Σελίδες

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Ιδέες για μια ελεύθερη ελληνική πολιτεία ή πώς θα μπορούσε να νοηθεί η αναζητούμενη αληθής δημοκρατία (real democracy)





του Παύλου Κλιματσάκη

To παρόν άρθρο αφορμάται από τις επίκαιρες πολιτικές εξελίξεις και κυρίως από το κίνημα των «Αγανακτισμένων». Επί τη βάσει της διαπιστώσεως ότι οι Αγανακτισμένοι τόσο στην Ελλάδα αλλά, όπως φαίνεται, και στις άλλες χώρες απηύδησαν από τη μορφή του πολιτικού συστήματος εν γένει, όχι απλά από τα συγκεκριμένα πρόσωπα, και αισθάνονται την ανάγκη ανάκτησης της ελευθερίας τους μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής κοινωνίας, θα ήθελα να διατυπώσω συγκεκριμένες ιδέες σχετικα με το νόημα που πρέπει να λάβει η πολιτική ελευθερία στη σημερινή εποχή στην πατρίδα μας. Οι σκέψεις μου αφορμώνται από την ιδιαιτερότητα των ελληνικών προβλημάτων, και θα ήθελα να τις καταθέσω στο αναφερθέν κίνημα ως ένα πιθανό ιδεολογικό υπόβάθρο, ώστε να εκκινήσει μια συγκεκριμένη συζήτηση για το επόμενο πολιτικό σύστημα της χώρας μας.
Οι αρχές που θα αναφέρω προκύπτουν από φιλοσοφικές ιδέες τις οποίες εν μέρει έχω εκθέσει σε άλλα άρθρα μου στο Αντίφωνο, τα οποία μπορεί να λάβει υπόψη του ο αναγνώστης. Ωστόσο, εν προκειμένω θα διατυπωθούν εξ υπαρχής, και ελπίζω ότι μπορούν να κατανοηθούν αυτόνομα. Θέλω μόνο να προειδοποιήσω τον αναγνώστη να μην τις κρίνει βιαστικά, χαρακτηρίζοντάς τις υπερβολικά ρηξικέλευθες ή μη δυνάμενες να πραγματοποιηθούν, διότι η σημασία τους προκύπτει από την ολότητα στην οποία αποσκοπούν. Τέλος, θα πρέπει να τονίσω ότι εδώ αναφέρονται μόνο οι βασικές αρχές και ιδέες για μια ελεύθερη πολιτεία· επομένως, είναι σαφές ότι πρέπει να διαφοροποιηθούν και να συγκεκριμενοποιηθούν περαιτέρω μέσα από τον διάλογο.
Α. Προκαταρκτικοί ορισμοί
Εκκινώ από το ότι αντιλαμβάνομαι ως ύψιστη οντολογική αρχή την «έννοια της κοινωνίας».
Ορισμός 1: Κοινωνία καλείται η εκείνη η ενότητα των ατόμων στην οποία διατηρείται η διαφορά τους.
Παρατήρηση 1: Κοινωνία και άτομα δεν δηλώνουν εν προκειμένω απλώς την ανθρώπινη κοινωνία και τα ανθρώπινα άτομα, αλλά κάθε είδους κοινωνία και ενότητα ατομικών όντων, πχ. την ενότητα των ατομικών οργάνων στον έμβιο οργανισμό, ή π.χ. την ενότητα των υποατομικών σωματιδίων στο άτομο, ή ακόμα περαιτέρω την βαρυτική ενότητα μεγάλων μαζών σε ένα γαλαξία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η ενότητα διατηρεί τα άτομα, και τα άτομα διατηρούν την ενότητα.
Παρατήρηση 2: Το ότι η κοινωνία είναι δυνατή, δεν χρειάζεται απόδειξη, στο βαθμό που την βλέπουμε μπροστά μας. Μπορεί όμως να δειχθεί ότι είναι λογική, έχει λογικό περιεχόμενο και νοείται, στο βαθμό που υιοθετούμε τη διαλεκτική ως μέθοδο κατανόησης του όντος.
Ορισμός 2: Ανθρώπινη κοινωνία καλείται κάθε είδους ενότητα των ατομικών ανθρώπων.
Ορισμός 3: Πολιτεία καλείται εκείνη η ενότητα των ατομικών ανθρώπων που αποσκοπεί στην αμοιβαία υποστήριξή των κάθε είδους αναγκών τους.
Παρατήρηση 3.1: Η πολιτεία συγκροτείται από τους ατομικούς ανθρώπους, επειδή η ατομική ύπαρξη είναι υποκείμενη σε πολλαπλές ανάγκες. Οι άνθρωποι εξυπηρετούν κάποιες από τις ανάγκες τους (π.χ. επιβίωση) καλύτερα μέσα σε μια πολιτεία, και κάποιες άλλες (π.χ. μόρφωση) αποκλειστικά μέσα στο πλαίσιο μιας πολιτείας.
Παρατήρηση 3.2: Από τα λεχθέντα συνάγεται ήδη ότι η πολιτεία μπορεί να εξυπηρετήσει κάλλιστα τις ανάγκες των ατομικών ανθρώπων, εφόσον λειτουργεί ως οργανισμός· εφόσον δηλαδή τα μέρη υπάρχουν χάριν του Όλου, και το Όλον χάριν των μερών.
Ορισμός 4: Έθνος καλείται εκείνη η πολιτεία που προκύπτει επί τη βάσει κοινών καταβολών.
Παρατήρηση 4.1: Οι καταβολές μπορεί να είναι πολλών ειδών, αλλά σημαντικότερες είναι η γλωσσική και πολιτισμική ενότητα, διότι αυτές συνδέουν τους ατομικούς ανθρώπους σε πνευματικό επίπεδο.
Παρατήρηση 4.2: Εν προκειμένω πιθανόν να προβληθεί η αντίρρηση ότι οι καταβολές δεν μπορούν να προηγούνται του έθνους, αλλά δημιουργούνται με αυτό. Π.χ. το έθνος δεν προϋποθέτει μόνο, αλλά δημιουργεί και κοινή γλώσσα. Αυτό είναι σωστό. Στην πραγματικότητα το έθνος είναι δυναμική οντότητα· προκύπτει από κοινές καταβολές, π.χ. από προϋπάρχουσες συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί και κοινές συνθήκες. Υπό αυτήν την έννοια το ελληνικό έθνος, είναι πλέον νεοελληνικό, αφού ενσωματώνει σταδιακά πολιτιστικά στοιχεία, τα οποία πριν δεν διέθετε.
Ορισμός 5: Κράτος καλείται το έθνος που υπάρχει αντικειμενικά δια του νόμου.
Παρατήρηση 5.1: Ενώ το έθνος είναι πνευματικό δεδομένο, συνείδηση της ενότητας με άλλους ανθρώπους που έχουν κοινές καταβολές, το κράτος είναι αντικειμενική, εξωτερικά υπάρχουσα, οντότητα· αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι το κράτος ασκεί βία. Το έθνος υπερβαίνει την απλώς πνευματική του υπόσταση καθιστάμενο ένα ιδιαίτερο κράτος, στο οποίο η ιδιαιτερότητα του έθνους φανερώνεται δια της νομοθεσίας του.
Παρατήρηση 5.2: Βεβαίως υπάρχουν και πολυεθνικά κράτη, με κάλλιστο παράδειγμα τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, αλλά ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση έχει διαμορφωθεί μια κοινή ιδεολογία, ο αμερικανικός τρόπος ζωής, επί του οποίου βασίζεται το αμερικανικό κράτος.
Παρατήρηση 5.3: Στο πλαίσιο ενός ήδη διαμορφωμένου κράτους είθισται το σύνολο των ατομικών πολιτών να καλείται λαός. Λαός είναι οι πολίτες λαμβανόμενοι ως μάζα. (Όχλος είναι η μάζα των πολιτών η οποία έχει απωλέσει την αίσθηση της ισχύος του νόμου).
Πρώτο συμπέρασμα: Ένα κράτος υπάρχει με στόχο την εξυπηρέτηση των αναγκών ατομικών ανθρώπων, οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι μεταξύ τους υπάρχουν κοινές καταβολές. (Σε ένα υψηλότερο επίπεδο το κράτος πρέπει να κατανοηθεί στο πλαίσιο της κοσμοϊστορίας και από την άποψη του καθολικού πνεύματος της ανθρωπότητας· αλλά εν προκειμένω θα αγνοήσουμε αυτήν τη διάσταση, διότι προϋποθέτει πολλές θεωρητικές αναλύσεις σχετικά με το νόημα της ιστορίας και την τελολογία της, ενώ πρέπει να επικεντρωθούμε στην πρακτική πλευρά του προβλήματος).
Ορισμός 6: Νόμος καλείται η συνειδητοποιημένη και καταγεγραμένη γενική βούληση ενός έθνους ή λαού.
Παρατήρηση 6.1: Όπως το έθνος είναι δυναμική οντότητα, έτσι και ο νόμος μπορεί να εξελίσσεται, επειδή συνιστά την γενική βούληση του έθνους ή του λαού.
Ορισμός 7: Γενική βούληση καλείται το αποτέλεσμα της συναίρεσης (ενοποίησης των διαφερομένων) των ατομικών βουλήσεων στο πλαίσιο ενός έθνους.
Παρατήρηση 7.1: Παρά την κοινή καταβολή των ατόμων που αποτελούν ένα έθνος, η ιδιαιτερότητά τους ως ατομικών ανθρώπων παραμένει, και επομένως μπορεί να οδηγεί σε συγκρούσεις ανάμεσά τους. Η κοινωνία των ατόμων τίθεται εκ νέου ως δυναμικό αποτέλεσμα μιας διαδικασίας προσδιορισμού των κοινών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων· δικαιώματα και υποχρεώσεις συνιστούν το συγκεκριμένο περιεχόμενο του νόμου, τη νομοθεσία.
Δεύτερο συμπέρασμα: Η γενική βούληση ενός έθνους ή λαού είναι το αποτέλεσμα της δραστηριοποιηθείσας ελευθερίας των ατομικών ανθρώπων. Γενική βούληση, νόμος και κατ’ επέκταση κράτος υπάρχει υπό τον όρο ότι οι πολίτες συναίρεσαν τις ατομικές βουλήσεις τους, διατυπώνοντας κοινά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Το κράτος υπάρχει, επομένως, μόνο εφόσον οι ατομικοί άνθρωποι ασκούν την ελευθερία τους, περιορίζοντας τον εαυτό τους εκεί όπου αρχίζουν οι υποχρεώσεις τους και απολαμβάνοντας την ικανοποίηση των αναγκών τους, η οποία καθίσταται δυνατή δια των δικαιωμάτων τους.
Η διαμόρφωση της γενικής βούλησης είναι πάλι μια δυναμική διαδικασία, αφού οι συνθήκες, εντός των οποίων υφίσταται ένα κράτος, μεταβάλλονται. Ταυτόχρονα, το κράτος συνεχίζει να υφίσταται, εφόσον μπορεί να διατηρεί τις καταβολές του εντός του ρεύματος της μεταβολής. Διαφορετικά το κράτος διαλύεται.
Β. Όροι μιας ελεύθερης ελληνικής πολιτείας
Τα δεινά τα οποία ταλανίζουν την ελληνική πολιτεία δεν χρειάζεται εν προκειμένω να αναφερθούν αναλυτικά, αφού μπορούν να θεωρηθούν εν πολλοίς γνωστά: Λαμβανομένων υπ’ όψιν των διαφόρων αρνητικών συνθήκων και πολλαπλών κακώς κειμένων δια των οποίων η ελληνική πολιτεία καθίσταται υπό αίρεση, μπορούμε ωστόσο να οδηγηθούμε στις παρακάτω αρχές που αφορούν τη διαμόρφωση μιας νέας γενικής βούλησης για το ελληνικό έθνος:
1. Κατάργηση των πολιτικών κομμάτων.
Απόδειξη: Ό,τιδήποτε αναιρεί την ενότητα ενός έθνους ή λαού δημιουργώντας ασυμφιλίωτες αντιθέσεις ανάμεσα στους ατομικούς ανθρώπους ή σε ομάδες ανθρώπων αναιρεί την πολιτεία, αφού αποκλείει τη δημιουργία γενικής βούλησης. Τα πολιτικά κόμματα εμφορούνται από πνεύμα ιδιαιτερότητας που εκδηλώνεται σε κάποιο ιδεολογικό επίπεδο π.χ. σχετικά με την οικονομία ή την παιδεία· επομένως τα κόμματα εξ ορισμού αποκλείουν την συναίρεση των διαφορών. Άρα τα κόμματα καταστρέφουν την γενική βούληση και πρέπει να καταργηθούν. Όπερ έδει δείξαι.
Παρατήρηση 1. Η κατάργηση των πολιτικών κομμάτων αποτελεί την βασική προϋπόθεση για τη διαμόρφωση μιας νέας γενικής βούλησης και μιας νέας ελληνικής πολιτείας. Το σύνηθες ερώτημα που προβάλλεται υπό τύπον κριτικής σχετικά με αυτό το ζήτημα είναι, πώς θα προστατευθούν τα συμφέροντα ιδιαίτερων κοινωνικών ομάδων ή τάξεων χωρίς κόμματα. Σε αυτό απαντάω το εξής: τα κόμματα δεν προστατεύουν ούτε προφυλλάσσουν κοινωνικές ομάδες ή τάξεις, διότι, εφόσον ταυτίζονται με ιδιαίτερα συμφέροντα και ενδιαφέροντα, τα οποία έρχονται σε σύγκρουση με συμφέροντα άλλων ομάδων ή τάξεων, προκαλούν διάσπαση της ενότητας της κοινωνίας. Εάν πάλι, τα ιδιαίτερα συμφέροντα, τα οποία τα κόμματα προθυμοποιούνται να προστατεύσουν, δεν έρχονται σε σύγκρουση με άλλα ειδικά συμφέροντα, τότε ούτως ή άλλως δεν χρειάζεται κάποιο κόμμα να τα προστατεύσει, αλλά η ίδια η κοινωνία πρέπει να επιτηρήσει τη διαμόρφωση γενικής βούλησης δια της προαναφερθείσας συναίρεσης των ιδιαίτερων συμφερόντων. Και η κοινωνία πρέπει να το πράξει, διαφορετικά θα καταστραφεί και η ίδια, αφού η παραγνώριση των συμφερόντων κάποιων πλευρών της οδηγεί αναγκαία και στην αναίρεση του όλου, αφού, όπως είπαμε, η κοινωνία υπάρχει υπό τύπον οργανισμού.
Παρατήρηση 2. Μιλώντας από την άποψη του τι σύναντάμε ενώπιόν μας ειδικά στο πλαίσιο της ελληνικής πολιτικής ζωής, διαπιστώνουμε ότι τα κόμματα είναι παντελώς άχρηστα, αφού δεν υποστηρίζουν ούτε καν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα κάποιας ομάδας ή τάξεως· δεν εκκινούν δηλαδή από κάποια ιδεολογία, αλλά απλώς από καθεστωτική μανία, έχουν δηλαδή ψυχοπαθολογικό περιεχόμενο. Η αδυναμία τους να συνεννοηθούν ως προς το παραμικρό, αποδεικνύει ότι όχι μόνο δεν χρειάζονται, αλλά είναι και επικίνδυνα για το ελληνικό έθνος. Ο ελληνικός λαός έχει το δικαίωμα να αναιρέσει την ύπαρξή τους.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν ακόμα για το αναφερθέν ζήτημα, όπως, για παράδειγμα, ότι οι κοινωνικές αντιθέσεις τις οποίες, ας πούμε, εξέφραζαν (σε παγκόσμιο επίπεδο), όπως η παλαιότερη αντίθεση σοσιαλισμού-φιλελευθερισμού, έχουν εκ των πραγμάτων αναιρεθεί. Αλλά για να μην μακρυλογήσουμε, ας περιοριστούμε στα λεχθέντα.
2. Κατάργηση της δυνατότητας υπερπλουτισμού.
Ορισμός: Υπερπλουτισμός είναι η συγκέντρωση υπερβολικού πλούτου στα χέρια κάποιου ατόμου. Υπερβολικός πλούτος εν προκειμένω δηλώνει τόση διαφορά πλούτου ανάμεσα σε ένα υπερπλούσιο άτομο και σε άλλα, που αφαιρεί από τα άλλα άτομα αναγκαίο πλούτο ώστε να μπορούν να παραμένουν ελεύθερα.
Απόδειξη: Ο υπερπλουτισμός εξ ορισμού επιτρέπει την κυριαρχία ενός ανθρώπου επί άλλων ανθρώπων, διότι αφαιρεί από άλλους πολίτες τη δυνατότητα να ικανοποιούν τις ανάγκες τους, και έτσι καθίστανται εξαρτημένοι από άτομα με υπερβολικό πλούτο. Η πολιτεία όμως, όπως ορίστηκε παραπάνω, υπάρχει με στόχο την ικανοποίηση των αναγκών όλων των πολιτών. Όταν λοιπόν αυτοί εξαρτώνται για την ικανοποίηση των αναγκών τους από κάποιο ατομικό άνθρωπο, καθίστανται ανελεύθεροι, διότι η πολιτεία ως έργο όλων των πολιτών σημαίνει ότι όλοι πρέπει να είναι εξαρτημένοι από όλους (όπως τα μέρη του οργανισμού). Ο υπερπλουτισμός καταργεί επομένως την ελευθερία των πολιτών αλλά και την ίδια την πολιτεία, και πρέπει επομένως να καταργηθεί. Όπερ έδει δείξαι.
Παρατήρηση: Δύσκολα θα έτεινε κανείς να θεωρεί το αντίθετο, να θέλει δηλαδή τη διατήρηση της δυνατότητας υπερπλουτισμού, αφού οι βλαβερές συνέπειες είναι φανερές. Αυτό το οποίο χρειάζεται περαιτέρω να προσδιοριστεί είναι το ποσοτικό κριτήριο, τι πρέπει δηλαδή σε μια συγκεκριμένη κατάσταση να θεωρηθεί υπερπλουτισμός. Το ερώτημα πρέπει να απαντηθεί μέσα στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κατάστασης και να κριθεί από τη γενική βούληση, η οποία θα προχωρήσει στον προσδιορισμό συγκεκριμένων ορίων. Αυτό που κατ’ αρχήν πρέπει να διασφαλιστεί είναι ότι ο πλουτισμός πέρα από κάθε όριο αποκλείεται. Στη συνέχεια θα δούμε με βάση ποια αρχή θα πρέπει να προσδιοριστεί η δυνατότητα απόκτησης ιδιοκτησίας και πλούτου από τους πολίτες.
3. Επιτρέπονται οι διαφορετικές βαθμίδες ιδιοκτησίας.
Απόδειξη: Οι πολίτες επιτρέπεται να έχουν ιδιοκτησία η οποία μάλιστα μπορεί να ποικίλλει ποσοτικά, επειδή ως ατομικοί άνθρωποι μπορεί να αντιλαμβάνονται τις ανάγκες τους διαφορετικά.  Επειδή η πολιτεία έχει ως σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών των πολιτών, πρέπει να επιτρέπει τη διαφορά των αναγκών τους, και στο βαθμό που αυτή η διαφορά εξαρτάται από διαφορετικά ποσά πλουτισμού (ή ιδιοκτησίας) πρέπει να τα επιτρέπει. Όπερ έδει δείξαι. (Σε κάθε περίπτωση απαγορεύεται ο υπερπλουτισμός).
Παρατήρηση: Η διαφορά στην ποσότητα ιδιοκτησίας πρέπει να επιτρέπεται εξαιτίας της διαφοράς των αναγκών ανάμεσα στους ατομικούς ανθρώπους. Ωστόσο, η γενική βούληση καθορίζει ποιες ανάγκες μπορούν να γίνονται αποδεκτές π.χ. κανείς δεν μπορεί να θεωρήσει ότι η παιδοφιλία αποτελεί αποδεκτή ανάγκη.
4. Η βαθμίδα ιδιοκτησίας ή πλουτισμού ενός πολίτη πρέπει να είναι ανάλογη της προσφοράς του στην εξυπηρέτηση αναγκών άλλων πολιτών.
Απόδειξη: Η πολιτεία έχει ως σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών των ατομικών ανθρώπων. Αυτή επιτυγχάνεται δια των αμοιβαία παρεχόμενων υπηρεσιών (έχω την ανάγκη να τρώω ψωμί, άρα κάποιος πρέπει να είναι φούρναρης, κάποιος πρέπει να είναι γεωργός κλπ.) Οι υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει ένας ατομικός άνθρωπος μπορεί (για πολλούς και διάφορους λόγους) να είναι περισσότερες ή λιγότερες. Η πολιτεία οφείλει να παρέχει σε αυτόν που εξυπηρετεί περισσότερες ανάγκες των συμπολιτών του τη δυνατότητα να ικανοποιεί περισσότερες δικές του ανάγκες, εάν το επιθυμεί. Άρα η βαθμίδα ιδιοκτησίας ή πλουτισμού ενός πολίτη πρέπει να είναι ανάλογη της προσφοράς του στην εξυπηρέτηση αναγκών άλλων πολιτών. Όπερ έδει δείξαι.
Παρατήρηση: Είναι προφανές ότι το πόσο πλούσιοι ή πόσο μεγάλη ιδιοκτησία μπορούν να αποκτήσουν οι ατομικοί πολίτες εξαρτάται από το συνολικό πλούτο της πολιτείας. Εδώ, όπως και πριν, στην περίπτωση του τι πρέπει να θεωρηθεί υπερπλουτισμός, πρέπει να γίνεται εκτίμηση της συγκεκριμένης οικονομικής κατάστασης της χώρας και να αποφασίζει η γενική βούληση.
5. Κάθε πολίτης πρέπει να έχει ιδιοκτησία ικανή να διασφαλίζει την επιβίωση και την αξιοπρεπή διαβίωσή του ανεξάρτητα από την προσφορά του στην εξυπηρέτηση αναγκών άλλων πολιτών.
Απόδειξη: Κάθε ατομικός άνθρωπος μπορεί να είναι πολίτης μόνο στο βαθμό που μπορεί να επιβιώσει και να ζει με αξιοπρέπεια, διαφορετικά κινδυνεύει να πεθάνει και να πάψει να είναι πολίτης, ή κινδυνεύει να υποταχθεί στη βούληση ικανοτέρων πολιτών και να χάσει την ελευθερία του, και επομένως παύει πάλι να είναι πολίτης. Άρα η πολιτεία δια της γενικής βουλήσεως οφείλει να διατηρεί την ύπαρξη και την αξιοπρέπεια του κάθε πολίτη ανεξάρτητα από την προσφορά του στην εξυπηρέτηση αναγκών άλλων πολιτών. Όπερ έδει δείξαι.
Παρατήρηση: Ας μην ανησυχεί κανείς ότι μια τέτοια διευκόλυνση θα έτρεπε τους πολίτες σε τεμπέληδες και αδιάφορους να προσφέρουν στους συμπολίτες τους, διότι οι ατομικοί άνθρωποι κινούμεθα από τη φιλοδοξία να βελτιώσουμε τους όρους της υπάρξεώς μας, εφόσον αυτό είναι δυνατό. Ακόμα και αν υπάρχουν άνθρωποι αδιάφοροι, η συντριπτική πλειοψηφία επιθυμεί την προαγωγή της υπάρξεώς της, αρκεί να της δίνονται οι κατάλληλες συνθήκες, και να επιτρέπεται η άνοδος σε μια υψηλόττερη βαθμίδα ιδιοκτησίας, εφόσον την ενδιαφέρει. Με αυτόν τον τρόπο, όποιος ενδιαφέρεται να προάγει την ύπαρξή του άμεσα θα πρέπει να αυξήσει τις υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει στους συμπολίτες του.
Παράδειγμα: Κάθε επάγγελμα πρέπει να νοηθεί ως παροχή υπηρεσιών. Ανάλογες με τις ικανοτήτες των ανθρώπων, αλλά και εξαιτίας κάθε είδους συνθηκών κάποιοι ατομικοί άνθρωποι μπορεί να είναι σε θέση να δημιουργήσουν επιχειρήσεις, στις οποίες μπορούν να εργαστούν πολλοί υπάλληλοι. Αυτό επιτρέπεται, και ο ατομικός πολίτης πρέπει να παρακινείται σε αυτό, χωρίς όμως να ελπίζει σε πλούτο χωρίς όρια. Βεβαίως, λόγω του ότι οι οικονομικές επιχειρήσεις κάποιου πολίτη επιφέρουν προϊόντα, υπηρεσίες και εργασία για συμπολίτες του, θα του επιτραπεί να έχει περισσότερο πλούτο. Αλλά παντοτε μέσα σε κάποια λογικά όρια, προκειμένου να μην βλάπτεται το σύνολο και ο ίδιος να μην κυριαρχείται από υπερβολική φιλοδοξία.
6. Η ανεργία απαγορεύεται.
Απόδειξη: Σκοπός της πολιτείας είναι η αμοιβαία εξυπηρέτηση των αναγκών των ατομικών ανθρώπων, άρα καθείς οφείλεται να εργάζεται ή να προσφέρει κάποιου είδους υπηρεσία στους συμπολίτες του. Άρα η ανεργία απαγορεύεται. Όπερ έδει δείξαι.
Παρατήρηση: Μία από τις πιο χαρακτηριστικές μορφές αποτυχίας και ανελευθερίας στις σύγχρονες κοινωνίες είναι η ύπαρξη ανέργων, η οποία αποδεικνύει ότι σε αυτές δεν κυριαρχεί η γενική βούληση, αλλά κάποια ταξικά ή κάποιου είδους κομματικά συμφέροντα. Σε μια ελεύθερη κοινωνία όχι μόνο πρέπει να υπάρχει εργασία, αλλά θα υπάρχει εργασία για όλους, διότι όταν ο πολίτης έχει εξασφαλισμένη την επιβίωσή του, επιχειρεί να αναπτύξει και να προάγει την ύπαρξή του, όπως του είναι δυνατόν, και επομένως παράγει υπηρεσίες για τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του.
Με βάση τα παραπάνω λύονται άμεσα διαφορα πρακτικά προβλήματα: Π.χ. δεν υπάρχει ασφαλιστικό πρόβλημα, διότι δεν είναι αναγκαίες οι εισφορές. Η σύνταξη νοείται ως ο μισθός των ατόμων που δεν μπορούν πλέον να εργαστούν, και μπορεί να ποικίλει επί τη βάσει κάποιων κριτηρίων που θα θεσπίσει η γενική βούληση. Όποιος είναι πολίτης, δικαιούται να μπορεί να επιβιώσει και να διαβιώσει με αξιοπρέπεια, σύμφωνα με τα παραπάνω, και επομένως όταν πλέον δεν μπορεί να εργαστεί, η πολιτεία πρέπει να του εξασφαλίζει την επιβίωση και την αξιοπρεπή διαβίωση, για να μην απωλέσει την ελευθερία του, διότι τότε βλάπτεται η ίδια η πολιτεία.
Ακόμα, είναι προφανές ότι για τους ίδιους λόγους η παροχή υγείας πρέπει να είναι απολύτως δωρεάν και απολύτως ομοιόμορφα προς όλους τους πολίτες. Ωστόσο τα νοσοκομεία μπορούν να αποτελούν και ιδιωτικές επιχειρήσεις και να ανταγωνίζονται μεταξύ τους.
Παραιτέρω, εκπίπτει κάθε λόγος διάκρισης ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Κάθε είδους οικονομική δραστηριότητα νοείται ως υπηρεσία στον συνάνθρωπο και προς εξυπηρέτηση κάποιας ανάγκης του. Το κράτος δεν μπορεί να έχει επιχειρήσεις, διότι μόνο οι ατομικοί άνθρωποι μπορούν να  ασκούν οικονομική δραστηριότητα. Τα δημόσια έργα αναλαμβάνονται από τον ιδιώτη που μπορεί να παράσχει το καλύτερο πακέτο υπηρεσιών. Όταν τα έργα είναι πολύ μεγάλα, πρέπει να αναλαμβάνονται από ομάδες εταιρειών.
Επειδή αποκλείεται ο υπερπλουτισμός, αποκλείεται σε μεγάλο βαθμό και η δυνατότητα χρηματισμού. Υτός μπορεί μάλιστα να εξαλειφθεί, εάν καθοριστούν σαφώς συγκεκριμένες κατηγορίες μισθών. Εάν για παράδειγμα η γενική βούληση ορίσει τέσσερις ή πέντε βασικές κατηγορίες μισθών που αντιστοιχούν στα επίπεδα υπηρεσιών που προσφέρει ένας πολίτης, με τον πιο υψηλό μισθό να αντιστοιχεί π.χ. στον ιδιοκτητη μιας μεγάλης επιχείρησης που απασχολεί πολλούς υπαλλήλους, τότε θα είναι απολύτως σαφή τα εισοδήματα καθενός και δεν θα μπορεί να χρηματιστεί. Τα επίπεδα των μισθών θα πρέπει βέβαια να καθορισμθούν με αφετηρία τη κάθε φορά συγκεκριμένη οικονομική κατάσταση της πολιτείας.
Γ. Συνέπειες των αναφερθεισών αρχών για τον θετικό προσδιορισμός της πολιτείας
Οι παραπάνω αρχές αποτελούν όρους, προϋποθέσεις, προκειμένου η ελληνική πολιτεία να είναι ελεύθερη. Η κατάργηση των κομμάτων αποτρέπει τον κατακερματισμό της πολιτείας, η κατάργηση της δυνατότητας υπερπλουτισμού την κατάχρηση εξουσίας, η δυνατότητα πλουτισμού επιτρέπει την ανάπτυξη κινήτρων για οικονομική δραστηριότητα που αποβλέπει στην αυξημένη εξυπηρέτηση αναγκών σε όποιον το επιθυμεί, η εξασφάλιση του επιβιωτικού και του διαβιωτικού ελαχίστου (minimum) επιτρέπει την διατήρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας και σε όποιον πολίτη δεν επιτυγχάνει στο επιχειρείν του, και τέλος η άπαγόρευση της ανεργίας διασφαλίζει ότι οποιοσδήποτε (ικανός για εργασία) πολίτης προσφέρει ένα ελάχιστο υπηρεσιών στην πολιτεία.
Πώς θα σχηματισθεί το συγκεκριμένο περιεχόμενο της γενικής βούλησης;
Εάν τηρούνται αυτοί οι όροι, η πολιτεία δεν κινδυνεύει να είναι ανελεύθερη, και οι πολιτες δεν πρόκειται να καταστούν εξαρτημένοι. Ωστόσο, παραμένει το ζήτημα του θετικού, συγκεκριμένου, προσδιορισμού της γενικής βούλησης, με άλλα λόγια της μορφής του πολιτεύματος. Όπως αναφέρθηκε, η γενική βούληση είναι η συναίρεση των ατομικών βουλήσεων των πολιτών. Επομένως, όλοι οι πολίτες πρέπει να συμμετέχουν στον καταρτισμό της γενικής βούλησης, και η πολιτεία πρέπει να συνιστά δικό τους προσωπικό έργο, όπως επίσης να αποτελεί και δική τους ευθύνη. Στην ιδανική λοιπόν περίπτωση η αντιπροσώπευση αποκλείεται, διότι κανείς δεν μπορεί να αντιπροσωπεύσει την ατομική βούληση κανενός άλλου. Επίσης, όπως προαναφέρθηκε, οι πολίτες δεν πρέπει να αντιπροσωπεύονται δια κομμάτων ή παρατάξεων, διότι και η πολιτεία καταστρέφεται με την επικράτηση μιας κάποιας «πλειοψηφίας», αλλά και οι πλειοψηφούντες καταστρέφονται, αφού από μίαν άποψη μπορεί μεν να ταυτίζονται με μία παράταξη, αλλά από άλλη άποψη των ενδιαφερόντων τους και των αναγκών τους μπορεί να ταυτίζονται με μία άλλη παράταξη. Πρέπει λοιπόν να απορριφθεί τόσο η αντιπροσώπευση των πολιτών, αλλά και η αρχή της πλειοψηφίας. Οι δύο αυτές αρχές αποτελούν συνήθως τη λύση που έδωσαν τα σύγχρονα κράτη στο πρόβλημα του σχηματισμού της γενικής βούλησης. Επειδή η λύση αυτή συνδεόταν όμως με την ύπαρξη κομμάτων και παρατάξξεων, αποτέλεσε ταυτόχρονα την αιτία λόγο πολυσχιδών συγκρούσεν, αδικιών και ουσιαστικά διάλυσης του νοήματος της πολιτείας.
Μπορούμε να αποφύγουμε λοιπόν την αντιπροσώπευση και την πλειοψηφία κατά τον σχηματισμό της γενικής βούλησης; Για να απαντησουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν δύο ιδιαίτερες συνθήκες  που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα: πρώτον, ότι η Ελλάδα είναι χώρα μικρή σε έκταση και πληθυσμό, και δεύτερον ότι οι σύγχρονοι Έλληνες είναι (κατά μέσον όρο) ανώριμοι και ασυνειδητοποίητοι πολίτες. Πώς οι αναφερερθείσες δύο σύνθήκες μάς διευκολύνουν να πάρουμε θέση στο ζήτημα της αντιπροσώπευσης και της πλειοψηφίας; Η ανάγκη αντιπροσώπευσης προκύπτει στα σύγχρονα κράτη από το γεγονός ότι δεν είναι πρακτικά δυνατό ή εύκολο όλοι οι πολίτες να συμμετέχουν στη γενική συνέλευση και όλοι μαζί να αποφασίζουν. Αν μάλιστα, σκεφθεί κανείς μεγάλα κράτη, όπως η Κίνα, καταλαβαίνει ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο (αν και η σύγχρονη τεχνολογία επιτρέπει την υπέρβαση κάποιων περιορισμών). Ωστόσο, το ερώτημα δεν είναι αυτό, αλλά μάλλον το ότι οι πολίτες πρέπει να συνέρχονται και να διαβουλεύονται, και έτσι να υπερβαίνουν τις διαφορές τους. Από αυτήν την άποψη, και επειδή η Ελλάδα είναι μικρή χώρα, η κοινή διαβούλευση μπορεί να θεσμοθετηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε η αντιπροσώπευση να περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό. Αυτό μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό με ένα παράδειγμα: η επικράτεια μπορεί να διαιρεθεί σε πολλές μικρές αυτόνομες δημοκρατίες (προσωπικά, θα πρότεινα σε επίπεδο ενορίας), όπου ο πολίτης θα διαβουλεύεται απολύτως δια της παρουσίας του και μάλιστα για όλα τα σημαντικά ζητήματα. Η άποψη του δήμου θα μεταφέρεται από τον βουλευτή, (ο οποίος εκπροσωπεί απλώς τον τόπο του και τους συντοπίτες του και κανενός άλλου είδους συμφέρον) στο ελληνικό κοινοβούλιο· πρόκειται επομένως για πολλούς βουλευτές (θα μπορούσαν να είναι χίλιοι ή δύο χιλιάδες ή όσοι κριθούν απαραίτητοι. Ας μην τρομάξει κανείς ότι θα προκύψει μεγάλη σπατάλη χρήματος, διότι η αμοιβή των βουλευτών μπορεί να αποφασισθεί να είναι ένας μέτριος μισθός, αλλά και να απαγορευθεί η επανεκλογή τους). Αυτοί διαβουλεύονται πάλι στο επίπεδο του ελληνικού κοινοβουλίου και σχηματίζουν τη γενική βούληση.
Το αναφερθέν παράδειγμα επιτρέπει την εξής ουσιαστική πρόοδο: Ενώ διατηρείται η αντιπροσώπευση, αυτή δεν κινδυνεύει να καταλήξει σε απώλεια της λαϊκής βούλησης, διότι οι βουλευτές είναι πολλοί, αντιπροσωπεύουν τον τόπο τους, εκλέγονται δηλαδή απευθείας από τους συντοπίτες τους, και μεταφέρουν την βούληση των συντοπιτών τους. (Ο ακριβής μηχανισμός μπορεί να περιέχει περισσότερες λεπτομέρειες, αν και καλό θα ήταν να παραμείνει όσο το δυνατόν απλούστερος). Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να προσεγγίσουμε τη γενική βούληση πολύ πιο αποτελεσματικά από ό,τι σήμερα. Επιπλέον, για διάφορα ζητήματα, μπορούν να διοργανωθούν καλώς σχεδιασμένα δημοψηφίσματα.
Περαιτέρω, βελτιώνονται δραματικά οι συνέπειες που προκύπτουν από το πρόβλημα της πλειοψηφίας, η οποία αποτελεί συχνή αφορμή για τις πιο μεγάλες αδικίες στο σύγχρονο κόσμο. Πώς γίνεται αυτό; Τόσο στην περίπτωση του δήμου όσο και στην περίπτωση του κοινοβουλίου μπορεί απαιτηθεί πολύ υψηλή πλειοψηφία π.χ. 4/5, προκειμένου να ψηφισθεί καποιος νόμος. Όσο μεγαλύτερη πλειοψηφία απαιτείται, τόσο μειώνεται η πιθανότητα να αισθανθεί κάποιος αδικημένος από τον νόμο. Όσο περισσότεροι διαβουλεύονται και ψηφίζουν τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να προσεγγισθεί η γενική βούληση, δηλαδή να συναιρεθούν όλο και περισσότερες διαφορές.
Παρατήρηση: Σημειωτέον ότι στο πλαίσιο της πολιτείας εξ ορισμού δεν υπάρχουν αγεφύρωτες διαφορές, παρά μόνον εφόσον υπάρχουν κόμματα και παρατάξεις που διαλύουν την ενότητα της πολιτείας. Όπως στον έμβιο οργανισμό δεν μπορεί κάποιο μέλος να θέλει να υπερισχύει των άλλων, προκαλώντας έτσι ασθένεια και θάνατο, έτσι και στην πολιτεία που νοείται ορθά, δεν μπορεί κανείς να θέλει να κυριαρχεί των άλλων. Επομένως, εάν οι πολίτες εμφορούνται από αυτό το πνεύμα, -και θα εμφορούνται από αυτό, όσο βλέπουν την πολιτεία να εξυπηρετεί τις ανάγκες τους-, θα βρίσκεται πάντοτε η κοινή οδός, διότι οι πολίτες θα είναι διατεθειμένοι να υπαναχωρήσουν, όπου είναι αναγκαίο, προκειμένου να σωθεί η πολιτεία, το όλον.
Πώς μπορεί η ανωριμότητα των Ελλήνων πολιτών να αποτελέσει πλεονέκτημα για το σχηματισμό της γενικής βούλησης; Το ότι οι Έλληνες είναι ανώριμοι πολίτες δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά ότι έχουν συνηθίσει να αντιπροσωπεύονται, δεν επιθυμούν δηλαδή να αναλαμβάνουν υπευθυνότητα, αλλοτριώνουν έτσι το δικαίωμά τους για αυτοδιακυβέρνηση και στο τέλος παραπονούνται ότι τους εξαπάτησαν και τους κατέκλεψαν. (Τυχαίο; Δεν νομίζω). Αυτή λοιπόν η ανωριμότητα αποτελεί λόγο να περάσουμε στο αναφερθέν πρότυπο που συνδυάζει την άμεση τοπική δημοκρατία με την έμμεση της συνολικής επικράτειας. Πρέπει δηλαδή ο Έλληνας πολίτης να εξαναγκαστεί να είναι ελεύθερος· με άλλα λόγια, πρέπει να συμμετέχει υποχρεωτικά στη δημόσια διαβούλευση που λαμβάνει χώρα στον δήμο του και να βοηθάει στο σχηματισμό γενικής βούλησης.
Παρατήρηση1: Η πιθανή αντίρρηση ότι οι πολίτες δεν θα μπορέσουν να συμφωνήσουν, είναι αφελής. Οι πολίτες θα συμφωνήσουν διότι θα εξαναγκαστούν σε αυτό από την πραγματικότητα. Θα πρέπει να στείλουν τον βουλευτή τους στο κοινοβούλιο και επομένως θα πρέπει να εχουν σχηματίσει άποψη, γιατί διαφορετικά δεν θα αντιπροσωπεύεται η βούλησή τους. Η λαϊκή βούληση πρέπει να εκδηλώνεται τόσο σε επίπεδο δήμου όσο και σε επίπεδο κοινοβουλίου. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καθορίζεται ένα πλαίσιο διαβούλευσης και αυτό να τηρείται. Οι πολίτες και οι βουλευτές πρέπει δηλαδή να υποχρεώνονται να προχωρήσουν σε κάποια απόφαση και να μην κωλυσιεργούν απροσδιορίστως. Αφού λάβουν την αναγκαία ενημέρωση πρέπει να διαβουλευθούν και να αποφασίσουν. Τα υπόλοιπα είναι θέμα της εκτελεστικής εξουσίας.
Παρατήρηση2: Πιθανόν θα διερωτηθεί κάποιος πώς είναι δυνατόν να αποφασίζει ο μέσος πολίτης για σημαντικά πολιτικά ζητήματα, αφού ίσως δεν έχει την ικανότητα να τα κατανοήσει και να διαβουλευθεί επ’ αυτών. Κάνετε λάθος! Τα πιο σημαντικά πολιτικά ζητήματα είναι εκείνα που κατανοούνται από όλους και αφορούν τον τρόπο με τον οποίο διασώζεται η ελευθερία του ατομικού πολίτη και εξυπηρετούνται οι ανάγκες του. Όλοι είναι σε θέση να διαβουλευθούν επ’ αυτών (είναι γνωστό ότι όλοι θέλουν να γίνουν πρωθυπουργοί για μια ημέρα!). Τα βασικά πολιτειακά ζητήματα δεν πρέπει να συγχέονται με τα αυστηρώς τεχνοκρατικά, εκείνα επί των οποίων ο λαός πρέπει να λάβει τη γνώμη των ειδικών. Αυτά όμως δεν αφορούν κυρίως τις πολιτικές αποφάσεις, αλλά περισσότερο τον τρόπο πραγματοποίησής τους, δηλαδή την τεχνική και τη μέθοδο. Παράδειγμα: Το εάν θέλουμε να βγούμε από το μνημόνιο είναι πολιτικό ζήτημα στο βαθμό που αφορά τον τρόπο με τον οποίο θέλουμε να υπάρχουμε· εάν θεωρούμε ότι το μνημόνιο αίρει την ανεξαρτησία μας, μπορούμε να αποφασίσουμε την ακύρωσή του. Το πώς θα γίνει αυτό, είναι από πολλές απόψεις τεχνικό ζήτημα, και πρέπει να γίνει με την συνδρομή και την συμβουλή των ειδικών.
Δεν είναι αναγκαίο οι πολίτες να αποφασίζουν για κάθε λεπτομέρεια· η γενική βούληση πρέπει να χαραχθεί σε σχέση με τα κεφαλαιώδη ζητήματα και στη συνέχεια οι λεπτομέρειες μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν από τους ειδικούς επί τη βάσει των κατευθυντήριων γραμμών της γενικής βούλησης. Όποιοι αισθάνονται αδικημένοι μπορούν να καταφύγουν στα δικαστήρια, τα οποία θα κρίνουν κατά πόσο μια ειδική ρύθμιση εκφράζει ή όχι τη γενική βούληση. Βεβαίως, στα ανθρώπινα πράγματα δεν υπάρχει ποτέ τελειότητα, αλλά εάν επικρατεί καλή πίστη και καλή προαίρεση μπορούν να διορθωθούν και οι πιθανές αδικίες. Η δε καλή πίστη και προαίρεση υπάρχει όταν οι πολίτες είναι βέβαιοι ότι η πολιτεία δεν κυριαρχείται από ιδιαίτερα συμφέροντα αλλά επιδιώκει τη γενική βούληση.
Η σχέση των εξουσιών στην ελεύθερη πολιτεία
Ένα από τα βασικά προβλήματα των σύγχρονων δημοκρατιών προκύπτει από τη σύγχυση ανάμεσα στην νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία. Ειδικά στην Ελλάδα, η σύγχυση έχει φτάσει σε απίστευτες καρικατούρες. Η κυβέρνηση προτείνει νόμους, τους επιβάλλει στους βουλευτές και στη συνέχεια επιχειρεί, σχεδόν πάντα αποτυχημένα να τους εφαρμόσει. Αυτή η κατάσταση συνιστά παντελή αναίρεση της λαϊκής κυριαρχίας· άλλωστε οι βουλευτές δεν αντιπροσωπεύουν τίποτε άλλο παρά την τσέπη τους. Αυτά είναι γνωστά. Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές εν προκειμένω είναι ότι η κυβέρνηση δεν έχει να κάνει σε τίποτε με το σχηματισμό της γενικής βούλησης. Αυτό είναι έργο του λαού και των βουλευτών. Η κυβέρνηση είναι ο εκτελεστικός μηχανισμός δια του οποίου εφαρμόζονται οι νόμοι. Αυτό και τίποτε άλλο. Τα υπουργεία μπορούν να διατηρηθούν υπό την έννοια των τεχνοκρατικών (και μόνο) μηχανισμών οι οποίοι συμβουλεύουν το κοινοβούλιο και την κοινή γνώμη σχετικά με ειδικά ζητήματα που άπτονται των πολιτικών προβλημάτων και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διαμορφώνουν πολιτική. Η δικαστική εξουσία πρέπει να είναι όντως απολύτως ανεξάρτητη και να μπορεί να δικάζει τις παραβιάσεις του νόμου. Εννοείται ότι δεν τίθεται ζήτημα ασύλου για κανέναν και με κανέναν τρόπο. Υπό αυτήν την έννοια η μόνη πραγματική εξουσία εντός της πολιτείας είναι η γενική βούληση.
Πραγματική εξουσία είναι λοιπόν μόνον η γενική βούληση. Η γενική βούληση έχει περαιτέρω μια τριπλή δομή. Για λόγους που εξηγεί ο Πλάτων στους Νόμους, και δεν χρειάζεται να αναλύσουμε περαιτέρω εδώ, το πολίτευμα (η συγκεκριμένη μορφή της πολιτείας) πρέπει να είναι μεικτό, πρέπει δηλαδή να περιέχει όλες τις δυνατές μορφές πολιτειών, δηλαδή την δημοκρατική, την αριστοκρατική και την μοναρχική. (Αυτά είναι τα πολιτεύματα και κατά Αριστοτέλη, ο οποίος προσδιορίζει και τις αλλοιωμένες μορφές τους). Το δημοκρατικό στοιχείο περιέχεται στο αναφερθέν υπόδειγμα μέσω των κατά τόπον δήμων, το αριστοκρατικό μέσω των βουλευτών, αφού ο δήμος θα εκλέξει βέβαια αυτούς που κρίνει ως άριστους να τον αντιπροσωπεύσουν (αφού δεν θα υπάρχει λόγος να επιλέξει ανθρώπους υπό το πρίσμα άλλων σκοπιμοτήτων), και παραμένει ανεξέταστο το μοναρχικό στοιχείο. Η αναγκαιότητα της παρουσίας του μοναρχικού στοιχείου προκύπτει από την ανάγκη να ληφθούν αποφάσεις σε ακραίες περιπτώσεις ή σε περιπτώσεις απροσδιοριστίας του πολιτικού θελήματος του λαού (κάτι αντίστοιχο είναι ο πρόεδρος της δημοκρατίας, όχι βέβαια στην Ελλάδα).
Εν προκειμένω προτείνουμε ως μοναρχικό στοιχείο τον «νυκτερινό σύλλογο» του Πλάτωνος, ένα σώμα γηραιών, αναγνωρισμένων για την σοφία τους προσώπων, εντελώς αποκομμένων από βιοτικές μέριμνες, οι οποίοι διαβιούν εν εγκρατεία και αφοσιωμένοι στην πολιτεία. Αυτοί μπορούν να προβάλλουν βέτο σε ιδιαίτερες μόνο περιπτώσεις (που θα καθορισθούν εκ των προτέρων) και με μοναδικό στόχο να ζητηθεί ο επαναπροσδιορισμός της γενικής βούλησης, όχι για να επιβάλλουν κάποια δική τους βούληση. Επιπλέον μπορούν να γνωμοδοτούν στο κοινοβούλιο.
Υπάρχουν και πολλά άλλα ζητήματα που αφορούν στην συγκρότηση της πολιτείας, ώστε αυτή να είναι ελεύθερη και να υποστηρίζει την ευδαιμονία των πολιτών. Τα ανθρώπινα πράγματα είναι βεβαίως πάντα σχετικά και ανεπίδεκτα τελειότητας. Είναι όμως τόσο μεγάλες οι βελτιώσεις που μπορούμε να επιφέρουμε σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση, ώστε η κίνηση προς την ελευθερία να παρουσιάζεται ως μονόδρομος. Ο φίλος αναγνώστης «Ούτις» πρότεινε τις εξής ανάλογες αρχές, οι οποίες κατεδεικνύουν τον κοινό προβληματισμό:
«1.Την αρχή της μη κατοχής της αλήθειας. Το σωστό αποφασίζεται υπό τις συγκεκριμένες κάθε φορά συνθήκες συλλογικά στην απόπειρα των ανθρώπων να ανακαλύψουν το πρακτέο. 2. Την αρχή της ελευθερίας. Οι άνθρωποι ρυθμίζουν αμέσως το αποτέλεσμα και το σκοπό και την κατεύθυνση της κοινής τους δυνάμεως.
3.Την αρχή της δημοκρατίας. Εφόσον όλοι μπορεί να έχουν δίκιο ή άδικο, ας αποφασίσουν οι περισσότεροι κι απ’ τους περισσότερους οι σοφότεροι κι απ’ τους σοφότερους οι περισσότεροι.»
Εν τέλει το ζητούμενο είναι να θέσουμε τον εαυτό μας, δηλαδή να θέσουμε τη βουλησή μας, να καταστούμε ελεύθεροι και υπεύθυνοι της ελευθερίας μας. Με αυτόν τον τρόπο ο πολίτης θα βλέπει την πολιτεία ως δικό του έργο και, όπως οι προγονοί μας ως «πατρίδα». Η πολιτεία πρέπει να είναι το «σπίτι» μας, ο τόπος της ενθαδικής διαμονής μας. Όσο πιο ελεύθεροι καταστούμε, τόσο πιο πολύ θα συναδελφωθούμε, τοσο πιο πολύ θα συνενωθούμε σε μια κοινή βούληση.

Πρώτη Δημοσίευση: Αντίφωνο
Πρώτη Αναδημοσίευση από τον Αναρχικός Τραπεζίτης
Το άρθρο αλιεύτηκε από την Ελεύθερη Ελλάδα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου