Σελίδες

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

18 χρόνια από τα Ίμια, το άγνωστο «παρασκήνιο»…

crashonline

Ξημερώματα  της 31ης Ιανουαρίου 1996. Ώρα 01:40 π.μ. Τουρκικές ειδικές δυνάμεις αποβιβάζονται στη Μικρή Ίμια. Λίγες ώρες μετά, στις 05:30 π.μ, ελικόπτερο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, απογειώνεται από τη φρεγάτα «Ναυαρίνο» και  διαπιστώνει την παρουσία των Τούρκων στη βραχονησίδα.
Κατά την επιστροφή του στη φρεγάτα καταρρίπτεται. Τα τρία μέλη του πληρώματος, ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός, βρίσκουν τραγικό θάνατο.
Της Κάτιας Τσιμπλάκη
Δεκαοκτώ χρόνια συμπληρώνονται από τα τραγικά γεγονότα στα Ίμια, που έφεραν Ελλάδα και Τουρκία, ένα βήμα πριν την πολεμική σύρραξη.
Μαύρη επέτειος που «πλήγωσε» τη χώρα μας όχι μόνο γιατί έχασαν τη ζωή τους τρία παλληκάρια, τρεις αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού αλλά και γιατί άνοιξε το θέμα των «Γκρίζων Ζωνών» στο Αιγαίο. Η Τουρκία αμφισβητεί πλέον ανοιχτά, απροκάλυπτα και ξεδιάντροπα, την κυριαρχία της Ελλάδας σε 131 νησιά και νησίδες. Τα Ίμια, για την Τουρκία, αποκαλούνται πλέον Καρντάκ και αποτελούν αμφισβητούμενη περιοχή.

Το crashonline.gr αποκαλύπτει το άγνωστο παρασκήνιο που οδήγησε στα τραγικά γεγονότα των Ιμίων, την απέλπιδα προσπάθεια της Τανσού Τσιλέρ να διατηρηθεί στην εξουσία και τον «ακήρυχτο» πόλεμο που έχει ανοίξει με τον Μεσούτ Γιλμάζ. Την Τσιλέρ και το Γιλμάζ, τους ενώνουν τα μεγάλα πολιτικά σκάνδαλα, οι σχέσεις με το παρακράτος, οι διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, η διαφθορά και η πεπατημένη οδός της όξυνσης των Ελληνοτουρκικών σχέσεων  για να διατηρήσουν τα σκήπτρα της εξουσίας.
Η κρίση στα Ίμια, εκτυλίχθηκε κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της Τανσού Τσιλέρ (1993- 1996 που κατέρρευσε μετά την αποχώρηση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος).
Οι χειρισμοί της νεοφώτιστης κυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, (που είχε μόλις αναλάβει το πηδάλιο του ΠΑΣΟΚ από τον ασθενή Ανδρέα Παπανδρέου), δέχθηκε έντονη κριτική, όπως επίσης και η επιφυλακτικότητα – δυσπιστία που φέρεται ότι έδειξε στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων καθώς θεωρούσε ότι ήταν προσκολλημένη στο πνεύμα Παπανδρέου.
Ισχυρό επικοινωνιακό πλήγμα δέχθηκε η κυβέρνηση και από την κίνηση του πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη να  ευχαριστήσει δημόσια μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο, τις ΗΠΑ για το ρόλο τους στην αποκλιμάκωση της κρίσης. Ο Λευκός Οίκος, σύμφωνα με την Τουρκική πλευρά, φέρεται ότι ενημερώθηκε για το επεισόδιο στα Ίμια, από την Τανσού Τσιλέρ, η οποία επικοινώνησε με τον τότε αμερικανό πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. Σύμφωνα με τουρκικά ΜΜΕ, του είπε ότι «Ελλάδα και Τουρκία ξεκινούν πόλεμο, επειδή δύο τούρκοι δημοσιογράφοι και κάποιοι έλληνες βαρκάρηδες συνεπλάκησαν σε έναν βράχο που κατοικούσε μία κατσίκα».
Η κρίση στα Ίμια είχε τρεις ακόμη σημαντικές απώλειες που βύθισαν στο πένθος την Ελλάδα. Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 18 χρόνια, από την ημέρα που τρεις Έλληνες αξιωματικοί του Πολεμικού Ναυτικού βρήκαν τραγικό θάνατο όταν το ελικόπτερο όπου επέβαιναν για να διαπιστώσουν εάν είχαν αποβιβαστεί Τούρκοι στα Ίμια, έπεσε στην θάλασσα. Παρά την επίσημη ανακοίνωση του Πολεμικού Ναυτικού ότι το ελικόπτερο έπεσε λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και του αποπροσανατολισμού του πιλότου – και όχι από το Τουρκικό Ναυτικό ή από τους τούρκους καταδρομείς που βρίσκονταν στα Ίμια -  είναι διάχυτη η αίσθηση στην Ελληνική κοινή γνώμη, ότι οι πραγματικές συνθήκες πτώσης του αποκρύφτηκαν για να μην υπάρξει πολεμική σύρραξη με την Τουρκία. Ποιός όμως μπορεί να αποδείξει αυτούς τους «ισχυρισμούς»;

Το χρονικό της κρίσης

Όλα ξεκίνησαν στις 25 Δεκεμβρίου 1995 όταν το τουρκικό φορτηγό πλοίο Φιγκέν Ακάτ προσαράζει σε αβαθή ύδατα κοντά στις βραχονησίδες Ίμια. Εκμπέμπει σήμα κινδύνου. Το πλησιέστερο  λιμεναρχείο βρίσκεται στην Κάλυμνο και με το ρυμουλκό που διαθέτει προσπάθησε να βοηθήσει το Τουρκικό πλοίο. Ο πλοίαρχος αρνείται κατηγορηματικά τη βοήθεια, ισχυριζόμενος ότι πλέει σε τουρκικά ύδατα. Διατείνεται επίσης ότι οι τουρκικές αρχές πρεπει να του προσφέρουν βοήθεια.
Την επομένη, το Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών ειδοποιεί το Τουρκικό ΥΠΕΞ ότι αν δεν παρέμβει ρυμουλκό, το τουρκικό πλοίο κινδυνεύει. Η απάντηση που έρχεται μία ημέρα μετά από το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, στην Ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα προκαλεί κρύο ιδρώτα. Τι λέει; Ανεξαρτήτως του ποιος θα αναλάβει τη διάσωση του πλοίου, υπήρχε γενικότερα θέμα με το σύμπλεγμα των βραχονησίδων.
Στις 28 Δεκεμβρίου σημειώνεται εμπλοκή μεταξύ τουρκικού μαχητικού αεροσκάφους με ελληνικά μαχητικά. Το τουρκικό μαχητικό, που ήταν πλήρως εξοπλισμένο, καταπέφτει στα ελληνικά χωρικά ύδατα της Λέσβου. Ο Τούρκος πιλότος διασώζεται με ελληνική βοήθεια.
Λίγα αργότερα, στα Ίμια δύο ελληνικά ρυμουλκά αποκολλούν το τουρκικό φορτηγό και το οδηγούν στο λιμάνι Κιουλούκ της Τουρκίας.
«Οι βραχονησίδες Ίμια είναι καταχωρισμένες στο κτηματολόγιο Μουγκλά του νομού Μπόντρουμ (Αλικαρνασσού) και ανήκουν στην Τουρκία», αναφέρει το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών σε ανακοίνωση που εκδίδει στις 29 Δεκεμβρίου, θέτοντας ευθέως θέμα ιδιοκτησίας των νησιών.
Στις 25 Ιανουαρίου 1996, εν μέσω των αντιδράσεων στην Ελλάδα για τις εδαφικές διεκδικήσεις της Τουρκίας, ο δήμαρχος της Καλύμνου Δημήτρης Διακομιχάλης, υψώνει την ελληνική σημαία στα Ίμια. Μαζί του ήταν ο αστυνομικός διευθυντής Καλύμνου Γ. Ριόλας, ένας ιερέας και δύο κάτοικοι του νησιού.
Το γεγονός ότι κυμάτιζε Ελληνική σημαία στα Ίμια, καλύπτεται εκτενώς από τουρκικά τηλεοπτικά κανάλια. Τη σκυτάλη παίρνουν δύο «δημοσιογράφοι» του γραφείου της εφημερίδας Χουριέτ στη Σμύρνη, οι οποίοι μεταβαίνουν με ελικόπτερο στη Μεγάλη Ίμια, υποστέλλουν  την ελληνική σημαία και υψώνουν την τουρκική. Βιντεοσκούν μάλιστα τα πεπραγμένα τους, τα οποία μεταδίδονται από Τουρκικά τηλεοπτικά δίκτυα. Εν’ ριπή οφθαλμού ελληνικά και τουρκικά πολεμικά σκάφη κινούνται στην περιοχή.
Τρεις ημέρες μετά, στις 28 Ιανουαρίου το περιπολικό «Αντωνίου» του Πολεμικού Ναυτικού κατεβάζει την τουρκική σημαία και υψώνει την ελληνική. Το βράδυ Έλληνες βατραχάνθρωποι αποβιβάζονται στη Μεγάλη Ίμια χωρίς να τους αντιληφθούν τα παραπλέοντα τουρκικά πολεμικά πλοία.
Στις 29 Ιανουαρίου, η μάχη μεταφέρεται στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο  Κώστας Σημίτης, στις προγραμματικές του δηλώσεις, υποστηρίζει ότι σε οποιαδήποτε πρόκληση η Ελλάδα θα αντιδράσει άμεσα και δυναμικά. Την επομένη, η πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ, δηλώνει μέσα στην Τουρκική βουλή, ότι η Ελληνική σημαία θα έχει κατέβει από τα Ίμια.
Ξημερώματα  31ης Ιανουαρίου 1996, στη 01:40 τουρκικές ειδικές δυνάμεις αποβιβάζονται στη Μικρή Ίμια. Λίγες ώρες μετά, στις 05:30, ελικόπτερο του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού, που απογειώνεται από τη φρεγάτα «Ναυαρίνο» για να κάνει έλεγχο στην περιοχή,  διαπιστώνει την παρουσία των Τούρκων στη βραχονησίδα. Κατά την επιστροφή του στη φρεγάτα καταρρίπτεται . Τα τρία μέλη του πληρώματος, ο υποπλοίαρχος Χριστόδουλος Καραθανάσης, ο υποπλοίαρχος Παναγιώτης Βλαχάκος και ο αρχικελευστής Έκτορας Γιαλοψός, βρίσκουν τραγικό θάνατο.
Οι δυνάμεις και των δύο χωρών αποχωρούν από τις βραχονησίδες Ίμια στις  31 Ιανουαρίου 1996 υπό την επίβλεψη αεροσκαφών του 6ου αμερικανικού στόλου της Μεσογείου. Λίγες ώρες νωρίτερα, ο βετεράνος Αμερικανός διπλωμάτης Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ (γνωστός με το παρατσούκλι ο «μπουλντόζας» του State Department ) κόμισε γλαύκας στους πρωθυπουργούς Ελλάδας και Τουρκίας,  εκ μέρους του αμερικανού προέδρου, ζητώντας τους να αποσύρουν τις δυνάμεις τους και να υποστείλουν τις σημαίες από τα Ίμια.

Οι μεγάλες κρίσεις στις σχέσεις των δύο χωρών

Την κρίση των Ιμίων μπορεί να την χειρίσθηκε η Τανσού Τσιλέρ, όμως ο διάδοχός της, Μεσούτ Γιλμάζ, ανέδειξε σε παντιέρα της Τουρκικής Εξωτερικής Πολιτικής τις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, υποστηρίζοντας ότι οι διεθνείς συνθήκες δεν προσδιορίζουν ελληνική κυριαρχία σε αυτές τις περιπτώσεις. Ο αριθμός των «αμφισβητούμενων» περιοχών ανέρχεται σήμερα σε περίπου 131 νησιά και νησίδες, ενώ ειδικά για τα Ίμια η γειτονική χώρα υποστηρίζει την κυριαρχία της θεωρώντας ότι οι Έλληνες ψαράδες παραβιάζουν τα χωρικά ύδατα της γειτονικής χώρας. Επί Γιλμάζ αναπτύχθηκε το δόγμα ότι η ελληνική κυριαρχία εκτείνεται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες τα νησιά αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα.
Πρόκειται για ένα σχέδιο το οποίο ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας Μεσούτ Γιλμάζ μεθόδευε από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Είναι γνωστό το περιστατικό όπου στις 11 Σεπτεμβρίου 1991 μετά τη συνάντηση που είχε  με τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στο Παρίσι, στο περιθώριο της Συνόδου της Ευρωπαϊκής Δημοκρατικής Ένωσης, άφησε να εννοηθεί ότι από κοινού είχαν μελετήσει χάρτη του Αιγαίου. «Δεν κρατούσαμε ούτε χάρτη, ούτε… χαρτάκι», ήταν η απάντηση του Κ. Μητσοτάκη.
Όμως οι θέσεις του Γιλμάζ για τα Ελληνοτουρκικά έχουν οδηγήσει ουκ ολίγες φορές τις σχέσεις με την Ελλάδα να ακροβατούν σε τεντωμένο σχοινί. Τον Φεβρουάριο του 1998 ο Γιλμάζ είπε ότι το Κυπριακό θα λυνόταν μόνο με τη διχοτόμηση της Κύπρου.
Ενώ το καλοκαίρι του 2004 την περίοδο που διωκόταν για το σκάνδαλο ιδιωτικοποίησης  της «Τurkbank» είχε «προειδοποιήσει» ότι η χώρα του θα ετίθετω υπό στρατιωτική δικτατορία αν δεν διάβαινε το κατώφλι της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο πόλεμος της Τσιλέρ με το Γιλμάζ

Μεσούτ Γιλμάζ VS Τανσού Τσιλέρ. Τους ενώνουν τα μεγάλα πολιτικά σκάνδαλα, οι σχέσεις με το παρακράτος, οι διασυνδέσεις με το οργανωμένο έγκλημα, η διαφθορά και η πεπατημένη οδός της όξυνσης των Ελληνοτουρκικών σχέσεων που ακολούθησαν – με πιο χαρακτηριστικό το σκηνικό πολέμου στα Ίμια –  για να διατηρήσουν τα σκήπτρα της εξουσίας.
Η «κολόνια» της κόντρας του Μεσούτ Γιλμάζ με την  Τανσού Τσιλέρ κρατά από τη δεκαετία του ‘90 που διατέλεσαν Πρωθυπουργοί της γειτονικής χώρας, εκπροσωπώντας αμφότεροι ισχυρά κόμματα του δεξιού χώρου, σε έναν εκρηκτικό κυβερνητικό συνασπισμό. Ο μεν Γιλμάζ ήταν ο ηγέτης του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας (διαδεχόμενος τον Τουργκούτ Οζάλ) η δε Τανσού Τσιλέρ βρέθηκε στην κεφαλή του Κόμματος του Ορθού Δρόμου (λαμβάνοντας τα σκήπτρα από τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ).
Η μεν Τσιλέρ θεωρείτω ότι ίδρυσε τα «τάγματα θανάτου» τα οποία στελέχωναν μέλη των μυστικών υπηρεσιών και στελέχη του οργανωμένου εγκλήματος, με στόχο τον αφανισμό των κούρδων ανταρτών του PKK, όσων τους περιέθαλπαν και γενικά των εχθρών της Τουρκίας.
Ο δε Γιλμάζ κατηγορήθηκε ότι το 1998 διοργάνωσε το colpo grosso για την ιδιωτικοποίηση της «Turkbank», υπέρ του τελικού νικητή. Μπορεί το Ανώτατο Δικαστήριο να μην εξέδωσε ποτέ απόφαση για τον πρώην Τούρκο Πρωθυπουργό, όμως το 2011, μόλις δηλαδή έληξε η πενταετής δίωξή του, άνοιξε ο δρόμος για την επιστροφή του στην πολιτική. Για αυτό και επεδίωξε να κάνει εντυπωσιακό come back με τις δηλώσεις περί εμπρησμού των Ελληνικών νησιών από την ΜΙΤ.
Παρά το γεγονός ότι  Γιλμάζ και η Τσιλέρ  έχουν αποσυρθεί από το προσκήνιο επί σχεδόν μία δεκαετία, καθώς τα κόμματά τους δεν κατάφεραν να εκλεχθούν στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση το 2002, η δυσάρεστη οσμή που αναδύεται από την… πολιτική τους χημεία και τα πολιτικά τους μαγειρέματα είναι μέχρι σήμερα πνιγηρή. Επί των ημερών τους, οι στρατιωτικοί, το «βαθύ κράτος» της Τουρκίας γιγαντώθηκε και έγινε ακόμη πιο “βαθύ”.  Πολιτικοί αναλυτές της Τουρκίας εκτιμούν ότι τα σκάνδαλα Τσιλέρ και Γιλμάζ, αποτέλεσαν το εφαλτήριο της ανόδου των ισλαμιστών στην εξουσία που είχε στόχο την εξυγίανση της πολιτικής και μακροπρόθεσμα το ψαλίδισμα στα φτερά των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων.
Η αποκάλυψη πριν περίπου από δυο χρόνια (Δεκέμβριος του 2011) του Μεσούτ Γιλμάζ στην εφημερίδα «Μπιργκούν»,  ότι Τούρκοι πράκτορες της ΜΙΤ προχώρησαν σε εμπρησμούς δασών στην Ελλάδα την περίοδο 1993-1997 και χρηματοδότησαν την απόπειρα πραξικοπήματος στο Αζερμπαϊτζάν για την ανατροπή του Αλίγεφ, επιβεβαίωσε ότι στην Τουρκία η κορυφή της πολιτικής ηγεσίας ακολουθεί σκοτεινά μονοπάτια. Η δήλωσή του δε ότι η Τανσού Τσιλέρ δεν ενημέρωσε για το πού κατευθύνθηκαν τα χρήματα στις δύο αυτές επιχειρήσεις, όπως έκαναν σε αντίστοιχες περιπτώσεις οι προκάτοχοί της και προφανώς ο ίδιος,  δείχνει, ότι η διατήρηση στην εξουσία δεν είναι μόνο θέμα πολιτικών επιλογών αλλά και συμπράξεων με άτομα του υποκόσμου. Ο Γιλμάζ προσπάθησε να ανασκευάσει άκομψα και όμως χωρίς να πείσει κανέναν, τις αρχικές του δηλώσεις λέγοντας ότι αναφερόταν στις πυρκαγιές που ξέσπασαν στην Τουρκία οι οποίες είχαν σχέση με τις ελληνικές μυστικές υπηρεσίες.
Η Άγκυρα «άδειασε» τον Μεσούτ Γιλμάζ και η απάντηση στους ισχυρισμούς του ήρθε από τον Τούρκο υπουργό Δασών Βεϊσέλ Έρογλου ο οποίος δήλωσε ρητά και κατηγορηματικά ότι το υπουργείο του δεν γνωρίζει τίποτα σχετικά με τους ισχυρισμούς του πρώην πρωθυπουργού περί ελληνικής ανάμειξης σε εμπρησμούς στην Τουρκία. Υποστήριξε, πάντως, πως «το θέμα πρέπει να ερευνηθεί», αλλά συμπλήρωσε ότι ρώτησε τον γενικό διευθυντή δασών και «δεν υπάρχει επ” αυτού ούτε καν πληροφορία».

Το τσιγάρο του Γιλμάζ στην Ακρόπολη

Οι εμπρηστικές αυτές δηλώσεις του Γιλμάζ, θύμισαν στις «παλιές καραβάνες» της πολιτικής, ένα άλλο προκλητικό περιστατικό στην Ακρόπολη με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Όταν λοιπόν το 1996, μετά την πτώση της Τσιλέρ, επισκέφθηκε ως πρωθυπουργός της Τουρκίας την Ακρόπολη, ήθελε προφανώς νε δείξει με… συμβολικό τρόπο ότι απέταξε το εμπρηστικό παρελθόν της προκατόχου του και ότι ήταν αποφασισμένος να δώσει «νέα πνοή» στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τί έκανε; Έριξε προκλητικά το τσιγάρο που κάπνιζε στα μάρμαρα και το πάτησε δυνατά προκειμένου να το σβήσει, προφανώς για να μην ξεσπάσει πυρκαγιά…
Πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι πρόκειται για προσπάθεια του πρώην τούρκου πρωθυπουργού να επανέλθει στο πολιτικό σκηνικό. Άλλωστε θεωρείται ως γκουρού της… λασπολογίας στην Τουρκία και ο τρόπος με τον οποίο ώθησε τα γεγονότα προκειμένου να ξεκινήσει ο έλεγχος για τα έργα και ημέρες της Τσιλέρ είναι αριστοτεχνικός. Οι ίδιες πηγές αποκαλύπτουν ότι ο Γιλμάζ αποκαλύπτει έναν έναν τους κρυμμένους άσσους που έχει εναντίον της Τσιλέρ, που δεν είναι άλλοι από τα κεφάλαια της απόρρητης έκθεσης που είχε συντάξει ο στενός του συνεργάτης – διευθυντής του πρωθυπουργικού γραφείου Κουτλού Σαβάς, έπειτα από εντολή που του είχε δώσει τέλη της δεκαετίας του ‘90,  για την ανάμειξη κρατικών λειτουργών στη διαφθορά.
Η Τσιλέρ είχε κατηγορήσει τον Επιθεωρητή Κ. Σαββάς ότι  δεν έδωσε στη δημοσιότητα όλα τα στοιχεία της έρευνάς του, αποκρύπτοντας ολόκληρα κεφάλαια. Προφανώς κάτι θα ήξερε παραπάνω η άλλοτε σιδηρά κυρία της Τουρκίας. Τα λεγόμενά της επιβεβαιώθηκαν πριν λίγες εβδομάδες από τα χείλη του ίδιου του πολιτικού της αντιπάλου Μ. Γιλμάζ, ο οποίος αποκάλυψε το ρόλο της Τουρκίας στο πραξικόπημα ανατροπής του Αλίγεφ στο Αζερμπαιτζάν και στους εμπρησμούς στα Ελληνικά νησιά που οργάνωσαν πράκτορες της ΜΙΤ.  Σύμφωνα με την εφημερίδα «Βατάν» στην έκθεση του διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου του Γιλμάζ, υπάρχουν περισσότερες από 10 σελίδες «σχετικά με τις πυρκαγιές στην Ελλάδα». Με βάση την τουρκική εφημερίδα, η έκθεση περιλαμβάνεται στους φακέλους της δίκης για τη δράση της οργάνωσης Εργκένεκον. Στην έκθεση αναφέρεται ότι είχε εντοπιστεί ως στόχος επίθεσης ένα στρατόπεδο στη Λαμία όπου είχαν εκπαιδευθεί Κούρδοι για εμπρησμούς στην Τουρκία, για αυτό, ως αντίποινα προκάλεσαν πυρκαγιές σε ελληνικά νησιά.
Το Ελληνικό ΥΠΕΞ παρά την αναδίπλωση Γιλμάζ είχε ζητήσει διερεύνηση όχι μόνο των δηλώσεων του τούρκου πολιτικού αλλά και των αντίστοιχων αναφορών που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στο παρελθόν, χωρίς όμως να υπάρξει δύο χρόνια μετά αποτέλεσμα. Με εντολή του τότε Υπουργού Εξωτερικών Σταύρου Δήμα, ο Διευθυντής της Α4 Διεύθυνσης Τουρκίας, πραγματοποίησε διάβημα στην Επιτετραμμένη της τουρκικής Πρεσβείας στην Αθήνα.
Εκτός από διπλωματικό πυρετό, οι δηλώσεις προκάλεσαν έντονη κινητικότητα στην ΚΥΠ και στην ΜΙΤ.  Τη δεκαετία ’90 υπήρχαν αποχρώσεις ενδείξεις ότι οι πυρκαγιές στη Σάμο, στην Ικαρία και στο Ανατολικό Αιγαίο, ήταν δάκτυλος εμπρηστών με πολιτικά κίνητρα και δη από τη γειτονική χώρα. Ωστόσο, αποδείξεις δεν υπήρχαν.
Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τέντες, λίγες, με αφορμή τις δηλώσεις Γιλμάζ, παρήγγειλε στις κατά τόπους εισαγγελίες της χώρας να ανασύρουν επειγόντως όλες τις υποθέσεις εμπρησμών της διετίας 1995 – 1997. Σύμφωνα με την εισαγγελική παραγγελία, οι δηλώσεις του Μ. Γιλμάζ θα αξιολογηθούν και θα συγκριθούν με τις δικογραφίες που έχουν τεθεί ήδη στο αρχείο, καθώς μπορεί να οδηγήσουν στους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς των εμπρησμών. Μέχρι σήμερα, επίσης δεν έχει υπάρξει εξέλιξη στο θέμα.
Η Τσιλέρ, η 68χρονη ιέρεια της πολιτικής διαφθοράς, που με το θερμό επεισόδιο στα Ίμια, έφερε ένα βήμα πριν την πολεμική σύρραξη Ελλάδα και Τουρκία, κατηγορήθηκε ουκ ολίγες φορές για ευρεία διαφθορά κατά τη διάρκεια της Πρωθυπουργίας της. Εξετάστηκε πολλές φορές από το τουρκικό Κοινοβούλιο, αλλά τελικά απαλλάχθηκε από όλες, καθώς τίποτε δεν μπόρεσε να αποδειχθεί.
Επί των ημερών της το Κράτος συνεργαζόταν με το παρακράτος και βάδιζε χέρι – χέρι με το οργανωμένο έγκλημα. Η αξιοποίηση της ακραίας εθνικιστικής οργάνωσης των Γκρίζων Λύκων για την ισοπέδωση των πολιτικών και εθνικών αντιπάλων έμοιαζε με ελαφρά οπλισμένο στράτευμα καθώς στην πρώτη γραμμή βρισκόταν το βαρύ πυροβολικό, το οργανωμένο έγκλημα.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με το σκάνδαλο που ξέσπασε στην περιοχή Σουσουρλούκ, το 1996, που έφερε στο φως τους μυστικούς δεσμούς των παρακρατικών με την κυβέρνηση αλλά και η απόρρητη έκθεση του  Κουτλού Σαβάς που αποκαλύπτει σκοτεινές πτυχές των σχέσεων του επισήμου κράτους με το οργανωμένο έγκλημα. Ο Κ. Σαβάς ήταν πρόεδρος του παρά τω πρωθυπουργώ Σώματος Επιθεωρητών και είχε λάβει τέλη της δεκαετίας ’90 προσωπική εντολή από τον τότε πρωθυπουργό Μεσούτ Γιλμάζ να εξετάσει την ανάμειξη κρατικών λειτουργών στο μεγαλύτερο σκάνδαλο της μεταπολεμικής Τουρκίας. Ο ανακριτής στην έκθεσή του ανέφερε ότι στελέχη της κυβέρνησης Τσιλέρ και γενικώς των κρατικών υπηρεσιών υπήρξαν ηθικοί αυτουργοί δολοφονιών και συνεργοί εμπόρων ναρκωτικών οι οποίοι  «ξέπλεναν» τα παράνομα κέρδη τους στα καζίνο.
Άλλο ένα μεγάλο σκάνδαλο ξέσπασε τον Νοέμβριο του 1996 κοντά στην πόλη Σουσουρλούκ της Δυτικής Τουρκίας, όταν μια Mercedes βγήκε από τον δρόμο και έγινε συντρίμμια. Τρεις  επιβάτες σκοτώθηκαν και ένας τραυματίσθηκε σοβαρά. Νεκροί, ήταν ο αρχηγός της τουρκικής αστυνομίας Χουσεΐν Κοτσαντάγκ, η ερωμένη του και ένας καταζητούμενος μεγαλέμπορος ηρωίνης, στέλεχος των Γκρίζων Λύκων, μαφιόζος που τον βάρυναν κατηγορίες για επτά δολοφονίες, ο Αμπντουλάχ Τσατλί. Για τον Τσατλί, ο Επιθεωρητής Κουτλού Σαβάς, έγραφε στην έκθεσή του ότι η κυβέρνηση Τσιλέρ του είχε αναθέσει την κατάστρωση σχεδίου δολοφονίας του Ντουρουσούν Καρατάς, ηγέτη των Κούρδων που ζει στην Ευρώπη. Ο  τραυματίας, ο Σεντάτ Μπουτσάκ, ήταν βουλευτής της Τσιλέρ και αρχηγός μιας φιλοκυβερνητικής οργάνωσης Κούρδων και τον βάρυναν και αυτόν δολοφονίες!
Η αποκάλυψη της ιδιαίτερης αυτής παρέας που εκτελούσε συμβόλαια θανάτων με πολιτική χροιά και συνάμα προστάτευε τη χώρα, έδωσε αφορμή για να ξεσπάσει το μεγαλύτερο σκάνδαλο που βαραίνει τη σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας. Παρά τις έρευνες που διεξήχθησαν δεν προέκυψε κάτι μεμπτό για την κυβέρνηση. Την υπόθεση αποφάσισε να διαλευκάνει ο Γιλμάζ, ο οποίος έδωσε εντολή στον εξ απορρήτων σύμβουλό του, Κουτλού Σαβάς να ρίξει άπλετο φως.
Στην έκθεση βγήκαν στη φόρα τα «άπλυτα» του Μεχμέτ Αγκάρ, του πρώην υπουργού Εσωτερικών, (ο οποίος έχαιρε της τυφλής εμπιστοσύνης της Τσιλέρ) και θεωρείτο οργανωτής δολοφονιών κούρδων και άλλων εχθρών της Τουρκίας.
Ο Επιθεωρητής ανέφερε επίσης ότι στη δολοφονία  του Μεχτσέτ Καντούρκ, το 1994, του κούρδου επιχειρηματία που χρηματοδοτούσε την εφημερίδα «Οζγκούρ Γκουντέμ», είχαν αναμιχθεί τουρκικές μυστικές υπηρεσίες. Πριν τη δολοφονία του είχαν προηγηθεί εκρήξεις στα γραφεία της εφημερίδας στην Άγκυρα και στην Κωνσταντινούπολη.
Η ίδια παρέα που σκορπούσε το θάνατο, κρυβόταν πίσω από τη δολοφονία του βουλευτή Μεχμέτ Σιντσάρ το 1993.
Ο Κουτλού Σαβάς, το δεξί χέρι του Γιλμάζ, ανέφερε στην έκθεσή του ότι ίδια ήταν τα κίνητρα της δολοφονίας το 1994 και του  ειρηνιστή κούρδου συγγραφέα και ποιητή Μουσά Αντέρ.
Ανέφερε επίσης τις απόπειρες εξόντωσης  του Αμπντουλάχ Οτσαλάν, του αρχηγού του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (ΡΚΚ) το 1994, στην οποία ο επιθεωρητής γράφει ότι η εντολή δόθηκε από την Τσιλέρ, αλλά για άγνωστους λόγους ανακλήθηκε.
Το 1996 η Τσιλέρ, ενώ ήταν πρωθυπουργός βρέθηκε, στη δύνη ενός μεγάλου σκανδάλου που αφορούσε ατασθαλίες στην εταιρεία ηλεκτρισμού οι οποίες ζημίωσαν το δημόσιο κατά  10 τρισεκατομμύρια λίγες από τις παρατυπίες στις προμήθειες και τους διαγωνισμούς.
Mεταξύ αυτών που ψήφισαν στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση υπέρ της σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής για τον έλεγχο ευθυνών στην Τσιλέρ, ήταν και τριάντα βουλευτές του «Kόμματος της Mητέρας Πατρίδας» του Mεσούτ Γιλμάζ, του εταίρου δηλαδή της Tσιλέρ στην κυβέρνηση συνασπισμού, που είχαν αναλάβει ανά δύο χρόνια και εκ περιτροπής την πρωθυπουργία. Οι σχέσεις των δυο κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού ακροβατούσαν επί ξηρού ακμής και η Τσιλέρ αρνείτω να συναντηθεί με τον Γιλμάζ, δηλώνοντας μάλιστα ότι έχει μειωθεί η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση. Τελικά η Τσιλέρ απαλλάχτηκε από όλες τις κατηγορίες καθώς δεν υπήρχαν στοιχεία εναντίον της.
«Λάδι» όμως την έβγαλε η Τσιλέρ και για το σκάνδαλο της ιδιωτικοποίησης της αυτοκινητοβιομηχανίας ΤΟΦΑΣ και της Επιχείρησης Ηλεκτρισμού καθώς ατόνησαν οι έρευνες για την οικονομική διαφθορά και τον έλεγχο του πόθεν έσχες της.
Το ίδιο συνέβη και με το σκάνδαλο που ξέσπασε σε βάρος της με αφορμή το ότι απέσπασε για «λόγους εθνικής ασφαλείας» 6,5 εκατ. δολάρια από τα κρατικά ταμεία, χωρίς ποτέ να δώσει λεπτομέρειες για το που τα διέθεσε.
Ο Γιλμάζ, παρά την προσπάθειά του να εμφανιστεί ως τιμητής του πολιτικού ήθους και της αποκατάστασης της ευνομίας στην Τουρκίας, έχει και αυτός βεβαρημένο «πολιτικό μητρώο» καθώς το 2004 παραπέμφθηκε από το τουρκικό Κοινοβούλιο (και μάλιστα με ευρεία πλειοψηφία) με κατηγορίες για διαφθορά, ενώ το 1998 είχε παραιτηθεί από τη θέση του εν΄ μέσω υπονοιών για συμμετοχή του σε σκάνδαλα διαφθοράς.
Ειδικότερα,  κατηγορείται ότι «έστησε» το σκανδαλώδη διαγωνισμό για την ιδιωτικοποίηση της τράπεζας «Turkbank» υπέρ του τελικού νικητή, που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησής του. Ο πρώην πρωθυπουργός, αρνείτω τις κατηγορίες. Στο σκαμνί κάθισε  μαζί του και ο πρώην υπουργός οικονομικών και συνεργάτης του, Γκιουνές Τανέρ. Για τις κατηγορίες που τους βάρυναν τους δύο πολιτικούς θα μπορούσαν να τιμωρηθούν, αν κρίνονταν ένοχοι, με ποινή κάθειρξης έως και 10 ετών.
Η απόφαση για την παραπομπή του Γιλμάζ και του υπουργού οικονομικών του αποτελούσε μέρος μιας έρευνας, που διεξαγόταν στην Τουρκία αναφορικά με τις ιδιωτικοποιήσεις επιχειρήσεων και οργανισμών, οι οποίες συνοδεύονταν από σκάνδαλα τα οποία «φέσωσαν» τη χώρα δισεκατομμύρια δολάρια.
Η δίκη των δύο τούρκων πολιτικών ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 2005. Τέλη Ιουνίου 2006 το Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας αποφάσισε  να τερματίσει τη δίκη χωρίς να εκδώσει καν απόφαση. Θεώρησε ότι οι κατηγορίες εναντίον του πρώην πρωθυπουργού συνιστούν κατάχρηση εξουσίας και εντάσσονται στο πλαίσιο νόμου για υπό όρους αποφυλάκιση που ψηφίσθηκε το 2000.
Βγαίνοντας από το δικαστήριο ο Μεσούτ Γιλμάζ, αντιμετωπίσθηκε σαν ήρωας από οπαδούς του, που κρατούσαν τουρκικές σημαίες, τον επευφημούσαν και χειροκροτούσαν. Δήλωσε μάλιστα προκλητικά ότι λυπάται που δεν αθωώθηκε και προανήγγειλε την επάνοδό του στην πολιτική: «Κατά τη διάρκεια της δίκης είχα διακόψει κάθε πολιτική δήλωση. Από σήμερα θα έχω πολιτικές συνομιλίες».
Η δίωξη εναντίον του Γιλμάζ, σύμφωνα με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έπαυσε το 2011 μετά την παρέλευση δηλαδή πέντε ετών, εάν δεν επαναλάμβανε τις ίδιες πράξεις.

Ορκισμένοι εχθροί Γιλμάζ και Τσιλέρ, μπορεί εύλογα να χαρακτηριστούν ως «νονοί» δύο διαφορετικών πολιτικών συμμοριών, όμως έχουν κοινή συνισταμένη.  Οmerta στα θέματα της Εξωτερικής Πολιτικής και όξυνση των σχέσεων με την Ελλάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου