Σελίδες

Κυριακή 22 Ιουνίου 2014

Το σοβιετικό μοντέλο ζει… στην Ελλάδα

Το Ποντίκι


του Νικήτα Χιωτίνη 

Το γεγονός ότι στην Ελλάδα επιβιώνει το τελευταίο στην Ευρώπη σοβιετικό μοντέλο διακυβέρνησης και οργάνωσης του κράτους έχει επανειλημμένως επισημανθεί. Τα τελευταία χρόνια, όμως, στην Ελλάδα το έχουν παρακάνει. Οι πολιτικές εξουσίες όχι μόνο υπερθεματίζουν σε αυτό, εμμένοντας δηλαδή σε μια κεντρική διοίκηση του κράτους που ελέγχει τα πάντα, αποτελούμενη από μια κλειστή πολιτική και οικονομική νομενκλατούρα, αλλά και το λειτουργούν ολοένα και περισσότερο ως κακέκτυπο, καθιστώντας το πρώτα απ’ όλα ολοένα και περισσότερο αυταρχικό και διεφθαρμένο. Γιατί; Μα γιατί έτσι διατηρούνται οι αποικίες. Το νεοελληνικό κράτος, που δημιουργήθηκε ως αποικία, καταβάλλει κατά καιρούς προσπάθειες να αλλάξει τη μοίρα του, αλλά εις μάτην, διαρκώς επανέρχεται στην πρότερη μορφή του. Το σοβιετικό μοντέλο διακυβέρνησης είναι κάτι που θα μπορούσε κάποιος να το ανεχτεί και να το συζητήσει, παρά το ότι απέτυχε ιστορικά, το σημερινό όμως κακέκτυπό του, που θα οδηγήσει μοιραίως την Ελλάδα ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν στην
ιστορική της εξαφάνιση, δεν αντέχεται.

Η Ελλάδα, λοιπόν, από τη γερμανική κατοχή και μετά, εγκατέλειψε τα (πιθανά) προπολεμικά πειράματα ανεξαρτητοποίησής της και ελέγχεται έκτοτε από μια ολιγομελή και στεγανή πολιτική και οικονομική νομενκλατούρα. Η οποία μάλιστα αποτελείται από οικογενειακές «πολιτικές επιχειρήσεις», όπου μόνο τα φυσικά μέλη των οικογενειών αυτών εισέρχονται. Ενίοτε βέβαια και τα υιοθετημένα, λόγω ιδιαίτερων οικονομικών συνθηκών που εξυπηρετούν το σύστημα[i], αλλά και άλλων πιο ιδιαίτερων. Μάλιστα οι οικογενειακές αυτές επιχειρήσεις δεν επηρεάζονται μήτε από τις παλαιότερες κρυφές ή και φανερές συνεργασίες των μελών τους με τους κατακτητές μας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τουναντίον μάλιστα.


Εδώ δεν αναφέρομαι μόνο στη γνωστή οικογένεια πρώην πρωθυπουργού, με πατέρα φυλακισθέντα ως δωσίλογο – που ατυχήσας δεν είχε άλλα παιδιά πρόθυμα να συνεχίσουν την ένδοξη πορεία του (προς τιμή τους), άλλωστε για την καταστροφή της ελληνικής γλώσσας, που αυτός ξεκίνησε, έχουν μεριμνήσει φιλοτίμως και όλοι οι επόμενοι διάδοχοί του – αλλά και σε υπουργούς και σε μεγάλο ποσοστό της υπόλοιπης πολιτικο-οικονομικής ελίτ της χώρας μας. Αναφέρομαι στην «οικονομικο-πολιτική» ελίτ, γιατί καταδήλως οι πολιτικοί βρίσκονται σε αγαστή – έως ταυτίσεως – συνεργασία με την οικονομική ελίτ: κατά κανόνα με ένα δύο βουλευτικές και ιδίως υπουργικές θητείες (παμ)πλουτίζουν, αν δεν συγγενέψουν και ασχοληθούν και αυτοί, από την πλευρά του χρήσιμου πολιτικού, με το μέλλον των (κοινών πλέον) καραβιών τους. Πόσο μάλλον όταν αναλάβουν υπουργεία με θεσμοθετημένα μυστικά κονδύλια, π.χ. το υπουργείο Εξωτερικών ή άλλα με πλούσιες συναλλαγές, π.χ. υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Αν μάλιστα τύχει και «καμιά στραβή», δεν ανησυχούμε, κλείνουμε τη Βουλή και καθαρίζουμε. Άλλωστε για τα μάτια του κόσμου έχουμε προηγουμένως κλείσει και τους απολύτως ψυχοπαθείς στη φυλακή, παριστάνοντας τους αγνούς και τους αδέκαστους.

Ένα πανίσχυρο, λοιπόν, ολιγομελές και στεγανό πολιτικο-οικονομικό σύστημα διαφεντεύει τα πάντα. Πρώτα απ’ όλα, καταπατούν τη συνταγματική επιταγή περί διάκρισης των εξουσιών σε νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Έτσι, κατά κανόνα οι βουλευτές είναι αυτοί που γίνονται υπουργοί, σε σημείο να το έχουμε αποδεχτεί σαν αυτονόητο. Πέραν του ότι είναι σαφές πως η νομοθετική είναι διακριτή από την εκτελεστική εξουσία – και άρα όταν υπουργός ψηφίζει νόμους, οι νόμοι αυτοί είναι συνταγματικώς άκυροι – αυτή η παραβίαση του Συντάγματος από τον εκάστοτε πρωθυπουργό οδηγεί σε τραγέλαφους. Ο κάθε βουλευτής δικαιωματικά μπορεί να αναλάβει το οποιοδήποτε υπουργείο και ας είναι άσχετος με το αντικείμενό του (ενίοτε και γενικώς άσχετος – αφήνω κατά μέρος και τον τρόπο με τον οποίον αυτός εξελέγη βουλευτής, π.χ. το γεγονός ότι εξελέγη άνετα βουλευτής τέκνον πολιτικού με μεγάλη εκλογική πελατεία και καταδικασθέντος για υπόθαλψη χασισοκαλλιεργητή) και έτσι γίνεται κατά κανόνα. Ασχέτως αν αυτός ο υπουργός δεν έχει δουλέψει ποτέ του και ποτέ του δεν έχει διοικήσει μήτε περίπτερο. Θα μου πείτε έχει σπουδές, ναι αλλά ξέρετε πόσοι έχουν τις ίδιες σπουδές – μάλιστα περισσότερο ανόθευτες – και επί πλέον επαγγελματική αλλά και ειδικότερη κοινωνική αναγνώριση και καταξίωση; Με ποια κριτήρια άραγε ο εκάστοτε πρωθυπουργός ορίζει υπουργό Παιδείας έναν επικοινωνιολόγο μετρίων σπουδών ή έναν μηχανικό που δεν έχει δουλέψει ποτέ του (της) παρά σαν ορισμένη σε πολιτικές θέσεις από το κόμμα της (ούτε και κατάφερε τόσα χρόνια τώρα να πάρει διδακτορικό), έναν δημοσιογράφο υπουργό Πολιτισμού, έναν βιβλιοπώλη υπουργό Υγείας και Πρόνοιας, έναν μπασκετμπολίστα υπουργό Προστασίας του Πολίτη, έναν δεν ξέρω τι υπουργό Ναυτιλίας, που η μόνη σχέση του με τη ναυτιλία είναι το φουσκωτό του, κ.ο.κ. Έχουμε μάλιστα φτάσει στο σημείο να εκτιμούμε τον υπουργό εκείνον που δεν τα έκανε εμφανώς μπάχαλο, ασχέτως αν απλώς ευνοήθηκε από τις εν πολλοίς διεθνείς συγκυρίες – π.χ. από τη μεγάλη έλευση τουριστών στη χώρα μας, που οφείλονται σε λόγους άσχετους με το υπουργείο Τουρισμού – αλλά και μη όντας πληροφορημένοι για τα τεκταινόμενα πίσω από τα φαινόμενα. Βεβαίως η πραγματική πολιτική εξουσία δεν εμπιστεύεται το καθοριστικό υπουργείο Οικονομικών σε άσχετους με τα οικονομικά και έτσι τον τελευταίο καιρό το υπουργείο αυτό αναλαμβάνουν εξωκοινοβουλευτικοί – κάτι που βάσει του Συντάγματος θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον ο κανόνας. Σημειωτέον πως καταδήλως η πολιτική εξουσία της χώρας μας δεν είναι αυτή που φαίνεται, αλλά ορίζεται και ελέγχεται – τελευταία απροκάλυπτα – από έξωθεν αρχές. Το καταλαβαίνουν οι πάντες αυτό και δείχνουν πως σχεδόν το αποδέχονται, αν κρίνουμε από τα αργυρώνητα ΜΜΕ (π.χ. μία από τις «έγκριτες» εφημερίδες μας, πρόσφατα σε πρωτοσέλιδό της, μας πληροφορούσε πως «η τρόικα είναι ενήμερη» για την απομάκρυνση μεσαίου κρατικού στελέχους, μη εκπλησσόμενη γι’ αυτό και μη διαμαρτυρόμενη για την υπαλληλική ιδιότητα της εγχώριας πολιτικής εξουσίας. Έξωθεν αρχές δηλαδή ορίζουν και το παραμικρό στοιχείο που αφορά τη διακυβέρνησή μας[ii]).

Προξενεί εντύπωση που τον τελευταίο καιρό ο νυν πρωθυπουργός εξαγγέλλει αλλαγή του Συντάγματος, με διάταξη που δεν θα επιτρέπει την υπουργοποίηση βουλευτών. Μα και το ισχύον Σύνταγμα αυτό προβλέπει. Αν πάντως πιστεύει πως αυτό είναι το σωστό, γιατί υπουργοποιεί συλλήβδην τους βουλευτές του και δεν κάνει αυτό που θεωρεί σωστό; Μα γιατί το κομματικό-φεουδαρχικό σύστημα της χώρας μας είναι πανίσχυρο και έτσι πρέπει να παραμείνει. Για την εξυπηρέτηση των αποικιοκρατών μας πρώτα απ’ όλα. Γι’ αυτό και όλο το κράτος ελέγχεται από αυτό.

Από τα (εκτελεστικά) υπουργεία με τους βουλευτές (νομοθέτες) υπουργούς και υφυπουργούς, που ο καθένας φέρνει μαζί του και δεκάδες συμβούλων στο υπουργείο που αναλαμβάνει – σε σημείο απόλυτου ελέγχου του εκτελεστικού αυτού οργάνου – μέχρι τις Διοικήσεις όλων των δημόσιων και ημιδημόσιων Οργανισμών, δηλαδή όλης της κρατικής λειτουργίας. Το ίδιο ισχύει και με την απόλυτα ελεγχόμενη «δικαστική εξουσία», ενίοτε και αυτό απροκάλυπτα.

Βεβαίως αυτό το σοβιετικού τύπου σύστημα σε μας εφαρμόζεται, όπως είπαμε, ως κακέκτυπο: η Σοβιετική Ένωση υπήρξε ανεξάρτητη και ισχυρή χώρα, εμείς εδώ είμαστε αποικία και πρέπει να είμαστε εύκολα ελέγξιμοι, ταυτίζοντας το σύστημα αυτό με έξωθεν εξαρτημένες εγχώριες στεγανές πολιτικο-οικονομικές και εν πολλοίς οικογενειακές επιχειρήσεις. Αν μάλιστα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάτι πάει να αλλάξει, μας επαναφέρουν βιαίως… όπως καλή ώρα τώρα.



[i] Νικήτας Χιωτίνης «Η παντοδυναμία του κομματικού συστήματος», Το Ποντίκι, 14 Μαΐου 2014
[ii] Για όλα τα αναφερόμενα έχω τα απαραίτητα στοιχεία στη διάθεση κάθε ενδιαφερομένου


* Ο Δρ. Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων, Καθηγητής ΤΕΙ, Τμήματος Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού Αντικειμένων

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου