Σελίδες

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Τα μεγάλα διλήμματα της Γερμανίας στην εποχή Τραμπ


Η Μέρκελ θα προσπαθήσει να δημιουργήσει δεσμούς με την κυβέρνηση Τραμπ, για να διασκεδάσει τις ανησυχίες που προκαλούν οι αλλαγές στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ. Οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας και ο φόβος εμπορικού πολέμου.

Άννα Φαλτάιτςanna@euro2day.gr


Η Γερμανία, όπως πολλοί γείτονές της στην Ευρώπη, φοβάται πως οι πολιτικές της νέας αμερικανικής κυβέρνησης θα μπορούσαν να αλλάξουν την παγκόσμια τάξη -και όχι προς το καλύτερο, από την άποψη του Βερολίνου.
Βασική ανησυχία της Γερμανίας είναι πως η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ θα υλοποιήσει τις προεκλογικές του υποσχέσεις για βελτίωση των σχέσεων με τη Ρωσία, θα υπονομεύσει το μέλλον του ΝΑΤΟ, θα βάλει τέλος στην πυρηνική συμφωνία Ιράν-Δύσης και θα αγνοήσει την κλιματική αλλαγή.
Όμως η μεγαλύτερη πηγή ανησυχίας του Βερολίνου αφορά στις γερμανικές εξαγωγές. Άλλωστε, η κυβέρνηση Τραμπ έχει ήδη απειλήσει να επιβάλει μέτρα προστατευτισμού στο εμπόριο (περιλαμβανομένου δασμού 35% στις εισαγωγές αυτοκινήτων στις ΗΠΑ) που θα επέφεραν μεγάλο πλήγμα στην οικονομία της χώρας, η οποία στηρίζεται στις εξαγωγές.
Όπως και να έχει, η προοπτική μιας πιο ψυχρής σχέσης με την Ουάσινγκτον κάνει το Βερολίνο νευρικό, ιδιαίτερα σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση μαστίζεται από μια βαθιά πολιτική κρίση. Τους επόμενους μήνες, η Γερμανία αναμφίβολα θα προσπαθήσει να ενισχύσει τους δεσμούς της με τον νέο Αμερικανό πρόεδρο, κάνοντας διπλωματικές κινήσεις στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας, προσπαθώντας ταυτόχρονα να πείσει τον Λευκό Οίκο να μην κηρύξει εμπορικό πόλεμο κατά του Βερολίνου. Όμως, το να προστατεύσει την οικονομία της και να διατηρήσει ταυτόχρονα ενωμένη την Ευρώπη δεν θα είναι εύκολο, ιδιαίτερα καθώς δυναμώνει η εθνικιστική ρητορική σε Ευρώπη και πέραν αυτής.

Αν και οι πολιτικές του Τραμπ δεν έχουν ακόμα λάβει μορφή, η στρατηγική της Γερμανίας για αντίδραση προς αυτές έχει ήδη καταστεί σαφής. Πρώτον και κυριότερο, το Βερολίνο θα προσπαθήσει να δημιουργήσει πιο στενή φιλία με τη νέα αμερικανική κυβέρνηση. Μέχρι στιγμής, οι Γερμανοί αξιωματούχοι είχαν περιορισμένη μόνο επαφή με την ομάδα του Τραμπ, και έτσι έχουν περιορισμένη εικόνα για τα σχέδιά του.
Όμως η Γερμανία από καιρό θεωρεί πως μια ισχυρή συμμαχία με τις ΗΠΑ αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της εξωτερικής της πολιτικής, και θα κάνει τα πάντα για να προστατεύσει αυτή τη σχέση. Η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει στείλει διάφορους υψηλόβαθμους απεσταλμένους στην Ουάσινγκτον. Στα μέσα Δεκεμβρίου, ο επικεφαλής σύμβουλος σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας Christoph Heusgen συναντήθηκε με κάποιους από τους συμβούλους του Τραμπ, και στα μέσα Ιανουαρίου ο υφυπουργός Οικονομικών Jens Spahn μίλησε με μέλη της ομάδας μετάβασης του Τραμπ αναφορικά με το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας.
Τέτοιου είδους συναντήσεις θα γίνονται όλο και πιο συχνά τους ερχόμενους μήνες. Για παράδειγμα, κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι ενδέχεται να συμμετάσχουν στο Συνέδριο Ασφαλείας που θα πραγματοποιηθεί στο Μόναχο στις 17-19 Φεβρουαρίου. Αν γίνει αυτό, τότε οι Γερμανοί ομόλογοί τους σίγουρα θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για να προσπαθήσουν να χτίσουν καλύτερες σχέσεις μαζί τους.
Η Γερμανία θα εκμεταλλευτεί επίσης την τρέχουσα προεδρία της στους G20, για να μπορέσει να έχει περισσότερο χρόνο με τους Αμερικανούς ηγέτες στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών στη Βόννη στις 16-17 Φεβρουαρίου και στη σύνοδο των αρχηγών κρατών στο Αμβούργο στις 7-8 Ιουλίου. Μάλιστα, η Μέρκελ θα επισκεφθεί τις ΗΠΑ την Άνοιξη, για την προετοιμασία της συνόδου του Αμβούργου, πραγματοποιώντας την πρώτη της συνάντηση με τον Τραμπ στο ταξίδι αυτό.
Εν τω μεταξύ, η Γερμανία θα κάνει κινήσεις και στο στρατιωτικό «μέτωπο». Ο Τραμπ δεν είναι ο πρώτος Αμερικανός πρόεδρος που απαιτεί περισσότερες αμυντικές δαπάνες από τις ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ. Είναι, όμως, ο πρώτος που χαρακτηρίζει ανοικτά «παρωχημένη» τη συμμαχία και αφήνει να εννοηθεί πως οι ΗΠΑ ίσως αρνηθούν να προστατεύσουν τα μέλη εκείνα που δεν ανταποκρίνονται στον στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες 2% του ΑΕΠ.
Στις 18 Ιανουαρίου, ο υπουργός Άμυνας της Γερμανίας ανακοίνωσε πως το Βερολίνο θα αυξήσει τον στρατιωτικό προϋπολογισμό φέτος κατά σχεδόν 2 δισ. ευρώ, για να φτάσει στα 37 δισ. ευρώ. Αυτό αντιστοιχεί σε μόλις 1,2% του ΑΕΠ, πολύ μικρότερο από τον στόχο του ΝΑΤΟ, αν και η Γερμανία έχει δεσμευτεί να συνεχίσει να αυξάνει τις αμυντικές δαπάνες την επόμενη τριετία. Ελπίζει επίσης να διατηρήσει τη στενή συνεργασία της με τις ΗΠΑ στο θέμα της τρομοκρατίας.
Το Βερολίνο θα επιδιώξει να κάνει αλλαγές και στις άμυνες της Ευρώπης στο σύνολό της. Πρόσφατα, η Γερμανία έχει ταχθεί υπέρ της μεγαλύτερης στρατιωτικής συνεργασίας μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και εργάζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή επί προτάσεων προς αυτόν τον σκοπό, που θα παρουσιαστούν το πρώτο εξάμηνο του έτους. Αν και οι προτάσεις αυτές πιθανότατα δεν θα φτάνουν στη δημιουργία του «Ευρωπαϊκού στρατού» που έχουν ζητήσει ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων η Ιταλία, ωστόσο πιθανότατα θα συγκεντρώνουν πόρους και θα συντονίζουν καλύτερα τις αμυντικές δαπάνες και την έρευνα στην Ευρώπη.
Δεδομένων των βαθύτατων διαχωρισμών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πιθανότατα δεν τίθεται ζήτημα μεγαλύτερης χρηματοοικονομικής ενοποίησης. Όμως η κοινή άμυνα και ασφάλεια είναι δύο από τα ελάχιστα σημεία στα οποία μπορεί να υπάρξει ένας κάποιος βαθμός συναίνεσης στην Ευρώπη. Ακόμα και τότε, όμως, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των μελών της ΕΕ θα «φροντίσουν» ώστε να υπάρξει μέτρια μόνο πρόοδος στην ενίσχυση της συνεργασίας σε στρατιωτικά ζητήματα.

Αποφεύγοντας έναν εμπορικό πόλεμο

Η Γερμανία θα κάνει κινήσεις για να προστατεύσει το τεράστιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της -που τώρα είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο- από το να γίνει στόχος τιμωρητικών εμπορικών μέτρων. Τα τελευταία πέντε χρόνια, το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας (ένα στοιχείο που περιλαμβάνει και το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας) έχει σχεδόν διπλασιαστεί, αγγίζοντας τα 256,1 δισ. ευρώ το 2015.
Ο Τραμπ έχει κατηγορήσει τη Γερμανία ότι δεν κάνει αρκετά για να αυξήσει τις εισαγωγές της, ενώ έχει τόσο μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα, και τον Οκτώβριο το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών καταχώρισε τη Γερμανία ως χώρα που πρέπει να παρακολουθείται λόγω του πλεονάσματος τρεχουσών συναλλαγών.
Σύμφωνα με τη σχετική έκθεση, το Βερολίνο έχει «σημαντικό περιθώριο δημοσιονομικής πολιτικής, ώστε να παράσχει επιπλέον στήριξη στη ζήτηση», ενώ οι εταίροι της Γερμανίας στην ευρωζώνη την έχουν κατηγορήσει ότι ενθαρρύνει την αποταμίευση έναντι της κατανάλωσης, επιβραδύνοντας τη διαδικασία ανάκαμψης της νομισματικής ένωσης.


Εν τούτοις, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να πάνε έναν εμπορικό πόλεμο με τη Γερμανία πολύ μακριά. Υπό την αμερικανική νομοθεσία, η Ουάσινγκτον μπορεί να εισάγει προσωρινές δικλείδες ασφαλείας για να προστατεύσει τις εγχώριες βιομηχανίες που απειλούνται από συγκεκριμένες εισαγωγές. Όμως οι δικλείδες αυτές μπορούν να στοχεύουν μόνο τις εισαγωγές, αντί για συγκεκριμένες χώρες, και η Γερμανία (μαζί με οποιαδήποτε άλλη χώρα πλήττεται από τέτοιου είδους μέτρα) θα τις αμφισβητούσε αμέσως στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.
Επιπλέον, η αμερικανική Διεθνής Επιτροπή Εμπορίου -μια ανεξάρτητη, διακομματική υπηρεσία που δεν ελέγχεται από τον Λευκό Οίκο- θα επιφορτιζόταν με την εφαρμογή των δικλείδων αυτών. Αν η κυβέρνηση Τραμπ προσπαθήσει να απομονώσει τη Γερμανία, θα πρέπει να επιχειρηματολογήσει επιτυχώς ότι το Βερολίνο στηρίζει αθέμιτα τους Γερμανούς εξαγωγείς, ίσως υπολογίζοντας το φθηνό ευρώ ως εξαγωγική επιδότηση, και στη συνέχεια να επιβάλει αντισταθμιστικούς δασμούς στις γερμανικές εξαγωγές.
Αν οι ΗΠΑ μπορούσαν να βάλουν αποτελεσματικά στο στόχαστρο τις γερμανικές εξαγωγές, το Βερολίνο θα απηύθυνε έκκληση στον αμερικανικό λαό. Θεωρητικά, θα μπορούσε να υποστηρίξει πως οι υψηλότεροι δασμοί στα γερμανικά προϊόντα απλώς θα αυξήσουν το κόστος για τους Αμερικανούς καταναλωτές. Επίσης, το Βερολίνο πιθανότατα θα τόνιζε πως, ως μέλος της νομισματικής ένωσης των 19 χωρών-μελών, δεν είναι οι Γερμανοί αξιωματούχοι που ελέγχουν την αξία του ευρώ, αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Η Γερμανία έχει εκφράσει ανησυχίες για την πολιτική του φθηνού ευρώ από την ΕΚΤ και πιθανότατα θα συνεχίσει να πιέσει την Τράπεζα να ομαλοποιήσει τις νομισματικές της πολιτικές τώρα που επιστρέφει ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη (φυσικά, αυτό αναμφίβολα θα προκαλέσει εντάσεις μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Ευρώπης, με τη δεύτερη να έχει χρησιμοποιήσει το φθηνό ευρώ για να ενισχύσει τις εξαγωγές του και η οποία θεωρεί πως το πρόγραμμα της ΕΚΤ είναι ένας τρόπος για να διατηρηθεί σε διαχειρίσιμο επίπεδο το κόστος δανεισμού).
Τέλος, το Βερολίνο θα θυμίσει στους Αμερικανούς εργάτες πως πολλές γερμανικές εταιρείες, περιλαμβανομένων των BMW, Volkswagen και Siemens, έχουν μονάδες στις ΗΠΑ που απασχολούν πολλούς Αμερικανούς και χρησιμοποιούν προϊόντα αμερικανικών εταιρειών στις αλυσίδες προμήθειάς τους.
Στην «καρδιά» των συζητήσεων της Γερμανίας για το εμπόριο βρίσκονται δύο φόβοι με βαθιές ρίζες για την επίπτωση που μπορεί να έχουν οι πολιτικές του Τραμπ. Ο πρώτος είναι η ανησυχία του Βερολίνου πως άλλα μέρη του ανεπτυγμένου κόσμου θα αρχίσουν να απηχούν την εθνικιστική ρητορική του προέδρου, θέτοντας μια υπαρξιακή απειλή σε μια οικονομία που βασίζεται στις εξαγωγές, όπως η γερμανική. Αρκετά ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα έχουν ήδη αρχίσει να επαινούν τις δηλώσεις του Τραμπ, που υποσχέθηκε ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα αποδείξει πως «ο προστατευτισμός λειτουργεί». Καθώς ορισμένα από τα σημαντικότερα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, περιλαμβανομένης της Γαλλίας, της Ολλανδίας και πιθανότατα της Ιταλίας, ετοιμάζονται για τη διενέργεια εκλογών φέτος, η Γερμανία τρομοκρατείται από την προοπτική εθνικιστικές δυνάμεις να κερδίσουν τον έλεγχο των κυβερνήσεων στην ΕΕ.
Επιπλέον, η Γερμανία ανησυχεί πως η επίθεση του Τραμπ κατά του φθηνού ευρώ μπορεί να μετατραπεί (ή να θεωρηθεί ότι μετατρέπεται) σε επίθεση κατά ολόκληρης της ευρωζώνης. Το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας είναι μοναδικό στη νομισματική ένωση, όμως άλλα μέλη της ευρωζώνης ίσως αρχίσουν να ανησυχούν πως η συμμετοχή τους στο μπλοκ θα τα βάλει και αυτά στο στόχαστρο προστατευτισμού του Λευκού Οίκου.

Ηγέτης σε μια κατακερματισμένη ήπειρο

Εν μέσω πολιτικών λογομαχιών, η Γερμανία θα προσπαθήσει να διατηρήσει τις ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Τα μέτρα λήγουν τον Ιούλιο και μπορεί να ανανεωθούν μόνο με ομόφωνη ψήφο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως ο λόγος του Βερολίνου στο θέμα αρχίζει να αποδυναμώνεται, και θα δυσκολευτεί να πείσει την ΕΕ να διατηρήσει τις κυρώσεις, αν δεν διατηρήσουν τις κυρώσεις και οι ΗΠΑ. (Μέχρι τώρα, οι πιέσεις από την Ουάσινγκτον ήταν αυτές που οδηγούσαν σε ομοφωνία στην Ευρώπη για τις κυρώσεις).
Η Γερμανία βασίζεται στο γεγονός πως η όποια προσπάθεια κάνει ο Τραμπ να άρει τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας θα βρουν σθεναρή αντίσταση από μέλη της κυβέρνησής του και από το Κογκρέσο. Όμως με μια πιο φιλική προς τη Μόσχα κυβέρνηση στην Ουάσινγκτον -και άλλη μια που ίσως προκύψει σύντομα στο Παρίσι-, οι πιθανότητες μερικής τουλάχιστον άρσης των ευρωπαϊκών κυρώσεων θα αυξηθούν το δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Μέχρι τώρα, το Βερολίνο τηρούσε σκληρή στάση έναντι της Μόσχας. Οι γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας έχουν επανειλημμένως προειδοποιήσει πως η Ρωσία ίσως προσπαθήσει να παρέμβει στις επερχόμενες εκλογές στη Γερμανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το Βερολίνο παρακολουθεί επίσης με προσοχή την έγκριση που δίνει η Ρωσία σε ευρωσκεπτικιστικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη. Ωστόσο, το Βερολίνο θα κρατήσει ανοικτά τα κανάλια επικοινωνίας με τη Μόσχα, όσο η Μέρκελ θα συζητά θέματα όπως οι συγκρούσεις σε Ουκρανία και Συρία με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν.
Τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης έχουν πει επίσης πως το Βερολίνο θέλει Ρώσοι αξιωματούχοι να συμμετέχουν στην επερχόμενη σύνοδο των G20, ένδειξη πως η Γερμανία διατηρεί ανοικτές τις επιλογές της στην εξωτερική πολιτική. Αν οι σχέσεις ΗΠΑ-Ρωσίας βελτιωθούν, το Βερολίνο πιθανότατα δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να «ξεπαγώσει» τις δικές του σχέσεις με τη Μόσχα. Εν τούτοις, αν το πράξει, θα πρέπει να προχωρήσει με προσοχή, ώστε να μη θέσει σε συναγερμό τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Επομένως, τους ερχόμενους μήνες η Γερμανία φαίνεται έτοιμη να συνεχίσει τον δρόμο της πολυμερούς προσέγγισης που ακολουθεί από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, βασιζόμενη σε διεθνείς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα στο εξωτερικό. Όμως, η υποστήριξη αυτής της στρατηγικής θα γίνει δυσκολότερη καθώς η διμερής και περιφερειακή συνεργασία απειλεί να αντικαταστήσει σταδιακά τους πολυμερείς θεσμούς του κόσμου.
Η Γερμανία θα κάνει ό,τι μπορεί για να κρατήσει ενωμένη την Ευρωπαϊκή Ένωση, όμως σ’ αυτό το σημείο ο κατακερματισμός του μπλοκ σε μικρότερες περιφερειακές ομάδες ίσως είναι δύσκολο να αποφευχθεί. Ομοίως, η διαμόρφωση μιας συντονισμένης ευρωπαϊκής απάντησης στις κινήσεις εξωτερικής πολιτικής της Ουάσινγκτον θα αποτελέσει πρόκληση καθώς μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάνουν κινήσεις ώστε να σχηματίσουν τους δικούς τους δεσμούς με τη νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Ξανά και ξανά η Γερμανία προσπαθεί να ενισχύσει το μήνυμα ότι μια ισχυρή Ευρώπη απαιτεί μια ισχυρή Γερμανία και πως η σχέση της Ουάσινγκτον με το Βερολίνο είναι πολύ στρατηγική για να εγκαταλειφθεί. Όμως, η τήρηση αυτής της επίσημης γραμμής δεν θα είναι εύκολη σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που καταρρέει και μια αμερικανική κυβέρνηση που είναι απαθής ως προς την επιβίωση του μπλοκ. Και σε μια περίοδο που ο εθνικισμός δημιουργεί βαθιά ρήγματα στην Ευρώπη, παρόμοια συναισθήματα από την πλευρά της Ουάσινγκτον μπορεί απλώς να επιταχύνουν τη διάλυση της ΕΕ.



euro2day

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου