Σελίδες

Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

ΑΠΟΜΟΧΛΕΥΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

ΟΜΙΛΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΥ



Των Νίκου Μαραγκόπουλου – Κώστα Μελά.
Πριν την κρίση, οι τράπεζες είχαν αυξήσει τη μόχλευση τους, στοχεύοντας στην αύξηση των αποδόσεων ως προς το κεφάλαιο (return on equity). Μέσα σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και μεγάλης χρήσης χρηματοοικονομικών καινοτομιών, οι τράπεζες μπόρεσαν να αυξήσουν σημαντικά τo ενεργητικό τους, ιδιαίτερα στον τομέα της επενδυτικής τραπεζικής.  Είναι χαρακτηριστικό ότι οι 70 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες αύξησαν τη έκθεση τους στα χαρτοφυλάκια «held for trading» και «available for sale» κατά 68% από το 2005 μέχρι το 2008, ενώ μέσα στο 2009 μειώθηκε κατά 24%.[1] Από  το 2007 οι τράπεζες άρχισαν να περιορίζουν τη μόχλευση τους και να αναδιαρθρώνουν του ισολογισμούς τους. Αυτές οι αλλαγές είναι προς την σωστή κατεύθυνση εφόσον θα οδηγήσουν σε ένα πιο σταθερό και ανθεκτικό τραπεζικό σύστημα. Ωστόσο, υπάρχει ο κίνδυνος η ταυτόχρονη και σε μεγάλη κλίμακα μείωση του ενεργητικού των τραπεζών να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Οι τράπεζες είναι δυνατό να πετύχουν την απομόχλευση είτε με μείωση του ενεργητικού είτε με αύξηση των κεφαλαίων. Ωστόσο, το τελευταίο ίσως είναι δύσκολο όταν οι τιμές των μετοχών είναι χαμηλές.

Σύμφωνα με τη BIS, στις 17 από τις 20 τραπεζικές κρίσεις του παρελθόντος, ακολούθησε μια μείωση του χρέους και της μόχλευσης. Επομένως, η μείωση της μόχλευσης είναι αναμενόμενη και στη σημερινή περίπτωση.
Απομόχλευση
Η απομόχλευση διακρίνεται σε θετική  και αρνητική ως προς την οικονομική αποτελεσματικότητα.  Η κακή είναι αυτή που συνεπάγεται μειωμένες ροές χρηματοδότησης προς την οικονομία, ενώ η καλή είναι αυτή που συνεπάγεται την απομάκρυνση από τον ισολογισμό προβληματικών assets (π.χ. καθυστερούμενα δάνεια, distressed assets). Θα ήταν δυνατό μια τράπεζα να μειώσει το ενεργητικό της μέσω της μείωσης της δραστηριότητας της στο investment banking και όχι μέσω της μείωσης των δανείων προς την οικονομία.

Η απομόχλευση είναι ένα ιδιαιτέρως κρίσιμο ζήτημα, καθώς ιστορικά έχει διαπιστωθεί ότι παίρνει χρόνο μέχρι να αναδιαρθρωθούν οι τραπεζικοί ισολογισμοί και έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία. Η απομόχλευση, μέσω του περιορισμού των πιστώσεων σε νοικοκυριά ή σε κρατικό δανεισμό συνεπάγεται υποχώρηση της εσωτερικής ζήτησης. Η ανάπτυξη της οικονομίας μέσω της ενίσχυσης της εξωτερικής ζήτησης είναι δύσκολη μιας και απαιτείται χρόνος  μέχρι να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Επίσης, όταν  και άλλες χώρες αντιμετωπίζουν προβλήματα χρέους και ακολουθούν προγράμματα λιτότητας η ζήτηση και από αυτές τις χώρες θα είναι μειωμένη. Η επιβράδυνση της οικονομίας θα οδηγήσει σε ένα φαύλο κύκλο, καθώς θα μειωθεί η αξία των περιουσιακών στοιχείων που έχουν στο χαρτοφυλάκιο τους οι τράπεζες, θα αυξηθούν οι επισφάλειες και θα οι τράπεζες θα περιορίσουν περαιτέρω τη χορήγηση δανείων.[2]
                              
Διαφορές αμερικανικών και ευρωπαϊκών τραπεζών
Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται  σε σχετικά καλή κατάσταση. Οι 15 από τις 19 μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες πέρασαν με επιτυχία τα πρόσφατα stress-tests της FED και μπορούν να διανείμουν κανονικά μέρισμα. Αντίθετα, στην Ευρώπη οι τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και είναι εξαρτημένες από τα προγράμματα ρευστότητας της ΕΚΤ. Η σημαντική διαφορά μεταξύ των 2 τραπεζικών συστημάτων έγκειται στην αναλογία καταθέσεων-δανείων. Ενώ ο λόγος δανείων προς καταθέσεις στις ΗΠΑ είναι στο 72%, στην Ευρώπη είναι στο 110%.[3] Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ένα χρηματοδοτικό έλλειμμα που ανέρχεται σε 1,3 τρις ευρώ. Οι αμερικανικές τράπεζες παρέχουν το 30% των στεγαστικών δανείων και το 30% της χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις, σε αντίθεση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες που παρέχουν το 80% των στεγαστικών δανείων και το 90% των δανείων προς επιχειρήσεις. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες κρατούν τα στεγαστικά δάνεια στους ισολογισμούς τους, ενώ οι αμερικανικές τράπεζες τα τιτλοποιούν και τα μεταφέρουν στις Government Sponsored Entities (GSEs). Μία άλλη διαφορά έγκειται στις εκτός ισολογισμού δραστηριότητες των δύο τραπεζικών συστημάτων. Οι αμερικανικές τράπεζες έχουν μεγαλύτερη έκθεση σε εκτός ισολογισμού δραστηριότητες, επομένως, δεν εμφανίζεται η μόχλευση τόσο μεγάλη όσο στις ευρωπαϊκές τράπεζες.

Επίσης, στις ΗΠΑ ο ρόλος των αγορών είναι σημαντικότερος από ότι στην Ευρώπη. Επομένως, είναι ευκολότερο για τις τράπεζες να πουλήσουν τίτλους και δραστηριότητες σε φορείς εκτός του τραπεζικού συστήματος, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες.
Στις ΗΠΑ ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των 10 μεγαλύτερων τραπεζών(tangible common equity ratio),  δηλαδή η αναλογία tangible equity προς tangible assets έχει αυξηθεί από 5,7% το 2005 σε 7,8% το 2011.[4] Στην Ευρώπη ο αντίστοιχος δείκτης για τις 710 μεγαλύτερες τράπεζες έχει αυξηθεί από το 3,4% στο 4,5%.
Κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2011, ενώ εντείνονταν οι ανησυχίες για τη κρίση χρέους στην Ευρωζώνη, αυξήθηκε η διαδικασία απομόχλευσης. Οι τράπεζες προχώρησαν στην πώληση περιουσιακών στοιχείων με υψηλό βαθμό ρίσκου (risk-weighted assets), όπως low-rated securitized assets, distressed bonds, commercial property και τιτλοποιημένα δάνεια. Κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2011, μειώθηκε η παροχή ρευστότητας από τις τράπεζες προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις (non-bank private-sector borrowers) της Ευρωζώνης κατά 0,5%, ενώ η έκθεση σε κατοίκους εκτός Ευρωζώνης μειώθηκε κατά 4%. Τα υφιστάμενα δάνεια (outstanding loans) σε επιχειρήσεις της Ευρωζώνης αυξήθηκαν κατά 1%, τα στεγαστικά δάνεια αυξήθηκαν κατά 2% ενώ η καταναλωτική πίστη μειώθηκε κατά 2%.[5] Επίσης, οι ευρωπαϊκές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ, έκαναν πιο αυστηρά  τα κριτήρια δανεισμού σε επιχειρήσεις κατά το τρίτο και  τέταρτο τρίμηνο του 2011, σε αντίθεση με τις αμερικανικές τράπεζες. Επομένως, παρατηρούμε ότι η μείωση του ενεργητικού γίνεται κυρίως μέσα από τον περιορισμό της έκθεσης των τραπεζών σε δραστηριότητες εκτός Ευρωζώνης και λόγω της δυσκολίας αναχρηματοδότησης του χρέους τους σε δολάρια. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες περιόρισαν τα δάνεια που είναι εκφρασμένα σε δολάρια και έχουν μεγαλύτερο ρίσκο.

 Κατά το δεύτερο μισό του 2011 οι ευρωπαϊκές τράπεζες μείωσαν τη χρηματοδοτική συμβολή τους σε νέα syndicated and large bilateral leveraged and project financed loans.Οι ευρωπαϊκές τράπεζες περιόρισαν τη χρηματοδότηση στις αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Ανατολική Ευρώπη, Ασία και Λατινική Αμερική, σε αντίθεση με τη χρηματοδότηση προς τη Δυτική Ευρώπη που παρέμεινε αμετάβλητη. Ωστόσο, το κενό χρηματοδότησης από τις ευρωπαϊκές τράπεζες καλύφθηκε από τράπεζες εκτός Ευρώπης.

Τα βραχυπρόθεσμα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετώπιζαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2011 αντιμετωπίστηκαν με τα LTRO της ΕΚΤ. Χωρίς τη ρευστότητα της ΕΚΤ, η απομόχλευση των ευρωπαϊκών τραπεζών θα ήταν πιο έντονη και θα είχε μεγαλύτερες συνέπειες στην ευρωπαϊκή οικονομία.
European Bank Association
Η EBA έχει ζητήσει από τις 70 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες να έχουν core Tier 1 capital 9% μέχρι το τέλος Ιουνίου 2012. Προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος οι τράπεζες να πετύχουν το στόχο του 9%, μειώνοντας το ενεργητικό και συνεπώς τα δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις, η ΕΒΑ έχει ζητήσει να πετύχουν το στόχο μέσω της ενίσχυσης των κεφαλαίων τους. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, διακράτησης των κερδών και μετατροπής των υβριδικών τίτλων σε κεφάλαιο. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 2011, η EBA διαπίστωσε ένα έλλειμμα κεφαλαίων ύψους 84,7 δις$ σε 31 τράπεζες. Η EBA στις συστάσεις της αναφορικά με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που δημοσιοποίησε στις 8 Δεκεμβρίου 2011, ρητώς αποθάρρυνε τις τράπεζες να πετύχουν το στόχο του 9% μέσω της μείωσης της παροχής δανείων στην αγορά.

Οι τράπεζες κατέθεσαν τον Ιανουάριο 2012 στην EBA τα σχέδια τους για να πετύχουν το στόχο του 9%. Όπως προκύπτει από αυτά τα σχέδια, το 96% του ελλείμματος κεφαλαίων οι τράπεζες σκοπεύουν να το καλύψουν μέσω της ενίσχυσης των κεφαλαίων τους. Από το σύνολο της ενίσχυσης των κεφαλαίων, το 26% θα προέλθει από αύξηση κεφαλαίου, το 28% από μετατροπή υβριδικών τίτλων και έκδοση μετατρέψιμων ομολογιών, το 16% από διακράτηση κερδών ενώ το υπόλοιπο 23% από μείωση των risk-weighted assets.

Υπάρχει η άποψη, ότι η απαίτηση για ενίσχυση των κεφαλαίων των τραπεζών έχει ενισχύσει τη δυναμική της απομόχλευσης. Η EBA αρνείται αυτόν τον ισχυρισμό, καθώς όπως υποστηρίζει, όσο περισσότερα κεφάλαια έχει μια τράπεζα τόσο αυξάνεται η εμπιστοσύνη των καταθετών  και των υπολοίπων τραπεζών προς αυτήν  και βελτιώνεται η δυνατότητα της να αντλεί χρηματοδότηση και συνεπώς να χορηγεί νέα δάνεια προς την οικονομία.[6] Επομένως οι τράπεζες θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν σταθερή χρηματοδότηση μέσω της αύξησης των καταθέσεων και θα μειωθεί η ανάγκη τους για τα προγράμματα ρευστότητας της ΕΚΤ.
                                  
Αντίδραση ΕΚΤ
Κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2011 οι συνθήκες χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών τραπεζών επιδεινώθηκαν σημαντικά, λόγω της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Οι καταθέσεις σε Ιταλία και Ισπανία μειώθηκαν, τα αμοιβαία κεφάλαια από τις ΗΠΑ μείωσαν την έκθεση τους σε γαλλικές τράπεζες, ενώ την είχαν μηδενίσει σε ελληνικές, ιρλανδικές, πορτογαλικές, ιταλικές και ισπανικές τράπεζες. Στις 8 Δεκεμβρίου 2011 η ΕΚΤ προχώρησε στην ανακοίνωση ενός προγράμματος μακροπρόθεσμων πράξεων αναχρηματοδότησης διάρκειας τριών ετών, προκειμένου να μειώσει τις πιέσεις  που αντιμετώπιζαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες κατά την αναχρηματοδότηση του χρέους τους. Τα δύο προγράμματα έγιναν στις 21/12/2011 και 29/02/2012. Οι τράπεζες άντλησαν μέσω των LTRO πάνω από 1 τρις, που αντιστοιχεί στο 80%  του χρέους που πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν μέχρι το 2014.[7] Από αυτό το 1,1 τρις που πρέπει να αναχρηματοδοτήσουν οι τράπεζες, τα 600 δις αφορούν τράπεζες με έλλειμμα κεφαλαίων. Η συμβολή του LTRO καθώς και του δανεισμού σε δολάρια (dollar swap lines) είναι πολύ μεγάλη, γιατί αλλιώς η απομόχλευση θα ήταν εντονότερη. Επίσης, η ΕΚΤ αποφάσισε τη διεύρυνση του αριθμού των αποδεκτών ενεχύρων, ενώ μείωσε και το ποσοστό των ελάχιστων υποχρεωτικών διαθεσίμων στο 1%. Λίγες ημέρες αργότερα, έξι  κεντρικές τράπεζες, περιλαμβανομένης της ΕΚΤ , της Τράπεζες της Αγγλίας και της Τράπεζες της Ελβετίας μείωσαν το επιτόκιο δανεισμού σε δολάρια κατά 50 μονάδες βάσης.

Στις αρχές του 2012, οι συνθήκες χρηματοδότησης των ευρωπαϊκών τραπεζών βελτιώθηκαν, τα αμερικανικά αμοιβαία κεφάλαια αύξησαν την έκθεση τους στις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων των χωρών της περιφέρειας της Ευρωζώνης μειώθηκαν.
Οι δράσεις της ΕΚΤ καθώς και οι συστάσεις της EBA για ενίσχυση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών έχουν συμβάλλει σε μια βαθμιαία διαδικασία απομόχλευσης.
Global Financial Stability Report
Όπως προκύπτει από την έκθεση του ΔΝΤ, Global Financial Stability Report, οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναμένεται να μειώσουν τους ισολογισμούς τους κατά 2 τρις ευρώ μέχρι το τέλος του 2013 ή 7% επί του συνόλου του ενεργητικού τους. Το ¼ της μείωσης θα προέλθει από το περιορισμό των δανείων ενώ το υπόλοιπο από πώληση τίτλων και περιουσιακών στοιχείων. Η απομόχλευση θα οδηγήσει σε μείωση της παροχής πίστωσης κατά 1,7%.

Κατά το δεύτερο μισό του 2011, οι ευρωπαϊκές τράπεζες μείωσαν την έκθεση τους σε περιοχές εκτός της ΕΕ. Τράπεζες που έχουν την εγκατάσταση τους σε χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης, που αντιμετωπίζουν προβλήματα με το κρατικό χρέος, προχώρησαν στη μείωση της έκθεσης τους στη Λατινική Αμερική και σε ανεπτυγμένες χώρες εκτός ΕΕ.

 Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα προχωρήσουν σε μείωση του ενεργητικού του κατά  2 τρις. Η μείωση θα είναι μεγαλύτερη για τράπεζες που δραστηριοποιούνται σε πολλές χώρες του κόσμου, τράπεζες υπό κρατικό έλεγχο και τράπεζες που έχουν μεγάλη εξάρτηση από τη διατραπεζική.

Στα πλαίσια του Global Financial Stability Review εξετάστηκαν τα business plans 58 ευρωπαϊκών τραπεζών. Πρόκειται για τράπεζες με διασυνοριακή δραστηριότητα. Τα business plans αντιμετωπίζουν μια σειρά αδυναμιών που παρουσιάσθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, όπως η υπερβολική εξάρτηση από τη διατραπεζική αγορά, οι αδυναμίες στον υπολογισμό των κινδύνων αγοράς και τα χαμηλά επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας.[8] Οι αλλαγές που προτίθενται να κάνουν οι τράπεζες αφορούν τους τομείς της επενδυτικής τραπεζικής με μείωση του proprietary trading, του corporate banking, του retail banking με πώληση προβληματικών assets και καθυστερούμενων δανείων καθώς και πώληση μη τραπεζικών δραστηριοτήτων όπως ασφαλιστικές, χρηματιστηριακές και εταιρείες διαχείρισης ακινήτων.

Η απομόχλευση των τραπεζών λαμβάνει χώρα πρώτα σε εκτός της χώρας εγκατάστασης περιοχές. Από τα 2 τρις της μείωσης του ενεργητικού το ¼ θα προέλθει από μείωση των δανείων, ενώ το υπόλοιπο από πώληση τίτλων που έχουν στην κατοχή τους, θυγατρικών και μη τραπεζικών επιχειρήσεων που ανήκουν στους ομίλους (π.χ. ασφαλιστικές, χρηματιστηριακές).

Και στο GFSR και στο πόρισμα της EBA, διαπιστώνεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης του ενεργητικού θα προέλθει από την πώληση assets και λιγότερο από τη μείωση του δανεισμού. Ωστόσο, στην ανάλυση του ΔΝΤ η μείωση του ενεργητικού υπολογίζεται στα 2 τρις, ένα ποσό πολύ μεγαλύτερο από την κεφαλαιακή ενίσχυση που ζητά η EBA. Οι διαφορές εντοπίζονται στο ότι το πόρισμα της EBA λαμβάνει υπόψη μόνο τα κεφάλαια που απαιτούνται για να πιάσουν οι τράπεζες τον στόχο του 9%, ενώ η έκθεση του ΔΝΤ στηρίζεται σε δομικούς (structural) και σε κυκλικούς (cyclical) παράγοντες. Οι δομικοί παράγοντες περιλαμβάνουν αλλαγές στα business plans των τραπεζών, core Tier 1 9% και μείωση της εξάρτησης από τη διατραπεζική αγορά. Οι κυκλικοί παράγοντες αφορούν δυσκολίες στις αγορές χρήματος και στην αγορά κρατικών ομολόγων. Δεύτερον, η έκθεση του ΔΝΤ αφορά την περίοδο μέχρι το τέλος του 2013, ενώ της EBA μέχρι τον Ιούνιο του 2012. Τρίτον, η έκθεση του ΔΝΤ αφορά μεγαλύτερο αριθμό  τραπεζών.[9]
Συνέπειες απομόχλευσης
Η επίδραση της απομόχλευσης στην παροχή πιστώσεων δεν είναι ίδια για όλες τις χώρες. Οι χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης θα επηρεαστούν περισσότερο.

Το μέγεθος των συνεπειών της απομόχλευσης των ευρωπαϊκών τραπεζών  θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα των εγχώριων τραπεζών μιας χώρας να αναπληρώσουν το κενό που θα αφήσουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Για παράδειγμα, οι τοπικές τράπεζες μπορούν να αυξήσουν τη χρηματοδότηση ως αντιστάθμισμα της μείωσης δανεισμού από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Δεύτερον, θα εξαρτηθεί από τη συμβολή των αγορών στη παροχή πιστώσεων στην οικονομία. Στις ΗΠΑ όπου ο ρόλος των αγορών είναι μεγάλος, η μείωση δανεισμού από τις τράπεζες θα αντισταθμιστεί από τις αγορές. Τρίτον, η επίπτωση στο δανεισμό και στα επιτόκια θα εξαρτηθεί από την ζήτηση για νέα δάνεια.
Η επίπτωση της απομόχλευσης στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης υπολογίζεται από το ΔΝΤ από 0,6% έως 1,4%, ανάλογα με το σενάριο.[10]

Η ταυτόχρονη πώληση περιουσιακών στοιχείων από τις τράπεζες είναι πιθανό να οδηγήσει σε σημαντική πτώση των μετοχών τους, κάτι που θα συνεπάγεται καταγραφή mark-to-market ζημιών για άλλους κατόχους αυτών των τίτλων. Η μειωμένη ρευστότητα θα έχει ως αποτέλεσμα τη πώληση των τίτλων σε σημαντικά χαμηλότερες τιμές από ότι θα έπρεπε κανονικά. Επομένως, οι τράπεζες που θα πουλήσουν αυτά τα assets θα αναγκαστούν να προχωρήσουν σε ακόμα μεγαλύτερες πωλήσεις και μείωση του ενεργητικού.
Αναδυόμενες αγορές
Μέχρι στιγμής η διαδικασία απομόχλευσης των τραπεζών της ΕΕ έχει αποδειχτεί διαχειρίσιμη. Μεγαλύτερες είναι οι επιπτώσεις για τις οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης, σε σχέση με τη Λατινική Αμερική και την Ασία.[11] Στο δεύτερο μισό του 2011, οι τράπεζες της Ευρωζώνης μείωσαν τη παροχή δανείων προς τις αναδυόμενες οικονομίες κατά 8%, ενώ οι υπόλοιπες τράπεζες κατά 2%. Η σταθεροποίηση της κατάστασης το τελευταίο διάστημα έχει επιτρέψει σε τράπεζες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής να καλύψουν το κενό των ευρωπαϊκών τραπεζών. Στην περίπτωση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης κάτι τέτοιο είναι πιο δύσκολο, λόγω του μεγαλύτερου ρόλου των τραπεζών της Ευρωζώνης στην αγορά τους. Επίσης, καθώς οι ευρωπαϊκές τράπεζες στα πλαίσια της Βασιλείας ΙΙΙ θα πρέπει να μειώσουν την εξάρτηση τους από τη διατραπεζική αγορά, είναι πιθανό να αποχωρήσουν από χώρες όπου έχουν μικρότερη καταθετική βάση, όπως η Ασία σε αντίθεση με την Ανατολική Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική όπου οι καταθέσεις είναι μεγαλύτερες.

Αναμένεται οι ευρωπαϊκές τράπεζες να επιδιώξουν να πουλήσουν θυγατρικές τους στην Ανατολική Ευρώπη, κάτι ιδιαίτερα δύσκολο λόγω της έλλειψης αγοραστικού ενδιαφέροντος.

Στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιπροσωπεύουν τα ¾ του τραπεζικού συστήματος. Οι 12 από τις 16  μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην περιοχή (αντιπροσωπεύουν το 78% του ενεργητικού της περιοχής) έχουν έλλειμμα κεφαλαίων, όπως κατέδειξαν τα stress tests της EBA.[12] Η περιοχή αυτή αναμένεται να αντιμετωπίσει σημαντικές πιέσεις από την απομόχλευση. Κάτι παρόμοιο ισχύει για τις χώρες της περιφέρειας της Ευρωζώνης. Οι τράπεζες της Ιταλίας και της Ισπανίας είχαν τα μεγαλύτερα ελλείμματα κεφαλαίων (εξαιρουμένων των τραπεζών των χωρών που βρίσκονται σε πρόγραμμα ΕΕ-ΔΝΤ) όπως έδειξαν τα stress tests της EBA. Επίσης, οι ιταλικές και οι ισπανικές τράπεζες έχουν κάνει μεγάλη χρήση των LTRO της ΕΚΤ.
Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι η απομόχλευση των ευρωπαϊκών τραπεζών θα γίνει αρχικά στις περιοχές, εκτός της χώρας εγκατάστασης που δραστηριοποιούνται οι τράπεζες και θα αφορά κατά κύριο λόγο απομάκρυνση προβληματικών assets,  πώληση θυγατρικών και μη τραπεζικών επιχειρήσεων. Τα LTRO της ΕΚΤ βοήθησαν τις ευρωπαϊκές τράπεζες να προχωρήσουν στην απομόχλευση πιο ήπια και με λιγότερες συνέπειες για τις οικονομίες των κρατών. Η μείωση του δανεισμού είναι ένα υπαρκτός κίνδυνος, αλλά είναι πιθανό το μερίδιο των ευρωπαϊκών τραπεζών να καλυφθεί από μη ευρωπαϊκές τράπεζες που θα θελήσουν να δανείσουν υγιείς επιχειρήσεις.
Βιβλιογραφία.
Bank of International Settlements (2012): “International Banking and financial markets developments”, BIS Quarterly Review, March
Enria, Andrea (2012): “Supervisory policies and bank deleveraging: a European perspective”, Speech at the 21st Annual Human P. Minsky Conference on the State of the U.S. and World Economies, European Banking Authority, April
International Monetary Fund (2012): Global Financial Stability Report, “The quest for Lasting Stability”, World Economic and Financial Surveys, April
Morgan Stanley (2011): “European Banks: What are the risks of 1.5-2.5tr Deleveraging?”, November
Wall Street Journal (2012): “Why Europe’s Banks trail in deleveraging process”, 26 March


[1]Enria, Andrea (2012): “Supervisory policies and bank deleveraging: a European perspective”, Speech at the 21st Annual Human P. Minsky Conference on the State of the U.S. and World Economies, European Banking Authority,  p.3         
[2] International Monetary Fund (2012): Global Financial Stability Report, “The quest for Lasting Stability”, World Economic and Financial Surveys, p.25
[3] Wall Street Journal (2012): “Why Europe’s Banks trail in deleveraging process”, 26 March
[4]Enria, Andrea (2012): “Supervisory policies and bank deleveraging: a European perspective”, Speech at the 21st Annual Human P. Minsky Conference on the State of the U.S. and World Economies, European Banking Authority, p. 3
[5]Bank of International Settlements (2012): “International Banking and financial markets developments”, BIS Quarterly Review, p. 9
[6] Enria, Andrea (2012): “Supervisory policies and bank deleveraging: a European perspective”, Speech at the 21st Annual Human P. Minsky Conference on the State of the U.S. and World Economies, European Banking Authority, p. 10
[7][7] Bank of International Settlements (2012): “International Banking and financial markets developments”, BIS Quarterly Review, p. 4
[8][8]  International Monetary Fund (2012): Global Financial Stability Report, “The quest for Lasting Stability”, World Economic and Financial Surveys, p. 44    
[9] Ibid, p. 46
[10] International Monetary Fund (2012): Global Financial Stability Report, “The quest for Lasting Stability”, World Economic and Financial Surveys, p. 49
[11] Ibid, p. 55
[12] Morgan Stanley (2011): “European Banks: What are the risks of 1.5-2.5tr Deleveraging?”, Morgan Stanley, p. 22

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου