Σελίδες

Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Σύγχρονος καπιταλισμός και ελευθερία των ηθών

Αριστόβουλος

Ο γερμανός κοινωνιολόγος 
Max Weber (1864-1920),
 με το περίφημο δοκίμιο του 
με τίτλο
 “ Η ηθική του προτεσταντισμού και 
το πνεύμα του καπιταλισμού” (1904) 

μας επέστησε την προσοχή στη σημαντική επιρροή που άσκησε στη διεύρυνση της καπιταλιστικής συσσώρευσης η ασκητική ηθική του προτεσταντισμού, ιδιαίτερα υπό την αυστηρότερη μορφή της καλβινιστικής ομολογίας. Η συσχέτιση αυτή, παρά τις έκτοτε κριτικές οριοθετήσεις που έχει υποστεί, δεν έχει ολοκληρωτικά αναιρεθεί. Πράγματι, η αυστηρότητα των ηθών και η εργασιακή πειθαρχία εξακολουθούν και σήμερα να θεωρούνται στοιχεία ευδοκίμησης ενός καπιταλιστικού μοντέλου λειτουργίας της οικονομίας. 

Κράτη όπως η Γερμανία και η Ολλανδία και προσωπικότητες καλβινικού ήθους και θρησκεύματος που αφθονούν μεταξύ των διακεκριμένων επιχειρηματιών σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα επιβεβαιώνουν το κατ' αρχήν βάσιμο της συγκεκριμένης ηθικο-οικονομικής εκτίμησης. Συνιστά όμως η συνάρτηση αυτή και παράγοντα sine quo non της επιβίωσης του καπιταλιστικού συστήματος; Άλλως, πώς μπορεί να συμβιβάζεται συνεχής μεταπολεμική ακμή του καπιταλισμού και η αποθέωση της καπιταλιστικής συσσώρευσης μετά τη δεκαετία του '60, όταν στις δυτικές πρωτίστως κοινωνίες παρατηρείται σημαντική χαλάρωση των ηθών και της κοινωνικής πειθαρχίας που εκδηλώνεται με ιδιαίτερα μάλιστα εμφανή τρόπο στον τομέα της σεξουαλικής απελευθέρωσης;;;;

Το απελευθερωτικό περιεχόμενο της μαρξικής ιδεολογίας ασφαλώς ενεθάρρυνε τη σεξουαλική ελευθερία στις τάξεις των εργατικών μαζών. Οι αντιμαρξιστές αστοί προπαγανδιστές δεν παρέλειψαν από την άλλη να καταλογίζουν απαράδεκτη δήθεν σεξουαλική ελευθεριότητα στις τάξεις των κομμουνιστικών κομμάτων. 

Στις δεκαετίες όμως μετά το 1960 το αρχικό δημογραφικό baby boom συμπορεύτηκε με νεανικά κινήματα κοινωνικής απελευθέρωσης που επεκτάθηκαν μέχρι την διεκδίκηση της νομιμοποίησης των ναρκωτικών, την έμπρακτη καταπάτηση των σχετικών απαγορεύσεων και την κατάκτηση της σεξουαλικής ελευθερίας σε βαθμό αδιανόητο κατά την περίοδο ηθικής σύγχυσης που επεκράτησε στο διάστημα του μεσοπολέμου (1918-1940). 

Η έκταση της ελευθεριότητας στη σεξουαλική ηθική έχει οδηγήσει ήδη στην δημόσια αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων και σε νομικές ρυθμίσεις νομιμοποίησης των συμβιωτικών τους σχέσεων. Η “πρόοδος'' που έχει ως σήμερα συντελεστεί είναι εντυπωσιακή, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην πουριτανική Μεγάλη Βρετανία οι ομοφυλόφιλες σχέσεις υπέκειντο σε ποινική δίωξη μέχρι και το 1967.


Η “κοινωνία της αφθονίας”
 (Τζων Κέννεθ Γκάλμπρέηθ 1963) 

συνοδεύεται ασφαλώς με μεγάλο βαθμό απελευθέρωσης των ευημερουσών κοινωνιών.
 Η απελευθέρωση από την βιοτική ένδεια αναγκαστικά συνεπάγεται ευρύτερες κοινωνικές ελευθερίες. Στις ανεπτυγμένες κοινωνίες προάγεται η εξατομίκευση και διευρύνεται το φάσμα των ατομικών βιοτικών επιλογών. Με τον τρόπον αυτό εκπληρώνεται σε αυξημένο βαθμό το φιλελεύθερο ιδεώδες που εξ αρχής συμπορεύεται με την ελευθερία της αγοράς και την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Η παραδοσιακή πουριτανική σεξουαλική ηθική δεν ήταν επομένως δυνατό να αντισταθεί στις αντίστοιχες ιστορικές πιέσεις. Η χαλάρωση όμως της σεξουαλικής καταστολής συνδέεται και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας στην καπιταλιστική παραγωγή. Η τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής και οι εντυπωσιακές επιπτώσεις της στην παραγωγικότητα του σταθερού κεφαλαίου μείωσαν αντιστοίχως το βαθμό εξάρτησης της συνολικής παραγωγικότητας και της κεφαλαιακής απόδοσης από την ασφυκτική πειθαρχία του εργασιακού δυναμικού.

 Η μετάβαση στη μεταβιομηχανική φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης είναι σχεδόν ταυτόσημη με την αχρήστευση (redundancy) του προλεταριάτου ως εξειδικευμένης κοινωνικής τάξης στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Η πολλαπλασιαστική επίδραση του σταθερού κεφαλαίου στην παραγωγικότητα τείνει να μειώνει σταθερά τη συμμετοχή του μεταβλητού στην παραγωγική διαδικασία.

Μια κοινωνία και ιδιαίτερα μια τάξη κεφαλαιούχων που για την αναπαραγωγή της δεν χρειάζεται πλέον το προλεταριάτο και την αυστηρή του κοινωνική διαπειθάρχηση, όπως συνέβαινε τον 19ο αιώνα, δεν παύει για την βιωσιμότητά της να χρειάζεται την εντατική ζήτηση καταναλωτικών αγαθών και εκτεταμένου φάσματος υπηρεσιών που να αυξάνουν κατακόρυφα τη συνολική ζήτηση. 

Στο πλαίσιο των διευρυμένων αναγκών συνολικής ζήτησης αποκτά ιδιαίτερο νόημα η χαλάρωση της σεξουαλικής καταστολής και η γενικότερη ενθάρρυνση της στροφής σε απαγορευμένες ή και αδιανόητες στο παρελθόν απολαύσεις η οποία πρακτικά εξειδικεύεται με την έκρηξη της πολυφασματικής ζήτησης μέσων και υπηρεσιών απόλαυσης (από σπορ αυτοκίνητα, γιώτς, αθλοπαιδιές, παραφερνάλια ειδικών δραστηριοτήτων-αξεσουάρ-μέχρι καλλυντικά, είδη υγιεινής, κοσμήματα,delicatessen, εμμίσθους τρόπους ψυχαγωγίας, και ακόμα ευρύ φάσμα ψυχοτρόπων ουσιών για όλη τη γκάμα εισοδημάτων-κρακ για νέους, ηρωϊνη για φτωχούς ή κοκαϊνη για φιλόδοξους και ανταγωνιστικούς χρηματοπιστωτικούς εμπορομεσίτες- traders-συμπεριλαμβανομένων στη λίστα, γιατί όχι, και των ψυχοφαρμάκων για “κοσμητικούς'' απλώς και όχι ψυχοθεραπευτικούς λόγους και τόσα άλλα διεγερτικά η υποκατάστατα της ηδονής. 

Η νομιμότητα ή όχι όλων αυτών δεν έχει καμμιά απολύτως σημασία εφ' όσον το αντίστοιχο χρηματικό αντίκρυσμα, βρώμικο ή μη, υποχρεωτικά κάποια στιγμή θα επανενταχθεί στο κύκλωμα της κεφαλαιακής αναπαραγωγής.).

Ο λιμπεραλισμός των σημερινών μεταβιομηχανικών κοινωνιών επιδίδεται ως εκ τούτου στην αλλαγή των προδιαγραφών του ίδιου του εργασιακού υποκειμένου. Το νέο εργασιακό υποκείμενο από ελεγχόμενος αυστηρά και νυχθημερόν μαζικός εργοστασιακός στρατιώτης μεταποιείται με την αλλοτριωτική επιτάχυνση του εικοστού αιώνα σε ναρκισσευόμενο καταναλωτή προϊόντων και χρήστη υπηρεσιών, η προσωπική ταυτότητα του οποίου στηρίζεται όλο και περισσότερο σε “πακέττα” τυποποιημένων εμπορευσίμων αγαθών, η διακατοχή και απόλαυση των οποίων δομεί την προσωπικότητα του διακατέχοντος ή χρήστη στη βάση αξιών του “έχειν” και όχι του ''είναι”, αποδεσμεύοντας έτσι και την ίδια την παιδεία/εκπαίδευση από τον παραδοσιακό προσανατολισμό σε αξιακές δομές με οντολογικό προσανατολισμό.

          Υπό το φως του συγκεκριμένου ηθικο-οικονομικού μετασχηματισμού γίνεται ευκολότερα αντιληπτή και η αναβάθμιση της σημασίας της λειτουργίας του ιδιωτικού χρέους στη μεταβιομηχανική οικονομία. Η κατανάλωση του χρέους εμφανίζεται τυπικά ως μια διαδικασία αντιστάθμισης της ελλειπτικής συμμετοχής των μεσοκατώτερων περισσότερο εργαζομένων και στελεχών στη νομή των επιχειρηματικών κερδών, προκειμένου η αποδοτικότητα του κεφαλαίου να μην επιβαρύνεται από μιαν αναλογικά συμμετρική συμμετοχή των μισθών στην αύξηση των κερδών, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στη φαλκίδευση του μοναδιαίου κόστους παραγωγής και κατ' επέκταση στην υποβάθμιση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας. Η μεσοανώτερη εκ παραλλήλου στελεχιακή στρωμμάτωση εξωθείται στην καταναλωτική πραγμοποίηση (reification) με την δολερότερη πρακτική των bonus και των μετοχικών επιδομάτων απόδοσης. Οι επιπλοκές βεβαίως αυτής της μεταβιομηχανικής στρατηγικής αμοιβών έχουν συμβάλει σημαντικά στις χρηματοπιστωτικές εκτροπές που οι μεταβιομηχανικές κοινωνίες βιώνουν σήμερα με διάφορες οδυνηρές μορφές.

Η σεξουαλική απελευθέρωση είχε ως οικονομικο-κοινωνικό αποτέλεσμα την προσθήκη στην οικονομία της αγοράς ενός ολόκληρου νέου οικονομικού κυκλώματος-τομέα: του σεξισμού. Η βιολογική οικονομία της libido αντικειμενοποιείται σε πραγματική εμπορική οικονομία. Ο τομέας αυτός διαπερνά/διαβρώνει όλους τους άλλους τομείς της οικονομίας και της ζωής (καταναλωτικά “αγαθά ειδικών χρήσεων”, ρουχισμός, υγεία, ιατρική, φαρμακολογία, διαιτολογία, καλλυντικά, μορφές “ψυχαγωγίας'', αντίστοιχα “ειδικός” τουρισμός, μιντιακά θεάματα, βιβλία κλπ. ). Είναι πασιφανέστατος ιδίως ο σεξιστικός προσανατολισμός των μέσων μαζικής ενημέρωσης που αποτελούν και τον κυριότερο δίαυλο καταναλωτικής διέγερσης και συμπεριφορικής προτυποποίησης, ενώ οι ανοικτές σεξιστικές λεωφόροι του διαδικτύου είναι ασφαλώς αδύνατο να υπαχθούν σε οποιονδήποτε αντίστροφο κοινωνικό πειθαναγκασμό. 

Αντίθετα, λειτουργούν ως προπομπός των δοκιμαστικών επιτηδεύσεων που προωθούνται στη μαζική διανομή. Σε όλους αυτούς τους τομείς σε τελευταία ανάλυση λειτουργεί ένας σεξιστικός ''πολλαπλασιαστής” οικονομικού αποτελέσματος που αυξάνει τις πωλήσεις δια μέσου της πρόκλησης και της διέγερσης, χωρίς άλλου είδους σταθμίσεις κοινωνικών αντικτύπων.

    Την κοινωνία της αφθονίας δημιούργησε η εντατική εργασία ενός πειθαρχημένου εργασιακού υποκειμένου το οποίο από τα τέλη του 19ου αιώνα ανταμείφθηκε αναλογικά με ένα καθεστώς κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλειας, η αποκορύφωση του οποίου είχε συντελεστεί ιστορικά στα μέσα της δεκαετίας του '80. Η πορεία προς την ολοκλήρωση του λεγόμενου “κοινωνικού κράτους πρόνοιας” (welfare state) διαδραματίστηκε ανοδικά στα πλαίσια μιας ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης που απετέλεσε την ιστορική δικαίωση της πολιτικής σοσιαλδημοκρατίας. Ως απόρροια και ιστορικό παράγωγο της “κοινωνίας της αφθονίας”, με ισχυρά πρόσθετα στοιχεία πολιτικού μετασχηματισμού εμφανίζεται από τα μέσα του '60 η “κοινωνία της απελευθέρωσης”, με την πληθώρα των επί μέρους (τομεακών) απελευθερωτικών κινημάτων και την ελαστικότατη διεύρυνση των περιθωρίων κοινωνικής ανοχής. 

Η πρόσθετη διάσταση της πολυπολιτισμικότητας μέσα στους αστικούς ιδίως πυρήνες των δυτικών κοινωνιών προσδίδει στην κοινωνία της απελευθέρωσης μια διεθνιστική-υπερεθνική χρώση. Ενώ όμως η κοινωνία της αφθονίας στηρίχτηκε στην ανέλιξή της σε οργανωμένη πολιτική συναίνεση την οποία και επιστέγασε η κοινωνική/προνοιακή ολοκλήρωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας του εικοστού αιώνα, η παράγωγη κοινωνία της απελευθέρωσης δεν δείχνει, παρά την εξάπλωσή της κατά μήκος των διαδρομών της παγκοσμιοποίησης, να στηρίζεται σε επαρκή και οργανωμένη πολιτική νομιμοποίηση. Την πολιτικά ενεργό συναίνεση έχει υποκαταστήσει η πολιτικά αμφίσημη στάση της ανοχής. Το “ανέχομαι” όμως νοηματικά δεν ταυτίζεται απολύτως με το “αποδέχομαι”. Το θετικό στοιχείο της αποδοχής είναι μέσα στην έννοια της ανοχής σημαντικά αποδυναμωμένο. Υπό το φως της πολιτικής φαινομενολογίας, ανοχή και συναίνεση αξιολογούνται ως ταυτόσημες λόγω της σύγκλισης σε κοινό συμπεριφορικό αποτέλεσμα. 

Οι ενδιάθετες όμως αιτίες δεν παύουν να διαφέρουν. Στον ψυχολογικό πυρήνα της ανοχής ενυπάρχει ενδιάθετος καταναγκασμός. Ως εκ τούτου στις κοινωνίες τη ανοχής πολυποίκιλα στοιχεία εν δυνάμει αποσταθεροποίησης υποθέτουμε ότι απλώς καθεύδουν. Με δεδομένο μάλιστα ότι οι κοινωνίες της απελευθέρωσης συμβαδίζουν ιστορικά με την απελευθέρωση των αγορών του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου και τη συνολική απορρύθμιση του οικονομικού βίου που συνεπάγονται ραγδαία αποδόμηση του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού /προνοιακού υποδείγματος και την προβληματικότητα της απασχόλησης, ο συνδυασμός ανεργίας και εύθραυστης πολυπολιτισμικής συνύπαρξης συνιστά στα θεμέλια των κοινωνιών της ανοχής ένα επικίνδυνα εκρηκτικό μείγμα. Οι δυσκολίες επομένως της πολιτικής διαχείρισης είναι πρόδηλες. 

Το ερώτημα  λοιπόν κατά πόσον οι κοινωνίες της ανοχής, της πολυπολιτισμικότητας και της απελευθέρωσης θα αποδειχτούν ικανές να συνεχίζουν να στηρίζουν μακροπρόθεσμα το πολιτικό μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και υπό ποίους διαφοροποιημένους όρους και συνθήκες αποτελεί την μείζονα πολιτική πρόκληση του 21ου αιώνα. Για την πιθανή απάντηση στο ερώτημα αυτό τίποτα επί του παρόντος δεν μπορεί να προκριματιστεί. Είναι αρκούντως επομένως σαφές ότι η ιστορία δεν έχει τελειώσει. Αντίθετα, ίσως τώρα μόλις εισέρχεται στην πιο αγωνιώδη στροφή της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου