Σελίδες

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2017

Η κρίση, οι «κρίσεις» και οι ένοπλες δυνάμεις

Νέα Πολιτική


του Ιπποκράτη Δασκαλάκη*
Οι πρόσφατες αλλαγές (κρίσεις) στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων πυροδότησαν –έστω και προσωρινά- συζητήσεις και επικρίσεις για σωρεία θεμάτων που επί δεκαετίας ταλανίζουν τον κορυφαίο εκείνο θεσμό που περιβάλλει με συντριπτική εμπιστοσύνη ο ελληνικός λαός. Δεν υποστηρίζω ότι ο θεσμός των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων είναι απαλλαγμένος δυσλειτουργιών, νοοτροπιών και προβλημάτων που χαρακτηρίζουν γενικότερα την ελληνική κοινωνία. Απλά μια μακροχρόνια σφυρηλατούμενη αίσθηση του καθήκοντος των στελεχών σε συνδυασμό με την ύπαρξη μιας ιεραρχικής και πειθαρχημένης δομής και διαδικασιών δημιουργούν τις αναγκαίες ευνοϊκές προϋποθέσεις για τη γενικότερη ομαλή λειτουργία του στρατεύματος.
Αναμφισβήτητα οι περίοδοι πολιτικοποίησης του στρατεύματος παρήλθαν ανεπιστρεπτεί ενώ τα αντίθετα φαινόμενα της κομματικής εμπλοκής και επιρροής της δεκαετίας του ‘80, έχουν σημαντικά ατονήσει. Συμπτώματα εξωθεσμικής παρέμβασης (όχι μόνο κομματικής), κατά την προσωπική μου άποψη, καίτοι δεν έχουν πλήρως μηδενιστεί, βαίνουν συνεχώς μειούμενα και περιορίζονται σε ορισμένες κυρίως επιλογές υψηλών αξιωματούχων (αναμφίβολα απαράδεκτα). Στις απαράδεκτες αυτές ολιγάριθμες καταστάσεις ευθύνες επέχουν αμφότερες οι πλευρές, δηλαδή οι εξωθεσμικοί παράγοντες που προσπαθούν να επιβάλλουν τις επιλογές τους αλλά κυρίως τα στελέχη, οποιουδήποτε επιπέδου, που αποδέχονται –ασχέτως κινήτρου- αυτές τις παρεμβάσεις. Παρά όμως τις μεμονωμένες αυτές παρεκτροπές, η αξιοκρατία στο χώρο των ενόπλων δυνάμεων, η μεθοδικότητα, η αίσθηση καθήκοντος και προσφοράς αποτελούν «άπιαστο όνειρο» για τους υπολοίπους τομείς του ελληνικού δημοσίου μηχανισμού.

Η αιφνιδιαστική λοιπόν σύγκλιση του ΚΥΣΕΑ της 16ης Ιανουαρίου, με τις πραγματικά ριζικές μεταβολές στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων-και κυρίως στο στρατό ξηράς- προκάλεσε προβληματισμό για τη σκοπιμότητα της και κυρίως τον «άκομψο» τρόπο της εκτέλεσης και όχι τόσο για την επιλογή των συγκεκριμένων προσώπων η οποία κρίνεται σε γενικές γραμμές αρκετά επιτυχημένη. Η όλη διαδικασία επανέφερε στη μνήμη μας ανάλογες καταστάσεις του Αυγούστου του 2009 και του Νοεμβρίου του 2011. Αμφότερες οι προαναφερθείσες περιπτώσεις κρίσεως της ηγεσίας δεν ακολούθησαν τις παγιωμένες και προβλεπόμενες διαδικασίες και συνοδεύθηκαν, τυχαία ή μη, από πολιτικές αλλαγές το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.
Σε κάθε όμως περίπτωση, κάθε απομάκρυνση της πλειοψηφίας των ανωτάτων στελεχών από ένα κλάδο των ενόπλων δυνάμεων, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, δημιουργεί αρνητικές εντυπώσεις αλλά και επιπτώσεις στη λειτουργία και συνέχεια του στρατεύματος. Ευτυχώς η γενικότερη δομή και ο επαγγελματισμός των στελεχών απορροφούν τις παραπάνω αναταράξεις αλλά έχει πλέον επέλθει η ώρα για μια ριζική αναμόρφωση της διαδικασίας αξιολόγησης και επιλογής των στελεχών. Γενικότερα απαιτείται μια επαναπροσέγγιση του θέματος της σταδιοδρομίας των στελεχών αλλά και αναμόρφωσης του θεσμού της θητείας με τελικό στόχο την αποτελεσματικότερη και πιο οικονομική (από κάθε άποψη) λειτουργία του στρατεύματος.
Ειδικά τα ζητήματα επιλογής ανωτάτων αξιωματικών και δη των αρχηγών των κλάδων, πρέπει να επιλύονται με θεσμικό τρόπο, μη επιδεχόμενο αμφισβήτησης. Η διαδικασία αυτή πρέπει να προβλέπει θεσμοθέτηση υποχρεωτικών κριτηρίων, χρήση αξιοκρατικών -επί της ουσίας διαδικασιών αξιολογήσεως- και μια απαρέγκλιτη τήρηση των προβλεπομένων διαδικασιών. Μια χρονικά προκαθορισμένη διαδικασία έγκαιρης προεπιλογής 2-3 υποψηφίων αρχηγών, με υποχρέωση την εκ μέρους τους παρουσίασης τεθέντων στόχων και τρόπου επίτευξης αυτών, σε διακομματική επιτροπή της βουλής, κατά τα αμερικανικά πρότυπα, κρίνεται θετική κίνηση. Γενικότερα, η «εξειδίκευση» της πορείας του κάθε στελέχους, με δυνατότητες επιλογής κατεύθυνσης σε κομβικά σημεία της καριέρας του, κατόπιν ικανοτήτων, γνώσεων, εμπειριών, αξιολόγησης και επιθυμίας, θα βελτιώσει το επίπεδο του επαγγελματισμού και θα περιορίσει τις ανεπιθύμητες «τριβές».
Δυστυχώς όμως επικεντρωνόμαστε στα ζητήματα αυτά μόνο τις περιόδους «κρίσεων» των στελεχών ενώ εν συνεχεία, η πεζή πραγματικότητα, οι «επείγουσες» ενασχολήσεις και μια αίσθηση «ομαλής» συνέχειας και λειτουργίας του αμυντικού μηχανισμού απομακρύνουν κάθε προσπάθεια για πραγματικές ρηξικέλευθες αλλαγές που έχει επιτακτική ανάγκη το στράτευμα. Οι αλλαγές αυτές, όπως προαναφέραμε, δεν περιορίζονται στο αριθμό των ανωτάτων και στον τρόπο επιλογής τους. Οι αναγκαίες αλλαγές είναι βαθύτερες και ξεκινούν από το είδος της θητείας, την εκπαίδευση, την εφεδρεία, τη σταδιοδρομία των στελεχών, τη δομή και διοίκηση των δυνάμεων, τον εξοπλισμό και υποστήριξη, την ελληνική αμυντική βιομηχανία και δεκάδες άλλες παραμέτρους περισσότερο ή λιγότερο σημαντικές, με τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας να καταλαμβάνουν περίοπτη θέση ειδικά την περίοδο της σημερινής παρατεταμένης οικονομικής κρίσεως.
Οι αποφάσεις όμως που απαιτείται να λάβουν, αρκετά σύντομα, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, στα παραπάνω ζητήματα προέρχονται από τις συνισταμένες των απαντήσεων σε ουσιώδη ερωτήματα που μας κατατρέχουν και συγκεκριμένα: τι απειλές αντιμετωπίζουμε, τι στόχους βάζουμε, τι οικονομικές δυνατότητες έχουμε για να υποστηρίξουμε τους παραπάνω στόχους και κυρίως τι βούληση έχουμε -ως κοινωνία- για να υποστούμε το κόστος των επιλογών μας. Μόνο με ξεκάθαρες απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα μπορέσουμε, βασιζόμενοι  σε σταθερές, βάσεις να βελτιώσουμε τις αμυντικές μας δυνατότητες και να εξασφαλίσουμε την εθνική μας ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα χωρίς να οδηγηθούμε στην οικονομική κατάρρευση.
* Υποστράτηγος εα, Διευθυντής Μελετών του ΕΛΙΣΜΕ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου