Σελίδες

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Το τέταρτο Ραϊχ και η Ελλάδα

analyst

του Βασίλη Βιλιάρδου
Το κείμενο που ακολουθεί αποτελείται από μέρος προηγουμένων, ενώ είναι εμπλουτισμένο με νέα στοιχεία – κυρίως στην εισαγωγή του. Χρησιμοποιήθηκε σε μία πρόσφατη ομιλία μας, στα πλαίσια μίας εκδήλωσης που αφορούσε τα προβλήματα της χώρας μας από τη γερμανική εισβολή.
Ίσως οφείλει να σημειώσει κανείς εδώ ότι, όπως υπάρχει μία «άγραφη συμφωνία» (consensus) μεταξύ της εκάστοτε κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όσον αφορά τη «νομή» της εξουσίας (στην οποία «εναλλάσσονται», ενώ συμμετέχουν και ορισμένα ΜΜΕ), υπάρχει μία αντίστοιχη μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη – με περιοχές «νομής» τις ασθενέστερες χώρες. 


Ανάλυση 
Εάν θέλει να ερευνήσει κανείς τα σχέδια της πρωσικής κυβέρνησης σε σχέση με την Ευρώπη, με την Ελλάδα ειδικότερα, έτσι ώστε να ασχοληθεί με τον τρόπο αντιμετώπισης της εισβολής της, να αμυνθεί όσο καλύτερα γίνεται δηλαδή, οφείλει να ξεκινήσει από την περιγραφή των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ίδια η Γερμανία – αφού οι στόχοι της είναι σε συνάρτηση με τους συγκεκριμένους προβληματισμούς της.
Φυσικά δεν πρόκειται να τους πετύχει, αφού ποτέ δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα «Ράιχ», μία αποικιακή αυτοκρατορία καλύτερα –  κυρίως επειδή αργεί στις επεκτατικές κινήσεις της, τα θέλει όλα δικά της, αποθρασύνεται εύκολα, χάνει τους συμμάχους της και γίνεται υπερβολικά βίαιη.
Στην εισαγωγή της ανάλυσης μας θα κάνουμε μία μικρή ιστορική αναδρομή, αναφορικά με την πορεία του γερμανικού πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών – το οποίο έφερε τη χώρα στη σημερινή πλεονεκτική της θέση, απέναντι στους «εταίρους» της. Στο σημείο αυτό θα τοποθετηθούμε στο εάν θα μπορούσε, καθώς επίσης στο εάν θα έπρεπε να είχε κάνει τα ίδια και η Ελλάδα, όταν αποφάσισε να συμμετέχει στην Ευρωζώνη.

Αμέσως μετά θα αναφερθούμε περιληπτικά στις δυσχέρειες της Γερμανίας, τεκμηριώνοντας ότι «πρόκειται για έναν οικονομικό γίγαντα, ο οποίος στηρίζεται σε πήλινα πόδια». Στη συνέχεια θα αναπτύξουμε τα σχέδια της, ολοκληρώνοντας με ορισμένες σκέψεις που αφορούν τον τρόπο αντιμετώπισης της εκ μέρους μας.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΟΣ
Η Γερμανία, ήδη από τη δεκαετία του 1980, είχε υψηλά πλεονάσματα, όπως μέχρι πρόσφατα η Κίνα – ενώ την ξεπερνούσε τότε μόνο η Ιαπωνία (πηγή: BIS). Μετά την ένωση της όμως, την οποία ακολούθησε μία εκρηκτική οικοδομική δραστηριότητα που χρηματοδότησε, στο μεγαλύτερο μέρος της, με τη συσσωρευμένη περιουσία της στο εξωτερικό, τα πλεονάσματα της εκμηδενίσθηκαν.
Από το 1991 και μετά, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ήταν ελλειμματικό – έως το 2002, όπου άρχισε να γίνεται πλεονασματικό, με τις εξαγωγές να συμβάλλουν στο 50% του ΑΕΠ. Η επιτυχία της αυτή οφείλεται στη συμφωνία που επετεύχθη με τα εργατικά συνδικάτα στα τέλη του 1990, με βάση την οποία οι αυξήσεις των μισθών ήταν σταθερά χαμηλότερες από την παραγωγικότητα των εργαζομένων.
Αμέσως μετά ακολούθησε η «Agenda 2010» από τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, με μεγάλες αλλαγές στις συνθήκες εργασίας. Στην «Agenda 2010» οφείλεται η μείωση έκτοτε των πραγματικών αμοιβών, όταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αυξάνονταν – γεγονός που λειτούργησε θετικά στην ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας (Διάγραμμα)

.
Μείωσεις μισθών Γερμανίας
Στην «Agenda 2010» οφείλεται η μείωση έκτοτε των πραγματικών αμοιβών, όταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αυξάνονταν.
(*Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)

Περαιτέρω, το άνοιγμα των αγορών, καθώς επίσης η υιοθέτηση του ευρώ, βοήθησαν σε μεγάλο βαθμό τη Γερμανία - επειδή οι εξαγωγές της, οι οποίες ήταν κατά 70% στην ΕΕ, έπαψαν να αντιμετωπίζουν συναλλαγματικούς κινδύνους στο μεγαλύτερο μέρος τους (Ευρωζώνη).
Εκτός αυτού οι τράπεζες της, πριν την δημιουργία της Ευρωζώνης, δεν ήταν σε θέση να «ανακυκλώσουν» πλεονάσματα υψηλότερα του 4% (από μακροοικονομικής πλευράς, απέναντι σε κάθε πλεόνασμα υπάρχει μία αντίστοιχη αύξηση των απαιτήσεων στο εξωτερικό) – επειδή οι υπερβαίνουσες τοποθετήσεις ξεπερνούσαν τα ποσά που ήταν διατεθειμένες να επενδύσουν εκτός Γερμανίας οι επιχειρήσεις, καθώς επίσης οι ασφαλιστικές εταιρείες. Ας μην ξεχνάμε δε ότι οι «χονδρικές» πωλήσεις, οι εξαγωγές στην προκειμένη περίπτωση, είναι συνδεδεμένες με πιστώσεις – οι οποίες συνήθως, όπως συμβαίνει και με τις εταιρείες, διαμορφώνονται μεταξύ 50% και 100% του ετήσιου τζίρου.
Επειδή τώρα οι τράπεζες, οι επιχειρήσεις και οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν επένδυαν στο εξωτερικό πάνω από το 4% των πλεονασμάτων, προκαλούταν αύξηση της ισοτιμίας του μάρκου – γεγονός που μείωνε την ανταγωνιστικότητα της χώρας, ενώ υποτιμούσε τα περιουσιακά στοιχεία της στο εξωτερικό, «εκπεφρασμένα» σε γερμανικά μάρκα.
Μετά τη δημιουργία της Ευρωζώνης όμως, αφενός μεν αυξήθηκαν τα ποσά που μπορούσαν να «ανακυκλώνουν» οι τράπεζες (επειδή οι επιχειρήσεις θεωρούσαν αμελητέο τον κίνδυνο απώλειας των τοποθετήσεων τους στην Ευρώπη), αφετέρου δεν υποτιμούταν τα περιουσιακά στοιχεία τους στην Ευρωζώνη, λόγω του ότι ήταν επίσης σε ευρώ. Φυσικά δε το «γερμανικό ευρώ» δεν ανατιμούταν, οπότε δεν μειωνόταν η ανταγωνιστικότητα της χώρας – αντίθετα, το νόμισμα διατηρούταν σε χαμηλά επίπεδα, λόγω της αδυναμίας των υπολοίπων εταίρων της.
Εκτός των παραπάνω, από το 2002 και μετά αυξανόταν συνεχώς το μερίδιο των κερδών των επιχειρήσεων της χώρας στο ΑΕΠ, εις βάρος των μισθών των εργαζομένων – με αποτέλεσμα οι επιχειρήσεις, οι οποίες το 2000 χρειαζόταν πιστώσεις ύψους 6% του ΑΕΠ, να μεταβληθούν από οφειλέτες σε δανειστές. Αντί να δανείζονται χρήματα δηλαδή, δάνειζαν, με το κόστος χρηματοδότησης τους να μετατρέπεται σε κέρδος, από τη χρηματοδότηση άλλων.
Αυτό προκάλεσε με τη σειρά του την αύξηση των επενδύσεων στο εξωτερικό (αντί στο εσωτερικό) εκείνων των επιχειρηματικών κερδών, τα οποία προέρχονταν από τις αλλαγές στην εργατική νομοθεσία – καθώς επίσης από τις χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων.
Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν το ότι, οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, λόγω των χαμηλών επιτοκίων, καθώς επίσης των μεγαλυτέρων δυνατοτήτων δανεισμού τους, αύξησαν υπερβολικά τόσο τις επενδύσεις, δυστυχώς κυρίως στα ακίνητα, όσο και την κατανάλωση τους – παράγοντας μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, αντίστοιχα των γερμανικών πλεονασμάτων.
Σε τελική ανάλυση, οι χώρες της περιφέρειας βρέθηκαν στα όρια της χρεοκοπίας – με ενδεχόμενο αποτέλεσμα να χάσουν τα χρήματα τους τα κράτη του βορά, τα οποία δάνειζαν τα πλεονάσματα τους στα κράτη του νότου (πλεονάσματα που όμως συσσώρευαν τόσα χρόνια οι χώρες του βορά, εις βάρος αυτών του νότου). Κυρίως βέβαια η Γερμανία, όπως αναφέραμε παραπάνω.
.
Η Ελλάδα
Στο σημείο αυτό οφείλει να αναρωτηθεί κανείς εάν θα μπορούσε να λειτουργήσει ανάλογα η Ελλάδα, όταν αποφάσισε να συμμετέχει στην Ευρωζώνη – μία απόφαση που οφειλόταν κυρίως στην πρόθεση της να αυξήσει την πιστοληπτική της ικανότητα, αφού με χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ της (104,7% το 2001), καθώς επίσης με τα συνεχή ελλείμματα του προϋπολογισμού της, ήταν αδύνατον μεσοπρόθεσμα να αποφύγει διαφορετικά τη χρεοκοπία.
Κατά την άποψη μας η Ελλάδα δεν μπορούσε, κυρίως λόγω της πολιτικής, καθώς επίσης της συνδικαλιστικής διαφθοράς. Ειδικότερα, τυχόν αντίστοιχες με τη Γερμανία απαιτήσεις απέναντι στους εργαζομένους, θα δημιουργούσαν έντονες αντιδράσεις εκ μέρους τους – τόσο απέναντι στην κυβέρνηση, όσο και απέναντι στους ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Οι αντιδράσεις θα οδηγούσαν νομοτελειακά τους εργαζομένους στον «έλεγχο της εντιμότητας» όλων αυτών, οι οποίοι θα απαιτούσαν θυσίες εκ μέρους τους – γεγονός που ήταν αδύνατον να επιτρέψουν τόσο οι πολιτικοί, όσο και οι συνδικαλιστές, οι οποίοι ήταν βυθισμένοι στη διαπλοκή και στη διαφθορά (φυσικά με αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες όμως δεν αρκούσαν).
Σχετικά τώρα με το εάν θα έπρεπε ή όχι να λειτουργήσει ανάλογα η Ελλάδα, πόσο μάλλον αφού γνώριζε τα σχέδια της Γερμανίας (τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωζώνης, όπως και η κεντρική της διοίκηση, τα γνώριζαν επίσης, αφού δεν ήταν κρυφά), έχουμε την άποψη ότι, ειδικά η Ελλάδα, λόγω του υψηλού δημοσίου χρέους της, ήταν υποχρεωμένη να το κάνει – ενώ, εάν είχε επιλέξει το συγκεκριμένο δρόμο, δεν θα βρισκόμαστε σήμερα σε αυτή τη δύσκολη θέση. Ενδεχομένως δε θα ευγνωμονούσαμε το ευρώ, αντί να το θεωρούμε υπεύθυνο για όλα τα δεινά μας – όπως ακριβώς το ευγνωμονεί η Γερμανία.
Σε γενικές γραμμές βέβαια δεν συμφωνούμε με τη «μερκαντιλιστική» πολιτική,  η οποία ωφελεί το κράτος και τις επιχειρήσεις, εις βάρος των εργαζομένων – μία πολιτική που θα έπρεπε ήδη από το 2000 να είχε απαγορευθεί από την Κομισιόν, η οποία είναι υποχρεωμένη να διατηρεί τις ισορροπίες, τουλάχιστον εντός της Ευρωζώνης.
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Μετά την αναφορά μας στο θέμα των πλεονασμάτων της Γερμανίας θα λέγαμε ότι, όπως όλα τα νομίσματα έχουν δύο όψεις, έτσι συμβαίνει και με τη συγκεκριμένη χώρα  – η οποία, αν και θεωρείται ισχυρή από οικονομικής πλευράς, πληρώνει ένα πολύ ακριβό τίμημα.
Εκτός αυτού, δεν έχει καταφέρει ακόμη να ξεφύγει από τα «δεσμά» του παρελθόντος – παρά το ότι έχει διαχωρίσει τη θέση της από το «ναζιστικό καθεστώς», το οποίο παραδόξως θεωρεί αφενός μεν ως «ξένο σώμα», αφετέρου ως τον μοναδικό υπεύθυνο για το «ολοκαύτωμα» της Ευρώπης. Η τραγωδία τώρα, με την οποία είναι αντιμέτωπη, τα κυριότερα προβλήματα της καλύτερα, είναι τα εξής:
(α)  Ενεργειακή εξάρτηση
Μετά την απόφαση της καγκελαρίου να σταματήσει πρόωρα τη λειτουργία των εργοστασίων παραγωγής πυρηνικής ενέργειας φοβούμενη, πολύ σωστά, συμβάντα ανάλογα με αυτό της Fukushima, η ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία είναι σχεδόν απόλυτη.
Αρκεί να σημειώσει κανείς ότι, κατά τη διάρκεια της συνάντησης των G20, η Ρωσία (Gazprom) υπέγραψε συμφωνία με την Κίνα, για παράδοση 38 δις κυβικών μέτρων φυσικού αερίου από το 2018, ενώ η Γερμανία καταναλώνει ήδη 93 δις κ.μ. ετήσια, για να κατανοήσει το μέγεθος της εξάρτησης της.
Περαιτέρω, ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, ο οποίος ανέλαβε τη θέση του συμβούλου στον κρατικό ρωσικό κολοσσό, στην Gazprom, συνέβαλλε στο να γίνει η Ρωσία ο μεγαλύτερος προμηθευτής φυσικού αερίου της γερμανικής βιομηχανίας και των νοικοκυριών – μέσω του αγωγού Nord Stream.
Εάν λοιπόν η Γερμανία, για οποιονδήποτε λόγο, έλθει σε αντίθεση με τη Ρωσία, οι πιέσεις που θα μπορούσαν να της ασκηθούν είναι τεράστιες - πόσο μάλλον εάν τυχόν ξεσπάσει πόλεμος στη Συρία, εμποδίζοντας ή ακριβαίνοντας δυσανάλογα την τροφοδοσία της με ενέργεια από τις αραβικές χώρες.
Απλούστερα, εάν τυχόν «κατεβάσει» η Ρωσία τον ενεργειακό διακόπτη, η Γερμανία θα χρεοκοπήσει ακαριαία – γεγονός που ίσως συνηγορεί στο ενδεχόμενο ανάληψης ηγετικής θέσης της Ρωσίας στην Ευρώπη, αφού σε μία τέτοια περίπτωση θα ολοκλήρωνε την ήπειρο μας τόσο στρατιωτικά, όσο και ενεργειακά,  αποτελώντας ταυτόχρονα το «αντίβαρο» στη Γερμανία.
Όσον αφορά τώρα τις εναλλακτικές δυνατότητες της Γερμανίας, ο αγωγός TAP, ο οποίος θα περάσει από την Ελλάδα και την Τουρκία, φτάνοντας στην Ιταλία, αφενός μεν θα καθυστερήσει αρκετά, αφετέρου θα την υποχρεώσει σε συμβιβασμούς και με τις δύο χώρες – ενώ τα ενεργειακά κοιτάσματα της Ελλάδας και της Κύπρου (η οποία όμως κλίνει προς τη Ρωσία, μετά το έγκλημα της Γερμανίας εις βάρος της), είναι μεν πολύτιμα, αλλά θα απαιτήσουν πολύ χρόνο.
Βέβαια, στα σχέδια της είναι να αποτελέσει ο παραπάνω αγωγός «ενεργειακό κόμβο», από τον οποίο θα διοχετεύεται η ενέργεια από την Ελλάδα, από την Κύπρο, καθώς επίσης από τον αραβικό κόλπο, στην Ευρώπη – έτσι ώστε να απεξαρτηθεί από τη Ρωσία.
Ολοκληρώνοντας, επειδή ακριβώς η Γερμανία είναι εξαρτημένη από την ενέργεια, χρειάζεται ένα ισχυρό νόμισμα – πόσο μάλλον όταν το μεγαλύτερο μέρος των αποταμιεύσεων των Πολιτών της είναι σε χρήματα, αντίθετα με την Ελλάδα, οι πολίτες της οποίας προτιμούν τα ακίνητα (μέχρι σήμερα τουλάχιστον, αφού επιχειρείται, μεταξύ άλλων, η βίαιη αλλαγή στάσης τους, μέσω της υψηλής φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας).
Στα πλαίσια αυτά, η πληθωριστική αντιμετώπιση της υπερχρέωσης, μέσω της υποτίμησης του νομίσματος (αύξηση της ποσότητας χρήματος από την ΕΚΤ κλπ.), την βρίσκει εντελώς αντίθετη – γεγονός που δεν συμβαδίζει με όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης.
(β) Έλλειμμα κοινωνικής δικαιοσύνης
Η Γερμανία, επιλέγοντας την οδυνηρή για τους εργαζόμενους πολίτες της «μερκαντιλιστική πολιτική» (αύξηση των εξαγωγών, μείωση των εισαγωγών, ανάπτυξη εις βάρος των άλλων, εισαγωγή θέσεων εργασίας, εξαγωγή ανεργίας), έχει μειώσει τις πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων της από το έτος 2000 – παρά την αύξηση της παραγωγικότητας τους.
Παράλληλα, η μερική απασχόληση έχει αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό, αφού υπολογίζεται ότι, περί τα 7,5 εκ. Γερμανοί εργάζονται τέσσερις ή και λιγότερες ώρες ημερησίως – ενώ, ακόμη και μία ώρα την εβδομάδα να εργάζεται κάποιος, δεν καταγράφεται ως άνεργος στις στατιστικές. Εκτός αυτού, έχει κλιμακωθεί ο αριθμός των «ενοικιαζόμενων εργαζομένων» – ένα «σύστημα», το οποίο δημιουργεί τεράστια προβλήματα στον άνθρωπο.
Περαιτέρω, σχεδόν κάθε τέταρτος Γερμανός (24,1%) εργάζεται με μισθό πολύ χαμηλότερο, από το μέσον όρο – ενώ η χώρα, στο συγκεκριμένο τομέα, κατέχει τη δεύτερη θέση μετά τη Λιθουανία (διάγραμμα ΙΙ, όπου η μπλε γραμμή αφορά το μερίδιο των χαμηλά αμειβομένων στο σύνολο των απασχολουμένων, ενώ η πορτοκαλί το ίδιο μερίδιο, σε σχέση με τους εργαζόμενους χωρίς τους μερικά απασχολούμενους).

.
Γερμανικό μισθολόγιο
Η μπλε γραμμή αφορά το μερίδιο των χαμηλά αμειβομένων στο σύνολο των απασχολουμένων, ενώ η πορτοκαλί το ίδιο μερίδιο, σε σχέση με τους εργαζόμενους χωρίς τους μερικά απασχολούμενους.

Το 51,1% των χαμηλόμισθων εργαζομένων έχει συμβάσεις ορισμένου χρόνου (για σύγκριση, μόλις τα 22% στη Μ. Βρετανία), ενώ το ποσοστό που απασχολείται ως «ανειδίκευτο» είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη, με 44,5% (για παράδειγμα, στη Ιταλία είναι 15,3%).
Από την άλλη πλευρά, η καγκελάριος περιόρισε σημαντικά το κοινωνικό κράτος (παιδεία, υγεία κλπ.) – ενώ σκοπεύει το επόμενο έτος να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της, «υπεξαιρώντας» τα χρήματα των ασφαλιστικών ταμείων. Την ίδια στιγμή η οικονομική αστυνομία της, ένα πραγματικό «κράτος εν κράτει», κυριολεκτικά καταδιώκει τους φορολογουμένους, αντιμετωπίζοντας τους ως κοινούς εγκληματίες και «απομυζώντας» τους όσο περισσότερα χρήματα μπορεί – δικαίως και αδίκως.
Στα πλαίσια αυτά πολλοί Γερμανοί Πολίτες, μη νοιώθοντας ασφαλείς στη χώρα τους, μεταφέρουν τα χρήματα τους στο εξωτερικό – με αποτέλεσμα να έχει αυξηθεί σημαντικά η εκροή καταθέσεων (αύξηση κατά 173 δις € το 2012, στα 1,233 τρις €).
Τέλος, όλο και πιο πολλά διαμερίσματα μένουν ανοίκιαστα στη χώρα, λόγω των υψηλών ενοικίων, σε συνάρτηση με τις χαμηλές αμοιβές των περισσοτέρων εργαζομένων – ενώ το μεγαλύτερο μέρος της δημόσιας περιουσίας έχει προ πολλού ιδιωτικοποιηθεί, καθιστώντας τη Γερμανία «έρμαιο» των πολυεθνικών.
Όλα αυτά, το ότι δηλαδή οι πολίτες δεν συμμετείχαν στις επιτυχίες της οικονομίας τους, λόγω της μερκαντιλιστικής πολιτικής,  έχουν δημιουργήσει αρκετές «εστίες αντίδρασης» εντός της γερμανικής κοινωνίας – η οποία, κάποια στιγμή, δεν είναι καθόλου απίθανο να εξεγερθεί.
(γ)  Επισφαλείς πιστώσεις του δημοσίου τομέα (κεντρική τράπεζα)
Η Γερμανία είναι αντιμέτωπη με το αιώνιο πρόβλημα των «μερκαντιλιστών» – οι οποίοι, αφενός μεν είναι υποχρεωμένοι να δανείζουν τα πλεονάσματα τους, αφετέρου αδυνατούν να τα εισπράξουν στη συνέχεια (διάγραμμα ΙΙΙ – επάνω από το 0 είναι τα κράτη δανειστές, με πρώτη τη Γερμανία, κάτω από το 0 τα κράτη οφειλέτες, με πρώτη την Ισπανία). Η αιτία είναι το ότι, η συγκεκριμένη πολιτική τους (σημείωση στο τέλος του κειμένου) αποδυναμώνει τα άλλα «κράτη-πελάτες» τους, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους.

Διαγραμμα Οφειλέτες-Δανειστές στην Ευρώπη
Επάνω από το 0 είναι τα κράτη δανειστές, με πρώτη τη Γερμανία, κάτω από το 0 τα κράτη οφειλέτες, με πρώτη την Ισπανία.
(*Πατήστε στην εικόνα για μεγέθυνση)
.

Οι ανισορροπίες λοιπόν, τις οποίες έχει προκαλέσει στην Ευρώπη η Γερμανία, επιμένοντας να εφαρμόζει μια μερκαντιλιστική πολιτική εις βάρος τόσο των εργαζομένων της, όσο και των «εταίρων» της, έχουν δημιουργήσει ήδη τεράστια προβλήματα στην ίδια – τα οποία θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερα, εάν επέλεγε την έξοδο της από την Ευρωζώνη.
Ολοκληρώνοντας, η Γερμανία έχει πλέον κατά πολύ μεγαλύτερα πλεονάσματα, σε σχέση με το ΑΕΠ της (7,5%), συγκριτικά με την Κίνα (2%) – ενώ η πολιτική της είναι ολοκάθαρα επεκτατική και εγωιστική.
(δ) Κίνδυνοι μαζικής απώλειας πιστώσεων εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα
Διαπιστώνοντας οι Γερμανοί πως αυξάνονται συνεχώς τα πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών τους, παρά το ότι όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι εταίροι τους στην Ευρωζώνη έχουν ελλείμματα, τους δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι είναι ανίκητοι – πως μπορούν δηλαδή να κοιμούνται ήσυχοι, αφού το μέλλον τους είναι εξασφαλισμένο.
Πιστεύουν επίσης ότι δεν χρειάζονται καθόλου την Ευρωζώνη, επειδή μπορούν πια να πουλούν τα προϊόντα τους σε ολόκληρο τον πλανήτη – κυρίως βέβαια στις αναπτυσσόμενες  χώρες, οι οποίες προτιμούν τα γερμανικά μηχανήματα περισσότερο από όλα τα άλλα.
Όμως, τα κράτη αυτά αντιμετωπίζουν σήμερα πολύ μεγάλα προβλήματα, λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης – με αποτέλεσμα οι επενδυτές να αποσύρουν μαζικά τα κεφάλαια τους, φοβούμενοι το σπάσιμο της φούσκας, η οποία έχει δημιουργηθεί σε αρκετά (Κίνα, Βραζιλία, Τουρκία κοκ.).
Στα πλαίσια αυτά, δεν έχουν πια χρήματα για να αγοράζουν εισαγόμενα προϊόντα - γεγονός που φέρνει στην επιφάνεια το εγγενές πρόβλημα του γερμανικού μοντέλου, το οποίο στηρίζεται κυρίως στις εξαγωγές και πολύ λιγότερο στην εσωτερική κατανάλωση.
Η μία πλευρά του προβλήματος είναι η μείωση των εξαγωγών, σε περιόδους κρίσεων – η οποία προκαλεί φυσικά ύφεση και ανεργία. Η άλλη πλευρά όμως, η απώλεια των πιστώσεων που δόθηκαν για την αγορά προϊόντων, λόγω αδυναμίας εξόφλησης τους, είναι πολύ πιο επώδυνη.
Τεκμηριώνοντας την τοποθέτηση μας, μεταξύ των ετών 2006 και 2012, ο ιδιωτικός τομέας της Γερμανίας είχε απώλειες στο εξωτερικό, ύψους 600 δις € (πηγή: DIW) – γεγονός που σημαίνει ότι, ο συγκεκριμένος τρόπος ανάπτυξης της χώρας αποδείχθηκε εξαιρετικά ακριβός, εάν όχι μοιραίος.
Εάν δε συμβεί κάτι ανάλογο και στις χώρες της Ευρώπης, στις οποίες έχει επιβληθεί μία απίστευτη συρρίκνωση των οικονομιών τους, μέσω της πολιτικής λιτότητας, τότε το γερμανικό μοντέλο ανάπτυξης, με τις εξαγωγές να αποτελούν το 50% του ΑΕΠ, θα καταρρεύσει απότομα – με αποτέλεσμα να οδηγηθεί η χώρα στη χρεοκοπία, λόγω της μαζικής απώλειας των πιστώσεων τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημοσίου τομέα.
Μαζί του θα καταρρεύσει και η γερμανική ψευδαίσθηση, σύμφωνα με την  οποία μπορεί να κατακτηθεί οικονομικά ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη. Εάν δε αποφασίσουν όλες οι χώρες μαζί είτε να παραμείνουν στο ευρώ, διώχνοντας τη Γερμανία, είτε να επιστρέψουν στην προ ευρώ εποχή (ανάλυση), στο 1999 δηλαδή, επιτρέποντας και στη Ρωσία τη συμμετοχή της στην ένωση, τότε θα «ενταφιασθεί» μία για πάντα το εγωιστικό γερμανικό μοντέλο.
Ολοκληρώνοντας, δεν θα έπρεπε να ξεχάσουμε μία ακόμη γερμανική ψευδαίσθηση – τη διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού της χώρας, παράλληλα με τη δημιουργία κερδών από το δανεισμό των εταίρων της, με υψηλότερα επιτόκια.
Όσον αφορά το πρώτο, τη στιγμή που θα «τιμολογήσουν» οι αγορές τον κίνδυνο χρεοκοπίας της Γερμανίας, λόγω απώλειας πιστώσεων, τα χαμηλά επιτόκια θα αποτελέσουν παρελθόν. Σχετικά με το δεύτερο, όταν αντιληφθεί η Γερμανία ότι, μπορεί να εισπράττει μεν αυξημένα επιτόκια, αλλά πιθανότατα δεν θα εισπράξει το κεφάλαιο, εάν επιμείνει στη συνέχιση της πολιτική λιτότητας, θα χάσει και την τελευταία της ψευδαίσθηση.
(ε)  Περιορισμένη εθνική ανεξαρτησία
Το παρακάτω κείμενο, παρά το ότι προέρχεται από έγκριτο Γερμανό μοιάζει με θεωρία συνωμοσίας. Εν τούτοις αποδεικνύει ότι, ακόμη και οι ίδιοι οι Γερμανοί φοβούνται τυχόν αναβίωση του ναζισμού στη χώρα τους – ενώ αρκετοί είναι αντίθετοι με τις εμφανείς προθέσεις της πρωσικής κυβέρνησης τους, η οποία σκοπεύει να «αναρτήσει» την Ευρώπη στο γερμανικό άρμα (αποδυναμώνοντας μία προς μία όλες τις χώρες, με τη βοήθεια της «πολιτικής λιτότητας», του μερκαντιλισμού και του ισχυρού της νομίσματος).
Παράλληλα αρκετοί πιστεύουν ότι, ο νεοφιλελευθερισμός των παιδιών του Σικάγου, έτσι όπως επιβάλλεται μεθοδικά από το αμερικανικό ΔΝΤ στην Ελλάδα, με την αποκρατικοποίηση της εξουσίας, με την κατάργηση της Δημοκρατίας, με το γκρέμισμα του κοινωνικού κράτους, με τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας, με την καταστροφή της μεσαίας τάξης, με την εξαθλίωση των μαζών, με τη χρεοκοπία κλπ., εξελίσσεται σε μία τρομακτική δικτατορία της ελίτσε έναν άκρατο απολυταρχικό καπιταλισμό καλύτερα, με ηγέτη τις Η.Π.Α. και έπαρχο τους στην Ευρώπη τη Γερμανία, ο οποίος θα είναι πολύ χειρότερος, από τον εθνικοσοσιαλισμό και το ναζισμό.
Φυσικά υποθέτουν ότι, η Ελλάδα είναι μόνο η αρχή – ενώ δεν θα ξεφύγει από τα νύχια της ελίτ ούτε η υπόλοιπη Δύση. Προτείνουν δε ως μοναδική δυνατότητα αντίστασης την έγκαιρη, μαζική εξέγερση των Πολιτών, αφού η πολιτική είτε εξαγοράζεται, είτε εκβιάζεται, είτε τρομοκρατείται - με αποτέλεσμα να υποτάσσεται ολοκληρωτικά στους εισβολείς και με τέτοιον τρόπο, ώστε να μη γίνεται αντιληπτή ούτε από τον ίδιο τον κομματικό μηχανισμό της. Το κείμενο τώρα είναι το εξής:
Οι παλαιοί φόβοι επιστρέφουν. Η Γερμανία γίνεται ξανά ισχυρή, ενώ οι Βρετανοί αναφέρονται όλο και πιο συχνά σε ένα 4ο Ράιχ. Κάτω από τις σημερινές συνθήκες όμως, η Γερμανία δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα 4ο Ράιχ, αφού η χώρα δεν έχει αποκτήσει εντελώς την εθνική της κυριαρχία, από την 8η Μαΐου του 1945. Όποιος δεν θέλει να το πιστέψει, του προτείνουμε την πρόσφατη ομιλία του κ. Σόϊμπλε – παρά το ότι ο υπουργός οικονομικών παρέλειψε να «οριοθετήσει» ακριβώς την έλλειψη εθνικής κυριαρχίας.
Εάν έχει δίκιο, ακόμη και εν μέρει, τότε θα πρέπει να πάρουμε πολύ σοβαρά εκείνες τις θεωρίες συνωμοσίας, σύμφωνα με τις οποίες η Γερμανία είναι μία Ε.Π.Ε. - μία μη κυβερνητική οργάνωση ή μία «διοικητική οντότητα» των συμμαχικών δυνάμεων του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Στην προκειμένη περίπτωση, εμείς οι Γερμανοί δεν είμαστε Πολίτες, αλλά εργαζόμενοι – οι οποίοι θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να απολυθούν. Ανεξάρτητα από αυτά, η ομιλία του κ. Σόιμπλε φανερώνει ολοκάθαρα ότι, η Γερμανία είναι κάτω από διεθνή έλεγχο – δεν είναι ανεξάρτητη λοιπόν και δεν παίρνει μόνη της αποφάσεις.
Επομένως δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα 4ο Ράιχ, εκτός εάν το επέτρεπαν οι Η.Π.Α. – κάτι που φυσικά δεν είναι εντελώς απίθανο, αφού και οι ίδιοι οι Αμερικανοί ευρίσκονται ήδη στο δρόμο για το φασισμό.
Βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, η Γερμανία δεν χρειάζεται την εθνική της κυριαρχία, εάν θέλει να κατασκευάσει ένα 4ο Ράιχ – αφού θα μπορούσε να τα καταφέρει διαφορετικά, μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Προτείνω λοιπόν σε όλους αυτούς, οι οποίοι αντιμετωπίζουν δύσπιστα μία τέτοια προοπτική, να ανατρέξουν στις απόψεις του Χίτλερ, σε σχέση με μία Ενωμένη Ευρώπη. Φυσικά, δεν γνωρίζει κανείς που ακριβώς κατευθύνεται η ΕΕ, από πολιτικής άποψης – εκτός του ότι, τα εθνικά κράτη σχεδιάζεται να διαλυθούν, έτσι ώστε να δώσουν τη θέση τους σε έναν τερατώδη γραφειοκρατικό μηχανισμό, ο οποίος θα αστυνομεύει όλους τους Πολίτες, θα τους λέει τι ακριβώς να κάνουν και πώς να σκέφτονται” (Kopp Γερμανίας).
(στ)  Πιθανότητες χρεοκοπίας
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας, απέναντι στο δημόσιο χρέος της χώρας υπάρχουν πλέον σχεδόν τα ίδια περιουσιακά στοιχεία – όταν, μόλις είκοσι χρόνια πριν, τα περιουσιακά στοιχεία του δημοσίου υπερέβαιναν κατά 737 δις € το δημόσιο χρέος. Αυτό σημαίνει βέβαια ότι, εντός των τελευταίων 20 ετών η Γερμανία έχασε περίπου 700 δις € – επομένως, οι ζημίες της σε ετήσια βάση ήταν της τάξης των 37 δις €.
Περαιτέρω, όταν εξετάζουμε τα οικονομικά στοιχεία μίας επιχείρησης, επικεντρωνόμαστε κυρίως στη ρευστότητα της, καθώς επίσης στα μεγέθη του ισολογισμού της. Εάν τώρα η επιχείρηση αντιμετωπίζει προβλήματα ρευστότητας, πολύ περισσότερο εάν το ενεργητικό της (περιουσιακά στοιχεία) είναι χαμηλότερο από το παθητικό (χρέη), τότε η επιχείρηση συνήθως χρεοκοπεί – ενώ είναι φυσικά υπεύθυνη να το δηλώσει.
Με κριτήριο λοιπόν τον ισολογισμό της, η Γερμανία είναι ήδη χρεοκοπημένη – αφού έχει πάψει πλέον να επενδύει σε δημόσια έργα υποδομής, ενώ έχει σχεδόν ξεπουλήσει ολόκληρη τη δημόσια περιουσία της (ακριβώς το αντίθετο από την Ελλάδα, η δημόσια περιουσία της οποίας διατηρείται σχεδόν στο ακέραιο, ενώ έχει επενδύσει πάρα πολλά σε έργα υποδομής τα τελευταία χρόνια).
Βέβαια μία χώρα, σε αντίθεση με μία επιχείρηση, δεν μπορεί θεωρηθεί αφερέγγυα, αφού εξασφαλίζει την απαιτούμενη ρευστότητα για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της, μέσω της αυξημένης φορολόγησης των πολιτών της –  εκτός εάν οι πολίτες της γίνουν με τη σειρά τους αφερέγγυοι ή απλά αρνηθούν την επιβάρυνση τους με νέους φόρους.
Οι φόροι όμως έχουν τα όρια τους – ενώ η άθλια πλέον κατάσταση των γερμανικών δρόμων, τα προβλήματα στα σχολεία, οι καταστραμμένες παιδικές χαρές και τόσα άλλα αποδεικνύουν ότι, τα όρια αυτά πλησιάζουν επικίνδυνα. Επομένως, η Γερμανία δεν είναι τόσο μακριά από τη χρεοκοπία της, όσο ίσως φανταζόμαστε – γεγονός που μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως χρησιμοποιεί δυστυχώς την Ελλάδα σαν προπέτασμα καπνού, για τον αποπροσανατολισμό των δανειστών της.
Ολοκληρώνοντας, δεν πρέπει να υποτιμάει κανείς την απελπιστική οικονομική κατάσταση πολλών δήμων, κρατιδίων και πόλεων της Γερμανίας – με σημαντικότερο ίσως το υπερχρεωμένο και εξαιρετικά ελλειμματικό Βερολίνο. Οι προσπάθειες δε των γερμανικών δήμων να συνεργασθούν με ελληνικούς, έχουν αποκλειστικό στόχο την ανάληψη κερδοφόρων επενδύσεων, όπως στην ανακύκλωση των σκουπιδιών κλπ. – τις οποίες θα επιδιώξουν να χρηματοδοτήσουν με τα δικά μας ευρωπαϊκά πακέτα! (ΕΣΠΑ).
(ζ) Ο ανταγωνισμός της Κίνας
Η Κίνα, ειδικά μετά την τοποθέτηση της στην Ιταλία και στην Ελλάδα (Νάπολη και Πειραιάς), είναι ένας από τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές της Γερμανίας – είναι αδύνατον δε να αντιμετωπισθεί στον τομέα των καταναλωτικών προϊόντων, αφενός μεν λόγω του φθηνού εργατικού δυναμικού της, αφετέρου επειδή το κοινωνικό της κόστος (ασφάλιση, περίθαλψη κλπ.) είναι μηδαμινό, οπότε το κόστος παραγωγής της είναι εξαιρετικά χαμηλό.
Την ίδια στιγμή η Κίνα εξελίσσεται και στους υπόλοιπους τομείς (υψηλή τεχνολογία κλπ.), απειλώντας μελλοντικά τη Γερμανία και σε αυτούς – γεγονός που ανησυχεί τη χώρα σε πολύ μεγάλο βαθμό..

ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ
Αφού αναφερθήκαμε σε ορισμένα από τα βασικότερα  προβλήματα της Γερμανίας, μπορούμε να συμπεράνουμε σχετικά εύκολα τι ακριβώς σχεδιάζει για την Ελλάδα, καθώς επίσης για την υπόλοιπη Ευρώπη. Φυσικά δεν αναφερόμαστε στους Γερμανούς Πολίτες, αλλά σε εκείνη τη βιομηχανική ελίτ, η οποία κυβερνάει τη χώρα απολυταρχικά, κρυμμένη στο  παρασκήνιο.
Πρόκειται σε πολλές περιπτώσεις για απογόνους των ναζί, αρκετοί από τους οποίους απέκτησαν τις ιδιοκτησίες τους με τα κλεμμένα χρήματα κατεκτημένων λαών, τα οποία είχαν «φυγαδεύσει» έγκαιρα εκτός Γερμανίας – μεταφέροντας τα αργότερα προσεκτικά στη χώρα τους. Τα βασικά σχέδια της Γερμανίας είναι επιγραμματικά τα εξής:
(α) Η ανάκτηση της εθνικής της κυριαρχίας, η ανεξαρτητοποίηση της καλύτερα από τις Η.Π.Α. – μέσω την κατάκτησης μίας ηγεμονικής θέσης στην Ευρωζώνη, κατ’ επέκταση στην Ευρώπη, με οικονομικά μέσα.
(β) Η εξασφάλιση της εξόφλησης των απαιτήσεων του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα της, από τις χώρες-οφειλέτες της, μέσω της «κατάληψης» του εκάστοτε υπουργείου οικονομικών και της επιβολής υψηλών φόρων. Διαφορετικά θα χρεοκοπήσει η Γερμανία, αφού δεν μπορούν να πληρώσουν πολλές χώρες και ζητούν διαγραφή χρεών.
(γ) Η δημιουργία ζωνών φθηνού εργατικού δυναμικού και χαμηλού κόστους στο Νότο, καθώς επίσης στην Ανατολική Ευρώπη – έτσι ώστε να παράγονται προϊόντα ανταγωνιστικά των κινεζικών και λοιπών ασιατικών.
(δ) Οι επενδύσεις των γερμανικών χρηματικών πλεονασμάτων στις περιοχές αυτές (εξαγορά των κερδοφόρων κοινωφελών επιχειρήσεων, οικοπέδων κλπ.),  υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι ασφαλείς – γεγονός που σημαίνει ότι, θα πρέπει να ελέγχονται ασφυκτικά όλες οι χώρες-αποικίες.
(ε)  Ο έλεγχος των Γερμανών πολιτών, όσον αφορά τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό – αφενός μεν από φορολογικής πλευράς, αφετέρου για να ενισχύονται οι δικές της ξένες επενδύσεις.
(στ) Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, πλήρης έλεγχος με στόχο την εξασφάλιση πρόσβασης στα ενεργειακά αποθέματα τους – επίσης, καλύτερη πρόσβαση στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και της Β. Αφρικής, έτσι ώστε να αποφευχθεί η πλήρης σχεδόν ενεργειακή εξάρτηση της Γερμανίας από τη Ρωσία.
.
Η ΑΜΥΝΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Οφείλουμε να αντιδράσουμε άμεσα, να αντιμετωπίσουμε και να καταπολεμήσουμε τα προβλήματα που μας δημιουργεί η Γερμανία, με όλες τις δυνάμεις μας – χωρίς καθόλου να το υποτιμούμε, όπως δυστυχώς κάνουμε. Στα πλαίσια αυτά, τα εξής:
(α)  Ένας τρόπος θα ήταν ενδεχομένως η αναζήτηση συμμάχων εντός της Ευρωζώνης. Δυστυχώς όμως, οι περισσότερες χώρες της, εάν όχι όλες, έχουν υποταχθεί στη Γερμανία, παρά το ότι γνωρίζουν πως είναι αδύνατον να επιβιώσει ελεύθερη η Ευρωζώνη, όσο η χώρα αυτή είναι μέλος της – όπως έχουν ήδη επισημάνει οι Άγγλοι, οι οποίοι εξετάζουν ακόμη και την έξοδο τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, επειδή πιστεύουν ακράδαντα πως είναι αδύνατη η «συμβίωση» τους με την πρωσική Γερμανία.
(β)  Ένας δεύτερος τρόπος θα ήταν η εθελούσια αποχώρηση της Ελλάδας από τη ζώνη του Ευρώ – μία κίνηση, στην οποία όμως θέλουν να μας «ωθήσουν» ορισμένοι Γερμανοί, ισχυριζόμενοι ότι θα ήταν καλύτερη η έξοδος της πατρίδας μας από την Ευρωζώνη, τόσο για την ίδια, όσο και για τα άλλα κράτη-μέλη.
Η αιτία είναι προφανώς το ότι, όλες οι υπόλοιπες χώρες έχουν αποδεχθεί αμαχητί την ηγεμονία της Γερμανίας, με μοναδική εξαίρεση την Ελλάδα – τους Έλληνες καλύτερα, επειδή η κυβέρνηση δεν σταμάτησε ποτέ να σκύβει το κεφάλι και να υποκλίνεται δουλικά, απέναντι στην καγκελάριο.
Η κυβέρνηση υποκλίνεται επίσης απέναντι στον υπουργό οικονομικών της Γερμανίας, ο οποίος γνωρίζει καλύτερα από όλους τα τεράστια οφέλη της χώρας του – ενός κράτους που, με «σύριγγα» το ευρώ, απορροφάει το αίμα των εταίρων του. Άλλωστε όλοι γνωρίζουν ότι, η Γερμανία πέτυχε την επανένωση, καθώς επίσης τη χρηματοδότηση του κόστους της ένωσης της με την Ανατολική  Γερμανία (περί τα 150 δις € ετήσια, για δέκα χρόνια), με τη βοήθεια του ευρώ και της Ευρωζώνης.
Η αποχώρηση μας όμως από το ευρώ είναι εξαιρετικά δύσκολη, αφού είμαστε εγκλωβισμένοι εντός του – κυρίως λόγω του εξωτερικού χρέους μας, μετά την υπογραφή του PSI. Εάν μπορούσαμε όμως να διαπραγματευθούμε σωστά τις προϋποθέσεις (σημείωση στο τέλος του κειμένου), αποκλείοντας τη χρεοκοπία, θα ήταν ίσως μία λύση – η οποία θα άξιζε τις όποιες επί πλέον θυσίες θα απαιτούνταν, επειδή θα μας ανεξαρτητοποιούσε από την πρωσική Γερμανία.
(γ)  Μία τρίτη λύση θα ήταν να αναζητήσουμε συμμαχίες εκτός Ευρωζώνης – ενδεχομένως σε συνάρτηση με τη δεύτερη λύση (διαπραγμάτευση της εξόδου μας από το ευρώ), καθώς επίσης με τη σύνδεση της ισοτιμίας του εθνικού μας νομίσματος με κάποιο άλλο, για εκείνο το χρονικό διάστημα που θα ήταν απαραίτητο.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν θα έπρεπε να αποκλείσουμε τη Ρωσία, η οποία θα μπορούσε επί πλέον να επενδύσει στη χώρα μας, να μας τροφοδοτήσει με φθηνή ενέργεια, κάνοντας ανταγωνιστική τη βιομηχανία μας, καθώς επίσης να χρηματοδοτήσει κάποιες ανάγκες μας – χωρίς να απαιτεί την κατάλυση της εθνικής μας κυριαρχίας, όπως η Γερμανία.
Τα «γεωπολιτικά ανταλλάγματα», τα οποία ενδεχομένως θα απαιτούνταν, υπό τις σωστές φυσικά προϋποθέσεις, δεν θα ήταν αρνητικά για την Ελλάδα – γεγονός που συνηγορεί υπέρ μίας τέτοιας επιλογής. Ας μην ξεχνάμε δε ότι, πρόσφατα η Κύπρος βοηθήθηκε από τη Ρωσία, ενώ η Αρμενία διέκοψε τις συζητήσεις ένταξης της στην ΕΕ και προσχώρησε στη ρωσική οικονομική ζώνη.
(δ)  Ένας τέταρτος τρόπος θα ήταν το «μποϋκοτάζ» των γερμανικών προϊόντων, μονομερώς ή από κοινού με άλλες χώρες της Ευρώπης – με στόχο την αλλαγή της γερμανικής πολιτικής απέναντι μας, κυρίως δε την καταπολέμηση των ασυμμετριών στην Ευρωζώνη. Η απαγόρευση της Γερμανίας να δημιουργεί πλεονάσματα εις βάρος μας, μέσω της υποχρεωτικής εισαγωγής δικών μας προϊόντων, αντίστοιχης αξίας των εξαγωγών της προς εμάς, θα ήταν μία πολύ καλή λύση (προφανώς, το ίδιο πρέπει να επιδιώξουν και οι άλλες ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης).
(ε)  Ένας επόμενος τρόπος, θα ήταν η εξόφληση των χρεών μας, με δικά μας μέσα (ανάλυση μας: Ο μηδενισμός του χρέους). Εάν κατανοούσαμε ότι, τα δάνεια που λαμβάνει η χώρα μας κοστίζουν πολλαπλάσια, ενώ τα ακίνητα πολλών Ελλήνων κινδυνεύουν να χαθούν εντελώς, μεταβιβαζόμενα σε ιδιοκτήτες στο εξωτερικό (μέσω της «τιτλοποίησης» των ενυπόθηκων δανείων εκ μέρους των τραπεζών, καθώς επίσης της πώλησης τους σε ξένους επενδυτές, η οποία προηγήθηκε), θα είχαμε ήδη δρομολογήσει μία τέτοια λύση. Δυστυχώς όμως, αδυνατούμε να το καταλάβουμε, οπότε μάλλον δεν θα επιλέξουμε τη συγκεκριμένη ασφαλή έξοδο από την κρίση, την ύφεση και την ανεργία.
Ολοκληρώνοντας, θα υπάρχουν ασφαλώς πολλές άλλες λύσεις, τις οποίες οφείλουμε να αναζητήσουμε άμεσα - έχοντας την πεποίθηση, τη σιγουριά καλύτερα ότι, η επανάκτηση της εθνικής μας κυριαρχίας, παράλληλα με την απεξάρτηση μας από την πρωσική Γερμανία και την εκδίωξη της Τρόικας από την επικράτεια μας, αξίζουν όλες τις απαιτούμενες θυσίες.
Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να συνεχίσουμε να επιτρέπουμε στη Γερμανία να μας δυσφημίζει, να μας συκοφαντεί, να μας προσβάλλει και να μας κατηγορεί -  κάτι που πρέπει να εξετασθεί νομικά (μήνυση για συκοφαντική δυσφήμιση στο διεθνές δικαστήριο), με απόλυτη σοβαρότητα, αφού είμαστε συνταγματικά υποχρεωμένοι να προστατεύουμε την πατρίδα μας από κάθε είδους επιθέσεις.
Σημειώσεις κειμένου
(α) Μερκαντιλισμός
Ο μερκαντιλισμός είναι μία κεντρική, συστηματική οικονομική πολιτική, όπου τα δημόσια έσοδα είναι απαραίτητα για τη συντήρηση της πολυέξοδης κρατικής εξουσίας, καθώς επίσης της επεκτατικής πολιτικής. Τα «μερκαντιλιστικά μέτρα» είναι τα εξής:
(α) η αύξηση της εξαγωγής προϊόντων (β) η μείωση των εισαγωγών (γ) η δημιουργία «ισχυρού στόλου» για τη μεταφορά των προϊόντων και την αποφυγή τυχόν πολεμικών συγκρούσεων (δ) η δημιουργία οδικού δικτύου σύνδεσης της χώρας με τα κράτη-πελάτες της και (ε) η ίδρυση αποικιών, σε συνεργασία με τις ισχυρές επιχειρήσεις εμπορίου κλπ. της «επιτιθέμενης» χώρας -όπου οι αποικίες θα έπρεπε να μένουν σε απόλυτη εξάρτηση από τη μητρόπολη.
(β) Βασικές προϋποθέσεις εξόδου μας από το ευρώ
Επειδή η αρχική υποτίμηση του εθνικού νομίσματος θα ξεπερνούσε το 50%, θα έπρεπε να επιδιωχθεί μία διαγραφή του δημοσίου χρέους, τουλάχιστον της τάξης του 120% του ΑΕΠ μας – έτσι ώστε το δημόσιο χρέος, ως προς το ΑΕΠ, να μην υπερβαίνει το 60%. Ταυτόχρονα, θα ήταν σωστό να μας επιτραπεί η μετατροπή του υπολοίπου δημοσίου χρέους σε εθνικό νόμισμα, καθώς επίσης μία αντίστοιχη μετατροπή σε εθνικό νόμισμα του ιδιωτικού εξωτερικού χρέους.
Παράλληλα, θα έπρεπε η Ευρωζώνη να εγγυηθεί την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, τουλάχιστον για ένα έτος μετά την επιστροφή μας στο εθνικό νόμισμα – έτσι ώστε να αντιμετωπισθεί μία ενδεχόμενη τραπεζική επίθεση (bank run).
Ολοκληρώνοντας, θα έπρεπε να μας εγκριθεί η μακροπρόθεσμη αποπληρωμή του εναπομείναντος δημοσίου χρέους, με το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, καθώς επίσης να βοηθηθούμε στη δημιουργία των απαραίτητων συναλλαγματικών αποθεμάτων - τα οποία όφειλαν να είναι της τάξης του 70% του εξωτερικού μας χρέους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου