Σελίδες

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Δρυός πεσούσης

protagon.gr






του Γιάννη Βαρουφάκη


Μόλις είχα φτάσει στην Βιέννη από την Αμερική. Ήταν 4 Δεκέμβρη, πριν μερικές εβδομάδες. Θα έμενα δύο μέρες για μία ομιλία και κάποιες συνεντεύξεις. Στο ξενοδοχείο με περίμεναν αρκετοί δημοσιογράφοι. Ένας εξ αυτών, o Kaspar Fink, εκπροσωπούσε την κρατική τηλεόραση (ORT) για την οποία μαγνητοσκοπήσαμε συνέντευξη που θα έπαιζε το επόμενο βράδυ. Η συζήτηση αφορούσε την παγκόσμια και ευρωπαϊκή κρίση, το δράμα που βιώνει η ελληνική κοινωνία, τις εξελίξεις στην Ευρωζώνη. Αφού μιλήσαμε και λίγο για τον Bruno Kreisky (τον Καγκελάριο της Αυστρίας της περιόδου 1970-1983 του οποίου το Ίδρυμα ήταν ο οικοδεσπότης μου στην Αυστρία) η συνέντευξη τελείωσε. Οι τεχνικοί άρχισαν να μαζεύουν τα εργαλεία τους όταν, ξάφνου, ο κ. Fink κάτι φάνηκε να θυμάται και με ρώτησε αν θα με πείραζε να μου θέσει άλλο ένα ερώτημα. Φυσικά δεν αρνήθηκα. Το ερώτημα ήταν: «Ήσασταν σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου. 

Πως νιώθετε τώρα που αποδείχθηκε από την λίστα Lagarde όπως την δημοσίευσε το περιοδικό HOT DOC ότι η μητέρα του διατηρούσε κρυφό λογαριασμό στην HSBC της Ελβετίας με πάνω από 500 εκατομμύρια δολάρια;» Του απάντησα ξεκάθαρα με τα εξής λόγια: «Δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή ένδειξη ότι η Μαργαρίτα Παπανδρέου είχε την οποιαδήποτε σχέση με αυτόν τον λογαριασμό. Είμαι συνεργάτης του HOT DOC από το πρώτο του τεύχος και σκληρός επικριτής της κυβέρνησης Παπανδρέου. Όταν όμως ο ίδιος ο Κώστας Βαξεβάνης, ο εκδότης του HOT DOC, που διώχθηκε για την δημοσιοποίηση της λίστας, αρνείται ότι η κα Παπανδρέου είχε σχέση με τον εν λόγω λογαριασμό, θλίβομαι που τίθεται τέτοιο ερώτημα. Αποδεικνύει πως η οικονομική καθίζηση μιας κοινωνίας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην πολιτική και ηθική κατάρρευση καθώς και στην υποκατάσταση της δικαιοσύνης από την ανθρωποφαγία.» Με ευχαρίστησε και αποχαιρετιστήκαμε.


Την μεθεπόμενη μέρα, καθώς ετοιμαζόμουν να πάω στο αεροδρόμιο με προορισμό την Αθήνα, η καμαριέρα του ξενοδοχείου όλο χαρά μου είπε με είχε δει στην τηλεόραση το προηγούμενο βράδυ. Πράγματι, άνοιξα τον υπολογιστή μου και είδα το κλιπ της συνέντευξης, το οποίο στο μεταξύ μου είχε στείλει ο κ. Fink. Προβλήθηκε στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων στις 9μμ ως δεύτερο θέμα. Ο υπέρτιτλος: «Τα 500 εκ. δολάρια της μητέρας του έλληνα πρωθυπουργού της κρίσης». Στην αρχή το ρεπορτάζ αναφέρει τα σχετικά δημοσιεύματα και γρήγορα η κάμερα έρχεται σε μένα να αρνούμαι την ουσία της κατηγορίας με τα λόγια που προανέφερα. Το ρεπορτάζ τότε κλείνει με τον κ. Fink να λέει, σωστά, ότι «ο κ. Βαρουφάκης, που γνωρίζει καλά την περίπτωση, θεωρεί πως πρόκειται για κακοήθεις φήμες. Όμως αυτό είναι το πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα: οι φήμες κυριαρχούν επί της πραγματικότητας.» Όσο όμως σωστή και να ήταν η τελευταία αυτή αναφορά του Αυστριακού δημοσιογράφου, ποια νομίζετε ότι ήταν η εντύπωση που αποκόμισαν οι τηλεθεατές συνολικά; Όπως και να το είδαν, άλλη μια φορά επιβεβαιώθηκαν οι χειρότερες προκαταλήψεις τους για όλους μας συλλήβδην, για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Λίγες μέρες μετά την επιστροφή μου στην Αθήνα, βρέθηκα σε στούντιο του Σκάι, σε μια μεταμεσονύκτια συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης. Μεταξύ των άλλων ερωτήσεων, μου τέθηκε και το ερώτημα: «Πιστεύετε ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε δόλο;», ερώτημα προφανώς αναφερόμενο στην πάγια θέση μου ότι επρόκειτο για κυβέρνηση που έσφαλε εγκληματικά και κατ’ εξακολούθηση. Απάντησα «όχι, σε καμία περίπτωση δεν πιστεύω ότι υπήρξε δόλος από τον κ. Παπανδρέου», και συνέχισα καταθέτοντας την άποψή μου για τα λάθη του τότε πρωθυπουργού και των υπουργών του. Την ίδια ώρα το twitter και τα διάφορα blogs άρχισαν να βουίζουν με μηνύματα και κείμενα που με έψεγαν ότι «αθωώνω τον Παπανδρέου και την οικογένειά του», «συγκαλύπτω τα σκάνδαλα των CDS του αδελφού του», αδυνατώ να πω «κακή κουβέντα για κάποιον με τον οποίο είχα συνεργαστεί».
Όσοι έχετε παρακολουθήσει, από το protagon ή αλλού, την στάση μου καθ’ όλη την διάρκεια της κυβέρνησης Παπανδρέου γνωρίζετε καλά ότι δεν είχα ποτέ καμία αναστολή στο να την «λούζω» σχεδόν καθημερινά με την πιο σκληρή κριτική που μπορεί να ασκηθεί εντός του πλαισίου της κοσμιότητας. Πίστευα, και εξακολουθώ να πιστεύω, ότι στην κυβέρνηση Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου αξίζει η πολιτική καταδίκη – ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα την κρίνει πολύ σκληρά και πως η διαχείρηση της Κρίσης από αυτήν θα αποτελεί καλό case-study για το πως δεν πρέπει να διαχειρίζεται κανείς μια Κρίση. Όμως, άλλο η πολιτική καταδίκη και εντελώς άλλο η συκοφαντία. Άλλο το να κρίνεις πως η κυβέρνηση Παπανδρέου ενστερνίστηκε την λάθος ανάλυση των αιτίων της Κρίσης, πως αρνήθηκε να ασκήσει βέτο (ως όφειλε) σε ευρωπαϊκές πολιτικές που αποδείχθηκαν καταστροφικές για ολόκληρη την Ευρώπη, πως έλεγε ψέμματα κατά συρροήν στον ελληνικό λαό και στους εταίρους μας, πως συντάχθηκε με την εντόπια Κλεπτοκρατία Τραπεζιτών-ΜΜΕ-Εργολάβων (έως ότου οι τελευταίοι τους εγκατέλειψαν)... και εντελώς διαφορετικό το να λες ότι ο τέως πρωθυπουργός οδήγησε εσκεμμένα την χώρα στην πτώχευση ώστε, μαζί με τον αδερφό του, να κερδίσουν αμύθητες περιουσίες από την εξαργύρωση των CDS του... Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.
Αυτού του είδους η συκοφαντία καταφέρνει δύο αβάστακτα πλήγματα στην ήδη πληγωμένη κοινωνία μας. Πρώτον, όταν η κάθε ανυπόστατη και συκοφαντική κατηγορία εκτοξεύεται χωρίς την παραμικρή κύρωση (και μάλιστα γίνεται αποδεκτή άνευ αποδείξεων από μεγάλο μέρος της κοινωνίας), τότε όλοι μας (ένοχοι και αθώοι) μπορούμε να χαρακτηριστούμε ένοχοι ανά πάσα στιγμή (όπως έκανε με το ισοπεδωτικό του «μαζί τα φάγαμε» ο κ. Πάγκαλος) οπότε, εν τέλει, όλοι (ένοχοι και αθώοι) βρίσκονται στο απυρόβλητο. Δεύτερον, η συκοφαντία δίνει ηθικό άλλοθι σε εκείνους που έριξαν την χώρα στον γκρεμό, όπως π.χ. οι κκ. Παπανδρέου και Παπακωνσταντίνου. Αντί να αναγκαστούν, με το πέρασμα του χρόνου, να έρθουν αντιμέτωποι με τα λάθη και τα πολιτικά τους ατοπήματα, με το μέγα κακό που έκαναν στον τόπο, νιώθουν δικαίωση όταν ακούν τους αντιπάλους τους να τους κατηγορούν για πράγματα που δεν έχουν κάνει. Αντί να νιώθουν ντροπή, οι συκοφάντες τους δίνουν την δυνατότητα να νιώσουν κατατρεγμένοι, αδικημένοι και, συνεπώς, κατά μια έννοια... ηθικά δικαιωμένοι. Να πως η συκοφαντία, πέραν του ότι κατακρημνίζει την έννοια της δικαιοσύνης, αποτελεί τον χειρότερο εχθρό της δίκαιης πολιτικής καταδίκης.
Επί προσωπικού
Εξήγησα γιατί εξοργίζομαι με τις ανυπόστατες κατηγορίες που, συκοφαντώντας τους, δίνουν άλλοθι στους πολιτικά ένοχους και παράλληλα δηλητηριάζουν την τραυματισμένη κοινωνία μας. Δηλώνω ότι θα κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για να σταθώ εμπόδιο σε αυτή την σκοτοδίνη που, αν την αφήσουμε να ξεφύγει, μόνο το αυγό του φιδιού θα ωφεληθεί. (Τις προάλλες, για παράδειγμα, συνέταξα ένορκη κατάθεση για το θέμα των CDS του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου πάνω στο οποίο χτίστηκε μια γελοία ιστορία σύμφωνα με την οποία ο Αντρίκος Παπανδρέου κέρδισε δισεκατομμύρια. Θα έκανα το ίδιο για να υπερασπιστώ από άδικες κατηγορίες ανθρώπους από όλους τους κομματικούς και πολιτικούς χώρους.)
Γνωρίζω ότι το σημερινό άρθρο θα χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη για δημοσιεύματα που θα με παρουσιάσουν ως «προστάτη των Παπανδρέου», απολογητή τους κλπ. Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να καταθέσω την αλήθεια, όπως την βλέπω. Και να δώσω σε εσάς τους αναγνώστες όσα στοιχεία διαθέτω, μαζί με πληροφορίες για την δική μου προϊστορία που μπορεί να σας βοηθήσουν να αξιολογήσετε τόσο αυτά που γράφω όσα και αυτά που θα γράψουν άλλοι. Κι επειδή πράγματι με συνδέει μια κάποια προϊστορία με τους Παπανδρέου, την οποία ποτέ δεν έκρυψα, επιτρέψτε μου, επί προσωπικού, μια σειρά αναφορών.
Την Μαργαρίτα Παπανδρέου την συνάντησα πρώτη φορά ένα απόγευμα που γύριζα στο σπίτι από το σχολείο το 1975, αν θυμάμαι καλά. Στο σαλόνι μας ήταν πέντε-έξι γυναίκες, μεταξύ των οποίων η Μαργαρίτα και η μητέρα μου, που οργάνωναν μια από τις πολλές «εξόδους» τους στην επαρχία. Μίσθωναν πούλμαν με τα οποία τριγυρνούσαν την Ελλάδα και πάσχιζαν να πείσουν την ελληνίδα αγρότισσα, την ελληνίδα της υπαίθρου, ότι δεν είναι δικαίωμα του συζύγου τους η εναντίον τους βιαιοπραγία, ότι ο ενδο-συζυγικός βιασμός είναι ποινικό αδίκημα κι όχι ανδρικό καπρίτσιο. Αυτές οι εκστρατείες, μαζί με τους αγώνες τους για την αλλαγή του μεσαιωνικού οικογενειακού δικαίου, άλλαξαν την μητέρα μου, την μετέτρεψαν σε πολιτικό ον για το οποίο ήμουν υπερήφανος. Αργότερα διαφώνησε, και άσκησε έντονη κριτική στην Μαργαρίτα Παπανδρέου. Όμως, θα ήταν ασέβεια στην σύγχρονη ελληνική ιστορία να μην πω, εκ μέρους της (μιας και δεν ζει πια), ότι χιλιάδες ελληνίδες ενεργοποιήθηκαν από την Μαργαρίτα Παπανδρέου να απαιτήσουν αυτά που σήμερα θεωρούνται αυτονόητα.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1977, βρέθηκα στο κτήριο της Βουλής επειδή ο τότε δάσκαλός μου Πέτρος Μώραλης (που μόλις είχε αναλάβει διευθυντής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ) έκρινε ότι χρειαζόμουν «καθοδήγηση», λόγω της έντονης δραστηριοποίησης μου στο μαθητικό κίνημα της εποχής. Καθώς μιλούσαμε, έτυχε να περάσει ο Ανδρέας Παπανδρέου από το γραφείο του. Με ρώτησε, από ευγένεια φαντάζομαι, τι σκόπευα να σπουδάσω. «Φυσική», του απάντησα, «στην Αγγλία επειδή οι γονείς μου φοβούνται ότι αν μείνω στην Ελλάδα θα έχω την κατάληξη του πατέρα μου (*)».Τότε, ο Ανδρέας κάθισε σε μια πολυθρόνα και άρχισε να μου εξηγεί γιατί, αν με ενδιαφέρουν τα εφαρμοσμένα μαθηματικά (όπως, π.χ., η θεωρητική φυσική), και με ενδιαφέρει παράλληλα να μπορώ να αρθρώνω πολιτικό λόγο, μου συνιστά να στραφώ στα mathematical economics: «Είναι η επιστημονική γλώσσα της σύγχρονης πολιτικής αντιπαράθεσης», θυμάμαι να μου λέει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, μου πρότεινε μάλιστα και που να σπουδάσω το συγκεκριμένο αντικείμενο: στο Πανεπιστήμιο του Essex, το οποίο ήταν ένα εκ των δύο βρετανικών πανεπιστημίων που τότε πρόσφεραν mathematical economics. Για να μην σας τα πολυλογώ, εκεί κατέληξα ένα χρόνο μετά. Μάλιστα, κάπου στα αρχεία του εν λόγω πανεπιστημίου θα πρέπει να είναι καταχωνιασμένη η συστατική επιστολή που μου έδωσε.
Πολλά χρόνια μετά, το 2001, αφού είχα επιστρέψει μετά από 23 χρόνια στο εξωτερικό (ως καθηγητής πλέον στο Πανεπιστήμιο Αθηνών), γνώρισα τον Αντρίκο Παπανδρέου (τότε που έγινε μέλος του Τομέα μου) και γρήγορα συνδεθήκαμε φιλικά, πέραν της επαγγελματικής συνεργασίας. Λόγω εκείνης της σχέσης, που διατηρείται ανέπαφη έως σήμερα, έτυχε να ξαναδώ την Μαργαρίτα Παπανδρέου και να γνωρίσω τον Γιώργο. Όταν το 2004 ο Γιώργος άρχισε τις κινήσεις του προς την Προεδρία του ΠΑΣΟΚ, δέχθηκα να είμαι ένας από τους πολλούς συμβούλους του, παρά το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ ούτε με εξέφραζε ούτε και το ψήφιζα! Πολύ γρήγορα, διαφώνησα με τις πολιτικές που αγκάλιαζε ο Γιώργος (χωρίς καν να τις κατανοεί εις βάθος) και με εξόργισε αυτό που ονομάζαμε, αρκετοί συνεργάτες του, «Σύστημα Γιώργου»: το απόλυτο οργανωτικό χάος που τον περιτριγύριζε το οποίο (όπως του έγραψα στην επιστολή παραίτησής μου) «μετατράπηκε σε πλεονέκτημα της συντήρησης». Τέλη του 2005 είχα αποτραβηχτεί. Τον Δεκέμβρη του 2006 παραιτήθηκα εγγράφως. Τον Σεπτέμβρη 2007 κινήθηκα, όσο μπορούσα, εναντίον της επανεκλογής του στην Προεδρία του ΠΑΣΟΚ.
Τα πιο πάνω ίσως να εξηγούν:
• Την λύπη με την οποία κατήγγειλα, και καταγγέλω, την κυβέρνηση του γιου του Ανδρέα και της Μαργαρίτας Παπανδρέου
• Την απέχθειά μου μπροστά στο θέαμα όλων εκείνων που, όσο ήταν δυνατός, ερωτοτροπούσαν με τον Γιώργο Παπανδρέου και πάσχιζαν να ανήκουν στην Αυλή της Οικογένειας του Καστρίου ενώ τώρα σφυρίζουν αδιάφορα, αφήνοντας να «σέρνονται» οι συκοφαντικές ιστορίες για CDS δισεκατομμυρίων και ελβετικούς λογαριασμούς της Μαργαρίτας εκατοντάδων εκατομμυρίων.
• Την απορία μου με όσους χειροκροτούν την σημερινή κυβέρνηση αλλά κατακρίνουν εκείνη του Γ. Παπανδρέου, τον οποίον μάλιστα λοιδορούν, αγνοώντας την απλή αλήθεια ότι η τρικομματική τους κυβέρνηση δεν κάνει απολύτως τίποτα διαφορετικό από το να εφαρμόζει στο ακέραιο την αδιέξοδη πολιτική Παπανδρέου-Παπακωνσταντίνου
• Την θλίψη που μου προκαλεί το σημερινό θέαμα του Γιώργου Παπανδρέου: Να εξανίσταται ότι τον έριξε η διαπλοκή Τραπεζιτών-ΜΜΕ-Εργολάβων όταν δεν τον πείραζε καθόλου η δουλικότητά τους και η ασπίδα προστασίας που του προσέφεραν όσο τον χρειάζονταν για να τους εξασφαλίζει τις δόσεις των Μνημονιακών δανείων. Να συμπεριφέρεται ως παρεξηγημένος ήρωας που ορθώθηκε εναντίον των συμφερόντων τους, κάτι που (εάν έκανε) το έκανε όταν ήταν πλέον πολύ αργά και είχε ήδη αποφασιστεί η αποπομπή του. Να ζει το όνειρό του στην Αμερική, διδάσκοντας στο Harvard… «διαχείριση κρίσεων» αρνούμενος να δεχθεί ότι η χώρα του καταρρέει επειδή εκείνος (α) απέτυχε παταγωδώς να συλλάβει την πεμπτουσία της Κρίσης και (β) την διαχειρίστηκε όπως ο Herbert Hoover είχε διαχειριστεί το Κραχ του 1929.
Δρυός πεσούσης, λοιπόν, η συκοφαντία έχει την τιμητική της συνεισφέροντας τα μέγιστα στο πέμπτο έλλειμμα της χώρας. (**) Ηθικό μας χρέος είναι να ορθώσουμε φράγμα στην συκοφαντία των αντιπάλων μας, εκείνων με τους οποίους διαφωνούμε, όχι μόνο για να διαφυλάξουμε ό,τι έχει επιζήσει από το περί δικαίου αίσθημα αλλά και για να διατηρήσουμε, ως κοινωνία, το δικαίωμα στην κριτική σκέψη – ίσως το τελευταίο όπλο που μας έχει μείνει εναντίον της Κρίσης και των φιδιών που αυτή γεννά.
(*) Ο οποίος κατέληξε στην Μακρόνησο, αρνούμενος να αποδεχθεί το δικαίωμα του κράτους να απαιτεί δηλώσεις πολιτικών φρονημάτων.
(**) Τα πέντε ελλείμματα: Δημοσιονομικό, τραπεζικό, επενδύσεων, δημοκρατικό και, τώρα, δικαιοσύνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου