Σελίδες

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015

Πεθαίνοντας στην Αθήνα: H Βουλγαρική επέκταση στην Μακεδονία και τα γεγονότα της 22ας Ιουλίου 1943

Νέα Πολιτική


του Λυγκούρη Σπύρου

H παράδοση της Ελλάδας, που υπογράφτηκε στις 21 Απριλίου 1941 από τον Γεώργιο Τσολάκογλου  χωρίς την έγκριση του Γενικού Επιτελείου, και η είσοδος των Γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941 απετέλεσαν την μεγαλύτερη περιπέτεια στην σύγχρονη ελληνική ιστορία από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας και μετά. Η κατάληψη της χώρας από τις Δυνάμεις του Άξονα και η φυγή της ελληνικής κυβερνήσεως και του Βασιλέα Γεωργίου Β’ δεν έφεραν μόνο το όνειδος της υποδούλωσης μετά από μία τιτάνια αναμέτρηση με τις δύο Αυτοκρατορίες της Κεντρικής Ευρώπης, την Ιταλική πρώτα και έπειτα την Γερμανική του Γ’ Ράιχ. Αντίθετα, οι ανάγκες και οι ισορροπίες μεταξύ των δυνάμεων Κατοχής επέφεραν την τριχοτόμηση της ελληνικής επικράτειας σε τρεις «Ζώνες Κατοχής», οι οποίες αποτελούσαν στην ουσία ξεχωριστά οικονομικά συστήματα με ξεχωριστά νομίσματα το καθένα και ευδιάκριτα σύνορα μεταξύ τους : την Γερμανική, την Ιταλική και την Βουλγαρική. Η Βουλγαρική Ζώνη Κατοχής επεκτεινόταν στις περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας ( δηλαδή οι νομοί Δράμας, Καβάλας και το μεγαλύτερο μέρος του νομού Σερρών) έως τον ποταμό Στρυμόνα, της Θράκης ( εκτός από μεγάλο μέρος του Νομού Έβρου, ο οποίος αποτελούσε τμήμα της Γερμανικής Ζώνης), καθώς και τα νησιά Θάσος και Σαμοθράκη. Σε σχέση με τις άλλες δύο δυνάμεις Κατοχής, την Γερμανία και την Ιταλία δηλαδή, η Βουλγαρική είχε την ιδιαιτερότητα, ότι ο δικός της χαρακτήρας απέβλεπε στην τελική «προσάρτηση» των περιοχών αυτών στην Βουλγαρική επικράτεια μετά το πέρας του Πολέμου. Από αυτή την στρατηγική επιλογή προκύπτουν τόσο  η πολιτική του «αφελληνισμού», όσο και η βαναυσότητα των Βουλγαρικών δυνάμεων, που επιβλήθηκε από την αρχή της Κατοχικής περιόδου.


Το καλοκαίρι του 1943 τα δεδομένα του Πολέμου τόσο σε διεθνές επίπεδο, όσο και στο εσωτερικό πεδίο, είχαν μεταβληθεί άρδην σε σχέση με το 1941. Η στροφή των πραγμάτων διαφαίνεται ήδη από τις αρχές του έτους, οπότε και η 6η Γερμανική Στρατιά του φον Πάουλους παραδίδεται στο Στάλινγκραντ. Μαζί της θα εκμηδενιστεί και η 8η Ιταλική Στρατιά, που πολεμούσε στο Ανατολικό Μέτωπο. Από αυτό το σημείο και μετά θα λάβουν χώρα οι μεγάλες επιτυχίες του Κόκκινου Στρατού, όπως στο Κουρσκ το ίδιο έτος, γεγονός, που  θα καταδείξει την αρχή της κατάρρευσης της Wermacht  στην Ανατολή. Οι ανάγκες των Γερμανών σε ανθρώπινο δυναμικό για το Ανατολικό Μέτωπο, θα συνοδευτούν από τις υποψίες για επικείμενη απόβαση των Συμμαχικών δυνάμεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Το Συμμαχικό Στρατηγείο θα προσπαθήσει να παραπλανήσει την Γερμανική διοίκηση ως προς το μέρος της επικείμενης απόβασης. Στα πλαίσια αυτά θα πραγματοποιηθεί στην ελληνική ενδοχώρα το διάστημα Ιούνιος-Ιούλιος 1943 η επιχείρηση «Animals», που αφορούσε μαζική οργάνωση ενεργειών σαμποτάζ από μεριάς ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων και βρετανικών συνδέσμων (SOE), προκειμένου να θεωρηθεί ότι τα Συμμαχικά στρατεύματα θα αποβιβάζονταν στην ελληνική επικράτεια. Οι επιχειρήσεις θα λάμβαναν χώρα μέχρι την πραγματοποίηση της απόβασης στην Σικελία, όπως και έγινε στις 10 Ιουλίου 1943, γεγονός, που αποτέλεσε την αρχή του τέλους για το καθεστώς του Μπενίτο Μουσολίνι. Επίσης, η μαζική ανάπτυξη του αντιστασιακού φαινομένου από την άνοιξη του 1942 και μετά (οπότε και παρατηρείται η ταυτόχρονη ύφεση του Λιμού, που έπληξε μεγάλο μέρος της επικράτειας, αλλά κυρίως την πρωτεύουσα Αθήνα) θα εξασθενήσει την εμπιστοσύνη των Γερμανών ως προς την ικανότητα των ιταλικών στρατευμάτων να καταστείλουν την ένοπλη Αντίσταση.

Όλα αυτά τα δεδομένα οδήγησαν την Γερμανική διοίκηση στην επιλογή της επέκτασης της Βουλγαρικής δικαιοδοσίας στην Κεντρική Μακεδονία και πιο συγκεκριμένα προς την περιοχή του ποταμού Αξιού. Η επέκταση αυτή θα είχε την λογική ακριβώς της «εξοικονόμησης Γερμανικού αίματος», το οποίο θα μπορούσε να αποδεσμευθεί για τις ανάγκες των σημαινόντων μετώπων του Πολέμου, όπως το Ανατολικό. Οι πρώτες πληροφορίες για τις κινήσεις αυτές έφθασαν στο προσκήνιο στις αρχές Ιουλίου του 1943 και προκάλεσαν κύματα ανησυχίας και έκδηλης οργής. Τις ανησυχίες αυτές προσπάθησε να κατευνάσει ο πληρεξούσιος του Γ΄ Ράιχ στην Ελλάδα, Γκύντερ Άλτενμπουργκ, ο οποίος διαβεβαίωσε τον Γεώργιο Ράλλη, πρωθυπουργό της τρίτης κατά σειρά κυβέρνησης «δωσιλόγων» , ότι τα μέτρα «ουδαμώς ελήφθησαν διά πολιτικούς λόγους, αλλά μόνον εξ αθαρώς στρατιωτικών απόψεων λελογισμένης χρησιμοποίησης των Γερμανικών δυνάμεων». Το παράδειγμα, όμως, της βουλγαρικής προσπάθειας εκβουλγαρισμού της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης δεν άφηναν πολλά περιθώρια παρερμηνείας για αυτό, που θα επακολουθούσε, εάν εφαρμοζόταν τελικά η γερμανική επιλογή.

Αυτά τα αισθήματα του φόβου και της οργής κινητοποίησαν τον κόσμο των αντιστασιακών οργανώσεων ανά την επικράτεια. Η μαζικότερη από αυτές, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ), θα προχωρήσει στην δημοσιοποίηση μιας επίσημης προκήρυξης στις 7 Ιουλίου, όπου θα καταγράψει τα εξής: «Η Μακεδονία ολόκληρη παραδόθηκε στη Βουλγαρική θηριωδία. Η απειλή, που το ΕΑΜ είχε υποδείξει από καιρό και είχε καλέσει το λαό  να αγωνισθεί για την αποτροπή της, αποτελεί σήμερα πραγματικότητα. Μια Βουλγαρική στρατιά αναπτύσσεται ανατολικά του Αξιού. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες-το τρίτο του ελληνικού πληθυσμού-χωρικοί και αστοί σε αυτή τη γωνιά της ελληνικής γης, ποτισμένης με αίμα, απειλούνται με εξόντωση». Στις 10 Ιουλίου του 1943 ο «Ριζοσπάστης» θα κυκλοφορήσει με τίτλο «Γερμανοί και εθνοπροδότες παράδωσαν τη Μακεδονία στις ορδές του Βόρι – Κάτω τα χέρια από την Ελληνική Μακεδονία» και θα καλέσει τον λαό να αγωνιστεί για την αποτροπή του εδαφικού ακρωτηριασμού της χώρας. Η μεγάλη εποποιία για την αποτροπή της Βουλγαρικής επέκτασης στην Κεντρική Μακεδονία μόλις είχε αρχίσει.
Οι πρώτες εκδηλώσεις αντίστασης θα πραγματοποιηθούν το διήμερο 10-11 Ιουλίου σε περιοχές, όπως η Θεσσαλονίκη, η Έδεσσα, η Νάουσα, τα Γιαννιτσά, η Φλώρινα, η Λάρισα, η Κοζάνη και άλλες. Έτσι θα κυλήσουν τα δεδομένα, για να κορυφωθούν στις μεγάλες εκδηλώσεις της 22ας Ιουλίου 1943 στην Αθήνα, που θα αποτελέσει την «Μητέρα όλων των Μαχών». Για την ημέρα εκείνη είχε προκηρυχθεί παλλαική συγκέντρωση, καθώς και γενική απεργία. Το κύριο μέρος της οργάνωσης έπεσε πάνω στις πλάτες της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας (Κ.Ο.Α), του ΕΑΜ Αθηνών και της ΕΠΟΝ, η οποία είχε δώσει εξετάσεις κατά την οργάνωση του αγώνα κατά της «Πολιτικής Επιστράτευσης» τον Μάρτιο του 1943. Όλα είχαν ξεκινήσει περίπου 10 μέρες πριν από τις 22 Ιουλίου. Η ενημέρωση του αθηναϊκού λαού γινόταν μέσα από τις σελίδες του παράνομου Τύπου ή συνοικία-συνοικία μέσα από τα περίφημα «χωνιά» της ΕΠΟΝ.  Οι κινήσεις αυτές αντιμετώπισαν την λυσσαλέα αντίδραση των κατοχικών αρχών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επέμβαση της Ειδικής Ασφάλειας στους χώρους Πανεπιστημίου Αθηνών και του Πολυτεχνείου, προκειμένου να αποτραπούν οι εκδηλώσεις του φοιτητικού κόσμου κατά της Βουλγαρικής επέκτασης.
Παρόλα αυτά οι κατοχικές προσπάθειες έπεσαν στο κενό. Το πρωί της 22ας Ιουλίου ξέσπασε η γενική απεργία, που είχε προαναγγελθεί, με αποτέλεσμα οι δημόσιες υπηρεσίες να νεκρώσουν. Από τις 10π.μ άρχισαν να συγκεντρώνονται ανά περιοχή οι ομάδες των διαδηλωτών, προκειμένου  να κατευθυνθούν προς το Κέντρο της Αθήνας. Τα σημεία των προσυγκεντρώσεων είχαν οριστεί σε περιοχές γύρω από το Κέντρο, όπως Πλατεία Εξαρχίων, Κολωνάκι, Ομόνοια, Ψυρρή και αλλού. Στόχος των διαδηλωτών ήταν να κατευθυνθούν μέσω της Ρηγίλλης προς την μεριά της Βουλγαρικής πρεσβείας. Η προσέλευση του πλήθους επιβεβαίωσε την κινητοποίηση των αντιστασιακών οργανώσεων και την κρισιμότητα των περιστάσεων. Οι κατοχικές αφηγήσεις μιλούν για περίπου 300.000 διαδηλωτές. Οι μεταγενέστερες κρίνονται πιο συγκρατημένες και μιλούν για κάτι παραπάνω από 100.000. Και πάλι, όμως, μπορούμε να μιλάμε για μία από τις μεγαλύτερες λαικές συγκεντρώσεις, που έλαβαν χώρα στην κατεχόμενη Ευρώπη, ίσως και την μεγαλύτερη σύμφωνα με κάποιους ερευνητές.

Μπροστά σε αυτή τη δύναμη του πλήθους η απάντηση των κατοχικών δυνάμεων αποδεικνύεται αμείλικτη. Για την ημέρα εκείνη είχαν συγκεντρωθεί αυξημένες δυνάμεις Γερμανικών και Ιταλικών στρατευμάτων, καθώς και μονάδες της Χωροφυλακής και του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων. Ειδικά οι Γερμανοί είχαν κατεβάσει στους δρόμους της Αθήνας (Πανεπιστημίου) τεθωρακισμένα οχήματα. Η μεγάλη διαδήλωση της αντιστασιακής Αθήνας επρόκειτο να χτυπηθεί πανταχόθεν εκείνη την μέρα. Η αρχή θα γίνει στο σημείο της οδού Ομήρου κοντά στο κτίριο της Τραπέζης της Ελλάδος. Εκεί οι διαδηλωτές θα χτυπηθούν από πολυβόλο, που βρισκόταν στην οροφή στρατιωτικού οχήματος. Κοντά σε αυτό το σημείο θα βρει τον θάνατο μία νεαρή ΕΠΟΝίτισσα, η μαρτυρική Παναγιώτα Σταθοπούλου, η οποία θα συνθλιβεί από την ορμή ενός τεθωρακισμένου οχήματος. Από εκεί και πέρα το χάος και οι κραυγές επικρατούν μπροστά στην ωμή βία των πολυβόλων, που αποχαλινωμένα συνεχίζουν  το καταστροφικό τους έργο από τις παρυφές της Ομήρου και της Πανεπιστημίου.  Εδώ θα βρει τον θάνατο η φοιτήτρια Κούλα Λίλλη της Γαλλικής Ακαδημίας, μέλος της ΕΠΟΝ, όταν θα σκαρφαλώσει στο τανκ, που πριν λίγο είχε σκοτώσει την Σταθοπούλου. Στην Ομήρου θα θεριστεί από τα πολυβόλα και ο Θεωνάς Μαυροματίδης ( φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής Σχολής, μέλος της ΕΠΟΝ), όπως και ο επίσης ΕΠΟΝίτης Θωμάς Χατζηθωμάς. Τραγική μορφή της μέρας εκείνης ο Αντώνης Παπαδοσταυράκης, ανάπηρος του πολέμου της Αλβανίας και μέλος του ΕΑΜ αναπήρων, που θα βρει τον θάνατο στους αθηναικούς δρόμους. Η καταστολή θα συνεχιστεί για αρκετή ώρα ακόμη και τα νοσοκομεία των γύρω περιοχών θα μαζέψουν τους νεκρούς και τους τραυματίες των γεγονότων. Οι νεκροί σύμφωνα με πολλούς ερευνητές θα ξεπεράσουν τους 20, ενώ οι τραυματίες θα υπερβούν τους 60. Στους νεκρούς θα προστεθούν ο Ιωάννης Κατσαρός, ο Δημήτρης Δουκάκης,  ο Αλέξανδρος Δεσύπρη, ο Χρήστος Κοντό και άλλοι. Μετά από αυτά τα γεγονότα θα περιορισθεί η ελευθερία κινήσεως των πολιτών της Αθήνας μέχρι νεωτέρας, ενώ η κυβέρνηση «δωσιλόγων» του Γ. Ράλλη θα προάγει αξιωματικούς των Σωμάτων Ασφαλείας, που συμμετείχαν στην καταστολή της 22ας Ιουλίου.

 Η μαζική κινητοποίηση του αντιστασιακού κόσμου τον Ιούλιο του 1943 θα φέρει τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα, καθώς η αποφασιστικότητα των λαϊκών αντιδράσεων θα αναγκάσει την Γερμανική διοίκηση να εγκαταλείψει τα σχέδια για επέκταση της Βουλγαρικής Ζώνης. Παράλληλα, το μέγεθος της τρομοκρατίας και της καταστολής θα αναγκάσει τις αντιστασιακές ομάδες, και ειδικά το ΕΑΜ, να επικεντρωθούν στην οργάνωση των συνοικιών, προκειμένου  να αποφύγουν αναλόγου μεγέθους σφαγές. Όπως και να έχει πάντως, τα γεγονότα της 22ας Ιουλίου 1943 αποτελούν μέρος του εθνικού μας υποσυνειδήτου, καθώς συγκαταλέγονται μεταξύ των κυριότερων σελίδων της Εθνικής αντιστασιακής εποποιίας.

*Μεταπτυχιακός Φοιτητής Νεώτερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, ΕΚΠΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου