Σελίδες

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Η μάχη στην «Ταράτσα» της Γκιώνας (22/23 Ιουνίου 1943) Οι άγνωστες λεπτομέρειες της δεύτερης επίθεσης του ΕΛΑΣ εναντίον του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων του Συνταγματάρχη Δ. Ψαρρού.

Θέματα Ελληνικής Ιστορίας

Αφιερωμένο
στους αφανείς πρωταγωνιστές της μάχης της Γκιώνας,
στον θρυλικό Ιερέα του Λευκαδιτίου παπα-Ηλία Λακαφώση,
και ιδιαίτερα,
στον αξέχαστο πατέρα μας, Μήτσο Κούτρα
γνήσια παιδιά της γενέθλιας Δωρικής Γής
καλούς και γενναίους εκπροσώπους μίας τίμιας γενιάς,
που μάτωσε παλεύοντας στα βουνά της Ελλάδας
και μόχθησε στο στίβο της ζωής
για να μας παραδώσει στη δύση της, μία Ελλάδα
πολύ καλύτερη – με όλα της τα προβλήματα - από αυτήν
που θα παραδώσουμε εμείς στην επόμενη γενιά
Γράφουν οι: Κώστας Δ. Κούτρας & Γιώργος  Δ. Κούτρας (αποκλειστικά για τα Θέματα Ελληνικής Ιστορίας)

Πίνακας περιεχομένων

Εισαγωγικό
Το περίγραμμα των γεγονότων μέχρι την μάχη στη Γκιώνα
Η 22α Ιουνίου του 1943 στο χωριό Λευκαδίτι
H εξέλιξη της μάχης
Τα μετά τη μάχη της «Ταράτσας» γεγονότα.
Η μάχη της «Ταράτσας» στην ιστοριογραφία της Κατοχής
Επίμετρο στα πρόσωπα
Επίλογος

Εισαγωγικό

Πέρασαν εβδομήντα δύο χρόνια από την μάχη στην «Ταράτσα» της Γκιώνας, η οποία σηματοδότησε την δεύτερη προσπάθεια του ΕΛΑΣ να διαλύσει ενόπλως το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων του Συνταγματάρχη Δημητρίου Ψαρρού κατά τις πρώτες ημέρες της δεύτερης συγκρότησής του.
Η μάχη στην «Ταράτσα» είναι κάπως «παραμελημένη» ιστοριογραφικά, «συμπιεσμένη» ανάμεσα στην πρώτη διάλυση του Συντάγματος και στην τρίτη τραγική του διάλυση, την επομένη του Πάσχα του 1944. Οι λεπτομέρειες της μάχης είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό και λίγες περιγραφές της υπάρχουν, κυρίως σε κείμενα αξιωματικών του 5/42 όχι εύκολα προσβάσιμα στο συνολό τους. Αποτελεί ζήτημα ερμηνείας το γιατί τα διάφορα ιστοριογραφικά κείμενα προσπερνούν βιαστικά (και μερικές φορές, τελείως) την μάχη αυτή, και κάπου παρακάτω σε αυτό το άρθρο θα καταθέσουμε και εμείς την δική μας ερμηνεία. Ωστόσο, το παρόν σημείωμα έχει ως κύριο στόχο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις λεπτομέρειες του ιστορικού αυτού γεγονότος, οι οποίες πιθανώς φωτίζουν εκ των υστέρων κάποια από τα ερωτήματα που αφορούν στην τραγική τύχη του Συντάγματος, σίγουρα όμως συνεισφέρουν στην αποτύπωση της αντίληψη των πραγμάτων που είχε ο Συνταγματάρχης Ψαρρός . Οι λεπτομέρειες που παραθέτουμε έχουν διασωθεί από την προφορική αφήγηση των αφανών πρωταγωνιστών της και ήταν εν πολλοίς γνωστές περισσότερο στον κύκλο των μαχητών του 5/42 ΣΕ, οι περισσότεροι εκ των οποίων έχουν φύγει πλέον από τη ζωή. Τα γεγονότα παρατίθενται με κάποιες δικές μας εκτιμήσεις και σχόλια που τίθενται στην κρίση του φιλίστορος αναγνώστη, ο οποίος ας έχει κατά νου πως «το μονοπάτι της προφορικής ιστορίας, κοινός τόπος στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ της κατοχικής ιστορίας επηρεάζει τη μορφή και το σχήμα της αφήγησης..», για να δανειστούμε αυτούσια μία ταιριαστή φράση από ένα ενδιαφέρον πρόσφατο βιβλίο[i].
Τα όσα προηγήθηκαν της μάχης στην «Ταράτσα», αλλά και τα όσα ακολούθησαν, στο χρονικό των προσπαθειών του ΕΛΑΣ να ελέγξει ή να διαλύσει τον ένοπλο σχηματισμό του Συνταγματάρχη Ψαρρού, είναι πολύ περισσότερο γνωστά. Θα τα επαναλάβουμε εν τάχει, για λόγους πληρότητας του σημειώματος και για τον αναγνώστη που δεν έχει πλήρη εικόνα του χρονικού που εκτυλίχθηκε στα βουνά της Ρούμελης.
Tο περίγραμμα των γεγονότων μέχρι την μάχη στην Γκιώνα.

Ο Συνταγματάρχης Δημ. Ψαρρός
Το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων ήταν ο ένοπλος βραχίονας της οργάνωσης ΕΚΚΑ (Εθνική και Κοινωνική Απελευθέρωσις) και άρχισε να συγκροτείται την Άνοιξη του 1943 (με σημαντική, και μοιραία όπως αποδείχθηκε, καθυστέρηση) από τον Συνταγματάρχη Δημήτριο Ψαρρό, γνωστό Βενιζελικό αξιωματικό με μεγάλη πολεμική εμπειρία (συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους, στο Μακεδονικό Μέτωπο, στην Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία και στο Μικρασιατικό Μέτωπο), απότακτο του κινήματος του 1935.
Ο Δημ. Ψαρρός, γεννημένος στο Χρισσό της Παρνασσίδας και μεγαλωμένος στην Άμφισσα, ήταν στρατιωτικός με μεγάλο κύρος και ακτινοβολία στην περιοχή της Φωκίδας, ενώ έχαιρε εκτίμησης και σεβασμού στο Σώμα των ανώτερων και κατώτερων αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού. Στις 20 Απριλίου του 1943 έγινε η ορκωμοσία του πρώτου σχηματισμού του Συντάγματος, στη θέση «Λυκοχορός» της Βουνιχώρας, στην ορεινή Δωρίδα. Για την συγκεκριμένη ανταρτική οργάνωση, είχε σκόπιμα υιοθετηθεί η ονομασία του προπολεμικού Συντάγματος Ευζώνων Λαμίας (5/42 ΣΕ), το οποίο είχε ήδη περάσει στη σφαίρα του θρύλου με την πολεμική του δράση στη Μικρά Ασία υπό τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα, ενώ είχε και πιο νωπές πολεμικές δάφνες από το Βορειοηπειρωτικό Μέτωπο του ’40, στον τομέα ευθύνης της VIII Mεραρχίας. Την ορκωμοσία, ακολούθησε λίγες ημέρες μετά (13/14 Μαϊου 1943) η πρώτη διάλυση του Συντάγματος, στο σταθμό Διοικήσεως του, στη Στρώμη της Δωρίδας, με τρόπο παράδοξο αλλά απολύτως ενδεικτικό της αγαθότητας του Διοικητή του. Ο Άρης Βελουχιώτης, εμφανίστηκε με ισχυρή δύναμη ανταρτών του ΕΛΑΣ στο γειτονικό Μαυρολιθάρι, επισκέφθηκε τον Σ/χη Ψαρρό σε μία - κατ' επίφαση - κίνηση αβροφροσύνης και του ζήτησε τα συνθηματικά των φυλακίων ασφαλείας του Συντάγματος, με πρόσχημα την διέλευση ενός δικού του τμήματος ανταρτών. Την επομένη ημέρα συνέλαβε  κοιμώμενο - κυριολεκτικά και μεταφορικά – στη Στρώμη τον Συνταγματάρχη Ψαρρό και κάποιους αξιωματικούς του. Υπό καθεστώς περικυκλώσεως και με την απειλή της αιματοχυσίας, οι αντάρτες του 5/42 – πλην ολίγων – αφοπλίστηκαν, και το Σύνταγμα διαλύθηκε άδοξα. Με την παρέμβαση των αξιωματικών της συμμαχικής αποστολής (Eddie Myers), ο Ψαρρός αφέθηκε ελεύθερος λίγες ημέρες μετά, όπως και όλοι οι συλληφθέντες αξιωματικοί του 5/42. Kατέφυγε αρχικά στο χωριό Λευκαδίτι με τον Υπολοχαγό Γ. Καϊμάρα και μετά στη Γκιώνα (Ταράτσα) μαζί με τον Αντισυνταγματάρχη Λαγγουράνη.


Η σύλληψη του Ψαρρού και των αξιωματικών του και ο αφοπλισμός των ανταρτών του στη Στρώμη, προκάλεσε αντιδράσεις. Από πλευράς ΕΛΑΣ, αποδόθηκε σε «πρωτοβουλία» του Βελουχιώτη ο οποίος έδρασε σύμφωνα με όσα του μετέφερε ο «καπετάν Ορέστης» του ΕΛΑΣ Αττικής (Ανδρέας Μούντριχας, ο οποίος πολύ αργότερα βρέθηκε στη χορεία των «χαφιέδων», των «υπόπτων», των «προβοκατόρων», φαινόμενο όχι ιδιαίτερα ασυνήθιστο στην ιστορική πορεία της Αριστεράς, ιδιαίτερα μετά από κάποια ήττα), σε «παρεξήγηση» του καπετάν Ορέστη σε σχέση με την επίσημη γραμμή και άλλες παρόμοιες εύσχημες υπεκφυγές, κατάλληλες μόνο για όποιον είναι διατεθειμένος να τις δεχθεί εκ των προτέρων.
Περί το τέλος Μαϊου 1943, ο Ταξίαρχος Eddie Myers έλαβε εντολή από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ) να ανασυγκροτήσει και να συντονίσει το ελληνικό αντάρτικο, εντείνοντας τις επιχειρήσεις του, με στόχο την παραπλάνηση των γερμανικών δυνάμεων εν όψει της αποβατικής επιχείρησης στη Σικελία (Ιούνιος 1943). Μετά από συνεννόηση, ο Ψαρρός ξεκίνησε την προσπάθεια ανασυγκρότησης του Συντάγματός του. Πορευόμενος ανά τη Δωρίδα και την Παρνασσίδα, ήλθε πάλι σε επαφή με τους αξιωματικούς του και τους πυρήνες της οργάνωσής του στη Φωκίδα. Τελικά, περί τα μέσα Ιουνίου 1943 συγκρότησε ξανά ένα ένοπλο τμήμα που αριθμούσε περίπου 200 αξιωματικούς και αντάρτες και άρχισε να λαμβάνει ρίψεις οπλισμού από το ΣΜΑ. Όπως αναφέρει στο βιβλίο του ο (τότε) Λοχαγός Αθανάσιος Κούτρας [i.i] (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας):
«Εκ περιτροπής, οι αξιωματικοί Κούτρας, Καϊμάρας και Ντούρος υποδέχθηκαν ρίψεις από 5ης μέχρι 20ης Ιουνίου. Με τις ρίψεις των αεροπλάνων άρχισε ο εξοπλισμός των προσερχομένων μαχητών και έτσι ανασυγκροτήθηκε μερικώς το Σύνταγμα, πλαισιωθέν με τους ίδιους αξιωματικούς και επιπλέον τον αντισυνταγματάρχη Παπαβασιλείου, ταγματάρχη Κρανιά, έφεδρο υπολοχαγό Τεμπέλη (Γιάνναρο), έφεδρο ανθυπολοχαγό Παπαριστείδη και ανθυπασπιστή Τσίγκα. Η τελευταία ρίψη είχε γίνει την 21η Ιουνίου και ακόμη δεν είχαν διατεθεί τα υλικά για εξοπλισμό ανδρών. Η δύναμη του Συντάγματος ανήρχετο σε 200 περίπου μαχητές [Αθανασίου Κούτρα: Εθνική Αντίσταση 1941-1944, Αθήνα 1981, έκδοση του συγγραφέα, σελ. 56.]
Το βράδυ της 22ας προς την 23η Ιουνίου 1943, ισχυρή δύναμη του ΕΛΑΣ επιτέθηκε στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, στη θέση «Ταράτσα» της Γκιώνας, με σκοπό τη διάλυση του, όπως είχε επιτύχει ένα μήνα πριν στη Στρώμη. Η επίθεση του ΕΛΑΣ απέτυχε πλήρως από στρατιωτική άποψη, όπως θα δούμε λεπτομερώς παρακάτω σε αυτό το σημείωμα. Πέτυχε όμως σαφέστατα τον «πολιτικό» της στόχο, που ήταν η διάλυση του Συντάγματος. Η επίθεση αποκρούστηκε επιτυχώς, προκάλεσε όμως την πραγματικά δυσνόητη απόφαση του Συνταγματάρχη Ψαρρού να διατάξει – μετά από μερικές ημέρες - την «αυτοδιάλυση» του ένοπλου σχηματισμού του, απογοητεύοντας τους αντάρτες και τους αξιωματικούς του και καταρρακώνοντας το ηθικό τους. Η απόφαση αυτή μπορεί να εξηγηθεί μόνο υπό το πρίσμα της απίστευτα ιδεαλιστικής ψυχοσύνθεσης του Συνταγματάρχη Ψαρρού, ο οποίος άλλωστε – όπως αποδείχθηκε με τραγικό τρόπο μερικούς μήνες αργότερα – αδυνατούσε να αντιληφθεί την ορθή πολιτική διάσταση των όσων διαδραματίζονταν ήδη στα βουνά της Ελλάδας (αλλά και εκτός αυτής) και δεν άντεχε να βλέπει τον αδελφοκτόνο σπαραγμό που ξεκινούσε, πολλώ δε μάλλον να συμμετέχει ενεργά σε αυτόν. Όπως έγραψε εύστοχα ο Αλεξ. Ζαούσης «ήταν μία πράξη υπερβολικής πραότητας σε έναν αγώνα στα βουνά, όπου τα πάθη είχαν αρχίσει να θεριεύουν ....» [Αλέξανδρου Ζαούση: Οι δύο όχθες 1939-1945, Αθήνα 1987, εκδόσεις Παπαζήση, Μέρος Β(Ι), σελ. 287.]
Τα περισσότερα ιστορικά κείμενα αναφέρονται κάπως λιτά και λακωνικά στη μάχη της «Ταράτσας». Πολλά από τα κείμενα της φίλα προσκείμενης στην ΕΑΜική Αντίσταση ιστοριογραφίας την προσπερνούν τελείως, ενώ άλλα την αναφέρουν εν παρόδω, σαν ένα μικρής σημασίας επεισόδιο στις αντιπαραθέσεις μεταξύ του ΕΛΑΣ και των άλλων αντιστασιακών ομάδων, για τις οποίες έχουν γραφτεί πολλά. Λεπτομέρειες βρίσκει κανείς κυρίως στα ιστορικά κείμενα που εξιστορούν τη συγκρότηση και τη δράση του 5/42 και από τα οποία αντλούμε και στο παρόν άρθρο. Και να πώς ξεκινούν κάπως λιτά, την αναφορά τους στην επίθεση που δέχθηκε το Σύνταγμα, ενώ εσυγκροτείτο για δεύτερη φορά (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας):
«Το Σύνταγμα είχε πάρει τα συνηθη μέτρα ασφαλείας για την περίπτωση κινήσεων των Ιταλών προς την Γκιώνα. Το απόγευμα της 22ας Ιουνίου έφθασε σύνδεσμος της οργανώσεως του Συν/τος από το χωριό Λευκαδίτι, ο οποίος ανέφερε ότι σημαντική δύναμη του ΕΛΑΣ (800 περίπου άνδρες) συγκεντρώθηκε στο εν λόγω χωριό, με τον σκοπόν δήθεν να επιτεθεί εναντίον της Ιταλικής φρουράς του Λιδωρικίου.» [Γεωργίου Καϊμάρα: Το Χρονικό μίας Θυσίας, Δημ. Ψαρρός και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, 3η  εκδοση, Αθήνα 1984, εκδ. Σιδέρη, σελ. 80.]

«29 Μαϊου διατάζει η Μ. Ανατολή να ξανασυσταθεί το 5/42, κι ο Ψαρρός ξαναγυρίζει στην Γκιώνα. Αλλά ο Τζεφ τον αφήνει να φυτοζωή. Δεν περνάει ούτε μήνας που ένας χωριάτης από το Λευκαδίτη αναγγέλλει στον Ψαρρό πως 800 ελασίτες του Νικηφόρου έρχονται να τον χτυπήσουν.» [Χρήστου Ζαλοκώστα: Το Χρονικό της Σκλαβιάς, Αθήνα 1997 (επανέκδοση), εκδόσεις Εστία, σελ. 217.]
Η λιτή αυτή περιγραφή, κρύβει όμως μία μικρή αλλά ενδιαφέρουσα – όπως πιστεύουμε – ιστορία, την οποία καταθέτουμε σε αυτό το σημείωμα. Και της οποίας τα ιστορικά παρεπόμενα, δεν στερούνται καθόλου σημασίας. Στην αφήγηση των γεγονότων παρακάτω, το «μονοπάτι της προφορικής ιστορίας» αλληλοδιαδέχεται την εξιστόρηση από τις ιστορικές πηγές, ενώ κάπου παρεμβάλλουμε τα δικά μας σχόλια και τις δικές μας εκτιμήσεις, με τρόπο που (ελπίζουμε πως) επιτρέπει στον αναγνώστη να τα διαβάσει ή να τα παραλείψει στην αναγνώσή του, κατα το δοκούν.
Η 22α  Ιουνίου του 1943 στο χωριό Λευκαδίτι

Το πρωί της 22ας Ιουνίου του 1943, στο χωριό Λευκαδίτι της ΒΔ Δωρίδας, εμφανίστηκε δύναμη 800 ανδρών του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον έφεδρο υπολοχαγό Φοίβο Γρηγοριάδη[ii]Βερμαίο»), τον Ανθυπίλαρχο Δημήτριο ΔημητρίουΝικηφόρο») και τον Ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κατσίμπα. Εγκατέστησε φυλάκια περιμετρικά στο χωριό, πρόχειρο Σταθμό Διοίκησης στο Σχολείο του χωριού και ανακοίνωσε στους κατοίκους του πως είχε στρατοπεδεύσει προσωρινά για να ετοιμάσει επίθεση εναντίον της Ιταλικής φρουράς του Λιδωρικίου. Ταυτόχρονα, οι επικεφαλής του τμήματος του ΕΛΑΣ έδωσαν εντολή να παρουσιαστούν στο Σχολείο, τα μέλη της μαχητικής ομάδας του 5/42 στο χωριό.
Στα μέλη της Οργάνωσης του 5/42 στο χωριό, σήμανε αμέσως συναγερμός. Εξ αρχής, όλοι υποπτεύθηκαν πως ο στόχος της προετοιμαζόμενης επίθεσης δεν βρισκόταν στο Λιδωρίκι: η πόλη του Λιδωρικίου ήταν πρωτεύουσα επαρχίας (και η μοναδική που κάηκε από τους Γερμανούς, στις 29 Αυγούστου του 1944), διέθετε ισχυρή Ιταλική φρουρά δυνάμεως (μειωμένου) Συντάγματος, υπήρχε οχύρωση και Πυροβολικό, ενώ ο Ιταλός διοικητής της Φρουράς ήταν μάλλον «σκληρός», όπως απέδειξε η στάση του λίγο καιρό αργότερα (12/13 Σεπτεμβρίου 1943) στις διαπραγματεύσεις για την παράδοση της πόλης και την μάχη που ακολούθησε. Επίσης, υπήρχε ισχυρή Γερμανική δύναμη στην Άμφισσα. Το καλοκαίρι του 1943, ο ΕΛΑΣ δεν διέθετε τις δυνάμεις, τον οπλισμό και την εμπειρία για μία «θεαματική» ενέργεια τέτοιου είδους, και δεν χρειαζόντουσαν εξειδικευμένες στρατιωτικές γνώσεις για να φτάσει κανείς σε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Τα μέλη του 5/42 στο Λευκαδίτι γνώριζαν πως το Σύνταγμα εκείνες τις ημέρες εσυγκροτείτο στην εγγύς περιοχή και είχε εγκαταστήσει τον Σταθμό Διοικήσεώς του στη θέση «Ταράτσα» της Γκιώνας. Στο μυαλό τους ήταν σαφές πως η παρουσία της ισχυρής δύναμης του ΕΛΑΣ στο χωριό εν ώρα συγκροτήσεως του Συντάγματος, ήταν ύποπτη.
Το 5/42 διέθετε ισχυρά ερείσματα στο Λευκαδίτι, το οποίο κείται σε κομβικό σημείο βορείως του Λιδωρικίου και «ελέγχει» την Γκιώνα και τις διαδρομές της. Οι οικογένειες του (Προέδρου της Κοινότητας, παππού μας) Γιώργη Κούτρα, του παπα-Ηλία Λακαφώση, του Χ. Κοτσίκη (ο Χαράλαμπος Κοτσίκης ήταν ο υπεύθυνος της Οργάνωσης του Συντάγματος στο χωριό, ο πιο «ζωηρός» και ατίθασος από την μαχητική του ομάδα, γεγονός που το πλήρωσε τελικά με τη ζωή του τον Απρίλιο του 1944), του Βασ. Σπαή, του Χρ. Γεροδήμου, του Γ. Καλατζή, και άλλες οικογένειες, ήσαν μυημένες στην Οργάνωση και αφοσιωμένες στον Συνταγματάρχη Ψαρρό και τον αγώνα του.  
«Ψυχή» της οργάνωσης του Συντάγματος στο Λευκαδίτι, ήταν ο ιερέας του χωριού, παπα-Ηλίας Λακαφώσης, σπουδαίος ιερωμένος και άνθρωπος, ίσχυρή προσωπικότητα και εμβληματική φυσιογνωμία του χωριού για πολλές δεκαετίες. Ο Συνταγματάρχης Ψαρρός είχε περάσει από το Λευκαδίτι αρκετές φορές, ιδίως στο διάστημα Μαίου-Ιουνίου 1943. Στο σπίτι του παπα-Ηλία, στη διάρκεια της διαδρομής του 5/42 στα βουνά της Ρούμελης, φιλοξενήθηκε ο ίδιος ο Ψαρρός και οι αξιωματικοί του, ο αδελφός του Χαράλαμπος Ψαρρός (μεταπολεμικά, υπουργός των κυβερνήσεων Πλαστήρα και Παπάγου) κατευθυνόμενος στο Αρχηγείο του Συντάγματος, και ο πολιτικός Γεώργιος Καρτάλης, ηγέτης της ΕΚΚΑ.  
Επαναλαμβάνουμε πως ο Ψαρρός με τον Υπολοχαγό Γ. Καϊμάρα κατέφυγαν στο Λευκαδίτι μετά την πρώτη διάλυση του Συντάγματος, έχοντας εμπιστοσύνη στους ανθρώπους τους εκεί και αισθανόμενοι ασφάλεια στο χωριό. Ο Συνταγματάρχης και κάποιοι εκ των αξιωματικών του, είχαν φιλοξενηθεί πολλές φορές και στο σπίτι της οικογενείας Κούτρα, ο δε Ψαρρός είχε χρησιμοποιήσει πολλές φορές ως οδηγό τον (τότε, 21 ετών νεαρό) πατέρα μας Μήτσο Κούτρα για να μετακινηθεί γρήγορα και με ασφάλεια στη Γκιώνα. 
Να σημειώσουμε πως, κάπως διασταλτικά - και σε χρόνο ελαφρώς μεταγενέστερο του επεισοδίου που εδώ περιγράφουμε, στην ομάδα του Λευκαδιτίου θα πρέπει να συγκαταλέγεται και ο τότε νεαρός Ανθυπολοχαγός Ευθύμιος Καραγιάννης, ο μετέπειτα (ως Υποστράτηγος) Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Εθνικής Φρουράς στην Κύπρο κατα τις επιχειρήσεις του δεύτερου Αττίλα (σταλείς από την κυβέρνηση Καραμανλή να αναλάβει την διαλυμένη από το Πραξικόπημα και τον «Αττίλα Ι» Εθνική Φρουρά, στις αρχές Αυγούστου 1974) και αρχηγός ΓΕΣ (1980-1982). Ο Ευθύμιος Καραγιάννης, δεύτερος εξάδελφος του πατέρα μας, ήταν «γέννημα», αλλά όχι «θρέμμα» του Λευκαδιτίου, καθώς γεννήθηκε στο χωριό από γονείς Λευκαδιτιώτες, αλλα η οικογενειά του έφυγε στην Αθήνα όταν ήταν πολύ μικρός. Όταν τον Αύγουστο του 1943 βγήκε στο βουνό με τον Ψαρρό ως νεαρός Ανθυπολοχαγός, περνούσε συχνά από το χωριό και χρησιμοποιούσε τα μέλη της ομάδας του για αποστολές του Συντάγματος.

Το Σχολείο του Λευκαδιτίου, στην αυλή του σχεδιάστηκε η επίθεση του ΕΛΑΣ.[Αρχείο Κων/νου Λακαφώση]
Οι υποψίες τους μεταβλήθηκαν ταχύτατα σε βεβαιότητα. Οι επικεφαλής του τμήματος του ΕΛΑΣ είχαν λάβει ισχυρά μέτρα ασφαλείας ελέγχοντας - όπως πίστευαν- την ευρύτερη περιοχή του χωριού και την κίνηση των κατοίκων του. Για διάφορους λόγους όμως - είτε λόγω προσπαθειας να αμβλύνουν τις υποψίες, είτε λόγω αμελείας, είτε λόγω υπερβολικής σιγουριάς - δεν τήρησαν βασικούς κανόνες μυστικότητας και οι ενέργειες τους στον χωρο του Σχολείου φανέρωσαν αμέσως τον στόχο του εγχειρήματος τους. Εγκατεστημένοι στην αυλή του Σχολείου, άρχισαν να εξετάζουν τις λεπτομέρειες του σχεδίου επίθεσης εναντίον του 5/42, χαράζοντας με κλαδιά ένα πρόχειρο σκαρίφημα στο χώμα και χρησιμοποιώντας πέτρες για να φτιάξουν ένα μικρό ανάγλυφο της περιοχής, ενώ συζητούσαν, όπως φαίνεται, χωρίς ιδιαίτερες συνωμοτικές προφυλάξεις. Οι καθημερινές δραστηριότητες συνεχιζόντουσαν κανονικά για τους κατοίκους του χωριού, και η αυλή του Σχολείου ήταν τόπος παιχνιδιού των παιδιών. Μετά από λίγο μία μικρή ομάδα παιδιών βρέθηκε να παίζει εκεί, μεταξύ των οποίων ο επτάχρονος γιός του παπα-Ηλία, Κώστας Λακαφώσης με τον εννεάχρονο εξάδελφό του. Ο εννεάχρονος, μεγαλύτερος και πιο «υποψιασμένος», πλησίαζε δηθεν αδιάφορα στη διάρκεια του παιχνιδιού και άκουσε τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ να αναφέρουν αρκετές φορές το όνομα του Συνταγματάρχη Ψαρρού και να μιλούν για το Σύνταγμα. Θορυβημένος, το ανέφερε στον μικρό Κώστα, ο οποίος έτρεξε και το είπε αμέσως στον παπα-Ηλία. Ο παπα-Ηλίας (που μάλλον δεν περίμενε να του το πουν τα παιδιά του χωριού και είχε σίγουρα αντιληφθεί τι γινόταν) καθησύχασε – για ευνόητους λόγους – τα παιδιά, αλλά κατάλαβε βέβαια πως οι ανησυχίες του για τον πραγματικό στόχο της δύναμης του ΕΛΑΣ ήταν απολύτως βάσιμες.
Εκείνη την ώρα, έσπευδε προς το Σχολείο ο Μήτσος Κούτρας, ανήσυχος επίσης, για να διαπιστώσει τον λόγο για τον οποίο είχαν κληθεί να παρουσιαστούν τα (σε μάχιμη ηλικία) μέλη του 5/42 στο Σταθμό Διοίκησης του τμήματος – θεωρητικά, η διαταγή θα μπορούσε να αποσκοπεί στη χρησιμοποίηση τους λόγω εντοπιότητας ως οδηγούς, ή και στην ένταξη τους στο τμήμα για την (υποτιθέμενη) επιχείρηση κατά του Λιδωρικίου. Μπαίνοντας στην αυλή του Σχολείου από την ΒορειοΔυτική είσοδο, είδε τους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ να συζητούν συνοφρυωμένοι πάνω από το σκαρίφημα που είχαν χαράξει, ενώ ακούγονταν καθαρά οι στιχομυθίες τους που αναφέρονταν στο 5/42 ΣΕ. Οπισθοχώρησε γρήγορα και κατευθύνθηκε στο παρακείμενο σπίτι του εξαδέλφου του Ευθ. Ανδρίτσου, όπου τον ανέμενε μία μεγαλύτερη έκπληξη. Πλησιάζοντας στην κύρια είσοδο του σπιτιού συναντηθηκε με την εξαδέλφη του Κωνσταντίνα, η οποία του συνέστησε χαμηλόφωνα να μην μπει στο σπίτι επειδή εκείνη τη στιγμή ο Ανθυπίλαρχος Δημητρίου («Νικηφόρος») με ομάδα στελεχών του ΕΛΑΣ ανέκριναν «φιλικά» έναν Κύπριο σύνδεσμο της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, ο οποίος εφιλοξενείτο στο σπίτι, περαστικός από το Λευκαδίτι και προερχόμενος από τον Σταθμό Διοικήσεως του Συντάγματος. Η συνομιλία όμως ακουγόταν στην αυλή του σπιτιού και ήταν άκρως ενδιαφέρουσα. Οι ερωτήσεις που ετίθεντο στον Κύπριο ήταν εύγλωττες και αφορούσαν στον οπλισμό που είχε παραλάβει – μέσω ρίψεων από το ΣΜΑ – ο Συνταγματάρχης Ψαρρός τις τελευταίες ημέρες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειχναν οι ανακριτές αξιωματικοί του ΕΛΑΣ για την ύπαρξη βαρέος οπλισμού ανάμεσα στο υλικό που είχε παραληφθεί. Με την χαρακτηριστική «βαριά» Κυπριακή προφορά, ο σύνδεσμος επιβεβαίωνε την παραλαβή πολυβόλων αλλά δήλωνε άγνοια για το αν είχαν παραληφθεί όλμοι.
Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης πως πλέον δεν χωρούσε καμία αμφιβολία για τον στόχο του ΕΛΑΣ και για τον επείγοντα χαρακτήρα της υπόθεσης. Είναι εύλογο να υποθέσει κανείς πως ο στόχος του ΕΛΑΣ θα γινόταν αντιληπτός μέσα στην ημέρα, ακόμη και αν οι επικεφαλής του είχαν τηρήσει όλους τους συνωμοτικούς κανόνες. Μετά την πρώτη διάλυση του Συντάγματος, το αισθητήριο των μελών του 5/42 ήταν οξυμένο. Απλά, η αλληλουχία αυτών των περιστατικών ξεκαθάρισε τα πράγματα νωρίς και με απόλυτο τρόπο, σε βαθμό που να αισθάνονται οι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας πως ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου να ενημερωθεί άμεσα ο Συνταγματάρχης Ψαρρός. Ο Μήτσος Κούτρας έφυγε αμέσως σε αναζήτηση του παπα-Ηλία, τον οποίο βρήκε λίγο παρακάτω να τον αναζητεί και εκείνος. Ο σύντομος διάλογο τους, έχει διασωθεί στη μνήμη όσων τον ακούσαμε από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής:
«Μήτσο, αυτοί δεν πάνε για το Λιδωρίκι. Ξέρεις για που πάνε;»
-- «Ξέρω παπα-Ηλία ....» - και του αφηγήθηκε όσα είχαν υποπέσει στην αντιληψη του.
«Οι δικοί μας δεν ξέρουν τίποτα. Θα μας πιάσουν στον ύπνο!»
-- «Θα πάω εγώ να τους ειδοποιήσω! Μην ανησυχείς παπα-Ηλία»
H Πλατεία «Καραούλι». στο Λευκαδίτι όπως είναι στις μέρες μας [Από το Ημερολόγιο της Αδελφότητας των Λευκαδιτιωτών Δωρίδος, έτους 2012]
Καθώς ήταν προφανές πως το εγχείρημα δεν θα ήταν εύκολο λόγω των φυλακίων που είχε εγκαταστήσει ο ΕΛΑΣ, έπρεπε να καταστρώσουν ένα πρόχειρο σχέδιο. Αν περίμεναν το τελευταίο φως της ημέρας, η διαφυγή θα ήταν πολύ εύκολη. Θα ήταν όμως πολύ αργά για το Σύνταγμα, που έπρεπε να ειδοποιηθεί άμεσα. Βημάτισαν προς την πλατεία του χωριού, που φέρει το χαρακτηριστικό όνομα «Καραούλι» [iii] - καθώς εποπτεύει άριστα την Γκιώνα και τα Βαρδούσια ταυτόχρονα, ψηλά πάνω από τον Μόρνο - συζητώντας κάπως αδιάφορα αλλά στην ουσία καταστρώνοντας ένα σχέδιο διαφυγής, κάθε βήμα του οποίου θα μπορούσε εύσχημα να δικαιολογηθεί σε περίπτωση που ο Μήτσος Κούτρας έπεφτε πάνω σε ένα φυλάκιο ή μία περίπολο του ΕΛΑΣ. Μέτρησαν οκτώ σκοπούς προς την πλευρά του Λιδωρικίου, βρήκαν όμως ένα «άνοιγμα» προς το ποτάμι του Μόρνου. Ο δρόμος της διαφυγής ήταν ανοιχτός. Το πρώτο «άλμα» της διαφυγής θα το δικαιολογούσε μία κατάφορτη κερασιά στο χωράφι του παπα-Ηλία (λόγω των γεωργο-κτηνοτροφικών πόρων, οι κάτοικοι του χωριού δεν γνώρισαν τον λιμό και την πείνα των πόλεων, και ιδίως της Αθήνας, αλλά δεν ήταν και «χορτάτοι» - μία αγκαλιά κεράσια ήταν ευπρόσδεκτη). Το δεύτερο «άλμα» ήταν πιο εύκολο αν κατάφερνε να μπεί στα «λευκαδιώτικα αμπέλια» που του εξασφάλιζαν κάλυψη. Το τελικό βήμα εξόδου προς την Γκιώνα, το δικαιολογούσε αρκετά πειστικά η τοποθεσία στην οποία βρισκόταν η «στρούγκα» της οικογενείας Κούτρα, σε εξαιρετική εγγύτητα με τη θέση «Ταράτσα» όπου και ο Σταθμός Διοικήσεως του Ψαρρού. Η δικαιολογία θα ήταν η ανάγκη της παρουσίας στο μαντρί για τις συνήθεις κτηνοτροφικές δραστηριότητες του δειλινού της ημέρας.
Συμφώνησαν για τις λεπτομέρειες και αποχαιρετήθηκαν. Ο παπα-Ηλίας του ευχήθηκε «Καλή Τύχη» και ο Μήτσος Κούτρας ξεκίνησε το εγχείρημα, περνώντας πρώτα από το σπίτι της οικογένειας για να μην εγείρει υποψίες. Ακολουθώντας τα βήματα που είχε συνεννοηθεί με τον παπα-Ηλία, έφυγε από το Λευκαδίτι, με την ευχέρεια του ανθρώπου που γνωρίζει τον χώρο πέτρα προς πέτρα, σπιθαμή προς σπιθαμή. Όταν απομακρύνθηκε από την εμβέλεια της αμυντικής περιμέτρου των φυλακίων του ΕΛΑΣ άρχισε να βαδίζει γοργά προς το μαντρί της οικογένειας, από όπου υπολόγιζε πως θα μπορούσε, με ένα τελικό «άλμα» να πορευτεί προς την «Ταράτσα». Στη θέση που οι κάτοικοι του Λευκαδιτίου ονομάζουν «Διχάλια» (στη γνήσια ρουμελιώτικη προφορά, που δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τα φωνήεντα και τις διφθόγγους, προφέρεται «Τ'χάλια») αντελήφθη έγκαιρα ένα μικρό τμήμα της δύναμης του ΕΛΑΣ το οποίο πορευόταν ήδη προς τη θέση μάχης: ήταν το τμήμα του Γ. Κατσίμπα, δυνάμεως 70 περίπου ανδρών, του οποίου αποστολή ήταν να εκτελέσει επίθεση αντιπερισπασμού, αποτρέποντας το 5/42 Σύνταγμα από του να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στην κύρια επίθεση που θα εκδηλωνόταν από τη θέση «Tρίσελη». Καλύφθηκε με ευχέρεια, παρατήρησε με λεπτομέρεια τη σύνθεση, τον οπλισμό και την κατεύθυνση του τμήματος, τους άφησε να προσπεράσουν και αναχώρησε τάχιστα για τη θέση «Ταράτσα» - μέσα από το πυκνό δάσος που οι Λευκαδιτιώτες ονομάζουν «Κακόνι» - αντιλαμβανόμενος πως η κίνηση των τμημάτων του ΕΛΑΣ είχε ήδη ξεκινήσει και κάθε λεπτό θα ήταν πολύτιμο.
Στη διαδρομή του προς τον Σταθμό Διοικήσεως του Συντάγματος, έπεσε επάνω σε φυλάκιο του 5/42 που διοικούσε ο Ηλίας Τσίγκας, αξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας από το Χρισσό της Παρνασσίδας. Ο Μήτσος Κούτρας αναγνωρίστηκε από τον σκοπό του Φυλακίου (τον οποίο έτυχε να γνωρίζει προσωπικά), επέδειξε το ιδιόχειρο σημείωμα του Συνταγματάρχη Ψαρρού που έφερε και με το οποίο εντέλλονταν τα φυλάκια να του επιτρέπουν «να εισέρχεται ανά πάσα στιγμή στον καταυλισμό του Συντάγματος», ενημέρωσε γρήγορα τον επικεφαλής του φυλακίου για την επικείμενη επίθεση και προωθήθηκε τάχιστα προς τον Σταθμό Διοικήσεως του Συντάγματος. Περί ώρα 18:00 – κατ’ εκτίμησιν – έφτασε στην «Ταράτσα» και παρουσιάστηκε στον Συνταγματάρχη Ψαρρό, ο οποίος εκείνη την ώρα μιλούσε με κάποιους αξιωματικούς του. Του ανέφερε με κάθε λεπτομέρεια όσα είχαν διαδραματιστεί το πρωί στο Λευκαδίτι, όλα όσα εγνώριζε για την επικείμενη επίθεση του ΕΛΑΣ, και τού τόνισε ιδιαίτερα το γεγονός πως ένα τμήμα 70 ανδρών («67 είναι, τους μέτρησα έναν-έναν!» του είπε) με συγκεκριμένη σύνθεση και οπλισμό είχε πάρει θέση μάχης προς το χωριό Καρούτες. Του μετέφερε την εκτίμηση του παπα-Ηλία, που ήταν και δική του, πως η επίθεση θα εκδηλωνόταν τις επόμενες ώρες.
Κατά την προφορική μαρτυρία του Μήτσου Κούτρα, ο Συνταγματάρχης Ψαρρός τον άκουσε σκεπτικός και συνοφρυωμένος, χωρίς η έκφρασή του να φανερώνει τα συναισθήματά του. Στους αξιωματικούς του όμως, επικράτησε έξαψη. Ιδιαίτερα οι Υπολοχαγοί Γ. Καϊμάρας και Γ. Ντούρος, άρχισαν να εισηγούνται τις ενέργειες που θεωρούσαν επιβεβλημένες για την αντιμετώπιση της επίθεσης του ΕΛΑΣ. Πάντα κατα την προφορική μαρτυρία του πατέρα μας, Μήτσου Κούτρα, ένας εκ των δύο αυτών αξιωματικών[iv] πρότεινε μία πολύ επιθετική ενέργεια: να οδηγήσουν ένα λόχο του Συντάγματος (επικεφαλής του οποίου ήθελε να τεθεί ο προτείνων το σχέδιο, αξιωματικός) εκτός της αμυντικής περιμέτρου του Συντάγματος και να επιτεθούν εκ των νώτων στο Τμήμα του ΕΛΑΣ, όταν αυτό θα εκδήλωνε την επίθεση, θέτοντάς το μεταξύ δύο πυρών. Ο Συνταγματάρχης Ψαρρός το απέρριψε κατηγορηματικά. Χωρίς ποτέ να μπορεί κανείς να είναι σίγουρος για την εξέλιξη ενός τέτοιου εγχειρήματος, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς πως είχε αξιόλογες πιθανότητες επιτυχίας δεδομένης της γνώσης του εδάφους, των κινήσεων του επιτιθεμένου (με μεγάλη ακρίβεια) αλλά και της μαχητικής αξίας των αξιωματικών του 5/42. Η αντίδραση του Συνταγματάρχη Ψαρρού ήταν αρνητική, σε όλες τις εισηγήσεις των αξιωματικών του. Φαινόταν πολύ ψύχραιμος, έδειχνε να μην έχει πεισθεί για την επικείμενη επίθεση, συνέστησε ψυχραιμία και στα στελέχη του και – όπως φαίνεται – αδυνατούσε να φανταστεί πως θα χυθεί πάλι αδελφικό αίμα. Η μαρτυρία των στιγμών αυτών που έχουμε από τον πατέρα μας, είναι απολύτως ίδια με την αφήγηση iv.i του τότε Υπολοχαγού και μετέπειτα Στρατηγού Γ. Καϊμάρα, στο βιβλίο του (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας):
«Οι αξιωματικοί του Συντάγματος ανησύχησαν με αυτή την πληροφορία και επρότειναν στον Ψαρρό να πάρει έκτακτα μέτρα για ασφάλεια. Αυτός, θέλοντας να τους καθησυχάσει, ισχυρίστηκε ότι ήταν αδύνατον να τους κτυπήσει ο ΕΛΑΣ μετά από τη νέα συμφωνία. Έτσι, τα τμήματα του Συντάγματος παρέμειναν σταθμευμένα εκεί, με τη διαφορά ότι εγκαταστάθηκαν φυλάκια σε προωθημένες θέσεις (Τρίσελη, Σπιθάρια, Γεροντόβραχος, Ρωμέϊκο κλπ.).» [Γεωργίου Καϊμάρα: Το Χρονικό μίας Θυσίας, Δημ. Ψαρρός και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, 3η  εκδοση, Αθήνα 1984, εκδ. Σιδέρη, σελ. 80.]
Αφού εξέδωσε τις διαταγές του, ο Συνταγματάρχης Ψαρρός αποδέσμευσε τον Μήτσο Κούτρα και τον διέταξε να αποχωρήσει προς το μαντρί της οικογένειας. Το επέβαλλαν λόγοι ασφαλείας: το πρωί ήταν στο χωριό και αν τύχαινε να συλληφθεί  από τον ΕΛΑΣ στην περιοχή, θα γινόταν φανερή η αποστολή του και μάλλον ήταν προδιαγεγραμμένη η τύχη του. Toυ συνέστησε να αλλάξει διαδρομή για την επιστροφή στο μαντρί της οικογένειας, για να μην συναντήσει κανένα τμήμα του ΕΛΑΣ. «Εσείς να προσέξετε, εμένα δεν με πιάνουν σε αυτά τα μέρη» απάντησε ο Μήτσος Κούτρας και αναχώρησε για τη στρούγκα της οικογενείας, στην οποία είχε φτάσει πριν το τελευταίο φως της ημέρας.
Ας μας επιτραπεί εδώ, ένα πρώτο σχόλιο. Η σκηνή που περιγράφεται παραπάνω, είναι μάλλον απόλυτα ενδεικτική της αγαθότητας του Συνταγματάρχη Ψαρρού καθώς και της αδυναμίας του να «διαβάσει» τα γεγονότα. Είναι πραγματικά παράξενο: ο Συνταγματάρχης που είχε αφοπλιστεί αναίτια και ταπεινωτικά ένα μήνα πριν, άκουγε τον συνδεσμό του να του αναφέρει με λεπτομέρειες τα σχέδια των ΕΛΑΣιτών αξιωματικών στην αυλή του Σχολείου, την πρωινή ανάκριση του Κυπρίου συνδέσμου στο Λευκαδίτι (τον οποίο δεν ερωτούσαν για την Ιταλική φρουρά του Λιδωρικίου, αλλά για τον οπλισμό που είχε παραλάβει το 5/42), την κυκλωτική κίνηση του τμηματος Κατσίμπα στα νώτα της διατάξεώς του, και παρόλα αυτά αδυνατούσε να πιστέψει πως θα δεχθεί επίθεση ξανά. 

Ίσως η πιο εύστοχη (ακόμη και στην επιλογή των λέξεων) περιγραφή να βρίσκεται στο βιβλίο του Χ. Ζαλοκώστα: «Δεν περνάει ούτε μήνας που ένας χωριάτης από το Λευκαδίτη αναγγέλλει στον Ψαρρό πως 800 ελασίτες του Νικηφόρου έρχονται να τον χτυπήσουν. Με το να αρνείται την επίθεση, ο άχολος Συνταγματάρχης εκνευρίζει τους αξιωματικούς του» [Χρήστου Ζαλοκώστα: Το Χρονικό της Σκλαβιάς, Αθήνα 1997, εκδόσεις Εστία, σελ. 217.]
Η εξέλιξη της μάχης
Με το τελευταίο φως της 22ας Ιουνίου, η κύρια δύναμη του ΕΛΑΣ (πλην του τμήματος Κατσίμπα) ξεκίνησε από το Λευκαδίτι με κατεύθυνση προς Νότον. Μετά, στράφηκε ανατολικά, ανεβαίνοντας στη Γκιώνα και αρκετή ώρα μετά τα μεσάνυχτα έφτασε στην «Ταράτσα». Ο σχεδιασμός της ενέργειας φαίνεται πως ήταν όμοιος με το προ μηνός επεισόδιο στη Στρώμη: αιφνιδιαστική κύκλωση του Συντάγματος και επίδοση τελεσιγράφου για παράδοση των όπλων ή δια της βίας διάλυση. Φυσικά, οι επικεφαλής του ΕΛΑΣ δεν γνώριζαν πως το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού είχε απωλεσθεί. Μόλις έφθασαν κοντά στην θέση «Τρίσελη», απέστειλαν τον υπεύθυνο του ΕΑΜ στο Λευκαδίτι, Γ. Κρικέλα, να επιδώσει το τελεσίγραφο στον Ψαρρό. Μάλλον έκπληκτοι όμως, παρατήρησαν το προωθημένο φυλάκιο του Συντάγματος στην «Τρίσελη» (το οποίο τοποθετήθηκε εκεί μετά την ενημέρωση του Σ/χη Ψαρρού από την οργάνωση του Λευκαδιτίου), και το οποίο δεν ανέμεναν. Οπότε, επιχείρησαν να το εξουδετερώσουν με ανορθόδοξο τρόπο, την ίδια ώρα που επεδίδετο το τελεσίγραφο. Το φυλάκιο αντελήφθη τον κίνδυνο και άρχισε να βάλλει. Οι πρώτες ριπές από το φυλάκιο της «Τρίσελης» κατέστησαν ανευ σημασίας το τελεσίγραφο - το οποίο είχε ήδη απορρίψει ο Ψαρρός - και έδωσαν το σύνθημα για την έναρξη της μάχης. Τα προωθημένα φυλάκια του Συντάγματος έπαιξαν τον ρόλο που τους ανετέθη, έθεσαν το Σύνταγμα σε συναγερμό, έδωσαν τον επιβραδυντικό τους αγώνα και επέτρεψαν στα υπόλοιπα τμήματα του Συντάγματος να λάβουν τη θέση μάχης στα υψώματα της «Ταράτσας».

«Η εμπροσθοφυλακή του ΕΛΑΣ προσπάθησε με δόλο να συλλάβει το φυλάκιο της Τρίσελης, αλλα δεν το κατάφερε. Οι ανιχνευτές υποχρέωσαν εναν βοσκό της περιοχής να οδηγησει το κοπάδι του κατ' ευθείαν προς το φυλάκιο, αυτοί δε ακολουθούντες από πίσω και με την κάλυψη του σκότους να συλλάβουν τον σκοπό. Το φυλάκιο αντιλήφθηκε την προθεσή τους, πυροβόλησε και μετέδωσε το σύνθημα συναγερμού στα τμήματα του Συντάγματος. Αυτη η ενέργεια εγινε κατά τον χρόνο που διδόταν το τελεσίγραφο στον Ψαρρό. Τα τμήματα κινητοποιηθέντα κατέλαβαν τη θέση τους στα γύρω υψώματα της Ταράτσας. Πριν προλάβει να επιστρέψει ο Γ. Κρικέλας στον Γρηγοριάδη, τα τμήματα του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν εναντίον των προφυλακών του 5/42 που είχαν σαν αποστολή την επιβράδυνση.» [Γεωργίου Καϊμάρα: Το Χρονικό μίας Θυσίας, Δημ. Ψαρρός και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, 3η  εκδοση, Αθήνα 1984, εκδ. Σιδέρη, σελ. 81, οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας.]
Για την εξέλιξη της μάχης γνωρίζουμε κυρίως από τα κείμενα των αξιωματικών του 5/42. Τα οικεία αποσπάσματα ακολουθούν αμέσως παρακάτω. Δεν έχει έλθει σε γνώση μας κάποια λεπτομερής περιγραφή της μάχης, από πηγή προσκείμενη στον ΕΛΑΣ, πλην μιας: η μόνη που φαίνεται να υπάρχει, αλλά δεν την έχουμε αυτή τη στιγμή στην πλήρη μορφή της (το πεντάτομο βιβλίο του Φ. Γρηγοριάδη - πρώτη έκδοση το 1964 είναι εξαντλημένο και δυσεύρετο) προέρχεται από τον Φοίβο Γρηγοριάδη («Βερμαίο») που ηγείτο του τμήματος του ΕΛΑΣ. Από αποσπάσματά της που υπάρχουν στο διαδίκτυο, περιγράφει την δύναμή του τμήματός του ως σημαντικά μικρότερη (250 άνδρες, αντι των 800 που δίνουν οι πηγές του 5/42 ΣΕ), ενώ δίνει και κάποιες λεπτομέρειες της μάχης περί το ύψωμα «Κριθαριά», το οποίο (όπως δίνει και η αφήγηση του Λοχαγού Αθ. Κούτρα) αρχικά κατελήφθη από τον ΕΛΑΣ, ανακατελήφθη όμως από ομάδα του 5/42, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Λοχαγός Κούτρας. Ελπίζουμε να βρούμε το οικείο απόσπασμα από το κείμενο του Φ. Γρηγοριάδη και να το προσαρτήσουμε σε κάποια μελλοντική έκδοση του παρόντος κειμένου, χάριν πληρότητας της αφήγησης. Ας μας επιτραπεί να σημειώσουμε πως η προσωπική μαρτυρία των ανθρώπων της μαχητικής ομάδας του Λευκαδιτίου, έκανε λόγο για πολυπληθές τμήμα του ΕΛΑΣ (800 άνδρες, όπως είδαμε παραπάνω) και με αυτά τα δεδομένα ενημέρωσε εκείνο το δειλινό της 22ας Ιουνίου τον Συνταγματάρχη Ψαρρό. Υποθέτουμε πως ο Φ. Γρηγοριάδης μιλάει για μικρότερη δύναμη, για να φανεί «λογικότερη» στον αναγνώστη η έκβαση της μάχης. Θεωρούμε πιθανό πως δεν γνώριζε τα όσα έγιναν εκείνο το πρωινό στο Λευκαδίτι και την διαδικασία με την οποία το τμήμα του απώλεσε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
O αναγνώστης ας μας συγχωρήσει την εξής μικρή «λαθροχειρία»: έχουμε χρησιμοποιήσει αποσπάσματα από δύο εκδόσεις του βιβλίου του Στρατηγού Γ. Καϊμάρα. Οι δύο εκδόσεις είναι πανομοιότυπες στο περιεχόμενο, διαφέρουν όμως στη γλώσσα: η νεώτερη έκδοση (3η, Σιδέρης 1984) είναι γραμμένη στη δημοτική, ενώ η πρώτη έκδοση (Ιούλιος 1953) στην «καθαρεύουσα» της εποχής. Απλά, μερικά χρήσιμα αποσπάσματα από την πρώτη έκδοση του βιβλίου, για την μάχη, ήταν ήδη διαθέσιμα στο διαδίκτυο από ιστοσελίδες που περιγράφουν τη διαδρομή του 5/42 ΣΕ – και προφανώς ήταν ευκολότατη η αναπαραγωγή τους για την πληρότητα του παρόντος άρθρου. Τα ιδια ακριβώς αποσπάσματα, λέξη-προς-λέξη, υπάρχουν και στη νεώτερη έκδοση, με ελαφρές αλλαγές στη σύνταξη των προτάσεων λόγω χρήσεως της δημοτικής. Σε όλα τα αποσπάσματα που ακολουθούν, οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας.
«Η πείσμων και αιματηρά αύτη μάχη της Ταράτσας διεξήχθη ως εξής: εις το αριστερό (θέση Σπιθάρια) ετάχθη το τμήμα του αεροπόρου Τσίγκα , εις το δεξιό κα εις την περιοχή Καράπαπα (Μαύρη Πέτρα) το τμήμα του Ταγ/χου Κρανιά Ο λόχος Κούτρα κατέλαβε τον Γεροντόβραχον, ο λόχος Καϊμάρα τον αυχένα Ποντομούλας (Κυδωνιά) με την ομάδα του Οπλαρχηγού Βαρβάτου επί της κορυφής της Κριθαριάς. Ο λόχος Ντούρου τον αυχένα Χιονιάς, το δε ανοργάνωτο ακόμη τμήμα Παπαβασιλείου όπισθεν του τμήματος Κρανιά εις την περιοχή Ρωμέϊκο. Επί πλέον ειχαν εγκατασταθεί φυλάκια εις τους αυχένας Γαρδινίτσας και Ελάτου.
Καθ' ον χρόνο ο λόχος Καϊμάρα μετέβαινε να καταλάβη τας θέσεις του συνήντησε εις τη Νοτίαν έξοδον του στενωπού Ποντομούλας τον Ανθ/γον Κατσίμπα του ΕΛΑΣ με ισχυρο τμήμα το οποίο είχε λαβει διατάξεις μάχης. Το τμήμα τούτο οδήγησε ο εν λόγω Ανθ/γος δια μέσου του Β. των Καρουτών δάσους, με τον σκοπόν να χτυπήσει το Συντ/μα εκ των νώτων και να φέρει σύγχυσιν εις την διάταξή του. Ο Υπ/γος Καϊμάρας αμέσως παρέταξεν τους άνδρες του προς μάχη και κάλεσε τον Κατσίμπα να πλησιάσει για να εξακριβώσει τας προθέσεις του. Ούτος του απάντησε ότι «είχε λάβει Διαταγή να χτυπήσει το Συντ/μα, διότι δήθεν ο Ψαρρός δεν υπέγραψε κάποιο συμφωνητικόν». 
Ο Καϊμάρας του υπενθύμισε προγενεστέραν ρητήν δήλωσιν του ιδίου, παρουσία του Ταγ/χου Λαγγουράνη, «ότι ο τελευταίος αφοπλισμός του 5/42 εις Στρώμην ήταν σφάλμα και αν ήμουν εγώ παρόν δεν θα άφηνα τον Άρη να το κάνει». Κατόπιν o Καϊμάρας του συνέστησε προς αποφυγή αδελφοκτόνου συρράξεως, να επιστρέψει από τον ίδιο δρομολόγιο που ήρθε. Ούτως συμφώνησε και οι δύο πρώην αδελφικοί φίλοι συμμαθηταί και συνάδελφοι, έσφιξαν τα χέρια και απεχωρίσθησαν. Πλήν όμως αντί να πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του ο Κατσίμπας, θέλησε δολίως ενεργών, να καταλάβει την κορυφή της Κριθαριάς, προς αντιπερισπασμόν και συγχυσιν εις τα νότα του 5/42. Ταύτη όμως είχε καταλάβει νωρίτερα η ομάδα του οπλαρχηγού Βαρβάτου, με την υποστηριξιν του Λοχαγού Κούτρα.
Κατά της ομάδος ταύτης επετέθη ο Ανθ/γος Κατσίμπας χωρίς να δυνηθή να την ανατρέψει και εξουδετερώσει. Ο Υπ/γος Καϊμάρας, καταλαβών ταχέως επικαίρους θέσεις επι της κορυφογραμμής Χιονιά, έσπευσε δια δυό ομάδων προς βοήθεια του Βαρβάτου. Η μάχη διήρκεσε 4 ώρες περίπου με αποτέλεσμα να διαλυθεί τελείως το τμήμα Κατσίμπα, ο ίδιος δε να διαφύγει την αιχμαλωσία δια της φυγής. Εις την μάχην ταύτην παρουσιάσθη το δραματικόν φαινόμενον να πολεμά και να κτυπά ο αδελφός τον αδελφόν, όπως συνέβη με τους αδελφούς Δημήτριον και Νικ. Κοτρώνη, αμφοτέρους εκ Βουνιχώρας Παρνασσίδος. Εν τω μεταξύ ο λόχος Ντούρου εκινήθη δια πλευρικής κινήσεως και έσπευσεν προς βοήθεια του Καϊμάρα, αλλά όταν έφθασεν εκεί η μάχη είχε τελειώσει, ενώ εις τα υψώματα Ταράτσας - Ρωμέϊκο συνεχίσθη μέχρι του απογεύματος οπότε τα πυρα αραίωσαν εκατέρωθεν.
Ο γενναίος Ταγ/χης Κρανιάς ενήργησεν αντεπίθεσιν και έτρεψεν τους Ελασίτες εις φυγή προς τη θέση Νεράϊδες οι οποίοι πανικοβληθέντες δεν ετόλμησαν να πλησιάσουν εκ νέου τα τμήματα Κρανιά - 5/42. Μέσω συνδέσμων, ο Κρανιάς ζήτησε πυρομαχικά και ενισχύσεις από τον Ψαρρό.» [Γεωργίου Καϊμάρα: Το Χρονικό μίας Θυσίας, Δημ. Ψαρρός και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, 1η  εκδοση, Αθήνα 1953]

Μία άλλη πηγή για την εξέλιξη της μάχης, είναι το βιβλίο του Αθαν. Κούτρα. Η περιγραφή είναι περίπου ίδια, με κάποιες όμως ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, που δίδουν αφορμή για το σχόλιο μας παρακάτω.
«Η εμπροσθοφυλακή του ΕΛΑΣ, δια τεχνάσματος, προσπάθησε να αφοπλίσει το εγκατεστημένο προς Β. Στη θέση «Τρίσελη», φυλάκιο του Συντάγματος. Προς τούτο, υποχρέωσε ποιμένα να οδηγήσει το ποιμνίο του προς την περιοχή, όπου το φυλάκιο του Συντάγματος. Ούτω καλυπτόμενοι οι ανιχνευτές του ΕΛΑΣ προσπάθησαν να πλησιάσουν και να αφοπλίσουν τον σκοπό. Ο σκοπός όμως τους αντελήφθη και δια πυροβολισμού έδωκε το σύνθημα του συναγερμού. Αμέσως τα τμήματα του ΕΛΑΣ επετέθησαν κατά των προφυλακών του Συντάγματος, οι οποίες είχαν αποστολή επιβραδύνσεως. Στο Νότιο της διατάξεως, όπου τα τμήματα Κούτρα και Καϊμάρα, μέχρις εκείνης της στιγμής δεν είχαν εκδηλωθεί πυρά. Στο Βόρειο Τομέα, τα τμήματα του Συντάγματος, ευρεθέντα προ αμύνης, αντιμετώπισαν με πείσμα την επίθεση του ΕΛΑΣ και προξένησαν απώλειες. Ο αγών, καίτοι άνισος, λόγω τετραπλασίων δυνάμεων του εχθρού, συνεχίστηκε στο Βόρειο Τομέα μέχρι των απογευματινών ωρών.Όλα τα τμήματα του Συντάγματος στο Βόρειο Τομέα πολέμησαν με φανατισμό. Ο αντισυνταγματάρχης Λαγγουράνης [v] κατηύθυνε προσωπικώς τα πυρά πολυβόλου, το οποίο συνεδέθη εσπευσμένα εκείνες τις στιγμές και ετέθη σε χρήση. Ο ταγματάρχης Κρανιάς με θαρραλέες αντεπιθέσεις κατ' επανάληψη ανέτρεψε τους επιτιθεμένους. ..... ..... Από τις πρώτες απογευματινές ώρες το τμήμα Κατσίμπα είχε αποσυρθεί και ουδεμία πίεση υφίσταντο τα τμήματα Κούτρα και Καϊμάρα. Εαν τότε, περί τη μεσημβρία, ενημερώνετο ο Ψαρρός, οτι ουδείς κίνδυνος υπήρχε από Νότον, θα ήτο δυνατόν να ενισχυθούν το μεν τμήμα Τσίγκα υπό του Τμήματος Κούτρα, το δε Τμήμα Κρανιά και Παπαβασιλείου υπό του Τμήματος Καϊμάρα. Δυστυχώς, την κρίσιμη αυτή στιγμή, όχι μόνο δεν ενισχύθηκαν τα πιεζόμενα τμήματα Τσίγκα, Κρανιά, Παπαβασιλείου, υπο των αδρανούντων τμημάτων Κούτρα και Καϊμάρα, αλλά ούτε και υπό του εφεδρικού τμήματος Ντούρου ενισχύθηκαν. Ο Ψαρρός διέθεσε το τμήμα Ντούρου προς ενίσχυση του Καϊμάρα, ο οποίος Καϊμάρας, όχι μονο δεν πιέζετο αλλ' ήτο απολύτως κύριος της καταστάσεως, κρατούσε μάλιστα και πολλούς αιχμαλώτους. Παρά ταύτα, εαν συνεχίζετο η μάχη το πιθανότερο, αν μη βέβαιο, θα ήτο υπερ του Συντάγματος. Εν τούτοις, τις απογευματινές ώρες δια να αποφύγει την περαιτέρω αιματοχυσία, ο Συνταγματάρχης Ψαρρός διέταξε κανονική σύμπτυξη των τμημάτων προς Νότον και ζήτησε την άμεση επέμβαση του Άγγλου συνδέσμου Τζεφ, παρά του οποίου αξίωσε τη ρίψη οπλισμού εντός μίας νυκτός, αρκετού δια τον εξοπλισμόν 1.000 ανδρών, ώστε όχι μόνο να μπορεί να αντισταθεί σε πιθανή νέα επίθεση του ΕΛΑΣ, αλλά και να επεκταθεί σε όλη τη Ρούμελη.» [Αθανασίου Κούτρα: Εθνική Αντίσταση 1941-1944, Αθήνα 1981, έκδοση του συγγραφέα, σελ. 58-60 (αποσπάσματα).]

Στο σημείο αυτό, θα θέλαμε να παρεμβάλλουμε ένα δεύτερο σχόλιο, που αντλεί από την περιγραφή της μάχης: στον προσεκτικό αναγνώστη, δεν θα πρέπει να έχει διαφύγει η τεράστια διαφορά στην ποιοτική σύνθεση των δύο αντιμαχομένων τμημάτων, στη μάχη της «Ταράτσας» στην Γκιώνα. Του ενός τμήματος, του επιτιθεμένου (ΕΛΑΣ), ηγείται έφεδρος υπολοχαγός (Φ. Γρηγοριάδης) και στελέχη του είναι ένας Ανθυπίλαρχος («Νικηφόρος») και ένας Υπολοχαγός (Γ. Κατσίμπας). Αναμφίβολα πρόκειται για μάχιμα στελέχη, όπως έδειξε και η θητεία τους στο αντάρτικο. Ωστόσο, η σύγκριση με το άλλο τμήμα (5/42 ΣΕ) είναι συντριπτική. Του αμυνομένου τμήματος ηγείτο Συνταγματάρχης (Δ. Ψαρρός) με πολεμική εμπειρία από τέσσερις εκστρατείες (Βαλκανικοί Πόλεμοι, Μακεδονικό Μέτωπο, Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία, Μικρά Ασία), με επιτελικές γνώσεις και πολύχρονη εμπειρία από τη γραμμή των πρόσω. Υποδιοικητής ήταν Αντισυνταγματάρχης με αντίστοιχη πολύπλευρη πολεμική εμπειρία και ξεχωριστή επιτελική μόρφωση (Κ. Λαγγουράνης).  
Διοικητές των λόχων ήταν αξιωματικοί με πρόσφατη πολύμηνη πολεμική εμπειρία από το Βορειοηπειρωτικό Μέτωπο (Αθ. Κούτρας, Γ. Καϊμάρας, Γ. Ντούρος, Αν. Μήταλας, κα.). Είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς τη μαχητική αξία ενός τμήματος που αν και ολιγομελές (το Σύνταγμα αριθμούσε 200 άνδρες στη μάχη της Γκιώνας, αλλά χωρίς να έχει καν προλάβει να διανείμει οπλισμό και πυρομαχικά και να συγκροτήσει πλήρως τους λόχους του), έχει την «πολυτέλεια» να διευθύνει τα πυρά του πολυβόλου του έμπειρος Αντισυνταγματάρχης (Κ. Λαγγουράνης) και να επιτίθεται για την ανακατάληψη ενός υψώματος, πρώτος με το αυτόματο στο χέρι, έμπειρος Λοχαγός, βετεράνος του υψώματος 731 - του «ελληνικού Βερνταίν» (Αθ. Κούτρας), ενώ στην πρώτη γραμμή μάχονται σαν ακροβολιστές ανθυπολοχαγοί και υπαξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού. Η πυκνή προσέλευση έμπειρων αξιωματικών στο 5/42 και η ακτινοβολία και το κύρος του διοικητή του, έδιναν μία δυναμική στο Σύνταγμα που θα το καθιστούσε πολύ δύσκολο αντίπαλο αν κατάφερνε να εξοπλίσει ικανό αριθμό ανταρτών.  
Το τελευταίο ήταν περίπου βέβαιο, δεδομένης της ευρύτατης στήριξης που ετύγχανε το Σύνταγμα στη Φωκίδα, με επίκεντρο τα Πεντεόρια, τη Βουνιχώρα και την Αγία Ευθυμία, όπου και ο τόπος καταγωγής μερικών από τους βασικούς αξιωματικούς του. Η πεποίθηση μας είναι πως η ΕΑΜική ηγεσία, σε ανώτατο επίπεδο, αντιλαμβανόταν πλήρως αυτη τη δυναμική και επιδίωκε να εμποδίσει την συγκρότηση του Συντάγματος εκδηλώνοντας επιθέσεις πριν αυτό συγκροτηθεί, ή αργότερα, πιέζοντάς το ασφυκτικά και παρακωλύοντας την στρατολόγηση ανταρτών και τον εφοδιασμό του (μετά την τρίτη συγκρότηση). Ο στόχος της ήταν να αποφύγει έναν εν δυνάμει ισχυρό ανταρτικό σχηματισμό που δεν ήλεγχε, και από την άλλη, να «απορροφήσει» αξιωματικούς και στελέχη μετά τη διάλυση του. Όπως είχε κάνει με επιτυχία με την οργάνωση του Στέφανου Σαράφη, και όπως θα έκανε αργότερα με την οργάνωση ΠΑΟ και τον Συνταγματάρχη Μουστεράκη.
H μάχη συνεχίστηκε μέχρι αργά το απόγευμα της 23ης Ιουνίου 1943 οπότε πρέπει να έγιναν και οι τελευταίες αψιμαχίες. Στο τι έγινε εκείνο το βράδυ καθώς και στις επόμενες ημέρες, η αφήγηση των αξιωματικών του 5/42 συμφωνεί απολύτως. Συμφωνούν απόλυτα στις λεπτομέρειες των απωλειών του Συντάγματος που ήταν 3 νεκροί και 5 τραυματίες (ο Αθαν. Κούτρας αναφέρει ως τραυματία τον Ηλία Τσίγκα, αναφέροντας αμέσως, ορθά, πως εξετελέσθη ως αιχμάλωτος, αν και τραυματίας). Για τις απώλειες του ΕΛΑΣ (που οι πηγές του 5/42 χαρακτηρίζουν «βαριές») δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο. Γνωρίζουμε μόνο πως υπήρξαν αρκετοί αιχμάλωτοι του ΕΛΑΣ από τους λόχους Κούτρα και Καϊμάρα, οι οποίοι αφέθησαν ελεύθεροι με διαταγή του Συνταγματάρχη Ψαρρού.
Τα μετά τη μάχη της «Ταράτσας» γεγονότα.
Η μάχη τελείωσε το βράδυ της 23ης Ιουνίου του 1943. Το Σύνταγμα απέκρουσε επιτυχώς την επίθεση και συμπτύχθηκε προς Νότον. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα έχει αντιληφθεί ήδη από την αφήγηση των αξιωματικών του Συντάγματος που παραθέσαμε προηγουμένως (Γ. Καϊμάρα, Αθ. Κούτρα) τη συμβολή της οργάνωσης του Λευκαδιτίου στην επιτυχή για το 5/42 έκβαση της μάχης. Τα φυλάκια του Συντάγματος που έπαιξαν με επιτυχία το ρόλο επιβραδύνσεως της επίθεσης έως ότου λάβει το Σύνταγμα πλήρως τη θέση μάχης στα υψώματα της «Ταράτσας» εγκαταστάθηκαν μετά την ειδοποίηση που έλαβε ο Συνταγματάρχης Ψαρρός από την ομάδα του Λευκαδιτίου και εξ αιτίας αυτής. Αντιλαμβάνεται προφανώς ο αναγνώστης τον αιφνιδιασμό που θα υφίστατο το Σύνταγμα και την δυσχερέστατη θέση στην οποία θα βρισκόταν εαν δεν είχε ειδοποιηθεί έγκαιρα. Το πιθανότερο είναι πως θα επαναλαμβανόταν το σκηνικό του Μαϊου στη Στρώμη, με άλλους (από πλευράς ΕΛΑΣ) πρωταγωνιστές και ίσως ακόμη πιο ταπεινωτικές συνθήκες. Το Σύνταγμα θα πιανόταν - και πάλι - κυριολεκτικά «στον ύπνο», όπως ορθότατα φοβόταν ο παπα-Ηλίας Λακαφώσης, το πρωί της 22ας Ιουνίου στο Λευκαδίτι.
Αποτελεί ένα ερωτηματικό - που θα αιωρείται ες αεί ... - το τι θα γινόταν αν ο Συνταγματάρχης Ψαρρός επιδίωκε να εκμεταλλευτεί πλήρως τις πληροφορίες που είχε, και να επιδιώξει κάτι πέραν της επιτυχούς άμυνας απέναντι στον ΕΛΑΣ. Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν επ' αυτού, τόσο ως προς το τι ενδεχομένως θα κατάφερνε, όσο και για τις συνέπειες που θα είχε αυτό. Μπορεί να κατάφερνε να συντρίψει την επίθεση και ενδεχομένως να αιχμαλωτίσει πολλούς από τους επιτιθέμενους, μπορεί και όχι. Αν κατάφερνε να βγεί καθαρά νικητής από ένα τέτοιο πολεμικό επεισόδιο, προφανώς το (ήδη μεγάλο) κύρος του θα εκτινασσόταν και θα αποτελούσε πλέον «μαγνήτη» για όσους θα ήθελαν να βγουν στο βουνό, αξιωματικούς και απλούς μαχητές, διευρύνοντας και επιταχύνοντας την στρατολόγηση αξιωματικών και ανταρτών. Από την άλλη, και με δεδομένο πως ο εξοπλισμός του τμήματός του εξηρτάτο πλήρως από τους Βρετανούς - και ο σύνδεσμός του, ο Ταγματάρχης Geoffrey Gordon Creed, δεν φαινόταν ποτέ να «καίγεται» να τον εξοπλίσει, πιθανώς μία τέτοια καθαρή «επικράτηση» του Συντάγματος επι του ΕΛΑΣ να προκαλούσε ταχύτατα την αντίδραση της ΕΑΜικής ηγεσίας και να βρισκόταν σύντομα αντιμέτωπος με μία στρατιωτική δύναμη του ΕΛΑΣ την οποία θα ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει, όπως τον Απρίλιο του 1944.  
Ας μην αμφιβάλλει ο αναγνώστης πως θα ήταν εύκολο να βρεθεί μία δικαιολογία (και) για αυτό: ο Ψαρρός θα «βαφτιζόταν» επιτιθέμενος στην «Ταράτσα», και όποιος διατηρεί αμφιβολίες ας κάνει έναν κόπο να διαβάσει παρακάτω τα όσα έγραψε το 1983 ο καπετάν Νικηφόρος για τα γεγονότα του Απριλίου 1944. Αυτά όλα όμως αποτελούν απλά εικασίες, και ως γνωστόν, η Ιστορία δεν γράφεται με τα «αν», τα «ίσως» και τα «όταν». Γράφεται με τις αποφάσεις που λαμβάνονται (ή δεν λαμβάνονται) τη στιγμή που τα γεγονότα εξελίσσονται. Το μόνο σίγουρο είναι πως η ψυχωμένη και αφοσιωμένη μαχητική ομάδα του Λευκαδιτίου, όχι μόνο έσωσε το Σύνταγμα από έναν ταπεινωτικό αφοπλισμό σαν αυτόν της Στρώμης ή ίσως μία αιφνιδιαστική καταστροφή του, αλλά και άνοιξε στο 5/42 την θύρα μίας πιθανής στρατιωτικής επιτυχίας, την οποία ο αγαθός Συνταγματάρχης δεν θέλησε να διαβεί (για να χρησιμοποιήσουμε μία φράση οικεία στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» της Ιστορίας του Εμφυλίου). Είναι δύσκολο ωστόσο να αποφύγει κανείς τον πειρασμό να σκεφτεί, τι θα γινόταν εκείνη τη νύχτα στη Γκιώνα, αν στη θέση του αγαθού Ψαρρού βρισκόταν ένας άλλος, λιγότερο ρομαντικός, περισσότερο ρεαλιστής και ίσως παρορμητικότερος αξιωματικός.

Ακολούθησε η απόφαση του Συνταγματάρχη Ψαρρού για την αυτοδιάλυση του Συντάγματος, το οποίο για μία ακόμη φορά τερμάτιζε την συγκρότηση του πριν καν προλάβει να εκδηλώσει οποιαδήποτε αντιστασιακή δραστηριότητα. Το τι ακολούθησε στις επόμενες ημέρες, ας δούμε από το βιβλίο του Γ. Καϊμάρα:
«Ο Συνταγματάρχης Ψαρρός, για να αποφύγει την εξακολούθηση της αιματοχυσίας και τον αδελφοκτόνο πολεμο, όπως τον αποκαλούσε, διέταξε τα τμήματά του να σταματήσουν τα πυρά, εφόσον δεν απειλούνταν. Μετά την κατάπαυση του πυρός τα τμήματα του ΕΛΑΣ αποσύρθηκαν προς Βορράν με βαριές απώλειες, τα δε τμήματα του 5/42 αποσύρθηκαν προν νότον και εγκαταστάθηκαν στο ύψωμα Παπαδάκος της Βουνιχώρας.Αμέσως μετά τη μάχη ο Ψαρρός συνάντησε τον Άγγλο Ταγματάρχη Τζεφ και τον παρακάλεσε να μεσολαβήσει για να πάψει ο ΕΛΑΣ τις επιθέσεις εναντίον του Συντάγματος, να ενισχύσει δε τούτο με ορισμένα μέσα που του υπέδειξε, ώστε να μπορέσει το 5/42 να εκπληρώσει την αποστολή του. Τον παρακάλεσε επίσης η μεσολάβηση και ενίσχυση να γίνει όσο το δυνατόν γρηγορότερα (σε 2-3 ημέρες αν ήταν δυνατόν) δεδομένου ότι η απομάκρυνση των τμημάτων από τις βάσεις εφοδιασμού των δημιουργούσε μεγάλες δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό. Σε ενάντια περίπτωση δήλωσε απερίφραστα ότι θα διαλύσει το Σύνταγμα. 
Αφού πέρασαν 4 ημέρες, στις 28/6/43, επειδή όχι μόνο καμμία απάντηση δεν δόθηκε, αλλ' αντίθετα ο Τζεφ έδειχνε πλήρη αδιαφορία και αδρανούσε, ο Ψαρρός, προβλέποντας εξακολούθηση της αιματοχυσίας και του άσκοπου αλληλοσπαραγμού των Ελλήνων, αποφάσισε να διαλύσει το 5/42 ΣΕ. Αν και νικητης στο πεδίο της μάχης, προτίμησε εν τούτοις να θυσιάσει μία ηρωική προσπάθεια για την απελευθέρωση της Πατρίδος στο βωμό της λογικής και της ομόνοιας.» [Γεωργίου Καϊμάρα: Το Χρονικό μίας Θυσίας, Δημ. Ψαρρός και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, 3η  εκδοση, Αθήνα 1984, εκδ. Σιδέρη, σελ. 84-85.]
Η δεύτερη επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον του 5/42 προκάλεσε και πάλι «κραδασμούς» στα βουνά της Ρούμελης. Με αρκετή δόση υποκρισίας, το Αρχηγείο Ρούμελης του ΕΛΑΣ με παρόντα τον Στρατηγό Σαράφη, εντόπισε - μετά από «εξέταση» των αξιωματικών που επιτέθηκαν στο 5/42 -τον υπεύθυνο στο πρόσωπο του Συνταγματάρχη Ευθύμιου Ζούλα. Ο Συνταγματάρχης Ζούλας είχε εκδώσει έγγραφη διαταγή για την επίθεση, αλλά δεν τιμωρήθηκε για αυτό, όπως άλλωστε δεν είχε τιμωρηθεί ο Βελουχιώτης (και ο καπετάν Ορέστης) ένα μήνα πριν στη Στρώμη. Τα πιθανά συμπεράσματα αφήνονται για τον φιλίστορα αναγνώστη.

Στούς μήνες που ακολούθησαν, τα γεγονότα γύρω από τη σύντομη διαδρομή του 5/42 στα βουνά της Φωκίδας είναι πολύ «πυκνά» για να τα αναφέρουμε εδώ, σε ένα σημείωμα που αφορά στη μάχη της Ταράτσας, έστω και περιληπτικά. Θα είναι πιθανώς γνωστό στον αναγνώστη πως το Σύνταγμα συγκροτήθηκε ξανά, για τρίτη και τελευταία φορά, στα τέλη Αυγούστου 1943. Αυτή τη φορά, υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη προσέλευση αξιωματικών από την Αθήνα και τις γύρω περιοχές της Ρούμελης, κάτι που δημιουργεί έκπληξη αν συλλογιστεί κανείς πως το Σύνταγμα είχε ήδη αφοπλιστεί μία φορά (και μάλιστα ταπεινωτικά) και είχε αυτοδιαλυθεί μία άλλη. Φαίνεται πως η προσωπικότητα και η ηθική ακτινοβολία του αγαθού Συνταγματάρχη ήταν τεράστια.
«Το περίεργο είναι πως, μόλις ξαναπαρουσιάστηκε στη Δωρίδα ο Ψαρρός, όλοι οι αξιωματικοί πήγαν κοντά του. Είχε ηθικό επιβάλλον που έκανε τους κατώτερους να τον υπακούν, να ξέρουν πως θα χαθούν εξ αιτίας του και όμως να μένουν κοντά του..» [Χρήστου Ζαλοκώστα: Το Χρονικό της Σκλαβιάς, Αθήνα 1997 (επανέκδοση), εκδόσεις Εστία, σελ. 218.]
Τον Σεπτέμβριο του 1943, το Σύνταγμα ξεκίνησε μία ηρωική σελίδα αντίστασης στα βουνά της Ρούμελης, δίνοντας σειρά μαχών με τον κατακτητή (μάχη Λιδωρικίου 12-13/9/1943, μάχη Σκαλούλας 14/91943, μάχη Αναθέματος 15/9/1943, μάχη Τσακορέματος 19/9/1943, μάχη Βουνιχώρας 25-20/9/1943, μάχη Ζωοδόχου Πηγής 29/10/1943, μάχη 51 χλμ. Γραβιάς-Αμφίσσης 11/1/1944, δολιοφθορά στο Δαδί Βοιωτίας 7/1/1944, και άλλες). Η επίθεση του ΕΛΑΣ στον ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα και ο εμφύλιος του χειμώνα εκείνου (Οκτώβρης 1943-Φεβρουάριος 1944) έθεσε σε μεγάλη δοκιμασία τη συνοχή του Συντάγματος και πυροδότησε εσωτερικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους φιλοβασιλικούς και τους αντιμοναρχικούς αξιωματικούς του, υπό την αφόρητη πίεση του ΕΛΑΣ να αφήσει (το Σύνταγμα) την ουδέτερη στάση του και να εκδηλωθεί υπέρ του ΕΛΑΣ στη σύγκρουσή του με τον ΕΔΕΣ. Τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1944, πυροδοτήθηκε μία σειρά «τοπικών» επεισοδίων στη Φωκίδα, ανάμεσα στο 5/42 και στον ΕΛΑΣ, τις λεπτομέρειες, τα αίτια και τις αφορμές των οποίων θα χρειαζόταν κανείς πολλές σελίδες για να περιγράψει. Ωστόσο, όποια στάση και αν έχει κανείς απέναντι σε αυτο που προηγήθηκε, είναι αδύνατον να μην σταθεί με κάποια ανατριχίλα μπροστά σε αυτό που ακολούθησε. Στα μέσα Απριλίου του 1944, το Σύνταγμα κυκλώθηκε μεθοδικά από μεγάλη δύναμη του ΕΛΑΣ, με επικεφαλής τον Άρη Βελουχιώτη, στην περιοχή Τρικόρφου-Κλήματος Δωρίδος, την ώρα που ο - πάντα αγαθός - Διοικητής του προσπαθούσε να διευθετήσει με πολιτικό τρόπο την έκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί τις τελευταίες εβδομάδες. Οι μάχες κορυφώθηκαν την Μεγάλη Εβδομάδα του 1944, ιδίως από την Μεγάλη Τετάρτη (12/4/1944). Το Σύνταγμα απέκρουσε διαδοχικές επιθέσεις του ΕΛΑΣ, με αποκορύφωμα την αιφνιδιαστική επίθεση του Τμήματος Νικηφόρου-Παπαζήση (στον φιλίστορα αναγνώστη ίσως είναι οικείο: πρόκειται για το Τμήμα που αφοπλίστηκε από τους Βρεττανούς στο Ψυχικό, στην αρχή της μάχης του Δεκέμβρη του 1944 - το Τμήμα που προόριζε το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ για να επιτεθεί στην 3η Ορεινή Ταξιαρχία του Θρ. Τσακαλώτου) από την κατεύθυνση του χωριού Μαραθιά προς την τοποθεσία «Σκάλα Καραϊσκου» της Δωρίδας, εναντίον των τμημάτων Καϊμάρα και Κούτρα του 5/42, ανήμερα του Πάσχα (16/4/1944). 
 Η επίθεση αυτή αποκρούστηκε όπως και οι προηγούμενες, αλλά αυτό ήταν το «κύκνειο άσμα» του Συντάγματος, του οποίου ο Διοικητής εξέδωσε το ίδιο απόγευμα (της 16ης Απριλίου) την τελευταία διακήρυξη, προς την ΕΚΚΑ και το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Στην οποία ανέφερε πως οι κατηγορίες του ΕΛΑΣ κατα του Συντάγματος «αποτελούν αμαρτωλήν πρόφασιν, καθ' όσον η απωτέρα βλέψις του ΕΑΜ είναι να διαλύσει το Σύνταγμα, ούτως ώστε να είναι μόνον κύριον της καταστάσεως δια να επιβάλει τας απόψεις του». Τα ξημερώματα της 17ης Απριλίου, η γενική επίθεση του ΕΛΑΣ διέσπασε την αμυντική γραμμή του Συντάγματος. Κάποιοι αξιωματικοί και αντάρτες του 5/42, μεταξύ των οποίων ο Λοχαγός Κούτρας, ο Λοχαγός Δεδούσης και ο Υπολοχαγός Καϊμάρας, διέσπασαν τον κλοιό και διέφυγαν μαχόμενοι προς τα Τριζόνια Φωκίδος, την περιοχή Άμφισσας και την Παρνασσίδα. Άλλοι αξιωματικοί και αντάρτες έφθασαν στην παραλία Τριζονίων και πέρασαν στην Πελοπόννησο με καϊκια, γλυτώνοντας την αιχμαλωσία. Ο Συνταγματάρχης Ψαρρός εγκατέλειψε τελευταίος το πεδίο της μάχης και κατέβηκε στη Σκάλα Καραϊσκου, αρνήθηκε όμως να επιβιβαστεί σε πλωτό μέσο και να περάσει τον Κορινθιακό, πιστεύοντας ότι η παρουσία του μεταξύ των αιχμαλώτων αξιωματικών και ανταρτών του, θα τους προφύλασσε από ακρότητες. Το τι ακολούθησε, ας δούμε πως το αφηγείται ο Καθηγητής Hagen Fleischer, ο οποίος με κανένα τρόπο δεν συγκαταλέγεται στους «αστούς» ή τους «συντηρητικούς» ιστορικούς (οι υπογραμμίσεις οφείλονται σε εμάς):
«Τα τραγικά γεγονότα της 17ης Απριλίου θα αποτελέσουν το πιο ζοφερό κεφάλαιο της Αντίστασης. Οι νικητές σκότωσαν, πέραν από τους λίγους πεσόντες στη μάχη, τουλάχιστον 66 αντάρτες του 5/42, πολλούς μετά από φρικτά βασανιστηρια. Εκτελέστηκε και ο Ψαρρός, ενώ δεκάδες άνδρες του προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ για να αποφύγουν την ίδια μοίρα. ..... Ο τραγικός θάνατος του (Ψαρρού), μετά τη διάλυση του 5/42 από τον ΕΛΑΣ, τον Απρίλιο του 1944, έπεισε τις αστικές πολιτικές δυνάμεις ότι το ΚΚΕ σκόπευε να πάρει την εξουσία με τη βία και προκάλεσε συσπείρωση τους απέναντι στο ΕΑΜ.» [Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών,Τόμος ΙΣΤ, Αθήνα 2000. Κεφάλαιο Κατοχή και Αντίσταση - Aντίσταση και Εμφύλιες Διενέξεις, γραμμένο από τον Καθηγητή Hagen Fleischer, σελ. 40/41.]
Tα γεγονότα του Απριλίου 1944, η διάλυση του Συντάγματος και το τραγικό τέλος του Διοικητή και των αιχμαλώτων ανταρτών του, είναι πολύ περισσότερο γνωστά από το βασικό θέμα αυτού του άρθρου, την μάχη στην «Ταράτσα» της Γκιώνας. Δικαίως βέβαια, αφού αποτελούν ορόσημο στην πορεία προς τον Δεκέμβρη του 1944, τη μάχη της Αθήνας και τον τετραετή Εμφύλιο που ακολούθησε. Είναι αδύνατον να αναφερθεί κανείς σε ένα τέτοιο γεγονός μέσα σε λίγες γραμμές, όπως κάναμε παραπάνω, και να θεωρεί πως το περιέγραψε έστω και στοιχειωδώς. Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται, μπορεί να βρεί περισσότερα στις πηγές της Κατοχικής Ιστορίας. Ωστόσο, θεωρούμε πως αποτελεί σημάδι στην ιστορική μνήμη και κηλίδα για την Αριστερά, το γεγονός ότι εβδομήντα και πλέον χρόνια, μετά δεν γνωρίζουμε από τα επίσημα κείμενα, αυτά που σίγουρα υπάρχουν στο δυσπρόσιτο αρχείο του ΚΚΕ, τις λεπτομέρειες του τραγικού πρωινού της 17ης Απριλίου 1944. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν πως την εκτέλεση διέταξε ο Συνταγματάρχης Ευθύμιος Ζούλας, αλλά δεν είναι σαφές ποιος ήταν ο φυσικός αυτουργός της εν ψυχρώ εκτέλεσης του αιχμάλωτου Ψαρρού. Το γεγονός πως, ακόμη και για αυτό το αποτρόπαιο γεγονός δεν τιμωρήθηκε κανείς - όπως άλλωστε δεν είχε τιμωρηθεί κανείς και στις δύο προηγούμενες επιθέσεις κατά του 5/42 - νομίζουμε πως δείχνει πολλά, τόσο για την βασιμότητα των αιτιάσεων της «προοδευτικής» ιστοριογραφίας για τα αίτια και τις αφορμές των επιθέσεων κατα του Συντάγματος, όσο και για το από πόσο ψηλά στην ιεραρχία του ΕΑΜ προέρχονταν πραγματικά οι κατα περίπτωση εντολές. Ο φιλίστωρ αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει περισσότερα στις πηγές και να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Η μάχη της «Ταράτσας» στην ιστοριογραφία της Κατοχής
Η μάχη που περιγράφουμε σε αυτό το σημείωμα, είναι «παραμελημένη» ιστοριογραφικά, αλλά αυτό δεν το θεωρούμε τυχαίο. Το 5/42 δέχθηκε τρείς επιθέσεις από τον ΕΛΑΣ, σε διάστημα μικρότερο του ενός έτους (Μάιος 1943 - Απρίλιος 1944). Από αυτές, η δεύτερη επίθεση που εδώ περιγράφουμε, είναι και αυτή που είναι σχεδόν αδύνατον να δικαιολογήσει η «προοδευτική» ιστοριογραφία. Η πρώτη διάλυση του Συντάγματος, αποδόθηκε όπως είδαμε στον «ατίθασο» και «εκρηκτικό» Καπετάνιο του ΓΣ του ΕΛΑΣ, τον Άρη Βελουχιώτη (και σε «παρανόηση» της επίσημης γραμμής από τον καπετάν-Ορέστη). Παρότι η ατιμωρησία του Βελουχιώτη και του καπεταν-Ορέστη δείχνει ξεκάθαρα πόσο βάσιμες είναι αυτές οι αιτιάσεις, προφανώς η εκρηκτική προσωπικότητα του Βελουχιώτη μπορεί να καθιστά πειστικό τον ισχυρισμό αυτό για κάποιους. Η τρίτη διάλυση του Συντάγματος το Πάσχα του 1944, αποδόθηκε στα επεισόδια που προηγήθηκαν και τον «πόλεμο φθοράς» Μαρτίου/Απριλίου 1944 μεταξύ ΕΛΑΣ και 5/42, ο οποίος με τη σειρά του αποδόθηκε στη «φιλομοναρχική κλίκα» που «δρούσε μέσα στο 5/42 και είχε παραμερίσει τον Ψαρρό», και ιδίως στον Λοχαγό Ευθύμιο Δεδούση και τον Ταγματάρχη Γ. Καπετζώνη (η δολοφονία του Ψαρρού αντιμετωπίζεται ξεχωριστά σαν «ατυχής συγκυρία» αποδιδόμενη σε «προσωπικές διαφορές» με τον Συνταγματάρχη Ευθ. Ζούλα, και η ανατριχιαστική εκτέλεση δεκάδων αιχμαλώτων ανταρτών του 5/42 είτε δεν αναφέρεται καθόλου - αναφέρονται σαν «απώλειες στη μάχη» - είτε αναφέρεται ασχολίαστη, σαν κάτι συνηθισμένο ή αναμενόμενο σε εμφύλιες διενέξεις ....).
Στην δεύτερη επίθεση του ΕΛΑΣ όμως, στην Ταράτσα της Γκιώνας, απουσιάζουν όλες αυτές οι αιτιάσεις. Ούτε ο Βελουχιώτης ήταν παρών, ούτε οι αξιωματικοί που αποτέλεσαν αργότερα το «κόκκινο πανί» για τον ΕΛΑΣ είχαν ενταχθεί στο Σύνταγμα. Ας σημειώσουμε πως ακόμη και αν είχαν ενταχθεί, πάλι δεν θα αποτελούσε αυτό δικαιολογία, αφού το 5/42 δεν είχε προλάβει να εκδηλώσει οποιαδήποτε δραστηριότητα. Πολυ περισσότερο όμως, που οι συγκεκριμένοι αξιωματικοί εντάχθηκαν στο Σύνταγμα τον Αύγουστο του 1943, στην τρίτη του συγκρότηση [Γ. Καϊμάρας, ο.π. σελ. 89, Αθ. Κούτρας, ο.π. σελ. 63] (ο αναγνώστης ας έχει υπ' όψιν του πως σχεδόν πουθενά στην ιστοριογραφία της περιόδου δεν αναφέρεται αυτό, αντίθετα αφήνεται σκόπιμα, με διάφορα πρωθύστερα, να αιωρείται η εντύπωση πως οι αξιωματικοί που απετέλεσαν την αφορμή για τα γεγονότα της Άνοιξης του 1944, ήσαν στελέχη του 5/42 εξ αρχής).
Η μάχη στην «Ταράτσα» της Γκιώνας δεν είναι μόνο «παραμελημένη» ιστορικά, όπως γράψαμε στην εισαγωγή, είναι και αφάνταστα «κακοποιημένη» στα ιστορικά κείμενα, αλλά και στο διαδίκτυο. Ο τρόπος με τον οποίον αναφέρονται σε αυτήν οι φίλα προσκείμενοι προς την ΕΑΜική Αντίσταση ιστορικοί και ερευνητές – όταν στέργουν να της αφιερώσουν δύο αράδες και δεν την «ξεπερνούν» διεκπεραιωτικά ή τελείως – είναι συνήθως ανακριβέστατος και μακρυά από τα ιστορικά γεγονότα, όπως τα είδαμε σε αυτό το σημείωμα (και) μέσα από τα κείμενα των πρωταγωνιστών της μάχης. Συνήθως, χρησιμοποιούνται φράσεις όπως «ο ΕΛΑΣ επιτίθεται ξανά και διαλύει τον Ψαρρό», «το 5/42 αφοπλίζεται αιφνιδιαστικά για δεύτερη φορά», «αιφνιδιαστικός αφοπλισμός του 5/42 από τον ΕΛΑΣ» ή παραλλαγές τους. Κατα τη γνώμη μας, κάθε τέτοια περιγραφή απέχει από την ιστορική αλήθεια, αφού το Σύνταγμα απέκρουσε επιτυχώς την εναντίον του επίθεση, έμεινε απολύτως κύριο του πεδίου της μάχης με μικρές απώλειες (σε αντίθεση με τις απώλειες του ΕΛΑΣ που πρέπει να ήταν σημαντικά μεγαλύτερες) ενώ αιχμαλώτισε και αρκετούς αντάρτες του ΕΛΑΣ. Το ότι δεν προσπάθησε να αποκομίσει μεγαλύτερα στρατιωτικά «κέρδη» εκμεταλλευόμενο την έγκαιρη προειδοποίηση που είχε καθώς και την εξέλιξη της μάχης (π.χ. στον τομέα του Ταγματάρχη Αριστείδη Κρανιά), ήταν καθαρά επιλογή του Διοικητή του που δεν ήθελε να συμμετέχει σε αδελφοκτόνες μάχες. Το Σύνταγμα απαγκιστρωθηκε επιτυχώς και με πλήρη τάξη, δεν αφοπλίστηκε, ούτε παραδόθηκε στον ΕΛΑΣ και μετά από μερικές ημέρες αυτοδιαλύθηκε με απόφαση του Διοικητή του, ο οποίος δεν έλαβε καμμία απάντηση από τον (εξαιρετικά ύποπτο, σε όλη τη διαδρομή του Συντάγματος) Βρεττανό σύνδεσμο, Ταγματάρχη Geoffrey Gordon-Creed, ο οποίος αδιαφόρησε πλήρως.

Οι λόγοι αυτής της συστηματικής «κακοποίησης» της ιστορίας περί την μάχη της «Ταράτσας» είναι, κατά τη γνώμη μας, δύο:

Ο πρώτος λόγος είναι η προφανής απροθυμία των ιστορικών να αναφερθούν στην αποτυχία της επίθεσης, από στρατιωτική σκοπιά. Οι φράσεις που συνήθως χρησιμοποιούνται (όπως παραπάνω) μπλέκουν έντεχνα το πολιτικό αποτέλεσμα που παρήγαγε η επίθεση (την αυτο-διάλυση του Συντάγματος, από την οποία κρατείται πάντα μόνο το δεύτερο συνθετικό της λέξης) με τις αλλες λεπτομέρειες, ώστε μην χρειαστεί να αναφερθεί η αποτυχία ενός υπερ-τετραπλασίου τμήματος ανταρτών του ΕΛΑΣ να διαλύσει ένα μικρό τμήμα 200 ανδρών που όχι μόνο δεν είχε προλάβει να συγκροτηθεί, αλλά την ώρα της επίθεσης αποσυσκεύαζε οπλισμό για να αμυνθεί. Η «Πυρρειος νικη του ΕΛΑΣ» στην οποία αναφέρεται ο Λοχαγός Αθ. Κούτρας είναι προφανέστατα η («πολιτική» απόφαση του Διοικητή του για τη) διάλυση του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το υψηλό τίμημα σε απώλειες (για τον ΕΛΑΣ). Τα περισσότερα ιστορικά αφηγήματα θέλουν απλά να εδραιώσουν την εικόνα του ΕΛΑΣ ως «αήττητου λαϊκού στρατού», ο οποίος μπορούσε να διαλύει με τη βία – ή την απειλή της – τις αντίπαλες οργανώσεις, οι οποίες εδημιουργούντο και δρούσαν «μονο με τη βοήθεια των Άγγλων». Προφανώς, η λεπτομερής και ακριβής εξιστόρηση της μάχης της «Ταράτσας» δεν είναι πολύ βολική για την αφήγηση αυτή, η οποία - έτσι κι αλλιώς - δοκιμάζεται ισχυρά και από άλλα γεγονότα (όπως π.χ. την αδυναμία του ΕΛΑΣ να κάμψει τον ΕΔΕΣ επι έναν ολόκληρο χειμώνα, αυτόν του 1943-44, ή την ευκολία με την οποία ανασυγκροτείται το 5/42 κάθε φορά, κάτι που εξηγείται μόνο με την βαθιά του διείσδυση στην τοπική κοινωνία της Δωρίδας και την ακτινοβολία των αξιωματικών του). 

Ο δεύτερος λόγος, είναι η εμφανής, και πάλι, απροθυμία να αναφερθούν ρητά σε «αυτοδιάλυση» του Συντάγματος. Οι φράσεις που χρησιμοποιούνται αφήνουν να εννοηθεί κάτι που να παραπέμπει σε «συντριβή» του 5/42 στο πεδίο της μάχης και οι «προοδευτικοί» ιστορικοί αποφεύγουν να διευκρινίσουν πως το Σύνταγμα δεν διαλύθηκε στη μάχη, δεν αιχμαλωτίστηκε, δεν παραδόθηκε. Το γιατί αποφεύγεται αυτό, το εξηγούμε αμέσως.
    Yπάρχουν δύο «λεπτομέρειες» που καθιστούν – πιστεύουμε – ηθικά αφόρητο το - έτσι κι αλλιώς -απαράδεκτο γεγονός της δολοφονίας του Συνταγματάρχη Ψαρρού εν αιχμαλωσία, τον Απρίλιο του 1944, στην τρίτη και τελευταία διάλυση του Συντάγματος. Η πρώτη «λεπτομέρεια» είναι ακριβώς η (απόφαση του Ψαρρού για) αυτοδιάλυση του 5/42 τον Ιούνιο του 1943, που δείχνει (και έδειξε από τότε) πόσο ήθελε ο αγαθός Συνταγματάρχης να αποστρέψει το πρόσωπο από την εμφύλια διένεξη, τις διαστάσεις της οποίας δεν ήθελε πεισματικά να αντιληφθεί. Η δεύτερη «λεπτομέρεια» είναι πως στις 17 Απριλίου του 1944, o Συν/χης Ψαρρός δεν αιχμαλωτίστηκε από τον ΕΛΑΣ. Είχε την δυνατότητα να επιβιβαστεί σε καΐκι και να περάσει τον Κορινθιακό απέναντι στην Πελοπόννησο και να σωθεί, όπως σώθηκαν πολλοί αξιωματικοί και αντάρτες του. Έμεινε πίσω αυτοβούλως και παραδόθηκε στον ΕΛΑΣ, πιστεύοντας πως η παρουσία του θα έσωζε τους αιχμαλώτους αντάρτες του από τη σφαγή. Τελικά, σφαγιάσθηκε εν ψυχρώ, πρώτος από όλους. Αυτές οι δύο «λεπτομέρειες», το ηθικό βάρος των οποίων ας κρίνει ο φιλίστωρ αναγνώστης, απουσιάζουν τελείως από τα ιστορικά κείμενα της «προοδευτικής» ιστοριογραφίας, για προφανείς πιστεύουμε λόγους.  Είναι νομίζουμε δύσκολο να δικαιολογήσει κανείς μία τέτοια πράξη, αλλά γίνεται πολύ δυσκολότερο όταν αφορά έναν αξιωματικό με τέτοιο ήθος και τέτοια ρομαντική αποστροφή στις εμφύλιες συγκρούσεις. Για αυτό, και η αιδήμων σιγή για αυτές τις «λεπτομέρειες» .....
    Οι περισσότερες αναφορές στην μάχη της «Ταράτσας» που βρίσκει κανείς στο διαδίκτυο, πραγματικά αξίζουν τον χαρακτηρισμό «κακοποίηση της Ιστορίας». Αντιπροσωπευτική εκδοχή είναι η σχετική παράγραφος στο λήμμα της ελληνικής Wikipedia για τον Συνταγματάρχη Δημ. Ψαρρό: «Στις 19 Ιουνίου 1943 τμήματα του ΕΛΑΣ υπό τον Ανδρέα Μουντρίχα και τον Φώτη Βερμαίο αφόπλισαν μετά από μάχη ξανά τα τμήματα του 5/42 ενώ ο Ψαρρός μετέβη στο Αίγιο με σκοπό την οριστική απόσυρση από το αντάρτικο. Το ΕΑΜ ύστερα από τον δεύτερο αφοπλισμό του 5/42 βοήθησε στην ανασυγκρότηση του συντάγματος, κάλεσε σε απολογία τους Βελουχιώτη και Βερμαίο και διαπιστώθηκε ότι η ευθύνη ήταν του ταγματάρχη Ευθύμη Ζούλα ο οποίος δεν υπέστη καμία κύρωση». Εδώ, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι σε ένα μικρό ιστορικό κείμενο, τα λάθη και οι ανακρίβειες μπορεί να είναι περισσότερα από τις λέξεις. Σημειώνουμε: (1) η μάχη έγινε στις 22 και όχι στις 19 Ιουνίου 1943, (2) ο Ανδρέας Μούντριχας (του ΕΛΑΣ Αττικοβοιωτίας) δεν έχει καμμία σχέση με την δεύτερη επίθεση του ΕΛΑΣ αλλά με την πρώτη, και βέβαια δεν ηγήθηκε τμήματος σε καμμία επίθεση, (3) τα τμήματα του ΕΛΑΣ δεν αφόπλισαν «μετά από μάχη» το 5/42, αλλά το Σύνταγμα αυτοδιαλύθηκε μετά τη μάχη, χωρίς να έχει ηττηθεί σε αυτήν, (4) το ΕΑΜ δεν κάλεσε σε απολογία τον Βελουχιώτη, ο οποίος δεν είχε καμμία σχέση με την επίθεση αυτη και μάλιστα απουσίαζε στον Βάλτο (ή αν κλήθηκε διερευνητικά, πάντως δεν χρειάστηκε να απολογηθεί για κάτι στο οποίο δεν συμμετείχε), (5) ο ΕΛΑΣ δεν βοήθησε στην ανασυγκρότηση του Συντάγματος και κανένα από τα υλικά που είχε αρπάξει από το Σύνταγμα δεν επεστράφη «παρά τις τρείς αυστηρότατες διαταγές του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ προς την ΧΙΙΙ Μεραρχία» (Γ. Καιμάρα, ο.π., σελ. 88). Το μόνο σωστό στοιχείο του κειμένου είναι πως ο Συν/χης Ζούλας δεν υπέστη καμμία κύρωση. Σε άλλες αναρτήσεις βρίσκει κανείς διάφορες άλλες ανακριβειες, την πηγη των οποίων (αν υπάρχει) είναι και δύσκολο να διακριβώσει. Σε ένα site με σχετικά «βαρύγδουπο» τίτλο, διαβάζουμε σε «απολογισμό της δράσης του ΕΛΑΣ στην Κεντρική Ρούμελη»: «29/5/1943, 2η διάλυση ΕΚΚΑ από ΕΛΑΣ (Ταράτσα Γκιώνας 22/6/43) 50 αιχμάλωτοι. Επιχειρήσεις εως 24/6/43)» και μαθαίνουμε πως ο ΕΛΑΣ όχι μόνο διέλυσε το 5/42 αλλά συνέλαβε και 50 αιχμαλώτους, το 1/4 δηλαδή της δύναμής του σε εκείνη τη μάχη! Θα θέλαμε πολλές σελίδες για να συλλέξουμε τα ιστορικά «μαργαριτάρια» του διαδικτύου γύρω από τη μάχη της Ταράτσας, αλλά και το 5/42 γενικότερα, οπότε σταματούμε εδώ. Οι περιπέτειες της ιστορικής αλήθειας στο διαδίκτυο, κυριολεκτικά δεν έχουν τελειωμό.
    Το ενδιαφέρον είναι πως στην μάχη αναφέρονται με ανακρίβειες τέτοιου είδους, ακόμη και πολύ σοβαροί ιστορικοί, «παροικούντες» επί δεκαετίες «την Ιερουσαλήμ της Κατοχικής Ιστορίας». Για παράδειγμα, ο Καθηγητής Hagen Fleischer, γράφει στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Αθηνών, ο.π. σελ. 26): «Μία εβδομάδα αργότερα εγκαθιδρύθηκε το ΚΓΣΑ στο Περτούλι, όπου είχαν μεταφερθεί και η ΒΣΑ και το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ. Στα τέλη Ιουλίου έφθασαν και οι εκπρόσωποι του για δεύτερη φορά αιφνιδιαστικά αφοπλισθέντος 5/42 Συντάγματος της ΕΚΚΑ, Ψαρρός και Καρτάλης ....». Αυτό που μας φαίνεται ενδιαφέρον, είναι πως ο Καθ. Hagen Fleischer αναφέρεται λίγο παρακάτω στο ίδιο κείμενο του (σελ. 40) στο βιβλίο του Αθαν. Κούτρα (τον οποίο χαρακτηρίζει «νηφαλιότερο» των βασιλοφρόνων συναδέλφων του στο 5/42), για να στηρίξει την άποψη του πως χωρίς την συμπεριφορά των βασιλοφρόνων αξιωματικών του 5/42, την «ανοιχτή απείθεια τους στον «μαλακό» Ψαρρό» και την «αντιεαμική υστερία τους», «τα μετέπειτα αιματηρά γεγονότα (του Πάσχα 1944) πιθανώς δεν θα συνέβαιναν» (άποψη για την οποία ας μας επιτρέψει ο Καθ. Hagen Fleischer και ο φιλίστωρ αναγνώστης να αμφιβάλλουμε βαθύτατα). Στο ίδιο βιβλίο όμως, του Αθ. Κούτρα, βρίσκονται και τα αποσπάσματα (που δημοσιεύουμε παραπάνω σε αυτο το σημείωμα) που αφορούν στη μάχη της Ταράτσας, και από τα οποία φαίνεται πως το 5/42 ούτε αιφνιδιάστηκε, ούτε αφοπλίστηκε στη μάχη της Γκιώνας. Προφανώς τα συγκεκριμένα αποσπάσματα δεν τα έλαβε υπ' οψιν του ο Καθ. Hagen Fleischer.
    Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αναλύσεις των κειμένων της αριστερής ιστοριογραφίας για τα αίτια και τις αφορμές της δεύτερης επίθεσης του ΕΛΑΣ εναντίον του 5/42. Η πιο «εύπεπτη» εκδοχή τους, αναφέρεται στη «ζήλια» και τον «θυμό» των μαχητών του ΕΛΑΣ για τον «απλόχερο» εφοδιασμό του 5/42 από τους Βρετανούς, σε αντίθεση με τα «ψίχουλα» που δίνονταν στον ΕΛΑΣ σε οπλισμό και υλικά. Το αναφέρει στο βιβλίο του και ο Στέφανος Σαράφης, ως εντύπωση που του έμεινε από την εξέταση που διενήργησε μετά την επίθεση. Η πιο ακραία εκδοχή αυτού του ισχυρισμού, βρίσκεται στο βιβλίο του Ανδρέα Κέδρου («Η ελληνική αντίσταση 1940-1944», ένα - κατά τη γνώμη μας - πραγματικά κακό βιβλίο, γεμάτο ανακρίβειες και μάλιστα χονδροειδείς σε μερικά σημεία, το οποίο ατυχώς υπήρξε σημείο αναφοράς για αρκετά χρόνια επειδή έτυχε να μεταφραστεί από τα Γαλλικά μέσα στο φορτισμένο κλίμα της μεταπολίτευσης). Μία απλή ματιά στο χρονολόγιο εκείνων των ημερών, αρκεί για να δείξει την πραγματική βάση αυτων των ισχυρισμών (βλέπε τα αποσπάσματα των κειμένων, παραπάνω): το Σύνταγμα του Ψαρρού έλαβε εντολή ανασυγκροτήσεως στις 29 Μαϊου του 1943. Κατόπιν υποδέχθηκε ρίψεις υλικών και οπλισμού από τις 5 έως τις 20 Ιουνίου 1943. Στις 22 Ιουνίου δέχθηκε επίθεση από τον ΕΛΑΣ, η οποία πρέπει προφανώς να διετάχθη τουλάχιστον 1-2 ημέρες πριν. Τα υλικά και ο οπλισμός βρίσκονταν εν μέρει ακόμη στα κιβωτιά τους την ώρα της επίθεσης. Αν διαβάσει όμως κανείς το βιβλίο του Ανδρέα Κέδρου, θα πρέπει να υποθέσει πως επί ημέρες ή εβδομάδες, η Γκιώνα είχε γεμίσει καλοντυμένους και άριστα εξοπλισμένους αντάρτες του 5/42 (που προφανώς σκορπούσαν και αφειδώς τις «χρυσές λίρες» που η παραδοσιακή μυθολογία της Αριστεράς ήθελε να πέφτουν εξ ουρανού για τον ΕΔΕΣ και την ΕΚΚΑ). Νομίζουμε πως η απλή επισκόπηση των ημερομηνιών δείχνει και τη σοβαρότητα όλων αυτών.
    Κάποιοι σοβαροί ιστορικοί όπως ο Σόλων Γρηγοριάδης, δεν καταφεύγουν σε ελαφρών βαρών επιχειρήματα. Αποδίδουν το γεγονός σε ακραία απόφαση του Συνταγματάρχη Ευθύμιου Ζούλα. Βέβαια, εκεί υπάρχει η δυσκολία να αιτιολογηθεί η ατιμωρησία του και για αυτό ο Σ. Γρηγοριάδης σημειώνει κάπως αμήχανα: «Ο Ζούλας ουδέποτε τιμωρήθηκε για εκείνη την αυθαιρεσία του. Ίσως όμως αυτό να οφειλόταν στο γεγονός ότι πάντα στο ΚΚΕ υπήρχε τάση να συγχωρούνται οι αριστερές παρεκκλίσεις, ποτέ όμως οι δεξιές…». Βέβαια, σε ευθεία προέκταση αυτής της συλλογιστικής, και η εν ψυχρώ δολοφονία του αιχμάλωτου Ψαρρού από τον Σ/χη Ζούλα δέκα μήνες αργότερα, θα πρέπει να υποθέσουμε πως απλά θεωρήθηκε μία ακόμη «αριστερή παρέκκλιση» και προφανώς για αυτό θα έμεινε (και αυτή) ατιμώρητη ....

    Θα θέλαμε να κλείσουμε αυτό το - περί ιστοριογραφικών πηγών - κεφάλαιο του σημειώματός μας, με ένα σχόλιο κάπως γενικότερο. Σχόλιο που αφορά στη συνολική αντιμετώπιση της ιστορίας του 5/42 ΣΕ του Συνταγματάρχη Ψαρρού από την ιστοριογραφία, ιδιαίτερα το κομμάτι της που είναι φίλα προσκείμενο προς την ΕΑΜική Αντίσταση. Θεωρούμε πως είναι αδύνατον να ισχυριστεί κανείς στοιχειωδώς αντικειμενική προσέγγιση στο θέμα της σχέσης του 5/42 με το ΕΑΜ και τις συνεχείς προσπάθειες του τελευταίου να το διαλύσει, χωρίς να λάβει υπ' όψιν του δύο πράγματα: το πρώτο, είναι η μάχη της Ταράτσας στην Γκιώνα και η πλήρης αδυναμία των επισήμων κειμένων του ΕΛΑΣ να την δικαιολογήσουν πειστικά. Επ' αυτού, ήδη σχολιάσαμε παραπάνω. Το δεύτερο, είναι ένα κείμενο του Δημ. Δημητρίου, του καπετάν Νικηφόρου, από αθηναϊκή εφημερίδα της δεκαετίας του '80. Το κείμενο αυτό αποδομεί ανελέητα και καταλυτικά την επίσημη άποψη της Αριστεράς για τη διαδρομή του 5/42 και τα τραγικά γεγονότα του Απριλίου 1944, με τρόπο πρωτόγνωρο μιάς και προέρχεται από άξιωματικό του ΕΛΑΣπου ήταν παρών - ως πρωταγωνιστής - σε όλες σχεδόν τις συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με το 5/42. Δεν θεωρούμε καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι το κείμενο αυτό έχει απλά «εξαφανιστεί»! 

    Είναι σαν να μην γράφτηκε ποτέ, δεν το είδαμε ποτέ και πουθενά να αναφέρεται έκτοτε, σε όλες τις περισπούδαστες ή μη αναλύσεις της ιστορίας των εμφυλίων συγκρούσεων της Κατοχής. Δεν υπάρχει πουθενά στο διαδίκτυο (ή, εν πάση περιπτώσει, δεν καταφέραμε να το εντοπίσουμε εμείς σε κάποιες αναζητήσεις), το οποίο διαδίκτυο περιέχει οποιαδήποτε «προοδευτική» ελαφρότητα και ανακρίβεια έχει γραφτεί, και μάλιστα πολλαπλασιασμένη στην ηχώ του. Ίσως θα άξιζε κάποτε να γράψουμε ένα ξεχωριστό σημείωμα για το άρθρο του Νικηφόρου, ώστε να είναι τουλάχιστον προσβάσιμο στο διαδίκτυο. Η εξαφάνιση του κειμένου αυτού, δείχνει και την τύχη που έχουν τα κείμενα που δεν προωθούν την «προοδευτική θεώρηση της Ιστορίας» ....

    Το 1982 (στο διάστημα 18 έως 28 Οκτωβρίου 1982), δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» από τον ιστορικό Σόλωνα Γρηγοριάδη, δύο επίσημα έγγραφα της Αριστεράς για τα γεγονότα του Απριλίου 1944: η Έκθεση του Υποστρατήγου Εμμανουήλ Μάντακα (Ε.Π. 3315/29 Απριλίου 1944) προς της ΠΕΕΑ, καθώς και το ανακοινωθέν της 2ας Μαίου του 1944 του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, το οποίο υπογράφει πάλι ο Στρατηγός Μάντακας, ως Γραμματέας Στρατιωτικών της ΠΕΕΑ. Παρότι ο Σ. Γρηγοριάδης μιλάει για μονόπλευρη έκθεση, θεωρούσε προφανώς πως τα περιεχόμενα των δύο αυτών εγγράφων τεκμηριώνουν «αμαρτωλές» σχέσεις του 5/42 Συντάγματος με τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας, καθώς και επιθετική συμπεριφορά απέναντι στον ΕΛΑΣ. Όπως γράφει βέβαια ο Καθηγητής Hagen Fleischer (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, ό.π.) τέτοια σχέση συνεργασίας του 5/42 με τους Γερμανούς δεν αναφέρεται πουθενά στα Γερμανικά Αρχεία. Κάπως αργότερα όμως, στα δύο αυτά έγγραφα που παρουσίασε ο Σ. Γρηγοριάδης, «απάντησε» ο Δημ. Δημητρίου (Καπετάν «Νικηφόρος»), μέσα από τις στήλες της εφημερίδας «Ελεύθερος Τύπος» της 4ης Δεκεμβρίου του 1983. Και νομίζουμε πως απάντησε με τρόπο που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για συζήτηση, με δεδομένο πως ο Νικηφόρος ήταν παρών σε όλες τις μάχες μεταξύ ΕΛΑΣ και 5/42. 

    Για να έχει ο αναγνώστης μία, έστω αποσπασματική ιδέα, παραθέτουμε δύο-τρία σημεία αυτού του άτυπου «διαλόγου», με την ελπίδα πως κάποτε μπορεί να υπάρξει ένα σημείωμα αφιερωμένο ειδικά σε αυτό το άρθρο του Νικηφόρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν όσα γράφει, για το γεγονός πως, κάποιοι από τους αντάρτες του 5/42 που πέρασαν στην Πελοπόννησο και διασώθηκαν, κατατάχθηκαν στο Τάγμα Ασφαλείας Πατρών, υπό την ηγεσία του Ταγματάρχη Γ. Καπετζώνη - να σημειωθεί πως το αναγραφόμενο συχνότατα - ιδίως στο διαδίκτυο - πως, μετά τη διάλυση του 5/42 και την δολοφονία του Ψαρρού, και ο Λοχαγός Ευθ. Δεδούσης κατέληξε στα Τάγματα Ασφαλείας είναι απλά ανακριβές. Ο Δεδούσης δεν πέρασε στην Πελοπόννησο, διέφυγε προς την Άμφισσα και μετά από εβδομάδες έφθασε στην Αθήνα (βλέπε Χρ. Ζαλοκώστα, ο.π.).
    «Συνδυασμένη επίθεση 5/42, Γερμανών και Ταγμάτων Ασφαλείας εξεδηλώθη την 15ην Απριλίου κατά Λόχου ΕΛΑΣ εις παραλίαν Μαραθιά» (ανακοινωθέν του ΓΣ του ΕΛΑΣ), «Ο Συνταγματάρχης Ψαρρός διέταξε δολοφονική επίθεση εναντίον τμήματος του ΕΛΑΣ, κατέχοντος την παραλία Μαραθιά προς απόκρουση αφίξεως ενισχύσεων στο 5/42 από Τάγματα Ασφαλείας.» (Έκθεση Μάντακα).

    «Συγκεκριμένα, το αναφερόμενο ότι στις 15 Απριλίου τμήματα της ΕΚΚΑ (5/42) προσέβαλαν λόχο του ΕΛΑΣ στην παραλία Μαραθιά, έλαβε χώρα εντελώς αντίστροφα. ‘Εχω απόλυτη προσωπική γνώση του γεγονότος, ακριβώς συνέβη το αντίθετο, δηλ. Το Τάγμα μου επετέθη κατα του 5/42 στο χωριό Μαραθιά.» (άρθρο Νικηφόρου).

    «Ο Λοχαγός Δεδούσης μετέβη 14ην Απριλίου εις Γαλαξείδι προς συνεννόησν με Γερμανούς Ιτέας δι' αντιπερισπασμόν εις περιοχήν Γκιώνας, εκδηλωθέντα κατα Καλοσκοπής 16ην Απριλίου 1944.» (Έκθεση Μάντακα)

    «Το αναφερόμενο, ότι επίθεση Γερμανών κατά θέσεων του ΕΛΑΣ στην Καλοσκοπή στις 16 Απριλίου του 1944, αποτελεί απόδειξη συνεργασίας του 5/42 με τον εχθρό, είναι απαράδεκτος ισχυρισμός, διότι το χωριό Καλοσκοπή βρίσκεται σε απόσταση πορείας δύο ημερών από το Κλήμα και η ενέργεια των Γερμανών στην Καλοσκοπή ήταν άλλης κατηγορίας επιχείρηση και όχι ενέργεια συνεργασίας του με το 5/42.» (άρθρο Νικηφόρου).
    «Κατα πληροφορίες, αξιωματικοί Καπετζώνης και Δεδούσης μετα 100 ανταρτών διαφυγόντες εις Πελοπόννησον ενώθηκαν μετα Γερμανοράλληδων» (ανακοινωθέν ΓΣ ΕΛΑΣ)..
    «Το αναφερόμενο στην  έκθεση της 29/4/44 του Υποστρατήγου του ΕΛΑΣ Εμμ. Μάντακα και στο Ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ της 2/5/44, ότι μερικοί διασωθέντες του 5/42 έφθασαν στην Πάτρα και ενώθηκαν με τους Γερμανοτσολιάδες, αποτελεί θλιβερότατη απόπειρά μας να κατηγορήσουμε ανθρώπους, που όχι μόνον δεν τους είχαμε αφήσει επάνω στην πατρώα γη θέση να σταθούν, αλλά που επιπλέον γύρευαν πού να κρυφτούν μετά, για να αποφύγουν τον καταναγκασμό να καταταγούν στα Τάγματα Ασφαλείας.» (άρθρο Νικηφόρου).
    Για να καταλήξει ο Νικηφόρος: «To τι έγινε στο Κλήμα Δωρίδος στις 17/4/44 είναι πασίγνωστο, καίτοι παραποιημένο σε μερικές πλευρές του. Αυτό που μπορούμε και πρέπει να προσθέσουμε είναι ότι η Έκθεση Μάντακα προς την ΠΕΕΑ και το Ανακοινωθέν του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ για την τρίτη διάλυση του 5/42 είναι κείμενα ξένα προς την ιστορική αλήθεια. ..... Τέλος, το αναφερόμενο ότι η επίθεση στο Κλήμα έγινε γιατί ο ΕΛΑΣ κινδύνευε από τη συνεργασία 5/42 και Γερμανών είναι και αστειότατο και αναληθέστατο. Τα επισημότερα, δηλαδή, κείμενα της δικής μας πλευράς για να αιτιολογήσουν την ενεργειά μας κατα του 5/42 είναι διάτρητα μπροστά στην Ιστορία .... ».

    Επίμετρο στα πρόσωπα
    Τα γεγονότα που ακολούθησαν τη μάχη της «Ταράτσας» και η αυτοδιάλυση του Συντάγματος, «κάλυψαν» και τον ρόλο που είχαν διαδραματίσει τα μέλη της μαχητικής ομάδας του Λευκαδιτίου. Ο Μήτσος Κούτρας κατατάχθηκε ως αντάρτης στην τρίτη συγκρότηση του 5/42 λίγους μήνες μετά και πήρε μέρος  σε μερικές από τις μάχες που έδωσε το Σύνταγμα. Τον Απρίλιο του 1944, και μετά τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στο Σερνικάκι, την Ερατεινή και τους Πενταγιούς, ο ΕΛΑΣ άρχισε να κυκλώνει το Σύνταγμα. Τα τμήματά του εκινούντο προς το Τρίκορφο-Κλήμα, αφοπλίζοντας τις μαχητικές ομάδες του 5/42 στα χωριά της διαδρομής τους και συλλαμβάνοντας τα βασικά τους στελέχη. Από το Λευκαδίτι πέρασε τμήμα του (παλαιού γνώριμου) καπετάν Νικηφόρου. Ο Μήτσος Κούτρας βρισκόταν στο χωριό, έχοντας συνοδεύσει άλλον αντάρτη του 5/42 από το Λευκαδίτι, ο οποίος είχε ασθενήσει, βασανιζόταν από πολύ υψηλό πυρετό και χρειαζόταν κατ’ οίκον νοσηλεία. Αφοπλίστηκε και συνελήφθη από το διερχόμενο Τμήμα του Νικηφόρου, κρατήθηκε αιχμάλωτος στο Σχολείο του χωριού και ελευθερώθηκε με την αναχώρηση του Τμήματος, μετά από έντονες παραστάσεις της οικογενείας – και ιδιαίτερα της δυναμικής μεγαλύτερης αδελφής του Αναστασίας – προς τον υπεύθυνο του ΕΑΜ στο χωριό. Εικάζουμε πως αν είχε αναχωρήσει ως αιχμάλωτος με το τμήμα του ΕΛΑΣ, θα είχε την τύχη όσων έφυγαν από τα διάφορα χωριά της περιοχής για «εκτόπιση στο Καρπενήσι», τύχη υποθέτουμε  γνωστή στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ της Κατοχικής Ιστορίας».
    Ο παπα-Ηλίας Λακαφώσης βρισκόταν επίσης στο χωριό. Αναζητήθηκε απο τον ΕΛΑΣ και μία περίπολος τον παρέλαβε για μία «ανάκριση» στο διπλανό χωριό Συκιά Δωρίδος. Η τύχη των περισσοτέρων που αναχωρούσαν για μία «ανάκριση» στο κοντινότερο Φρουραρχείο του ΕΛΑΣ ήταν επίσης γνωστή από τότε. Κατά καλή συγκυρία, στο Λευκαδίτι διανυκτέρευε την ίδια ημέρα ένας δεύτερος εξάδελφος του παπα-Ηλία, γιατρός από το Διακόπιο (Γρανίτσα) Δωρίδος, ο οποίος ήταν ενταγμένος στον ΕΛΑΣ και η ιατρική του ιδιότητα του έδινε αυξημένο κύρος. Ο γιατρός Κουτσοδήμος, πρόλαβε έφιππος την πεζή συνοδεία του ΕΛΑΣ με τον παπα-Ηλία, στα μισά της διαδρομής Λευκαδίτι-Συκιά και τον απέσπασε πραξικοπηματικά από τους ένοπλους συνοδούς του, γλυτώνοντάς τον. Δυστυχώς, δεν είχε την ίδια τύχη ο Χ. Κοτσίκης, ο οποίος εκτελέστηκε μερικές ημέρες αργότερα στο Ευπάλιο.
    Αξίζει όμως να δούμε και τη συνέχεια της πορείας των αφανών πρωταγωνιστων της μάχης της Ταράτσας στα χρόνια που ακολούθησαν. Είναι ενδιαφέρον νομίζουμε, να δει κανείς τις διαδρομές που έκαναν οι ζωές των ανθρώπων (και από τις δύο όχθες της εμφύλιας διαίρεσης, για να είμαστε δίκαιοι) σε εκείνη την τραγική για την Ελλάδα δεκαετία, όπου ένας φρικτός εμφύλιος βάλθηκε να καταστρέψει ό,τι είχε -αν είχε -αφήσει όρθιο η πιο βάρβαρη στην Ευρώπη Κατοχή των Γερμανών. Ένας εμφύλιος που όπως είπε κάποτε ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης «υπήρξε η πιο μαύρη, η πιο ταπεινωτική περίοδος στην Ιστορία .... και άφησε δυσεπούλωτες - για να μην πω ανεπούλωτες - πληγές
    Με την έναρξη του Εμφυλίου το 1946, η κατάσταση στην ύπαιθρο πολώθηκε επικίνδυνα. Σημειώνουμε εδώ πως το Λευκαδίτι μπορεί να επαίρεται για κάτι που δεν ίσχυσε δυστυχώς σε πολλά άλλα μέρη της ελληνικής υπαίθρου: η συνύπαρξη μίας ισχυρής ομάδας του ΕΑΜ με έναν ισχυρό και αφοσιωμένο πυρήνα του 5/42 στο χωριό, δεν δημιούργησε αντεκδικήσεις αλλά αντίθετα, υπήρξαν προσπάθειες προστασίας του συγχωριανού «ιδεολογικού αντιπάλου»[vi], ένθεν και ένθεν. Ωστόσο, η οικογένεια Κούτρα δεν γλύτωσε τις περιπέτειες. Στα μέσα του 1946, είχε ήδη προγραφεί και αυτό έγινε γνωστό στην περιοχή. Τα μέλη της οικογενείας διέφυγαν την σύλληψη και (την βέβαιη) εκτέλεση τους υπό κυριολεκτικά μυθιστορηματικές συνθήκες και έχοντας έγκαιρα ειδοποιηθεί από αριστερούς συγχωριανούς και συντοπίτες, που είχαν αντιληφθεί την προετοιμασία του εγχειρήματος. Η προειδοποίηση των συγχωριανών οδήγησε σε προετοιμασία της οικογένειας για αναχώρηση από το χωριό. Αυτό φαίνεται πως έγινε αντιληπτό και έτσι οργανώθηκε από τους αντάρτες μία βιαστική επιχείρηση σύλληψης των μελών της οικογένειας, η οποία όμως στάθηκε τυχερή: διέφυγαν ένας-ένας (χωρίς να γνωρίζει ο ένας για την τύχη των άλλων) από διαφορετικά σημεία του χωριού, συγκεντρώθηκαν δε και καταμετρήθηκαν αρκετές ημέρες μετά – και μετά από κινηματογραφικές περιπέτειες – στο φιλόξενο σπίτι της μεγαλύτερης αδελφής Αικατερίνης, στην Καλλιθέα Αττικής. Όπου και βρήκαν ασφαλές καταφύγιο μέχρι να περάσει η καταιγίδα του εμφύλιου σπαραγμού.
    Η οικογένεια Κούτρα, η οικογένειά μας, δεν χρειαζόταν να δώσει διαπιστευτήρια ούτε να απολογηθεί σε κανέναν από τους τοπικούς «Καπεταναίους» του «Δημοκρατικού Στρατού» που αναδεικνύονταν εκείνη την εποχή μέσα από τον κομματική επετηρίδα. Ήταν μία τυπική ρουμελιώτικη οικογένεια, από αυτές (τις πολλές στη λεβεντογέννα Ρούμελη) που μπορούσαν να επαίρονται πως έχουν δώσει το «παρών» σε όλα τα προσκλητήρια του Έθνους, ενώ είχε και έντονη συμμετοχή στα κοινά: ο (παππούς μας) Γιώργης Κούτρας ήταν Πρόεδρος του χωριού πολλά χρόνια. Με την παλαιότερη ανιχνεύσιμη καταγωγή να πηγαίνει πίσω στην Εθνεγερσία του ‘21, η οικογένεια είχε δώσει το «παρών» στους Βαλκανικούς Πολέμους με τον Γιώργη Κούτρα και τον αδελφό του Κώστα «Charlie» Κούτρα, που επέστρεψαν από την Αμερική[vii] για να πολεμήσουν στους αγώνες του 1912-13.  
    Ο αδελφός της γιαγιάς μας, Γιώργης Κλώτσας, ήταν εύζωνος, μαχητής του Κάλε Γκρότο και του Σαγγάριου.  Η οικογένεια ήταν παρούσα και στο προσκλητήριο του 1940, με τον μεγαλύτερο αδελφό του Μήτσου Κούτρα, τον (θείο μας) Γιάννη Κούτρα, ο οποίος επιστρατεύτηκε με ατομική πρόσκληση στο τέλος καλοκαιριού του 1940 και υπήρξε από τους πρώτους υπερασπιστές της Ηπειρωτικής γής, πολεμώντας στην πρώτη γραμμή με την Ταξιαρχία Ιππικού, από την πρώτη μέχρι την τελευταία ημέρα του Μετώπου. Ο απηνής διωγμός της οικογένειας στις αρχές του Εμφυλίου, και η «προγραφή» της - όπως άλλωστε και της οικογενείας του παπα-Ηλία Λακαφώση, ήταν σαφές πως είχαν να κάνουν με την ενεργό της συμμετοχή στο 5/42 και τον ρόλο της στη σύγκρουση του ΕΛΑΣ με το Σύνταγμα, ο οποίος πρέπει να είχε γίνει γνωστός πλέον.

    Η οικογένεια του παπα-Ηλία Λακαφώση δεν γλύτωσε επίσης από τις περιπέτειες. Ανθρωπος έξυπνος και διορατικός ο παπα-Ηλίας, βλέποντας τις εξελίξεις, είχε αρχίσει να «διώχνει» την οικογένεια από το Λευκαδίτι, που παρά την εγγύτητα στο Λιδωρίκι εθεωρείτο (κατα τη διάλεκτο της εποχής) «ανταρτοκρατούμενο».


    Η οικογένεια του παπα-Ηλία Λακαφώση το 1949. Ανάμεσα στα πρόσωπα των γονέων του, ο Κώστας Λακαφώσης που έζησε τα γεγονότα της 22ας Ιουνίου 1943 στο Λευκαδίτι, ως μικρό παιδί.[Αρχείο Κων/νου Λακαφώση]
    Oι δυο από τους γιους του είχαν πάει στο Λιδωρίκι και την Άμφισσα για να παρακολουθήσουν το Σχολείο. Τον Δεκέμβριο του 1947, ο αδελφός του παπα-Ηλία, Κώστας Λακαφώσης, διευθυντής τότε στο Κεντρικό Ταχυδρομείο Αθηνών, έγινε αποδέκτης μίας πολύ ανησυχητικής πληροφορίας. Στην περιοχή ανάμεσα στην Αράχωβα και τη Λιβαδειά, ένα φυλάκιο των ανταρτών του «Δημοκρατικού Στρατού» είχε ελέγξει δύο συγχωριανούς κτηνοτρόφους που κατέβαζαν τα κοπάδια τους να τα πουλήσουν στην Αθήνα. Όταν έμαθαν οι αντάρτες πως οι τσοπάνηδες ήταν από το Λευκαδίτι, ήλεγξαν αν τα ονόματά τους περιλαμβάνονται σε ένα κατάλογο, και κατόπιν τους ερώτησαν αν βρίσκονται στο χωριό οι οικογένειες του Γ. Κούτρα, του παπα-Ηλία Λακαφώση και του Γ. Κοτσίκη (ουσιαστικά δηλαδή, ερώτησαν για τον «σκληρό πυρήνα» του πάλαι ποτέ 5/42 στο Λευκαδίτι). Ο Κώστας Λακαφώσης ανησύχησε σφόδρα και με απανωτές επιστολές ειδοποίησε τον παπα-Ηλία (οι επιστολές εστέλλοντο σε συγγενή στο Λιδωρίκι για να διασφαλιστεί ότι θα φτάσουν στον προορισμό τους - η πρωτότυπη επιστολή της 15ης Δεκεμβρίου 1947 υπάρχει στο αρχείο του Κων/νου π.Ηλία Λακαφώση). Μετά από αυτό, ο παπα-Ηλίας με την μεγαλύτερη κόρη του κατέφυγε στο Λιδωρίκι και από εκεί στην Αθήνα. Η οικογένεια του έμεινε για μήνες διασκορπισμένη σε τέσσερα διαφορετικά σημεία, έως ότου συγκεντρώθηκε το Πάσχα του 1948 στην Αθήνα. Τον Ιούνιο του 1948 ο παπα-Ηλίας επέστρεψε στο Λιδωρίκι και τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς πήγε στην Άμφισσα όπου ιερουργούσε στην ενορία του Αγίου Νικολάου. Στο Λευκαδίτι επέστρεψε μετά το τέλος του Εμφυλίου, το 1950 και έμεινε στο χωριό μέχρι το τέλος της ζωής του, τον Απρίλιο του 1971.

    Ο Μήτσος Κούτρας κλήθηκε στον Στρατό το 1946, ως κληρωτός του 1943. Επελέγη για τους Λόχους Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ) που συγκροτούσε τότε το Γ.Ε.Σ. για τις ανάγκες του σκληρού Εμφυλίου που μόλις είχε αρχίσει.


    Στοιχείο Όλμου της Β' Μοίρας Καταδρομών σε διάλειμμα των επιχειρήσεων. Βουλγαρέλι 20/8/1948. Αριστερά με τα κυάλια, ο Λοχίας Δημ. Κούτρας. [Αρχείο Οικογενείας Κούτρα].

    Υπηρέτησε στη Β` Μοίρα Καταδρομών από την αρχή της θητείας του (που συμπίπτει σχεδόν, χρονικά, με τη συγκρότηση της Μοίρας) μέχρι και μετά το τέλος του Εμφυλίου και τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη νήσο Εύβοια που διεξήγαγε η Μοίρα. Έλαβε μέρος σε όλες τις επιχειρήσεις της Μοίρας, ως Λοχίας, αρχηγός στοιχείου όλμου. Το Φύλλο Μητρώου του φέρει την υπογραφή του τελευταίου Διοικητή της Μοίρας στις επιχειρήσεις της περιόδου εκείνης, Ταγματάρχη Δημήτρη Οπρόπουλου (γνωστού από την Μεταπολίτευση και τις περιπέτειες του στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας) και αναφέρει δύο Πολεμικούς Σταυρούς Γ’ Τάξης. Για τις ιστορίες όμως από τη δράση της Β' Μοίρας Καταδρομών, ίσως αξίζει ένα ξεχωριστό σημείωμα, κάποτε. Η παρακάτω φωτογραφία έχει τραβηχτεί στην Άμφισσα τον Μάρτιο του 1949, είναι από τις πιο αγαπημένες του οικογενειακού μας αρχείου και δείχνει κάπως εύγλωττα το πώς διασταυρώνονταν οι τροχιές των ανθρώπων μέσα στις φλόγες του πολέμου, εκείνη τη μαύρη περίοδο. Στο πίσω μέρος της φωτογραφίας, ο πατέρας μας έχει σημειώσει: «Άμφισσα 7/3/49. Δ. Κούτρας, Σκαραφίγκας, Παπαηλίας, Μπαρτσώτας, Βαρβάτος». Εκείνη την περίοδο η Β' Μοίρα επιχειρούσε στην περιοχή (σύμφωνα με την επίσημη Ιστορία των Μονάδων Καταδρομών, οι επιχειρήσεις Αρτοτίνας-Λιδωρικίου έγιναν στο διάστημα 22 Φεβρουαρίου έως 7 Μαρτίου 1949). Την ημέρα της λήξης των επιχειρήσεων, και πριν η Μοίρα μεταφερθεί στο ΚΕΜΚ της Βουλιαγμένης για ανασυγκρότηση, ο Μήτσος Κούτρας έχει πάει στην Άμφισσα με άλλους καταδρομείς να επισκεφθεί τον παπα-Ηλία, τον οποίο αγαπούσε και σεβόταν πολύ. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως οι τέσσερις από τους πέντε εικονιζόμενους στη φωτογραφία (και οι τρείς από τους τέσσερις καταδρομείς) είναι παλαιά μέλη του 5/42 ΣΕ του Συνταγματάρχη Ψαρρού. Οι δύο από το Λευκαδίτι (παπα-Ηλίας Λακαφώσης και Δ. Κούτρας) και οι δύο από τη Βουνιχώρα (Μπαρτσώτας, Βαρβάτος), το λεβεντοχώρι αυτό της Φωκίδας που κάηκε από τους Γερμανούς αλλά δεν κάμφθηκε ποτέ. Ο πατέρας μας, απολύθηκε από τα ΛΟΚ τον Δεκέμβριο του 1949 και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στη Νέα Σμύρνη. Εφυγε την Πρωτοχρονιά του 2003.

    Επίλογος
    Το 5/42 ΣΕ του Συνταγματάρχη Δημ. Ψαρρού αντιπροσωπεύει μία από τις πιο πικρές και τραγικές ιστορίες της κατοχικής περιόδου. Το χρονικό του και η τραγική του κατάληξη είναι γεγονότα αναμφίβολα αντιπροσωπευτικά του κλίματος εκείνης της περιόδου που σημάδεψε – νομίζουμε – ολόκληρη την μεταπολεμική πραγματικότητα, ενω ο απόηχός τους φτάνει έως τις ημέρες μας. Πρόκειται για την αντιστασιακή οργάνωση που ξεκίνησε με τις πιο αγνές προθέσεις, να αγωνιστεί για την ελευθερία της πατρίδας και μερικούς από τους πιο ρομαντικούς και ιδεαλιστές αξιωματικούς της εποχής. Η προσπάθεια αυτή συνεθλίβη στα «δόντια της μυλόπετρας», για να δανειστούμε τον τίτλο του έξοχου βιβλίου του Χρ. Κάσδαγλη. Ο φιλίστωρ αναγνώστης μπορεί να διαβάσει ένα καλό, νηφάλιο άρθρο από την εφημερίδα «Καθημερινή» -χωρίς να έχουμε άλλη πληροφορία, εικάζουμε πως ο συγγραφέας του είναι γόνος της γνωστής οικογένειας των Πεντεορίων που συμμετείχε πολύ ενεργά στο 5/42.
    Στο σημείωμα αυτό, περιγράψαμε ένα μόνο από τα γεγονότα της διαδρομής του Συντάγματος, ίσως όμως το πιο παραμελημένο ιστοριογραφικά. Μεγάλο μέρος του παρόντος σημειώματος αντλεί από το «προφορικό μονοπάτι της Ιστορίας», από την εξιστόρηση των γεγονότων, όπως τα ακούσαμε από τον πατέρα μας, Μήτσο Κούτρα. Για την πληρότητα της αφήγησης προσθέσαμε και όσα είναι γνωστά από τις ιστορικές πηγές και προσπαθήσαμε να τοποθετήσουμε το γεγονός στη σύνολη ιστορία του Συντάγματος.
    Τα γεγονότα από το «προφορικό μονοπάτι της Ιστορίας» που περιγράψαμε εδώ, διέσωσε πρώτος σε γραπτό κείμενο ο Κώστας Λακαφώσης, γιός του παπα-Ηλία, σε ένα σημείωμα που δημοσιεύθηκε στην μικρή εφημερίδα που εξέδιδε ο Σύνδεσμος Μαχητών του 5/42 ΣΕ, στο φύλλο Αυγούστου -Σεπτεμβρίου 2002. Ο Κώστας Λακαφώσης, που έζησε τα γεγονότα της 22ας Ιουνίου 1943, παίζοντας ως μικρό παιδί στην αυλή του Σχολείου δίπλα στους αξιωματικούς του ΕΛΑΣ που σχεδίαζαν την επίθεση κατα του 5/42, έχει ένα πολύτιμο αρχείο κειμένων και φωτογραφιών. Είναι όμως και ο ίδιος ένα πραγματικό «ζωντανό αρχείο» για τα γεγονότα και τους ανθρώπους της εποχής εκείνης και της περιοχής μας. Μας διέθεσε πρόθυμα και απλόχερα το αρχείο του, μας θύμισε τόσες καίριες λεπτομέρειες και μας βοήθησε τόσο πολύ στη συγγραφή του παρόντος κειμένου, που είναι πραγματικά σαν να το έγραψε μαζί μας. Τον ευχαριστούμε θερμά.
    Το άρθρο αυτό, πέραν της εξιστόρησης των λεπτομερειών της μάχης στην θέση «Ταράτσα» της Γκιώνας, φιλοδόξησε να είναι και ένα ιστορικό μνημόσυνο στους αφανείς πρωταγωνιστές της. Ας σταματήσουμε λοιπόν εδώ, με τον ίδιο τρόπο που ξεκινήσαμε. Θα το αφιερώσουμε στον πατέρα μας, Μήτσο Κούτρα, στον παπα-Ηλία Λακαφώση και σε όλη κείνη τη γενναία γενιά. Τα ιδανικά τους υπηρέτησαν καλώς, ας είναι πραγματικά ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.
    Κώστας & Γιώργος Κούτρας,
    Νέα Σμύρνη, Άνοιξη 2015.

    [i] Ι. Χανδρινός,  Το τιμωρό χέρι του λαού, Θεμέλιο, 2012, σελ. 31.

    [i.i] O (τότε) Λοχαγός Αθανάσιος Κούτρας, με καταγωγή από τα Πεντεόρια της Φωκίδας, ήταν από τους στενότερους συνεργάτες του Συνταγματάρχη Ψαρρού. Ήταν λαμπρός αξιωματικός με πολεμική εμπειρία από το Βορειοηπειρωτικό μέτωπο, βετεράνος της μάχης του υψώματος 731 στο οποίο συνετρίβη κυριολεκτικά η εαρινή επίθεση του Μουσολίνι. Η συνεπωνυμία με τον πατέρα μας και την οικογενειά μας δεν δηλώνει κάποια (γνωστή σε εμάς) συγγένεια.

    [ii] Ο Φοίβος Γρηγοριάδης ήταν γιός του Στρατηγού Νεόκοσμου Γρηγοριάδη, παλαιού Βενιζελικού αξιωματικού, ο οποίος είχε προσχωρήσει στο ΕΑΜ και είχε ήδη τον τίτλο του "Διοικητή του Α' Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ Αθηνών". Μάλλον τιμητικά βέβαια, αφού λόγω ηλικίας δεν άσκησε ποτέ διοίκηση (βλέπε Χανδρινος, ο.π. σελ 84). Είναι εντυπωσιακό πάντως το γεγονός – και ισχυρή ένδειξη του πόσο σύνθετη ήταν η πολιτική πραγματικότητα μίας εποχής στην οποία ανέτελλε η αντιπαράθεση των δύο μεταπολεμικών στρατοπέδων (και εν Ελλάδι, της αστικής τάξης με την ένοπλη αριστερά) - πως Διοικητής Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ   (έστω τιμητικά) είχε αναλάβει αξιωματικός που πρωταγωνίστησε στην Εκστρατεία της Μεσημβρινής Ρωσίας το 1919, πολεμώντας τους Μπολσεβίκους του Λένιν, κατ’ εντολήν του Βενιζέλου και χάριν της αδείας των Συμμάχων για απόβαση του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη. Ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης ήταν και ο στιχουργός του τραγουδιού που έλεγαν οι στρατιώτες ανεβαίνοντας για την Οδησσό: «Ελληνόπουλα καημένα, τι σας μέλλεται στα ξένα; Που σας σύρνει ο αρχηγός σας, Στο μακρύ το δρόμο μπρός σας; τι κι αν καρτερούνε χιόνια, Μπολσεβίκοι και κανόνια, από τη Ρωσία σύρνει, δρόμος ίσα για τη Σμύρνη». [Aρχείο Πηνελόπης Δέλτα, Τόμος Δ', Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία, Επιμ. Παύλος Ζάννας, Αθήνα 1982, Εκδόσεις Ερμής, σελ. 149 (Το τραγούδι της Ρουσίας)]

    ii.i Ευθ. Καραγιάννης  Για τον Στρατηγό Ευθ. Καραγιάννη, έχουν γραφτεί - μεταξύ άλλων - τα εξής:
    «Τα ξημερώματα της 5ης Απριλίου (1944), το Παλαιοξάρι βρέθηκε κυκλωμένο από τμήματα του ΕΛΑΣ, επικεφαλής των οποίων ήταν οι Καπεταναίοι Νικηφόρος, Παπαζήσης και Κρόνος. Τα τμήματα του ΕΛΑΣ προωθηθηκαν προς το Τρίκορφο, με σκοπό να αρπάξουν τα όπλα και τα πολεμοφόδια, που έπεσαν στο αεροδρόμιο την περασμένη νύχτα και να αιχμαλωτίσουν τη φρουρά των, η οποία ανήκε στο Αρχηγείο Ντούρου. Στο μεταξύ, ήλθε στο αεροδρόμιο ο Λοχαγός Ντούρος με το υπόλοιπο τμήμα του Αρχηγείου του και ανέλαβε τη μεταφορά των υλικών που έπεσαν, από το αεροδρόμιο προς το Κλήμα. Κατά τη μεταφορά έγινε επίθεση των ανδρών του ΕΛΑΣ για αρπαγή των υλικών, η οποία αποκρούσθηκε από τα πυρά της Διμοιρίας του Ανθυπολοχαγού Πεζικού Ευθύμιου Καραγιάννη που αποτελούσε την οπισθοφυλακή της φάλαγγας. Ευτυχώς που τα υλικά αυτά σώθηκαν χαρη στην ψυχραιμία και αποφασιστικότητα του Λοχαγού Ντούρου και τον ηρωισμό του Ανθυπολοχαγού Καραγιάννη, ο οποίος, παρα τη νεαρή ηλικία του τότε, πρόσφερε σοβαρές υπηρεσίες στον εθνικό μας αγώνα κατα την Κατοχή.» [Γεωργίου Καϊμάρα: Το Χρονικό μίας Θυσίας, Δημ. Ψαρρός και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, 3η εκδοση, Αθήνα 1984, εκδ. Σιδέρη, σελ. 167.]
    «Ο Υποστράτηγος Ευθύμιος Καραγιάννης ανέλαβε καθήκοντα Α/ΓΕΕΦ στις 7 Αυγούστου 1974. Παρέμεινε στην Κύπρο μέχρι τις 9 Μαρτίου 1975, οπότε προήχθη σε Αντιστράτηγο και ανέλαβε καθήκοντα Α' Υ/ΓΕΣ. Την περίοδο 12 Ιανουαρίου 1980 – 4 Ιανουαρίου 1982 διετέλεσε Α/ΓΕΣ, όντας ένας εκ των καλυτέρων Αρχηγών, που άφησε εποχή. Του προτάθηκε να αναλάβει Α/ΓΕΕΘΑ. Έθεσε υπ' όψιν του Υπουργού Εθνικής Αμύνης τους υποψηφίους που πρότεινε για τη θέση του Α/ΓΕΣ. Όταν του δηλώθηκε ότι προοριζόταν άτομο το οποιό αυτός έκρινε ακατάλληλο, αποποιήθηκε τη θέση του Α/ΓΕΕΘΑ.» [Σάββας Δ. Βλάσσης: Η Έκθεση του ΓΓΕΦ για το 1974 – Τα γεγονότα κάτω από νέο πρίσμα. Εκδόσεις Δούρειος Ιππος, Αθήνα 2010, σελ. 153]

    [iii] To «Καραούλι» είναι μία από τις ωραιότερες πλατείες στην Ελλάδα, και πιστεύουμε πως ο αναγνώστης θα συμφωνήσει όταν επισκεφθεί το Λευκαδίτι. Ιδιαίτερα τον Αύγουστο, στη «Γιορτη του Ψιμοτυριού», που το χωριό ζωντανεύει ξανά και ακούγεται πάλι ο ήχος του κλαρίνου κάτω από την αιωνόβια πουρνάρα της πλατείας.

    [iv] Η δική μας μνήμη, έχει συγκρατήσει το όνομα του Yπολοχαγού Γ. Ντούρου, ως του αξιωματικού που πρότεινε τη συγκεκριμένη ενέργεια στον Συνταγματάρχη Ψαρρό. Ο Κώστας Λακαφώσης, γιός του παπα-Ηλία, έχει συγκρατήσει το όνομα του Καϊμάρα από τις συζητήσεις με τον πατέρα μας, αλλά και τους αξιωματικούς του Ψαρρού, τους οποίους εγνώριζε προσωπικά. Η έξαψη και η ένταση εκείνων των στιγμών (για τους πρωταγωνιστές), ο χρόνος που έχει περάσει από την αφήγηση των γεγονότων (για εμάς), αλλά και το γεγονός πως οι πρωταγωνιστές της ιστορίας δεν βρίσκονται εν ζωή, δεν μας επιτρέπει να διασαφηνίσουμε την λεπτομέρεια αυτή, η οποία δεν έχει και μεγάλη σημασία.

    [iv.i] H μοναδική διαφορετική μαρτυρία, προέρχεται από το βιβλίο του Αθ. Κούτρα. Στη σελίδα 56 του βιβλίου, προηγείται μία παράγραφος πανομοιότυπη με αυτην της αφήγησης του Γ. Καϊμάρα, με τη γλώσσα της πρώτης έκδοσης του βιβλίου («Την εσπέραν της 22ας Ιουνίου αφίχθη Σύνδεσμος της Οργανώσεως από το χωριό Λευκαδίτι, ο οποίος ανέφερε στον Ψαρρό ότι δύναμη του ΕΛΑΣ, από 800 περίπου αντάρτες, συγκεντρώθηκε στο χωριό με το σκοπό, δήθεν επιθέσεως κατα της Ιταλικής Φρουράς Λιδορικίου»). Και συνεχίζει στη σελ. 57: «Κατόπιν της ανωτέρω πληροφορίας, ο Ψαρρός εξετίμησε ότι, μία τέτοια συγκέντρωση του ΕΛΑΣ, πιθανότατα εστρέφετο κατά του Συντάγματος κι όχι κατα της ιταλικής φρουράς Λιδορικίου, κι έλαβε τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας.» (οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας). Θεωρούμε πως η μαρτυρία αυτή του Αθ. Κούτρα είναι εσφαλμένη. Κατ' αρχας, είναι αντίθετη προς κάθε άλλη ιστορική πληροφορία που έχουμε, προφορική ή γραπτή. Και η μοναδική τέτοια μαρτυρία - όλες οι υπόλοιπες βεβαιώνουν πως ο Ψαρρός ήταν έντονα καθησυχαστικός και διαβεβαίωνε πως η προηγηθείσα συμφωνία με τον ΕΛΑΣ διασφαλίζει το Σύνταγμα. Πάνω από όλα όμως, η μαρτυρία πρέπει να είναι εσφαλμένη για έναν πολύ απλό λόγο: ο Διοικητής ενός Τμήματος που πείθεται πως θα δεχθεί επίθεση μέσα στις επόμενες ώρες, δεν διατάσσει απλά "αυξημένη επιφυλακή", ούτε τοποθετεί απλά μερικά προκεχωρημένα φυλάκια με αποστολή επιβραδυντικού αγώνα. Συνεγείρει αμέσως το Τμήμα του, του δίνει διάταξη μάχης, εκδίδει τις διαταγές του και αναμένει τον επιτιθέμενο με το δάκτυλο στη σκανδάλη. Κυριολεκτικά. Είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως ένας έμπειρος Συνταγματάρχης, δεν έκανε αυτό που θα έκανε ένας απλός λοχίας. Είναι σχεδόν προφανές πως ο Συνταγματάρχης Ψαρρός αρνιόταν επίμονα να δει την πραγματικότητα. Κατά την ταπεινή μας γνώμη, η εσφαλμένη μαρτυρία του Αθ. Κούτρα οφείλεται στην μεγάλη χρονική απόσταση που χωρίζει τα γεγονότα από την συγγραφή του βιβλίου. Το βιβλίο έχει εκδοθεί σχεδόν 40 χρόνια μετά τη μάχη της Ταράτσας και πιθανώς κάποιες λεπτομέρειες να έχουν ξεθωριάσει στη μνήμη του συγγραφέα.
    [v]Ο Αντισυνταγματάρχης του Πυροβολικού Κωνσταντίνος Λαγγουράνης είναι μία από τις ενδιαφέρουσες και τραγικές μορφές στην πικρή ιστορία του 5/42 ΣΕ. Η καταγωγή του ήταν από την Άμφισσα και είχε αξιοσημείωτη στρατιωτική σταδιοδρομία καθώς και υψηλού επιπέδου μόρφωση. Είχε περάσει από την Ανωτάτη Σχολή Πολέμου της Γαλλίας, ενώ είχε σπουδάσει στη Νομική. Γράφει για αυτόν ο Γ. Καϊμάρας:

    Ο Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Λαγγουράνης από την Άμφισσα, Υποδιοικητής του 5/42 ΣΕ, ήταν γνωστός για τα δημοκρατικά του φρονήματα και κατέκρινε πάντοτε τις ακρότητες και τους εξτρεμισμούς. Όπως φαίνεται, είχε πολύ επηρεασθεί από τις κομμουνιστικές θεωρίες του Συνταγματάρχου Μπακιρτζή, ο οποίος ... έπαιξε ύποπτο ρόλο κατά τους τελευταίους μήνες της παραμονής του στην έδρα του 5/42 ΣΕ. ......
    Τα τελευταία γεγονότα (σ.σ. του Απριλίου 1944) και οι προστριβές μεταξύ του ΕΛΑΣ και του 5/42 τον είχαν στενοχωρήσει και απογοητεύσει πολύ, όπως έλεγε στους γυρω του αξιωματικούς. Είχε γίνει σκεπτικός και άρχισε να κατακρίνει τη στάση του Συντάγματος .....Κατα την κύκλωση του Παλαιοξαρίου ο ΕΛΑΣ συνέλαβε τον Αντισυνταγματάρχη Λαγγουράνη και δύο άλλους αξιωματικούς και τους έβαλε σε περιορισμό. Ο Αν/χης Λαγγουράνης προσχώρησε στον ΕΛΑΣ και έτσι πρόδωσε τον Διοικητή του Συντάγματος, τους Αξιωματικούς και τους αντάρτες του 5/42 και τον αγνό εθνικό αγώνα τους. Πέρα από αυτό, στις 10 Απριλίου 1944, δηλαδή μία εβδομάδα πριν από την τελευταία ημέρα ζωής του 5/42 έγραψε και κυκλοφόρησε μία προκήρυξη με την οποία κατηγορούσε τον Ψαρρό και τους αξιωματικούς του Συντάγματος ..... Τέτοια προδοσία εις βάρος του τίμιου ήρωα Συνταγματάρχη Ψαρρού και του αγνού πατριωτικού αγώνος του 5/42 δεν περίμενε κανείς από τον Υποδιοικητή του ιδίου του Συντάγματος. [Γ. Καϊμάρα, ο.π., σελ. 166 και 168]
    Φαίνεται πως ο Κ. Λαγγουράνης συνδεόταν με σχέση φιλίας και αλληλοεκτίμησης με τον καπετάν-Διαμαντή (Γιάννη Αγγέλου) του ΕΛΑΣ, τον οποίον ο πατέρας μας Μητσος Κούτρας περιέγραφε ως έναν πολυ εύστροφο, μορφωμένο και ευφυή συνομιλητη που κατείχε την πρόσφατη πολιτική ιστορία και διέθετε δεινότητα και ειρμό στην άρθρωση των επιχειρημάτων του. Μας είχε αφηγηθεί πως ήταν παρών σε κάποιες έντονες (ιδεολογικά, αλλά φιλικές προσωπικά) ιδεολογικές αντιπαραθέσεις του Αν/χη Λαγγουράνη με τον καπ. Διαμαντή, γυρω από τη φωτιά, στις κορυφές της Γκιώνας τον χειμώνα του 1943. Ήταν η περίοδος στην οποία υπήρξε μία συνύπαρξη «λυκοφιλίας» ανάμεσα στις δύο οργανώσεις (εν τω μεταξύ, το 5/42 είχε ανασυγκροτηθεί για Τρίτη φορά τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο του 1943) καθώς ο ΕΛΑΣ είχε επιτυχει να «ουδετεροποιησει» την ΕΚΚΑ και το 5/42 (πυροδοτώντας αντιδράσεις στο εσωτερικό τους), συγκεντρωνοντας τις δυνάμεις του στην προσπάθεια διάλυσης του ΕΔΕΣ στην Ηπειρο. Πιθανότατα, ο έντονος αντιμοναρχικός προσανατολισμός του Αν/χη Κ. Λαγγουράνη και η φιλία του με τον καπετάν Διαμαντή, συνετέλεσαν στη συγγραφή της προκήρυξης του Απριλίου του 1944, η οποία θεωρήθηκε – και όχι άδικα – από τους μαχητές του 5/42 ως «πισώπλατη μαχαιριά» και ιδεολογικό άλλοθι στη σφαγή του Σ/χη Ψαρρού και των αιχμαλώτων ανταρτών του, εκείνον τον πικρό Απρίλη του 1944 στο Κλήμα της Δωρίδας. Οι διασωθέντες μαχητές του 5/42 δεν του το συγχωρησαν ποτέ και τον αναζήτησαν ακόμη και μετά το τέλος του Εμφυλίου. Περί τα τέλη του 1949, υπήρξε κάποιο επεισόδιο στην Αθήνα, στο οποίο ο πατέρας μας αναφερόταν (δες και παρακάτω την συνάντηση του με τον Αν/χη Λαγγουράνη) με τη λέξη «προπηλακισμός», φαίνεται όμως πως ήταν ένα πραγματικά βίαιο επεισόδιο άγριου ξυλοδαρμού του Αν/χη Λαγγουράνη από παλιούς μαχητές του 5/42, κάπου στην Αθήνα.
    Το σύντομο βιογραφικό του Αν/χη που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, συνοδεύοντας την Έκθεση που συνέταξε (ως Επιτελάρχης του ΕΛΑΣ) για τη μάχη της Αθήνα τον Δεκέμβρη του 1944, αναφέρει: «Προσχώρησε στον ΕΛΑΣ τον Απρίλιο του 1944. Στην ΠΕΕΑ ανέλαβε επιτελάρχης στην Ομάδα Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Μακεδονίας (ΟΜΜ). Την περίοδο των Δεκεμβριανών βρέθηκε στην Αθήνα και ανέλαβε Επιτελάρχης της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ και κατόπιν σύνδεσμος του ΕΛΑΣ με το Αγγλικό στρατηγείο για την εκτέλεση της συμφωνίας της Βάρκιζας. Αμέσως μετά αποτάχθηκε από το Στρατό και ασχολήθηκε με τη δικηγορία. Το 1949 έγινε απόπειρα δολοφονίας εναντίον του στην Αθήνα, ως αντίποινα για την στάση του την περίοδο της αντίστασης, με αποτέλεσμα να κλονιστεί σοβαρά η υγεία του. Πέθανε το 1953 σε ηλικία 55 ετών».
    Η προφανής αγριότητα του περιστατικού και το ηθικό του βάρος έκαμψαν τον Κ. Λαγγουράνη. Δεν συνήλθε ποτέ, ούτε σωματικά ούτε ψυχικά και πέθανε λίγα χρόνια μετά, νεωτατος. Ήταν μία από τις συγκλονιστικότερες αφηγησεις του πατέρα μας, αυτή, της τυχαίας συνάντησής του με τον Αν/χη Λαγγουράνη στη μετεμφυλιακή Αθήνα του 1951. Ο Μήτσος Κούτρας χαιρέτισε τον Κ. Λαγγουράνη με τον βαθύ και ειλικρινή σεβασμό που έτρεφε για όλους τους αξιωματικούς που είχε γνωρίσει στο 5/42 (παρά την πικρία που ένιωθε για την εγκατάλειψη τους από τον Υποδιοικητή τους), τον πρσφώνησε «κ. Υποδιοικητά» (έχοντας πολύ πρόσφατη την πολεμική του υπηρεσία στη Β' ΜΚ, πιθανότατα όμως – κατα την στρατιωτική δομή του 5/42 - έτσι τον προσφωνούσε και στα βουνά της Ρούμελης) και μίλησε μαζί του αρκετή ώρα, κάπου στους δρόμους των Νοτίων Προαστίων (ο πατέρας μας εξασκούσε τότε το επάγγελμα του πλανόδιου γαλατά). Ο Αν/χης Λαγγουράνης, με έκδηλη φόρτιση που δύσκολα – πολύ δύσκολα – κρυβόταν, του εξέφρασε την βαθιά του πικρία για την επίθεση που είχε δεχθεί από τους παλαιούς του αντάρτες. Του είπε χωρις περιστροφές ότι του είχε στοιχίσει εσωτερικά, σε βαθμό ανεπανόρθωτο. Μετά από δύο χρόνια, πέθανε.
    Aναμφίβολα, η προσχωρηση του Αν/χη Λαγγουράνη στον ΕΛΑΣ και η ανάληψη επιτελικών καθηκόντων, αρχικά στην ΟΜ Μακεδονίας και κατόπιν στο Επιτελείο που διεξηγαγε τη Μάχη της Αθήνας, ήταν δυσεξήγητο ολίσθημα. Θα μπορούσε ίσως (ίσως ...) να αντιληφθεί κανείς την προσχώρηση του στον ΕΛΑΣ τον Απρίλιο του 1944, υποθέτοντας πως δεν μπορούσε να προβλέψει τη σφαγή που ακολούθησε (αν και θα έπρεπε να αντιλαμβάνεται πως η προκήρυξη την οποία υπέγραψε, παρασυρμένος από τα αντιμοναρχικά του αισθήματα, οδηγούσε κατ' ευθείαν στο δράμα του Κλήματος). Εκείνο όμως που φαντάζει ακόμη και σήμερα τελείως ακατανόητο και δυσερμήνευτο, είναι το γεγονός πως αποδέχθηκε καθήκοντα επιτελικού αξιωματικού στον σχηματισμό ο οποίος ευθυνόταν για την ανατριχιαστική εκτέλεση, εν αιχμαλωσία, δεκάδων ανταρτών του 5/42 από αυτούς που οδηγούσε στη μάχη ως Υποδιοικητής του Συντάγματος. Αυτη η ενέργεια, ακόμη και σήμερα, με την απόσταση των επτά δεκαετιών, μοιάζει ακατανόητη, ανερμήνευτη πολιτικά, ηθικά, η απλά με το κριτηριο του ανθρώπινου παράγοντα. Δεν ήταν η μοναδική περίπτωση αξιωματικού που δέχθηκε να στελεχώσει τον ΕΛΑΣ, όταν η οργάνωση του διαλύθηκε από αυτόν – το παλαιότερο παράδειγμα είναι ο ίδιος ο Στέφανος Σαράφης. Τουλάχιστον όμως, ο Σαράφης είχε να αντιπαρέλθει μονο τις προσωπικές ταπεινώσεις που υπέστη όταν αιχμαλωτίστηκε από τον ΕΛΑΣ και περιεφερετο ατιμωτικά ως «συνεργάτης των Ιταλών». Δεν τον βάραινε το άδικο αίμα δεκάδων μαχητων του που εκτελέστηκαν με άγριο τρόπο, στην «πιο ζοφερή» κατα Hagen Fleischer, «ημέρα της Αντίστασης».
    Στο σχετικό λήμμα της Wikipedia για τον Αντισυνταγματάρχη Κων/νο Λαγγουράνη, αναφέρεται πως εγγονός του είναι ο Ελληνοαμερικανός αξιωματικός Tony Laggouranis, που έγινε γνωστός όταν κατήγγειλε τις ανακριτικές τεχνικές που ακολουθούσε ο στρατος των ΗΠΑ στη φυλακή του Abu Graib, στο Ιρακ. Δεν διασταυρώνεται από άλλη πηγή, αλλά είναι εξαιρετικά πιθανό να είναι αλήθεια.



    [vi] Ο αναγνώστης θα έχει ήδη αναγνωρίσει μία γερή δόση τοπικισμού στο γραπτό μας, για την οποία ελπίζουμε να είναι επιεικής μαζί μας και να την δεί σαν υπερβολική αγάπη για τη γή της καταγωγής μας. Σίγουρα όμως μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για την παρακάτω φωτογραφία και την ιστορία που κρύβει. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη το 1948, μπροστά στο Στρατοδικείο Λαμίας, από τα αυστηρότερα της εποχής. Δύο συγχωριανοί από το Λευκαδίτι δικάζονται και αντιμετωπίζουν ακόμη και την ποινή της εκτέλεσης. Ήταν αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού και υποστήριζαν (αληθώς) πως είχαν επιστρατευτεί παρα τη θελησή τους, ωστόσο οι συνθήκες της συλληψής τους από τον Στρατό δεν συνηγορούσαν υπερ τους και το κλίμα της εποχής δεν αφήνει και πολλές ελπίδες για μία δίκαιη ετυμηγορία. Στη δίκη αυτή έχουν σπεύσει να καταθέσουν ως μάρτυρες υπερασπίσεως ο Γιώργης Κούτρας (πρόεδρος της Κοινότητας, ήδη στην Αθήνα για να αποφύγει την εκτέλεση από τους αντάρτες, δεξιά μπροστά στη φωτογραφία), ο Αν. Μπέης, ο Αθαν. Ζούπας και ο Αναστάσιος Κρικέλας. Το πιο ενδιαφέρον είναι όμως πως έχουν πάει με δική τους πρωτοβουλία να καταθέσουν (υπερ των κατηγορουμένων) και δύο καταδρομείς από το Λευκαδίτι: ο Κων/νος Κρικέλας (πάνω αριστερά στη φωτογραφία) με τον πατέρα μας Δημ. Κούτρας (δεύτερος από αριστερά, πάνω), οι οποίοι έχουν πάρει άδεια από τη μονάδα τους (Β' Μοίρα Καταδρομών) και φορούν τη στολή των ΛΟΚ - προφανώς για να επηρεάσουν θετικά το Στρατοδικείο. Μίλησαν και οι δύο στο Στρατοδικείο, κάπως πραξικοπηματικά. Οι δύο κατηγορούμενοι αθωώθηκαν και η φωτογραφία είναι τραβηγμένη ακριβώς μετά τη δίκη, στην είσοδο του Στρατοδικείου. [από το αρχείο του Κων/νου Λακαφώση και το φύλλο 98 της Εφημερίδας «το Λευκαδίτι», Αυγούστου-Σεπτεμβρίου 2007.]

    [vii]Το χαρακτηριστικό `Charlieπου συνόδευε τον ‘Αμερικάνο’ Κώστα Κούτρα, οφείλεται σε μία (πολύ ελεύθερη, είναι η αλήθεια) απόδοση του ονόματος `Κώστας’ στην Αγγλική. Τον φώναζαν έτσι στην Αμερική από την πρώτη εποχή που πήγε μετανάστης και αυτό τον συνόδευε τελικά σε όλη του τη ζωή. Ο Κώστας `CharlieΚούτρας ήταν ήδη αρκετό καιρό μετανάστης στην Αμερική, όταν κηρύχθηκε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος τον Οκτώβριο του 1912. Ο αδελφός του (και παππούς μας) Γιώργης Κούτρας, είχε πάει εκεί για να δουλέψει και αυτός, μόλις μερικούς μήνες πριν. Είναι αμφίβολο αν είχε «βγάλει» τα έξοδα της μετάβασης του. Γύρισαν στην Ελλάδα και οι δύο, αμέσως μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και έτρεξαν να καταταγούν στον Ελληνικό Στρατό. Πολέμησαν στο Μπιζάνι και αμέσως μετά προωθήθηκαν στη Θεσσαλονίκη διότι μαζεύονταν τα σύννεφα της Ελληνοβουλγαρικής σύγκρουσης. Συμμετείχαν στη μάχη Κιλκίς-Λαχανά, στην οποία ο Γιώργης Κούτρας τραυματίστηκε σοβαρά, με διαμπερές τραύμα κοντά στην καρδιά,  από το οποίο αποθεραπεύτηκε χωρίς προβλήματα. Μας έδειχνε περήφανα το τραύμα του, μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο πανύψηλος και επιβλητικός «Τσάρλης» επέστρεψε στις ΗΠΑ όπου συνέχισε να εργάζεται επι δεκαετίες, στηρίζοντας και βοηθώντας την υπόλοιπη οικογένεια. Επέστρεψε στη δεκαετία του ’50 και πέθανε προς το τέλος της.

    Eίναι αδύνατον να αποφύγει κανείς τον πειρασμό να εξάρει τον πατριωτισμό και το μεγαλείο της γενιάς των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ακόμη και σε ένα όχι ιδιαίτερα σχετικό κείμενο, όπως το παρόν. Είναι μία από τις ηρωικότερες και γενναιότερες γενιές σε ολάκερη την ελληνική ιστορία, και ας ακουστεί υπερβολικό. Όποια και αν είναι η στάση και η ιστορική εκτίμηση του καθενός μας για τα πολύ σημαντικά γεγονότα εκείνης της εποχής (Πόλεμοι 1912-13, Διχασμός, συμμετοχή στο Μακεδονικό Μέτωπο), όποια και αν είναι η εκτίμηση του για τις πολιτικές αποφάσεις, τη στοχοθεσία και τις πολιτικές παλινωδίες που συνόδευσαν την Μικρασιατική Εκστρατεία, ανεξάρτητα του αν θεωρεί την εκστρατεία της Μικράς Ασίας (1919-22) «απελευθερωτικό πόλεμο» η «ιμπεριασλιστική εκστρατεία», είναι αδύνατον να μην σταθεί εκστατικός μπροστά στο μεγαλείο μίας υπέροχης γενιάς που ξεκίνησε πολεμώντας από τη Λαμία και έφτασε μέχρι τον Σαγγάριο ποταμό, έφερε (πρακτικά) την Ελλάδα στα σημερινά της σύνορα, πολέμησε σε πέντε διαφορετικά μέτωπα επί δέκα ολόκληρα χρόνια και έφτασε μαχόμενη στα προάστια της Άγκυρας, κυνηγώντας το Όνειρο.


    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου