Σελίδες

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Η ώρα της αυτοκριτικής για την ΝΔ

Νέα Πολιτική


Του Μελέτη Μελετόπουλου*

Αν και δεν ξέρουμε ακόμα το μέγεθος της ήττας της Νέας Δημοκρατίας, ούτε τις εσωκομματικές διαδικασίες που αυτή θα δρομολογήσει (χωρίς να αποκλείεται η διάσπαση ή και η διάλυση), είναι όμως βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να γίνει μία σοβαρή αυτοκριτική.

Το 1981, όταν η Νέα Δημοκρατία απώλεσε την εξουσία μετά από μισόν αιώνα δεξιάς πολιτικής κυριαρχίας, δεν υπήρξε ούτε από την ηγεσία της ούτε από τα στελέχη της καμμία, απολύτως καμμία αυτοκριτική. Κάποιον λόγο, βρε αδελφέ, θα είχε ο ελληνικός λαός που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία με τόσο μεγάλη πλειοψηφία. Κανείς δεν διερωτήθηκε, κανείς δεν προβληματίσθηκε, κανείς δεν το διερεύνησε. Αντιθέτως, οι δεξιοί οπαδοί και πολιτευτές έγιναν ακόμη αλαζονικώτεροι, δογματικώτεροι, επιθετικώτεροι.

Αλλά η απουσία αυτοκριτικής είχε το εξής αποτέλεσμα: η δεξιά παράταξη να προσκολληθεί στον ξεπερασμένο πιά εαυτό της, να αρνηθεί οποιαδήποτε εσωτερική αλλαγή, ανανέωση του πολιτικού της λόγου και του στελεχιακού της δυναμικού, και να επικεντρώσει την πολιτική της στρατηγική στην συνεχή καταγγελία του αντιπάλου και στην προσπάθεια πάση θυσία, μέχρις υστερίας, παλινόρθωσης στην εξουσία, την οποία θεωρούσε τρόπον τινά φυσικό της δικαίωμα.


Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει η Νέα Δημοκρατία στην αντιπολίτευση επί οκτώ χρόνια, χάνοντας συνεχώς διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις (1985, 1989, ξανά το 1989), μέχρις ότου να κερδίσει τις εκλογές με πλειοψηφία μίας έδρας το 1990.

Αλλά και η συνέχεια ήταν απογοητευτική. Στην τριακονταπενταετία που πέρασε από το 1981, η Νέα Δημοκρατία κατώρθωσε να κυβερνήσει μόνον δύο φορές. Τρισήμισυ χρόνια το 1990-93, που ήταν μία σύντομη και αποτυχημένη παρένθεση στην πασοκική διακυβέρνηση. Και πέντε χρόνια το 2004-9, κατά τα οποία έγιναν υπουργοί απίθανα πρόσωπα και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτοξεύθηκε χονδρικά από τα 183 στα 300 δις ευρώ και από το 100% στο 120% του ΑΕΠ.

Η ΕΡΕ και Νέα Δημοκρατία μέχρι το 1981 διέθεταν προσωπικότητες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας (Παπαληγούρας, Μπούτος κ.ά.) καθώς και κορυφαίους διανοουμένους (Κανελλόπουλο, Τσάτσο). Τα στελέχη αυτά είχαν επιλεγεί και προωθηθεί από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αξιοκρατικά, διότι ο Καραμανλής αντιλαμβανόταν ότι για να πετύχει χρειαζόταν άξιους συνεργάτες. Χαρακτηριστικό είναι ότι τοποθετούσε σε κορυφαίες θέσεις πρόσωπα που τον είχαν προηγουμένως πολεμήσει λυσσαλέα (π.χ. μετά τις εκλογές του 1958 τοποθέτησε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης τον Κανελλόπουλο και το 1961 υπουργό Συντονισμού τον Παπαληγούρα, που είχαν αντιπαρατεθεί μαζί του σκληρά στις προηγηθείσες εκλογικές αναμετρήσεις). Επίσης ο Καραμανλής απορρόφησε πολλούς ευφυείς και ικανούς κεντρώους πολιτικούς (Τσάτσο, Αβέρωφ, Κασιμάτη κλπ.), με τους οποίους μπόρεσε να κυβερνήσει, αφού το δικό του κόμμα δεν διέθετε τέτοιου επιπέδου στελέχη.

Αντιθέτως οι διάδοχοι του Κ. Καραμανλή, στην δεκαετία του ’80 και μετά,  ανέδειξαν έναν εσμό μέτριων ή φαύλων, αδιαφόρησαν δε πλήρως για την ιδεολογική συγκρότηση του κόμματός τους. Η δε κυβέρνηση του Α. Σαμαρά ήταν το αποκορύφωμα της αναξιοκρατίας, της οικογενειοκρατίας και του παλαιοκομματισμού.

Ώρα για αυτοκριτική στην κεντροδεξιά, χωρίς ωραιοποιήσεις και αυταπάτες. Και ασφαλώς με τις ανάλογες συνέπειες.

*Διευθυντής της Νέας Πολιτικής (Δημοσιεύτηκε στο Kontra News).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου