσαν την ανοχή των αρχών. Σύμφωνα πάντως με τον Κύρρη (1986: 2-45), η έκταση των εποικισμών δεν ήταν μεγάλη. Αυτό αποδεικνύεται από τον μικρό αριθμό μουσουλμανικού αγροτικού πληθυσμού.
Αντίθετα, στις πόλεις η παρουσία των Τούρκων ήταν ισχυρή, και υπήρξε γενικώς φροντίδα ώστε αυτές να έχουν όψη μουσουλμανική. Στις πόλεις ζούσαν οι σπαχήδες – τιμαριούχοι καθώς και άλλοι αξιωματούχοι του οθωμανικού κράτους, καθώς και ένας ολοένα αυξανόμενος μουσουλμανικός αστικός πληθυσμός. Δεν κατορθώθηκε, ωστόσο, να εκτουρκιστούν ολοκληρωτικά οι βαλκανικές πόλεις. Ένας λόγος ήταν η διείσδυση ντόπιων αγροτών στις πόλεις αμέσως μετά την κατάληψή τους. Άλλος λόγος ήταν η ανάγκη για βιοτεχνική δραστηριότητα, που κυρίως ασκούσαν οι χριστιανοί, καθώς οι Τούρκοι ειδικεύονταν βασικά στην επεξεργασία δερμάτων. Αργότερα, πάντως, μεγάλος αριθμός βιοτεχνών και επαγγελματιών αναγκάστηκε να εξισλαμιστεί, όπως προκύπτει από τους αριθμούς των «νεομουσουλμάνων» στις πόλεις (Κύρρης 1986: 71).
Τη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού των Βαλκανίων προκάλεσε και η μαζική φυγή προς περιοχές κατεχόμενες από χριστιανικές δυνάμεις. Έτσι, οι Έλληνες μετακινήθηκαν προς τις βενετοκρατούμενες περιοχές και την ιταλική χερσόνησο, οι Σέρβοι προς τις περιοχές που κατείχαν οι Ούγγροι, οι Κροάτες προς την περιοχή του Δραύου και οι Βούλγαροι προς τη Βλαχία. Αναφέρεται, μάλιστα, πως τον 16ο αι. οι Σέρβοι αποτελούσαν τον μισό πληθυσμό της Ουγγαρίας (Νυσταζοπούλου 1991: 50). Επίσης, εξαιτίας της γενικότερης ανασφάλειας, σημειώθηκε μετακίνηση πληθυσμών από τα πεδινά και παράλια μέρη προς τα ορεινά.
Φαίνεται, επομένως, πως η τουρκική κατάκτηση επηρέασε μάλλον αρνητικά τα πληθυσμιακά δεδομένα της Βαλκανικής Χερσονήσου για τους χριστιανικούς πληθυσμούς, ενώ παραμένει γεγονός πως η πολυδιαφημισμένη «οθωμανική ειρήνη» επιβλήθηκε διά πυρός και σιδήρου, κατ’ αναλογίαν της «ειρηνευτικής επιχείρησης» του 1974!
Η δικαιοσύνη
Ακούγεται επίσης συχνά πως ένα σημαντικό προνόμιο των χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν το δικαίωμα που είχαν να προσφεύγουν στα εκκλησιαστικά δικαστήρια για τις μεταξύ τους διαφορές. Αυτό όμως δεν αποτελούσε προνόμιο, καθώς οφειλόταν στην αντίληψη ότι δεν είναι δυνατόν ένας «άπιστος» να απολαμβάνει το προνόμιο του θρησκευτικού δικαίου της αληθινής πίστης. Άλλωστε, η αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων περιοριζόταν στις αστικές υποθέσεις, ενώ τα ποινικά αδικήματα ή οι υποθέσεις στις οποίες ο ένας αντίδικος ήταν μουσουλμάνος, ήταν αρμοδιότητα των μουσουλμανικών ιεροδικείων. Στην περίπτωση που και οι δύο διάδικοι ήταν χριστιανοί, το μουσουλμανικό δικαστήριο απάλλασσε τον καταδικασθέντα εφόσον αυτός επέλεγε να ασπαστεί τη μουσουλμανική θρησκεία! Γενικά, για τα ίδια αδικήματα προβλέπονταν ελαφρότερες ποινές για τους μουσουλμάνους απ’ ό,τι για τους χριστιανούς, που θεσμικά δεν ήταν με κανένα τρόπο ίσοι με τους μουσουλμάνους.
Η δικαιοσύνη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τις αρχές του ιερού νόμου. Πρόκειται δηλαδή για ένα ιεροδικαστικό σύστημα στην κορυφή του οποίου βρισκόταν ο σεϊχουλισλάμης (Şeyhülislam, ανώτατος θρησκευτικός ηγέτης) και οι δύο καζασκέρηδες (kadı askerı), οι ανώτατοι στρατιωτικοί δικαστές. Ακολουθούσαν άλλες διαβαθμίσεις, μέχρι τον καδή (kadı) στις πόλεις. Το αξίωμα του καδή εκμισθωνόταν για ένα έτος και ήταν δυνατόν να διατηρηθεί με την εκ νέου καταβολή ανάλογου χρηματικού ποσού, που ήταν το αντίτιμο για τα έσοδα που είχε ο καδής από την εκδίκαση διαφόρων υποθέσεων και τα οποία κάλυπταν οι διάδικοι. Ο καδής εισέπραττε ποσοστά από ένα σύνολο υποθέσεων όχι αποκλειστικά δικαστικών, όπως, για παράδειγμα, από τις μεταβιβάσεις κληρονομιών, αλλά και από τα έσοδα των βακουφίων. Γενικά δηλαδή επρόκειτο για ένα μάλλον προσοδοφόρο αξίωμα. Η φύση του θεσμού αυτού ενθάρρυνε τη μεροληψία, την αυθαιρεσία και την κερδοσκοπία – κατεξοχήν σε βάρος των χριστιανών, που στην περίπτωση αυτή ήταν η αδύναμη πλευρά, ως πολίτες β΄ κατηγορίας που ήταν.
Η οικονομική οργάνωση
Η φύση της οικονομικής οργάνωσης του κράτους φανερώνει τον εισπρακτικό –με την έννοια της φορολογικής εκμετάλλευσης– και παρασιτικό χαρακτήρα του οθωμανικού κράτους..
Πολλοί συγγραφείς, ανάμεσά τους και ο Sugar (1994: τόμ. Β΄, 152-154), επιχειρούν να δείξουν ότι η παραπάνω άποψη είναι ξεπερασμένη, καθώς, όπως υποστηρίζουν, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για το εμπόριο, τις συντεχνίες και τη συνέχιση της καλλιέργειας της γης. Αυτό είναι πράγματι σωστό, δεν αποκλείει, ωστόσο –αντίθετα, επιβεβαιώνει– τον εισπρακτικό χαρακτήρα του κράτους ειδικά σε ό,τι αφορά στη φορολόγηση των μη μουσουλμάνων εμπόρων, που πλήρωναν περισσότερους φόρους και υφίσταντο κάθε είδους αυθαιρεσία από τις αρχές. Από την άλλη μεριά, η οθωμανική διοίκηση, που ενδιαφερόταν, φυσικά, για την επάρκεια αγαθών στην Αυτοκρατορία, ευνοούσε την εγκατάσταση ξένων εμπόρων στην Αυτοκρατορία. Από τις αρχές του 16ου αιώνα, οι Ευρωπαίοι έμποροι απέκτησαν ειδικά προνόμια μέσω των διομολογήσεων, ενώ αργότερα στο εμπόριο της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων θα πρωταγωνιστήσουν οι Έλληνες.
Όσο για τη θέση πως: «τα υποτελή κράτη δεν υφίσταντο καμία πολιτική αφαίμαξης και καταλήστευσης των προϊόντων τους» (Sugar 1994: 153), μπορεί να ισχύει για τη μικρή εμπορική πόλη-κράτος Ραγούζα, όχι όμως και για τις ρουμανικές χώρες, που ήταν υποχρεωμένες να παρέχουν, είτε δωρεάν είτε σε προνομιακές τιμές, δημητριακά, μέλι, δέρματα, καθώς και άλλα προϊόντα στο οθωμανικό κράτος, γεγονός που αύξανε την εκμετάλλευση και εξαθλίωση των Ρουμάνων χωρικών.
Κάποιοι ερευνητές (Σταυριανός 2007: 125-126) προβάλλουν τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στα Βαλκάνια τον 14ο αι. ως αποφασιστικές για την επιτυχία των Οθωμανών, υποστηρίζοντας ότι οι εξαθλιωμένες αγροτικές μάζες δεν είχαν ισχυρό κίνητρο να αντισταθούν απέναντι στην κατάκτηση και ότι, μάλιστα, σε κάποιες περιπτώσεις οι Τούρκοι εμφανίζονταν στα μάτια τους ως απελευθερωτές. Ο δε Μαζάουερ υποστηρίζει πως «στην πραγματικότητα, η οθωμανική εξουσία πιθανότατα ωφέλησε τους χωρικούς» και αναφέρει τη δυστυχία που είχαν προκαλέσει οι ανταγωνισμοί μεταξύ των βαλκανικών λαών αλλά και την καταπίεση που επέβαλλαν τόσο οι βαλκάνιοι ηγεμόνες όσο και οι Δυτικοί κατακτητές και αποικιοκράτες – Βενετοί, Καταλανοί και Φράγκοι. Μάλιστα, επισημαίνεται πως η θέση του χριστιανού χωρικού στα τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια ήταν γενικά καλύτερη από αυτή του χωρικού στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, όπου επικρατούσε το καθεστώς της δουλοπαροικίας. Άλλωστε, εάν ο χωρικός δεν ήταν ευχαριστημένος στην ύπαιθρο, μπορούσε πάντοτε να καταφύγει στα … βουνά, όπου «γνώριζε μια ελευθερία κινήσεων»! (Μαζάουερ 2002: 72). Σε παρόμοια αξιολόγηση της θέσης των «βαλκανίων αγροτών» καταλήγει και ο Sugar (1994: τόμ. Α΄, 78), «τουλάχιστον όσο το σύστημα λειτουργούσε όπως έπρεπε».
Η εκ των υστέρων αποτίμηση της ψυχικής διάθεσης των ανθρώπων που βιώνουν συγκεκριμένες συνθήκες σε μια παλαιότερη εποχή, είναι από μόνη της επιστημονικά προβληματική και εν πολλοίς αυθαίρετη. Πώς μετριέται, αλήθεια, ο βαθμός ικανοποίησης των βαλκανίων χωρικών; Είναι χαρακτηριστικό ότι οι παραπάνω συγγραφείς χρησιμοποιούν διατυπώσεις που αγγίζουν τα όρια της εικοτολογίας: «πιθανότατα ωφέλησε», γράφει ο Μαζάουερ, «σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι αυτοί οι άνθρωποι (σσ. οι χωρικοί) έβλεπαν ως ευνοϊκή γι’ αυτούς την αλλαγή αρχόντων», διατείνεται ο Sugar (1994: τόμ. Α΄, 49). Κι ενώ λείπει μια συνθετική εργασία που να περιγράφει διεξοδικά και σε κάθε περιοχή τις συνέπειες της τουρκικής κατάκτησης, οπότε αναγκαστικά ο καθένας μπορεί να επιλέγει τις πηγές που στηρίζουν τη θέση που υποστηρίζει, αγνοείται επιδεικτικά η δημοτική λογοτεχνική παράδοση, όπου η τουρκική κατάκτηση καταγράφεται ως μια ιδιαίτερα οδυνηρή εμπειρία, ενώ δεν υπάρχει καμία αντίστοιχη πηγή που να επιβεβαιώνει την «ανακούφιση» των χωρικών που βρέθηκαν υπό οθωμανική διοίκηση. Αντίθετα, οι αθρόοι «οικειοθελείς» εξισλαμισμοί στη Μικρά Ασία μάλλον καταδεικνύουν το τραγικό αδιέξοδο των χριστιανικών πληθυσμών, που βρέθηκαν μεταξύ της σφύρας των χριστιανών γαιοκτημόνων και του άκμονος των Οθωμανών κατακτητών.
Οπωσδήποτε όμως πρέπει να υπάρχει και μία ακόμη εξήγηση της επιτυχίας των Οθωμανών, πέρα από τη στρατιωτική υπεροχή. Ο Lowry χρησιμοποιεί τον όρο «σαγήνευση» – εννοώντας, προφανώς, πως οι κατακτητές «γοήτευαν» κατά κάποιον τρόπο τους αντιπάλους τους έτσι ώστε να αποδεχτούν τελικά την υποταγή στους νέους κυρίαρχους (Lowry 2004: 168). Στην πραγματικότητα, οι Οθωμανοί απλώς γνώριζαν πως η μονιμότητα της κατάκτησης απαιτούσε τους κατάλληλους θεσμούς, τα πληθυσμιακά δεδομένα και την ποιότητα ανθρώπινου δυναμικού, που οι ίδιοι δεν διέθεταν και που μόνο οι υπόδουλοι λαοί μπορούσαν να προσφέρουν κάτω από ορισμένες συνθήκες. Διαφορετικά, οι Οθωμανοί θα είχαν την τύχη άλλων λαών που επέδραμαν και λεηλατούσαν τα Βαλκάνια και μετά εξαφανίζονταν ή αφομοιώνονταν, αφού δεν μπορούσαν να συγκροτήσουν μόνιμες κρατικές δομές (Ούννοι, Άβαροι, Πετσενέγκοι, Κουτίγουροι, Ούζοι, στην Ασία οι Μογγόλοι κ.ά.). Αυτό, επομένως, που παρουσιάζεται ως «ανεκτικότητα» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά προσαρμογή στις υπάρχουσες υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες προκειμένου να διατηρηθεί η κατάκτηση. Το οθωμανικό κράτος θα στηριχτεί στην εκτεταμένη ενσωμάτωση μερίδας του υπόδουλου πληθυσμού, είτε μέσω του παιδομαζώματος είτε μέσω της προσέλκυσης μερίδας της τοπικής αριστοκρατίας. Γενικά στα Βαλκάνια, στην πρώτη φάση των κατακτήσεων, οι Τούρκοι ενδιαφέρθηκαν καταρχήν να μετατρέψουν τους αδύναμους χριστιανούς ηγεμόνες σε υποτελείς τους, ενώ αργότερα, όταν αυτή η ήπια τακτική αποδείχτηκε ατελέσφορη και ήταν πια και οι ίδιοι σε θέση να διοικήσουν συγκεντρωτικά, προχώρησαν στην πλήρη ενσωμάτωση των Βαλκανίων στο οθωμανικό κράτος (Fine 1990: 104-129).
Είναι επίσης πολύ λογικό να βελτιώθηκε η οικονομική κατάσταση των χωρικών τους πρώτους χρόνους που ακολούθησαν την τουρκική κατάκτηση, κι αφού σταμάτησαν οι πολεμικές συγκρούσεις, οι επιδρομές και οι λεηλασίες. Αυτό, φυσικά, αφορά στις περιοχές όπου ο ντόπιος πληθυσμός παρέμεινε στη γη του, δηλαδή δεν σφαγιάστηκε, δεν εκτοπίστηκε, δεν αιχμαλωτίστηκε και δεν κατέφυγε σε άλλες χώρες. Είναι επίσης γνωστό ότι ορισμένες περιοχές –είτε γιατί ήταν ορεινές, άγονες και επίμονα ανυπότακτες, είτε επειδή ακριβώς παρήγαν κάποιο «ανταγωνιστικό προϊόν»– απολάμβαναν κατ’ εξαίρεση ορισμένα προνόμια ή/και κάποιας μορφής αυτονομία. Αυτές οι περιοχές, ωστόσο, αποτελούσαν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Το γεγονός ότι οι Τούρκοι τιμαριούχοι εκμεταλλεύονταν οικονομικά τους χριστιανούς χωρικούς λιγότερο απ’ ό,τι η βυζαντινή, σερβική ή βουλγαρική αριστοκρατία της περιόδου της παρακμής της Αυτοκρατορίας είναι βεβαίως συζητήσιμο. Ακόμη κι αν δεχτούμε πως οι απαιτήσεις των νέων κατακτητών ήταν, τουλάχιστον μέχρι τη μετατροπή των τιμαρίων σε τσιφλίκια, ελαφρύτερες από αυτές των Δυνατών του ύστερου Βυζαντίου, είναι γεγονός πως η τουρκική κατάκτηση ακύρωσε κάθε εσωτερική μεταρρυθμιστική ή επαναστατική απόπειρα στο ύστερο Βυζάντιο που στόχευε στην αποκατάσταση της θέσης των χωρικών. Αυτό δεν σημαίνει ότι απαλλάσσονται οι Δυνατοί από τις δικές τους ευθύνες. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της εξέγερσης των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης (1345-1350), κατά την οποία κυριάρχησαν τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού, ο Ιωάννης Καντακουζηνός κάλεσε τους Οθωμανούς του Ορχάν προκειμένου να επιβληθεί σε βάρος του ανταγωνιστή του για τον θρόνο, αλλά και για να καταστείλει την εξέγερση.
Οι φορολογικές υποχρεώσεις των υποδούλων, όπως παρατηρεί ο Βακαλόπουλος (1974: 44), είναι αδύνατον να δοθούν λεπτομερειακά και σε όλες τις παραλλαγές τους, τοπικές και χρονικές. Όλοι οι υπήκοοι του κράτους πλήρωναν τη δεκάτη (âşar). Οι μη μουσουλμάνοι, που θεωρούνταν υπόσπονδοι (zimmi ή dhimmi), πλήρωναν επίσης τον λεγόμενο κεφαλικό φόρο, την cizye. Το χαράτσι (haraç), ο έγγειος φόρος επί της γης και επί της προσόδου, σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκε ως συνώνυμο του κεφαλικού φόρου. Αυτή η πρακτική στηρίζεται στην αντίληψη που προέρχεται από τον ισλαμικό νόμο πως στο ισλαμικό κράτος δικαίωμα ζωής έχουν μόνον οι μουσουλμάνοι και πως οι μη μουσουλμάνοι υπάρχουν χάρη στην ευσπλαχνία των κατακτητών, που θα μπορούσαν να τους είχαν θανατώσει αλλά τους επιτρέπουν να ζουν υπό την προστασία τους.
Στην πραγματικότητα, οι κατακτημένοι λαοί έπρεπε να υπάρχουν για να εργάζονται προκειμένου να παράγεται ο αναγκαίος πλούτος για την επιβίωση του κράτους. Η αντιμετώπισή τους είναι κατ’ αναλογίαν αυτή του ποιμνίου, του κοπαδιού που οι νομάδες Τούρκοι έκλεβαν από άλλες φυλές προκειμένου να αυξήσουν τους πόρους τους και που εκμεταλλεύονταν όπως νόμιζαν αυτοί. Αυτό φανερώνει και η χρήση του όρου «ραγιάς», που προέρχεται από τη λέξη reaya και σημαίνει ακριβώς κοπάδι το οποίο ανήκει ως κινητή παραγωγική περιουσία στον ποιμένα, δηλαδή τον Τούρκο κατακτητή. Γι’ αυτό και, στη διάρκεια των τουρκικών επιδρομών και κατακτήσεων, η πρακτική της αιχμαλωσίας και πώλησης στα σκλαβοπάζαρα των χριστιανών ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Κι αφού οι πόλεμοι συνεχίζονταν αδιάκοπα, αυτό το φαινόμενο συνεχίστηκε έως και τον 19ο αι. Όταν οι κατακτήσεις απέκτησαν μόνιμο χαρακτήρα και το κράτος έπρεπε να έχει σταθερά φορολογικά έσοδα, η κύρια μέριμνα αφορούσε στην εξασφάλιση της φορολόγησης των ραγιάδων. Αρχικά, ο κεφαλικός φόρος καταβαλλόταν συνολικά από την κοινότητα σε συνεργασία με τους κοινοτικούς ή εκκλησιαστικούς ηγέτες των υποδούλων, αργότερα όμως η είσπραξη των φόρων ανατέθηκε και σε ενοικιαστές φόρων, οι οποίοι αύξαναν την πίεση προς τους υπόδουλους προκειμένου και να καλύψουν το ενοίκιο που κατέβαλλαν και να αποκομίσουν κέρδος.
Εκτός από τον κεφαλικό, υπήρχαν και πολλοί άλλοι φόροι. Πρακτικά, φορολογούνταν κάθε οικονομική και επαγγελματική δραστηριότητα, αστική ή αγροτική, ακόμη και οι πλέον αυτονόητες για μια δραστηριότητα, όπως για παράδειγμα το δικαίωμα βοσκής. Υπήρχε ακόμη πληθώρα έκτακτων φόρων και αγγαρειών στις οποίες υπόκειντο οι υπόδουλοι πληθυσμοί για τις διοικητικές και στρατιωτικές ανάγκες του κράτους, ενώ επιβαλλόταν και μια σειρά προστίμων για κάθε είδους παράβαση, όπου βέβαια το περιθώριο αυθαιρεσίας από την πλευρά των αρχών σε βάρος των ραγιάδων, που ήταν πρακτικά αδύνατον να βρουν το δίκιο τους, ήταν τεράστιο (Βακαλόπουλος, 1974: 49-50).
Με βάση την οθωμανική αντίληψη, η γη ανήκε εξ ολοκλήρου στον σουλτάνο, ο οποίος την παραχωρούσε στους διάφορους στρατιωτικούς αξιωματούχους ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους. Πρόκειται για τον θεσμό του «τιμαρίου», γι’ αυτό και το οθωμανικό οικονομικό σύστημα ονομάστηκε τιμαριωτικό. Οι δικαιούχοι των τιμαρίων ανήκαν στην τάξη των πολεμιστών ιππέων, των σπαχήδων, που είχαν την υποχρέωση να παρέχουν στρατιωτικές υπηρεσίες, των οποίων η ποιότητα και ποσότητα ποίκιλλε ανάλογα με τα έσοδα του τιμαρίου. Έτσι, το σύστημα υποχρέωνε τους σπαχήδες να συμμετέχουν στις εκστρατείες κατάκτησης νέων εδαφών, προκειμένου να εξασφαλίσουν αλλά και να αυξήσουν το συνήθως περιορισμένο εισόδημά τους. Η διατήρηση του τιμαριωτικού συστήματος, επομένως, καθιστούσε επιτακτική την εξασφάλιση νέων εδαφών.
Σε ό,τι αφορά στους χριστιανούς ιδιοκτήτες γης, όσοι υποτάχθηκαν «οικειοθελώς», πολεμώντας στο εξής στο πλευρό των Τούρκων, μπόρεσαν να διατηρήσουν μικρό έστω κομμάτι της αρχικής τους περιουσίας, όμως αυτοί κηρύσσονταν εύκολα έκπτωτοι, και γι’ αυτό με τον καιρό ο αριθμός τους ελαττώθηκε. Το 1431, για παράδειγμα, το 18% του συνόλου των σπαχήδων στην Αλβανία ήταν χριστιανοί (Κύρρης 1986: 26, και Lowry 2004: 209-214). Πολλοί από αυτούς θα συνταχθούν αργότερα με τον Σκεντέρμπεη και θα πολεμήσουν τους Τούρκους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο Μωάμεθ Β΄ θα καταργήσει τον θεσμό των χριστιανών σπαχήδων. Όσο για τους Αλβανούς, οι περισσότεροι θα αναγκαστούν τελικά να ασπαστούν τον μουσουλμανισμό. Χριστιανοί σπαχήδες προερχόμενοι από τη Βλαχία και την Ουγγαρία, κατά τον 15ο αι. αναφέρονται στην περιοχή της βόρειας Βουλγαρίας. Οι «φυγάδες» αυτοί κατέφευγαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία προσδοκώντας κοινωνική άνοδο μέσα από την προσφορά υπηρεσιών στον τουρκικό στρατό (Κύρρης 1986: 33). Μ’ αυτήν την έννοια, το τιμαριωτικό σύστημα αποδεικνύεται περισσότερο ευέλικτο απ’ ό,τι το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα. Θεωρητικά, ήταν ανοιχτό σε όσους επιθυμούσαν να συμμετέχουν στις κατακτήσεις. Έτσι, η ανάγκη του οθωμανικού κράτους σε άντρες πολεμιστές έκανε τον σουλτάνο να «ξεχνά» τις διατάξεις του ισλαμικού θρησκευτικού δικαίου. Αυτή όμως η πολιτική, όπως είδαμε, πολύ σύντομα θα μεταβληθεί, και οι χριστιανοί τιμαριούχοι θα εξαναγκαστούν –προκειμένου να διατηρήσουν τη γη και τα προνόμιά τους– να εξισλαμιστούν. Αυτός ήταν και ο λόγος που πολλοί γαιοκτήμονες μαζί με τους εργαζόμενους στα κτήματά τους ασπάστηκαν τον μουσουλμανισμό, ιδιαίτερα στη Βοσνία και την Αλβανία (Παπούλια 2003: 112).
Συμπερασματικά, λοιπόν, ακόμη και τη «χρυσή» εποχή της Αυτοκρατορίας, υπήρχαν στο οικονομικό πεδίο σαφείς διακρίσεις σε βάρος των μη μουσουλμάνων υπηκόων, που σήκωναν το βάρος της παραγωγής αγαθών και της καταβολής των φόρων. Οι όποιες εξαιρέσεις ευνοϊκής μεταχείρισης αφορούσαν, για ένα διάστημα τουλάχιστον, είτε στους ευγενείς που επέλεγαν την υποταγή και τη συνεργασία, είτε σε περιορισμένο αριθμό κοινοτήτων, για εξαιρετικούς λόγους. Το δε τιμαριωτικό σύστημα, από τη μία στηριζόταν στην εκμετάλλευση της εργασίας και γενικά της οικονομικής δραστηριότητας των υπόδουλων, και από την άλλη καθιστούσε επιβεβλημένη τη συνέχιση του πολέμου και των κατακτήσεων.
Οι εξισλαμισμοί
Θεωρητικά, ο βίαιος εξισλαμισμός των χριστιανών και των άλλων «λαών της Βίβλου» δεν ήταν επιβεβλημένος από τον ιερό νόμο, και η θρησκεία τους γινόταν ανεκτή. Στην πράξη, όμως, η απουσία συστηματικά οργανωμένων εξισλαμισμών από την πλευρά του τουρκικού κράτους ισοσκελιζόταν εν μέρει από τους οιονεί οικειοθελείς εξισλαμισμούς, που οφείλονταν στο υποδεέστερο καθεστώς στο οποίο ζούσε ο ραγιάς στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους. Κατά τη διάρκεια των κατακτήσεων, και ιδίως ύστερα από την κατάληψη μιας πόλης ή μιας ευρύτερης περιοχής, πολλοί κάτοικοι ασπάζονταν τον μουσουλμανισμό προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα. Βιοτέχνες και επαγγελματίες στις πόλεις αλλαξοπίστησαν προκειμένου να συνεχίσουν να ασκούν τη δραστηριότητά τους χωρίς να υφίστανται τη φορολογία, τις διακρίσεις και κυρίως την αυθαιρεσία των αρχών.
Στο ιδεολογικό και ψυχολογικό επίπεδο, οι απανωτές επιτυχίες των Τούρκων ήταν επόμενο να κλονίσουν την πίστη των απλών ανθρώπων, που συχνά έχουν την τάση να προσαρμόζονται προς τις πεποιθήσεις της κυρίαρχης τάξης, στο πλαίσιο μιας ατομικής ή οικογενειακής στρατηγικής επιβίωσης. Σε ό,τι αφορά στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, η επιθυμία για διατήρηση της οικονομικής και κοινωνικής τους ισχύος οδήγησε πολλά μέλη των τάξεων αυτών στο να ασπαστούν τη μουσουλμανική θρησκεία. Ανάμεσά τους και πολλοί βυζαντινοί άρχοντες που μετατράπηκαν σε μετακινούμενα στελέχη τού υπό σύμπηξη –ακόμη και αποκρυστάλλωση, κατά τον 14ο αι.–  οθωμανικού κράτους (Κύρρης 1986: 41).
Συστηματική από την πλευρά του οθωμανικού κράτους ήταν και η προσπάθεια να υπάρχει, σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό χωριών, τουλάχιστον μία μουσουλμανική οικογένεια. Η μουσουλμανική παρουσία, έστω μειοψηφική, από τη μία συντελούσε στον έλεγχο της κοινότητας, και από την άλλη λειτουργούσε ως παράδειγμα συμμετοχής στην κυρίαρχη πολιτικοθρησκευτική ομάδα (Κύρρης 1986: 73-78).
Σπουδαίο ρόλο στον προσηλυτισμό χριστιανών έπαιξαν τα μέλη της αίρεσης των μουσουλμάνων δερβίσηδων, και ιδιαίτερα των μπεκτασήδων, οι οποίοι εφάρμοζαν και δίδασκαν ένα είδος θρησκευτικού συγκρητισμού με πολλά στοιχεία παρμένα από τον χριστιανισμό, πράγμα που έκανε να φαίνεται πιο «ανώδυνη» η υιοθέτηση του μουσουλμανισμού για τους χριστιανούς. Γνωστότερη περίπτωση αποτελεί η διδασκαλία του Μπεντρεντίν, των αρχών του 15ου αι., για τη συναδέλφωση χριστιανών και μουσουλμάνων. Σύμφωνα με την Παπούλια (2003: 149-150), που εξετάζει τις ιδεολογικές πλευρές του ζητήματος, τόσο ο Μπεντρεντίν όσο και ο μαθητής του Μουσταφά, που λέγεται πως πέθανε με σταυρικό θάνατο, «ήθελαν να ξεπεράσουν τη μεγάλη αντίθεση που υπήρχε μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων και να θέσουν τις βάσεις για ένα άλλο κράτος, στο οποίο θα ξεπερνιόντουσαν όχι μόνο οι θρησκευτικές αλλά και οι κοινωνικές αντιθέσεις». Κατά τον Απ. Βακαλόπουλο, ο Μπεντρεντίν σημείωσε μεγάλη επιτυχία στον τομέα του προσηλυτισμού, ενώ γενικότερα ο μπεκτασισμός γνώρισε μεγάλη διάδοση στην Αλβανία, γεγονός που εξηγεί εν μέρει τη μεγάλη επιτυχία του μουσουλμανισμού στη χώρα αυτή. Από την άλλη μεριά, σημαντική είναι η πληροφορία για την υπερβολική αύξηση του κεφαλικού φόρου στην Αλβανία, που επίσης ερμηνεύει τη μεγάλη αύξηση των εξισλαμισμών στη χώρα αυτή (Καστελάν 1995: 260).
Σημαντικό πρόβλημα για την έρευνα αποτελεί επίσης το φαινόμενο των μαζικών εξισλαμισμών στη Βοσνία. Πολλοί ερευνητές αποδίδουν το φαινόμενο αυτό στη διάδοση που είχε η αίρεση του βογομιλισμού στην περιοχή. Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, οι Βογομίλοι υπέστησαν τις διώξεις των καθολικών χριστιανών, και στη διάρκεια της τουρκικής κατάκτησης αναζήτησαν καταφύγιο στους Τούρκους, εγκαταλείποντας με σχετική ευκολία την αρχική τους πίστη (Σταυριανός 2007: 162-164, Κύρρης 1986: 84-85). Κατ’ άλλους, οι εξισλαμισμοί οφείλονται και στην επιθυμία των Σλάβων γαιοκτημόνων να διατηρήσουν τα κτήματά τους, εντάσσοντάς τα στο τιμαριωτικό σύστημα. Αλλαξοπίστησαν, επομένως, οι ίδιοι και οι εξαρτημένοι από αυτούς γεωργοί, προκειμένου να διατηρήσουν το κοινωνικό τους στάτους (Νυσταζοπούλου 1991: 35, Hösch 1972: 94, και Κύρρης 1986: 85). Σύμφωνα με τα πορίσματα της νεώτερης έρευνας (Κατσόφσκα 2004: 191-194), οι εξισλαμισμοί στη Βοσνία έγιναν σταδιακά και όχι με τον μαζικό τρόπο που νομιζόταν μέχρι πρόσφατα.
Σημαντικοί παράγοντες που έπαιξαν ρόλο στον εξισλαμισμό σημαντικής μερίδας των Βοσνίων είναι: α) η γενικότερη ελλιπής παρουσία των χριστιανικών Εκκλησιών πριν από την κατάκτηση και τις πρώτες δεκαετίες μετά από αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η χριστιανική πρακτική περιοριζόταν μόνο σε ορισμένες τελετουργίες και έθιμα, και πολλά χωριά έβλεπαν τους ιερείς σποραδικά, β) η προνομιακή μεταχείριση των μουσουλμάνων και όσων αλλαξοπιστούσαν σε σχέση με τους χριστιανούς, και η κοινωνική ανέλιξη που πέτυχαν μέσω του παιδομαζώματος πολλά παιδιά καταγόμενα από τη Βοσνία. Η Κατσόφσκα απορρίπτει έμμεσα την ύπαρξη Βογομίλων στη Βοσνία, καθώς τεκμηριώνει την ύπαρξη μιας ανεξάρτητης Εκκλησίας «με μοναστική δομή και ισχυρές ορθόδοξες καταβολές», της Βοσνιακής Εκκλησίας (Bosanska Crkva), που αντιμετωπίστηκε ως αιρετική από την Καθολική Εκκλησία, η οποία προέβη σε διώξεις εις βάρος των μελών της.
Τέλος, αδιευκρίνιστες παραμένουν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εξισλαμίστηκαν μαζικά οι Πομάκοι που κατοικούν στην ορεινή Ροδόπη – τόσο στην ελληνική, όσο και στη βουλγαρική πλευρά των συνόρων. Οι Πομάκοι, σύμφωνα με την πιο πειστική ερμηνεία, κατάγονται από ένα αρχαίο θρακικό φύλο που είχε μείνει απομονωμένο στην ορεινή αυτή περιοχή και, μετά την κάθοδο των σλαβικών φύλων στην περιοχή, υιοθέτησε μια σλαβική γλώσσα που προσιδιάζει περισσότερο προς τη βουλγαρική. Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς, ο εξισλαμισμός τους οφείλεται σε στρατιωτικές επιχειρήσεις που οργανώθηκαν εναντίον τους σε δύο φάσεις, τον 16ο και τον 17ο αι. (Κύρρης 1986, Sugar 1994: τόμ. Α΄, 112). Πρόκειται, ωστόσο, για ένα ζήτημα που παραμένει ακόμη ανοικτό.
Το γενικό συμπέρασμα της έρευνας σχετικά με τους εξισλαμισμούς στα Βαλκάνια είναι ότι αυτός είχε επιτυχία κυρίως: α) μεταξύ των πληθυσμών των αστικών κέντρων, όπου είχαν εγκατασταθεί μαζικά οι Τούρκοι, λειτουργώντας έτσι ως αφομοιωτική δύναμη, και όπου η εξουσία μπορούσε να ασκεί πιο άμεσο και πιο αποτελεσματικό έλεγχο, β) στις περιοχές όπου δεν υπήρχε σταθερή εκκλησιαστική οργάνωση και δομή και όπου οι Καθολικοί είχαν προβεί σε διώξεις σε βάρος των «αιρετικών», όπως στη Βοσνία, και γ) στις περιοχές όπου υπήρχε σύγκρουση μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, όπως στην Αλβανία, ή είχαν ασκηθεί πιέσεις των Λατίνων προς τους Ορθοδόξους στη διάρκεια της λατινοκρατίας, όπως συνέβη στην Κρήτη. Αναμφισβήτητα, οι εξισλαμισμοί συντελέστηκαν κάτω από οικονομικοκοινωνική πίεση, καθώς αρκούσε αυτή η απλή «προσαρμογή» για να μεταβληθεί κάποιος από πολίτης β΄ κατηγορίας σε μέλος της κυρίαρχης κοινωνικής ομάδας. Μάλιστα, οι προσήλυτοι χριστιανοί εξασφάλιζαν απαλλαγή από τη φορολογία (Γκαρά 2005: 240-241). Στους κοινωνικούς παράγοντες πρέπει να συμπεριλάβουμε και την προσπάθεια για αποφυγή του παιδομαζώματος.
Ο θεσμός των δούλων της Αυλής (Kapi Kullari)
Ο θεσμός αυτός αποτελεί οθωμανική πρωτοτυπία, που είτε υποβαθμίζεται είτε επιχειρείται να παρουσιαστεί από ορισμένους ως… προνόμιο των χριστιανών. Ο θεσμός της στρατολόγησης των αιχμαλώτων πολέμου ήταν διαδεδομένος σε ολόκληρο τον ισλαμικό κόσμο. Στο οθωμανικό κράτος, ωστόσο, πήρε μια ιδιάζουσα μορφή, καθώς εδώ δεν στρατολογούσαν μόνο τους δούλους ή τους αιχμαλώτους αλλά και τα παιδιά των χριστιανών υπηκόων –τα παιδιά των Εβραίων και των Αρμενίων εξαιρούνταν– τα οποία αιχμαλωτίζονταν όχι μόνο για στρατιωτική αλλά και για διοικητική υπηρεσία, η οποία μάλιστα αφορούσε στα ανώτερα αξιώματα. Μεγάλος αριθμός Μεγάλων Βεζίρηδων αλλά και άλλων ανώτερων αξιωματούχων προέρχονταν από τους λεγόμενους «δούλους της Αυλής».
Ο Άρνολντ Τόινμπι, στο πολύτομο έργο του A Study of History, υποστηρίζει πως ο θεσμός των δούλων της Αυλής αποτελεί ένα φαινόμενο επιτυχημένης προσαρμογής μιας νομαδικής φυλής στις συνθήκες μιας αγροτικής κοινότητας, της οποίας η κρατική δομή θα κινδύνευε, διαφορετικά, να διαλυθεί – όπως συνέβη με τόσες άλλες νομαδικές φυλές στο παρελθόν. Το βασικό σχήμα της νομαδικής κτηνοτροφικής μονάδας (ποιμένας –εξημερωμένα βοηθητικά ζώα– κοπάδι) διατηρείται και στη νέα κοινωνική οργάνωση, μόνο που τη θέση κοπαδιού τώρα θα πάρουν οι κατακτημένοι πληθυσμοί, και γι’ αυτό ονομάζονται ακριβώς έτσι, δηλαδή ραγιάδες. Τη θέση των σκυλιών που φυλάσσουν τα ζώα, τώρα καταλαμβάνουν οι αιχμαλωτισθέντες και κατάλληλα εκπαιδευμένοι χριστιανόπαιδες, οι οποίοι, αποκομμένοι από την οικογένεια, την πατρίδα και τη θρησκεία τους, δεν αναγνωρίζουν άλλον αφέντη και πατρίδα παρά μόνο τον σουλτάνο, κατά την παρατήρηση του Φον Ράνκε. Το σχήμα αυτό επιτρέπει στη νομαδική φυλή να συγκροτηθεί σε κράτος σε συνθήκες μόνιμης εγκατάστασης, και αυτό εξηγεί την επιτυχία και τη μακροβιότητα του οθωμανικού εγχειρήματος, κατά τον Τόινμπι (Παπούλια 2003: 122-130).
Η Παπούλια, από την άλλη, υποστηρίζει πως το σχήμα του Τόινμπι είναι γενικό και ισχύει για κάθε νομαδική φυλή, ενώ εδώ έχουμε συγκεκριμένα μια ισλαμική νομαδική φυλή. Αυτό που συμβαίνει, κατά την Παπούλια, είναι πως, στην πραγματικότητα, οι δούλοι της Αυλής αποτελούν μια νέα φυλή ανθρώπων κατάλληλων να οργανώσουν το κράτος, να αναπαραγάγουν την εξουσία του σουλτάνου και να εξαπλώσουν το Ισλάμ – μια νέα φυλή λοιπόν στη θέση της παλιάς, που σταδιακά διαλύεται. Έχουμε δηλαδή τη δημιουργία ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου πιο αποτελεσματικού, καθότι στερημένου πατρίδας, οικογένειας και –στην πρώτη φάση τουλάχιστον– περιουσίας. Το τρίτο στοιχείο –μετά την αφοσίωση στο κράτος και στο πρόσωπο του σουλτάνου– που συγκροτεί την ταυτότητά τους, η μουσουλμανική θρησκεία, επιτρέπει την ένταξή τους στην οθωμανική ιεραρχία, καθώς, με βάση τόσο το γράμμα όσο και το πνεύμα του ιερού νόμου, ο θεσμός τού devşirme, γνωστού ως παιδομαζώματος (από το devşirmek = μαζεύω), δεν δικαιολογείται (Παπούλια 2003: 119-120). Προβλέπεται μεν η αιχμαλωσία και ο εξανδραποδισμός των ηττημένων «απίστων» κατά τη διάρκεια της κατάκτησης μιας πόλης ή περιοχής που έχει αντισταθεί, αλλά όχι σε βάρος ήδη κατακτημένων υποσπόνδων, που πλήρωναν τον κεφαλικό φόρο ακριβώς για να μπορούν να επιβιώσουν.
Σύμφωνα με κάποια ερμηνεία που αφορούσε στο πρόβλημα της θρησκείας, με βάση την οποία θα έπρεπε να ανατραφεί ένα έκθετο παιδί, αυτό θα έπρεπε να ασπαστεί τη μουσουλμανική θρησκεία, «επειδή κάθε παιδί έχει μέσα του τη φυσική κλίση για την αληθινή θρησκεία». Στην ερμηνεία αυτή στηρίχτηκε ο σουλτάνος Ορχάν το 1330 για να επιβάλει τη στρατολόγηση 1.000 χριστιανοπαίδων από τη Μικρά Ασία. Η στρατολόγηση στηριζόταν επίσης στη λεγόμενη «αρχή του ενός πέμπτου» (pencik), που αφορά στο δικαίωμα του σουλτάνου να κρατά για τον εαυτό του το ένα πέμπτο των αιχμαλώτων. Γίνεται φανερό, επομένως, ότι ο θεσμός της αιχμαλωσίας και εκπαίδευσης των χριστιανοπαίδων είναι μια απολύτως οθωμανική πρωτοτυπία.
Κατά τον Βακαλόπουλο (1974: 9), το παιδομάζωμα ξεκίνησε πιθανότατα από τον Μουράτ Α΄ κατά το β΄ μισό του 14ου αι. και θεσμοθετήθηκε οριστικά από το α΄ μισό του 15ου αι. Επί Μωάμεθ Β΄, το παιδομάζωμα ελάμβανε χώραν κάθε πέντε χρόνια, στη συνέχεια όμως συχνότερα, ανάλογα με τις ανάγκες του κράτους, και αφορούσε σε αγόρια ηλικίας από 6 έως 20 ετών, που πληρούσαν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως το να είναι υγιή, αρτιμελή κ.λπ. Ορισμένες περιοχές απαλλάσσονταν απ’ αυτό τον φόρο αίματος, όπως επίσης και ορισμένες κατηγορίες παιδιών, όπως τα ορφανά, τα μοναχοπαίδια, παιδιά που ήταν παντρεμένα. Οι διαταγές και οι οδηγίες σχετικά με τη διενέργεια του παιδομαζώματος ήταν ιδιαίτερα αυστηρές, ενώ για όσους γονείς αρνούνταν να παραδώσουν ή έκρυβαν τα παιδιά τους προβλεπόταν η ποινή του θανάτου. Αυστηρές ποινές επίσης προβλέπονταν και για τους κρατικούς υπαλλήλους που παραβίαζαν τους κανονισμούς ή έκαναν κατάχρηση εξουσίας εκβιάζοντας τους γονείς προκειμένου να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη.
Οι νεοστρατολογημένοι χριστιανόπαιδες στέλνονταν τμηματικά με συνοδεία στην Κωνσταντινούπολη, όπου υποβάλλονταν σε επιθεώρηση, εξισλαμίζονταν, και ανήκαν πλέον στους «δούλους της Πύλης». Τα πιο νεαρά παιδιά, ηλικίας 6-10 ετών, μετά από αυστηρή επιλογή και πολυετή εκπαίδευση προορίζονταν να καταλάβουν θέσεις της αυλικής ή της διοικητικής ιεραρχίας. Αυτά ονομάζονταν Ιτς Ογλάν (iç oğlan). Όσα προορίζονταν για στρατιωτική υπηρεσία ονομάζονταν Ατζέμ Ογλάν (acemi oğlan) και αρχικά στέλνονταν να εργαστούν σε κάποιον τιμαριούχο. Εκεί εργάζονταν ως δούλοι σε κοπιαστικές εργασίες κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες. Αυτό το στάδιο θεωρείτο απαραίτητο για τη μύησή τους στη νέα θρησκεία, στα ήθη και έθιμα της τουρκικής κοινωνίας και για την εκμάθηση της τουρκικής γλώσσας. Εννοείται ότι επρόκειτο και για μια σκληρή σωματική δοκιμασία, στα όρια της αντοχής. Μετά από δύο ή περισσότερα χρόνια, και εφόσον η φυσική επιλογή είχε κάνει πρώτη το έργο της, τα παιδιά ελέγχονταν για το αν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να υπηρετήσουν στον στρατό. Όσοι κρίνονταν άξιοι μεταφέρονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου, ανάλογα με τις ικανότητές τους κατατάσσονταν στα διάφορα στρατιωτικά σώματα που έδρευαν στην πρωτεύουσα. Από αυτούς οι ικανότεροι κατέληγαν στο σώμα των Γενιτσάρων, του «νέου στρατεύματος».
Όπως γίνεται αντιληπτό, για τους χριστιανούς το παιδομάζωμα σήμαινε την οριστική απώλεια του παιδιού, την οποία ενίσχυε ο εξισλαμισμός, που το απέκοπτε από την κοινότητα της καταγωγής του. Η αντίσταση στο παιδομάζωμα έπαιρνε συνήθως τον χαρακτήρα της αποδημίας –όταν αυτό ήταν δυνατόν–, της δωροδοκίας των αρμόδιων οργάνων, και της προσπάθειας απόκρυψης των παιδιών. Σε άλλες περιπτώσεις, παρατηρήθηκαν φαινόμενα βίαιων αντιδράσεων. Τέτοιο παράδειγμα έχουμε στη Νάουσα το 1705, όπου οι κάτοικοι εξεγέρθηκαν ενάντια στην απόπειρα διενέργειας παιδομαζώματος. Η εξέγερση κατεστάλη βίαια, αλλά φαίνεται ότι δεν επαναλήφθηκε απόπειρα παιδομαζώματος στην πόλη.
Το παιδομάζωμα συνάντησε επίσης την αντίδραση των τουρκογενών μουσουλμάνων, οι οποίοι έβλεπαν ότι με τη διαδικασία αυτή παραγκωνίζονταν τα δικά τους παιδιά από τη στρατιωτική σταδιοδρομία και τη διοικητική ιεραρχία, και έβλεπαν με καχυποψία και οπωσδήποτε με ανταγωνιστική διάθεση τους πρώην χριστιανόπαιδες να καταλαμβάνουν υψηλές θέσεις και να απολαμβάνουν την εύνοια και την εμπιστοσύνη του σουλτάνου.
Ο θεσμός του παιδομαζώματος ατόνησε τον 17ο αι., ενώ και η τελευταία σχετική μαρτυρία αφορά στην απόπειρα παιδομαζώματος που ήδη αναφέραμε το 1705 στη Νάουσα. Εσφαλμένα, επομένως, ο Καστελάν (1995: 151) αναφέρει πως το τελευταίο παιδομάζωμα διενεργήθηκε το 1637. Άλλωστε, έχουμε σχετικό φιρμάνι του 1666 για «στρατολογία». Οπωσδήποτε, η σταδιακή εγκατάλειψη του θεσμού και η σχετιζόμενη με αυτή παρακμή του σώματος των Γενιτσάρων αποτελούν φαινόμενα –αν όχι και παράγοντες– της γενικότερης παρακμής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία φτάνει στο απόγειο της δύναμής της εκμεταλλευόμενη τον ανθό των κατακτημένων χριστιανών.
Σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς (Σταυριανός 2007: 201-202, Καστελάν 1995: 151, Mijatovich 1892: 11-12, κ.ά.), ο θεσμός «άνοιγε για τους νεοσύλλεκτους (sic) ορίζοντες που δεν μπορούσαν ούτε να τους φανταστούν στο μικρό χωριό τους» και, επομένως, είχε και θετικές πλευρές για τους χριστιανούς. Και σ’ αυτή την περίπτωση, όμως, οι εκτιμήσεις των ιστορικών έρχονται σε σύγκρουση με τη συλλογική συνείδηση των υπόδουλων λαών έτσι όπως έχει εκφραστεί στη δημοτική τους παράδοση. Άλλωστε, η προβολή σε μια προνεωτερική κοινωνία, του θετικού τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζεται σήμερα το εκσυγχρονιστικό όραμα της κοινωνικής ανόδου μέσω της καριέρας στους κρατικούς θεσμούς και του… διορισμού στο Δημόσιο (!), όπως θα ήταν στην ειδυλλιακή του εκδοχή το παιδομάζωμα, συνιστά από μόνη της μια αυθαίρετη διανοητική κατασκευή.
Συμπεράσματα
Στο παρόν άρθρο επιχειρήσαμε κατά πρώτο λόγο μια συνοπτική περιγραφή της εμφάνισης των Οθωμανών Τούρκων στο ιστορικό προσκήνιο και της κατάκτησης της Βαλκανικής, και κατά δεύτερον την παρουσίαση ορισμένων πλευρών των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας στα Βαλκάνια, επανεκτιμώντας κριτικά ορισμένα συμπεράσματα και αξιολογικές κρίσεις μιας ορισμένης βιβλιογραφίας. Το συμπέρασμά μας είναι πως η προσπάθεια κάποιων ιστορικών να «απαλλάξουν» την Οθωμανική Αυτοκρατορία από την κατηγορία της υποδούλωσης και καταδίκης στο «σκοτάδι της σκλαβιάς» των βαλκανικών λαών, για τέσσερις και πέντε αιώνες, αφενός στερείται επαρκούς τεκμηρίωσης, και αφετέρου κινείται εν τέλει εκτός των ενδιαφερόντων της Ιστορίας, της οποίας ο ρόλος θα πρέπει να κινείται αυστηρά στο πλαίσιο της αναζήτησης, καταγραφής και ερμηνείας του παρελθόντος, και όχι σ’ αυτό της καταδίκης ή της αθώωσης συλλογικών θεσμών και ατομικών επιλογών.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου