Σελίδες

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Για το Βιβλίο του Thomas Piketty: «Το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα»

ΕΛευθερη Λαικη Αντιστασιακη Συσπειρωση


Του Θεόδωρου Μαριόλη*
1. Εισαγωγή
Η αγγλική έκδοση (Μάρτιος 2014, Harvard University Press) του βιβλίου «Το Κεφάλαιο στον 21ο Αιώνα» του Γάλλου Καθηγητή Οικονομικών Thomas Piketty (Τομά Πικεττί) προκαλεί ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, εκτενείς συζητήσεις και στον αγγλόφωνο κόσμο.
Αντικείμενο του έργου του Καθηγητή Piketty είναι οι μακροχρόνιες τάσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, τις οποίες πραγματεύεται, τόσο εμπειρικά όσο και θεωρητικά, εστιάζοντας στις σχέσεις ανάμεσα στην επισώρευση του κεφαλαίου, στη μεγέθυνση του προϊόντος και στην κατανομή του εισοδήματος. Το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι (i) ο καπιταλισμός συνιστά σύστημα εγγενούς διεύρυνσης της «ανισοκατανομής του εισοδήματος», η οποία θα ενταθεί στον 21ο αιώνα, και (ii) προϋπόθεση για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος είναι η επιβολή φόρου επί του πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το παρόν σημείωμα αποτελεί μία πρώτης προσέγγισης κριτική πραγμάτευση του θεωρητικού πυρήνα του έργου του Piketty, υποθέτοντας (σε αντιστοιχία με τα βασικά θεωρητικά τμήματα της ανάλυσής του) μία κλειστή οικονομία, χωρίς κρατικό τομέα, και με πλήρη απασχόληση του επενδεδυμένου κεφαλαίου.
2. Οι Θεμελιώδεις Εξισώσεις και Προτάσεις του Piketty
Η σύνολη θεωρητική ανάλυση του συγγραφέα εδράζεται στις ακόλουθες δύο, «απλές» εξισώσεις:
Ε1. Εάν το β δηλώνει το λόγο αποθέματος κεφαλαίου (Κ)-προϊόντος (Υ) του συστήματος, το s το τμήμα του εισοδήματος (= προϊόντος), το οποίο αποταμιεύεται-επενδύεται (η μέγιστη, θεωρητικά, τιμή του s είναι, προφανώς, το 1), και το g τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής του προϊόντος, τότε ισχύει: β = s/g.
Ε2. Εάν το r δηλώνει το μέσο ποσοστό κέρδους του συστήματος (δηλαδή, το λόγο των συνολικών κερδών προς το συνολικό απόθεμα κεφαλαίου), τότε το γινόμενο a = βr ισούται με τα συνολικά κέρδη προς το προϊόν ή, με άλλα λόγια, με το μερίδιο των κερδών στο προϊόν (η μέγιστη, θεωρητικά, τιμή του a είναι, προφανώς, το 1). Εάν λάβουμε υπόψη την Ε1, τότε μπορούμε να γράψουμε: a = s (r/g).
Από αυτές τις εξισώσεις ο Piketty εξάγει, κατ’ αντιστοιχία, τις ακόλουθες προτάσεις:

Π1. Όσο μικρότερο είναι το g (και όσο μεγαλύτερο είναι το s), τόσο μεγαλύτερο είναι το β. Χρησιμοποιώντας την ορολογία του Marx, το συμπέρασμα θα μπορούσαμε να διατυπωθεί ως εξής: Τόσο η «χρησιμοποιούμενη παρωχημένη (ή νεκρή) εργασία» (δηλαδή, η εργασία, η οποία έχει «αποκρυσταλλωθεί» στην παραγωγή του Κ) αυξάνεται έναντι της «χρησιμοποιούμενης ζωντανής εργασίας» (δηλαδή, της εργασίας, η οποία «αποκρυσταλλώνεται» στην παραγωγή του Υ).
Παράδειγμα: Εάν g = 1.5-2% και s = 10%, τότε β = 5-6.7. Εάν, όμως, g = 6.5-7% (à la Κίνα, ας πούμε), τότε β = 1.4-1.5.
Π2. Για κάθε τιμή του r, όσο μεγαλύτερο είναι το β, τόσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο των κερδών στο προϊόν (και, άρα, τόσο μικρότερο είναι το μερίδιο των μισθών) ή, εάν χρησιμοποιήσουμε τη μαρξική ορολογία, τόσο μεγαλύτερο είναι το «ποσοστό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης» (= ο λόγος κερδών-μισθών). Παραλλαγή της πρότασης: Όσο περισσότερο το r υπερβαίνει το g, τόσο μεγαλύτερο είναι το κλάσμα r/g και, επομένως, τόσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο των κερδών το προϊόν ( για δεδομένη τιμή του s).
Παράδειγμα: Με βάση τα κατά σειρά πρώτα δεδομένα του προηγούμενου αριθμητικού παραδείγματος, εάν r = 5%, τότε a = 25-33.5%, ενώ εάν r = 10%, τότε a = 50-67%. Στην πρώτη περίπτωση, το μαρξικό «ποσοστό εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης» (= a/(1–a)) ισούται με 33.3-50.4%, ενώ στην δεύτερη περίπτωση ισούται με 100-203%.
3. Κριτική
3.1. Η Ε1 του Piketty, ήτοι β = s/g, ισχύει μόνον στην περίπτωση που ο λόγος Κ/Υ είναι διαχρονικά αμετάβλητος, δηλαδή όταν, και μόνον όταν, ο ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής του αποθέματος κεφαλαίου ισούται με τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής του προϊόντος. Στην αντίθετη περίπτωση, δηλαδή όταν ο λόγος Κ/Υ είναι μεταβλητός, η Ε1 ισχύει μόνον με τη διόρθωση ότι το g δεν δηλώνει τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής του προϊόντος αλλά τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής του αποθέματος κεφαλαίου (για τις/τους μη ειδικούς, η απόδειξη δίνεται στο Παράρτημα, το οποίο βρίσκεται στο τέλος του παρόντος κειμένου).
Ο Piketty έχει, χωρίς αμφιβολία, επίγνωση του ζητήματος, και για αυτό επισημαίνει (pp. 166-170) ότι η Ε1 ισχύει μακροχρονίως. Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι:
(i). Δεν διευκρινίζει, πάντοτε, πότε εννοεί την Ε1 με τη μία εκδοχή της και πότε με την άλλη.
(ii). Ο κύριος στόχος του έργου του είναι να εξηγήσει τη διαχρονική κίνηση του β = Κ/Υ και του a (ως δείκτη της (ανισο-) κατανομής εισοδήματος), και, ειδικότερα, το – κατά τον ίδιο – εμπειρικό εύρημα ότι, από τη δεκαετία του 1950 και μετά, ο λόγος Κ/Υ αυξάνεται συνεχώς (στις κεφαλαιοκρατικά πρωτεύουσες χώρες), τείνοντας, «σήμερα», στις τιμές που εμφάνιζε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα (ενώ κατά την περίοδο 1910-1950 μειωνόταν αισθητά – σύμφωνα, πάντοτε, με τα δικά του εμπειρικά ευρήματα).
(iii). Δεν αποδέχονται όλες οι Σχολές της οικονομικής επιστήμης ότι ο λόγος Κ/Υ τείνει, μακροχρονίως, σε μία σταθερή τιμή. Για παράδειγμα, αυτό αποτελεί θεώρημα της Νεοκλασικής θεωρίας της μεγέθυνσης (τύπου R. M. Solow) αλλά όχι της Μαρξικής θεωρίας. Πάντως, ο τίτλος του βιβλίου του Piketty παραπέμπει ευθέως (μπορούμε να πούμε) στον Marx, ενώ ο ίδιος μάλλον δεν εμφανίζεται ως νεοκλασικός οικονομολόγος.
3.2. Τώρα, ας υποθέσουμε-παραδεχθούμε ότι ο λόγος Κ/Υ όντως τείνει, μακροχρονίως, σε μία σταθερή τιμή. Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση, οι διάφορες Σχολές δεν «διαβάζουν» τη Ε1 με τον ίδιο τρόπο. Εν συντομία (αναλυτικά, βλέπε Kurz and Salvadori, 1995, και, 1998):
- Η Νεοκλασική Σχολή θεωρεί ότι το g προσδιορίζεται από και ισούται με το ρυθμό μεγέθυνσης του εργατικού δυναμικού (= μηδενική ανεργία) και, σε συνδυασμό με την εξωγενώς δεδομένη τιμή του s, οδηγεί στον προσδιορισμό του β (υπάρχουν ορισμένες νεοκλασικές παραλλαγές προσδιορισμού, οι οποίες ενέχουν τον ενδογενή προσδιορισμό του s, αλλά δεν θεωρώ σκόπιμο να επιμείνω σε αυτό). Τέλος, η κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενη τιμή του β οδηγεί, δεδομένων των τεχνικών συνθηκών παραγωγής (οι οποίες περιγράφονται μέσω μίας «συνάρτησης παραγωγής»), στον προσδιορισμό του ποσοστού κέρδους, r, και, άρα, του μεριδίου των κερδών, a.
- Η Μετακεϋνσιανή Σχολή διαφορίζεται, εδώ, από τη Νεοκλασική μόνον στο εξής: Θεωρεί ότι το g προσδιορίζεται από και ισούται με τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής του αποθέματος κεφαλαίου, ο οποίος καθορίζεται από τους κεφαλαιοκράτες, ενώ δεν υπάρχει κανένας a priori λόγος να ισορροπεί το σύστημα σε καθεστώς μηδενικής ανεργίας.
- Η Κλασική Σχολή θεωρεί ότι η εξωγενώς δεδομένη μεταβλητή του συστήματος δεν είναι το g αλλά το πραγματικό ωρομίσθιο. Το πραγματικό ωρομίσθιο και οι δεδομένες τεχνικές συνθήκες παραγωγής (ήτοι η παραγωγικότητα εργασίας και ο λόγος K/Y) προσδιορίζουν τα a και r, ενώ το r, σε συνδυασμό με την εξωγενώς δεδομένη τιμή του s, οδηγεί στον προσδιορισμό του g.
- Στη Σραφφαϊανή Σχολή δεν αντιστοιχεί ένα αμετάβλητο Κ/Υ, αλλά όταν το αξιώνει (για αναλυτικούς λόγους) είτε ακολουθεί τον προσδιορισμό της Κλασικής Σχολής είτε υποστηρίζει ότι το ποσοστό κέρδους προσδιορίζεται μέσω του επιτοκίου, το οποίο καθορίζεται από τις αρχές οικονομικής πολιτικής (ή/και την αγορά χρηματικών κεφαλαίων).
Και ο Marx; Ακολουθεί, καταρχάς, το «βέλος» προσδιορισμού της Κλασικής Σχολής, αλλά δεν θεωρεί ότι υπάρχει τάση διαμόρφωσης αμετάβλητου Κ/Υ. Κατά αυτόν, το πραγματικό ωρομίσθιο είναι εξωγενώς δεδομένο αλλά έχει την τάση να αυξάνεται συνεχώς, ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας και ο λόγος K/Y αυξάνονται συνεχώς, λόγω τεχνικής μεταβολής, με την παραγωγικότητα της εργασίας να αυξάνεται ποσοστιαία περισσότερο από όσο αυξάνεται το πραγματικό ωρομίσθιο. Έτσι, πρώτον, το a έχει την τάση να αυξάνεται συνεχώς, δεύτερον, από μία χρονική στιγμή και μετά, το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται συνεχώς, και, τρίτον, το r ακολουθεί φθίνουσα πορεία (μέσω διακυμάνσεων), τείνοντας, τελικά και αναπόφευκτα, προς το μηδέν («νόμος της πτωτικής τάσης του μέσου ποσοστού κέρδους»).
Ό,τι ενδιαφέρει, εδώ, δεν είναι η (μετα-)θεωρητική ευστάθεια ή/και η εμπειρική ισχύς των προτάσεων των διαφόρων Σχολών αλλά η απάντηση του κρίσιμου ερωτήματος: Σε ποια από αυτές τις Σχολές υπάγεται η ανάλυση του Piketty; Εάν δεν υπάγεται σε καμία από αυτές (ή σε παραλλαγές τους), τότε ποιο νέο σύστημα προσδιορισμού προτείνει; Από ό,τι είμαι σε θέση να αντιληφθώ, ούτε υπάγεται μονοσήμαντα σε κάποια Σχολή ούτε προτείνει κάποιο νέο σύστημα προσδιορισμού. Υπάρχει, λοιπόν, ασάφεια, ως προς αυτό το κομβικό ζήτημα.
3.3. Μάλλον όλες οι Σχολές της οικονομικής επιστήμης υποστηρίζουν ότι (i) στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, το ποσοστό κέρδους υπερβαίνει τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής του αποθέματος κεφαλαίου, ήτοι r > g, και (ii) ισχύει r = g όταν, και μόνον όταν, οι κεφαλαιοκράτες αποταμιεύουν-επενδύουν όλο το εισόδημά τους, και, επομένως, η κατανάλωσή τους ισούται με το μηδέν. Η δεύτερη περίπτωση, r = g, η οποία δύναται να αντιστοιχεί σε σύστημα σοσιαλιστικού τύπου, είναι γνωστή ως «Χρυσός Κανόνας (Golden Rule) της επισώρευσης κεφαλαίου», διότι συνεπάγεται, σε καθεστώς ισόρροπης και αναλογικής μεγέθυνσης, τη μεγιστοποίηση της συνολικής κατανάλωσης ανά απασχολούμενο (οι Samuelson and von Weizsäcker, 1971, δύο πολύ σημαντικοί μη-μαρξιστές οικονομολόγοι, υποστήριξαν, βάσει προτάσεων της Αυστριακής Σχολής, ότι στην εν λόγω περίπτωση το μαρξικό ποσοστό εκμετάλλευσης ισούται με μηδέν).
Τέλος, η Σραφφαϊανή Σχολή υποστηρίζει ότι, ακόμα και όταν υπάρχουν αποταμιεύσεις-επενδύσεις από όλες τις μορφές εισοδήματος (μισθοί, τόκοι, επιχειρηματικά κέρδη, πρόσοδοι), τα μεγέθη r και g συνδέονται μεταξύ τους μέσω της απλής (και φαινομενικά παράδοξης!) εξίσωσης g = σr, όπου το σ (< 1) δηλώνει το τμήμα του εισοδήματος των κεφαλαιοκρατών, το οποίο αποταμιεύεται-επενδύεται (Pasinetti Theorem – γενίκευση του θεωρήματος δόθηκε από τον Steedman, 1972).
Όπως προαναφέρθηκε, η προς τα άνω απόκλιση του r από το g κατέχει κεντρική θέση στην ανάλυση του Piketty. Συνεπώς, το δεύτερο – εξίσου κρίσιμο – ερώτημα είναι εάν ο Piketty βασίζεται σε ή προφέρει κάποια θεωρία προσδιορισμού αυτής της απόκλισης. Από ό,τι είμαι σε θέση να αντιληφθώ, υπάρχει ασάφεια και ως προς αυτό το ζήτημα. Έτσι, παραμένει θεωρητικά ασαφής και η διαχρονική κίνηση του μεριδίου των κερδών.
Εν κατακλείδι, ο Piketty εισάγει την οιονεί-ταυτοτική εξίσωση Ε1 και την εξίσωση ορισμού Ε2. Εάν υποτεθεί ότι το s είναι εξωγενώς δεδομένο, τότε πρόκειται για σύστημα δύο εξισώσεων με τέσσερις αγνώστους (β, a, r, g), και, άρα, με δύο «βαθμούς ελευθερίας». Χωρίς να εξηγεί πώς ακριβώς αυτό το σύστημα «κλείνει», ο Piketty φαίνεται να μεταβαίνει, με κυκλικό τρόπο, από τα εμπειρικά ευρήματά του στις δύο εξισώσεις, και από τις δύο εξισώσεις στα εμπειρικά ευρήματά του. Κατά την άποψή μου, το «αρχιμήδειο σημείο» διερεύνησης του ζητήματος δεν ορίζεται, καταρχήν, παρά από εκείνη τη θεωρία των ενδογενών οικονομικών διακυμάνσεων, η οποία ακολουθεί την παράδοση του R. M. Goodwin.
3.4. Στα όντως εξαιρετικά ενδιαφέροντα εμπειρικά διαγράμματα της διαχρονικής εξέλιξης του λόγου K/Y, τα οποία προσφέρει ο Piketty, και είναι κεντρικά στην όλη επιχειρηματολογία του (περί «ανισοκατανομής εισοδήματος»), το μέγεθος Κ δηλώνει τον «συνολικό (ιδιωτικό και δημόσιο) καθαρό πλούτο» (δηλαδή, την καθαρή χρηματική αξία των οικονομικών και απτών περιουσιακών στοιχείων). Έτσι, όμως, υπεισέρχεται ένα πρόσθετο πρόβλημα στη χρήση της Ε1, η οποία προϋποθέτει ότι το Κ δηλώνει το απόθεμα του επενδεδυμένου στην παραγωγή κεφαλαίου (και ο ρυθμός μεταβολής του ισούται με τις πραγματοποιηθείσες καθαρές επενδύσεις). Ας τονιστεί, επίσης, ότι, κατά την πλειοψηφία των μελετητών (διαφόρων Σχολών), ο λόγος K/Y, όπου Κ το απόθεμα του επενδεδυμένου στην παραγωγή κεφαλαίου, εμφάνισε τάση μείωσης κατά μήκος του 20ου αιώνα (ή, για την ακρίβεια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1910 και μετά), ενώ το αντίστοιχο μερίδιο των κερδών μειώθηκε πολύ ελαφρά μακροπρόθεσμα, καίτοι κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες εκείνου του αιώνα παρέμεινε σταθερό ή εμφάνισε αύξηση (βλέπε, για παράδειγμα, την πολύ ενδιαφέρουσα σύνοψη των Samuelson και Nordhaus, 2000, τ. 2, σσ. 335-337).
3.5. Όταν η οικονομική επιστήμη πραγματεύεται την κατανομή του εισοδήματος, διακρίνει (όχι τυχαία) μεταξύ (i) ατομικής, και (ii) λειτουργικής κατανομής. Η κατά σειρά πρώτη αφορά στην κατανομή του εθνικού εισοδήματος μεταξύ ατόμων (ή νοικοκυριών), ενώ η δεύτερη στην κατανομή μεταξύ «κατόχων συντελεστών παραγωγής» (νεοκλασική διατύπωση) ή «κοινωνικών τάξεων» (κλασική-μαρξιστική-σραφφαϊανή διατύπωση). Για παράδειγμα, το μερίδιο των κερδών ή το μαρξικό ποσοστό εκμετάλλευσης είναι δείκτες της λειτουργικής (όχι της ατομικής) κατανομής. Στην ανάλυση του Piketty, περί ανισοκατανομής, αυτή η διάκριση δεν είναι σαφής, και, ειδικότερα, στη θεωρητική διάστασή της αναφέρεται (κυρίως) στη λειτουργική κατανομή, ενώ στην εμπειρική διάστασή της αναφέρεται (κυρίως) στην ατομική κατανομή.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο κάθε διερεύνησης, η οποία ακολουθεί, με αυστηρότητα, τον Marx (βλέπε, για παράδειγμα, την «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα»), η έννοια «ανισοκατανομή» στερείται νοήματος. Διότι, για να οριστεί η «ανισοκατανομή» πρέπει, πρώτα, να οριστεί η «ισοκατανομή», ενώ κάθε εγχείρημα ορισμού της τελευταίας, εντός του μαρξικού συστήματος εννοιών και συσχετισμών, θα βρεθεί σε αδιέξοδο. Και δεν είναι σύμπτωση, νομίζω, ότι σε ομόλογη κατάσταση βρέθηκε και η οικονομική επιστήμη, γενικά, όποτε επιχείρησε να προσδιορίσει το βέλτιστο επίπεδο κάποιου δείκτη κατανομής του εισοδήματος. Η πλέον παραδειγματική περίπτωση είναι μάλλον αυτή της εξίσωσης του Johann Heinrich von Thünen (1783-1850), για το βέλτιστο επίπεδο του πραγματικού μισθού (ή, αλλιώς, αμοιβαίως επωφελές για τους εργαζόμενους και τους κεφαλαιοκράτες!), εξίσωση την οποία χάραξαν, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, στον τάφο του.
4. Επίλογος
Το βιβλίο του Καθηγητή Piketty διαθέτει τα ακόλουθα γνωρίσματα:
(i). Ρέει εύκολα, κατά την ανάγνωση.
(ii). Περιέχει εξαιρετικά μεγάλο όγκο εμπειρικού υλικού και αντιστοίχων ευρημάτων.
(iii). Διέρχεται μέσα από διάφορες Σχολές της οικονομικής επιστήμης, χωρίς να υπάγεται μονοσήμαντα σε κάποια από αυτές.
(iv). Εμφανίζει θεωρητική ασάφεια σε κομβικά σημεία του.
(v). Περιστρέφεται γύρω από το «ζήτημα της ανισοκατανομής του εισοδήματος», το οποίο συγκινεί.
(vi). Προτείνει την επιβολή φόρου επί του πλούτου σε παγκόσμια κλίμακα, και προτάσεις τέτοιου είδους δεν ακούγονται ως δυσάρεστες ή – τόσο – ουτοπικές, ενώ δεν είναι αντιθετικές στην ιδεολογία της «παγκοσμιοποίησης».
(vii). Παραπέμπει ευθέως (καίτοι δια του τίτλου του) στο έργο του Marx, σε μία εποχή όπου προάγεται (ιδίως από τα «Αριστερά») η αντίληψη ότι οι κυρίαρχες εκδοχές της οικονομικής επιστήμης έχουν έρθει αντιμέτωπες με ανυπέρβλητα προβλήματα, για τα οποία αναζητούν εναγωνίως λύσεις μέσω «εναλλακτικών επιστημονικών παραδειγμάτων».
Ως εκ τούτου, πρόκειται για ένα βιβλίο, το οποίο δεν μπορεί παρά να έχει μεγάλη διάδοση. Ελπίζω να μην κλείσει τον κύκλο του προτού αναλυθεί διεξοδικά το πραγματευόμενο θεμελιώδη ζητήματα της οικονομικής επιστήμης περιεχόμενό του.
Παράρτημα: Σημείωση στην Πρώτη Εξίσωση του Piketty
Έστω g = ΔΚ/Κ ο ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής του αποθέματος κεφαλαίου, όπου το σύμβολο «ΔΚ» δηλώνει τη μεταβολή του αποθέματος κεφαλαίου. Έστω, επίσης, S οι καθαρές αποταμιεύσεις, και s = S/Y το τμήμα του εισοδήματος-προϊόντος (Υ), το οποίο αποταμιεύεται-επενδύεται. Δεδομένου ότι ΔΚ = Ι και Ι = S, όπου το I παριστά τις καθαρές επενδύσεις, έπεται ότι:
(Κ/Υ)(ΔΚ/Κ) = ΔΚ/Υ = Ι/Υ = S/Y = s
Επομένως, θέτοντας β = Κ/Υ, λαμβάνουμε βg = s ή β = s/g. Άρα, η Ε1 του Piketty ισχύει όταν το g παριστά τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής του αποθέματος κεφαλαίου. Για να ισχύει και όταν το g παριστά τον ποσοστιαίο ρυθμό μεταβολής του προϊόντος, ήτοι g = ΔΥ/Υ, πρέπει, και αρκεί, ΔK/Κ = ΔΥ/Y. Όμως, η τελευταία ισότητα είναι αληθής όταν, και μόνον όταν, ο λόγος Κ/Υ είναι διαχρονικά αμετάβλητος.
Αναφορές
Kurz, H. D. and Salvadori, N. (1995) Theory of Production. A Long – Period Analysis, Cambridge, Cambridge University Press.
Kurz, H. D. and Salvadori, N. (Eds) (1998) Understanding ‘Classical’ Economics. Studies in Long-Period Theory, London and New York, Routledge.
Samuelson, P. A. και Nordhaus, W. D. (2000) Οικονομική, Αθήνα, Παπαζήσης.
Samuelson, P. A. and v. Weizsäcker, C. C. (1971) A new labor theory of value for rational planning through use of the bourgeois profit rate, Proceedings of the National Academy of Science, 68, pp. 1192-1194.
Steedman, I. (1972) The State and the outcome of the Pasinetti process, Economic Journal, 82, pp. 1387-1995.
*Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης, Πάντειο Πανεπιστήμιο, και Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών Δημήτρης Μπάτση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου