Σελίδες

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Η κόρη του αρχιΝαζί που εκτέλεσε τον δολοφόνο του Τσε Γκεβάρα

Το Ποντίκι


του Βενιζέλου Λεβεντογιάννη

Βολιβιανή ζούγκλα, χωριό Λα Ιγκέρα, πρόποδες Άνδεων, ξημέρωμα 9ης Οκτωβρίου 1967
Ο συνταγματάρχης του βολιβιανού στρα­τού Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα είχε κάθε λόγο να πετάει στα σύννεφα από χαρά. Ίσιωσε με τον δείκτη και τον αντίχειρά του το λεπτό, φροντισμένο μαύρο μουστάκι του και προέταξε το σαγόνι του, ώστε να μη φαίνεται το προ­γούλι του. Στη συνέχεια πλησίασε τον λιγομίλητο άνδρα με τα πολιτικά ρούχα, τον οποίο φώναζε Φέλιξ Ροντρίγκες και που γνώριζε ότι ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της CIA. Με στόμ­φο του ανακοίνωσε: «Σενιόρ, μέσα στο σχολείο βρίσκεται αιχμάλωτος, έπειτα από καταδίωξη και μάχη με τις δυνάμεις μας, ο νούμερο ένα ε­πικίνδυνος εχθρός των χωρών μας. Ακολουθή­στε με, παρακαλώ».
Οι δυο άνδρες πέρασαν από την πόρτα του σχολείου, το οποίο είχε μεταβληθεί σε φρού­ριο. Φαντάροι με τα όπλα στο χέρι φυλούσαν σκοπιά και άλλοι είχαν ζώσει τον εξωτερικό χώρο και περιπολούσαν. Καταμεσής μιας αί­θουσας που είχε αδειάσει από τα θρανία και υπήρχε μόνο ο μαυροπίνακας και ένας Εσταυ­ρωμένος στον τοίχο, καθόταν ήρεμος, σχεδόν χαμογελαστός ένας μαυρομάλλης άνδρας. Το αριστερό του πόδι τον πονούσε φριχτά και το αίμα από τη σφαίρα που τον είχε τραυματίσει, είχε καταβρέξει το σκούρο χακί, στρατιωτικό του παντελόνι. Η έκφρασή του όμως συνέχιζε να είναι γαλήνια.

Ο φαντάρος στην πόρτα της αίθουσας έκανε στην άκρη και ο Κιντανίλια μαζί με τον Ροντρί­γκες μπήκαν μέσα. Οι υπόλοιποι στρατιώτες που βρίσκονταν στην αίθουσα εξαφανίστηκαν σε ελάχιστα δευτερόλεπτα αφήνοντας μόνους τους τρεις άνδρες. «Σενιόρ» είπε ο συνταγμα­τάρχης «σας παρουσιάζω τον αιχμάλωτο. Χάρη στην αμέριστη βοήθειά σας ο ταραξίας Ερνέστο Τσε Γκεβάρα βρίσκεται στα χέρια μας. Τον συλλάβαμε προχθές στην περιοχή της χαρά­δρας του ξεροπόταμου Quebrada del Churo».
Ο Ροντρίγκες δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε μπροστά του τον άνδρα που είχε ξεφτιλίσει τις ΗΠΑ στην Κούβα λίγα χρόνια πριν. Είχε μπρο­στά του τον γιατρό από την Αργεντινή που το ό­νομά του και μόνο έκανε τους νέους σε όλο τον κόσμο να βράζει το αίμα τους και δημιουργού­σε πρόβλημα σε ολόκληρη τη δυτική κοινωνία, και προπαντός στα συμφέροντα των ΗΠΑ. Είχε μπροστά του έναν επικίνδυνο άνδρα. «Εύγε, συνταγματάρχα» αρκέστηκε να πει ο Ροντρίγκες και βγήκε από την αίθουσα. Αμέσως, με ένα ε­λικόπτερο που τον περίμενε με αναμμένες τις μηχανές στο προαύλιο του σχολείου, απογει­ώθηκε για το Βαλεγκράντε για να ενημερώσει τους ανωτέρους του στις ΗΠΑ.
Ο Κιντανίλια ξαναμπήκε μέσα στο σχολείο. Πήγε στη γεμάτη από στρατιώτες αίθουσα και άρχισε να κοροϊδεύει τον Τσε: «Ήταν θέμα ω­ρών να πέσεις στα χέρια μας. Είσαι ένα κατακά­θι που του πρέπει ο θάνατος, σιχαμένε» πρό­λαβε να πει και, πριν κάποιος από τους φαντά­ρους καταλάβει τι συμβαίνει, ο αιχμάλωτος, που δεν ήταν δεμένος, σηκώθηκε αστραπιαία από την καρέκλα και άστραψε ένα χαστούκι στον θρασύδειλο συνταγματάρχη. Ύστερα ξανακάθισε ήρεμα.
Ο Κιντανίλια βγήκε κατακόκκινος και ντρο­πιασμένος από την αίθουσα. Πήγε στο γρα­φείο του διευθυντή του σχολείου όπου είχε εγκαταστήσει το «αρχηγείο» του και ύστερα από μια σύντομη σύσκεψη με τους αξιωματι­κούς Οβάλντο, Μιγκέλ Αγιορόα και Αντρές Σελντίσες, αποφάσισαν την εκτέλεση του αιχ­μαλώτου. Ο συνταγματάρχης ενημέρωσε τον δικτάτορα της χώρας και προϊστάμενό του, στρατηγό Ρενέ Μπαριέντος, ο οποίος συμφώ­νησε αμέσως και άναψε το «πράσινο φως».
«Φωνάξτε μου τον λοχία Μάριο Τεράν» πρόσταξε ο συνταγματάρχης στον φαντάρο έξω α­πό το γραφείο του και σε λίγα λεπτά ένας άν­δρας που η ανάσα του βρομούσε αλκοόλ προ­σπαθούσε να σταθεί προσοχή μπροστά του. «Τεράν, η πατρίδα σού αναθέτει ένα ύψιστο κα­θήκον. Θα την απαλλάξεις από έναν βρομιάρη κομμουνιστή που θέλει να σας πάρει τα σπίτια και να σας πετάξει στους δρόμους. Είναι στην αίθουσα του πρώτου ορόφου, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις» είπε ο συνταγματάρχης και ο Τεράν, σαν να βρισκόταν ξαφνικά σε πλήρη διαύγεια, χαιρέτισε και εξαφανίστηκε με σταθερό βήμα.
Ο συνταγματάρχης κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα του, άναψε ένα τσιγάρο και χαμογέ­λασε. Από τον πρώτο όροφο ακούστηκε μια δυνατή φωνή: «Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις». Μια ριπή α­πό πολυβόλο έκανε τη φωνή να σωπάσει. Στη συνέχεια δυο μεμονωμένοι πυροβολισμοί. Ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα είχε δολοφονηθεί με 9 σφαίρες. Γαζώθηκε από το στέρνο μέχρι την κοιλιά, ενώ δυο σφαίρες στον κρόταφο και τον αυχένα τον αποτελείωσαν. Το ρολόι στο γραφείο του διευθυντή έδειχνε μία ώρα μετά το μεσημέρι...
Βερολίνο, 28 Δεκεμβρίου 1939
Το κουδούνι του εντυπωσιακού σπιτιού στην οδό Σαρλοτμπούρκερ 17 χτύπησε αρκετές φο­ρές. Το χιόνι και το τσουχτερό κρύο έξω έκαναν τον επισκέπτη να μην αντέχει να περιμένει για πολλή ώρα στον χιονιά. Το οίκημα φιλοξενούσε δυο εξέχοντα στελέχη του ναζιστικού κόμμα­τος. Την προσωπική σκηνοθέτιδα και φωτογρά­φο του ίδιου του Αδόλφου Χίτλερ, την 'Ελενα Μπέρτα Αμάλιε «Λένι» Ρίφενσταλ, και το δεξί της χέρι, τον κινηματογραφιστή Χανς Ερτλ.
Η πόρτα άνοιξε και ο λοχαγός με τη στολή των Υπηρεσιών Ασφαλείας (SD) των Ες-Ες μπή­κε και τίναξε το χιόνι από το παλτό του. Μια παι­δική φωνούλα από ένα κοριτσάκι τριών χρόνων που έτρεχε και κατέβαινε τα σκαλοπάτια της πολυτελούς κατοικίας, έκανε τον λοχαγό να α­φήσει τα δώρα στο πάτωμα, να σκύψει και να πάρει στην αγκαλιά του το παιδάκι.
«Θείε Κλάους, ήρθες. Πόσο μου έλειψες, α­γαπημένε μου θειούλη» του είπε και τον γέμισε φιλιά. «Βρε, κάθισε να σε δω, πόσο μεγάλωσες εσύ» είπε ο Γερμανός αξιωματικός. «'Εγινες ο­λόκληρη γυναίκα από την τελευταία φορά που σε είδα στο Μόναχο. Πάρε αυτό, είναι για σένα» και στο χέρι του εμφανίσθηκε διά μαγείας μια παιδική κούκλα τυλιγμένη σε πολυτελές αμπαλάζ. «Πάμε επάνω, ο μπαμπάς και η μαμά σε περιμένουν. Το φαγητό έχει σερβιριστεί και πει­νάω πολύ» είπε το κοριτσάκι με μια αθωότητα και τράβηξε τον άνδρα από το χέρι.
Εκείνο το βράδυ η μικρή Μόνικα Ερτλ, κόρη του Χανς και της Λένι, μόλις τελείωσε το φαγη­τό της, παρακάλεσε τη μητέρα της να μην πάει αμέσως για ύπνο. Βολεύτηκε στα μπράτσα της πολυθρόνας όπου καθόταν ο «θείος Κλάους» και απολάμβανε το μπράντι του ενώ συζητούσε με τους γονείς της, δίπλα στο αναμμένο τζάκι. Το τι έλεγαν οι μεγάλοι, η μικρή Μόνικα δεν το καταλάβαινε και ούτε και την ένοιαζε. Άκουγε σποραδικά λέξεις όπως «φύρερ», «Γερμανία», «Πολωνία», «Εβραίοι», μέχρι που παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα ευτυχισμένη...
Αργότερα η μητέρα της την πήγε στο κρεβάτι της και καθώς επέστρεφε στο σαλόνι ο Χανς και ο Κλάους γελούσαν: «Κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί στους στρατιώτες μας, Χανς. Και αυτό το ξέρουν και οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και οι Ρώσοι. Σε λίγο καιρό θα πίνουμε τον καφέ μας κάτω α­πό τον Πύργο του Άιφελ, αγαπητέ μου...».
Λίγους μήνες μετά, όταν ο πόλεμος είχε ξε­σπάσει για τα καλά σε κάθε γωνιά της Ευρώπης, ο «θείος Κλάους» τηλεγράφησε στην οικογένεια Ερτλ: «Αγαπημένοι μου φίλοι, πιστός στο όραμα του Φύρερ μας, ακολουθώ τα νικηφόρα στρατεύματά μας. Χανς, η υπόσχεση για τον καφέ κάτω από τον Πύργο του Άιφελ ισχύει ακόμη. Εξάλλου δεν βρίσκομαι μακριά από εκεί. Μετατέ­θηκα στη Λυών. Με εκτίμηση, Κλάους Μπάρ­μπι».
1η Απριλίου 1971, Γενικό Προξενείο Βολιβίας, οδός Αμ ΚαίεεΜαί ι, Αμβούργο
Ο γενικός πρόξενος της Βολιβίας στη Γερμα­νία καθόταν στο μεγάλο γραφείο του και έπινε τον καφέ φίλτρου που μόλις του είχε φέρει η γραμματέας του. «Ηλίθιοι Γερμανοί, δεν ξέρουν να πίνουν καφέ» σκέφτηκε, έκανε μια γκριμάτσα αηδίας και έσκυψε στα χαρτιά του. Ήταν ευχαριστημένος από τη ζωή του. Είχε έναν καλό μισθό και μια εξαιρετική θέση με κύρος. Όμως κάτι του έτρωγε τα σωθικά. Ένας αόριστος φό­βος για εκδίκηση από τα όσα είχε κάνει ως αξιω­ματικός του στρατού στη χώρα του. Όχι, οι βασανισμοί και οι δολοφονίες που είχε διαπράξει δεν τον τρόμαζαν. Η εκδίκηση όμως από κάποιο θύμα του ή συγγενή θύματός του τού έσφιγγε το στομάχι.
Η πόρτα χτύπησε και η γραμματέας του τού ανακοίνωσε πως μια Γερμανίδα θέλει να τον δει για να ρυθμίσει τη βίζα της. Σκόπευε να επισκεφθεί τη Βολιβία. «Πες της να περάσει» είπε. Ό­ταν την είδε, το σαγόνι του κρέμασε. Ίσιωσε με τον δείκτη και τον αντίχειρά του, το λεπτό, φρο­ντισμένο μαύρο μουστάκι του και προέταξε το σαγόνι του ώστε να μη φαίνεται το προγούλι του. «Καθίστε, σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω;» τη ρώτησε, χωρίς να πάρει τα μάτια του α­πό το λευκό πουκάμισο της γυναίκας, που είχε ανοίξει τα πάνω κουμπιά και διαγραφόταν ένα εντυπωσιακότατο μπούστο. Ήταν ξανθιά, με έ­να υπέροχο πρόσωπο και ένα εκπληκτικό κορμί.
Ο πρόξενος ξεροκατάπιε, σήκωσε το δάχτυ­λό του πριν η γυναίκα μιλήσει και από την ενδο­συνεννόηση είπε στη γραμματέα του να φέρει άλλον έναν καφέ. «Λοιπόν, δεσποινίς...». «Ερτλ, Μόνικα Ερτλ» του απάντησε η γυναίκα και συ­νέχισε: «Ενδιαφέρομαι να επισκεφτώ τη Βολιβία για ένα ντοκιμαντέρ. Ξέρετε, είχα μείνει εκεί με τον πατέρα μου μετά τον πόλεμο. Μεταναστεύ­σαμε εκεί για κάποια χρόνια μέχρι να ηρεμήσει η κατάσταση. Δικαστήρια πολέμου, Αμερικάνοι, Ρώσοι, Αντιλαμβάνεστε».
«Πώς, πώς» είπε ο πρόξενος και από μέσα του αναρωτήθηκε ποιος να ήταν ο πατέρας της. «Λοι­πόν, κυρία Ερτλ, μπορώ να σας εξυπηρετήσω ε­γώ για το θέμα της βίζας. Ορίστε η κάρτα μου. Έχει και το προσωπικό μου τηλέφωνο επάνω εάν τυχόν θελήσετε να πάμε για κανέναν καφέ και να με ξεναγήσετε στο Αμβούργο, που ακόμη το α­νακαλύπτω».
Η γυναίκα πήρε την κάρτα και διάβασε: Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα, γενικός πρόξενος Βολιβίας. Επιτέλους, τον είχε εντοπίσει. Μπρο­στά της είχε τον δολοφόνο του άνδρα που θαύ­μαζε και λάτρεψε περισσότερο από κάθε τι στη ζωή της. Εξάλλου τον είχε δει σε τόσες φωτογρα­φίες επάνω από το νεκροκρέβατο, δίπλα στον νε­κρό Τσε, να φουσκώνει σαν φασιανός για το «αν­δραγάθημά» του. Ήταν ο άνθρωπος που έκοψε τα δυο χέρια του γιατρού από την Αργεντινή και τα φύλαξε σε φορμόλη. Ναι, αυτός ήταν.
Από το μυαλό της πέρασε με ταχύτητα η Βο­λιβία. Τότε που έφυγε για εκεί από τη Γερμανία με τον πατέρα της, τότε που έμαθε για τον Τσε, τότε που η ζωή της άλλαξε και τα παράτησε όλα και βγήκε στο βουνό με το ψευδώνυμο «Ίμιλα η Ινδιάνα». Ευαίσθητη και ανήσυχη, υπέφερε για όλα όσα η οικογένειά της αδιαφορούσε: τις κοινωνικές ανισότητες, την αδικία, τους φτωχούς αγρότες και εργάτες, τους καταπιεσμένους Ινδι­άνους. Έγινε αντάρτισσα, πέρασε στην παρανο­μία και έβαλε έναν στόχο στη ζωή της. Να βρει τον δολοφόνο του Τσε.
Με σταθερό χέρι έβγαλε από την τσάντα της ένα μικρό θηρίο. Ένα colt cobra 38 special, που είχε προμηθευτεί από τη Ζυρίχη, από τον ακτιβιστή εκδότη Τζιάκομο Φελτρινέλι. Σημάδεψε τον πρόξενο, ο οποίος είχε χάσει το χρώμα του και έτρεμε. Το προγούλι του κουνιόταν ακανό­νιστα. «Vitoria o muerte, σενιόρ» του είπε και τον πυροβόλησε τρεις φορές.
Στο στήθος του πρώην συνταγματάρχη σχηματίστηκε ένα V α­πό τρεις μαύρες τρύπες που είχαν αρχίσει ήδη να ματώνουν. Η Μόνικα πήγε επάνω από το ά­ψυχο κορμί, έβγαλε την ξανθιά περούκα της και την άφησε στο γραφείο. «Φασίστα» μονολόγη­σε και εξαφανίστηκε.
Λα Παζ διοικητική πρωτεύουσα Βολιβίας, Νοέμβριος 1973
«Είσαι τρελή; Κυκλοφορείς έτσι έξω σαν να μη συμβαίνει τίποτε; Θα σε συλλάβουν πριν το καταλάβεις. Είσαι η νούμερο ένα επικηρυγμένη γυναίκα στη χώρα. 20.000 δολάρια δίνουν έστω για μια πληροφορία για το άτομό σου κι εσύ κυκλοφορείς έτσι και μου χτυπάς την πόρ­τα; Πέρασε μέσα». Ο Γάλλος Ρεζίς Ντεμπρέ, προσωπικός φίλος του Τσε, μόνιμος κάτοικος Βολιβίας, άνοιξε γρήγορα την πόρτα και, μόλις η γυναίκα πέρασε, κοίταξε δεξιά - αριστερά να βεβαιωθεί ότι δεν τους είχε δει κάποιο μάτι, την έκλεισε και κλείδωσε.
Ο Ρεζίς αγκάλιασε τρυφερά τη Μόνικα. Είχαν χαθεί για χρόνια. Εκείνη ήταν πλέον καταζητού­μενη για τη δολοφονία του Ρομπέρτο Κιντανίλια Περέιρα, εκείνος ένας Γάλλος διανοούμενος που βοηθούσε τους Ινδιάνους.
Ύστερα από ώρα και αφού αντάλλαξαν τα νέα τους, ο Ρεζίς σοβάρεψε: «Μόνικα... Βρίσκε­ται εδώ». Η γυναίκα τον κοίταξε αιφνιδιασμένη: «Ποιος είναι εδώ;». Ο Ρεζίς, χωρίς περιστροφές, απάντησε: «Ο άνθρωπος που ψάχνει χρόνια τώ­ρα ολόκληρη η Γαλλία. Ο χασάπης της Λυών. Ο Κλάους Μπάρμπι. Είναι σύμβουλος των μυ­στικών υπηρεσιών της Βολιβίας με το όνομα Κλάους Άλτμαν. Αντιλαμβάνεσαι τι σημαίνει αυτό;». Η γυναίκα πάγωσε. Το μυαλό της γύρισε πολλά χρόνια πίσω, στο μεγάλο σπίτι με το τζάκι στο Βερολίνο λίγο πριν από τον πόλεμο, όταν ή­ταν μικρό κοριτσάκι. «Ο θείος Κλάους» ψέλλισε «ο φίλος του μπαμπά...».
Ο Ρεζίς και η Μόνικα τους επόμενους μήνες παρακολουθούσαν μέρα - νύχτα τον «χασάπη της Λυών». Ήθελαν να τον απαγάγουν στα πρό­τυπα του Άιχμαν και να τον στείλουν στη Γαλλία να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου. Δεν τα κατάφεραν. Κάποιος από την ομάδα τούς πρόδωσε. Ο Κλάους Μπάρμπι είχε παντού ανθρώπους. Στις 12 Μαΐου του 1973 οι μυστικές υπηρεσίες και ειδικές δυνάμεις του στρατού, υπό την καθο­δήγηση του «θείου Κλάους», της έστησαν ενέδρα και την εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Ήταν 36 ετών.
Η κατάρα
Μια κατάρα θανάτου «κυνήγησε» τους υπό­λοιπους δολοφόνους του Τσε Γκεβάρα:
♦Ο δικτάτορας της Βολιβίας, στρατηγός Ρενέ Μπαριέντος, κάηκε ζωντανός μέσα στο ελικό­πτερό του, το οποίο κατέπεσε στις 29 Απριλίου του 1969, κοντά στον οικισμό της Άρκε.
♦Ο Μιγκέλ Αγιορόα, μία μέρα μετά την τρίτη επέτειο του θανάτου του Τσε, σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα.
♦Ο Φέλιξ Ροντρίγκες, ο επικεφαλής του κλι­μακίου της CIA, μόλις επέστρεψε στις ΗΠΑ, άρ­χισε να υποφέρει από κρίσεις άσθματος, που τον ταλαιπωρούν μέχρι σήμερα στα βαθιά γερά­ματά του. Κανείς γιατρός δεν μπόρεσε ποτέ να εντοπίσει την αιτία.
♦Ο Κλάους Μπάρμπι εκδόθηκε το 1983 στη Γαλλία. Δικάστηκε τέσσερα χρόνια αργότερα στη Λυών. Ο «θείος Κλάους» αντιμετώπισε συ­νολικά 41 κατηγορίες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Καταδικάστηκε σε ισόβια κά­θειρξη. Πέθανε φυλακισμένος στις 25 Σεπτεμ­βρίου 1991 από λευχαιμία.
♦Ο λοχίας Μάριο Τεράν παραιτήθηκε από τον στρατό λίγους μήνες μετά την εκτέλεση του Τσε. Ύστερα από λίγο καιρό ο κόσμος τον έβλε­πε να περιφέρεται ρακένδυτος και αλκοολικός στους δρόμους της Κοτσαμπάμπα, του τόπου καταγωγής του. Νοσηλεύτηκε πολλές φορές σε ψυχιατρείο. Τα βράδια ξυπνούσε κάθιδρος, έκλαιγε και φώναζε το όνομα του ανθρώπου που εκτέλεσε. Το 2006, σχεδόν τυφλός από καταρ­ράκτη και πάμπτωχος, αφέθηκε στα χέρια Κου­βανών εθελοντών γιατρών που τον εγχείρησαν και ξαναβρήκε την όρασή του...
Επίλογος
Το νεκρό κορμί της Μόνικα Ερτλ φωτογραφήθηκε από τους εκτελεστές της διάτρητο α­πό σφαίρες. Αργότερα το πέταξαν άταφο κάπου στη ζούγκλα. Σήμερα στο γερμανικό κοιμητή­ριο της Λα Παζ μπορεί κάποιος να διαβάσει το όνομά της σε μια ταφόπλακα. Το μνήμα της εί­ναι άδειο.


Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1973 στις 15-6-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου