Σελίδες

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Η συμβολή των Ελλήνων του Βυζαντίου στην Αναγέννηση*

Το Ποντίκι


του Ξενοφώντος Μπρουντζάκη
«…Οι σοφοί άνδρες της Ελλάδος κατέφυγαν διά την ασφάλειάν των προς τους ηγεμόνες της Ευρώπης φέρνοντας μαζί τους όλους τους αρχαίους συγγραφείς, χωρίς τους οποίους καμιά πρόοδος δεν είναι δυνατή». Αυτά έγραφε ο Philippe de Commines (1447-1511), συγγραφέας και διπλωμάτης, ο οποίος δεν ήταν ούτε χρονογράφος ούτε ιστορικός με την ακριβή έννοια του όρου, αλλά ένας εμβριθής αναλυτής της εποχής του, πράγμα που τον έκανε ευρύτερα γνωστό.
Ο Philippe de Commines υπήρξε ιστορικός των βασιλέων Λουδοβίκου ΙΑ’ και Καρόλου Η’. Σύμφωνα με την άποψη αυτού του Γάλλου ιστορικού, αν δεν είχε συμβεί η πτώση του Βυζαντίου, δεν θα ήταν δυνατόν να συντελεστεί η Αναγέννηση στον χώρο των γραμμάτων και γενικότερα της παιδείας στον δυτικό κόσμο. Πολλές παρόμοιες απόψεις σχετικά με την ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο, οι οποίες μεταλαμπαδεύτηκαν από γενιά σε γενιά. 

Σε γενικές γραμμές, είχε αρχικά υιοθετηθεί ότι οι λόγιοι Έλληνες του Βυζαντίου εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη και άλλες ελληνικές περιοχές πριν και μετά την Άλωση από του Οθωμανούς, μετέφεραν στη Δύση μαζί με τα χειρόγραφα των αρχαίων και βυζαντινών συγγραφών και τη γνώση της κλασικής παιδείας και της βυζαντινής γραμματείας. Την άποψη αυτήν υποστήριζαν εξίσου Έλληνες και Δυτικοί συγγραφείς, όπως ο Φραγκίσκος Φίλελφος, ο οποίος γεννήθηκε το 1398 στην Πικεντία της Ιταλίας. Στην Κωνσταντινούπολη σπούδασε κοντά στον Ιωάννη Χρυσολωρά και αργότερα στον Χρυσοκόκκη και διακρίθηκε για την καθαρή και δόκιμη αττική γλώσσα του, για τη γνώση της ελληνικής φιλολογίας ενώ διέπρεψε στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας. Το 1454 διακηρύσσει σε επιστολές του προς τον Σουλτάνο τις ελπίδες του για τον εκχριστιανισμό του Πορθητή και για την ενδεχόμενη πολιτική συνεργασία της χριστιανικής Δύσης με τη μουσουλμανική Ανατολή. Ανάλογες απόψεις διατυπώθηκαν από τους Guarini, Petrus Crinitus, Marsiglio Ficino κ.ά. Έκτοτε, οι συγγραφείς των νεότερων χρονών, από τον Hodius ώς τον Tirabosci και από τον Γίββωνα και τον Villemain ώς τον Brunet de Presles, τον Voigt και τον Alexander Alexandrovich Vasiliev «εξήραν την ελληνικήν συμβολήν εις την Αναγγένησιν της κλασικής παιδείας και του ανθρωπισμού». 
Μια συμπληρωματική προσέγγιση 
Ωστόσο, η προσπάθεια ερμηνείας της Αναγέννησης με βάση την αναβίωση της μελέτης του αρχαίου κόσμου άρχισε να φαίνεται ελλιπής με αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί η συνεισφορά των λογίων του Βυζαντίου στη Δύση. Το 1860, ο Jacob Burckhardt απομακρύνεται από αυτήν την άποψη διατυπώνοντας μια ριζοσπαστικότερη λογική, η οποία αναζητά τα βαθύτερα αιτία της ιταλικής Αναγέννησης στην πολιτική διάρθρωση της χώρας καθώς είχαν επικρατήσει οι πόλεις-κράτη, μέσα στις οποίες αναδεικνύονταν η ιδέα, η σημασία και ο ρόλος του ατόμου. Σε αυτές τις σύγχρονες πόλεις-κράτη συντελείται μια ριζική μεταστροφή ως προς τα πρότυπα της ανθρώπινης ζωής. Βέβαια, παρά τη σημαντική αυτήν ερμηνευτική παράμετρο, η συμβολή των αρχαίων κειμένων δεν παραγνωρίζεται, ωστόσο λαμβάνει δευτερεύουσα σημασία. 
Οι Έλληνες δάσκαλοι 
Παρ’ όλα αυτά, κανένας αντικειμενικός μελετητής δεν αμφισβητεί την ουσιαστική συμβολή των Ελλήνων στη διάδοση των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων στον δυτικό κόσμο. Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι σημαντικότατοι Έλληνες λόγιοι δίδαξαν Φιλολογία και Φιλοσοφία και έγιναν ιδρυτές έμμεσα ή άμεσα διαφόρων σχολών και ακαδημιών. Από τους μαθητές τους προήλθαν συγγραφείς εμπνευσμένοι από τις διδαχές, τις αξίες και τα ιδεώδη της ελληνικής αρχαιότητας. Οι μαθητές των Ελλήνων λογίων είναι αυτοί που θα δημιουργήσουν τους πρώτους ελληνιστές φιλολόγους οι οποίοι θα καταπιαστούν να μεταλαμπαδεύσουν σε ολόκληρη τη Δύση τα αρχαία κείμενα. Ανυπολόγιστης αξίας υπήρξε και η συμβολή των Ελλήνων λόγιων της διασποράς στην περισυλλογή χειρογράφων, στη σωστή τους αντιγραφή αλλά και στην έκδοση αρχαίων και βυζαντινών κειμένων. Κοντολογίς, οι Έλληνες της εποχής της Αναγέννησης έπαιξαν σημαντικό και ουσιώδη ρόλο στα τεκταινόμενα μέσω της βαθύτατης γνώσης της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας. Η μεγάλη τους εξοικείωση με τα κείμενα των αρχαίων, Βυζαντινών και Λατίνων συγγραφέων τούς συνέδεε άμεσα με τη μεγάλη παράδοση της φιλολογίας, όπως αυτή καλλιεργήθηκε και αναπτύχθηκε ήδη από τους Αλεξανδρινούς χρόνους για να συνεχιστεί μέσω της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, η αδιαμφισβήτητη επάρκειά τους, οι τεράστιες γνώσεις τους και η μεγάλη τους θέληση είναι οι βασικοί παράγοντες που διαμόρφωσαν τη Φιλολογία ως επιστήμη με την έννοια που της αποδίδουμε σήμερα. Παρά ταύτα, είναι προφανές ότι ο ισχυρισμός που θέλει τους Έλληνες λόγιους του Βυζαντίου ως μοναδικούς φορείς της Αναγέννησης της Ευρώπης είναι στενόμυαλος, μονοδιάστατος και στερείται ιστορικού πνεύματος.
Η έννοια της Αναγέννησης 
Η έννοια της Αναγέννησης γεννήθηκε ως το αντίθετο του Μεσαίωνα. Αν, λοιπόν, ο Μεσαίωνας ερμηνεύθηκε ως εποχή σκοταδισμού και βαρβαρότητας, η Αναγέννηση πρόβαλε ως εποχή του φωτός και του ανθρωπισμού. Ωστόσο, και οι δυο αυτές ερμηνείες είναι προϊόν της αλαζονικής στάσης των ανθρώπων της εποχής του 15ου και 16ου αιώνα απέναντι στην Ιστορία. Ο Μεσαίωνας είναι γνωστό από τη νεότερη προσέγγιση της Ιστορίας ότι δαιμονοποιήθηκε υπερβολικά. Στις μέρες μας θεωρείται πλέον από τους μελετητές σαν μια σημαντικότατη περίοδος πολλών πνευματικών επιτευγμάτων. Η Αναγέννηση, από την άλλη, θεωρείται ότι δεν προέκυψε μέσα από μια κάθετη ρήξη με το παρελθόν. Αντίθετα, κρατά βαθιές τις επιρροές της από την εποχή του Μεσαίωνα. Από τον 12ο και 13ο αιώνα, η ευρωπαϊκή κοινωνία, με τις σημαντικές οικονομικές ανακατατάξεις της, αναζητεί ένα νέο πρόσωπο μέσα από τη μετάλλαξη της νοοτροπίας και των αντιλήψεων της εποχής, αναζητεί έναν άλλο τρόπο να σκέφτεται και να αισθάνεται τον κόσμο, αλλά κυρίως τον άνθρωπο. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες έρχεται στο ιστορικό προσκήνιο το άτομο και η ιδέα της ατομικότητας που τη συνοδεύει μια σειρά νέων αντιλήψεων και ιδεωδών. Σ’ αυτήν ακριβώς την εποχή εμφανίζονται οι Έλληνες λόγιοι του Βυζαντίου φέρνοντας στη Δύση την κλασική τους παράδοση και την πλούσια εμπειρία τους στον χώρο των αφηρημένων ιδεών. 



Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ, τεύχος 1910 στις 31-03-2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου